| ' οὔτε συλλύειν τινά , πάντων δ ' ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ . τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα | ||
| . Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην . Καλὸν τὸ θνῄσκειν οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
| δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν | ||
| . ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ ' |
| βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
| μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
| δ ' ἐποπίζεο μῆνιν , μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς Ἀργεϊφόντης : | ||
| γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ ' ἀπαρέσσασθαι ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων |
| μάνις : οἱ γὰρ ὀργιζόμενοί πως μαίνονται : Ἀρίσταρχος δὲ κότος πολυχρόνιος , ἀπὸ τοῦ ἐγκεῖσθαι . λέγεται καὶ ἀρσενικῶς | ||
| συμπρέσβεις παρῇσαν , ἤδη δὲ τοῦ τείχους ἱκανῶς προκεχωρη - κότος τοῖς Λακεδαιμονίοις ἤγγελτο ὅτι τετειχισμέναι λοιπὸν εἶεν Ἀθῆναι , |
| ἕτερον ὀνειδίζοντος , εἴγε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ ' ἕκαστα μοχθεῖ , ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς ἑαυτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ | ||
| : ὃ καὶ κρεῖττον τοῦ προτέρου . Μόχθον ] Ἤγουν μοχθεῖ ἀθλίως . Μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει ] Ἤγουν ἀλλοτρίοις παρὰ |
| τοῦ γ εἰς κ , † οἷον † ὁ μὴ γηρῶν . ἢ παρὰ τὸ κηραίνω : ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος | ||
| στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος , ὁ ἄφθαρτος καὶ μὴ γηρῶν , . , . * . Ἀκηχέδαται : λυποῦνται |
| : καὶ εἴ τις ὄκνον καλέσειεν αὐτόν , ὃ δὲ βρενθύεται καὶ ἀγανακτεῖ , ὡς καὶ ἐς τὸ ἀγεννὲς σκωπτόμενος | ||
| ἀντὶ τοῦ “ σεμνύνεται ” καὶ “ ἐπαίρεται ” . βρενθύεται : μέγα φρονεῖ . βρένθος εἶδος μύρου , ᾧ |
| γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ | ||
| ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ |
| ὅλως ὁδοιπόρει . Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι . Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή , καὶ κτώμεθ ' | ||
| ἀβλαβῆ τοῖς ἄλλοις , γελοίαν εἶναι ; Πάνυ γε . Κακὸν δ ' οὐχ ὁμολογοῦμεν αὐτὴν ἄγνοιάν γε οὖσαν εἶναι |
| τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν | ||
| τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν |
| καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες | ||
| ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ ' |
| ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ ' | ||
| μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ |
| Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς , | ||
| ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ] |
| γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν | ||
| „ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ |
| γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ||
| , μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο |
| καὶ λέγοις πρόσω . μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις . βραχὺς τορός θ ' ὁ μῦθος : | ||
| νοητέον καὶ ἐπὶ τῆς Γλαύκης , εἴπερ με τῷ ὄντι στέργει ἡ γυνή , καὶ ἄνευ τοῦ λαβεῖν τὰ δῶρα |
| γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα | ||
| πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ |
| ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „ | ||
| οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ |
| ἐμὰ στήσεσθαι Ἀχαιοὺς λισσομένους : χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ ' ἀνεκτός . ἀλλ ' ἴθι νῦν Πάτροκλε Διῒ φίλε Νέστορ | ||
| τὸ ἀποθνῄσκειν πάρισον . εἰ μέτριος εἴη μέχρι δεῦρο , ἀνεκτός , ἀλλ ' οὐκ ἀνήσει . πάλιν γοῦν ἐν |
| , ἅπερ ἥρπαζον οἱ σύνδουλοι . ἰοῦς ' εἴσω : Ἐλθοῦσα ἐντὸς , ἵνα . . . . ὥσπερ νεωνήτοισιν | ||
| ῥυείσης δὲ μέχρι τῶνδε , οἷον γραμμῆς ἐκ κέντρου . Ἐλθοῦσα δὲ ἐνθάδε τούτῳ τῷ μέρει ὁρᾷ , ᾧ καὶ |
| γινόμενος διορίζει τὸν μὲν ἔνθεν , τὸν δὲ ἔνθεν : ἀπόλωλε : παρὰ τὰ Ἡσιόδου [ . ] λευκοῖσιν φαρέεσσι | ||
| τοι αὔτως οὔατ ' ἀκουέμεν ἐστί , νόος δ ' ἀπόλωλε καὶ αἰδώς . οὐκ ἀΐεις ἅ τέ φησι θεὰ |
| , ἤνπερ καὐτὸς ἐντεῦθεν περῶ πρὸς οἶκον , ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα . γνώμης δ ' ἄκουσον : εἰ | ||
| ἐγώ σοι τῶνδε διάδοχος δόμων , ὥστ ' οὐκ ἄτεκνος κατθανὼν ἄλλοις δόμον λείψειν ἔμελλες ὀρφανὸν διαρπάσαι . οὐ μὴν |
| ἡ φύσις ἐγέννησεν : ἐκ τουτέων δὲ πάλιν φιλοδοξίη χυθεῖσα ἔσφηλε πολλῶν ὀρθογνώμονα ψυχὴν , σπουδαζόντων μὲν ἅπαντα ὡς ἐπὶ | ||
| Ἀλέξανδρος μὲν οὖν , ὡς ᾤετο , ἄριστα βεβούλευτο : ἔσφηλε δὲ αὐτοῦ τὴν γνώμην ἡ τύχη . τὸ μὲν |
| εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους | ||
| νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ |
| δ ' ἐκοπίασεν ἀπολέσας κακῶς τε γηρῶν ἐνδεής που γίνεται ῥεμβόμενος , ἐχθροὺς εὗρ ' , ἐπεβουλήθη ποθέν , οὐκ | ||
| καὶ σχολὴν πάρεχε σεαυτῷ τοῦ προσμανθάνειν ἀγαθόν τι καὶ παῦσαι ῥεμβόμενος . ἤδη δὲ καὶ τὴν ἑτέραν περιφορὰν φυλακτέον : |
| αἴτια , κἂν πρὸς ἄλλην χώραν προσπαθῇς . τί οὖν ζῇς ; ἵνα λύπας ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις περιβάλῃ , | ||
| ὑμῖν ἡ πόλις πεπαίδευται , καίτοι χρῆν ἐν ᾗ σὺ ζῇς καὶ πολιτεύῃ , ἀλλ ' ὅτι τὸν μηδὲν ἐκεῖ |
| δύναται γάρ , Παλλὰς Ἀθηναίη : σὲ δ ' ὀδυρομένην ἐλεαίρει : ἣ νῦν με προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . | ||
| . . ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ ' ἐλεαίρει : ἀστερίσκος ὅτι ἐνταῦθα ὑγιῶς λέγεται , ἐκεῖ δὲ |
| πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
| σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
| ὃς εὐθέως Διογένους ἦν . παρηκολούθησε δὲ καὶ Κράτητι τῷ κυνικῷ συχνὰ καὶ τῶν ὁμοίων εἴχετο , ὅτε καὶ μᾶλλον | ||
| γὰρ τρίβων ' ἔχους ' ἐμοί , ὥσπερ Κράτητι τῷ κυνικῷ ποθ ' ἡ γυνή . . . . . |
| δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον | ||
| ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ |
| εὐφυῶς ἐσχετλίασεν ἐπάγων τὸ ” ἀλεξίκακε “ , τουτέστιν ” ἀποτρόπαιε “ καὶ ” ὦ τὰ δεινὰ ἀπείργων “ . | ||
| παντελῶς , κατὰ πάντα τρόπον , ἐξ ὁλοκλήρου . Ἄπολλον ἀποτρόπαιε : ὁ ἀποτρέπων τὰ δεινά , ἀλεξίκακος γὰρ ἦν |
| μάτης : καἰ μέν σευ τὸ κάλον τις ἴδων ῤέθος αἰνέσαι , τῷ δ ' εὖθυς πλέον ἢ τριέτης ἐγένευ | ||
| ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι φθονῆσαι , κατθανόντα δ ' αἰνέσαι λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα καὶ πόνῳ πόνον |
| ἀποίσομαι ὡς φρονίμη καὶ συνετή : συνετῆς γὰρ τὸ καὶ δυστυχοῦντι τῷ πατρὶ αἱρεῖσθαι συνεῖναι , ὡσεὶ ἔλεγεν : ἐβουλόμην | ||
| οἱ δὲ πολλοὶ τὰ τῆς φρουρᾶς ὅπλα καταπεπληγμένοι συνήλγουν τῷ δυστυχοῦντι , καὶ τήν τε ἐκείνου συμφορὰν ἅμα καὶ τὴν |
| , πρός τι χωρίον Λίβυσσαν καλούμενον τῇ κλήσει , δοκῶν θανεῖν εἰς Λίβυσσαν πατρίδα τὴν οἰκείαν . ἦν γὰρ Ἀννίβᾳ | ||
| μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς : ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ ' , ἢν ἁλῶ τεχνωμένη , ἢ |
| . κλίνη καὶ αὐτὴ λίθου . ἐπ ' αὐτῆς κεῖται νοσοῦν τὸ ἐκείνου φάσμα χειρουργίᾳ φιλοτέχνῳ : παρέστηκε δὲ ὁ | ||
| σώματος , ἢ τὸ ζῷον οὐκ ἂν ὑγιαίνοι τῷ κρείττονι νοσοῦν . κδʹ . Ἑλλανοδίκαις καὶ Ἠλείοις . Ἀξιοῦτέ με |
| : ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός | ||
| πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί |
| ἥβαν προλείπων . Φασὶν ἀδεισιβόαν Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τότε τέγξαι βλέφαρον , ταλαπενθέος πότμον οἰκτίροντα φωτός : καί νιν | ||
| [ ] : λείπει ἡ εἰς . οὐ καρτερήσεις : τέγξαι χεῖρα φόνου : τὸ ἑξῆς : φόνου χεῖρα φονίαν |
| σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
| εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
| τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
| Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
| ] . [ ἀργοῦντι θυμῶι ] ῥαιδίως φέρεις τάδε , ἥσσων δὲ δούλου Φρυξὶν ] ἐμφανὴς ἔσηι . [ ] | ||
| μετανάστας : ἠματίῃ γενέθλῃ δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ ' ἑσπέριος γεγαὼς ἀδρανέστερα ῥέζει . Ἀφρογενὴς δὲ |
| μέγα στενάξας , ἐκεῖνος συνάχθεσθαι ἀμφοτέροις ἔφη , τῷ μὲν θανόντι , ὅτι ὑπὸ τἀδελφοῦ πάθοι ταῦτα , ἐκείνῳ δ | ||
| θ ' ὑπένερθεν δαίμονες , οἳ † μηδ ' ὧδε θανόντι περ εὐμενέοιεν , ὡς οὔ τις θεόθεν χόλος ἔσσεται |
| ἔκτεινε , τῷδ ' ἐπέστεφε . Σκέψαι γὰρ εἴ σοι προσφιλῶς αὐτῇ δοκεῖ γέρα τάδ ' οὑν τάφοισι δέξεσθαι νέκυς | ||
| τὸν κοινὸν τοῦ παντὸς γένους καὶ πάσης τῆς πόλεως ἔπαινον προσφιλῶς καὶ κεχαρισμένως ἀποτίσωμεν καὶ ἀποδώσομεν . ἑλισσομέναν : κυλιομένην |
| ! αις ξιφοκτον [ ὥσπερ ? καὶ Τελαμων ? [ αὐτοκτόνος ] ? ? ὤλετο [ [ ] ! ! | ||
| καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος ὑπάρχει . Ξ ὁμαίμοιν ] ἀδελφοῖν . αὐτοκτόνος ] αὐτοχειρίᾳ γενόμενος . Ξ διαπαντὸς αἰσθήσεται τὸ μίασμα |
| . μὴ ἔλπιζε ε οὐ λαμβάνεις τὴν φερνήν Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι ζ ἀγοράζεις χώραν ? ? ? ? η | ||
| , ἄρτι δὲ οὔ ε οὐ προκόπτεις ἄρτι Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι τῷ πράγματι ζ ἐὰν στρατεύσῃ , μετανοήσεις η |
| τὸ ταπεινόν : τὸ γὰρ δίκαιον καὶ μακρόθυμον . ἡ ὑπομονὴ ὑπὲρ τὴν ὕβριν μετὰ πολὺ εὔθυμον καὶ ἀμέριμνον δείκνυσι | ||
| εὐταξία ψυχῆς λογιστικῆς πρὸς τὰ καλὰ καὶ αἰσχρά . Καρτερία ὑπομονὴ λύπης ἕνεκα τοῦ καλοῦ : ὑπομονὴ πόνων ἕνεκα τοῦ |
| τῷ προτρέποντι τὸν Ἀγήνορα ἀντιστῆναι Ἀχιλλεῖ . . . . ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται , ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ : ἡ | ||
| ἔχει τι δεινὸν γενέσθαι : ἀτάραχος : τὸ μὲν φρίσσει ταρβεῖ ταὐτόν ἐστιν . ὁ δὲ νοῦς : οὐδέποτε ἡ |
| ἐπαχλὺς ] λύπη , ἀθυμία . πεπόταται ] η . ἐπικρέμαται ἐφ ' ἡμῖν . νεολαία ] ἡ νεότης . | ||
| ὁμοίως πάντας ὑμᾶς τιμωρεῖται : ὁμοίως γὰρ πᾶσιν ὑμῖν θάνατος ἐπικρέμαται , ὃν ὑμεῖς φοβεῖσθε . καὶ πολλάκις εἶδον πτωχοὺς |
| : ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ | ||
| βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ , |
| Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς | ||
| ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες |
| κόπου τοῦ ἐκ προκαταρκτικῆς αἰτίας . πολλὰ γάρ τις ὁδοιπορήσας ἐκοπίασεν : ἐγένετο αὐτοῦ ὁ κόπος ἐν ψυχροτέρῳ χωρίῳ , | ||
| ' ἔχων ἀπῆλθες ἐχθρὸς οὐδενί . ὁ προσδιατρίβων δ ' ἐκοπίασεν ἀπολέσας κακῶς τε γηρῶν ἐνδεής που γίνεται ῥεμβόμενος , |
| ἥκιστα γὰρ ἐπιτίθενται αὐτῷ αἱ αἰσθήσεις : τῷ δ ' ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος οὐδὲν ἔχοντι ἀλεξιφάρμακον ἐν τῇ ψυχῇ | ||
| Ζελείης . Ὣς φάτ ' Ἀθηναίη , τῷ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν : αὐτίκ ' ἐσύλα τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς |
| ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα | ||
| καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο |
| , καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει | ||
| γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη |
| ταῦτα ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ | ||
| Ζεῦ ποτε ] ἄρα ἐνέζευξας ] ἐνέβαλες ἁμαρτοῦσαν ] πταίσασαν πημοναῖς ] βλάβαις ἤγουν τοῖς δεσμοῖς ἔ ἔ ] τοῦτο |
| φιλότητος . Ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ τοῖσιν ἐπήλυθεν ὕπνος ἀπήμων , δὴ τότ ' Ἀχιλλῆος κρατερὸν κῆρ ἰσοθέοιο ἔστη | ||
| ἀρχηγέται ὀπτῆρας εἷεν ἀγγέλων πεπυσμένοι . ἀλλ ' εἴτ ' ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ ' ἐπόρνυται |
| Θρῃκικήν * βρεχθεῖσα : ὑγρανθεῖσα * σελάσσεται : λάμπει καίεται φλέγεται * τυτθόν : ὀλίγον ἢ μικρόν ὀλίγον * ὀδμήσεται | ||
| , σείονται Λακεδαιμόνιοι , ἡ Θετταλία ἐπικλύζεται , ἡ Αἴτνη φλέγεται . Καὶ πότε Ἀθηναίοις ἀθανασίαν ὁ Ζεὺς ὑπέσχετο ; |
| ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν | ||
| Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ ' |
| ἀφροί . Πότε μὲν οὖν παύονται τῆς νούσου καὶ τοῦ παρεόντος χειμῶνος οἱ ὑπὸ τούτου τοῦ νοσήματος ἁλισκόμενοι , ἐγὼ | ||
| ὠφέλειαι ἀπὸ τοῦ ἰητροῦ ὅταν γίνωνται : καὶ γὰρ μὴ παρεόντος τοῦ ἰητροῦ , ἐπαύσαντο ἄν . Ἕτερα δὲ νουσήματά |
| τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν εὐθὺς προσδόκα . } Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύειν φοβοῦ . ἀμνημονεῖ γὰρ | ||
| ἔφη , τῷ ὀρεοκόμῳ . Δούλῳ ὄντι ἢ ἐλευθέρῳ ; Δούλῳ , ἔφη . Καὶ δοῦλον , ὡς ἔοικεν , |
| ἰδίαι . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν . λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . πρὸς ταῦθ ' | ||
| ἡμεῖς ἰδίᾳ . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . . . φιλεῖ |
| : ἁπαλὸν κακοπάθειαν ' . . . . ἀτάρβητος : ἄφοβος : παρὰ τὸ τάρβος . ἢ ἀθάρβητός τίς ἐστιν | ||
| τῶν ἀληθῶν , χρωμένους ὑποκινδύνοις βέλεσιν , ὅπως μὴ παντάπασιν ἄφοβος ἡ πρὸς ἀλλήλους γίγνηται παιδιά , δείματα δὲ παρέχῃ |
| τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν | ||
| οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου |
| γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ βίῳ . κοτύλας τέτταρας ἀναγκάσας μεστὰς ἔμ ' αὐτίτου | ||
| καὶ βατταρίζων γέλωτα Θρᾴτταις μὲν οὐ παρέχει οὐδ ' ἄλλῳ ἀπαιδεύτῳ οὐδενί , οὐ γὰρ αἰσθάνονται , τοῖς δ ' |
| πόλις ἡ ἡμετέρα . φίλανδρον ] τὸ ὑπ ' ἀνδρῶν φιλούμενον . θ μενεῖ κτέανά τ ' ἐπιγόνοις : τοῦτό | ||
| ἣν ἀπέκτεινεν ; οὕτω γὰρ ἄν τις καὶ μισοῖ τὸ φιλούμενον καὶ φιλοῖ τὸ μισούμενον ; ἆρ ' οὖν οὐ |
| οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ | ||
| τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ |
| ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
| κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
| τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη | ||
| διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς |
| . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν | ||
| . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν |
| τοῦδε † ἐπέξιθι : καὶ μετέπειτα δειλὰ μὲν † ῥέξας ἐπιπλήσσεο , χρηστὰ δὲ τέρπου . καὶ τούτους τοὺς στίχους | ||
| ; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη ; αἰσχρὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο , ἐσθλὰ δὲ τέρπου . ἀλλὰ καὶ οἴκῳ ἔστι |
| ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' | ||
| τελέσαι πέπρωται ] μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ] |
| ' ἀνὰ γαῖαν ἔμιμνον . Ἐυπτολέμοισι δ ' Ἀχαιοῖς υἱὸς Λαέρταο πύκα φρονέων φάτο μῦθον : Ὦ νύ μοι Ἀργείων | ||
| ἕδραι ἀγρομένων : πολλοὶ δ ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα . τῷ δ ' ἄρ ' Ἀθήνη θεσπεσίην |
| γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι | ||
| , καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης : |
| ἐγώ , ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι καὶ λέγειν ὡς πονηρότερος καὶ ἀδικώτερος γίγνεται ὁ ἀποθνῄσκων , ἵνα δὴ μὴ | ||
| ἱερά , ἢ Βάτραχος τοὺς ἀνθρώπους . ὅστις οὖν καὶ πονηρότερος καὶ ἀμαθέστερος Βατράχου ἐστί , πάνυ δεῖ ἀγαπητῶς ὑφ |
| τῆς ῥητορικῆς λόγους , ἀκηκοότων δ ' ἃ μὴ προσῆκε μάταιος ἐξ ἀμφοῖν ἡ βλασφημία . ἀλλ ' οἶμαι ἅμα | ||
| ἔτυχεν : ἢ ἀκαίρως . ὅθεν καὶ εἰκαῖος , ὁ μάταιος . . καταδαρθέντα : Καὶ ὑπνώσαντα καταπεσόντα . . |
| θῆκας Ἀχαιῶν : ῥηίτεροι δ ' ἄρα σεῖο καταφθιμένου πελόμεσθα δυσμενέσιν . Σὺ δὲ χάρμα πεσὼν μέγα Τρωσὶν ἔθηκας , | ||
| ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι καὶ παίδων κουριδίης τ ' ἀλόχου δυσμενέσιν : θάνατος δὲ τότ ' ἔσσεται , ὁππότε κεν |
| , ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε | ||
| κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν |
| ἐνεστῶτος [ ] γὰρ φήτ ἀργήλιος ἀπὸ τοῦ φη [ χρῄζω ] σὺν τῷ ι ἐπὶ τοῦ δεομένου [ ] | ||
| ' ἔρωμαι : δέδοικα δὲ μὴ , ὅπως ἔρωμαι ἃ χρῄζω , [ καὶ ] δάκω σοῦ τὴν φρένα : |
| τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη | ||
| δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . |
| ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί τις ἢ ἀνιᾶσθαι ἀμελούμενον . λβʹ . Τὰ μὲν ὄμματά σου διαυγέστερα | ||
| τὴν λέξιν . καρδιαλγεῖν λέγεται τὸ μετὰ ναυτίας καὶ ὀδύνης ἀνιᾶσθαι τὸν στόμαχον . Βακχεῖος μὲν ἐν αʹ φησὶν ἀργεῖν |
| ἀνάρσιον : ὀλέθριον . ἀνάρσιος : ἐχθρός , πολέμιος . ἀντιβολήσῃ : συναντήσῃ , ὑπέλθῃ ἀπὸ τοῦ βάλλειν , ἐναντιωθῇ | ||
| φίλους . πηούς : συγγενεῖς . Ἀργαλέος : κακός . ἀντιβολήσῃ : ἀντήσῃ . Κεῖνος : ἤγουν ὁ φθόνος : |
| μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον , ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε . τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ | ||
| ' εἴ τι βούλει τῶν λελειμένων φαγεῖν , ἔπειγ ' ἔπειγε , μή ποθ ' ὡς λύκος χανὼν καὶ τῶνδ |
| οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ; | ||
| συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ |
| αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ ζευχθεῖς ' ἀτρεκεῖς ἁρμούς . οὐκ εἶπεν ἀληθεῖς ἁρμοὺς , | ||
| αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ ζευχθεῖς ' ἀτρεκεῖς ἁρμούς . οὐκ εἶπεν ἀληθεῖς ἁρμοὺς , |
| . ὃ δὲ ἀγανακτήσας ὁ Ἡρακλῆς τῷ πλήκτρῳ τοῦ Λίνου καθίκετο καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν . Σάτυρος ὁ αὐλητὴς Ἀρίστωνος τοῦ | ||
| χειμάζομαι , Σαρπηδόν ' , αἰχμὴ μὴ ' ξ Ἄρεως καθίκετο . κλέος ? γὰρ ἥκειν Ἑλλάδος λωτίσματα πάσης ? |
| ἄρσετε : εὐτρεπίσατε , σκεπάσατε . ἐπήορα : ἐπηρμένα . ἐπίρροθος : ὠφέλιμος . ὡς δ ' ὅτε τις κεράμῳ | ||
| ' εἴτ ' ἄρηι συνοισόμεθ ' εἴτε τις ἄλλη μῆτις ἐπίρροθος ἔσται ἐεργομένοισιν ἀυτῆς : μηδ ' αὔτως ἀλκῇ , |
| ἀλάμπετον βάθρον . Ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ ' , ἀλλ ' εἴ τις βροτῶν θαυμαστός | ||
| πόσιν ὀρνύμενοι : ἠοῦς μὲν κεράσαιο παρηγορέων κακοῦ ὁρμήν ὅσσοις ἀλγεινὸς λάμπεται ἠέλιος : νυκτὶ δ ' ὁμῶς ὅσσοις περ |
| ! [ ] , οὐδὲ πιείρης [ ] χθονὸς πατρίδος κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίην ἔχειν . ἐγὼ δὲ τῶν μὲν οὕνεκα | ||
| γαλήνῃ , τῶν δὲ συννέφει πάλιν , ζῶσίν τε σὺν κακοῖσιν , οἳ δ ' ὄλβου μέτα φθίνους ' ἐτείοις |
| ἐλείφθη εἰκότως ἀποβάντος αὐτῷ τούτου : ὁ γὰρ φιλέρημος καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον | ||
| τῶν ἐν Πειραιεῖ . . . Μόλπις . Ἆρα οὖν ἀπράγμων εἶναι δοκεῖ ὑμῖν Διογένης , ὃς ἐπιδικάζεται μὲν τῶν |
| . τί κωλύει μετιέναι τὴν παῖδά μ ' ἤδη ; τἀνθάδ ' ἀγνοῶν πάρει ; ποῖα ; ποῖ ' ; | ||
| θέλει κτείνειν πολιτῶν παῖδας , αἰνέσαι δ ' ἔχω καὶ τἀνθάδ ' : εἰ θεοῖσι δὴ δοκεῖ τάδε πράσσειν ἔμ |
| κακὰ . τριπλᾶ ] πολλαπλᾶ . λυπρά ] λυπηρά . χάρματα ] εὐφροσύναι : ἐπιχαίρονται γὰρ ἡμῖν οἱ ἡμέτεροι ἐχθροί | ||
| πολύτροπος , ὥστ ' ἀνύεσθαι τὸν μὲν ἐς εὐφροσύναν καὶ χάρματα τὸν δ ' ἐπὶ μόχθῳ , ἦν τάχα μοχθήσαντι |
| , τὸ χαριέστερόν σοι παρῶπται . οὕτω δὲ ὁ χῶρος ἀμύνει σώμασιν , ὥστ ' ἢν μικρὸν ἐνδιατρίψας ἀπέλθῃς , | ||
| εἴσεαι ἅσς ' ἐθέλησθα . καὶ νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη λεπιδωτὸς ἀμύνει . Δοιὼ δ ' Ἠελίου χρυσότριχε λᾶε πέλονται , |
| ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα , | ||
| εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε , |
| ἔνδοθεν κέαρ , κέλευσέ τε κατ ' οὖρον ἴσχεν εὐδαίδαλον νᾶα : Μοῖρα δ ' ἑτέραν ἐπόρσυν ' ὁδόν . | ||
| : ἔν τε ναῒ τὸ σύσταμα τῶ σώματος περὶ τὰν νᾶα ἔκ τινων ἀνομοίων καὶ ἐναντίων συνέστακεν , καὶ ποτὶ |
| συνόδου . καὶ τοῦθ ' ὁ μὲν στρατηγικώτατος Ἀννίβας οὐχ ὑπενόησεν , ὁ δὲ βασιλεὺς πυθόμενος ὑπώπτευσε καὶ ἀμβλύτερος ἦν | ||
| ἀκούσας ὁ Αἰσχίνης ἄλλα ἔλεγεν . ἀλλὰ δῆλον ὅτι ἃ ὑπενόησεν ἐρεῖν αὐτὸν πρὸ τοῦ ἀγῶνος , ταῦτα ἐνέγραψεν . |
| Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον | ||
| . ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν |
| εἰ δὲ θέλεις γνῶναι πῶς ἔπλευσα , γίνωσκε ὅτι θεομανεῖ πότμῳ . κρύπτει δὲ τὴν μοιχείαν καὶ ὑπὸ δαίμονός τινος | ||
| ἀναπˈνέομεν δ ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα : εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ ' ἕτερον ἕτερα . σὺν δὲ τίν καὶ |
| , Οἰδίπου τέκος , γένῃ ὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ ' αὐδωμένῳ : ἀλλ ' ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις ἐς χεῖρας | ||
| κάκιστ ' ] κακῶς . αὐδωμένῳ ] ὑπὸ σοῦ . αὐδωμένῳ ] ἤγουν τῷ Πολυνείκει . αὐδωμένῳ ] λεγομένῳ . |
| πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς | ||
| δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ |
| μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ | ||
| ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια |
| : ἐγὼ δ ' ἀέκων τῆς σῆς φιλότητος ἁμαρτών ὠνήμην ἕρδων οἷά τ ' ἐλεύθερος ὤν . Ἄνθρωποί ς ' | ||
| εἴη μακάρεσσι θεοῖς φίλα : νῦν δ ' ὁ μὲν ἕρδων ἐκφεύγει , τὸ κακὸν δ ' ἄλλος ἔπειτα φέρει |