ἀτρέμα ἔχει ἑαυτὴν οὐδὲ ἐπὶ τὸν κυναγωγὸν ἐπάνεισιν οὐδὲ ἀνακαλοῦντος ὑπακούει , ἀλλ ' ὑπὸ μελέτης τοῦ θεῖν ἐπὶ μηδενὶ
δὲ πολλοῖς διαδίδοται κατὰ μικρά , διὸ ταῦτα ταῖς ὥραις ὑπακούει , καὶ ἔτι δὴ καὶ μάλισθ ' ὡς εἰπεῖν
6786424 κεκαλλωπισμενα
τίει ] τιμᾶι ἡ δίκη . χρυσόπαστ ' ] τὰ κεκαλλωπισμένα ἐν χρυσῶι . ἐσθλὰ ] ἔνδοξα δώματα . πίνωι
σκεύη ἐστί . καὶ διαιτητήρια δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἐπεδείκνυον αὐτῇ κεκαλλωπισμένα τοῦ μὲν θέρους ἔχειν ψυχεινά , τοῦ δὲ χειμῶνος
6781437 Αἰθρᾳ
ἀντίποινα δὲ θυάδος ἀντὶ τοῦ τῆς ἁρπαγείσης Ἑλένης μόνῃ τῇ Αἴθρᾳ ζυγὸν δούλειον ἀμφήρεισαν οἱ τῶν Ἀθηναίων πορθηταί . ὁ
τρίτος δὲ : Αἰγεὺς ὁ Πανδίονος υἱὸς βασιλεὺς Ἀθηναίων συνελθὼν Αἴθρᾳ τῇ Πιτθέως ἐν Τροιζῆνι ἔσχεν ἐξ αὐτῆς τὸν Θησέα
6754257 γοερα
τοῦ περὶ τὰ χείλη καὶ ἐπιπολῆς ἀέρος πληγῇ διὰ λεπτότητα γοερά τε ὄντα καὶ ἐκβοητικά . καὶ τὰ μὲν διὰ
* κρυμόν : πάγον * ὀλοφυδνά : χαληπά λυπηρά ὀλέθρια γοερά διήφυσε δὲ ἀντὶ τοῦ ἰάσατο , ἐθεράπευσε . *
6679575 δυστοκει
κακῶς πάσχει , ἐκ μεταφορᾶς τῶν δυστοκουσῶν γυναικῶν . ἢ δυστοκεῖ λέγει ἀντὶ τοῦ , κακὰ γεννήματα προάγει . Ἀλκιβιάδης
Ἀλκιβιάδου τίν ' ἔχετον γνώμην ἑκάτερος ; Ἡ πόλις γὰρ δυστοκεῖ . Ἔχει δὲ περὶ αὐτοῦ τίνα γνώμην ; Τίνα
6673599 ἀπολλυμενα
σητῶν διαβρωθέντα οὐκ ἂν αὐτοὺς ἀνιάσειε : ταῦτα γοῦν πάντως ἀπολλύμενα καὶ ὑπὸ τοῦ χρόνου διαφθαρησόμενα ἡμῖν δοῦναι περιβαλέσθαι μᾶλλον
φυλακὴν ἐποιοῦντο τῶν τειχῶν , τὰ δ ' ἄλλα περιεώρων ἀπολλύμενα . Ἕρνικες δὲ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τῇ λύμῃ καὶ διαρπαγῇ
6653907 συνεστραμμενα
. . . . καὶ τῆς ἄρρενος οὐλότερα τὰ ξύλα συνεστραμμένα , καὶ ἐν τῷ πεδίῳ ταύτην φύεσθαι μᾶλλον καὶ
τὰ δὲ ἀλλοῖα . ταῦτα δὲ ὑφ ' ἡμῶν ὁρᾶσθαι συνεστραμμένα , καθάπερ ἐν αὐγῇ λαμπρᾷ φλογὸς σπινθῆρας ἰσχυροὺς διαθέοντας
6638515 ἐπερχομενα
κάμαξι τῆς κλίμακος ἄνωθεν διεστῶτα , κατὰ δὲ τὴν ἐπιστροηὴν ἐπερχόμενα καὶ θλίβοντα τὴν περιστομίδα τὴν τῇ περόνῃ προσπεφυκυῖαν .
θρέομαι . Ξ ἄχη ] λύπας . ἄχη ] τὰ ἐπερχόμενα δηλονότι . θ μεθεῖται στρατός : οἷον ἀφεῖται ὁ
6636260 ἐπηρωσεν
παῖδα , διέβαλλεν ὡς ἀσελγῆ τῷ πατρί : ὁ δὲ ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν . ἐπὶ τούτοις καὶ ὁ πατὴρ
ἢ γῆρας , ἡ ἀναγκαία καὶ κοινὴ πάντων νόσος , ἐπήρωσεν ; ἔτι δ ' οὐχὶ πλοῦτοι καὶ δόξαι καὶ
6605157 Ἐγκεφαλος
: ἢ ὅτι εἶδος τοῦ γενικοῦ σώματός ἐστι βλεπόμενον . Ἐγκέφαλος . παρὰ τὸ ἐγκεῖσθαι τῇ κεφαλῇ . Ἔδνον .
πάσχοντος πόδα , ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τὸν εὐώνυμον . Ἐγκέφαλος δὲ λαγωοῦ περιχριόμενος εἰς τὰ οὖλα νηπίων ἀνοδύνως φύειν
6585168 συναρμοζεται
ὅλων αἰτίων ἡ ἀπὸ τούτων ἀναγομένη πως ἱεροπρεπῶς ἀναθυμίασις , συναρμόζεται αὕτη τοῖς κρείττοσι καὶ ὅλοις αἰτίοις ἀλλ ' οὐχὶ
Ἀττικοί . σκυτίνην : πεπιλημένην καὶ πεπυκνωμένην . συναρθμοῦται : συναρμόζεται καὶ συνενοῦται . ἀρθμὸς γὰρ λέγεται ἡ εὔνοια καὶ
6583708 ἐμφραττει
, οὕτω δὴ τὰ δεόμενα καθάρσεως ἐπεχόμενα βαρύνει τε καὶ ἐμφράττει καὶ θορυβεῖ τὸν νοῦν . καὶ ἄλλ ' ἐπ
τοὺς νεφροὺς πρὸς λίθων γένεσιν ἐπιτηδείους . οἶνος ὁ γλυκὺς ἐμφράττει καὶ τοὺς ὄγκους τῶν σπλάγχνων αὐξάνει . Πάντα ὅσα
6583400 ἀιδιῳ
καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις καὶ ὡρισμένοις , καὶ ἐν τῷ ἀιδίῳ δὲ τῷ ἄνω σώματι ἡ τοῦ διαφανοῦς φύσις ἐφήπλωται
πρὸς ταὐτὰ καὶ καθ ' ἕνα λόγον καὶ μίαν τάξιν ἀιδίῳ κινήσει , καὶ τὴν θείαν ζωὴν τῇ συμφύτῳ τοῖς
6583390 συμφυεται
ἐστι τὸ ἐπίκτητον καὶ κεχωρισμένον : τὰ γὰρ ἀσώματα τελέως συμφύεται . καὶ ἡ ζωὴ οὖν ἡ σωματοειδής , κεχωρισμένη
ὅτι καὶ σχιζόμενα τὰ κλήματα καὶ τῆς ἐντεριώνης ἐξαιρουμένης τάχα συμφύεται : καὶ τούτου γε μᾶλλον ὁ κάλαμος , καὶ
6572954 ἐφαρμοζε
ἐν νυκτί . Καὶ πρὸς τὰ πρόσωπα δὲ τοὺς ἀστέρας ἐφάρμοζε , τὰ μὲν στρατιωτικὰ τῷ Ἄρει , τὰ δὲ
πλέκειν στεφάνους παραιτοῦ , ἀντὶ τοῦ μέγα τι καὶ ἀξιοπρεπὲς ἐφάρμοζε τῇ νίκῃ ἐγκώμιον . ἀναβάλλεο : Μοῖσά τοι κολλᾷ
6544777 πιλια
ἔνδεια θερμοῦ , ἡ ξηρότης μαραίνει . διὸ καὶ τὰ πιλία θᾶττον ποιεῖ πολιούς : ἐκπίνεται γὰρ ἡ οἰκεία τῆς
τοὺς πόδας : ἀσκέραι δὲ κυρίως τὰ ἐν τοῖς ποσὶ πιλία ἤτοι ἀρτάρια λέγονται . ὦ Λύκοφρον , γίνωσκε ὅτι
6534905 δακνοντα
τύχης Γ τοῦ Φειδίου . Γ τὸν αὐτοδὰξ : τὸν δάκνοντα , τὸν ἐμπεσόντα . Γ τὸν αὐθάδη , ὀργίλον
ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ δάκνοντα λήσῃ τὰ ἐμούμενα . ἐμετικὸν δὲ καὶ τὸ μὴ
6482665 βοσκομενα
μῆλα δὴ καλεῖται τὰ πρόβατα : ἅπερ ἰδὼν ὁ Ἡρακλῆς βοσκόμενα περὶ τὴν θάλατταν , περιελάσας ἐνέθετο εἰς τὴν ναῦν
. μῆλα δὲ ἐκαλεῖτο τὰ πρόβατα . ἅπερ ἰδὼν Ἡρακλῆς βοσκόμενα παρὰ τῇ θαλάσσῃ , περιελάσας ἐνέθετο εἰς τὴν ναῦν
6479418 σπαργαν
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους
6479344 ἐκτηκειν
διὸ καὶ ὠφελεῖ πρὸς τὸ μὴ συνεχῶς ὀνειρώττειν τε καὶ ἐκτήκειν τὴν γονὴν καὶ τὴν ὅλην δὲ αὐτοῦ οὐσίαν ,
πέτρας ἄνθος λεπτομερές ἐστιν , ὡς ἀδήκτως τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐκτήκειν . ὁμοίαν δ ' αὐτῷ δύναμιν ἔχουσα καὶ ἡ
6424994 ἀκουομενα
ἤρετο ἡμᾶς , “ Τί δέ ; ἐπειδὴ ἀκοῇ τὰ ἀκουόμενα ἀκούεται , τίνι ὄντι τῇ ἀκοῇ ; ” ἀπεκρινάμεθ
ι γραφόμενα . καὶ σαφές ἐστιν ὅτι τὰ προκείμενα , ἀκουόμενα ἔχοντα στοιχεῖα , πρόδηλον ἔσχε καὶ τὴν ἀφαίρεσιν :
6413349 ἐντεροιϲ
ἀπέπτων ϲιτίων μήτε χυμῶν κατὰ τὴν κοιλίαν ἢ ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ περιέχεϲθαι : κίνδυνοϲ γὰρ αὐτοῖϲ ἀχθῆναι πρὸϲ ἅπαντα τὰ
βούτυρον μιγνύναι ἢ πηγάνου φύλλα λεῖα , τὰϲ ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ ὑπὸ πνεύματοϲ γιγνομέναϲ ὀδύναϲ ὀνίνηϲι . μιγνύϲθω δὲ ὁμοίωϲ
6413281 γιγνωσκομενα
τὰ δὲ τῇ συμπαρατηρήσει καταλαμβάνεται , ὡς τὰ διὰ σημείων γιγνωσκόμενα : οὕτω καὶ τὰ συμφέροντα μὲν ἐνδείξει καταλαμβάνεται .
, ὦ Ἀπολλώνιε , καὶ πολλὰ ἴσως διακηκοὼς μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα οὐ δίει ταῦτα , οὐδὲ τὸ εἶδος ἡμῖν τοῦ
6409210 πορευσῃ
ἐστι θεῖος : „ ἐπὶ τῷ στήθει καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός
ἄξεις “ . λέγει : οὐκ ἀπάξεις ποτὲ ἐντεῦθεν καὶ πορεύσῃ ; Θ συμβουλεύει αὐτῷ ἀλοάσοντα μισθοῦ πορεύεσθαι , ἵνα
6399190 ἀντιτυπα
ξηρότατα , ὑγρότατα , λειότατα , τραχύτατα , εἴκοντα , ἀντίτυπα , μαλακά , σκληρά . βαρὺ δὲ καὶ κοῦφον
: πῶς δὲ τὰ μὴ θλίβοντα καὶ μὴ βιαζόμενα μηδὲ ἀντίτυπα μηδ ' ὅλως ὁρώμενα , ψυχὴ καὶ νοῦς ,
6356377 συμφεροντ
τἀληθῆ μετὰ παρρησίας , μηδὲν ἀχθεσθῆναί μοι . πέπραται τὰ συμφέροντ ' ἐφ ' ἑκάστου τῶν καιρῶν , καὶ μετειλήφαθ
ἂν ἐν τοῖς πᾶσιν : ἀλλ ' εἰ πλείονα τὰ συμφέροντ ' ἔνεστι , τοῦτο δεῖ σκοπεῖν . πλοῦτος δὲ
6348752 λυσσωδη
καταγέλα . οὐδὲν γὰρ διαφέρει ἢ διψῆν πυρέσσοντα ἢ ὡς λυσσώδη ὑδροφόβον εἶναι . ἢ πῶς ἔτι δυνήσῃ εἰπεῖν τὸ
: ἢ ὅτι τὸν Ἄργον κύνα ἀναιρεῖ , τουτέστι τὰ λυσσώδη καὶ ἄτακτα ἐνθυμήματα . . ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ .
6342562 ἀποδιωκει
δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον
ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ
6340926 διοικουμενα
ἀλλ ' ὡς ἔτυχεν , ὁπουδήποτε ἦσαν ἐῤῥιμμένα , μὴ διοικούμενα ὑπὸ δυνάμεως : ὃν ἐξ ὀρεοτυπίης παρὰ τὴν γέφυραν
ἔχει φύσιν ἐπινεύειν καὶ ἐπιστρέφεσθαι πρὸς τὰ γιγνόμενά τε καὶ διοικούμενα . Καὶ τὸ μὲν ἀρχικὸν καὶ αἴτιον προκατάρχει πάντων
6333569 ἀνωφερη
τὰς τῶν στοιχείων δυνάμεις , καθ ' ἃς τὰ μὲν ἀνωφερῆ ἐστι , τὰ δὲ κατωφερῆ : ὑπὸ τούτων γὰρ
προνοητικῶς . Ἡρόδοτος καὶ Θουκυδίδης . ἄναντα : ἄνω , ἀνωφερῆ , δυσχερῆ . ἀναπίπτειν : τὸ ἀθυμεῖν λέγεται παρὰ
6325617 κολλαται
ὑφαίνεται , ἤως συμπλέκεται , ἀφωμοίωται , ἢ ὑποκρύπτεται , κολλᾶται . ἡ δή : μύραινα . ἄγχι : γράφεται
ᾗ ἐπιτίθεται ἡ ματέρια , καὶ ἐν τῷ ζυμοῦσθαι οὐ κολλᾶται τῇ καρδόπῳ . ἐπειδὰν δὲ βληθῇ εἰς τὸν φοῦρνον
6316329 Κωλα
ἀντείποι . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου . Κῶλα δὲ καὶ συνθήκη ἀνάπαυσίς τε καὶ τὸ ἐκ τούτων
καὶ ὅσα τοιαῦτα . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα λαμπρότητος . Κῶλα δὲ τὰ μέλλοντα ποιήσειν τὸν λόγον λαμπρὸν μακρότερα εἶναι
6302019 ὠοτοκων
ὥσπερ τὰ τῶν ζώων εὐθὺς φθείρεται χωριζόμενα πλὴν τὰ τῶν ὠοτόκων . ταῦτα γὰρ ὥσπερ εἴρηται τροφὴν ἔχοντα καὶ φυλακὴν
ταῖς πέτραις κοιμῶνται . Ὅτι τῷ ἔαρι αἱ θήλειαι τῶν ὠοτόκων ἐν τοῖς ψα - μάθοις ἀποτρίβουσαι τὰς γαστέρας ,
6291333 μαραινει
ἀρούραις ἐμπελάσει τῇ ἀμπέλῳ , ἢ μαραίνεται παραχρῆμα , ἢ μαραίνει τὸ κλῆμα . διὰ δὲ τὴν οὖσαν μεταξὺ αὐτῶν
ἐς ταὐτὸν ἔλθῃς ἐπιλήσεται τέλεον αὐτοῦ . παλαιὸν γὰρ ἔρωτα μαραίνει νέος ἔρως : γυνὴ δὲ μάλιστα τὸ παρὸν φιλεῖ
6286716 κυνιδια
σαρκάζοντες Γ : οἷον ὑποσεσηρότες καὶ διανοίγοντες , ὥσπερ τὰ κυνίδια , ὅταν προσλιπαρῇ τινα καὶ ἀφέλκῃ τοῖς ὀδοῦσιν .
' ἂν ὑπηρετήσωσι κατὰ γνώμην τῷ πωλοδάμνῃ : καὶ τὰ κυνίδια δὲ πολὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ
6284493 ἑβδομαια
τῆς γενέσεως . ἡ τριταία τῆς Σελήνης Διδύμοις , ἡ ἑβδομαία ἐν Λέοντι , ἡ τεσσαρακοσταία ἐν Ζυγῷ . Ὁ
ἡ δὲ τριταία τῆς Σελήνης ἐν Καρκίνῳ ἔσται , ἡ ἑβδομαία ἐν Παρθένῳ , ἡ δὲ τεσσαρακοσταία ἐν Σκορπίῳ .
6281019 χρονισει
τοῦ πράγματος ὀλίγον ι ζῇ ὁ ἀπόδημος καὶ ὑγιαίνει , χρονίσει δέ α οὐκ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου β
ἐν τῇ ξένῃ διατρίψει . Σελήνης Καρκίνῳ : ὁ ἀποδημήσας χρονίσει μὲν ἐν τῇ ξένῃ , χαίρων δὲ καὶ ἐνδόξως
6279663 θρασυτατον
μεγάλως . Ὁ δὲ βοηλάτης αὐτῇ ταῦτα λέγει : Ὦ θρασύτατον κτῆμα κακῶν πραγμάτων , ἵνα τί οὕτω σὺ κατακράζεις
γοῦν ἀποφορᾶς οὐκ ἄν ποτε ἀνασχέσθαι ὑπομείνειεν , κἂν ᾖ θρασύτατον τῶν ἑρπετῶν . Οὕτω κομιδῇ πονηρόν καὶ λίαν δυσχερὲς
6277906 ἐρευνωμεν
γένη καὶ δεσποτικὰ γράμματα καὶ συνόλως σώματα παρελθόντες ψυχῆς φύσιν ἐρευνῶμεν . εἰ μὲν γὰρ πρὸς ἐπιθυμίας ἐλαύνεται ἢ ὑφ
' ἄν , τοῦτο δὴ τὰ νῦν λέγωμέν τε καὶ ἐρευνῶμεν . Οὐκέτι νόμους , ὦ Μέγιλλε καὶ Κλεινία ,
6277482 προσερχομενον
βοηθὸς καὶ εὐτυχίας παρεκτικός , διδοὺς αὐτῷ τὸν προσέρποντα καὶ προσερχόμενον χρόνον τῶν πραγμάτων ὧν ἐπιθυμεῖ καιρόν . ὥσπερ γάρ
συμβεβηκότος κατηγορῆται , οἷον ἵνα εἴπω ὅτι τὸ λευκὸν τὸ προσερχόμενον ζῷόν ἐστιν : εὑρίσκομαι γὰρ κατηγορῶν τοῦ συμβεβηκότος τὸ
6275392 βιαζομενη
οὗ μὴ ὑπακούοντος κατεψεύσατο πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα Προῖτον ὡς βιαζομένη . καὶ ὃς ἔπεμψε τοῦτον εἰς τὸν πενθερὸν αὐτοῦ
ἡ τῆς φύσεως ἀνάγκη παρὰ τὸ καθῆκον ποιεῖν ἠνάγκαζε , βιαζομένη τὴν ἀπεγνωσμένην καὶ ἀσυνήθη τροφὴν προσφέρεσθαι . Ὅτι αἱ
6273395 πολυτροπως
Αἰνείου ἐκεῖ ἔτυχε τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἀγχίσην τελευτῆσαι . καὶ πολυτρόπως αὐτὸν καύσας τὸν χοῦν αὐτοῦ ἐν χρυσῷ λάρνακι βαλὼν
μηδ ' εἰς τὸ ἐναντίον ἀεὶ χρηματίζειν αὐτὰς , ἀλλὰ πολυτρόπως καὶ ποικίλως τάττειν αὐτὰς , ποτὲ μὲν ἀορίστῳ σχήματι
6263180 ἀποιῳ
εἶναι , εἶτα τὸν νοῦν διὰ πραγμάτων ἀνηνύτων διακρίνειν ἐξὸν ἀποίῳ οὔσῃ τὴν ποιότητα καὶ τὴν μορφὴν ἐπὶ πᾶσαν ἐκτεῖναι
εἰσιν ἐν ἑνὶ ὑποκειμένῳ : ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα
6251607 μεμισημενη
ὑπερμήκεις δρόμους ] τὴν μακρὰν πλάνην . . στυγητὸς ] μεμισημένη καὶ ζηλοτυπουμένη . . στυγητὸς διὰ τὸν ζῆλον .
: ἤγουν τὴν μακρὰν πλάνην Ἥρᾳ ] τῇ στυγητὸς ] μεμισημένη καὶ ζηλοτυπουμένη Ἰδίωμα Ἀττικόν ἐστι τοῦτο : εἰώθασι γὰρ
6249896 ΕΙτα
κἀγὼ ποιεῖν ἔμελλον καὶ εὐτρεπίσθην , καὶ ὅσα τοιαῦτα . ΕΙτα ὁ ἐπίλογος , μὴ λῦσαι τὸν νόμον , μὴ
σαφῶς δεικνύντος τοῦ προσώπου τὸν κωμῳδούμενον καὶ οὐχ ἕτερον . ΕΙτα θήσεις ἀντίθεσιν μεταληπτικὴν τὸ , σωφρονίζων αὐτοὺς τότε πεποίηκα
6249118 πρεπωδεστατα
τῷ θεῷ „ φησί , τὰς ἀρετάς , ἄμωμα καὶ πρεπωδέστατα ἱερεῖα , ἃ βδελύττεται πᾶς ἄφρων . ὥστ '
ὑπὲρ αὐτῶν οὐκ εἶπον , ταῦτά μοι λεχθῆναι νῦν δοκεῖ πρεπωδέστατα . γένη τρία αὐτῶν ἀκούω : οἱ πάντες δὲ
6248954 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
6246698 ζωικων
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ '
6246452 Ῥωμαια
πόλις Ἰταλίας . τὸ ἐθνικὸν Ῥωμαῖος ὡς Θηβαῖος . καὶ Ῥωμαία καὶ Ῥωμαΐς . Ῥωμυλία , τῶν ἐν Ἰταλίᾳ Σαυνιτῶν
στρατοπέδου τότε ὢν ἐτύγχανεν , ἡ δὲ συνοικοῦσα αὐτῷ γυνὴ Ῥωμαία , Λουκρητίου θυγάτηρ ἀνδρὸς ἐπιφανοῦς , ἐξένιζεν αὐτὸν ὡς
6244112 κατωφερη
ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς φλεγμονῆς καὶ παχέα πνεύματα , καὶ ὡς κατωφερῆ φέρονται ἐπὶ τοὺς πόδας , καὶ τῷ λόγῳ τούτῳ
, ἄρρεν καὶ θῆλυ . Δύο ἀνωφερῆ , καὶ δύο κατωφερῆ : καὶ τὰ μὲν ἀνωφερῆ δύο , πῦρ καὶ
6243967 ἑνωθεις
ἰχώρ , αἷμα γὰρ οἷον οὗτος διαφθαρέν , πάντως ἂν ἑνωθεὶς τῷ ὀρρώδει χυμῷ τότε αὐτοῦ χρῶμα ἀλλοιώσει μεταβαλὼν πρὸς
εἴ τις τοῖς ἁπαλοῖς τῆς κεφαλῆς τὰ ὀστᾶ ἐμφράσσει . ἑνωθεὶς δὲ χυλὸς τοῦ πηγάνου μετὰ χυλοῦ μαράθρου καὶ μέλιτος
6240105 ἑτεροια
μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ τὰ ἑτεροῖα διοικέεται , ἡ μὲν ἐς ζωὴν ὅλου καὶ μέρεος
δέ γε πολλὰ καὶ ἕτερα καὶ τῷ τοῦ ἑτέρου φαντάσματι ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια ἑαυτοῖς . Οὕτω . Καὶ ὁμοίους δὴ
6237699 ἐργαζηται
περὶ πᾶσαν ἐργασίαν ; Ναί . Ὅταν ἄρα τὰ αἰσχρὰ ἐργάζηται , ἑκοῦσα ἐργάζεται διὰ δύναμιν καὶ τέχνην : ταῦτα
κατὰ τῶν πτερυγωμάτων , ἵνα κατ ' αὐτῶν ἡ διόπτρα ἐργάζηται . δεῖ δὲ καθιέναι τὸν λωτὸν τῆς διόπτρας εἰς
6232529 Φιλει
τὸ δ ' ἡδὺ πάντως ἡδύ , κἀκεῖ κἀνθάδε . Φιλεῖ γὰρ ἡ μακρὰ συνουσία καὶ τὰ συμπόσια τὰ πολλὰ
τῇ πόλει , βιαίῳ δὴ θανάτῳ ἐπιβουλεύουσιν ἀποκτεινύναι λάθρᾳ . Φιλεῖ γοῦν , ἦ δ ' ὅς , οὕτω γίγνεσθαι
6232454 ἀποτος
φάρμακον . εἰς τὴν ἐμήν νυν ἔγχεον τὴν μείζονα . ἄποτος , ὦ Γλύκη . ὑδαρῆ ' νέχεέν σοι ;
. Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν μόνος οὗτος ἐξ ἁπάντων ἄποτος ἔστω . Διὰ τί δή ; Χαλεπὴν οὕτως ὑφέξει
6232364 περικρανιος
τεμνούσαις κατὰ τὰς μεσότητας ἀλλήλας χιάσομεν : οὕτω γὰρ ὁ περικράνιος οὐ διαγανακτεῖ πανταχόσε διαιρούμενος . εἰ δὲ κατὰ τὸ
δὲ τῆς ἐπιμελείας , τῷ πρωτοπαθήσαντι τόπῳ συμπάσχειν εἴωθεν ὁ περικράνιος ὑμήν : οἰδήσαντος δ ' αὐτοῦ , τὰ σκέποντα
6232241 δοξαζουσα
ἀκρότατον ἀγαθόν . ὡσαύτως καὶ τὸ ψεῦδος οἴεται ἀληθές : δοξάζουσα γὰρ τὸν θεὸν πάντα δύνασθαι , οἴεται καὶ τὰ
; Ψευδὴς δ ' αὖ δόξα ἔσται τἀναντία τοῖς οὖσι δοξάζουσα , ἢ πῶς ; Οὕτως : τἀναντία . Λέγεις
6228264 παισθεις
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ
6224939 πορφυριδι
' αὐτοῦ Ἀλκιβιάδες καλεῖται . ὅτε δὲ χορηγοίη πομπεύων ἐν πορφυρίδι εἰσιὼν εἰς τὸ θέατρον , ἐθαυμάζετο οὐ μόνον ὑπὸ
κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον , τὸν ἐν τῇ πορφυρίδι , τὸν ἐστεφανωμένον . Ἄγε δή , πρόσεχε πᾶς
6224632 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
6223038 κολοκυνταις
λήμη δέ ἐστι τὸ πεπηγὸς δάκρυον . εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις : παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ μεγάλα παρορώντων . νὴ
“ . δοκεῖ δὲ ταῦτα ἀδολεσχίαν ἔχειν : τὸ γὰρ κολοκύνταις ταὐτὸν τῷ λήμαις ἴσαις κολοκύνταις : εἰ δὲ λημᾶν
6211722 ἐλεγξεις
ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη ἡ αἰσχύνη
οὖν αὐτὸν ὁ Ἀπολλώνιος , οὐδὲ γὰρ πικρὸς πρὸς τὰς ἐλέγξεις ἦν , „ ἀλλὰ μὴ τοῦτο „ ἔφη ”
6207921 ὑετους
γῆς ἐμπίπτουσαν : τὴν ψυχὴν καὶ ἐπιδιαμένειν καὶ μετεμβαίνειν : ὑετοὺς κατὰ ἀέρος τροπὴν ἀποτελεῖσθαι : τά τε ἄλλα φυσιολογεῖν
ἡ πλεονάζουσα ὑγρὰ καὶ συνισταμένη νέφη ποιεῖ καὶ κατὰ μεταβολὴν ὑετοὺς καὶ ὄμβρους καὶ πνεύματα ὅσα ἐκ τούτων γίνεται .
6202924 ἀνοιγνυσι
, ἀλλὰ φενακίσας καὶ παρακρουσάμενος νόμον τέθηκεν φανερῶς ὃς οὐκ ἀνοίγνυσι τὸ δεσμωτήριον , ἀλλὰ καθαιρεῖ , προσπεριείληφε δὲ καὶ
δύο νν καὶ ἐν τοῖς δύο ττ . ἀνοίγει καὶ ἀνοίγνυσι : διχῶς . ἀνορωρυγμένον , οὐχὶ ἀνωρυγμένον λέγουσιν .
6201196 διαλλασσειν
εὐτόνων γεγενημένων . λοιπὸν τὰ περὶ τὸ πλινθίον τῇ ὄψει διαλλάσσειν . νόησον οὖν τῶν ἀρχαίων ὁρᾶν τι πλινθίον ,
δέ φησι τὰ ὑπογάστρια αὐτῶν λιπαρὰ ὑπάρχοντα τῇ εὐστομίᾳ πολὺ διαλλάσσειν τῶν ἄλλων μέρων , τὰ δὲ κλειδία εὐστομώτερα εἶναι
6200788 φαρταριᾳ
ἐγγίσει . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Κρόνος ἐν τῇ τοῦ Ἑρμοῦ φαρταρίᾳ ἔτος α μῆνας ι ἡμέρας η ὥρας ιγ ἔγγιστα
καὶ ἡ ἀργία . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Ζεὺς ἐν τῇ φαρταρίᾳ τοῦ Κρόνου ἔτος ἓν μῆνας Ϛ ἡμέρας κε ὥρας
6198998 συμβαλληται
τοῦτό ἐστιν , ὅταν ἔξωθέν τε ἡ ἀρχὴ καὶ μηδὲν συμβάλληται ὁ πράττων ἢ ὁ πάσχων . δοκεῖ δὲ τὸ
ἂν βίαιόν τι συμβαίνῃ , κἂν μηδὲν αὐτὸς εἰς τοῦτο συμβάλληται , πάσχειν μὲν ἂν λέγοιτο , πράττειν δ '
6195409 συναναιρουντα
φύσει εἰσὶ τὰ συνυπάρχοντα ἀλλήλοις , τὰ συνεισφέροντα ἑαυτὰ καὶ συναναιροῦντα : μέσα γὰρ ὄντα τὰ ἅμα καθολικωτέρων καὶ μερικωτέρων
ἡ αἰτιατικὴ τὸν τόνον αὐτῆς ἀπηνέγκατο : ἀμέλει τὴν ἠόα συναναιροῦντα καὶ τὴν ἠῶ , καὶ τὴν αἰδόα καὶ τὴν
6192597 πταρμῳ
θέειν . πταρμοὺϲ ποιέοντα ἐπιλαμβάνειν τὰϲ ῥῖναϲ : τῷ γὰρ πταρμῷ καὶ τῇ ἐντάϲει μετεξετέρῃϲι ὑϲτέρη ἐϲ χώρην ᾖξε .
ἕτερον . Τὰ δὲ ὑβώματα , τὰ μὲν ἔσω οὔτε πταρμῷ , οὔτε βηχὶ , οὔτε φύσης ἐνέσει , οὔτε
6190736 πραϋνεται
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ
6184776 Ἰατρος
πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς ὁ λόγος τοῦ κατὰ ψυχὴν πάθους . Καλὸν γυναικὸς
ἀεὶ δ ' ὑλακτεῖ , καὶ ξένοισιν οὐ χαίρει . Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος . οὗτος ἀρρώστῳ , πάντων λεγόντων “
6183617 ἀρδομενα
τρέφεται τροφῆς ὄντα χρεῖα , τεκμήριον δέ : τὰ μὴ ἀρδόμενα φθίνει καὶ ἀφαυαίνεται , ὥσπερ αὖ τὰ ποτιζόμενα ἐμφανῶς
γε , ὦ Ἑρμόγενες , ὅτι τεθηλέναι ποιεῖ ὥσπερ τὰ ἀρδόμενα ; Ἔοικέν γε , ὦ Σώκρατες . Καὶ μὴν
6181571 ἡψον
παῖδα κατακόψασαι καὶ τὰ κρέα ἐν λέβητι συνθεῖσαι ταῦτα μὲν ἧψον , Ἀηδὼν δὲ φράσασα πρὸς ἑαυτῆς γείτονα εἰπεῖν Πολυτέχνῳ
πάσται , ζωμοί , χόλικες . Πολφοὺς δ ' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς * * * * * ἵν '
6179999 ὑπαρκτα
δὲ τὴν ἵππον τοῦ βασιλέως Σοδόμων , ὡς καὶ τὰ ὑπαρκτὰ τῶν παλλακῶν . καὶ Μωυσῆς μέντοι τὰ μέγιστα δικαιονομεῖν
ὧν καὶ τὸ αὐτομαθὲς γένος Ἰσαὰκ κληρονομεῖ : τὰ γὰρ ὑπαρκτὰ μόνος οὗτος παρὰ τοῦ πατρὸς λαμβάνει . Παρατήρει δ
6178626 φαγροις
πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . ὀρφῷσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βορά . Σώκρατες ἀνδρῶν βέλτιστ ' ὀλίγων , πολλῶν
γάρ , γραῦ , συγκατῴκισεν σαπρὰν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων
6178469 ἀμπυκι
τι θεῶν δαίδαλμα , τέτυκται , ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι : πὰρ δέ οἱ ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλοθεν
γυνὴ εἶναι . τὸ δὲ τὶ πρὸς τὸ δαίδαλμα . ἄμπυκι : τῷ συνδέοντι τὰς τρίχας , ἀπὸ τοῦ ἀμπέχειν
6173552 ἐνδιδοι
ἴϲχει . ἀλλὰ καὶ πνεῦμά κοτε ξυνιϲτὰν ἐν πλευρῷ δίψαν ἐνδιδοῖ καὶ ὀδύνην πονηρὴν μαλθακήν τε θέρμην : καὶ τόδε
, ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ γὰρ εἴϲω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγοϲ , ἀλλ ' ἐϲ εὖροϲ κέχυται .
6172650 Πιθηκος
μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν πιθήσω μέλλοντα . ἀπὸ τοῦ πιθῶ
μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : χρησμὸς οὗτος Ἰάσονι δοθείς . Πίθηκος ὁ πίθηκος κἂν χρυσᾶ ἔχῃ σάνδαλα : ἐπὶ τῶν
6170910 μαλασσεσθαι
, βραδυτέρας . Τὰ δὲ ἀλγήματα τοῖσι πλευριτικοῖσι χρήσιμον κοιλίην μαλάσσεσθαι , πτύαλα χρωματίζεσθαι , ψόφους ἐν τῷ στήθει μὴ
, ἐπιδιαμένων τῇ εὐωδίᾳ ὡς ὅτι πλεῖστον καὶ ἐν τῷ μαλάσσεσθαι ἀνιεὶς ὑγρασίαν μελιτώδη . καίεται δὲ καὶ φώγνυται καὶ
6166550 ἐσθιοντος
; ἢ τὴν δίαιτάν μου φαυλίζεις ὡς ἧττον μὲν ὑγιεινὰ ἐσθίοντος ἐμοῦ ἢ σοῦ , ἧττον δὲ ἰσχὺν παρέχοντα ;
πίνων . † ) εἰς ἔμφασιν τοῖς παρατατικοῖς κέχρηται ἀδιαλείπτως ἐσθίοντος καὶ πίνοντος : καὶ τὸ ” ἀνδρόμεα „ μεῖζον
6165784 ἀμβλωθριδια
ἂν ὠδίνῃ δι ' ἑαυτῆς ἡ ψυχή , τὰ πολλὰ ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς
ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἀδιορθώτων καὶ ἡμιτελῶν βρεφῶν , ἃ λέγονται ἀμβλωθρίδια . θέμις ] δίκαιον . . λέγειν παρὰ σοί
6165514 καῃ
δύνοντι καὶ ἀφανεῖς γίνονται νύκτας μ . Ἐν δὲ τῇ καῃ Εὐδόξῳ Ὑάδες ἀκρόνυχοι δύνουσιν . Ἐν δὲ τῇ κγῃ
Ὠρίων ἄρχεται δύνειν : καὶ χειμάζει . Ἐν δὲ τῇ καῃ Εὐδόξῳ Λύρα ἑῷος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ κζῃ
6164734 μανα
ὅσοις δ ' ἐναντίως , ἀφρονεστάτους . καὶ ὧν μὲν μανὰ καὶ ἀραιὰ κεῖται τὰ στοιχεῖα , νωθροὺς καὶ ἐπιπόνους
γίνεται , καὶ κωπεῶνες ἐκ τούτων κάλλιστοι : τὰ δὲ μανὰ μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ
6161095 ἀσηπτα
καὶ βραδύτερον . Ἥκιστα δὲ σκωληκοῦται τὰ δριμέα οὐχ ὅτι ἄσηπτα μόνον , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ δριμύτης κωλύει
. . . παλαιά τις ἦν συνήθεια τούτοις τοῖς ἀνδράσιν ἄσηπτα καλεῖν , ἅπερ ἡμεῖς ἄπεπτα λέγομεν . . ,
6159888 χλοησαι
ἃς τῶν αἰσθητῶν ἀποτελεσμάτων σφραγῖδας εἶναι συμβέβηκε ; πρὶν γὰρ χλοῆσαι τὴν γῆν , αὐτὸ τοῦτο ἐν τῇ φύσει τῶν
; Ἅπασα γὰρ ποθοῦμεν ἡ κλεινὴ πόλις . Ἀμβλυστονῆσαι καὶ χλοῆσαι τὴν πόλιν . Καὶ μηκέτ ' , ὦναξ Μιλτιάδη
6159109 λεπτυνθῃ
χύματος καὶ ποιεῖ τὸ ἐναιώρημα . ὅταν δὲ ἐπὶ πλέον λεπτυνθῇ καὶ πεφθῇ , ὑφίσταται ἐπὶ τὸ χῦμα καὶ ποιεῖ
καὶ ποιεῖ τὸ ἐναιώρημα . ὅταν δ ' ἐπὶ πλεῖστον λεπτυνθῇ καὶ πεφθῇ , ἐφίσταται ἐπὶ πολὺ τοῦ χύματος καὶ
6156033 τυπτομενα
τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί : καί που
ἐστι τὸ δρᾶν περί τι . πάλιν θεασάμενοί τινα λευκαινόμενα τυπτόμενα ἀνήγαγον ταῦτα ὑπὸ τὸ πάσχειν , ὅπερ ἐστὶν ἀλλοιοῦσθαι
6155271 ἁπτομενα
καὶ οὐδέποτε μάχονται τὰ ἐναντία πόρρω ἀφεστῶτα , ἀλλ ' ἁπτόμενα ἀλλήλων ἢ καὶ συμπλακέντα , καὶ ἐν ἑνὶ ὄντα
ἀκατάληπτός ἐστιν ἡ ἁφή , διὰ τούτων ἐπιλογιζόμεθα . τὰ ἁπτόμενα ἀλλήλων ἤτοι μέρεσιν ἀλλήλων ἅπτεται ἢ ὅλα ὅλων .
6153613 προϊεντα
σταθέντα τῆς ἐπὶ τὰ πρόσω ῥοπῆς , βραχύ τι ἴσως προϊέντα . Ἐπεὶ δ ' εἰκὸς ταῖς μείζοσι τῶν ἀλλοιώσεων
: τὸν δὲ συνέντα τοῦτο λίσσεσθαι , χρήματα μέν σφι προϊέντα , ψυχὴν δὲ παραιτεόμενον . Οὐκ ὦν δὴ πείθειν
6151742 βασανιζοντες
δὲ ἢ κλέψαντες ἀπαρνῶνται ἢ συγκρύπτωσι τοῖς δεσπόταις , τότε βασανίζοντες ἀξιοῦμεν τἀληθῆ λέγειν αὐτούς . Οὐδὲ μὴν ἀπογενέσθαι ἢ
εἴτε ἐστὶ γνήσια εἴτε καὶ νόθα , ἐν τοῖς ἑρπετοῖς βασανίζοντες ὡς ἐν τῷ πυρὶ τὸν χρυσὸν οἱ βάναυσοι ,
6147937 διακεκαυμενον
ἐκ τοῦ λίαν παρεῖναί τινι . τοῦτο γὰρ συστέλλεται . διακεκαυμένον λύχνῳ : ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν
, προσαιτῶν , λιπαρῶν . Εὐριπίδη , δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ . Τί δ ' , ὦ τάλας ,
6144776 ἀσυνετα
μὲν οὖν λέγουσι , ταῦτά ἐστιν , λέγουσι δὲ λίαν ἀσύνετα . διὰ τί ; ὅτι τὰ μὲν τῆς φύσεως
ἣν πᾶσαν κατῴκουν Αἰθίοπες φεύγοντες ἡμᾶς καὶ οὐχ ὑπομένοντες : ἀσύνετα δ ' ἐφθέγγοντο καὶ τοῖς μεθ ' ἡμῶν Λιξίταις
6142376 Καλητα
Πόντον ἐσπλεύσας Λάμαχος , ἐν τῇ Ἡρακλεώτιδι ὁρμίσας ἐς τὸν Κάλητα ποταμὸν ἀπόλλυσι τὰς ναῦς ὕδατος ἄνωθεν γενομένου καὶ κατελθόντος
, καὶ καθορμισθεὶς εἰς Ἡράκλειαν περὶ τὸν ποταμὸν τὸν ὀνομαζόμενον Κάλητα πάσας τὰς ναῦς ἀπέβαλε : μεγάλων γὰρ ὄμβρων καταρραγέντων
6142104 ἠλιτομηνα
δι ' ἑαυτῆς ἡ ψυχή , τὰ πολλὰ ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς ἄρδῃ ,
γίνεται , κἄπειτα πλήθει τέκνων ἐξηρτημένων βαρυνομένη καὶ πιεζομένηἔστι δὲ ἠλιτόμηνα καὶ ἀμβλωθρίδια τὰ πλεῖστα αὐτῶνἐξασθενεῖ . τίκτει μὲν γὰρ
6140569 ἀναισθητει
ἠρωτημένου τοῦ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς : τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ , τὸ δ ' ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς .
δὴ καὶ ἐνυπάρχουσα ἡ ψυχὴ οὐδέποτε ἄλλου τινὸς μέρους ἀπηλλαγμένου ἀναισθητεῖ : ἀλλ ' ἃ ἂν καὶ ταύτης ξυναπόληται τοῦ
6139507 ἀποκρινομενα
δυσώδεις κοιλίας ἐκκρίσεις βρομωδῶν φέρων , ὥστε ἐμφερῆ εἶναι τὰ ἀποκρινόμενα τῷ ἀπὸ τῶν ἑλῶν βρομῷ : οὖρα πολλὰ καὶ
καὶ περιχωρήσει ἐπὶ πλέον . καὶ τὰ συμμισγόμενά τε καὶ ἀποκρινόμενα καὶ διακρινόμενα πάντα ἔγνω νοῦς . καὶ ὁποῖα ἔμελλεν
6138190 πεπραγοτι
τὴν ἑαυτοῦ δυστυχίαν . ἔφη γὰρ καὶ ἄνω ” κακῶς πεπραγότι “ . ἐλαύνων ] τρέφων ἢ κινῶν , τρέχων
τὸ δὲ εὔνως φεύγειν χρή . ἐλαφρὸν παραινεῖν τῷ κακῶς πεπραγότι : ἐλαφρὸν σημαίνει τὸ ῥᾴδιον καὶ κοῦφον . ἐξεγγυήσασθαι
6136513 φονορρυτῳ
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ '
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι :
6135712 βομβει
, καὶ ἐν ἐμοὶ αὕτη ἡ ἠχὴ τούτων τῶν λόγων βομβεῖ καὶ ποιεῖ μὴ δύνασθαι τῶν ἄλλων ἀκούειν : ἀλλὰ
δὲ κυρίως καλεῖται κώνωπες , μυῖαι , μέλισσαι καὶ ὅσα βομβεῖ , ἔντομον δὲ ὁ τέττιξ . ⌈ τοὐροπύγιον τὸὐροπύγιον
6135180 ἐκτροπῃ
τὸν λοιπόν , ἵνα τὸν φθάνοντα , φησίν , ἀφανίσῃ ἐκτροπῇ διαίτης ὀλίγης , πιοῦσα οἴνου : καὶ τὸν βίον
Ἀξιάκην ποταμὸν Ὀρδησσός νζʹ μηʹ ∠ ʹʹ Καὶ πρὸς τῇ ἐκτροπῇ τοῦ Βορυσθένους ποταμοῦ Λήϊνον πόλις νδʹ νʹ δʹʹ Σάρβακον
6134982 ἀμεμπτῳ
. [ ἐν ] ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσῶν : ἤγουν ἐν ἀμέμπτῳ ἰῷ καὶ παρὰ τῶν μελισσῶν : ἤτοι ἁπαλωτέρῳ καὶ
θάλλει τε . ἀλλαχοῦ : καὶ τοῦτ ' ἐν δίκῃ ἀμέμπτῳ τε καὶ ἀμέμπτως ᾖ ἡ πᾶσα οὕτω θάλλει τε

Back