φησὶ χρῆναι τοῦτον ἢ ὅτι διαβάλλει αὐτὸν καὶ διὰ τοῦτο ἀναίσθητον : φησὶ γὰρ τούτου χάριν δέον εἶναι τοῖς ἁλσὶ
ἄκρον τοῦ ὄνυχος , ὃ δὴ καὶ ἄζον ἐστὶ καὶ ἀναίσθητον . παρακελεύεται τοίνυν μὴ ἐν εὐωχίαις θεῶν τέμνειν τοὺς
7527701 ἀψυχον
ἴδῃ καὶ τὴν τῶν ὀνομάτων ἐκλογὴν ἐνοῦσαν καὶ τὸ μηδὲν ἄψυχον εἶναι τῶν λεγομένων , θαρρῶν λεγέτω τούτους Λυσίου .
Δείκνυσι δὲ ὅτι μόνη ψυχὴ αὐτοκίνητος διὰ τοῦ πᾶν ἑτεροκίνητον ἄψυχον εἶναι . Συλλογίζεται δὲ οὕτως : πᾶσα καὶ μόνη
7070611 κινητικον
τὸ δὲ ἑνὸς εἴδους . καὶ πολλῶν μὲν ὡς τὸ κινητικόν : τὸ γὰρ κινητικὸν ἴδιόν ἐστι τοῦ ζῴου :
τοῦ ἀγρίου ϲπέρμα τελέωϲ ἐϲτὶν ἄφυϲον καὶ οὐρητικὸν καὶ καταμηνίων κινητικόν , ὡϲαύτωϲ δὲ καὶ ἡ πόα . Δάφνηϲ τοῦ
6964055 σκληρον
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται
6880330 ἐμψυχον
, ἔστι τὸ ἀντικείμενον ὄνομα εἰπόντα λύειν : οἷον εἰ ἔμψυχον συμβαίνει λέγειν , ἀποφήσαντα μὴ εἶναι , δηλοῦν ὡς
. ἀποκτείνας γέ που : οὐκ ἔτι γάρ ἐστ ' ἔμψυχον . . . . . . . . .
6785098 αἰσθητικον
γὰρ μέρη ψυχῆς : τὸ μὲν θρεπτικόν , τὸ δὲ αἰσθητικόν , τὸ δὲ λογικόν . Τοῦ μὲν οὖν λογικοῦ
ἀσύστατοι . καὶ συνιστάμεναι μὲν αἱ δύο ὑπάλληλοι , ἔμψυχον αἰσθητικόν , ἄψυχον ἀναίσθητον , καὶ μία διαγώνιος ἔμψυχον ἀναίσθητον
6660100 θηριωδες
δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν
' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον .
6602871 σκοτεινον
γῆρας αἰεὶ βαρύτερον Αἴτνας σκοπέλων ἐπὶ κρατὶ κεῖται , βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαν . μή μοι μήτ ' Ἀσιήτιδος τυραννίδος
εἶναι λέγει κεκρυμμένα τοῖς χρώμασι . Διάφορόν γε μὴν τὸ σκοτεινὸν τό τε ἐν τοῖς νοητοῖς τό τε ἐν τοῖς
6598082 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
6586739 λυπουμενον
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν ,
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ
6572903 ἀπαθες
ὦ . Πᾶν μονοσύλλαβον οὐδέτερον ἔχον φύσει μακρὰν , εἴτε ἀπαθὲς εἴη , εἴτε πεπονθὸς , περισπᾶται : πᾶν ἀπὸ
' ἕτερα συμβαίνει . ἄτοπον δὲ καὶ τὸ φάναι μὲν ἀπαθὲς εἶναι ὑπὸ τοῦ ὁμοίου τὸ ὅμοιον αἰσθάνεσθαι δὲ τοῦ
6539488 πολυκινητον
νόμου ἰσχυρὸν κατεῖχεν | : ἄνθρωπος δέ , ᾧ | πολυκίνητον φύσιν ἔδωκεν ὁ θεός , “ ἐπὶ τραφερήν |
, καθεστηκός , τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν
6504048 ἀλογον
' ἐπὶ πλέον δέχηται καὶ τῷ ἄλλῳ σώματι παραδιδῷ . ἄλογον δὲ καὶ τὸ μάλιστα μὲν ὁρᾶν φάναι τὰ ὁμόφυλα
εἴπερ ἐν τῷ ἀέρι διαγίνονται καὶ τὸ τῆς τροφῆς οὐκ ἄλογον : ἐπεὶ καὶ ὁ πολύπους ἐξιὼν λαμβάνει καὶ ἡ
6434131 ἀτρεπτον
διαφόροις ὕλαις ἐναλλάττεσθαι , τὸ δ ' αὑτῆς ἀληθὲς εἶδος ἄτρεπτον ἐμφαίνει τοῖς ὀξυδορκοῦσι καὶ μὴ τῷ περικεχυμένῳ τῆς οὐσίας
λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι . τὸ δὲ ἄλκιμον καὶ ἄτρεπτον διά τε συῶν ἀγρίων καὶ παρδάλεων καὶ λεόντων ἔδειξε
6381019 δειλον
ἡμεῖς γε εἰς τὴν Ῥώμην κατάσκοπον πέμπομεν . οὐδεὶς δὲ δειλὸν κατάσκοπον πέμπει , ἵν ' , ἂν μόνον ἀκούσῃ
αὐτοῖς ἢ βλάβας ἐπεισάγοντες μετανοοῦσι : ἔσθ ' ὅτε δὲ δειλὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ἦθος ἀναλαμβάνοντες , ἐγκρατεῖς καὶ ὑποκριτικοὶ καὶ
6380499 πανουργον
δηλοῖ . μέτωπον ὥσπερ λόφους καὶ ὀρύγματα ἔχον ἐν ἑαυτῷ πανοῦργον καὶ ἄπιστον ἄνδρα κατηγορεῖ , ἐνίοτε δὲ καὶ μωρὸν
τοὺς κεκρατηκότας φεύγωσι . διαβάλλει δὲ Εὐριπίδην ἐνταῦθα ὡς λίαν πανοῦργον καὶ τὰ τοιαῦτα ἐν τοῖς δράμασιν ἐπιτηδεύοντα . ]
6353870 ἀνενεργητον
ὁ καθεύδων ἀνενέργητός ἐστι τῶν κατὰ τὰς αἰσθήσεις ἐνεργειῶν , ἀνενέργητον δὲ τούτων καὶ τὸ κυούμενον , σκεπτέον εἰ τῷ
κατὰ τὸ τέλειον εἶδος τοῦ δυνάμει καὶ μόνον ἐν ἡσυχίᾳ ἀνενέργητον | παραιτούμενος φαίνεται . οὕτω γὰρ μὲν ὁ ἐπὶ
6328645 ζῳοφυτον
ἢ ἔμψυχον ἢ ἄψυχον , τὸ ἔμψυχον ἢ ζῷον ἢ ζῳόφυτον ἢ φυτόν , τὸ ζῷον ἢ λογικὸν ἢ ἄλογον
τὰ κάτω γένη , οἷον τὸ ἔμψυχον πρὸς τὸ ζῷον ζῳόφυτον καὶ φυτὸν γένος ὑπάρχει . καὶ ἔστι μὲν ἡ
6318685 ἀμουσον
, τὸν ἄνθρωπον , καὶ ἐξ οὗ μεταβάλλει , τὸ ἄμουσον . τούτων τοίνυν τῶν δυεῖν τὸ σύνθετον ἡμῖν ποιούντων
αὐτοὺς ] οὐ διὰ τὸν ἔπαινονοὐ γὰρ κολακείαν ἢ τὴν ἄμουσον θεραπείαν ὁ σόφος ἀσπάζεταιἀλλὰ ‖ ἀποδεξάμενος αὐτῶν τὴν μετάνοιαν
6317021 εἰλικρινες
ὑπὸ τοῦ ἀέρος . τὸ δὲ μέσον οἷον καθαρὸν καὶ εἰλικρινές . διὸ καὶ ταύτῃ μὲν [ οὐ ] διορᾶται
, οἰόμεθα , εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές , καθαρόν , ἄμεικτον , ἀλλὰ μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν
6278599 ἀνοητον
ἀναισθήτου οὔσης , ἵνα τὸ ὅλον δηλώσῃ τὸν ἀναίσθητον καὶ ἀνόητον καὶ περιττολόγον . ΓΘ κρουνοχυτρολήραιον ] ἤγουν φλυαρός .
χαίροντα ἤδη εἶδες ; Ἔγωγε . Ἄνδρα δὲ οὔπω εἶδες ἀνόητον χαίροντα ; Οἶμαι ἔγωγε : ἀλλὰ τί τοῦτο ;
6249310 ἐμβριθες
φερόμεναιτὸ δὲ Δίωνος ἦθος ἠπιστάμην τῆς ψυχῆς πέρι φύσει τε ἐμβριθὲς ὂν ἡλικίας τε ἤδη μετρίως ἔχον . ὅθεν μοι
δὲ οὐκ ἐν ῥυθμῷ ὂν τὸ ζῷον , ἀλλ ' ἐμβριθὲς μὲν τὰ μέσα , μακρὸν δὲ κατὰ τὸν αὐχένα
6240265 ἀμαθη
διατριβή : τὸ δὲ μέγιστον , ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται
Ἑλλάδος : καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς πολυφθόρους , Πύρρωνα δ ' ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον . Μεμήνασι δ ' οὗτοι . τῷ
6217833 σφοδρον
σεσωρευκότος διὰ σωφροσύνην καὶ φειδώ , ἀθρόως κυριεῦσαν τῶν πραγμάτων σφοδρόν τινα καὶ παντοῖον ὄλεθρον κατὰ τῶν εὑρεθέντων μαίνεται ,
καὶ ἀκρίβειά τις ἐν τούτοις ἐμφαίνεται , ἡ δὲ δεινότης σφοδρόν τι βούλεται καὶ σύντομον , καὶ ἐγγύθεν πλήττουσιν ἔοικεν
6210497 ἡμερον
Ὅτι τούτους εἰκός ἐστιν εἰς τοιοῦτον πάλιν ἀφικνεῖσθαι πολιτικὸν καὶ ἥμερον γένος , ἤ που μελιττῶν ἢ σφηκῶν ἢ μυρμήκων
ἐστί , ἰδίᾳ δὲ τὸ καὶ ἕν τι τὸ ζῷον ἥμερον , ὡς ἐξακούεσθαι καὶ ἐπὶ τούτου τὸν εἰ σύνδεσμον
6202832 φθαρτικον
γῆν τόπον , εἴπερ ἐστίν , ἐπειδὴ φρικώδη αὐτὸν καὶ φθαρτικὸν ᾄδουσιν , ἀποτάττωμεν τοῦ κόσμου . „ Ταῦτα τοῦ
, πῦρ δὲ εἰς τὸ χρειῶδεςἄπληστον δ ' ἐστὶ καὶ φθαρτικὸν τοῦτοκαὶ κατὰ τοὐναντίον εἰς τὸ σωτήριον , ὅπερ εἰς
6179202 θεατον
ὀρούειν τοὺς ἐν αὐτῇ λέλεκται . ἀπὸ δὲ τῆς θέας θεατόν , ἀθέατον , ἀθεάτως , καὶ οὐσία θεατή φησιν
γνῶσι καὶ παρὸν ἴδωσιν ἐν ψυχῇ , δῆλον ὅτι κείμενον θεατόν . Ἐπεὶ καὶ ἀγαθοῦ χάριν πράττουσι : τοῦτο δὲ
6177952 ἰσχυρον
μή ” φης ' “ ἀρέσκει . ” τοῦτο γὰρ ἰσχυρὸν οἴεταί τι πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχειν . οὐκ
αὐτὴν καὶ μελεδαινόμεναι . Ἢν τὸ στόμα ξυμμύσῃ , γίνεται ἰσχυρὸν ὥσπερ ἐρινεὸν , καὶ ἢν ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ ,
6177946 ἀσχηματιστον
μαθεῖν . εἰσί τινες οἱ τὴν ἄποιον καὶ ἀνείδεον καὶ ἀσχημάτιστον οὐσίαν θεοπλαστοῦντες , τὸ κινοῦν αἴτιον οὔτε εἰδότες οὔτε
: τὸ μὲν γὰρ μέλος ἀνενέργητόν τ ' ἐστὶ καὶ ἀσχημάτιστον , ὕλης ἐπέχον λόγον διὰ τὴν πρὸς τοὐναντίον ἐπιτηδειότητα
6168155 μαλακον
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης
6165762 θυμικον
τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , πυρῶδες , κόσμου μεσουράνημα , αὐξομειωτικόν , ληκτικόν
λογιστικὸν αὐτῆς μέρος , διὰ δὲ τῆς μουσικῆς ἐτιθάσσευεν τὸ θυμικόν , ὥσπερ διὰ τῶν γυμνασίων ἐρρώννυεν τὸ ἐπιθυμητικόν .
6160698 χαυνον
ἐγκρατεῖ , καθάπερ καὶ τὸν θρασὺν τῷ ἀνδρείῳ καὶ τὸν χαῦνον τῷ ἐλευθερίῳ : διαφέρει δὲ κατὰ πολλά . ἰδίως
ἑωυτῷ , διαφύσιας ἔχον πλαγίας , ᾗ πλευραὶ προσήρτηνται , χαῦνον δὲ καὶ χονδρῶδες . Κληῗδες δὲ περιφερέες ἐς τοὔμπροσθεν
6133684 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
6127853 εὐφυη
, πρέπον . . δεξιὸν ] ἀγαθὸν καὶ εὐφυῆ , εὐφυῆ καὶ ἐπιτήδειον , ἐπιτήδειον , φρόνιμον . πράττων ]
καὶ εἰς α μακρὸν κίρνανται , οἷον εὐφυέα εὐφυᾶ καὶ εὐφυῆ , ἀφυέα ἀφυᾶ καὶ ἀφυῆ , ὑγιέα ὑγιᾶ καὶ
6119380 ἀμεταστατον
πάγιον , ἀσφαλές , ἀμετάβλητον , ἀμετάγνωστον , ἄλυτον , ἀμετάστατον , ἀνεξάλειπτον , ἄτρεπτον , ἀραρός , ἑστός ,
φερούσας : τοῦ δὲ τὴν καρτερίαν καὶ τὸ ἄκαμπτον καὶ ἀμετάστατον ἐθαύμαζον ἅπαντες . καὶ κατῄεσάν γε παρ ' αὐτὸν
6114094 εὐκινητον
πρὸς ταῦτα τὴν ὁρμὴν ποιεῖσθαι , τὴν δὲ ψυχὴν ἔχουσιν εὐκίνητον πρὸς ἀδικίαν , ὧδ ' ἡμῖν παρηγγέλθω πᾶσι τοῖς
Δελφῖνα πρὸς τοὐραῖον δεῖς : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου διὰ τὸ εὐκίνητον εἶναι . Πρὸς τοὺς οὐ δυναμένους τηρεῖν τὰ διδόμενα
6097008 σκοτωδες
διαθέμενος . ἄλλως : ὅλον ὀφθαλμόν : τῆς νυκτὸς τὸ σκοτῶδες πληροῦσα ἡ σελήνη κατελάμπρυνεν . χρυσάρματος : † ἁμερίας
τῆς ψυχῆς . φεύγει γὰρ ἃ μὴ γιγνώσκει , τὸ σκοτῶδες καὶ τὸ μὴ δῆλον , φύσει δὲ διώκει τὸ
6084081 κουφον
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι
6083817 ἀκολαστον
τὸν ἀδικοῦντα λέγειν ὅτι οὐ βούλεται ἄδικος εἶναι ἢ τὸν ἀκόλαστον ὅτι οὐ βούλεται ἀκολασταίνειν : εἰ γὰρ καὶ βουλόμενος
κυβευταὶ συνίασι . καὶ ὁ σκιροφόρος , ὃ σημαίνει τὸν ἀκόλαστον καὶ κυβευτήν , ἀπὸ τῶν ἐν Σκίρῳ διατριβόντων .
6057637 ἐπιθυμητικον
λογικόν , δεύτερον δὲ τὸ θυμικόν , τρίτον δὲ τὸ ἐπιθυμητικόν , οὕτως καὶ τῶν ἀρετῶν πρώτη μὲν ἡ περὶ
συνεγγίζον πως αὐτῷ , τῷ διὰ πέντε , τὸ δὲ ἐπιθυμητικόν , ὑποκάτω τεταγμένον , τῷ διὰ τεσσάρων . τά
6055303 ἀναπνειν
τῆς φύσεως πρὸς τὴν τοῦ παιδίου διαμονήν : καὶ τὸ ἀναπνεῖν δὲ ὂν ἔργον τῆς ψυχῆς παρεχόμενα τὰ ἔμβρυα δῆλα
ἀέρα δ ' ἀντηχεῖν . ὀσφραίνεσθαι δὲ ῥισὶν ἅμα τῶι ἀναπνεῖν ἀνάγοντα τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν ἐγκέφαλον . γλώττηι δὲ
6048967 δυσκινητον
' ὑπὸ τῶν ξηραινόντων βλάπτοιτο αὐχμηρόν τε καὶ ξηρὸν καὶ δυσκίνητον γένοιτο , ξηρότητος , ὥσπερ γε καὶ εἰ βαρύνοιτο
ἐν τῷ γήρᾳ ἔνια κακὰ , τὸ ἀσθενὲς , τὸ δυσκίνητον , τὸ ἐπίλησμον , τὸ δυσήκοον : ἀλλ '
6048195 ἀποιον
περιέχει γὰρ τὸ εἶδος τὴν ὕλην καὶ τὰ στοιχεῖα τὸ ἄποιον σῶμα . ταῦτα ἔχει ἡ πρᾶξις . Ἕκτον ἦν
καὶ μέλιτοϲ , ἔτι δὲ πρὸϲ τούτοιϲ εἴ τε οὖν ἄποιον ἐθέλοιϲ εἴ τε μέϲον ἐν ποιότητι τῇ πρὸϲ τὴν
6013240 ἀφθαρτον
μάζας ποιήσαντες ξηράς , ἐντιθέασιν εἰς τὰ ἄλευρα . Τὸν ἄφθαρτον σῖτον ἐπιμελῶς καθαρίσας καὶ σήσας στάθμισον , καὶ εἰ
τὸ ἀθάνατον ἀληθὲς λέγειν , εἴπερ δεῖ τὸ ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον ἀπαθὲς εἶναι , ἄλλῳ ἑαυτοῦ πως διδόν , αὐτὸ
6008621 ἀναφες
ὄντως μὲν οὐθέν ἐστιν , ὀνομάζεται δὲ ὑφ ' ὑμῶν ἀναφὲς καὶ κενὸν καὶ ἀσώματον . [ ] [ !
καὶ παντελῶς ἐγρηγορότων αἱ φωναὶ ἀκούονται . Καὶ ποτὲ μὲν ἀναφὲς καὶ ἀσώματον πνεῦμα περιέχει κύκλῳ τοὺς κατακειμένους , ὡς
6008607 εὐαισθητον
ὅτι ἐπὶ τῶν τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἐχόντων ἀσθενὲς καὶ εὐαίσθητον οὐ δεῖ τοῦ λευκοῦ ἑλλεβόρου ἐμβαλεῖν ἐν τῷ καθαρσίῳ
γὰρ ἄγαν πρὸς αὐταῖς τυλοῖ τὸ στόμα , ὥστε μὴ εὐαίσθητον εἶναι , ὁ δὲ ἄγαν εἰς ἄκρον τὸ στόμα
6008399 ἀμορφον
τηροῦντας τὴν ἀρχὴν τῶν πάντων ἐν τῷ τιμίῳ μὴ τὸ ἄμορφον μηδὲ τὸ παθητὸν μηδὲ τὸ ζωῆς ἄμοιρον καὶ ἀνόητον
παρὰ γοῦν ἐμοί , ἡ καινότης , μὴ οὐχὶ συντετρῖφθαι ἄμορφον ὄν . καὶ εἴ γε μὴ οὕτω φρονοίην ,
6007132 ἐπιδεες
δ ' ἐναντίον τούτων κατάδηλον μέν , ὅμως δὲ μηδὲν ἐπιδεὲς ἔστω λόγου . τὰ γὰρ δὴ τῶν περὶ τὸ
ὀλιγοδεής , ἀθανάτου καὶ θνητῆς φύσεως μεθόριος , τὸ μὲν ἐπιδεὲς ἔχων διὰ σῶμα θνητόν , τὸ δὲ μὴ πολυδεὲς
5992455 ἀμεταβλητον
πάντα ἓν καὶ τοῦτο ὑπάρχειν θεὸν πεπερασμένον , λογικόν , ἀμετάβλητον . . [ . . . ] ἐν πολλοῖς
τισίν : καὶ χρὴ φυλάττειν αὐτὸν ἐπικείμενον , ὅταν ἐθέλῃς ἀμετάβλητον ἐπὶ πλεῖστον διαμεῖναι τὸ φυλαττόμενον . ὁ δὲ τῶν
5988907 αἰσθανομενον
καὶ τῇ παρ ' ἑαυτοῦ λύπῃ κολάσαι τὸν πλημμελήσαντα , αἰσθανόμενον ἐξ ὧν εὖ ἔπασχεν οἷον ἠδίκει . οὕτως οὐκ
μέρος , εἰ δὲ τὸ ζῷον , ὥσπερ καὶ τὸ αἰσθανόμενον ἔδοξέ τισι , τίς ὁ τρόπος , καὶ τί
5986348 ἀχρωματον
ἀσχημάτιστον , ἀνενδεές , ἀνελλιπές , ἀσώματον , ἀόρατον , ἀχρώματον , ἀεικίνητον , αὐτοκίνητον , ἀείζωον , αὔταρκες αὑτῷ
νοητὸν καὶ νῷ μόνῳ ληπτὸν , οὐδὲ τὸ ἀσχημάτιστον καὶ ἀχρώματον οὐδὲ τὸ ἀσώματον καὶ ἀναφές . ληʹ Ἐπεὶ ἐμέ
5984540 βλεμμα
τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ
5976776 ἀσθενεστερον
τι μᾶλλον τούτου ἕνεκα ἄνθρωπός ἐστιν ἱματίου φαυλότερον οὐδ ' ἀσθενέστερον . τὴν αὐτὴν δὲ ταύτην οἶμαι εἰκόνα δέξαιτ '
ἢ ξηρὰν ἐνοχλούμενοι εἰς μαρασμὸν πάντες ἀφικνοῦνται καθαιρόμενοι , κἂν ἀσθενέστερον ὑπάρχῃ τὸ διδόμενον φάρμακον , ὁποῖόν ἐστι τὸ διὰ
5970003 ἑστος
ἀλλὰ σεμνὸν καὶ ἅγιον , νοῦν οὐκ ἔχον , ἀκίνητον ἑστὸς εἶναι ; Δεινὸν μεντἄν , ὦ ξένε , λόγον
ταύτης τό τε κινούμενον μεταβάλλει ἐπὶ τὸ ἑστάναι καὶ τὸ ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι . Κινδυνεύει . Καὶ τὸ ἓν
5946105 εὐτονον
: τὸ δὲ διὰ τῶν καθ ' ἕκαϲτα τὸ μὲν εὔτονον γυμνάϲιον , τουτέϲτι τὸ βίαιον , πρὸϲ εὐτονίαν παραϲκευάζει
ἐπιχειρούσας μιμεῖσθαι : τό τε ὀρθὸν ἐν τούτοις καὶ τὸ εὔτονον , τῶν ἀγαθῶν σωμάτων καὶ ψυχῶν ὁπόταν γίγνηται μίμημα
5942277 τεμνομενον
, τῶν δὲ ἀριθμητῶν τὸ ἕν , τοῦτο δὲ σῶμα τεμνόμενον εἰς ἄπειρον : ὥστε τὰ ἀριθμητὰ τῶν ἀριθμῶν ταύτῃ
ἄτομον καὶ τὸ δυσχερῶς τεμνόμενον καὶ τὸ μηδ ' ὅλως τεμνόμενον ὡς τὸ σημεῖον καὶ τὸ εἰδικώτατον εἶδος . ἐνταῦθα
5928360 ταπεινον
ὑπὲρ ὑμῶν ἀναδεξάμενος κίνδυνον καὶ τὸν πόλεμον σεμνῶς διαλύσαςοὐ γὰρ ταπεινόν τι προήχθην εἰπεῖν οὐδὲ φόβῳ πολιορκίας καθεῖλον τὸ φρόνημαἐπανῄειν
ἀγήνορα κάρφει : τὸν αὐθάδη καὶ ὑπερόπτην εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινόν . ἡ γὰρ αὐθάδεια πρὸς καταφρόνησιν ἐγείρει τῶν ἄλλων
5917284 θερμαινον
ἂν οὖν μοι δοκοῖς εὑρεῖν ἄλλο φάρμακον δι ' ὅλων θερμαῖνον μᾶλλον πυρετοῦ : διὸ καὶ τῷ σπωμένῳ ἀγαθὸν τοῦτο
ἐντείνειν κωλύει , καὶ τὸ σῶμα ἀσθενὲς ποιέει . Λάπαθον θερμαῖνον διαχωρέει . Ἀνδράφαξις ὑγρὸν , οὐ μέντοι διαχωρέει .
5890183 ἐλαφρον
καὶ παχύ , τὸ δὲ πρὸς τῷ τείχει μακρὸν καὶ ἐλαφρὸν καὶ στενόν , ξίφει μακρῷ ἐοικὸς τὸ σχῆμα ὥστε
ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος . τόν οἱ ἐλαφρὸν ἔθηκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω : [ ἡ διπλῆ ]
5873102 ὀλιγοχρονιον
, αὐτὸν δὲ θεοῦ δῶρον εἰπεῖν εὐμορφίαν : Σωκράτην δὲ ὀλιγοχρόνιον τυραννίδα : Πλάτωνα προτέρημα φύσεως : Θεόφραστον σιωπῶσαν ἀπάτην
ἀρχαῖς τετυφωμένων καὶ μονονουχὶ καὶ προσκυνεῖσθαι περιμενόντων , τήν τε ὀλιγοχρόνιον ἀλαζονείαν αὐτῶν καὶ τὴν ὑπεροψίαν μυσαττόμενος , καὶ ὅτι
5868323 ἀμβλυ
βαρὺ ἀντίκειται φήσομεν , τὸ δὲ ἐν ὄγκῳ ᾧ τὸ ἀμβλύ , ἢ ὅπως ἂν ἄλλως ἐνδέχηται . ἔστι δὲ
σε προσηρώτα εἰ ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ , ἔστι δὲ ἀμβλύ , καὶ ἐγγύθεν μὲν ἐπίστασθαι , πόρρωθεν δὲ μή
5864204 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
5854901 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
5845752 ἁπτον
. Θ . φησιν : εἰ τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ἁπτὸν ἐκ γῆς καὶ πυρός ἐστι , τὰ ἄστρα καὶ
ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν , αὐτὸ δὲ μετ ' ἀναισθησίας ἁπτὸν λογισμῷ τινι νόθῳ , μόγις πιστόν , πρὸς ὃ
5838206 φθαρτον
μέν τινα παρ ' αὐτοῖς εἶναι τὸν παθητικὸν νοῦν καὶ φθαρτόν , ὃν καὶ κοινὸν ὀνομάζουσι καὶ ἀχώριστον τοῦ σώματος
. Ἀριστοτέλης δὲ τὸ ὑπὸ τὴν σελήνην μέρος παθητὸν καὶ φθαρτόν , ἐν ᾧ καὶ περίγεια . Ἀριστοτέλης : εἰ
5837313 καρτερικον
θέαν τῷ βασιλεῖ τήνδε παρέχων κάλλιστα εἰδὼς τοῦ κυνὸς τὸ καρτερικόν , προσέταξέν οἱ τὴν οὐρὰν ἀποκοπῆναι . καὶ ἣ
τοῦ ὀδυσσέως , ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν παθεῖν τινα ὡς καρτερικόν : Ποτανᾷ μαχανᾷ . τῇ ταχυτάτῃ μηχανῇ , ἤγουν
5835040 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
5831839 ζωτικον
πυρετόϲ ἐϲτι θερμότηϲ παρὰ φύϲιν καρδίαϲ καὶ ἀρτηριῶν βλάπτουϲα τὸν ζωτικὸν τόνον , ἀναφερομένη τε ἐκ βάθουϲ καὶ δριμεῖα καὶ
πήρωσις αὐτῷ ἐπακολουθήσῃ . τοῦτο δὲ τοὐνυπάρχον ἐστὶ τὸ λεγόμενον ζωτικὸν θερμόν , ὃ πῦρ μὲν οὐκ ἔστιν : οὐ
5824128 αἰσθανεσθαι
ᾐσθάνετο ἀλληγορικὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἅμα , τὸ δὲ τὴν οἰκουμένην αἰσθάνεσθαι ἐμφατικὸν τῆς δυνάμεως τῆς Ἀλεξάνδρου , καὶ ἅμα δέ
τῶν στοιχείων . καὶ συμβαίνει ταὐτὸν εἶναι τὸ φρονεῖν καὶ αἰσθάνεσθαι καὶ ἥδεσθαι καὶ τὸ λυπεῖσθαι καὶ [ τὸ ]
5803955 συνετον
λόγους ἀεὶ τὰ σεμνὰ πάντα κέκτηται φθόνον ἅπαν τὸ λίαν συνετόν ἐστ ' ἐπίφθονον ἀδικώτατον πρᾶγμ ' ἐστὶ τῶν πάντων
ἐπὶ παραδειγμάτων ὅτι οὐκ εἰκὸς ἐθελῆσαι προδοῦναι Περικλέα , τὸν συνετόν , τὸν οὕτω λαμπρὸν καὶ μέγαν καὶ στρατηγὸν ἔνδοξον
5801493 στρυφνον
εὐπορώτατον εἶναι διὰ τὸ πλεῖστον ἐνεῖναι κενόν . τὸν δὲ στρυφνὸν ἐκ μεγάλων σχημάτων καὶ πολυγωνίων καὶ περιφερὲς ἥκιστ '
δὲ πάντα δι ' ἐλαίου πολλοῦ σκευάζοντα μηδὲν αὐστηρὸν ἢ στρυφνὸν ἔχοντα , μετὰ δὲ ταῦτα οἶνον , κἂν μηδέπω
5796778 διεφθαρμενον
προαιρούμενος ἀκολασταίνει , ἔχει δὲ καὶ τὸν λόγον , ἀλλὰ διεφθαρμένον . τὰ δὲ θηρία οὔτε προαίρεσιν ἔχει οὔτε λογισμόν
ἤτοι ὁ ἀκρατής , ὁ δὲ ἀκόλαστος ἔχει τὸν λόγον διεφθαρμένον . ὁ μὲν γὰρ ἀκόλαστος ἄγεται καὶ ἡττᾶται ὑπὸ
5787293 ἀνεπιδεκτον
αἴτιον τῆς κινήσεως ἀίδιον εἶναι καὶ τῆς τοιαύτης ἄρα μεταβολῆς ἀνεπίδεκτον παντελῶς τὸ πρῶτον κινοῦν τῆς ὡς γενέσεως καὶ φθορᾶς
ψυχὴν ἀσώματον εἶναι : οὕτω γὰρ μάλιστα φθορᾶς καὶ πάθους ἀνεπίδεκτον ὑπάρχειν . τὰς δὲ ἰδέας ὑφίσταται , καθὰ καὶ
5784935 φυτικου
ἢ ἐνταῦθα ἕν τι τοῦτο ὁ θυμός , οὐκέτι παρὰ φυτικοῦ ἢ αἰσθητικοῦ . Ἐκεῖ μὲν οὖν καθ ' ὅλον
; Οὐ γὰρ δὴ ἀπαιτητέον ὄμματα . Εἰ οὖν τοῦ φυτικοῦ συγχωρουμένου ἦν συγχωρεῖν , ἢ ἐν πνεύματι ὄντος τοῦ
5775177 διαδυομενον
πρόσφορος ὅτι πικρότητά τινα ἔχουσιν ἐν τῇ φύσει ταύτην δὲ διαδυόμενον καὶ ὥσπερ ἀναστομοῦν τὸ ἁλυκὸν ἐξάγει , δι '
δίψος παύει , μένον ἐπὶ πλεῖστον ἐν τῇ γαστρὶ μηδὲ διαδυόμενον εἰς ὅλον τὸ βάθος μηδ ' ἐπιτέγγον τὸν αὐχμόν
5771217 μοχθηρον
, κήρυκας ἐμῶν μόχθων . Οἴμοι , τουτὶ τὸ ῥῶ μοχθηρόν . Χωρεῖ , χωρεῖ . Ποίαν αὔλακα ; Βάσκετ
ἀλλοκότου ποιότητος ἔμφασιν παρέχον : καὶ γὰρ τὸ τοιοῦτον γάλα μοχθηρόν , οὐδὲ πρὸς τὴν ὀδμὴν ἡδὺ καθέστηκεν . ταῦτα
5770991 ἀργον
τε καὶ ὅτι αἰτιῶνται αὐτὸν μόνον τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἀργὸν ἐσθίειν . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Εἶτα οὐ
ἐς ψιλὴν μετετίθεντο , οἱ δ ' ἐξ ἐνεργῶν ἐς ἀργὸν ἢ λίμνας ἢ τέλματα , οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ὡς
5768527 εὐτονιαν
ψυχρὰς αὐτὰς νεανικὰς ὑπάρχειν : τουτὶ γὰρ εἶναι τὸ τὴν εὐτονίαν ποιοῦν . κροτεῖσθαι μέντοι μὴ μεγάλαις σφύραις μήτε ἰσχυραῖς
μὲν οὖν σῶμα διὰ τῆς γυμναστικῆς καὶ ἀλειπτικῆς ὠφέλησαν εἰς εὐτονίαν τε καὶ εὐεξίαν σχέσεις τε καὶ κινήσεις εὐμαρεῖς ,
5758651 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
5754010 ἐπικηρον
χρὴ τὸν θεὸν ποτνιᾶσθαι καὶ λιπαρῶς ἱκετεύειν , ὅπως τὸ ἐπίκηρον ἡμῶν γένος μὴ παρέλθῃ , κελεύσῃ δὲ διαιωνίζειν αὐτοῦ
ἀνθρώπους καὶ τὰ ἄλλα ζῷα συγγένειαν κατὰ τὸ τοῦ σώματος ἐπίκηρον , ἀθανάτου δὲ διὰ τὴν τοῦ γεννᾶν πρὸς θεὸν
5753153 ἐμπαθες
ψυχῆς νοερὸν καὶ λογικόν ἐστι , τὸ δὲ ἄλογον καὶ ἐμπαθές , καὶ διὰ τοῦτο μέσος θεοῦ καὶ θηρίου γέγονεν
ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατον , δαίμονα δὲ κατὰ τὸ ἀθάνατον καὶ ἐμπαθές , ἄνθρωπον δὲ κατὰ τὸ ἐμπαθὲς καὶ θνητόν ,
5740560 ἐμφαινον
τὸ ἐκκεχύσθαι . παρυφιστάμενον δὲ τὸ ἐν αὐτῷ ἕτερόν τι ἐμφαῖνον . ἐν τούτῳ δὲ τῷ χύματι δύο θεωροῦνται ἐν
σμάραγδον ἁπλῶς μὴ περιτίθεσθαι : καὶ γὰρ πολυχρήματον καὶ ὑπεραφανίαν ἐμφαῖνον ποττὰς δαμοτικάς . δεῖ δὲ τὰν εὐνομουμέναν πόλιν ,
5738463 ἀσθενες
τοῦ ε βλῆτο . . . . βληχρόν : τὸ ἀσθενές : οὕτως Ὅμηρος καὶ Ἀλκαῖος : Πίνδαρος δὲ ἐπὶ
Παρὸ καὶ τοὺς τοιούτους Σχινοτρώκτας ἐκάλουν . Στύππινον γερόντιον : ἀσθενές . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν τὰ εὐτελῆ κλεπτόντων
5736949 ἀνειδεον
Καὶ οὖν εἶναί τι καὶ ἄπειρον καθ ' αὑτὸ καὶ ἀνείδεον αὖ αὐτὸ καὶ τὰ ἄλλα τὰ πρόσθεν , ἃ
ἡ ὕλη πᾶσα , εἴτε ἡ πρώτη κατὰ τὸ πάντη ἀνείδεον εὑρισκομένη , εἴτε ἡ δευτέρα κατὰ τὸ ἄποιον ἱσταμένη
5736563 φθειρομενον
: % οὔτε γὰρ ἄφθαρτόν [ ] ἐστιν , ἐπεὶ φθειρόμενον [ ] ὁρῶμεν αὐτό , % οὔτε δύναται ?
ζῆν διὰ τὰς πλεονεξίας καὶ τὴν τρυφήν : τὸ μὴ φθειρόμενον ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας ἄφθαρτόν ἐστιν , ἐπειδὴ πᾶν
5729796 ὁρμητικον
κρατῆρες , διὰ τὸ μεστὸν εἶναι πυρός . θοῦρον ] ὁρμητικὸν , θρασύν . ἀντέστη ] ἠναντίωτο . . σμερδναῖσι
: τετρασκελὲς | γὰρ καὶ τὸ πάθος ὡς ἵππος καὶ ὁρμητικὸν καὶ αὐθαδείας γέμον καὶ σκιρτητικὸν φύσει . ὁ δὲ
5725049 ἀμετοχον
Ποντικόϲ . Λάδανον κράτιϲτόν ἐϲτιν τὸ εὐῶδεϲ ὑπόχλωρον εὐμάλακτον λιπαρὸν ἀμέτοχον ψάμμου . τοιοῦτον δέ ἐϲτι τὸ ἐν Κύπρῳ γεννώμενον
θεῖον εἶναι πάντων οὐχ ἑκουσίων μόνον ἀλλὰ καὶ ἀκουσίων ἀδικημάτων ἀμέτοχον . οὔτε γὰρ ἐπὶ πατρί , τῷ νῷ ,
5724292 αὐξανομενον
εὐφημοῦσιν ὡς εὐφορίας αἴτιον , νομίζοντες αὐτὸ τὸ ὕδωρ τὸ αὐξανόμενον εἶναι θεόν . Ἐσέβοντο δὲ τὰς ἴβεις , τοὺς
ἀφ ' ὧν ἄν τις ἐγκωμιάζοι . ὥσπερ γὰρ σῶμα αὐξανόμενον , τῷ χρόνῳ φήσεις προεληλυθέναι αὐτὴν εἰς μέγεθος ,
5723445 συντονον
διατονικῶν διαιρέσεων τὸ μὲν διάτονον μαλακὸν καλεῖται , τὸ δὲ σύντονον . ἡ μὲν οὖν τοῦ μαλακοῦ διατόνου χρόα μελῳδεῖται
δὲ ἄκλυστον καὶ ἐν γαλήνηι ὂν ἔρρωταί τε καὶ ἔστι σύντονον καὶ διαρκεῖ πρὸς τὸν κατὰ φύσιν χρόνον τῆς ζωιογονίας
5720792 ἀντιτυπον
τοῦ βάθους συνέλευσις ἀσώματος οὖσα οὐκ ἂν ποιήσαι στερεὸν καὶ ἀντίτυπον σῶμα . εἰ δὲ μήτε χωρὶς τούτων ἐστὶ τὸ
ΓΑΡ ΔΗ . Καὶ γὰρ δή ἐστι γένος σιδηροῦν , ἀντίτυπον δηλονότι καὶ σκληρὸν καὶ τὴν γνώμην ἐσκοτισμένον Τοιοῦτος γὰρ
5716904 πεπεδηται
τοῦ οὔτε : τὸ γάρ κε ἀντὶ τοῦ τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις :
κρατήσει . συνοχῇ : κρατήσει . πεπέδηνται : δεδέσμηνται . πεπέδηται : πέπηκται , ἢ δεδέσμηται . Ὡς δ '
5714713 δεκτικον
Σωκράτης καὶ Πλάτων ἅμα καὶ Ἀλκιβιάδης , οὐκέτι ἔσται πᾶν δεκτικὸν ἐπιστήμης . τὸ οὖν πάσης οὐκ ἔστιν ἐνταῦθα τοῦ
οὐ κακῶς . οὐ γὰρ φωτὸς μόνου ἀλλὰ καὶ σκότους δεκτικὸν ὡς εἴρηται . ἔπειτα δὲ καὶ ἡ γῆ κέχρωσται
5712157 διαφανες
ἀστέρων καὶ τὸ πῦρ . ὁρατὸν δὲ καὶ τὸ ἐνεργείᾳ διαφανὲς ὁ πεφωτισμένος δηλαδὴ ἀήρ . ἔτι δὲ καὶ τὸ
ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυίαν ,
5701790 ἀμυδρον
, μέχρις ἂν ἡ ἀντίπαλος μνήμης τὸν τύπον λεάνασα λήθη ἀμυδρὸν ἐργάσηται ἢ παντελῶς ἀφανίσῃ . τὸ δὲ φανὲν καὶ
ὁ δὲ ὄντως ἰατρὸς ἅπτεται τοῦ σφυγμοῦ , εὑρίσκει αὐτὸν ἀμυδρὸν καὶ ἀνώμαλον , καὶ λέγει μέγα κακόν . μικρὰ
5701312 ὀξυκινητον
ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , ὀξυκίνητον . ταῦτα μὲν περὶ παντὸς τοῦ σώματος : κατὰ
εἶναι , παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι , ὑγρότερον ὡς τὸ εἰκὸς καθιστάμενον καὶ ἐπὶ
5696171 ἀπουν
λόγον ποιεῖσθαι τοῦ ἀνθρώπου , ἀλλὰ διαιρεῖν καὶ τοῦτο εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν : οὕτω γὰρ τὸ τέλειον
χυλὸν ὀργάσας πίε . καὶ ἐπὶ τοῦ κοχλίου : ζῷον ἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον ὄμματ ' ἐκκύπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα .
5691901 ἀλλοιουμενον
οὐδὲ ἂν ἑωρῶμεν ὅλως μηδενὸς ὄντος , ὃ πρῶτον αὐτὸ ἀλλοιούμενον οὕτω τὴν αἴσθησιν ἀλλοιοῖ . Ὁ δὲ αὐτὸς λόγος
τῆς Θέτιδοςφάσμα γάρ τι ἡ Ἔμπουσα νυκτερινὸν εἰς μυρίας μορφὰς ἀλλοιούμενον , ὥς φησι Φιλόστρατος , μετεβάλλετο δὲ εἰς μυρίας
5691247 βλαβερον
ἀϲιτία γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων κράϲεων πυρεττόντων μάλιϲτα οὐχ ἁπλῶϲ βλαβερόν , ἀλλ ' εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἄλλων
ὄνομα μόνον ψιλὸν λέγωμεν , οἷον τὸ ὠφέλιμον ἢ καὶ βλαβερόν . ἑκάστῃ . ἐπιρρηματικῶς ἀκουστέον ἀντὶ τοῦ ἑκασταχοῦ .
5690703 ἐπιβουλον
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα ἢ στρουθὸν ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . πρὸς οὓς Μασανάσσης ὁ Μαυρουσίων βασιλεὺς εἶπε
ἀπ ' ἀρχῆς βάλλει . Καὶ ἐπὶ τῷ βωμῷ τὸν ἐπίβουλον : λείπει , χρὴ κτείνειν . Ἀγασικλῆς ὁ Λακεδαιμονίων
5689213 κακοηθες
λαβὸν ἔρευθος , αἱμοῤῥαγέσι . Γλίσχρον διαχώρημα μέλασι διαποίκιλον , κακόηθες , μάλιστα δὲ ἐκλεύκοις . Ἔκλευκον διαχώρημα ἐν πυρετῷ
ὅ ἐστι συγγενοῦς μοι πατρὸς υἱός . πάλιν δὲ τὸ κακόηθες τοῦ ἀνδρὸς δείκνυται , ὅτι τὸν ἀδελφὸν φίλον εἶπεν
5685016 χωριστον
' εἰ μηδετέρως , οὐκ ἂν ἐνδέχοιτο εἶναι τὸν ἀριθμὸν χωριστόν . , Ἔτι δὲ τὸ διαφωνεῖν τοὺς τρόπους περὶ
τὰς μὲν αἰσθήσεις οὐκ ἄνευ σώματος , τὸν δὲ νοῦν χωριστόν . ἁψάμενος δὲ καὶ τῶν περὶ τοῦ ποιητικοῦ νοῦ

Back