| παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ | ||
| . ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι |
| πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
| ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
| ποτὲ Ἀγαμέμνονος παῖ , νῦν ἐκεῖν ' ἔξεστί σοι παρόντι λεύσσειν ὧν πρόθυμος ἦσθ ' ἀεί . Τὸ γὰρ παλαιὸν | ||
| τὸν βάρβαρον ἐξολέσειεν . οὐ γὰρ ἔτ ' ἀθανάταν φλόγα λεύσσειν ἐστὶν ἐμοὶ φίλον , ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητ ' ἄχη |
| ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ | ||
| τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ |
| ὀχήσω . λεύσσω , Προμηθεῦ : φοβερὰ δ ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων σὸν δέμας εἰσιδούσῃ πέτρᾳ προσαυαινόμενον | ||
| Τιτῆνα δὲ Θοῦρος λεύσσειεν κατέναντ ' ἢ μαρτυρέοι τετράγωνος , ὄσσοις ἀμφοτέροισι βροτῷ σίνος ἐκτελέουσιν . εὖτ ' ἂν δ |
| ; πῶς ἀγῶνος ἥκομεν ; οὐκ οἶδα πλὴν ἕν : φόνιον οἰμωγὴν κλύω . ἤκουσα κἀγώ , τηλόθεν μὲν ἀλλ | ||
| τεμῶ πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι παρῆιδί τ ' ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ † χροός † . μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ |
| τλήμων ἐγώ . φίλων γ ' ἔρημοι : σὲ δὲ θανόντ ' ἠκούομεν . πόθεν δ ' ἐς ὑμᾶς ἥδ | ||
| ἂν μεῖζον τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , |
| : ξεῖνε , σὲ μὲν Τρώεσσι μεμιγμένον οὐκέτ ' ἔοικε τάρβος ἔχειν : ἔφυγες γὰρ ἀνάρσιον ὕβριν Ἀχαιῶν . αἰεὶ | ||
| ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος καὶ πλεονασμῷ τοῦ β τάρβος , καὶ ἐκ τοῦ ταράσσω . τάρβος ] φόβημα |
| ' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος | ||
| . Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης |
| : προειρήκει γὰρ τῶν νῦν αἷμα κελαινὸν ἐύρροον ἀμφὶ Σκάμανδρον ἐσκέδας ' ὀξὺς Ἄρης , ψυχαὶ δ ' Ἄιδόσδε κατῆλθον | ||
| . ] ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ ' ἀφελοῦσα ἐσκέδας ' , ἀνθρώποισι δ ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά . |
| τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
| μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
| δαυλοὶ γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι . ἰάπτει δ ' ἐλπίδων ἀφ ' ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς , | ||
| καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί τε τυπῇσιν ἀμυδροτέρῃσιν ἰάπτει . κέλευθος ὁμῶς : κατεναντίον τῷ κεράστῃ . ὁ |
| δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ' ν ἐμοὶ θρασύς . Ἄναξ Ὀδυσσεῦ , καιρὸν ἴσθ ' ἐληλυθώς , εἰ μὴ ξυνάψων | ||
| : μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ . βουλοίμην κ ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ , |
| , ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ | ||
| , αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ |
| βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη . | ||
| δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν |
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , | ||
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , |
| . ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν | ||
| , ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ] |
| ἒ ἕ , ἒ ἕ , ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω : ὦ πότνι ' Ἥρα . ἔλακον ἀξόνων βριθομένων | ||
| ! ! ! ! ! ! ] Φοῖβε , τίνα κλύω τὸν α ? [ ὁ θυηπόλος [ ! ! |
| ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ | ||
| , τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ |
| ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος | ||
| οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς |
| συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α | ||
| πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ |
| καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι καὶ | ||
| ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά , τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ , ἀλλ ' οὐ μάχῃ |
| Μεσοποταμίαι . Ἀρριανὸς ἐν ι Παρθικῶν . ἡ δὲ φάλγα γλώσσηι τῆι ἐπιχωρίωι τὸ μέσον δηλοῖ . . Χωχή : | ||
| ἕληται . μισθὸν μοχθήσαντι δίδου , μὴ θλῖβε πένητα . γλώσσηι νοῦν ἐχέμεν , κρυπτὸν λόγον ἐν φρεσὶν ἴσχειν . |
| ἢ ὅτι σκυλευόμεναι θρῆνον ἐγείρουσι καὶ τὸ αὐτῶν ὄμμα ἐκτήκουσι γόοις κατ ' Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι | ||
| δίδυμα μέμονε φρήν , σὲ πάρος ἢ ς ' ἀναστενάξω γόοις . Πυλάδη , πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί ; |
| εἰσέτι παιδνὸν ἐόντα , μέλισσά τις ὡς ἐπὶ σίμβλῳ χείλεσι νηπιάχοισι τιθαιβώσσουσα ποτᾶτο . τῷ δὲ λιγυφθόγγων ἐπέων μελέων θ | ||
| ἀνθρώποις μέγα κῦδος ἀέξεται ἠδὲ καὶ ἔργον , φύζα δὲ νηπιάχοισι μάλ ' εὔαδεν ἠδὲ γυναιξί : κείνῃς θυμὸν ἔοικας |
| ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν , | ||
| Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων |
| ὦ Τελεσίκˈρατες , ἔμμεν , ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθˈλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις . ἐμὲ δ | ||
| Ἠμαθίς , ἃ τοίῳ κραίνεται ἁγεμόνι . Λεῦσσέ με τὸν Γᾶς τε βαθυστέρνου ἄνακτ ' , Ἀκμονίδαν τ ' ἄλλυδις |
| ? ? καὶ ο [ ὧδε ξυνίημ ' ἀστέρ [ τώδ ' αὐτὸς εἶδον : κ [ λευκοῖς τε γὰρ | ||
| πωλοῦντα διαβάλλει . τὸν μὲν Θαρρελείδου : Υἱόν . . τώδ ' οὐκ ἄρ ' ἤστην : Τινὲς διὰ τοῦ |
| τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν Ὀδυσσέα ἐμπεπλεγμένον κάλοις , βαλεῖ δὲ σὺν αὐταῖς ταῖς μεσόδμαις καὶ τοῖς ἰκρίοις . | ||
| τῆς δάμαρτος καὶ τῆς θηλείας τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ πρὸς τὸ κῦμα τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν |
| ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν ἀναμνησθῶσι | ||
| πνέοισιν [ [ ] ἔνθα δὴ σὺ στέμματ ' ἔλοισα Κύπρι χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως ὀμμεμείχμενον θαλίαισι νέκταρ οἰνοχόαισον . |
| ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει . ἀλλ ' ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ , πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ | ||
| ὁμολογούμενα . κοὐ προστίθημι τἄλλα , διότι πανταχοῦ διὰ τὴν τάλαιναν πάντα ταύτην γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον |
| δὲ σπείρειν ξανθῇ Δημήτερι μίσγων : καί τοι λοιγὸν ἅπαντα τεῆς ἀπάτερθεν ἀρούρης , αὐχμούς τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος | ||
| ' ἀνέρι φαρμακόοντα . πρὸς δ ' ἔτι τοῖς Δίκτυννα τεῆς ἐχθήρατο κλῶνας Ἥρη τ ' Ἰμβρασίη μούνη στέφος οὐχ |
| δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων : νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους . Πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα | ||
| τὰν ἀλάθειαν βιᾶται . σημείωσαι τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν βιᾶται . κύριον . τὸ δοκεῖν κύριόν ἐστιν . κατατείνας |
| ' εἰδώλοιο φέρηται εὐδερκὴς κερόεσσα Σεληναίη κλυτόπωλος , ἔμπλην ἀργαλέων ὀδυνάων ὀξειάων , αἵτε κάρηνον ἔχουσιν ὀιζυροῖο βροτοῖο : αἵδε | ||
| ἐπιμάσσεται ἠδ ' ἐπιθήσει φάρμαχ ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων . Ἦ καὶ Ταλθύβιον θεῖον κήρυκα προσηύδα : Ταλθύβι |
| ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον | ||
| ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια |
| ψόγος λαμπρύνεται , οἱ δ ' αἴτιοι τῶνδ ' οὐ κλύους ' ἄνδρες κακῶς . εἰ δ ' ἐκ δόμων | ||
| ; Πάρεστ ' Ὀρέστης ἡμίν , ἴσθι τοῦτ ' ἐμοῦ κλύους ' , ἐναργῶς , ὥσπερ εἰσορᾷς ἐμέ . Ἀλλ |
| ἐρέω τυραννίδος : ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν . ” κλαίω τὰ Θασίων , οὐ τὰ Μαγνήτων κακά . ἥδε | ||
| : „ ἀλλ ' ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω , ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι , |
| ἦς καὶ νόω κ ! [ πενίᾳ ποτιφ [ τιμοτατω δεπ [ παμυρο [ ! ! ] ! [ . | ||
| μ ' αὐτίκ ' ἐξσεν [ ! ! ] ἐκ δεπ ? [ ] καὶ δὴ ' πὶ τοῖς ἔργοισιν |
| οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης | ||
| καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου |
| τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . . | ||
| πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα |
| δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ ' | ||
| οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ |
| . ] ! ! ! [ ] δόμ [ ] αντ [ ] μου [ ] ! ! ω ? | ||
| ! νο ? [ [ ] ε [ [ ] αντ [ . . . . . . [ ] |
| “ Αἰσονίδη , τίνα τήνδε μετὰ φρεσὶ μῆτιν ἑλίσσεις ; αὔδα ἐνὶ μέσσοισι τεὸν νόον . ἦέ σε δαμνᾷ τάρβος | ||
| ; † Πάριν ὡς ἀφέλοιτο . . . πῶς ; αὔδα . Κύπρις ὧι μ ' ἐπένευσεν . . . |
| καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς θεὸν οὖσαν . θ πότνι ' ] ἣν δι ' ἀρᾶς ἐπήγαγε τοῖς παισίν | ||
| ἀληθῆ ] τὰς ἀράς . ἀληθῆ ] τὰ πράγματα . πότνι ' ] σεβασμία . πότνι ' ] ἡ μεγάλη |
| ' ἔθεντο , αἰδοῦνται δ ' ἱκέτας Διός , ποίμναν τάνδ ' ἀμέγαρτον : οὐδὲ μετ ' ἀρσένων ψῆφον ἔθεντ | ||
| ' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ |
| ⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [ | ||
| τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . . |
| οὐδὲν ? ἦσσον ἢ Βατυλλίδα στέργω , ἐν τῆισι χερσὶ τῆις ἐμῆισι θρέψασα . ἐπεὰν δὲ τοῖς καμοῦσιν ἐγχυτλώσωμεν ἄξεις | ||
| ὂν ? δὲ ? γρήιηισι ? ? ? πρέπει γυναιξὶ τῆις νέηις ἀπάγγελλε ? : τὴν Πυθέω δὲ Μητρίχην ἔα |
| λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους | ||
| δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα |
| [ [ ] ! ομαιαστ [ [ ] ηρος ? παρθεν [ [ ] αιθερος ! [ ! ] ! | ||
| ] λοχαντι ? [ ! ] ! ? ? ? παρθεν ? ? ? [ πρὶν ἐπικλλατααι [ ! ] |
| δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ | ||
| ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι |
| δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν | ||
| ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου : |
| τοῖς πόθοις κρατοῦσα ὑπὸ τῶν ῥόδων κρατύνῃ . Χθονίῳ βραχεῖ βελέμνῳ Παφίην Ἔρως δαμάζει , γλυκερὸν βέλος φυτεύει ῥόδον , | ||
| , εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ στονόεντι βελέμνῳ : ὣς ὃ πεσὼν τετάνυστο , λίπεν δέ μιν |
| ' ἐνέμοντο . ” ἆσε ἐπὶ μὲν τοῦ ἔβλαψεν “ ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή , ” ἐπὶ δὲ τοῦ | ||
| τὸ ἄω , ὃ δηλοῖ τὸ βλάπτω , οἷον : ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος , ὁ |
| οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ . | ||
| [ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [ |
| ἐκ Τηλέφου ἢ Τληπολέμου : ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . καὶ διὰ τούτων σύγκρισιν ποιεῖται τῶν τῆς εἰρήνης | ||
| δαῒ φῶτες . Ὣς φάμενον προσέειπε μένος Λαερτιάδαο : Ὦ τέκος ὀβριμόθυμον ἀταρβέος Αἰακίδαο , ταῦτα μέν , ὡς ἐπέοικεν |
| πόνον ἀγαγών . μελεόπονος ] ἀθλιόπονος . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα πονήσας πρὸς τὸν ἀδελφόν . θ μελεοπαθὴς ] ἐλεεινὰ | ||
| † τοῖς ἐμοῖσι σύνοχα δάκρυα , πάθεσι πάθεα , μέλεσι μέλεα , μουσεῖα θρηνήμασι ξυνωιδά , πέμψαιτε Φερσέφασσα † φονία |
| χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος | ||
| μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων . |
| δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας . | ||
| τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς . |
| ' . . . . αὔδα : ἔστιν † αὐδέω αὐδῶ , ὁ παρατατικὸς ηὔδαον ηὔδων , ηὔδαες ηὔδας , | ||
| , τέκνον . εἶἑν : σὲ τὸν θάσσοντα δυστήνους ἕδρας αὐδῶ φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν . οὐδεὶς σκότος γὰρ |
| . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν . γενάρχην : τὸν τοῦ γένους ἀρχηγὸν | ||
| οὐ ταύρου κρατερὸν μύκημα φέβονται , πορδαλίων δ ' οὐ γῆρυν ἀμειδέα πεφρίκασιν , οὐδ ' αὐτοῦ φεύγουσι μέγα βρύχημα |
| , δρέπων τερείνης μυρσίνης κάραι πλόκους : ἰδὼν δ ' ἀυτεῖ : Χαίρετ ' , ὦ ξένοι : τίνες πόθεν | ||
| σάνδαλα θείης . οὐκ ἀίεις , παίδων ὁ νεώτερος ὅσσον ἀυτεῖ ; ἢ οὐ νοέεις ὅτι νυκτὸς ἀωρί που , |
| χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ | ||
| . Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ |
| ἐπισταδόν : ἐφεστηκυῖαι . τήν γε : τὴν μητέρα . παρηγορέων : παραμυθούμενος . ὧδε λίην : πάνυ τετηρημένως . | ||
| ἄλλοτε καὶ διπλῆν ἐς πόσιν ὀρνύμενοι : ἠοῦς μὲν κεράσαιο παρηγορέων κακοῦ ὁρμήν ὅσσοις ἀλγεινὸς λάμπεται ἠέλιος : νυκτὶ δ |
| μοι τοῦ λόγου , εἰ μεταδώσεις μοι τοῦ λόγου : αἰαῖ κακῶν ἀρχηγόν : ἀντὶ τοῦ : κακοῦ λόγου ἀρχὴν | ||
| . Οὐκ ἐκτός ; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα ; Αἰαῖ αἰαῖ . Ὦ πρὸς θεῶν , ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ |
| πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα | ||
| τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ] |
| . τὸ δεύτερόν σοι , Πυρρίη , πάλιν φωνέω , ὄκως ἐρεῖς Ἔρμωνι χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν | ||
| τις οὐχὶ σύνδουλον αὐτὸν σπαράσσειν ἀλλὰ σημάτων φῶρα . ὀρῆις ὄκως νῦν τοῦτον ἐκ βίης ἔλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας , |
| Θεύδοτε , κηδεμόνων μέγα δάκρυον , οἵ σε θανόντα κώκυσαν μέλεον πυρσὸν ἀναψάμενοι , αἰνόλινε , τρισάωρε , σὺ δ | ||
| ἴδω : ἐὰν δὲ κεῖται , οὕτως συντακτέον : χρόνῳ μέλεον φυγάδα ὡς ἴδω : πληρώσαιμι : περιβάλοιμί τε τὰς |
| τι αἱρήσεσθε ; Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε , Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε , ἀναβάλλομαί τοι ἐς | ||
| γυναῖκας . Ὁ μὲν δὴ τοιαῦτα ἔλεγε , ἡ δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ παῖ , ἐπείτε με λιτῇσι μετέρχεαι |
| ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν : ἀντὶ τοῦ ἡττηθέν . παλίγκοτον : εἰς τοὐπίσω τὸν κότον ἀποβαλὼν καὶ εἰς λήθην | ||
| [ καὶ ὅταν τὴν εὐδαιμονίαν εἰς ὕψος ἄγῃ ] . παλίγκοτον : τὸ χαλεπὸν καὶ ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν |
| ἐργασίας γενόμενος , ζῶν μὲν ἐπηγγέλλετο τὴν οὐσίαν ἱερὰν τῆι Ἀφροδίτηι καταλεῖψαι , τελευτῶν δὲ τὰ ὄντα προύθηκεν εἰς ἁρπαγήν | ||
| [ ! ] εθε ? ? ? [ ] ως Ἀφροδίτηι ? δὴ φίλος [ ] χων ἅτ ' ὄλβιος |
| φίλους ἔχε : Κακοῖς δὲ μὴ χαρίζου τὸ πρὸς σὲ στύγος . Καλὸν ἀεὶ τῷ κρείττονι τὸ χεῖρον ἀκολουθεῖν , | ||
| θῆρα . Σχέτλι ' Ἔρως , μέγα πῆμα , μέγα στύγος ἀνθρώποισιν , ἐκ σέθεν οὐλόμεναί τ ' ἔριδες στοναχαί |
| θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα | ||
| δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν , |
| . ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι | ||
| βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν |
| ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “ | ||
| πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς |
| δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν | ||
| μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ |
| ἐς δεινὸν ἤλθομεν κακὸν πάντες , σύ θ ' ἡ τάλαινα σύγγονοί τε σαὶ ἐγώ θ ' ὁ τλήμων : | ||
| . . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία . ἃ δὴ λέγει νοῦς , τῷ νοεῖν |
| , φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , | ||
| , φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , |
| : εἰ δὲ καὶ κάμοιμι , χαμαὶ τὸν τρίβωνα ὑποβαλόμενος κείσομαι ἐπ ' ἀγκῶνος οἷον τὸν Ἡρακλέα γράφουσιν . Οὕτως | ||
| τυφλὸν ὄντα θεραπεύσει , πάτερ ; πεσὼν ὅπου μοι μοῖρα κείσομαι πέδωι . ὁ δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ |
| καὶ Αἰσχύλος ὁ τῆς τραγῳδίας ποιητὴς λέγων δέδοικα μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Ὁ δὲ κίγκλος ζῷόν ἐστι πτηνὸν ἀσθενὲς | ||
| . Μέμνηται καὶ αὐτοῦ Αἰσχύλος εἰπών : Δέδοικα μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς |
| ὦ ἄνδρες δικασταὶ ? ? τῷ τε πατρὶ [ τῶι ἐμῶι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις ] ἔλεγεν [ , ὡς | ||
| ' ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον ὄψεσθε , κεἰ μὴ ταῦτ ' ἐμῶι δοκεῖ πατρί . ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ |
| βάλοντο ἐγγὺς ἐόνθ ' Ὑμέναιον , ἐπεκρήναντο δ ' ὄλεθρον ἄσχετον ἀργαλέον τε καὶ οὐ φατόν : ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς | ||
| . Ἀλλ ' οὐδ ' ὧς τάρβησε θρασὺ σθένος Εὐρυπύλοιο ἄσχετον υἷ ' Ἀχιλῆος , ἐπεί ῥά μιν ὀτρύνεσκε θάρσος |
| . Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι | ||
| ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν |
| μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ ' | ||
| μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ ' |
| τῶ πατρὸς ἐπισκάψιας ἐνόμιζε χρυσῶ τιμιωτέρας ἦμεν , καὶ ταῦτα γυνά . “ Ἦν καὶ Τηλαύγης υἱὸς αὐτοῖς , ὃς | ||
| ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων . οὔθ ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν , οὐ γυνά οὔτ ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ : κούρη |
| τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν | ||
| Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν |
| μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ] | ||
| ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς |
| εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων | ||
| ' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας |
| ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα : βέλος δ ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα . Ἀργεῖοι δ ' ὡς οὖν ἴδον Ἕκτορα νόσφι | ||
| κέχρηται τῷ ὀνόματι . . βέλος δ ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα : ὅτι βέλος τὸν βεβλημένον τόπον . . . |
| ' ἐδόκουν χρυσῆς παρὰ δῶρον ἔχοντα ἐλθεῖν Κυπρογενοῦς . δῶρον ἰοστεφάνου γίνεται ἀνθρώποισιν ἔχειν χαλεπώτατον ἄχθος , ἂν μὴ Κυπρογενὴς | ||
| κνώσσεις . καὶ ἐν ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ |
| [ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
| , ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
| , ὡς θροεῖς . ἑλίσσετέ νυν βλέφαρον , κόρας διάδοτε πάνται διὰ βοστρύχων . ὅδε τις ἐν τρίβωι † προσέρχεται | ||
| , αἱ δ ' ἐκεῖσε λεύσσετε . ἀμείβω κέλευθον σκοπεύουσα πάνται . ἰὼ Πελασγὸν Ἄργος , ὄλλυμαι κακῶς . ἠκούσαθ |
| καὶ θαυμαστικόν : ὠή , ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα : ὠή , τίς ἐν πύλαις δωμάτων κυρεῖ , σημαίνει δὲ | ||
| : ἰή , ἔστι δὲ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα καὶ θαυμαστικόν : ὠή , ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα : ὠή , τίς |
| φιλότητος . Ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ τοῖσιν ἐπήλυθεν ὕπνος ἀπήμων , δὴ τότ ' Ἀχιλλῆος κρατερὸν κῆρ ἰσοθέοιο ἔστη | ||
| ἀρχηγέται ὀπτῆρας εἷεν ἀγγέλων πεπυσμένοι . ἀλλ ' εἴτ ' ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ ' ἐπόρνυται |
| γὰρ παρθένοι , μέλλουσαι πρὸς μίξιν ἔρχεσθαι , ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας τῇ Ἀρτέμιδι . Λυσικράτης ἕτερος : ἐπὶ | ||
| . ἔρρετε , μηδ ' ὔμμιν πολεμήια ἔργα μέλοιτο , παρθενικὰς δὲ λιτῇσιν ἀνάλκιδας ἠπεροπεύειν . ” Ὧς ηὔδα μεμαώς |
| δῖον . αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός , Ἀργείων οἱ ἄριστοι , ἐμοὶ δ | ||
| , οἷον αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός . ἐν γὰρ τῷ κατεβαίνομεν τὸ μέγεθος |
| Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων , | ||
| ' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης |
| ] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται . | ||
| ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ ' |
| τῷ προτρέποντι τὸν Ἀγήνορα ἀντιστῆναι Ἀχιλλεῖ . . . . ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται , ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ : ἡ | ||
| ἔχει τι δεινὸν γενέσθαι : ἀτάραχος : τὸ μὲν φρίσσει ταρβεῖ ταὐτόν ἐστιν . ὁ δὲ νοῦς : οὐδέποτε ἡ |
| Ἀλκαῖος ἐν πρώτῳ : τὸ δ ' ἔργον ἀγήσαιτο τέα κόρα : καὶ οἴκω τε περ σῶ καίπερ ἀτιμίαις , | ||
| κατ ' ἄνδρ ' ἰών : τὰ δ ' οὖν κόρα τάδ ' οὐκ ἀπαλλάξει μόρου . Ἄμφω γὰρ αὐτὰ |
| , τολμᾶν δ ' ἐμόν . ἐν ταῖς Ἀθήναις , δῶμ ' ὅταν τοὐμὸν μόληι . οὐκ εὖ τόδ ' | ||
| τινα πότμον ἐπέσπεν . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ ' Ὀδυσῆος . τὴν δ ' ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον |
| πίστιν ἐν πρώτοις ἀεί , τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ . οἲ ' γὼ τάλαινα συμφορᾶς κακῆς , φίλοι . ποίῳ | ||
| καὶ τὸ νοσερὸν κῶλον τοῦ Ὀρέστου ἰθύνων : συγγενικῷ : οἲ ' γὼ πρὸ τύμβου : πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα |