, ἤνπερ καὐτὸς ἐντεῦθεν περῶ πρὸς οἶκον , ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα . γνώμης δ ' ἄκουσον : εἰ
ἐγώ σοι τῶνδε διάδοχος δόμων , ὥστ ' οὐκ ἄτεκνος κατθανὼν ἄλλοις δόμον λείψειν ἔμελλες ὀρφανὸν διαρπάσαι . οὐ μὴν
7703908 χαρματα
κακὰ . τριπλᾶ ] πολλαπλᾶ . λυπρά ] λυπηρά . χάρματα ] εὐφροσύναι : ἐπιχαίρονται γὰρ ἡμῖν οἱ ἡμέτεροι ἐχθροί
πολύτροπος , ὥστ ' ἀνύεσθαι τὸν μὲν ἐς εὐφροσύναν καὶ χάρματα τὸν δ ' ἐπὶ μόχθῳ , ἦν τάχα μοχθήσαντι
7659947 ἐλθοις
, τέρμα φίλον γαίης , ἀρχὴ πόλου , ὑγροκέλευθε , ἔλθοις εὐμενέων μύσταις κεχαρημένος αἰεί . Ἑστία εὐδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ
οὐ σφαγίων κλύει . μή μοι , πότνια , μείζων ἔλθοις ἢ τὸ πρὶν ἐν βίωι . καὶ γὰρ Ζεὺς
7577913 ἀκαιρα
ἔτ ' ἢ τὸ πρότερον ἀναπέφηνεν . Οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα , φρένας ἔχουσα καὶ πολύπλοκον νόημ ' , οὐδ
εὑρίσκεται τοιαύτη καὶ ἀργότερος ὁ βίος καὶ λουτρὰ πλείονα καὶ ἄκαιρα καὶ μετὰ τροφήν . ἐκ τούτων καὶ τῶν ἄλλων
7556853 ερος
[ ] ! ! ! ! ! [ [ ] ερος ? ἵνα ? [ [ ] ν σπιλα [
εγο ? ? [ [ ] παν [ [ ] ερος : [ [ ] ! πο ? [ [
7532500 τἀμ
εἶναι πρῶτον οὐκ ἐπίστασαι . πῶς δ ' οὐχί ; τἄμ ' ὀλωλόθ ' εὑρίσκων ἄγω . ποίοισιν εἰπὼν προξένοις
οἷά τ ' εἰργάσω . σὺ δ ' οὐκ ἔμελλες τἄμ ' ἀτιμάσας λέχη τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ οὐδ
7530935 ἀκλαυτος
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων ,
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης
7506901 θεληι
λαβών , τὸν Ἑλένης φόνον διώκων , κἀμὲ μὴ σώιζειν θέληι σύγγονόν τ ' ἐμὴν Πυλάδην τε τὸν τάδε ξυνδρῶντά
σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν θέληι , δώσω κτανεῖν . οἴμοι : τί δῆτά ς
7439681 καρτ
οὐκοῦν προθύμως ⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ]
' αὐτῷ τὰν σύριγγ ' ὤρεξα , καλόν τί με κάρτ ' ἐφίλησεν . οὐ θεμιτόν , Λάκων , ποτ
7429559 κλυων
' ἄελπτον . καὶ μὴν παρών γε κοὐ λόγους ἄλλων κλύων , Πέρσαι , φράσαιμ ' ἂν οἷ ' ἐπορσύνθη
Αὐτὸς βαρεῖαν ξυμφορὰν ἐν ὄμμασιν πατρὸς δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων . Ποῦ δ ' ἐμπελάζεις τἀνδρὶ καὶ παρίστασαι ;
7413637 φρενι
? ? τοῦτο κἀξεπίϲταμαι ? ? ? ? ? ? φρενὶ ? ? ] ! οορφανιμαλιϲνιων ? ! ! !
δέ τ ' ἀκούει . ἀλλ ' ἀπάνευθε πόνοιο νόου φρενὶ πάντα κραδαίνει . αἰεὶ δ ' ἐν ταὐτῶι μίμνει
7411602 ἐρρετω
ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα
καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο
7408343 δολοισιν
μέλουσι , λόγχῃ δ ' ἄνδρες εὐστοχώτεροι . εἰ γὰρ δόλοισιν ἦν τὸ νικητήριον , ἡμεῖς ἂν ἀνδρῶν εἴχομεν τυραννίδα
, τοὺς δὲ σιδηρείοισι καταΐγδην στυφελίζων αἰχμαῖς τριγλώχισι καὶ ἀλλοίοισι δόλοισιν : οὐ γὰρ πρὶν φεύγουσιν ἀπότροποι , εἰσόχ '
7407345 ἐμπας
ἦν ἐνταῦθα τὸ ὀΐω . ἦν γὰρ “ ἀλλ ' ἔμπας ὀΐω . ” διὸ καὶ ἐξεβλήθη παρ ' ἐμοῦ
οὗ ' κράτησα τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων : ἀλλ ' αὐτὸν ἔμπας ὄντ ' ἐγὼ τοιόνδ ' ἐμοὶ οὐκ ἀντατιμάσαιμ '
7390749 βλεπους
: ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός
πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί
7390047 φαινηι
τε γέγηθας , λυσίζων ' , ἀφανής , ἔργοισι δὲ φαίνηι ἅπασι , συμπάσχεις ὠδῖσι καὶ εὐτοκίηισι γέγηθας , Εἰλείθυια
' ἀυτεῖς , ὦ Κύκλωψ ; ἀπωλόμην . αἰσχρός γε φαίνηι . κἀπὶ τοῖσδέ γ ' ἄθλιος . μεθύων κατέπεσες
7377369 Πριαμε
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × ×
7366673 δυη
ξ . . . . . , = . : δύη : κακοπάθεια . . . ὁ δὲ Ἀπίων κάκωσις
ἐκ βοῆς ἠγρευμένα , τουτέστι τῆς μάχης , λάφυρα . δύη ξ . . . . . , = .
7364609 ποτμου
δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν
. ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ '
7362900 τοισδ
Ἑλληνικῶι . ἥκω δὲ τὴν Λάκαιναν ἄξων : δόμοις γὰρ τοῖσδ ' ἐν αἰχμαλωτικοῖς κατηρίθμηται Τρωιάδων ἄλλων μέτα . οἵπερ
τἀπίλοιπ ' ἤνπερ πύθῃ ; ὀπταὶ κίχλαι δ ' ἐπὶ τοῖσδ ' ἀνάβραστ ' ἠρτυμέναι περὶ τὸ στόμ ' ἐπέτοντ
7338959 δεσποιν
ς ἐμῆς ταύτης μέλει [ ] εἴπηι φλήναφον . [ δέσποιν ] ' Ἀθηνᾶ , σῶιζέ με [ ἀκριβῶς ]
ν ἡλίκη ει [ ] λομαι ? εἶναι [ ] δέσποιν ' οἰκίας . ὦ Ἡράκλεις [ ] Σιμίας ἀπίωμεν
7337813 κακοισιν
! [ ] , οὐδὲ πιείρης [ ] χθονὸς πατρίδος κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίην ἔχειν . ἐγὼ δὲ τῶν μὲν οὕνεκα
γαλήνῃ , τῶν δὲ συννέφει πάλιν , ζῶσίν τε σὺν κακοῖσιν , οἳ δ ' ὄλβου μέτα φθίνους ' ἐτείοις
7337511 εἰσοραις
, ἠισθόμην γάρ , Ἀγάμεμνον , σέθεν φωνῆς ἀκούσας , εἰσορᾶις ἃ πάσχομεν ; ἔα : Πολυμῆστορ ὦ δύστηνε ,
' Ἀργείων δορὶ πλείστους διώλες ' Ἕκτορος , τάδ ' εἰσορᾶις ; ὁρῶ τὰ τῶν θεῶν , ὡς τὰ μὲν
7333178 ἁζεται
– [ λοχαγέτ ] [ – [ ] ! ν ἅζεται φρε ? [ – [ ] τον ἐν βραχεῖ˘
πόνῳ [ ] ε ? [ ] η θανὼν ? ἅζεται κατ [ οὐδαμῶς ] ? ἔχοιμ ' ἂν εἰπεῖν
7330936 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
7316038 ἀμυνων
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες
7313179 δανος
καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οὐτιδανοῖς ] ἀνευφράντοις τοῖς οὔ τι δάνος καὶ χαρὰν ἔχουσι : ἢ τοῖς οὐτιγανοῖς τοῖς μὴ
οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οἱ γὰρ Δωριεῖς τὸ γάνος
7285864 ἐσθλου
μὴ τοίνυν τὴν μείζω καρτερίαν ἀσκήσαντες τῆς ἐλάττονος ἀμελήσητε . ἐσθλοῦ γὰρ ἀνδρός , ἡ τραγῳδία φησίν , ἅπαντα φέρειν
ἐμπνεῦσαι δεξιά , ὡς νῦν γε μάλιστα πλησιστίου τε καὶ ἐσθλοῦ ἑταίρου ἀνέμου δεόμεθα , ἵνα , εἰ ἄξιοι φαινοίμεθα
7285477 δωμασιν
μέγας Εὔρυτος , αὐτὰρ ὁ παιδὶ κάλλιπ ' ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι . τῷ δ ' Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ
μῆτις ἔην : ἔτι μοι μίτρη μένει ὡς ἐνὶ πατρός δώμασιν ἄχραντος καὶ ἀκήρατος . ἀλλ ' ἐλέαιρε πότνα τεόν
7279848 γλωσσηι
Μεσοποταμίαι . Ἀρριανὸς ἐν ι Παρθικῶν . ἡ δὲ φάλγα γλώσσηι τῆι ἐπιχωρίωι τὸ μέσον δηλοῖ . . Χωχή :
ἕληται . μισθὸν μοχθήσαντι δίδου , μὴ θλῖβε πένητα . γλώσσηι νοῦν ἐχέμεν , κρυπτὸν λόγον ἐν φρεσὶν ἴσχειν .
7278988 Φειδιππιδη
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ
7276970 κατθανειν
; Τίς δ ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν , τὸ πνεῖν δὲ δειπνεῖν , τὸ δὲ καθεύδειν
φησὶν τίς δ ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν , τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται ; καὶ
7263945 λευσσειν
ποτὲ Ἀγαμέμνονος παῖ , νῦν ἐκεῖν ' ἔξεστί σοι παρόντι λεύσσειν ὧν πρόθυμος ἦσθ ' ἀεί . Τὸ γὰρ παλαιὸν
τὸν βάρβαρον ἐξολέσειεν . οὐ γὰρ ἔτ ' ἀθανάταν φλόγα λεύσσειν ἐστὶν ἐμοὶ φίλον , ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητ ' ἄχη
7261681 διωγμασιν
χθονία ἠδ ' οὐρανία πάλιν αὐτή , ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι
: ἐκπεφεύγασιν γάμοι με . κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν , πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους : νῦν δὲ
7258800 πᾳ
ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφˈρηλασίας . ἐμὲ δ ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτˈρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ ' ἐλθεῖν κῦδος
ἄλειφαρ . Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἶπος ἔχοισαι , ἆρά γέ πᾳ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον ἄντρον κρατῆρ ' Ἡρακλῆι γέρων
7256351 ἀταν
στυγήσας : λίμνᾳ δ ' ἔμβαλε πορφυροειδεῖ τὰν μελανόζυγ ' ἄταν . τὸ πρὸς γυναικῶν δ ' ἐπιδὼν παλαίφατον ἁμέτερον
ὦ Πελασγία , τιθεῖσα λευκὸν ὄνυχα διὰ παρηΐδων , αἱματηρὸν ἄταν , κτύπον τε κρατός , ὃν ἔλαχ ' ἁ
7250556 Δικα
ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι
κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ]
7246520 ἀγκαλαι
μὲν γᾶ τρέφει δεινὰ δειμάτων ἄχη , πόντιαί τ ' ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βρύουσι , [ πλάθουσι ] βλαστοῦσι καὶ
τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται ἀρτίδροπος ὀπώρα νεάζουσα μάντις μυχθίζειν κυμάτων ἀγκάλαι ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας ζόης
7246278 θανηι
μυρίων μῆτερ τροπαίων , Ἕκτορος φίλον σάκος , στεφανοῦ : θανῆι γὰρ οὐ θανοῦσα σὺν νεκρῶι : ἐπεὶ σὲ πολλῶι
φεῦγ ' ὡς τάχιστα τῆσδ ' ἀπαλλαχθεὶς χθονός . ] θανῆι πρὸς ἀνδρὸς οὗ τάδ ' ἐστὶ δώματα . τί
7246205 πατρωιας
στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος
τί δῆτα Νείλου τούσδ ' ἐπιστρέφηι γύας ; ] φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός . τλήμων ἂν εἴης : τίς δέ
7235680 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
7233911 κλυοις
ἤν γ ' ἐρωτᾶις εἰκότ ' , εἰκότ ' ἂν κλύοις . οὐκ ἄλλ ' ἐρωτῶ , καὶ σὺ μὴ
; ἐς γὰρ τί μᾶλλον δεῖ προθυμίαν ἔχειν ; [ κλύοις ἂν ἤδη τῶν ἐμῶν θεσπισμάτων . ] πρῶτον δ
7231041 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
7228334 ἀνωγεν
ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἀτρεΐδης δ ' ἐβόησεν ἰδὲ ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους : ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν
κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο : οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν , ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ
7227313 πρευμενης
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
7221136 λευσσω
παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ
. ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι
7218756 κοτον
Κοτυτταρίς : ὄνομα κύριον . [ ἢ ] παρὰ τὸν κότον ἴσως πεποίηται : καὶ γὰρ οἱ γέροντες ὀξύθυμοί εἰσιν
ὁρῶν τὰ πράγματα . Ὀλοκοτίνιν : διὰ τὸ τὸν ὅλον κότον ἐν αὐτῷ . Οὐρανός εἴρηται διὰ τὸ ὁρᾶσθαι ἄνω
7214389 μινυθει
κλαιούσης . κλαιομένας ] θρηνούσης . μινύθει ] ἐλαττοῦται . μινύθει ] σμικρύνεται . μινύθει ] σμικρύνεται , πάσχει .
ματαία [ ] [ γλῶσς ' ] ⌊ ἀϊδὴς ⌋ μινύθει [ ] ἐλπίδι θυμὸν ἰαίν [ – ] τᾷ
7213026 ποντια
ψυχὴν ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν
οὐ γάρ τις αὐτὸν οὔτε πυρφόρος θεοῦ κεραυνὸς ἐξέπραξεν οὔτε ποντία θύελλα κινηθεῖσα τῷ τότ ' ἐν χρόνῳ , ἀλλ
7212340 παρειην
' ἑκάστοτ ' ἐν τἠκκλησίᾳ , αὐτὸν δὲ τὸν Πλοῦτον παρείην τῳ λαβεῖν . Καὶ μὴν ὁρῶ καὶ Βλεψίδημον τουτονὶ
τῆς θύρας . . ἐκκλησίᾳ : Τῇ συναγωγῇ . . παρείην : Καταλείψαιμι , παραχωρήσαιμί τινι . Θ . .
7211844 εἰσιδειν
μηδ ' ἀφέντ ' ἐᾶν , εἰ ζῶντ ' ἐκεῖνον εἰσιδεῖν θέλοι ποτέ : ἐλᾷ γὰρ αὐτὸν τῇδε θἠμέρᾳ μόνῃ
Εὐριπίδῃ τὸ αὐτό : ὅστις ποτ ' εἶ σὺ δυστόπαστος εἰσιδεῖν Ζεύς , εἴτ ' ἀνάγκη φύσεος εἴτε νοῦς βροτῶν
7208874 τρεμω
. ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν
, ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ]
7205037 οἰκτρα
πῶς ἐν ἄντρωι παῖδα σὸν λιπεῖν ἔτλης ; πῶς ; οἰκτρὰ πολλὰ στόματος ἐκβαλοῦς ' ἔπη . φεῦ : τλήμων
. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων : ὁ δὲ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων , τουτέστιν ὁ εὐτελὴς καὶ πένης ἀφώνως ἠχεῖ
7203878 θανοντ
τλήμων ἐγώ . φίλων γ ' ἔρημοι : σὲ δὲ θανόντ ' ἠκούομεν . πόθεν δ ' ἐς ὑμᾶς ἥδ
ἂν μεῖζον τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ ,
7192758 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
7188537 φιλτατ
μεδέων Σουνιάρατε , ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου , Φορμίωνί τε φίλτατ ' ἐκ τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθηναίοις πρὸς τὸ
Ὦ σκῆπτρα φωτός . Δυσμόρου γε δύσμορα . Ἔχω τὰ φίλτατ ' , οὐδ ' ἔτ ' ἂν πανάθλιος θανὼν
7187337 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
7182056 ὁραις
ὦ παῖ , τὰς τύχας ἐκ τῶν πόνων θηρᾶν : ὁρᾶις γὰρ πατέρα σὸν τιμώμενον . πατρὸς δ ' ἀνάγκη
' ἐπιφέρει : τὰ δυσχερῆ γὰρ καὶ τὰ λυπήσοντά σε ὁρᾶις ἐν αὐτῶι , τὰ δ ' ἀγάθ ' οὐκ
7181936 λεχη
εἰργάσω . σὺ δ ' οὐκ ἔμελλες τἄμ ' ἀτιμάσας λέχη τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ οὐδ ' ἡ τύραννος
' εὐσεβοῦς πατρὸς κρείσσω φανεῖσαν † τἄμ ' ἀποδοῦναι † λέχη . εἰ δ ' ἐμὲ γυναῖκα τὴν ἐμὴν συλήσετε
7179852 τωιδ
: Ζεὺς τάδ ' εἰδείη μέγας , ὡς οὐχ ἑκοῦσα τῶιδ ' ἐκοινώθην λέχει . ἀλλ ' οὔ σφε πείθω
ἔλουσα νεκρὸν κἀπένιψα τραύματα . ἀλλ ' εἶμ ' ὀρυκτὸν τῶιδ ' ἀναρρήξων τάφον , ὡς σύντομ ' ἡμῖν τἀπ
7179798 κοὐκετ
τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ ' ἐλαύνει : πλεῖ δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε . Ποίων
γυναικὸς γὰρ κρατοῦντ ' ἐν δώμασιν δουλοῖ τὸν ἄνδρα , κοὐκέτ ' ἔστ ' ἐλεύθερος . πλοῦτος δ ' ἐπακτὸς
7178497 κοὐκ
ἐξήσκησαν ᾗ νομίζεται . Ἐπεὶ δὲ παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονὴν κοὐκ ἦν ἔτ ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο , κτύπησε
παῖς : ἀσπιδηφόρου : καλύπτεις ἐν ἀφανείᾳ : κρύπτεις : κοὐκ ἄν γε λέξαιμ ' ἐπ ' ἀγαθοῖσι : πρὸς
7159287 ἀσμενη
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ
7158748 ἐνναιων
σοι τάδ ' ἔστ ' , ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί : ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
Παιάν , βακχευτᾷ . εἰς σὲ ζωὰν γὰρ τείνω γυίοις ἐνναίων ῥευστοῖς : οἴκτειρον τόσσον , Τιτάν , ἀνθρώπου δειλοῦ
7155694 μολουσα
παῖς , ἣ κατὰ Σπάρτην ποτ ' ἦν . πόθεν μολοῦσα ; τίνα τὸ πρᾶγμ ' ἔχει λόγον ; Λακεδαίμονος
' οἶδεν : ἀλλ ' οὐκ οἶσθα σὺ ὁπόταν ἄφνω μολοῦσα διολέσῃ κακούς . μακάριος ὅστις νοῦν ἔχων τιμᾷ θεὸν
7153547 νεογνος
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε
7152358 ιου
νον ζώνην αρ ? ? [ ] [ ! ] ιου ? ἔχουσαν καν ? [ ! ! ! !
[ ] δη ? [ ! ] [ ] ! ιου ? ? ? . . . . . .
7149734 Ἀιδας
ἀπεστάλη τοῦ Κερβέρου χάριν παρὰ τοῦ Εὐρυσθέως . οὐδ ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον : τῇ ῥάβδῳ κέχρηται καθάπερ ὅπλῳ
Ἀίδα δόμοισιν τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις . ἴστω δ ' Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας θεὸς ὅς τ ' ἐπὶ κώπαι πηδαλίωι
7139792 θανων
θανεῖν μέλει , πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών : ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα ,
, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ ἠὲ θανών : ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι . ]
7138216 Κυρν
κατακλῖναι οὐ νέμεσις πρὸς θεῶν γίνεται οὐδεμία . Οὐδένα , Κύρν ' , αὐγαὶ φαεσιμβρότου ἠελίοιο ἄνδρ ' ἐφορῶς '
αὐτῶι οὐδ ' ἀγνωμοσύνης , Κύρν ' , ὀδυνηρότερον . Κύρν ' , εἰ πάντ ' ἄνδρεσσι καταθνητοῖς † χαλεπαίνειν
7137033 μοχθος
τίν ' ἐκ τῶν εὐόλβων Ἄργει βασιλέων ἀρχά † . μόχθος δ ' ἐκ μόχθων ἄισσει δινευούσαις ἵπποις πταναῖς .
ὀδύνη πόνος * ἐνιτρέφεται : ἐντρέφεται ἀμφοτέροις τοῖς βουβῶσιν ὁ μόχθος * πελιός : ὠχρός ἢ μέλας * πελιὸς δέ
7136888 μεγασθενης
τ ' Οἰδίπου σκιά : μέλαιν ' Ἐρινύς , ἦ μεγασθενής τις εἶ . ἠέ . ἠέ . δυσθέατα πήματα
καὶ πολισσοῦχοι θεοί , Ἀρά τ ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής , μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον
7135287 θανοντι
μέγα στενάξας , ἐκεῖνος συνάχθεσθαι ἀμφοτέροις ἔφη , τῷ μὲν θανόντι , ὅτι ὑπὸ τἀδελφοῦ πάθοι ταῦτα , ἐκείνῳ δ
θ ' ὑπένερθεν δαίμονες , οἳ † μηδ ' ὧδε θανόντι περ εὐμενέοιεν , ὡς οὔ τις θεόθεν χόλος ἔσσεται
7132936 ὠλεσας
γάμος , ὦ γάμος , ὃς τάδε δώματα καὶ πόλιν ὤλεσας ὤλεσας ἁμάν . αἰαῖ , ἒ ἔ , ὦ
ἡ δὲ σύνταξις τοιαύτη : ὦ Ζεῦ βασιλεῦ , νῦν ὤλεσας τὴν στρατιὰν τῶν Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων .
7130631 τοφρ
τοῖσδε δ ' ἐπ ' ἠιθέοις ὀιστὸν στρέφειν Ἔρωτος , τόφρ ' ἀλέξωνται πάτρῃ θαρσαλέοι φιλότατι κούρων : πυρὸς γὰρ
' ἐρωὴν τῆλε διὰ προμάχων , ὅθι οἱ καταείσατο γαίης τόφρ ' Ἕκτωρ ἔμπνυτο , καὶ ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας
7127062 ἐπακτον
ἀλλὰ σύμφυτον , ὥστε τὸν λόγον ποιεῖν τῇ ἀναλογίᾳ ἑπόμενον ἐπακτὸν μὲν τῇ ψυχῇ τὴν ἀρετὴν , ἐκείνῳ δέ ,
ἐπακτὸν ] ξένον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον , ὑποβολιμαῖον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον . ἐμβαλὼν ] ἐπαγαγών . ἐμβαλὼν ]
7116958 γεραια
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια
7112424 ἀμειλιχον
: ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἄλλοτε μὲν δόρυ πάλλεν ἀμείλιχον , ἄλλοτε δ ' αὖτε εἷρπεν ἄνω : τὸν
, ἠέριοι πεζοί τε συνέστιοι εἰλαπινασταί , αἷμα μέλαν πίνοντες ἀμείλιχον εἶχον ἐδωδήν , καὶ τῶν μὲν κλαγγὴ φόνον ἔπνεεν
7110531 γεραιε
τῶν νεωτέρων κακῶν . τί δ ' ἔστιν , ὦ γεραιέ ; μὴ φθόνει φράσαι . οὐδέν : μετέγνων καὶ
ἐμπλῆσαι χαρᾶς , ἔνσπονδος . οὗτος δ ' , ὦ γεραιέ , τίς κυρεῖ , ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῖ βεβώς
7108242 αἱματηρα
] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται .
ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ '
7108241 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
7107361 καμνε
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
7103792 δερκομενα
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων
7101984 καταφθιμενοιο
δ ' ἐναίσιμος ἥνδανε μῦθος : Ὑψιπύλην δ ' εἴσαντο καταφθιμένοιο Θόαντος τηλυγέτην γεγαυῖαν ἀνασσέμεν . ὦκα δὲ τόνγε πέμπον
ἰσοφαρίζειν . ὀγδωκονταέτει παιδὶ Λεωπρέπεος , πόλις ἄνδρα διδάσκει σῆμα καταφθιμένοιο Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτίρω σε τάλαν
7099361 ματαν
εἴδους διὰ τὴν παρθενίαν . ἑξῆς τέ φησιν : ἀλλὰ μάταν ἀναχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φήμα προσέπτατο Ἑλλάδα μουσοπόλου σοφᾶς ἐπίφθονον
ἄκεά τ ' οὐ βέβαια τλάμων [ δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ . μηδέ τις κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένος , τοῦτ
7094992 νεια
εἶναι τὰ ὡραῖα , τῶν δὲ πιόνων τὰ θυν - νεῖα . Ἱκέσιος δ ' ἱστορεῖ οὐκ εἶναι εὐεκκρίτους κοιλίας
, παράνυμφον Ἕλληνες . νῆστις Ἀττικοί , νήστης Ἕλληνες . νεῖα τὰ εἰς παρασκευὴν πλοίου ξύλα . νουθέτησις Ἀττικοί ,
7088537 Κυννοι
ὤϊκται κἀνεῖτ ' ὀ παστός . οὐκ ὀρῆις , φίλη Κυννοῖ ; οἶ ' ἔργα κεῖ ' νῆν : ταῦτ
ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὀρῆις , Κυννοῖ , ὄκως βέβηκεν ? ? ? ? ? ?
7088154 Ἁιδα
δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ '
οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ
7085169 ἀπημων
φιλότητος . Ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ τοῖσιν ἐπήλυθεν ὕπνος ἀπήμων , δὴ τότ ' Ἀχιλλῆος κρατερὸν κῆρ ἰσοθέοιο ἔστη
ἀρχηγέται ὀπτῆρας εἷεν ἀγγέλων πεπυσμένοι . ἀλλ ' εἴτ ' ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ ' ἐπόρνυται
7079512 προσφιλως
ἔκτεινε , τῷδ ' ἐπέστεφε . Σκέψαι γὰρ εἴ σοι προσφιλῶς αὐτῇ δοκεῖ γέρα τάδ ' οὑν τάφοισι δέξεσθαι νέκυς
τὸν κοινὸν τοῦ παντὸς γένους καὶ πάσης τῆς πόλεως ἔπαινον προσφιλῶς καὶ κεχαρισμένως ἀποτίσωμεν καὶ ἀποδώσομεν . ἑλισσομέναν : κυλιομένην
7075243 ἀλαινων
δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας .
τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς .
7070512 Ἰσχεο
: καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ ' ἀχνυμένην Ἀχιλῆος : Ἴσχεο νῦν περὶ παιδὸς ἀπειρέσιον γοόωσα . Οὐ γὰρ ὅ
ῥ ' ὅ γε μειλιχίοισι μέγ ' ἀχνύμενον προσέειπεν : Ἴσχεο λευγαλέοιο πόνου καὶ πένθεος αἰνοῦ , ὦ τέκος :
7070386 χαλα
θεοῖσι μὴ μάχου : τόλμα δὲ προσβλέπειν με καὶ φρονήματος χάλα . τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸς ταπείν ' ἔθηκε
] ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν τὰ μυστήρια . καθίμα ] ⌈ χάλα . [ ὑποχάλα . ] τοῦ Διοπείθους ἔχων τὸ
7068904 τηνῳ
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις ,
7067404 βουλαισι
. Ἐπινίκιον Πινδάρου : Πράσσει γὰρ ἔργον μὲν σθένος , βουλαῖσι δὲ φρὴν ἐσόμενον προιδεῖν , συγγενὲς οἷς ἕπεται .
' εὔυδρον † πρόγονοι ἑσσάμενοι † Πριάμοι ' ἐπεὶ χρόνῳ βουλαῖσι θεῶν μακάρων πέρσαν πόλιν εὐκτιμέναν χαλκοθωράκων μετ ' Ἀτρειδᾶν
7067244 δυσμορος
ἐπὶ παντί τῳ χρείας ἱσταμένῳ : πῶς ποτε , πῶς δύσμορος ἀντέχει ; Ὦ παλάμαι θνητῶν , ὦ δύστανα γένη
Πολλάκις Ἡράκλειτον ἐθαύμασα , πῶς ποτε τὸ ζῆν ὧδε διαντλήσας δύσμορος εἶτ ' ἔθανεν : σῶμα γὰρ ἀρδεύουσα κακὴ νόσος
7066526 βροτεαν
ὁ χρυσός : κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει , βροτεᾶν † φρένα κράτιστον φρενῶν χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι *
ὁ χρυσός , κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει , βροτεᾶν † φρένα κράτιστον φρενῶν . θυσάνῳ : τῷ μαλλῷ
7063756 σκοτωι
παῖς ὑπασπιστοῦ σέθεν . κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότωι . οὐκ ἄν γε λέξαιμ ' ἐπ ' ἀγαθοῖσί
σθένος . εἶἑν : κομίζειν τοῦδε σῶμ ' ἔσω χρεὼν σκότωι τε δοῦναι , δμῶες , ὡς , ὅταν μόληι
7063116 λιλαιεαι
, ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος κατὰ δίνας
καὶ κῆρ ' ἀίδηλον δώσω , ἐπεί νύ μοι ἄντα λιλαίεαι ἰσοφαρίζειν : καί κεν ἀναπνεύσουσιν ὅσοι σέθεν εἵνεκα λυγρῷ
7062250 Χὠ
Εἶπας ἀναγγέλλων ] εἰς βασιλῆα λόγον [ . ] [ Χὠ μὲν ] ἐπεὶ μάλα πάντα δι ' οὔατος ἔκλυε
τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακὴ ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ . Χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα
7057426 ἐπαιρε
ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας
ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς

Back