| κεράμιον ὕδωρ ἐγχέαντα ἐκκρεμάσαι ἢ ἐς σφυρίδα λίθους ἐμβαλόντα . Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ , | ||
| , , , , , , , . , : Ἕτερος μὲν οὖν ἀποχρῆν ἂν ὑπέλαβε καὶ αὐτὰ τὰ νῦν |
| τούτου τὰ ὑποπτευόμενα αἴτια εἶναι . ἐπειδάν γε μὴν ὁ ἱπποκόμος τὸν ἵππον παραδῷ τῷ ἀναβάτῃ , τὸ μὲν ἐπίστασθαι | ||
| τὸ ἐπιμελοῦμαι παράγεσθαι , βουκόμος καὶ βουκόλος , ὥσπερ καὶ ἱπποκόμος . . . . . . . , . |
| τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ | ||
| κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ |
| γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος | ||
| ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις |
| ἐπὶ τῶν ζώντων γενέσια ἀκυρολογεῖ . γέρων καὶ πρεσβύτης καὶ προβεβηκὼς διαφέρει , Ἀλεξίων δηλοῖ ἐν τῇ ἐπιτομῇ τῶν Διδύμου | ||
| φυγὴν διὰ τοῦ πεδίου ποιοῦνται , μέχρι ἂν οὗ συνεχῶς προβεβηκὼς ὁ τύπτων εἰς τὸν αὐτὸν τόπον τῷ πελέκει διακόψας |
| ” Λέων ἀγρεύσας μῦν ἔμελλε δειπνήσειν : ὁ δ ' οἰκότριψ κλὼψ ἐγγὺς ὢν μόρου τλήμων : τοιοῖσδε μύθοις ἱκέτευε | ||
| . οἶσθα χωρὶς τοῦ σ Ἀττικοί , οἶδας Ἕλληνες . οἰκότριψ Ἀττικοί , οἰκοτραφής Ἕλληνες . ὀξυθύμια Ἀττικοί , καθάρσια |
| Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη | ||
| ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων |
| αἰτίαν ἔχοντι . γέγραφεν γὰρ ἐάν τις ἀποκτείνῃ Χαρίδημον , ἀγώγιμος ἔστω , ἐὰν δέ τις ἀφέληται ἢ πόλις ἢ | ||
| ἔφη , τὰς χιλίας δραχμάς , ἀπόληται , καὶ αὐτὸς ἀγώγιμος γένωμαι . συλλέξας δ ' , ἔφη , τὸν |
| ; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν | ||
| ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς |
| ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ | ||
| . ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ |
| οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ , | ||
| χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ |
| τῶν ἐν θαλάττῃ τὴν ἐργασίαν καὶ τὸν βίον ποιουμένων . βασκάνιον : ὃ οἱ ἀμαθεῖς προβασκάνιον . ἔστι δέ τι | ||
| κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως . τί δῆτά σοι δράσω , |
| πεφύκασιν ἐκ τοῦ Κυνὸς βαρέα . Αὐγούστου δὲ τὴν πρώτιστον Ἰκτῖνος ὄρθρου δύνει , τὴν μετ ' αὐτὴν καὶ τρίτην | ||
| τε βοᾶν , ὁ δ ' ἀπέβλισε θοἰμάτιόν μου . Ἰκτῖνος δ ' οὖν τῶν Ἑλλήνων ἦρχεν τότε κἀβασίλευεν . |
| πρίω μοι σελάχιον . τί δ ' ἢν λύκον ; κεκράξεται φράσει τε πρὸς τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ | ||
| τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι |
| ἤγειρεν , ἡ δὲ παιδίον κατέκλινεν , ἡ δ ' ἔλουσεν , ἡ δ ' ἐψώμισεν . Ἀλλ ' ἕτερα | ||
| Ἀριστοφάνης φησίν ἡ μὴν παιδίον κατέκλινεν , ἡ δ ' ἔλουσεν , ἡ δ ' ἐψώμισεν . ἀπὸ δὲ κρεῶν |
| δὲ προϊδεῖν ἦν τότε , σοφώτερος ἂν ἦν ἡμῶν ὁ προϊδών ; Τὸ ποῖον δὴ λέγεις ; Εἰς τὸ γεγονὸς | ||
| θαλάσσης κατέπηξαν , ὥστε δεινὸν ἦν προσπλεῦσαι , μὴ οὐ προϊδών τις ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν . ἀλλὰ |
| συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν | ||
| . ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν |
| ὃ θέλεις . ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ | ||
| ὕστερον ἔκριναν τοὺς πάλαι διδασκάλους . Ἦν δέ τις χαλκεὺς κυνάριον κατέχων . Ὁ δὲ χαλκεύων , ὁ κύων ἐκοιμᾶτο |
| ὁ δὲ φοῖνιξ , ὅταν ἐξαιρεθῇ ὁ ἐγκέφαλος , ὅλος ἐξαυαίνεται . Νίκανδρος Γεωργικοῖς : σὺν καὶ φοίνικος παραφυάδας ἐκκόπτοντες | ||
| μόνον . ἐναυλιζόμενον : ἐμμένον . εὐπετίην : εὐχέρειαν . ἐξαυαίνεται : ξηραίνεται . ἐκπεπταμένα : ἐξεπτυγμένα καὶ ἐξηπλωμένα . |
| ἑτέρῳ κερδήσεις δ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου ε οὐ πωλῇ . οὐ συμφέρει σοι Ϛ μένεις ὀλίγον χρόνον ὅπου | ||
| μεγάλου ἢ σεμνοῦ ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν , κἂν αὐτὸ πολλοῦ πωλῇ . ὡς ἐπὶ τὰς θίδρακας ἀπέρχῃ : ὀβολοῦ γάρ |
| εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως | ||
| προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ |
| , οὕτω προστάττειν ὥσπερ ἐν οἴκῳ ἔνιοι δεσπόται προστάττουσιν , Ἴτω τις ἐφ ' ὕδωρ , Ξύλα τις σχισάτω : | ||
| Σοφός τ ' ἂν αὑτὸς κἀγαθὸς κεκλῇ ' ἅμα . Ἴτω : ποήσω , πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς . Ἦ μνημονεύεις |
| ἵνα δηλώσῃ ὅτι συνεχῶς ἢ λίθους ἢ μέταλλα κόπτων καὶ κουφίζων ἑαυτὸν , παρέτρεψε τὴν ῥάχιν : διὸ ταύτῃ πέπονθεν | ||
| τῇ στρατείᾳ , τρέφων ἐκ τῆς πολεμίας καὶ τὴν πόλιν κουφίζων τῶν δαπανημάτων , ἅμα δὲ πολλὰ καταπράξεσθαι τῇ πατρίδι |
| τῆς γυναικός ε οὐ λήσεται σου ὁ δρασμός Ϛ γενήσῃ βουλευτής , ἄρτι δὲ οὔ ζ πρεσβεύσεις , οὐ μόνος | ||
| προκόπτεις ἄρτι ι ἐὰν κοινωνήσῃς , βλάπτῃ α οὐ γίνῃ βουλευτής β πρεσβεύεις . ἑτοιμάζου γ οὐ φυγαδεύῃ . μὴ |
| ! ! [ ἄβρωτος ἀγάζεις ἀγαί ἀγάμετος ἀγάσματα ἀγήρατον ἄγχαζε ἀγωγεύς ἀγωνοθήκη ἀδηφαγοῦσα ἀδικόχειρας ἀδρέπανον ἁδρῦναι ἄζειν Ἀζησία ἀθαυμάστως αἰγίζει | ||
| , ἡνία , φορβειά , κεκρύφαλος , ῥυτήρ ῥυταγωγεύς , ἀγωγεύς : ὁ γοῦν Στράττις ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν |
| δαπανᾶται , φονεύεται , ἀναλύεται , διαρρεῖ , κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , | ||
| ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ συναντήσῃ ; Ἐξαιρεῖ αὐτὸν ἐκ τῶν κακῶν καὶ |
| ὡσαύτως καὶ Ἀττικοί . ὁ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον ἢ μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος καὶ νεανίας , εἶτα ἀνὴρ μέσος | ||
| δρόμον μετέχειν . ἡ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον , εἶτα μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος , εἶτα νεανίας , εἶτα ἀνὴρ |
| ὁ δ ' ὡς ἐπ ' αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ δάμαρτα καὶ παῖδ ' ἑνὶ | ||
| ἐν τῇ ὑπωρείᾳ πιναρὸς ὅλος καὶ αὐχμῶν καὶ ὑποδίφθερος ; σκάπτει δὲ οἶμαι ἐπικεκυφώς : λάλος ἅνθρωπος καὶ θρασύς . |
| δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
| γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
| , τῇ μήλῃ τῇ ἐντετμημένῃ περιτείνας τὸν βρόχον περὶ τὸν πώλυπον , ἐπὴν περικέηται , διείρειν τὴν ῥάβδον ἐς τὸ | ||
| [ . . . πῖνε πῖν ' ἐπὶ συμφοραῖς . πώλυπον διζήμενος . χαίρετ ' ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων . κονία |
| καὶ φενακίζει καὶ τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι , αὐτὸς ὢν ἐπίληπτος πάσῃ πονηρίᾳ . οὗτος οὖν αὐτὸν ἐξαιρήσεται , ὁ | ||
| “ πῶς ” ἀπὸ κοινοῦ . τοῦ ὁρᾶν ] στίχος ἐπίληπτος ἁπαξάπαντα ] ἀττικῶς κατακεκλῃσμένα ] ἀττικῶς τὴν πρόνοιαν ] |
| τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου | ||
| δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ |
| οἷον , ὀξύντης : ἀγύρτης : ἐγέρτης : ὀρίντης : αὐθέντης : Λαέρτης : ποικιλτής : βιβύρτης . Τὰ εἰς | ||
| τί γὰρ ] τί προστέταχθε ποιεῖν περὶ ἀνδροφόνου γυναικός ; αὐθέντης ] ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος φόνος οὐκ ἦν αὐθέντης , |
| , δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
| λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
| παρὰ τὸν νόμον . ἔτι εἰ ὁ μὲν κέρδους ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνει , ὁ δὲ ἡδονῆς ἕνεκα , καὶ | ||
| ἐπιθυμεῖ συνδυασθῆναι κόρῃ τινί , οὐ φανερῶς καὶ εὐθὺς αὐτὴν μοιχεύει , ἀλλὰ βουλεύεται πῶς ἂν μοιχεύσῃ αὐτὴν λάθρα , |
| ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν . φλαῦρος : πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει . | ||
| μὲν φαύλοις ] τοῖς εὐτελέσι , ἤγουν τοῖς φαύλοις . φλαῦρος δὲ λέγεται ὁ πονηρός . ἄγειν ] τὸ μὲν |
| ' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν δὶς καὶ | ||
| ; ἀλλ ' οὐ φαῦλον τριβώνιον ; ἀλλ ' ὅτι κομῶ καὶ γένεια ἔχω ; τοῦτο δ ' ἴσως οὐ |
| οὐκ ἔχω σοι δοῦναι οὐδέν . δαιμόνιε ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε ἢ καὶ εὐτυχέστατε . χρῆμα ] | ||
| περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν “ μετὰ |
| κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη | ||
| ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται |
| δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής | ||
| . φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν . |
| τόπῳ δυναμένῳ χωρῆσαι τὴν αὑτοῦ μεγαλοπρέπειαν . διττῷ δὲ πόθῳ κατειλημμένος , τῷ μὲν πρὸς τὴν ἡμετέραν χώραν , τῷ | ||
| κατέστησεν . ἀπῄει οὖν λίαν ἀγαπητῶς , τοῖς ἐναντίοις πάθεσι κατειλημμένος , θαρσῶν ἅμα καὶ δεδιώς , περιφρονῶν τοὺς ἀρχομένους |
| ἀλλήλας οὐκ ἀγεννῶς ἠμφισβήτουν περὶ τοῦ τίνι τούτων νυμφίος ὁ νεώνητος ἔσται . τῆς δὲ τοῦ Ξάνθου γυναικὸς εἴσω κληθῆναι | ||
| ἐμαυτῇ . “ καὶ ἐξέρχεται καί φησιν ” ποῦ ὁ νεώνητος ; “ ἐπιστραφεὶς ὁ Αἴσωπος λέγει ” ὧδε , |
| καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει | ||
| κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ , |
| . . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ | ||
| ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον |
| παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
| μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
| δῆθ ' ] ἀντισπαστικὰ ἡμιόλια βʹ καὶ ἓν μονόμετρον . ἀναυδάτῳ μένει ] ὅμοια ἡμιόλια γʹ . διήκει δὲ καὶ | ||
| πλαγὰν ] δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους , [ ἐννέπω ] ἀναυδάτῳ μένει ἀραίῳ τ ' , ἐκ πατρὸς δ ' |
| καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ | ||
| καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ * |
| καὶ παντοδαπὰ ἀθύρματα Διονυσιακὰ ἐξαρτήσας μετὰ τῶν φίλων ἐξ ἑωθινοῦ κατακλινόμενος ἐμεθύσκετο , συνηθροισμένων ἐπὶ τὴν θεὰν τῶν Πανελλήνων . | ||
| σφοδρότερον ἡ μὲν πρόρριζος ἀνθεστῶσα κατέπεσεν : ὁ δὲ ἀκέραιος κατακλινόμενος ἔμεινε . ὁ καιροῖς ὑπείκων οὐκ ἐκπεσεῖται τοῦ σώζεσθαι |
| ἐπὶ μέγα τῷ λόγῳ ἦγεν . ἔνθα δὴ φιλοτιμία τε ἐσπίπτει αὐτοῖς , καί τι καὶ ὁ οἶνος ὑπεθέρμαινεν , | ||
| οἱονεὶ ἴυγγι τῷ ἄσθματι . τὰ δὲ ἐς τὰς ἐκείνων ἐσπίπτει γαστέρας ὑπὸ τῆς παρ ' αὐτῶν ἐκπνοῆς συρόμενα αὐτοῖς |
| νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς | ||
| Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον |
| ἀλλ ' ἀπάνευθεν ἐπ ' ἀγροῦ πήματα πάσχειν γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ , ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ , | ||
| εὐπότμως οἴχεται : εὐφρόνης , ὥσπερ ἐώθει , ἅμα τῇ ἀμφιπόλῳ προϊὼν ἐκ τοῦ αὐλίου τὰ ἄστρα ἐθηεῖτο , καὶ |
| . πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
| εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
| καύματος ἀπαυδήσας δειελινὸς παρά τινι λίμνῃ ἐν τῇ δροσερᾷ βοτάνῃ κοιμησόμενος ἀνεκλίνθη . καὶ δὴ καὶ ὑπνώσαντος αὐτοῦ οἱ ἔγγιστα | ||
| ψυχῆς ἐστι κεφαλή . ποιεῖ δὲ τοῦτο πρόφασιν μὲν ὡς κοιμησόμενος , τὸ δ ' ἀληθὲς ὡς ἀναπαυσόμενος ἐπὶ λόγῳ |
| καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ , τρέψας εἰς τὸ | ||
| εἰσερχομένου τοῦ ὕδατος ἐμπλησθῇ τὰς κοιλότητας , καὶ οὕτω γένηται ὑποβρύχιος , διὰ τοῦτο φεύγων τὸν κίνδυνον στρέφει ἑαυτὸν ὕπτιον |
| , καὶ οὐδὲν ὠφελήθη . Τῷ δὲ Φοίνικι ἐξετμήθη κύκλος σαπρὸς , καὶ τὸ ἕλκος ἐκαθάρθη μὲν τὸ πλέον , | ||
| οὔ , “ φησιν , ” ἀλλ ' Αἴσωπος ὁ σαπρὸς λαλεῖν ἤρξατο στωμύλως . “ καὶ ὁ δεσπότης : |
| ἐκτρέπω τὸ μεταποιῶ καὶ μεταβάλλω ἐκ τούτου εἰς τοῦτο . εὐσωματεῖ ] ἰσχυρός ἐστιν , γενναῖον σῶμα , πιαίνει τὸ | ||
| λέγειν . ἐπιτρέπεις ] ἀντὶ τοῦ “ συγχωρεῖς ” . εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ : ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκατατίθεται : |
| θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ γναφεὺς δ ' : ἄν γ ' ἐλᾳδίου τεταρτημόριά μοι | ||
| θαλάσσῃ κατακείμενον , καὶ οὐρέειν ἐν τῇ θαλάσσῃ . Ὁ γναφεὺς ὁ ἐν Σύρῳ , ὁ φρενιτικός : μετὰ δὲ |
| λίμνην , ἕλκων τὸν μῦν δέσμιον . ὁ δὲ μῦς πνιγόμενος ἔλεγεν ἐγὼ μὲν ὑπὸ σοῦ νεκρωθήσομαι , ἐκδικηθήσομαι δὲ | ||
| , τῇ ὑστεραίῃ ἔθανεν , αἷμα ἐμέων πουλὺ , καὶ πνιγόμενος : ἐς σπλῆνα δὲ , καὶ κάτω αἱματῶδες αὐτῷ |
| : ὁ δὲ τοιοῦτος πεφυγάδευται θείου χοροῦ , καθάπερ ὁ λεπρὸς καὶ γονορρυής , ὁ μὲν θεὸν καὶ γένεσιν , | ||
| δέρμα τοῦ ὄφεως : λεκτίκιον : λεπὶς ἡ φολίς : λεπρὸς ὁ διάλευκος : λεαίνω τὸ ὁμαλίζω : λέγυνον τὸ |
| φεύγειν θλιβομένους περὶ ἀλλήλοις καὶ πατουμένους . ὡς δὲ ὁ τραγῳδὸς ἰδίᾳ τοὺς πρώτους αὐτῶν ἀπολαβὼν τήν τε τοῦ προσωπείου | ||
| . φορὰ γὰρ γέγονε νῦν τούτου καλή . . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν |
| ἀλλ ' ἐπιλαθομένη τῆς ὕβρεως , ἐπιστρέψασα , τὴν κέρκον σείουσα ζητεῖ πάλιν τὸν δεσπότην . ἔδει οὖν σε εἰπεῖν | ||
| ἡ κίνησις ἡ περὶ τὰ αἰσθητὰ παρ ' ἄλλου ἐνιεμένη σείουσα καὶ ἐλαύνουσα καὶ ἐγείρουσα καὶ ὠθοῦσα τὰ μεταλαβόντα αὐτῆς |
| λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε | ||
| τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν |
| αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
| αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
| ' Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον υἱόν . Ὣς ἔφατ ' Εὐρύπυλος βεβλημένος : οἳ δὲ παρ ' αὐτὸν πλησίοι ἔστησαν σάκε | ||
| αὐτοῦ δουρὶ δαμέντες ; Τὸν δ ' αὖτ ' Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντίον ηὔδα : οὐκέτι διογενὲς Πατρόκλεες ἄλκαρ Ἀχαιῶν ἔσσεται |
| διὰ πέντε ἐτῶν . καὶ ἀγωνίζεται παῖς Ἰσθμικοῦ πρεσβύτερος καὶ ἀγένειος καὶ ἀνήρ . τῷ δὲ νικῶντι διδόασιν ἔλαιον ἐν | ||
| καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος οὐδὲ τούτοις συμφέρει : τὸ γὰρ περικεκομμένον αὐτοῦ τῶν |
| , ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
| ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
| ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : | ||
| . Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ . |
| Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν | ||
| δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ |
| φαρμακοῖς . λιμῶι γένηται ξηρός : ἐν δὲ τῶι θύμωι φαρμακὸς ἀχθεὶς ἑπτάκις ῥαπισθείη . τούτοισι θηπέων τοὺς Ἐρυθραίων παῖδας | ||
| τῆς εἱμαρμένης ἀνάγκῃ τὴν μοιχείαν σοφίζεται : μοιχὸς , ἢ φαρμακὸς ἐγὼ , Ἀσκληπιὸς τῆς βλασφημίας καὶ Ἀπόλλων : φαρμακὸς |
| ὄπισθεν τοῦ θαι σ τύπτεσθαι γίνεται . Ὥσπερ καὶ τὸ τετύφθαι χρόνου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου ἐστίν : γίνεται δὲ ἀπὸ | ||
| δὲ εἰς ΑΙ λήγοντα ἀπαρέμφατα πάντα βαρύνεται : τύψαι τυφθῆναι τετύφθαι τύπτεσθαι . Πᾶν ῥῆμα ὀξύτονον ἐν τῇ συνθέσει ἀναδίδωσι |
| . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς | ||
| . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
| τῶν σῶν ἐντολῶν οὐκ ἠμέλησεν : οἵαν ἐκεῖνος ἀφῆκε φωνὴν ἀναιρούμενος : οἷον ὕπατον ἐφθέγξατο λόγον : οὐ γὰρ ἠγνόησε | ||
| ἀπροσδοκήτως ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι κολασθέντων . Ἴβυκος γὰρ ὑπὸ λῃστῶν ἀναιρούμενος καὶ γεράνους ἰδὼν ἐμαρτύρατο . Χρόνῳ δὲ οἱ λῃσταὶ |
| , ἤγουν μακρὰν ἔχουσι τὴν παραλήγουσαν : τὸ μὲν γὰρ γύννις γύννιδος παρὰ τὸ γυνή ἐστίν , ἀπὸ γὰρ τοῦ | ||
| πρῶτος τὴν ἁρμονίαν ἔκλασεν ἐπὶ τὸ μαλθακώτερον . ἦν δὲ γύννις καὶ ψυχρός . Φρύνιν ] ὄνομα κιθαριστοῦ . τὰς |
| διαστολὴν : οὖρος Φροῦρος κοῦρος θοῦρος λοῦρος . τὸ δὲ κηπουρός καὶ οἰκουρός ὡς σύνθετα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΡΟΣ | ||
| κακόπαθός εἰμι ; “ Αἴσωπος λέγει ” μὴ οὐκ εἶ κηπουρός ; “ ὁ κηπουρὸς λέγει ” ναί . “ |
| ἔλεγεν , οὐδενὸς ἀκούοντος ἑτέρου , φυγεῖν μὲν ἐς Πομπήιον ὑβριζόμενος ὑπὸ τοῦ τότε ναυάρχου Καλουισίου , τὴν δὲ ναυαρχίαν | ||
| τις ὑπὸ τῶν νόμων ὁλοσχερεῖ ἀτιμίᾳ , ἀτιμάζεται δὲ ὁ ὑβριζόμενος ἔν τινι πράγματι . ἄττα ψιλούμενον καὶ δασυνόμενον διαφέρει |
| . ὄξος ἡ φακῆ οὐκ εἶχε . πάλιν ᾔτησας , οἰμώξει μακρὰ πρῶτος μαγείρων , φησίν . ἕτερα μυρία τοιαῦτα | ||
| . ὄξος ἡ φακῆ οὐκ εἶχε . πάλιν ᾔτησας , οἰμώξει μακρά πρῶτος μαγείρων , φησίν . ἕτερα μυρία τοιαῦτα |
| αὐτοῦ φασιν οὕτω καλεῖσθαι ὑπ ' αὐτοῦ ληφθὲν ἀνάλωτον . Μισθὸς ἀρετῆς ἔπαινος , κακίας δὲ ψόγος . Μίδου χρήματα | ||
| ταῖς θύραις τῶν ταξιάρχων καὶ λοχαγῶν , εἶπεν αὐτοῖς : Μισθὸς μὲν ἡμῖν , ὦ ἄνδρες , εἴργασται τῇ στρατιᾷ |
| ἀστέρ ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον , ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο : τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε | ||
| βαλανείωι ψυχρῶι καὶ φαύλωι κεκοσμημένον ἰδὼν ἡρῶιον λαμπρῶς ὡς ἐξῆλθεν λελουμένος κακῶς οὐ θαυμάζω ἔφη ὅτι πολλοὶ ἀνάκεινται πίνακες , |
| κεν ἀνὴρ ? [ ] [ οὐδὲ ] θεῶν ? ὥριστος ἀλεξήσειεν [ ὄλεθρον ] ? . [ ] ο | ||
| παράγωγον φημί , ἐξ οὗ τὸ ” πέφαται δ ' ὥριστος Ἀχαιῶν ” καὶ ἀρηΐφατος . . . . . |
| παρὰ ῥῆμα ἢ θηλυκά , οἷον ὀλυμπιονίκης μισογύνης μυροπώλης οἰνοπράτης σκυτοδέψης . Σεσημείωται τὸ ἀγκυλοχείλης : ἔχει δὲ ἀπολογίαν , | ||
| , πανδοκεύς , πορθμεύς , μαστροπός , ὑπηρέτης , βυρσοδέψης σκυτοδέψης , ἀλλαντοπώλης . εἰ δὲ καὶ μὴ διὰ πασῶν |
| βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς | ||
| βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς |
| θηρῶν δὲ τὰ προσιόντα ἐμπίπλαται . τοῦτον εἴ τίς ποτε ἐθήρασε καὶ ἐν οἰκίσκῳ καθεῖρξεν , ἔχει ἄφωνον τὸν ὄρνιν | ||
| αὖθις . μένει τοίνυν ἁλοῦσα , καὶ ὁ πορφυρεὺς αἰσθόμενος ἐθήρασε δεύτερος τὴν ὑπὸ τῆς λιχνείας προῃρημένην . Σκολόπενδρα θαλάττιον |
| δόξαν καὶ ⌊ ἀρετήν ⌋ , φεῦγε ψόγον ⌊ . Γαμεῖν ἀναβάλλουπο [ ] ? ! ! ! ? ? | ||
| τὸν ἁπλοῦν , ἔχοι δ ' ἄν πως ἴσως ὧδε Γαμεῖν δέ , ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα , μέχρι |
| Ἄρατος εἶπεν „ αἰάζω ὅτι μοῦνος ἐνὶ πέτρῃσι κάθηται παισὶν Γαργαρέων βῆτα καὶ ἄλφα λέγων „ . καὶ Γάργαρα ἄκρα | ||
| , Ἰχθύες . Αἰάζω Διότιμον , ὃς ἐν πέτραισι κάθηται Γαργαρέων παισὶν βῆτα καὶ ἄλφα λέγων . Ἀργεῖος Φιλοκλῆς Ἄργει |
| ἄνδρας ὕβρισε τοῦ δήμου καὶ παρθένον κομιζομένην παρὰ τὸν νυμφίον ᾔσχυνεν ἀφελόμενος τοὺς ἄγοντας . ἐπιλαβούσης δὲ τῆς νυκτὸς τυφλοῖ | ||
| ἐκ τοῦ θεοῦ : λέγουσιν ὡς Τηρεὺς συνοικῶν Πρόκνῃ Φιλομήλαν ᾔσχυνεν , οὐ κατὰ νόμον δράσας τὸν Ἑλλήνων , καὶ |
| μόσχῳ ἐνιαυσίῳ , σπᾷ δὲ τῆς θηλῆς τῷ στόματι . ἐνθουσιῶν δὲ ἐς μίξιν οἴστρῳ τε φλεγόμενος ἐμπίπτει τοίχῳ καὶ | ||
| : τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ |
| φορτία πάντα τεθεικὼς καὶ τὸν ὄνον , διαπλεῖ σινδόν ' ἐπαράμενος . ὥστε μάτην Τρίτωνες ἐν ὕδασι δόξαν ἔχουσιν , | ||
| γενόμενος ὁ Παυσανίας δόξας τε κατ ' ἐπιβουλήν τινα εἰσεληλυθέναι ἐπαράμενος τὸ ξιφίδιον ἐπερόνησε τὴν κόρην καὶ ἀπέκτεινε . καὶ |
| τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως | ||
| πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως |
| θέλῃς ποτέ , μυστήριόν σου ψευδὲς αὐτῷ προσανάθου . } Πένης ὑπάρχων ἂν γένῃ ποτὲ πλούσιος , μέμνης ' ἐκείνης | ||
| ἀδελφόν : ᾐδέσθη τὴν φύσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πένης μετὰ δύο υἱῶν ἔλιπε τὴν τάξιν . ἐμονομάχησε καὶ |
| ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν : ὥστε μοι δοκῶ , ἔφη ὁ Φεραύλας , νῦν διὰ τὸ πολλὰ ἔχειν πλείω λυπεῖσθαι ἢ | ||
| δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ |
| γάμου σημεῖόν ἐστιν . ἐπεὶ δέ , ὡς ἔφην , γαμήσας ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε | ||
| ἵν ' ᾖ οὕτως : πάντῃ τε καὶ πάντως ὁ γαμήσας ἐλεύθερος εἶναι οὐ δύναται , ἀλλὰ τὸ ἀναγκάζον καὶ |
| μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ ' | ||
| κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν . |
| τοῦ πολίτου καὶ ἡ πολῖτις τῆς πολίτιδος , καὶ ὁ κυνηγέτης τοῦ κυνηγέτου καὶ ἡ κυνηγέτις τῆς κυνηγέτιδος , οὕτω | ||
| Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον Σχεδίαν . καὶ αὐτοῖς περιτυχὼν Θαμνεὺς κυνηγέτης ἦγεν ὡς ξενίσων εἰς τὸν οἶκον καὶ τὸν οἰκέτην |
| διὰ τούτων πειρᾶσθαι τοὺς ὁπλίτας τοῦ τείχους . καὶ οὕτως ἀγωνίζου καλῶς καὶ πειρῶ ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι . αὐτὸς δέ | ||
| μὴ κοινωνήσῃς τῷ πράγματι ι στρατεύῃ εὐτυχῶς α οὐκ ἀθαρρῶν ἀγωνίζου β ἀπολύεται ὁ συνεχόμενος γ καταλλάσσῃ τῇ γυναικί δ |
| στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς | ||
| στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ ' οὐχὶ στραβός . σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι . |
| εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ | ||
| κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι , |
| ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
| ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
| κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς αὐτῆς ὥρας ἐπισημαίνων . σαʹ . Τριταῖός ἐστιν ὁ μίαν εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα ἐπισημαίνων , | ||
| ἀγγείων τῆς ὕλης σηπομένης καὶ πολλὰς ἔχουσι τὰς διαφοράς . Τριταῖός ἐστι διαλείπων πυρετὸς καὶ διὰ μιᾶς ἡμέρας εἰσβάλλων , |
| , οὐ τροφήν . δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα | ||
| , οὐ τροφήν . δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής . τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα |
| , εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως | ||
| , εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα |
| κέκληνται . καὶ ὁ μὲν ἔχων τὸν αʹ ὡροσκοποῦντα ἔσται πρωτότοκος ἢ πρωτότροφος , φρόνιμος , βαθύς , πεπαιδευμένος , | ||
| αὐτοὺς ⌈ ἀπὸ τοῦ τείχους ⌉ ὁ υἱὸς Φαραὼ ὁ πρωτότοκος . Καὶ ἰδὼν τὴν Ἀσενὲθ ἐμμανὴς ἐγένετο ἐπ ' |