τὴν ἑαυτοῦ δυστυχίαν . ἔφη γὰρ καὶ ἄνω ” κακῶς πεπραγότι “ . ἐλαύνων ] τρέφων ἢ κινῶν , τρέχων
τὸ δὲ εὔνως φεύγειν χρή . ἐλαφρὸν παραινεῖν τῷ κακῶς πεπραγότι : ἐλαφρὸν σημαίνει τὸ ῥᾴδιον καὶ κοῦφον . ἐξεγγυήσασθαι
6982554 διακειμενῳ
αἱρετόν ; ἢ ὅτι τῷ μέν , τῷ κατὰ φύσιν διακειμένῳ , ἁρμόττειν λέγεται καὶ τῷ ἀγαθῷ ἁπλῶς ἀγαθόν ἐστι
ἀπίῃ . τί γὰρ ὄφελος σώματί γε κάμνοντι καὶ μοχθηρῶς διακειμένῳ ἢ σιτία πολλὰ διδόναι καὶ τὰ ἥδιστα ἢ ποτὰ
6583270 πυρορραγες
. ὁ δὲ κέραμος πυρορραγὴς γενόμενος σαθρὸν ἠχεῖ . Γ πυρορραγές ] ὁ κέραμος ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνύμενος ἠχεῖ .
. Γ ταῦτ ' ] τὸ δῆσαι τὸν συκοφάντην . πυρορραγές : πυρορραγῆ κεράμια καλεῖται ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται
6539637 πρασσοντι
λόγῳ μ ' ἔπεισας φαρμάκῳ σοφωτάτῳ . τῷ γὰρ καλῶς πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ '
; μὴ πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶναί σοι τὴν μάχην τοῦτο πράσσοντι , ἀλλὰ πρὸς τὴν δόξαν . ᾗ πάντη μάχου
6448378 ἁδοναν
τᾶς ἑκατέρων συναρμογᾶς ἀρετά , αὕτα δὲ καὶ ἀπὸ τᾶν ἁδονᾶν καὶ ἀπὸ τᾶν λυπᾶν εἰς ἀρεμίαν καὶ ἀπάθειαν ἀπάγει
γὰρ ἀντέχεν μὲν δύνασθαι τοῖς πόνοις , ἐπικρατεῖν δὲ τᾶν ἁδονᾶν , οἰκεῖόν ἐντι τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς .
6310815 περιεργαζῃ
ἐπιλαμβάνῃ μὲν τῶν νῦν , ὑμνεῖς δὲ τὰ πρότερα καὶ περιεργάζῃ . τίνα , ὦ βέλτιστοι , παραβαίνων νόμον ,
ἱερεῖς λαμβάνειν . Γ πολλὰ πράττεις Γ : οἷον πολλὰ περιεργάζῃ καὶ πολυπραγμονεῖς . Γ καὶ τοῦτο Ἱεροκλέους . Γ
6308423 κολασθεις
κολάζεθ ' οὗτος ὑπὸ συνειδότος θεοῦ . } Ὁ μὴ κολασθεὶς τῷ νόμῳ πράξας κακῶς , αὐτὸς ὑφ ' ἑαυτοῦ
ἀναγγεῖλαι πᾶσι , καὶ σπεύδει ἵνα κριθῇ περὶ αὐτῆς καὶ κολασθεὶς ἀποθάνῃ . Ἐὰν δὲ ᾖ δοῦλος , συμβάλλει αὐτὸν
6301274 ἐσθιοντος
; ἢ τὴν δίαιτάν μου φαυλίζεις ὡς ἧττον μὲν ὑγιεινὰ ἐσθίοντος ἐμοῦ ἢ σοῦ , ἧττον δὲ ἰσχὺν παρέχοντα ;
πίνων . † ) εἰς ἔμφασιν τοῖς παρατατικοῖς κέχρηται ἀδιαλείπτως ἐσθίοντος καὶ πίνοντος : καὶ τὸ ” ἀνδρόμεα „ μεῖζον
6248513 βεβρωσεται
δεύτερον βέβρωσαι καὶ ὁ μετ ' ὀλίγον μέλλων βεβρώσομαι βεβρώσῃ βεβρώσεται , . , , * . . Βεβρώθοις :
παρακείμενος βέβουλα , ὡς δέδουπα κέκτυπα . . . . βεβρώσεται : χρήματα δ ' αὖτε κακῶς βεβρώσεται . ἀπὸ
6246969 ἀκλειστον
: τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ]
παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός ,
6211670 πεπυρωται
φέρεσθαι καλῶς : διὰ γὰρ πυρός : ὅ ἐστι : πεπύρωται ὡς πῦρ , θερμῶς . εἶπε γὰρ αὐτῇ [
ἐάν τις αὐτὰ καλῶς ὀπτήσῃ , ἀλυποτάτην ἔχει διάθεσιν : πεπύρωται γάρ . διὸ οὐχ ὁμοίως τοῖς ὠμοῖς ἐστι δύσπεπτα
6139776 μαδαρος
ἔχοντα ἐν τῇ τρίτῃ ἀπὸ τέλους συλλαβῇ α ὀξύνεται : μαδαρός , πλαδαρός , ἀγανός : οὕτως οὖν καὶ ἀγαθός
, διὰ τὸ κάρη ἀκαρός , ὀξύνεται γὰρ ὁμοίως τῷ μαδαρός . προπερισπᾶται δὲ τὸ ἀθῷος διὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦτον
6138190 ὑπακουει
ἀτρέμα ἔχει ἑαυτὴν οὐδὲ ἐπὶ τὸν κυναγωγὸν ἐπάνεισιν οὐδὲ ἀνακαλοῦντος ὑπακούει , ἀλλ ' ὑπὸ μελέτης τοῦ θεῖν ἐπὶ μηδενὶ
δὲ πολλοῖς διαδίδοται κατὰ μικρά , διὸ ταῦτα ταῖς ὥραις ὑπακούει , καὶ ἔτι δὴ καὶ μάλισθ ' ὡς εἰπεῖν
6125729 ἰσχνην
ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα τ ' ἰσχνήν πηγάνου ἥν τ ' ὤκιστα βορῇ ἐπεσίνατο κάμπη ,
σὺν ἐμοὶ ᾄσατε ἢ ἐπιπνεύσατε ᾆσαι . ῥαδινήν : τὴν ἰσχνήν : ἀκρίδι γὰρ αὐτὴν παρέβαλεν ὁ Μίλων . ῥαδινάν
6123906 πατουμενα
γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων
πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται
6112026 τολμητα
χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν Ξενίου όμονισι καὶ Σχοινίωνος ,
πόλις . Βορειγόνων ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ οὕτω καλούμενον . παντὰ τολμητὰ , βατὰ καὶ γραπτὰ τῷ Λυκόφρονι : οἱ Ἰταλοὶ
6109533 ἐμπλασσεται
ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ τε ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος .
: ἀπό τε κεφαλῆς ῥεῦμα καταῤῥέει , καὶ πάντ ' ἐμπλάσσεται , καὶ πολλὴν ὑγρασίην ἐπάγεται , καὶ τὰ ὑποφθάλμια
6107414 ῥυσσον
καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας
ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν *
6097208 καθαριως
ὁκόσα ταχέως ἔργα , ταχέως , καὶ ὁκόσα καθαρίως , καθαρίως , καὶ ὁκόσα ἀνωδύνως διαχειρίζε - σθαι , ὡς
καὶ ἑνώσας καλῶς ἔα καταστῆναι ἐπὶ ἡμέρας δύο καὶ ἀνακόγχιζε καθαρίως καὶ ἐμβαλὼν ὑελίνοις ἀγγείοις ἀποτίθου . τινὲς καὶ ἀμμωνιακοῦ
6074935 ὑπεστιν
, ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ
τούτων ἕκαστον τμητέον , καὶ ὅπη τὰ αὐτὰ κεφάλαια πᾶσιν ὕπεστιν , καὶ ὅπη ἑκάστῳ ἁρμόττει χρήσασθαι , ἐφεξῆς [
6060939 νοσουν
. κλίνη καὶ αὐτὴ λίθου . ἐπ ' αὐτῆς κεῖται νοσοῦν τὸ ἐκείνου φάσμα χειρουργίᾳ φιλοτέχνῳ : παρέστηκε δὲ ὁ
σώματος , ἢ τὸ ζῷον οὐκ ἂν ὑγιαίνοι τῷ κρείττονι νοσοῦν . κδʹ . Ἑλλανοδίκαις καὶ Ἠλείοις . Ἀξιοῦτέ με
6059969 ψυχικῳ
ζῷα ἐν αὑτῷ περιέχον αἴτιόν ἐστι τῶν τε ἐν τῷ ψυχικῷ διακόσμῳ ζῴων καὶ τῶν ἐν τῷ αἰσθητῷ , πάλαι
καὶ κατ ' ἀμφοτέρας τὰς δυνάμεις τε καὶ ποιότητας τῷ ψυχικῷ ἀντίκειται , καὶ δουλαγωγούμενον τὸ ψυχικὸν ἐπισύρεται πνεῦμα .
6048047 ἀνευθυνῳ
πεπραγμένου τὴν ἰδιότητα ζητῶμεν , ἢ πάλιν τελείου ὄντος τῷ ἀνευθύνῳ ἰσχυριζώμεθα καὶ λέγωμεν ἐφ ' ἑκατέροις εἶναι τὰς τοιαύτας
φησὶν , ὥς τινες τὴν συγγνώμην τῆς μεταστάσεως οὐ τῷ ἀνευθύνῳ καὶ ὑπευθύνῳ διορίζουσιν : οἱ δέ φασιν , ὅτι
6043819 καλλωπιζειν
τούτων διαφορὰν ἐξετάσασα προσετέθης τῷ κρείττονί τε καὶ ὑπερέχοντι καὶ καλλωπίζειν τοῦτο προῄρησαι τοῦ ὑφειμένου καταφρονήσασα , διὰ τοῦτο τέχναι
[ , ] ἐμέλησε γὰρ τῷ ῥήτορι τοῦ μὴ διόλου καλλωπίζειν δοκεῖν ὡς ἀκριβέστατος κανὼν τῶν πολιτικῶν λόγων ὁ Δημοσθένης
6036604 γεγαμηκας
ὅσον ἐκεῖ τοῦ Πανὸς ὄνομα . Εἰπὲ δέ μοι , γεγάμηκας , ὦ Πάν , ἤδη ; τοῦτο γάρ ,
Τίμωνα ὠνόμακα . Πῶς , ὦ Δημέα , ὃς οὐδὲ γεγάμηκας , ὅσα γε καὶ ἡμᾶς εἰδέναι ; Ἀλλὰ γαμῶ
6032744 κρινοντι
εἴωθα λαμβάνειν , οὐκ ἀγνοεῖς . καίτοι καὶ νῦν ὀρθῶς κρίνοντι δίδωσι δίκας . ἄνευ γὰρ τοῦ μίσους ὃ μισεῖται
βίος ὁ βίος , ἀλλὰ λύπη : ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται κρίνοντι : νῦν δὲ πράσσομεν : προσυπακουστέον τὸ τοιαῦτα :
6026824 ἐπιγραβδην
ἐρύκακε δῶρα θεοῖο : τῷ δ ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς , σύτο δ ' αἷμα κελαινεφές
γάρ οἱ τότε καίριος ἔμπεσεν ἰός , ἀλλὰ παρέθρισε χειρὸς ἐπιγράβδην χρόα καλόν . Ἐξαῦτις δ ' ὅ γε τόξα
6024704 παραινεις
ἐκποδών , τὸν οὐκ ὄντα μᾶλλον ἢ μηδένα . Κέρδη παραινεῖς , εἴ τι κέρδος ἐν κακοῖς : βράχιστα γὰρ
βλέπουσιν ἡδονάς . Εἶεν , τῷ παιδὶ μὲν οὕτως ἀνόνητα παραινεῖς καὶ φέροντα βλάβην , τῇ θρεψαμένῃ δὲ πῶς ;
6023209 νηγατεον
ποιητῶν . νηγάτεον Β . Ξ . . , : νηγάτεον : ὁ Ἀπίων νεωστὶ κατεσκευασμένον ἢ εὖ νενησμένον .
ἄλλους μὲν ἐρήτυε , τῷ δ ' ἐπὶ φᾶρος κάββαλε νηγάτεον . πρύμνῃ δ ' ἐνεείσατο κούρην ἀνθέμενος , καὶ
6004423 πλανωμαι
με δεῖ , κἂν μὴ θέλω τί δὲ τὸν βίον πλανῶμαι : πίωμεν οὖν τὸν οἶνον τὸν τοῦ καλοῦ Λυαίου
, . . α . * . Ἀλαίνω : τὸ πλανῶμαι : παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ , παράγωγον ἀλαίνω ,
5996445 θητε
! ! ἐψόφηκεν : ἐπανάγω [ ] ! ην ? θῆτε : μηδὲν μηδέπω [ ] ! ον . ου
, ὦ παῖδες , ὅταν τελευτήσω , μήτε ἐν χρυσῷ θῆτε μήτε ἐν ἀργύρῳ μηδὲ ἐν ἄλλῳ μηδενί , ἀλλὰ
5973152 δυστοκει
κακῶς πάσχει , ἐκ μεταφορᾶς τῶν δυστοκουσῶν γυναικῶν . ἢ δυστοκεῖ λέγει ἀντὶ τοῦ , κακὰ γεννήματα προάγει . Ἀλκιβιάδης
Ἀλκιβιάδου τίν ' ἔχετον γνώμην ἑκάτερος ; Ἡ πόλις γὰρ δυστοκεῖ . Ἔχει δὲ περὶ αὐτοῦ τίνα γνώμην ; Τίνα
5971256 ἐπιεικει
ἄν . πρὸς μὲν οὖν ἑαυτὸν ἕκαστον τούτων ὑπάρχει τῷ ἐπιεικεῖ . λέγων ἕκαστον τὸ συνήδεσθαι , τὸ συναλγεῖν ἑαυτῷ
οὖν τῶν χρωμάτων πέρι μάλιστα εἰκὸς πρέποι τ ' ἂν ἐπιεικεῖ λόγῳ διεξελθεῖν : τὰ φερόμενα ἀπὸ τῶν ἄλλων μόρια
5963809 ἐπαινετως
πολεμίως : ἤγουν μὴ διαθέσει πολεμικῇ . καλῶς θέσθαι : ἐπαινετῶς διοικῆσαι μὴ παθεῖν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἔξεστι .
ἀπλήστως . μόρον ] διὰ . ἀφανιζομένων . κινῶ . ἐπαινετῶς . γόον δηλονότι . στενάζει . ἐκκεν . ]
5961280 δευσοποια
ἂν μὴ προθεραπεύσας βάπτῃ , ἔκπλυτα καὶ ἐξίτηλα καὶ οὐ δευσοποιά . τοιοῦτο δὲ κατὰ δύναμιν ἐργάζεσθαι ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ
ἂν μὴ προθεραπεύσας βάπτῃ , ἔκπλυτα καὶ ἐξίτηλα καὶ οὐ δευσοποιά . τοιοῦτο δὲ κατὰ δύναμιν ἐργάζεσθαι ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ
5954619 θως
τοῖς δεομένοις παρασκευάσεται , οἰόμενος δεῖν τὸν ὡς ἀλη - θῶς βασιλέα τῷ τῶν ὅλων ἀπεικάσθαι βασιλεῖ κατά τε τὴν
βάρβαρον ἔθος τὸ ἐπιπαλλακεύεσθαι . ταῦτα δὲ οὐκ ὀρ - θῶς : ἔφη γὰρ ἂν ἡ Ἑρμιόνη : ἀλλ '
5945370 ϲτυφειν
καὶ ἔντερα , τοῖϲ δὲ μεταϲυγκριτικοῖϲ χρῆϲθαι ξηραίνειν τε καὶ ϲτύφειν τὴν ἐπιφάνειαν . κοῦφαί τε οὖν ϲικύαι ἐκ τοῦ
καὶ ὀρθοπνοίαϲ ὀνίνηϲι καὶ πελιώματα τῷ διαφορεῖν , τῷ δὲ ϲτύφειν αἵματόϲ τε πτύϲειϲ καὶ κοιλιακοὺϲ καὶ δυϲεντερικούϲ , δι
5942630 μαχομενῳ
τῷ ἀδυνάτῳ , τῷ ἀπρεπεῖ , τῷ ἀσυμφόρῳ , τῷ μαχομένῳ καὶ ἔτι τῶν περιστατικῶν μορίων τοῖς ἐμπίπτουσι , τόπῳ
λέγουσιν ἱδρύσασθαι τὸ ἱερὸν καὶ αἶγας θῦσαι πρῶτον , ὅτι μαχομένῳ οἱ πρὸς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας οὐδὲν ἐκ τῆς
5941065 ἀντιστοιχουν
ὑποτακτικὸν τοῦ Υ . Κ σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Χ . Λ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
τῷ Ω μεγάλῳ . Π σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Φ . Ρ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
5939111 πινυτος
τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ
, ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν
5937165 αὐδωμενῳ
, Οἰδίπου τέκος , γένῃ ὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ ' αὐδωμένῳ : ἀλλ ' ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις ἐς χεῖρας
κάκιστ ' ] κακῶς . αὐδωμένῳ ] ὑπὸ σοῦ . αὐδωμένῳ ] ἤγουν τῷ Πολυνείκει . αὐδωμένῳ ] λεγομένῳ .
5930536 μανῳ
τὸν ἐλάττονα ἀμείνονα ὄντα παντὶ πάντως αἱρετέον : ὅθεν δὴ μανῷ μὲν ὀστῷ , σαρξὶν δὲ καὶ νεύροις κεφαλήν ,
καὶ μαλακὸν καὶ σκληρὸν καὶ μεγέθει καὶ σμικρότητι καὶ τῷ μανῷ καὶ πυκνῷ , θερμὸν δὲ καὶ ψυχρὸν καὶ τὰ
5929568 ἀγαπην
τῶν δαιμόνων φαντασίας : ἐν ᾗ ὀφείλει ἐνεργεῖν ἐπί τε ἀγάπην καὶ ἐχθρὰν καὶ δεσμοὺς καὶ παντὸς γοητικοῦ πράγματος .
Μενοικέως περιστέλλων καὶ κοσμῶν καὶ ἐπιμελείας ἀξιῶν καὶ δι ' ἀγάπην ἐκείνῳ προσκαθήμενος οὐκ ἔφθασα εἰς τὸ καὶ ταῦτα μαθεῖν
5928324 ὑγιαινοντι
πόσιος καὶ ἀφροδισίων : ταῦτα γὰρ ἀσθενοῦντι μὲν κακόν , ὑγιαίνοντι δὲ καὶ δεομένωι ἀγαθόν . καὶ ἀκρασία τοίνυν τούτων
. Ἐπὶ γαστέρα δὲ κέεσθαι ᾧ μὴ ξύνηθές ἐστι καὶ ὑγιαίνοντι οὕτω κοιμᾶσθαι , παραφροσύνην τινὰ σημαίνει , ἢ ὀδύνην
5916689 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
5912699 ἀσθμαινειν
τὴν ἀρτηρίην κατεῤῥύη τοιοῦτον , οἷον ἐπισχεῖν διαλεγόμενον , καὶ ἀσθμαίνειν ἐν τῷ διαλέγεσθαι ὁμοίως κυναγχικῷ βραγχώδει : πνιγμὸς καταπίνοντι
τινα ἢ Ἐγκέλαδον δεδέσθαι φασὶν ὑπὸ τῷ ὄρει καὶ δυσθανατοῦντα ἀσθμαίνειν τὸ πῦρ τοῦτο , ἐγὼ δὲ γίγαντας μὲν γεγονέναι
5912135 καμακι
Πλάτων , δύεσθαι ὑποδύεσθαι καταδύεσθαι τριόδοντι χρωμένους , πληγῇ , κάμακι , πυρίαις . αἱ τέχναι αὐτῶν θηρευτικὴ θήρα ,
καὶ ἀεὶ τοῦτο γινόμενον μακρὰν κλίμακα ποιήσει . Σὺν τῷ κάμακι οἱ πρῶτοι καὶ μέσοι καὶ ἔσχατοι βαθμοὶ λεπίσι σιδηραῖς
5906193 πολυπραγμονεις
τί τηνάλλως περιεργάζῃ τὰ πράγματα , καὶ τὴν τοῦ δήμου πολυπραγμονεῖς δωρεὰν , καὶ δεύτερον ἐργάζῃ τῷ δυστυχήσαντι συμφοράν .
ποῖ φέρει ; ἐντεῦθεν εἶ ; τυχόν . ἀλλὰ τί πολυπραγμονεῖς ; ἀπονενόησθε , πρὸς θεῶν ; ἐλευθέραν ἔχειν γυναῖκα
5901530 ἀξιουντι
καὶ πείθει καταλῦσαι τὴν προσεδρείαν καὶ χρῆται τῷ νόμῳ δωρεᾶς ἀξιοῦντι τυχεῖν . ἀντιλέγει στρατιώτης ἀνὴρ ὡς τῷ κρατοῦντι δι
ὑμῶν τῶν δι ' ὀλίγου σκοπούντων καὶ ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦντι : ἀντὶ τοῦ καὶ ἐν τοῖς τοιούτοις ὑμῶν ἀξιώμασι
5889890 ἐκτηκειν
διὸ καὶ ὠφελεῖ πρὸς τὸ μὴ συνεχῶς ὀνειρώττειν τε καὶ ἐκτήκειν τὴν γονὴν καὶ τὴν ὅλην δὲ αὐτοῦ οὐσίαν ,
πέτρας ἄνθος λεπτομερές ἐστιν , ὡς ἀδήκτως τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐκτήκειν . ὁμοίαν δ ' αὐτῷ δύναμιν ἔχουσα καὶ ἡ
5888680 ἐλεειτε
χρῆσθαι ; μὴ τοίνυν ἀκούσαντά τε Θεόμνηστον κακῶς τὰ προσήκοντα ἐλεεῖτε , καὶ ὑβρίζοντι καὶ λέγοντι παρὰ τοὺς νόμους συγγνώμην
οἱ μὲν ἀδικοῦντες ἐλεινοί , ὑμεῖς δ ' οἱ ἀδικούμενοι ἐλεεῖτε . καὶ νῦν ἴσως ποιήσουσιν ἅπερ καὶ πρότερον ἦσαν
5885313 Γηρᾳ
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ
5884542 πιπτοντι
στέρνα χαλεπῶς καὶ ἐς τὸν τράχηλον ὑπέρῳ βαρυτάτῳ , καὶ πίπτοντι ἤδη καὶ περισωθέντι μόλις ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἀναρρηξάντων τὰς
τότε φασὶν ἀληθὲς ὑπάρχειν , ὅταν τῷ ὑπὸ τὴν δεῖξιν πίπτοντι συμβεβήκῃ τὸ κατηγόρημα , οἷον τὸ καθῆσθαι ἢ τὸ
5884252 κρινεν
θεωρίαν ὑπογράφεν , ἁ δ ' ἐμπειρία καθ ' ἕκαστα κρίνεν . . . . . . Ἀρχύτα Πυθαγορείου ἐκ
λόγον αὐτᾶς σύνταξις , ὅκκα μὲν ἐν τῷ θεωρὲν καὶ κρίνεν γένηται , καλέεται φρόνασις : ὅκκα δὲ ἐν τῷ
5878087 χαριεντι
εἶναι τὸν Ἀριστοφάνην . ΓΘ λάμποντι μετώπῳ ] ἱλαρῷ καὶ χαριέντι προσώπῳ , ἢ διὰ τὸ εἶναι φαλακρὸν τὸν ποιητήν
τοῦτο Δημητρίου τοῦ Ἁλικαρνασέως φασὶν εἶναι λέγοντος , Οἶνός τοι χαριέντι πέλει ταχὺς ἵππος ἀοιδῷ : ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν
5876509 ἀποδεχεσθε
εἰς τάξιν τινὰ κατέταξε ] . Μήτε οὖν ταῦτα αὐτοῦ ἀποδέχεσθε , μήτ ' ἐὰν λέγῃ ὅτι πολλῷ χρόνῳ ὕστερον
αὐτῆς δύναμις ἐπιχωρῇ καὶ ἐξικνῆται . εἰ οὖν καὶ ὑμεῖς ἀποδέχεσθε τῆς γνώμηςἀποδέχεσθε δέ : οὐδὲ γὰρ ἂν ἐπῃνεῖτε ὡς
5876121 Ἀγορακριτῳ
' . Ἀγοράκριτος : ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί .
] ἐκδίδωμι . Γ παραδίδωμι ] ἤγουν σοί , τῷ Ἀγορακρίτῳ . Γ τὸν Παφλαγόνα ] τὸν Κλέωνα . παραδίδωμι
5875599 κνημῃσι
δηγμὸς ἐς τὸ σῶμα ἐμπίπτει , καὶ οἴδημα ἐν τῇσι κνήμῃσι καὶ ἐν τοῖσι ποσὶν ἔνεστι , καὶ τὸ ἧπαρ
χροιὴ λευκὴ , καὶ οἰδέει πᾶσα , καὶ ἐν τῇσι κνήμῃσι πόμφοι ἀνίστανται , καὶ ἢν ἐπαφήσῃ τῷ δακτύλῳ ,
5873820 κεχρωσμενα
τὰ μεμεγεθυσμένα νοῇ , ὡς σύνθετα νοεῖ : ὡς γὰρ κεχρωσμένα καὶ ὅλως πεποιωμένα . Τὸ ὅλον οὖν νοεῖ καὶ
καὶ πρὸς τὸ λαμπρότατον ἤγαγε . ἀπεσκοτωμένα : ἐσκιαγραφημένα , κεχρωσμένα . τὰς γὰρ χρίσεις σκότη καλοῦσιν οἱ ζωγράφοι .
5871585 ἐνεργητικῳ
θύραν ὅδε ἢ ἀνέῳκται ἡ θύρα : τὸ γὰρ ἀνέῳγεν ἐνεργητικῷ ἰσοδυναμεῖ . . . Ἀνακαία : δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος
ὡς Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ τῆς μεταστάσεως . τῷ δὲ ἐνεργητικῷ τῷ ἐπέσκηψεν ἀντὶ τοῦ ἐνετείλατο Ἰσαῖος κέχρηται ἐν τῇ
5870036 ἀμορφῳ
πεποίηκε καὶ δεύτερόν ἐστι τῆς φύσεως καὶ τῷ ἀνειδέῳ καὶ ἀμόρφῳ συμπλέκεται : καὶ ἄτοπον τὴν φύσιν τοῦ τε μηδέπω
“ ἔφη , ” πάσχειν , ὥσπερ ἂν εἴ τινι ἀμόρφῳ προσωπεῖον εὔμορφον ἐπιθείη τις φέρων , ὁ δὲ μέγα
5869196 μογουντι
ἄλλον καὶ ἄλλον ἐπέρχεται . . ἢ στικτέον εἰς τὸ μογοῦντι : τὸ δὲ ταὐτά τῷ ἑξῆς συναπτέον , ἵν
ἢ βλάβη ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον προσιζάνει . . μογοῦντι ] κακοπαθοῦντι . ταυτά ] ὅμοια . πλανωμένη ]
5868519 φρονασις
ταὶ δὲ σύνθετοι ἐκ τούτων . ἁγεμονικαὶ μὲν οἷον ἁ φρόνασις : ἑπητικαὶ δὲ οἷον ἀνδρεία καὶ σωφροσύνα , σύνθετοι
δὲ ψυχᾶς νόος , τᾶς δὲ περὶ τὸν βίον εὐδαιμοσύνας φρόνασις : οὐθὲν γὰρ ἅτερόν ἐστι φρόνασις , εἰ μὴ
5866695 θνῃσκειν
' οὔτε συλλύειν τινά , πάντων δ ' ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ . τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα
. Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην . Καλὸν τὸ θνῄσκειν οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς
5866408 Ῥηματικῳ
δὲ τὸ ἀροτριάσω : περὶ τούτου δὲ εὑρήσεις ἐν τῷ Ῥηματικῷ τοῦ Χοιροβοσκοῦ , . . . . Ἄροσιν :
: „ τὴν δὲ γενὴν οὐκ οἶδα „ . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . . . . . δέμα : δέμα :
5866402 ἀντονομαζοντι
εἶναι λέγῃ τῷ ὀνόματι : πάνυ δὲ οὕτως ἔοικε τῷ ἀντονομάζοντι : ὅπη δὲ διαφέρει , θέντες τὸ παράδειγμα ὡς
κωλύει καὶ ἐν τῷ κατὰ σύλληψιν τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ ἀντονομάζοντι μεθοδεῦσαι , καὶ ἐκβαλεῖν μὲν τὸ παρὰ τοῦ φεύγοντος
5864343 ἀγκυλῳ
νοῦς : ἐπὶ τῷ κρατὶ δὲ καὶ τῇ κεφαλῇ τῇ ἀγκύλῳ , τῇ καμπύλῳ ἀπὸ τοῦ ῥάμφους κατέχευας καὶ ἔχυσας
κιθάρα , ἁπαλὸν καὶ ἡδὺ κλεῖθρον κατὰ τῶν βλεφάρων . ἀγκύλῳ κρατί : τῇ ἐπικεκαμμένῃ κεφαλῇ τοῦ ἀετοῦ . οὕτω
5856336 ἐξοισων
. Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις εὖ γ ' ἐξεκολύμβης ' οὑπιβάτης ὡς ἐξοίσων ἐπίγυιον . Ἐπιβλῆτας : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Μικίνου
βαρβαριστί . εὖ γ ' ἐξεκολύμβης ' οὑπιβάτης , ὡς ἐξοίσων ἐπίγυον . ἢ δῶρ ' αἰτῶν ἀρχὴν πολέμου μετὰ
5852092 ἐνδεει
ὁ αʹ ἀντίσπαστος . πολλάκις δὲ καὶ διτρόχαιος γίνεται . ἐνδέει δὲ συλλαβῆς πρὸς τὸ τέλειον Φερεκράτειον εἶναι . δίμετρον
ἵνα σου καὶ ὁ πατὴρ ἀκούσῃ ; τοῦτο γὰρ μόνον ἐνδέει πρὸς ἀκρόασιν τοῦ παντὸς δράματος . ” “ Γυναῖκα
5847673 ἀγαμῳ
σταυροῦνται καὶ τὰς σάρκας ἀπολλύουσιν οἱ σταυρωθέντες . ἀνδρὶ δὲ ἀγάμῳ γάμον προαγορεύει διὰ τὴν δέσιν πλὴν οὐ πάνυ τι
γίγνεται αὐτῷ θυγάτηρ ὄνομα Κλειτομάχη , ἣν ἐβουλήθη μὲν ἐκεῖνος ἀγάμῳ τῷ ἀδελφῷ ὄντι τῷ ἑαυτοῦ ἐκδοῦναι : ἐπειδὴ δὲ
5837895 στερεᾳ
ΜΛ εὐθείᾳ καὶ τῷ πρὸς αὐτῇ σημείῳ τῷ Λ τῇ στερεᾷ γωνίᾳ εὐθυγράμμῳ τῇ περιεχομένῃ ὑπὸ τῶν ΘΔ , ΔΕ
ΒΑΘ , ΘΑΛ γωνιῶν ἴση ἐστὶ τῇ πρὸς τῷ Δ στερεᾷ γωνίᾳ τῇ περιεχομένῃ ὑπὸ τῶν ΕΔΓ , ΕΔΖ ,
5837441 βιαται
δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων : νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους . Πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα
τὰν ἀλάθειαν βιᾶται . σημείωσαι τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν βιᾶται . κύριον . τὸ δοκεῖν κύριόν ἐστιν . κατατείνας
5833428 βαλανινον
καρπός , ἔλαιον ὠμοτριβές , ἔλαιον μύρσινον , σησάμινον , βαλάνινον , ὑοσκυάμινον , ἐλατίνη μετρίως , ἑλξίνη ἡ καὶ
, ϲειροῦμεν : παχὺ γὰρ γίνεται ψυχόμενον . Καὶ τὸ βαλάνινον δὲ παραπληϲίωϲ τῷ ἁπλῷ ἀμυγδαλίνῳ γίνεται ἀπὸ τῶν ἐν
5833383 ἐξεστην
: ὥς ς ' ἰδοῦς ' ἐν ὄμμασιν πανυστάτην πρόσοψιν ἐξέστην φρενῶν . οὐ σῖγ ' ἀφεῖσα τοὺς γυναικείους γόους
ἄνδρα περιφανῶς ὀκνεῖς ἰδεῖν ; Φρονοῦντα γάρ νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ . Ἀλλ ' οὐδὲ νῦν σε μὴ παρόντ
5828515 κολλαται
ὑφαίνεται , ἤως συμπλέκεται , ἀφωμοίωται , ἢ ὑποκρύπτεται , κολλᾶται . ἡ δή : μύραινα . ἄγχι : γράφεται
ᾗ ἐπιτίθεται ἡ ματέρια , καὶ ἐν τῷ ζυμοῦσθαι οὐ κολλᾶται τῇ καρδόπῳ . ἐπειδὰν δὲ βληθῇ εἰς τὸν φοῦρνον
5827893 ψυξασα
γ ' Ἀθήνη πνοιῇ Ἀχιλλῆος πάλιν ἔτραπε κυδαλίμοιο ἦκα μάλα ψύξασα : τὸ δ ' ἂψ ἵκεθ ' Ἕκτορα δῖον
τῷ ὑπερώῳ : καὶ ἐν Ἰλιάδι φησί : ἦκα μάλα ψύξασα , ἀντὶ τοῦ φυσήσασα . πνεῦμα δὲ καὶ ἡ
5826749 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
5825681 ἁμαρτανεται
ἰδέα τῶν γενομένων καὶ ἁ φύσις . τὸ μὲν ἔργον ἁμαρτάνεται τοῖς τεχνίταις , ὅκκα παραλλάξῃ τὸν τᾶς τέχνας λόγον
λέγοντος , Ὀλίγων , ἔφη , καὶ παρ ' οἷς ἁμαρτάνεται . ἵπτασθαι δὲ ἐπὶ τοῦ πέτεσθαι πολλῶν λεγόντων ,
5825525 ὠρινετο
? πόντῳ ? [ ] [ ] ς δ ' ὠρίνετο δοῦπος [ δυσαέι ] σίζεν Ὀφίων [ ] !
' ἄλλοι ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκας . τοῦ δ ' ὠρίνετο θυμὸς ἀκούοντος κακὰ ἔργα , βῆ δ ' ἰέναι
5816329 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
5808806 αἰδου
πρὸς δὲ θεῶν αἰτεῖν ἔκλυσιν ἀθανάτων . Κύρνε , θεοὺς αἰδοῦ καὶ δείδιθι : τοῦτο γὰρ ἄνδρα εἴργει μήθ '
? ? , μηδέν ' αἰσχύνου , [ ⚓˘ – αἰδοῦ ] : τοῦτ ? ὀνειδιεῖταί ? ? ? σοι
5808554 ὠτιῳ
αʹ , ἐπὶ τῆς σιαγόνος αʹ , ἐφ ' ἑκατέρῳ ὠτίῳ ἀμαυρὸν αʹ , ἐπὶ τῷ τραχήλῳ δʹ , ὧν
ἀγγείοις ἐοικέναι . ὁ κυψελίτης ῥύπος , ὁ ἐν τῷ ὠτίῳ φυόμενος . Φιλόξενος . Κεφαλή . ἥτις καρφαλή ἐστι
5807297 ἐκτετασθαι
δὲ δοκεῖ καὶ ταύτης τῆς διαστάσεως τὸ πρὸς ἀνατολὰς μέρος ἐκτετάσθαι πλέον ἢ δεῖ , συναιρέσεώς τε τῆς εὐλόγου κἀνταῦθα
παράλληλον οὖσαν τῷ ἰσημερινῷ διὰ τὸ τὴν μεταξὺ χώραν ἀντίαν ἐκτετάσθαι τῇ μεσημβρίᾳ : τὴν δ ' ἀπὸ Ζαβῶν ἐπὶ
5807068 σπαργαν
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους
5806961 μαλαγμαϲι
τὰ πάθη . θεραπεύεται δὲ τὰ μὲν γάγγλια κηρωταῖϲ καὶ μαλάγμαϲι τοῖϲ ῥηθηϲομένοιϲ πρὸϲ τὰ γάγγλια καὶ ὕδατοϲ θερμοῦ καταντλήϲει
, χρονιϲάντων δὲ τοῖϲ μεταϲυγκριτικοῖϲ , ἔξωθεν δὲ ϲκληρίαϲ οὔϲηϲ μαλάγμαϲι χρηϲτέον τῷ διὰ μελιλώτων , τῷ Μναϲέου , τῇ
5806302 συνακολουθουντος
καβαλλαρίων , πρῶτον τῶν πλαγίων μερῶν ὡς ἐπὶ πλαγιοφύλακας , συνακολουθοῦντος αὐτοῖς καὶ τοῦ μέσου μέρους , ὁμοίως καὶ τῶν
πόλιν μαστίζων καὶ κατὰ πάντα τρόπον αἰκιζόμενος , ἅμα κήρυκος συνακολουθοῦντος ὅτι τὸν ἄνδρα Διονύσιος τιμωρεῖται παρηλλαγμένως , ὅτι τὴν
5805290 ἀστειῳ
θύρας εἰς στρατιωτῶν ἀπαιδευσίαν ἐμβαλεῖν . εἰ γὰρ τοῦτο ἦν ἀστείῳ συμφέρον , οὐκ ἂν ὑπὸ σοῦ μὲν ἐτηρεῖτο ,
, φιλαργυρία , φιλοδοξία , φιληδονία , τῷ δ ' ἀστείῳ τὸ παράπαν οὐδέν , ἐπανισταμένῳ καὶ ἐπιβεβηκότι καθάπερ ἐν
5803313 πελαζω
μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους . πρὸς σὲ πελάζω τὸν ὀπισθοβάτην πόδα γηροκομῶν . καὶ γὰρ τὸν ἄλλον
γίνεται δ ' ἀπὸ τοῦ εἱλῶ τὸ συστρέφω καὶ τοῦ πελάζω . Χοροτυπίῃς : χοροστασίαις , χορεύσεσι ταῖς τυπτούσαις τὸ
5802930 φρισσω
ἄξια τὰ τοιαῦτα , τρέμω σε , φεύγω σε , φρίσσω σε , τοῦτον φοβοῦμαι , ὡς οὐδεμιᾶς ὄντα ἐνεργείας
καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω , οὗ μέλλων φρίξω , ἀφ ' οὗ φρίκη
5798769 μεταδιδομεν
δυνατὸν ἄδικον μὲν ἦμεν , μεταδιδόμεν δὲ ἰσότατος , ἢ μεταδιδόμεν μὲν ἰσότατος , μὴ κοινωνικὸν δὲ ἦμεν . ἐγκρατέα
παράπαν ἀπέχεσθαι τῷ δύναμιν ἰσχυρὰν ἔχειν , ἢ καττὸ σπάνιον μεταδιδόμεν τᾷ κράσει δείελον γαλακτῶδες . τὰ δὲ λουτρὰ μὴ
5795576 ἰσχνῳ
σπέρματος καὶ τοῦ καταμηνίου : ἀλλ ' ἡμῖν οὐδ ' ἰσχνῷ κέχρηται . συγκορυφοῦται γὰρ τὰ προβλήματα , συμπανηγυρίζει τῇ
Ἡρόδοτος ἐχρήσατο , ὃς οὔτε ὑψηλός ἐστιν οὔτε ἰσχνός , ἰσχνῷ δὲ ὁ Ξενοφῶν . διά γ ' οὖν τὸ
5795104 Ἐα
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι
5793498 ἀφομοιοι
τὰς πεμπομένας ἀπὸ τοῦ αὐγοειδοῦς ἡμῶν πνεύματος ἐπὶ τὰ ὁρατὰ ἀφομοιοῖ ταῖς γραμμαῖς ταῖς ἐν τῇ φαντασίᾳ καὶ ἐν αὐτῷ
παράδειγμα πρὸς εἰκόνα ἀφωμοίωται , ὅτι πρὸς ἑαυτὸ τὴν εἰκόνα ἀφομοιοῖ , καὶ τὸ ὀρεκτὸν πρόκειται τῷ ὀρεκτικῷ καὶ ἀντίκειται
5791922 ἐπαιτην
καχειμονίᾳ κακόμορφος . ἦλθε γὰρ Ὀδυσσεὺς εἰς τὴν Τροίαν εἰς ἐπαίτην μετασχηματίσας ἑαυτὸν διὰ τὸ Παλλάδιον : ἄμορφος : ἀντὶ
δὲ διαρραγέντας ὑπὸ ἀπεψιῶν καὶ μέθης ; τίνα πώποτ ' ἐπαίτην ῥᾳδίως εἶδες μὴ γέροντα ; τίνα δ ' οὐκ
5786793 γλυκυτερῳ
τὰ ἰϲχυρότερα . κάλλιϲτον δὲ καὶ τὴν τιτθὴν διαιτᾶϲθαι τῷ γλυκυτέρῳ τρόπῳ , κάλλιϲτον δὲ καὶ τὸ παιδίον αὐτὸ διαιτῆϲαι
οὕτω πίνειν καὶ κεραννύνταϲ οἴνῳ , τὰ μὲν ϲτύφοντα τῷ γλυκυτέρῳ , τὰ ἄλλα δὲ τῷ ϲτρυφνοτέρῳ : τινὰ δὲ
5786632 φρονουντι
πνεύματος εἶσι χειμών . παῖδες , φρονεῖν χρή : ξὺν φρονοῦντι δ ' ἥκετε πιστῷ γέροντι τῷδε ναυκλήρῳ πατρί .
πάντα τις ἔχοι , διεφθαρμένος δὲ εἴη καὶ νοσῶν τῷ φρονοῦντι , οὐχ αἱρετὸς ὁ βίος : οὐδὲν γὰρ ὄφελος
5785392 Στωϊκῳ
παρ ' αὑτῷ ἑκάτερον ἐχρῆν λαβεῖν : Ζηνοθέμιδι δὲ τῷ Στωϊκῷ καὶ Ἕρμωνι τῷ Ἐπικουρείῳ ὁμοίως κοινὸν καὶ τούτοις :
μὴ τέτταρα ξυμβαίνειν λέγων . Τί δὲ , ἐντετύχηκας πώποτε Στωϊκῷ τινι καὶ Ἐπικουρείῳ μὴ διαφερομένοις περὶ ἀρχῆς ἢ τέλους
5783410 δυστυχουντι
ἀποίσομαι ὡς φρονίμη καὶ συνετή : συνετῆς γὰρ τὸ καὶ δυστυχοῦντι τῷ πατρὶ αἱρεῖσθαι συνεῖναι , ὡσεὶ ἔλεγεν : ἐβουλόμην
οἱ δὲ πολλοὶ τὰ τῆς φρουρᾶς ὅπλα καταπεπληγμένοι συνήλγουν τῷ δυστυχοῦντι , καὶ τήν τε ἐκείνου συμφορὰν ἅμα καὶ τὴν
5780086 Ἐξωθεν
καὶ τὸ ἀλαζονεύεσθαι δὲ σελλίζειν . τὸ Φλέγρας πεδίον : Ἔξωθεν ὑπακουστέον τὸν ἤ διασαφητικὸν σύνδεσμον . βέλτιον , φησὶ
οὖν ὅτι εὔχεται ὥστε διαμεῖναι καλὸς τὰ ἔνδοθεν . τεʹ Ἔξωθεν δὲ ὅσα ἔχω Πάντα τὰ ἐκτὸς καὶ σώματα καὶ
5779708 διδασκησαι
τὸ ἄλογον καὶ ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου ,
ἐν ἡμῖν ὡς ἐν τῷ ἀράχνῃ . διδασκῆσαι : τὸ διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ
5772499 ἀμπνυνθη
ἀναπνύσω ἀνέπνυκα ἀνέπνυμαι ἀνεπνύθη καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν καὶ συγκοπῇ ἀμπνύνθη , ὡς τὸ ἀρτύνθη . . . . ἀμπείραντες
, κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν : ὃ δ ' ἀμπνύνθη καὶ ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , ἑζόμενος δ ' ἐπὶ γοῦνα

Back