| ἢ ἔμψυχον ἢ ἄψυχον , τὸ ἔμψυχον ἢ ζῷον ἢ ζῳόφυτον ἢ φυτόν , τὸ ζῷον ἢ λογικὸν ἢ ἄλογον | ||
| τὰ κάτω γένη , οἷον τὸ ἔμψυχον πρὸς τὸ ζῷον ζῳόφυτον καὶ φυτὸν γένος ὑπάρχει . καὶ ἔστι μὲν ἡ |
| : ἐνέβαλε προσέβαλε * καῦσον : πυρετόν * αἰθαλόεντα : καυστικόν τὸ δὲ περισπαίρουσιν γράφεται καὶ περιπλάζονται : περιπλάζονται δὲ | ||
| τὸν γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον . . δάϊον ] πολεμικὸν ἢ καυστικόν . . ἑκατοντακάρηνον ] φησὶ δὲ ὁ Ὠκεανὸς , |
| φησὶ χρῆναι τοῦτον ἢ ὅτι διαβάλλει αὐτὸν καὶ διὰ τοῦτο ἀναίσθητον : φησὶ γὰρ τούτου χάριν δέον εἶναι τοῖς ἁλσὶ | ||
| ἄκρον τοῦ ὄνυχος , ὃ δὴ καὶ ἄζον ἐστὶ καὶ ἀναίσθητον . παρακελεύεται τοίνυν μὴ ἐν εὐωχίαις θεῶν τέμνειν τοὺς |
| μεθοδικοὺς ἢ θεωρητικοὺς λόγους , ἀλλὰ τῷ περὶ ὕλην τινὰ φθαρτὴν καὶ εὐαλλοίωτον καταγίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἀεὶ τοῦ | ||
| δὲ τοῖς πᾶσιν ἀπεδίδου , ἀίδιον μὲν τοῖς ἀιδίοις , φθαρτὴν δὲ τοῖς φθαρτοῖς . . . Γ . ἀδύνατον |
| Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ] , καὶ τὸ μὲν πολύφορον καὶ καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ | ||
| , τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν , μεταπλαττόμενον |
| , εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
| δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
| ἐπαινεσόμενος , ἐν ᾧ καὶ τὸ ἀληθέστατον ἀπιστίαν ἐφέλκεται . Αὐτήν τε ταύτην ἐθρήνησα τὴν πόλιν ἣν ἥδιστα μὲν εἶδον | ||
| , τῶν λαγόνων . ἔδεκτο : ἐδέξατο , ἐπεφύλακτο . Αὐτήν : τὴν κρύφιον . ἴσθμην : κοιλίαν , νηδύν |
| λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
| βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
| Διόδωρος δὲ τὸν παρά τισι κότυλον κοτύλην ὠνομακέναι τὸν ποιητήν πύρνον καὶ κοτύλην . ὃν κύλικα μὲν οὐκ εἶναι , | ||
| πυλάρταο τοῦ ταῖς πύλαις προσηρτημένου , ἢ πυλωροῦ ἰσχυροῦ . πύρνον ο . ρ . πύρνα ρ . . , |
| , τελειούμενον δ ' ἔτι σκληρὸν κατὰ τὴν ἐπανάστασιν καὶ τετρυπημένον : προσεμφερὲς τρόπον τινὰ τοῦτ ' ἐστὶ καὶ ταύρου | ||
| μὴ κἀγὼ σοὶ πιστεύω τὸν ἐμαυτοῦ οἶνον : σὺ γὰρ τετρυπημένον ἔχεις τὸν πίθον . πῶς οὖν ἔτι ἴσον γίνεται |
| ὀρούειν τοὺς ἐν αὐτῇ λέλεκται . ἀπὸ δὲ τῆς θέας θεατόν , ἀθέατον , ἀθεάτως , καὶ οὐσία θεατή φησιν | ||
| γνῶσι καὶ παρὸν ἴδωσιν ἐν ψυχῇ , δῆλον ὅτι κείμενον θεατόν . Ἐπεὶ καὶ ἀγαθοῦ χάριν πράττουσι : τοῦτο δὲ |
| καὶ ὡς πανούργους δὲ τούτους κωμῳδεῖ καὶ τὸν Γέρητα τὸν φαλακρὸν καὶ τὸν Θεόδωρον ὄντα ἐκ τοῦ δήμου τῶν Διομείων | ||
| Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . Σχολαστικῷ ἐκ δούλης τεκνώσαντι ὁ πατὴρ συνεβούλευε |
| τοῦ Ἄργους . ὃς ἰδὼν δράκοντι πόαν ἐπιθέντα τεθνεῶτι καὶ ἀναστήσαντα αὐτὸν , καὶ οὗτος τὸ αὐτὸ ποιήσας εἰς τὸν | ||
| τὴν ΘΗ , καὶ δίχα τεμόντα τὴν ΑΒ καὶ ὀρθὴν ἀναστήσαντα τὴν ΡΞ καταγαγεῖν τὴν ΑΞ περιέχουσαν μετὰ τῆς ΞΡ |
| ἕδραν , ἤγουν καθέδραν , τόπον καλλίπωλον , τουτέστιν ἵπποις κομῶντα , ἢ καλλίβωλον , ἤτοι εὔγειον , τῶν τοῦ | ||
| Θ . ἰδὼν τὸν Νικήρατον ἡττημένον ὑπὸ Πράτυος ῥαψωιδοῦντα , κομῶντα δὲ καὶ αὐχμηρὸν ἔτι . . ὡς Κόνων Θρασύβουλον |
| . [ ὑπὸ τοῦ δέους : Ἰδὼν γὰρ τὸν δοῦλον κεχηνότα ἐφοβήθη . ] ἀντὶ τοῦ φοβούμενος . . [ | ||
| τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν : τοῦτο τῇ Ἀθηνᾷ ἀναγράφεται |
| νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει αὐλὸν | ||
| ῥοπή . Καταῤῥέξειεν : κατακρατήσειεν . ἐπικλίνοι : ἐπιφέροι . πιέζων : συσφίγγων , ἐπισφίγγων . Ἀστεμφεῖς : ἀχώριστοι . |
| ὅλως τὸ φωτιζόμενον ἔσται τόδε ἕλκον ἀπὸ τοῦ φωτίζοντος καὶ βιαζόμενον προελθεῖν : ἐπεὶ οὐδὲ συμβεβηκός , ὥστε πάντως ἐπ | ||
| φεύγειν αὐτὸν ὡς ἐν ἀπόροις , ἄνω διὰ τῶν κρημνῶν βιαζόμενον , καὶ μετεπήδων ἐπὶ τὴν φαντασίαν τοῦ πυρὸς καταθέοντες |
| ἔδυνεν , τὸ ματαίως δὲ αὐτὰρ ἔμ ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον , . , , . . α . * | ||
| δ ' ἔξωθεν κατ ' αὐτοῦ καὶ ἔριον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ , προνοεῖν δ ' ὅπως |
| : καὶ σπληνὸς δὲ αὐξητικὸν καὶ ἥπατός ἐστιν , ὁκόταν πεπυρωμένον ᾖ : καὶ ἐγκλυδαστικόν τε καὶ ἐπιπολαστικόν : βραδύπορόν | ||
| τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως συναθροιζόντων δὲ τὸν ἥλιον : ἢ νέφος πεπυρωμένον . Οἱ Στωικοὶ ἄναμμα νοερὸν ἐκ θαλάττης . Πλάτων |
| , οἳ πρῶτοι τέχνην πολυμήτιος Ἡφαίστοιο εὗρον ἐν οὐρείῃσι νάπαις ἰόεντα σίδηρον ἤνεγκάν τ ' ἐς πῦρ καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον | ||
| ἔντεα . . . . . αὐτὰρ ὁ τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον , κὰδ δ ' ἐτίθει δέκα μὲν πελέκεας |
| θυρῶν ἵεμαι δρόμῳ , καὶ ὁ Σάτυρος ὑποδέχεται τρέμοντα καὶ τεταραγμένον . εἶτα ἐφεύγομεν διὰ τοῦ σκότους καὶ ἐπὶ τὸ | ||
| δίμετρος . . . μεμαγμένον ] μεμαλαγμένον . ἐζυμωμένον , τεταραγμένον ἔματτεν ] ἐτάρασσε μιμήσομαι ] μι - πάντας ] |
| ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν | ||
| προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον |
| . Λιθάργυρος καλλίων ἐστὶν ἡ χρυσῖτις καλουμένη καὶ ἀποστίλβουσα . Λίθον Ἄσσιον παραληπτέον τὸν κισηροειδῆ τὴν χρόαν , χαῦνόν τε | ||
| ὀποβαλσάμου κοχλιάρια β , καὶ ἀνακόψας καὶ ξηράνας χρῶ . Λίθον αἱματίτην διεὶς ἐπ ' ἀκόνης γάλακτι γυναικείῳ πολλάκις ὑπόχριε |
| πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα , τουτέστι τροφήν . . ΘΥΣΑΝΟΙ . Παρ | ||
| λέξις * ἐπὶ τῶν μελισσῶν λέγεται παρὰ τὸ τιθέναι τὴν βόσιν . καὶ Ὅμηρος ἔνθα δ ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι |
| , ἀμφοτέρων ποίημα ἦν ὁ ἄνθρωπος . Ἡσίοδος γαῖαν ὕδει φύρειν , ἐν δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδήν Καὶ σθένος | ||
| , ἀναδεδευμένος . ὀργάζειν κυρίως τὸ τὸν πηλὸν ταῖς χερσὶ φύρειν . Ὠρωπός . χώρα μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς |
| τὴν δὲ διαίρεσιν περίστασις παροῦσα εἰ μὴ κωλύει κολληθήσεσθαι , σιδηρίτην βοτάνην λειώσας καὶ ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο . | ||
| . Τῷ γὰρ Ἀπόλλων Φοῖβος ἔχειν λίθον αὐδήεντα δῶκε , σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον |
| . . , . τὸν γὰρ Τάνταλον φυσιολόγον γενόμενον καὶ μύδρον ἀποφήναντα τὸν ἥλιον ἐπὶ τούτωι δίκας ὑποσχεῖν , ὥστε | ||
| Ἀναξαγόρας . ἔστι καὶ ἡμῶν εἰς αὐτόν : ἠέλιον πυρόεντα μύδρον ποτὲ φάσκεν ὑπάρχειν , καὶ διὰ τοῦτο θανεῖν μέλλεν |
| εἶναι καὶ κεκριμένην , διὰ δὲ τοῦτο καὶ ὑπό τινος κεκριμένην . ἐπεὶ οὖν οὐκ ἔχομεν εἰπεῖν ὁμολογουμένως , ὑφ | ||
| μὲν ὑποδμηθεῖσα κελαινεφέϊ Κρονίωνι , αὐτὰρ Ἰφικλῆα δορυσσόωι Ἀμφιτρύωνι , κεκριμένην γενεήν : τὸν μὲν βροτῶι ἀνδρὶ μιγεῖσα , τὸν |
| Νόμοις : θήκην δ ' ὑπὸ γῆς αὐτοῖς εἰργασμένην εἶναι ψαλίδα προμήκη λίθον . ἐκ δὲ τῶν τῆς πόλεως μερῶν | ||
| κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος ἰσόσπριος Φρύγες στενὴν δ ' ἔδυμεν ψαλίδα κοὐκ ἀβόρβορον θεοὶ γὰρ οὔποτ ' , εἴ τι |
| τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν | ||
| τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν |
| βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
| , περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
| ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
| ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
| , δι ' ὧν κυκλώσει τὸν βρόχον , λίθον κάτωθεν τρητὸν ἀπαρτήσας καὶ κατὰ μέσον τοῦ καλάμου λεπτήν τινα περόνην | ||
| : τὸν εἰς ὀχείαν ἀνειμένον ἵππον ἢ ὄνον . οὐδὲ τρητὸν εἰς ὀδόντα ἔχει φαγεῖν : ἐπὶ τῶν μηδὲ τὰ |
| τὸ μὴ συμμιγνύναι μηδὲ σκεδαννύναι ταύτην ἀλλὰ τοσούτῳ βαθύτερον τὸν γύρον ἢ τὴν τάφρον ὀρύξαντα τόν τε τρόχμαλον ὑποστρωννύναι καὶ | ||
| θάλλουσα , οἷον τικτομένη καὶ αὐξομένη . * δρόμον : γύρον * πρῶτα : κατ ' ἀρχάς * κυισκομένη : |
| . Σπεύσιππος δ ' ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ἐμφερεῖς φησιν εἶναι μελάνουρον καὶ κορακῖνον . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ φησι | ||
| ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον ἢ πέρκαισι καθηγητὴν μελάνουρον . ὅτι δὲ καὶ πληκτικός ἐστιν Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ ἐν |
| ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ | ||
| ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς |
| χρῶ καὶ πρὸς τὴν εἰρημένην διάθεσιν . λοιπὸν καὶ ῥαφανῖδας ἐμβάπτειν εἰς αὐτὸ προσήκει καὶ ἔμετον ποιεῖν . καὶ τὸ | ||
| δὲ καὶ κικίδα μικρὴν , καὶ βάλανον ποιέειν , καὶ ἐμβάπτειν ἔς τι τῶν ὑγρῶν , καὶ προστιθέναι , κἄπειτα |
| τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν , | ||
| τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν , |
| ἐξᾶττον αὐτῆς καὶ φερόμενον κατεπᾴδουσα , τὸ δὲ παρειμένον καὶ ἐκλελυμένον ἔμπαλιν ἐπαίρουσα καὶ παροξύνουσα ; Δεινὴ μὲν γὰρ ἐπελαφρῦναι | ||
| δ ' ἀνιέμενον κηροῦ καὶ κολοφωνίας ἴσα : τὸ δὲ ἐκλελυμένον ῥητίνης μέρος ἕν , κηροῦ τὸ διπλάσιον . Τὸ |
| ὦ Λατοῦς παῖ . ἀλλ ' ἐκπαύσω γὰρ μόχθους δάφνας ὁλκοῖς , χρυσέων δ ' ἐκ τευχέων ῥίψω γαίας παγάν | ||
| σκιασθὲν χρυσοκόλλητον δέπας μεστόν , κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . ὠνείδισάς |
| δέ ἐστι τὸ εἰς τὸν μοχλὸν σιδήριον , ὃ καλοῦμεν μάγγανον . βλεπεδαίμων . ὁ διεστραμμένος τὰς ὄψεις καὶ οἷον | ||
| καὶ βάζω . . . . βαλανάγρα : ἡ κλείς μάγγανον . . . . βαμβαίνει : διστάζει φθέγγεται . |
| ᾄδουσι γὰρ αἱ παῖδες , ᾄδουσι , καὶ ἡ διδάσκαλος ὑποβλέπει τὴν ἀπᾴδουσαν κροτοῦσα τὰς χεῖρας καὶ ἐς τὸ μέλος | ||
| ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος δίκην ἀσκὸς δεδάρθαι . ὑποβλέπει δὲ ἐς τὸν βάρβαρον τοῦτον τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας |
| καὶ φλοιὸν λεῖον καὶ παχύν , φύλλον δ ' ἀσχιδὲς προμηκέστερον ἀπίου καὶ ἐπακάνθιζον ἐξ ἄκρου , ῥίζας οὔτε πολλὰς | ||
| δὲ τὴν ὀρειπτελέαν . φύλλον δὲ ἀσχιδὲς περικεχαραγμένον ἡσυχῆ , προμηκέστερον δὲ τοῦ τῆς ἀπίου , τραχὺ δὲ καὶ οὐ |
| τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ | ||
| τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα |
| . ἦν ὁ Κλαζομένιος , ὃν οἱ τότ ' ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον , εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰς φυσιολογίαν | ||
| γε ἀρετὴν τέτταρα ἔθεμέν που . Πάνυ μὲν οὖν . Νοῦν δέ γε πάντων τούτων ἡγεμόνα , πρὸς ὃν δὴ |
| ὑπτίων , ἔτι δ ' αὖ δικαιοσύνην ὀρθὴν καὶ ἑτέραν ταπεινὴν , καὶ διπλῆν ἀνδρείαν , τὴν μὲν σὺν νῷ | ||
| ἐμαυτῷ μήτε δεδιέναι μήτε αἰσχύνεσθαι τὸ πρᾶγμα , στολήν τε ταπεινὴν ἀναλαβὼν καὶ τἄλλα κολάσας ἐμαυτὸν ἠλώμην πανταχοῦ . οἱ |
| σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα , | ||
| φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι |
| δὲ αὐτῶν καὶ συμπατούμενοι διαφθείρονται καὶ ἄλλα μὲν τῶν μελῶν ἡμίβρωτα φέρει [ δὲ ] τὸ ἔδαφος εἰσέτι ζῶντα καὶ | ||
| συστρέφεται . ἡμιδάϊκτα : ἡμίκοπα , ἡμίτμητα , ἡμιμέριστα , ἡμίβρωτα . Εἰσέτι : ἀκμὴν , καὶ ἕως οὗ . |
| ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς φλεγμονῆς καὶ παχέα πνεύματα , καὶ ὡς κατωφερῆ φέρονται ἐπὶ τοὺς πόδας , καὶ τῷ λόγῳ τούτῳ | ||
| , ἄρρεν καὶ θῆλυ . Δύο ἀνωφερῆ , καὶ δύο κατωφερῆ : καὶ τὰ μὲν ἀνωφερῆ δύο , πῦρ καὶ |
| ὀρῶν ἐπὶ τὰ Ἄλπεια καὶ ἐς Κελτοὺς ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ἐπειγόμενον ὁ ἕτερος ὕπατος προλαβὼν ἐκώλυε τῆς φυγῆς , καὶ | ||
| πέτρου μετεωρίζειν εἰς τὸν ἀέρα καὶ πελάζειν τοῖς οὐρανίοις τόποις ἐπειγόμενον : εἶτα μέλλοντα ψαύειν τῶν πυλῶν αἷς αἱ Ὧραι |
| δεῖ τέρμα καὶ τέλος ἰδεῖν σε τῶνδε τῶν πόνων : ἀκαμπῆ γὰρ καὶ σκληρὰν ψυχὴν ἔχει ὁ Ζεύς . . | ||
| δρῦν ὑψηλὴν ἐν Συχὲμ πεφυτεῦσθαί φησιν αἰνιττόμενος τὸν ἀνένδοτον καὶ ἀκαμπῆ , στερρόν τε καὶ ἀρραγέστατον παιδείας πόνον ; ᾧ |
| γλυκεῖαν , λιγυράν , σαφῆ , διαφανῆ , μέλαιναν , φαιάν , σμικράν , στενήν , δυσήκοον , ἀσαφῆ , | ||
| , ὅτι Ἕλληνες ἐπειδὰν ἀπαντήσωσι ταῖς Δαυνίαις ὑπεσταλμέναις μὲν ἐσθῆτα φαιάν , ἐζωσμέναις δὲ ταινίαις πλατείαις , ὑποδεδεμέναις δὲ τὰ |
| παῖδα εἰς τὸ φρέαρ ἐμβαλὼν ἔφη πρὸς Κλεοπάτραν διώκοντα τὸν χῆνα ἐμπεσεῖν , ἢ μανίᾳ τινὶ παρελήρησεν ἐπὶ τῆς μύλης | ||
| κωμῳδιοποιὸς ἐν Βάκχαις φησίν : ἀλλ ' εἴ τις ὥσπερ χῆνα ἔτρεφέν μοι λαβὼν σιτευτόν . καὶ Ἀρχέστρατος ἐν τῷ |
| ὥστε ἐνταῦθα μὴ συνάπτειν τὴν εἴσω θάλατταν τῇ ἐκτὸς καὶ καλύπτειν τὸν ἰσθμὸν μετεωροτέραν οὖσαν , τοῦ δ ' ἐκρήγματος | ||
| ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν μέχρι τοῦ καλύπτειν τὰ χείλη τὰς παραγναθίδας . ταὐτὰ δ ' ἐν |
| ὄφεις τὰς γλώσσας , μέλλοντες λείχειν . * ἑρπηστᾶο : ἑρπετοῦ * ἔβρυξεν : ἔφαγεν ἔλαβεν ἔδακεν βρύχω σημαίνει τὸ | ||
| οὐδὲν ἐᾷ παθεῖν τὸν δηχθέντα οὐδὲ ὑπομεῖναι βλάβην τινὰ πλήξαντος ἑρπετοῦ . [ ει ] Ναὶ μέντοι τὴν βοτάνην ὡς |
| φλέγοντες τοῖς ἀλγήμασι τοὺς πληγέντας . * ἔμπυροι : φλογώδεις μεταμώνιον : οὐ μάταιον , ἀλλὰ δεινόν , ἐπικίνδυνον . | ||
| δὲ καὶ ἔκπυροι : οὔ κεν ἐκείνων ἀνδράσι δάχμα πέλοι μεταμώνιον ἀλλὰ κάκηθες . ἄλλος δ ' αὖ κόχλοισι δομὴν |
| , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ καὶ τὸν γλαυκὸν λίθον τοῦ θαλασσοειδοῦς τοπάζου , καὶ τὴν γλυκερὰν ἀμέθυστον | ||
| ὄσον τὸ χαρωπὸν ἐκπέφευγε τοῦ γλαυκοῦ τὴν λευκότητα , καὶ γλαυκὸν μὲν πέφυκεν οἷον τὸ διαυγές ἐστι κέρας , χαροπὸν |
| αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης , ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον , ζητεῖ φωλεόν . ἐντεῦθέν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ | ||
| : στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον : φωλεόν * βαθεῖ : δασεῖ * ἐνεδείματο : ᾠκοδόμησεν * |
| χλόῃ , τυρῷ , σιλφίῳ , ἁλί , ἐλαίῳ : στρέφοντα δὲ ἀλείφειν καὶ ὑποπάσσειν ἁλὶ ὀλίγῳ , ἀφελόντα δὲ | ||
| δεξιὰν χεῖρα κρύπτοντα ὑπὸ τὰ ἱμάτια , τὸ δὲ πρόσωπον στρέφοντα , ἵνα μὴ ἱκετεύω σε . θάρρει δὲ , |
| περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα | ||
| ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ , |
| θεοὺς ἐπόμνυμι τοὺς βασιληίους μὴ μὲν πρότερον ἐκδύσεσθαι τὸν ἔχων κιθῶνα καταβήσομαι ἐς Ἰωνίην πρὶν ἄν τοι Σαρδὼ νῆσον τὴν | ||
| , τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτην : μετέβαλον ὦν ἐς τὸν λίνεον κιθῶνα , ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται . Ἔστι δὲ |
| τὸν μεθύοντα , ἀλλὰ τὸν πεπωκότα μὲν τοῦ οἴνου , νήφοντα δὲ θεωρεῖν , ὡς καθευδήσει , καὶ ὡς πολλῷ | ||
| αὐτὸν εἶναι μὴ τὰ δεινότατα πάσχοντα . καὶ τοῦτο μὲν νήφοντα ἐπιθυμεῖν μέθης , ὡς τότε ἀπαλλαγησόμενον τῶν συμφορῶν , |
| εἰς τὰ κοῖλα τῶν χωρίων . Ποσειδώνιος δὲ λίμνην οὖσαν παγῆναι μετὰ κλυδασμοῦ , καὶ διὰ τοῦτο εἰς πλείονας μερισθῆναι | ||
| καὶ ἀρθείϲηϲ πτερῷ τῆϲ ἐπινηχομένηϲ ῥυπαρίαϲ : μετὰ δὲ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται ἐν ὀϲτρακίνῳ καινῷ ἀγγείῳ , ἀποξυομένηϲ ἐπιμελῶϲ τῆϲ |
| . παρείη : παρατύχοι . Ἰχθυόεν : ἕλκον ἰχθῦς . βαιούς : μικρούς : ἐνταῦθα τίσιν ἰχθύσιν οἱ μεγάλοι ἀγρεύονται | ||
| διαινομένοισι περιτρέφεται γλαγόεσσα μύξα θαλασσαίη , τῆς ἵμερος ἰχθύας ἕλκει βαιούς , οὐτιδανούς , λίχνον γένος : οἱ δ ' |
| ἀδικημάτων κἂν ἐπιμήκιστα ὄντα ἀνυπαίτια καὶ καθαρά , τὸ συνειδὸς βαρὺν κατήγορον οὐκ ἔχοντα , τὰ δὲ ἑκούσια , κἂν | ||
| ἐκολάκευσεν ὁρμάς : οἱ δὲ δημοτικοὶ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τοῖς ὀνειδισμοῖς βαρὺν καὶ πικρὸν καὶ πολεμίων ἁπάντων ἔχθιστον αὐτὸν ἀπεκάλουν . |
| . Ἡ κρικηλασία δύναται μαλάξαι τὰ συντεταμένα τῶν σωμάτων καὶ εὐκαμπῆ παρασκευάσαι τὰ κατεσκληκότα διὰ τοὺς ἐξελιγμοὺς καὶ τὴν ποικιλίαν | ||
| δεῖ κρεμνᾶν χάριν τοῦ διάστασιν λαμβάνειν | τοὺς σπονδύλους καὶ εὐκαμπῆ τὴν ῥάχιν ἀποτελεῖσθαι καὶ τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ συστροφῆς |
| ὅ ἐστι γῆ Αἰγυπτίη ] , ὕδατι διεὶς , εἰρίῳ ἑλίξας , προστίθει . Ἕτερον χολὴν καθαῖρον : σικύης ἐντεριώνην | ||
| καταφρονήσει εἴρηται . ἀπηλεγέως : πάλιν ἀντὶ τοῦ ἀφροντίστως . ἑλίξας : οἷον ἐπιστρέψας εἰς αὐτὸν τὰ ὄμματα . ἰλλόμενος |
| φασὶν ἀναφαινόμενον αὐτὸν ὁρᾶσθαι μὲν ἄνθρακι παραπλήσιον τῷ πυρωδεστάτῳ , σπινθῆρας δ ' ἀφ ' ἑαυτοῦ μεγάλους ἀπορρίπτειν , καὶ | ||
| χαλκοῖς τισιν ὀργάνοις κατεσκευασμένοις ἐφειλκύσαντο τοὺς ἀπὸ τῶν μετεώρων φερομένους σπινθῆρας , κατὰ τὰς μεσημβρίας ἐναντία τῷ ἡλίῳ τὰ ὄργανα |
| ὑδρόμελι νύκτα μίαν προβρέχουσι τὰ σπέρματα . δεῖ δὲ τὸ φυτευόμενον σπέρμα ὀρθὸν τιθέναι , τὸ μείουρον πρὸς τὴν γῆν | ||
| τῶν σκιλλῶν παραφυτεύσει . Τέως εἰδέναι χρή , ὅτι τὸ φυτευόμενον ποτὲ μὲν ὅλον εἰς τὴν γῆν κρύπτεται , ποτὲ |
| βίον ] [ θηριώδη ] [ παρέχωμεν ] , [ κἄλλως ] [ τὸ ] δυσμενὲς ‖ [ ! ! | ||
| σφόδρα : τὸ γὰρ ὑίδιον τηρεῖ με , κἄστι δύσκολον κἄλλως κυμινοπριστοκαρδαμογλύφον . ταῦτ ' οὖν περί μου δέδοικε μὴ |
| μικρότερον , μελισσόφυλλον , πράσιον , ῥοῦς , σάμψυχον , στοιβῆς ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , τρίφυλλον , ὕσσωπον | ||
| τῶν πυορροούντων κλύζομεν μελικράτῳ , στυπτηρίᾳ μεθ ' ὕδατος , στοιβῆς ἀφεψήματι μετ ' οἴνου ἢ ῥόδων ἢ κισσοῦ ἢ |
| γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς | ||
| πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ |
| Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
| . ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
| ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν , | ||
| καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ |
| ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , ὀξυκίνητον . ταῦτα μὲν περὶ παντὸς τοῦ σώματος : κατὰ | ||
| εἶναι , παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι , ὑγρότερον ὡς τὸ εἰκὸς καθιστάμενον καὶ ἐπὶ |
| τὰ τῆς δέρης ἁπαλά . οὐκοῦν ὃ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν οἴεται δεῖπνον ἕξειν , ἣ δὲ ἐν ἐξουσίᾳ | ||
| τὰ τῆς δέῤῥης ἁπαλά . οὐκοῦν ὁ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν , οἴεται δεῖπνον ἔχειν : ἡ δὲ ἐν |
| τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
| ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
| ἀλλὰ σεμνὸν καὶ ἅγιον , νοῦν οὐκ ἔχον , ἀκίνητον ἑστὸς εἶναι ; Δεινὸν μεντἄν , ὦ ξένε , λόγον | ||
| ταύτης τό τε κινούμενον μεταβάλλει ἐπὶ τὸ ἑστάναι καὶ τὸ ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι . Κινδυνεύει . Καὶ τὸ ἓν |
| ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως | ||
| κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ |
| . ὁ δ ' ὄνος γ ' ἔκαμνεν ἑσπέρης ἀλετρεύων πυρὸν φίλης Δήμητρος , ἡμέρης δ ' ὕλην κατῆγ ' | ||
| καὶ σῖτος οὐ πολύς . Φέρει γὰρ καὶ ἡ χώρα πυρὸν μετρίως καὶ οἶνον πλείονα . Τῷ δὲ βασιλεῖ καὶ |
| τήλεωϲ χυλὸϲ ἑψηθεὶϲ μετὰ μέλιτοϲ καὶ λαμβανόμενοϲ ἐπιτήδειόϲ ἐϲτιν ὑπάγειν ἅπανταϲ τοὺϲ ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ μοχθηροὺϲ χυμούϲ : ὀλίγον δὲ | ||
| καὶ τὸ ὅλον τῆϲ δριμυτέραϲ δυνάμεωϲ . προποτίζειν δὲ κοινῶϲ ἅπανταϲ τοὺϲ ἐξ οἱουδήποτε δηχθένταϲ ἢ πληγένταϲ ἰοβόλου , πλὴν |
| σαρκοκόλλῃ καὶ κόμμει μιγνυμένοις : ἐκλέγου δὲ τὸν διαυγῆ καὶ δριμύν . δυσδοκίμαστος δ ' ἐστὶ τῇ γεύσει λαμβανόμενος διὰ | ||
| προμήκη : καυλὸν δὲ στενὸν πρὸς τὸν τοῦ κορίου , δριμύν , εὐώδη , θερμαντικόν : ἀναλογεῖ δ ' ἡ |
| οἱ ὑπὸ τὸν ὄροφον καὶ τοὺς κεράμους διατρίβοντες , ὡς ἀρουραῖοι οἱ ἐν ταῖς ἀρούραις . ἡλιαστὴς ὀροφίας ] τοῦτο | ||
| καὶ τὴν γαλῆν δέδιε : δειλοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ ἀρουραῖοι . οἵ γε μὴν θαλάττιοι μικρὸν μὲν τὸ σῶμα |
| : τὸν λιθοβόλον . Λυκόφρων : λευστῆρα πρῶτος οὕνεκεν ῥίψας πέτρον . Λευρόν : τὸ λεῖον καὶ πλατύ : ἀπὸ | ||
| ὡς ἀνδριὰς ὁ Διομήδης ; ἐκβαλὼν ἀπὸ τοῦ πλοίουαὐτοῦ δηλονότιτὸν πέτρον καὶ τὸν λίθον τὸν ἑρματίτην καὶ ἐξισωτὴν τοῦ πλοίου |
| . καὶ αὐτὸς δέ φησιν , ὡς Ἡρακλείδης ἱστορεῖ , μονήρη αὑτὸν γεγονέναι καὶ ἰδιαστήν . ἔνιοι δὲ καὶ γῆμαι | ||
| μὲν συναγελαστικὰ καὶ φιλάλληλα , ὡς γέρανοι , τὰ δὲ μονήρη καὶ ἐχθρά , ὡς ἰκτῖνες καὶ τὰ ἄλλα , |
| Λυγαῖον , τὸ φοβερόν . οἷα λυγερόν τι ὄν . λυγαῖον δὲ τὸ σκοτεινόν . ἴσως παρὰ τὸ λύειν τὴν | ||
| Ἀμφιλύκη , κατὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς τὸ κ : λυγαῖον γὰρ τὸ σκοτεινόν . παρὰ τὸ λύειν , ἢ |
| δὲ , φησὶν Ἐπαρχίδης , ἡ ἄμπελος ἡ τὸν Ἰκάριον Πράμνιον φέρουσα ὑπὸ τῶν ξένων μὲν ἱερὰ , ὑπὸ δὲ | ||
| τῶν πάνυ παλαιῶν . ἀπὸ τοῦ βασιλεύσαντος Ἀθήνησι Κόδρου . Πράμνιον οἶνον ἔπιες : Ἀρίσταρχος ἐπιμελῶς τὸν ἡδὺν οἶνον πράμνιον |
| , πελέκας , σκέπαρνον , πριόνιν , ὄρυγας δύο , σφῦραν , πτυάρια δύο , κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν | ||
| τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας , τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον , τὸν δὲ |
| τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , δώσω δ ' ὀξὺν ἄκοντα , κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν , καὶ ξίφος | ||
| : κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι , ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν . Ἢν δέ |
| γάμον ἐκτελέσαντα . ἦ γὰρ ὅγε στήλην Ἀφαρηίου ἐξανέχουσαν τύμβου ἀναρρήξας ταχέως Μεσσήνιος Ἴδας μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφετέροιο φονῆα : | ||
| τὰς τοῦ πληττομένου , ἢ τοῦ οἰκείου χαλινοῦ . * ἀναρρήξας : διασχίσας σχίσας σκολιήν : ἤτοι καμπὰς ἔχουσαν ὁδόν |
| περιλαμβάνει γὰρ αὐτὴν ὁ Ὠκεανὸς . . . . ὁ ὀχῶν καὶ βαστάζων αὐτήν . Φασὶ γὰρ αὐτὴν ἐφ ' | ||
| τὴν ἐμὴν χειρώσομαι : ὦ γῆς ὄχημα : τὴν γῆν ὀχῶν καὶ ἐπὶ γῆς ὀχούμενος : λέγει δὲ τὴν ἀέρα |
| ἡμιπηχυαῖον βάθος , εἶτα μέσον τοῦ χώματος τῆς βαλάνου τὸν πυρῆνα σχηματίσας πρὸς τὴν γῆν , ὥστε τὸ ὀξὺ τοῦ | ||
| ἕλκος , πειρᾶσθαι κατουλοῦν τὸ μὲν πρὸς τοῖς χείλεσιν ἐπικυλίοντα πυρῆνα μήλης ἔχοντα τῆς Ῥοδίας ἤ τινος τοιούτου ξηροῦ , |
| ὦ Ἀθηναῖοι , δοίητ ' ἄν μοι συγγνώμην , εἰ κίναιδον αὐτὸν προσειπὼν καὶ μὴ καθαρεύοντα τῷ σώματι , μηδ | ||
| ἄδολον κίναιδον καὶ τὰ γενέσια [ ] οἶδα κλῆσιν καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε |
| ἡμᾶς διεγείρων . καὶ ὁ ἥλιος δὲ ἀλέκτωρ λέγεται : ἀκάματον γὰρ αὐτὸν λέγει Ὅμηρος , ἐπεὶ ἀγρύπνως τὸν συνήθη | ||
| ⌈ καὶ ἡγεμόνα τοῦ οὐρανοῦ ⌈ τὸν ἥλιον καλεῖν . ἀκάματον ] ἀκαταπόνητον . , ἀκαταπαύστως . , τὸ ἀκατάπαυστον |
| χαλκηλάτῳ ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ | ||
| γὰρ αὐτῷ προσφέρω βρῶσιν διδοὺς τὴν ῥῖνά μ ' εὐθὺς ψηλαφᾷ κἄνω φέρει τὴν χεῖρα πρὸς φαλακρὸν ἡδὺ διαγελῶν . |
| ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο | ||
| πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην . |
| ; τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος λαλεῖ κροκωτῷ ; τί δὲ δορὰ κεκρυφάλῳ ; τί λήκυθος καὶ | ||
| . Ἐπειδὴ γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς |
| καὶ ἀηδίας πλήρη , μεστὴν δὲ σκωλήκων καὶ πολλῇ σαπρίᾳ συμπεφυρμένην , πρός τε τὴν ἕξιν τῶν σωμάτων παντελῶς ἀνενέργητον | ||
| ὅλης : εἶτα τὴν τοῦ αἰσθητικοῦ φύσιν οὐκέτι τῷ σώματι συμπεφυρμένην , ἐποχουμένην δέ : εἶτα τὴν ἄλλην ψυχὴν καὶ |
| πέσῃ λόχον αἰόλος ἰχθύς , αὐτίκ ' ἐπεφράσθη τε καὶ ἐκδῦναι κακότητος πειρᾶται , τρέψας δὲ κάτω κεφαλήν τε καὶ | ||
| περ ἐξ ἀγαθῶν ἔλαβες κακόν , ὣς δὲ καὶ αὖθις ἐκδῦναι πειρῶ θεοῖσιν ἐπευχόμενος . μηδὲ λίην ἐπίφαινε : κακὸν |
| τούτοις οὐδ ' ἐν τῷ Πειραιεῖ ὄντα ἄφθονα ὀθόνια καὶ στυππεῖον καὶ σχοινία , οἷς κατασκευάζεται τριήρης , ὥστε πρίασθαι | ||
| ἀεὶ τοῦτο τὸ λὰξ ἐν μνήμῃ . καί ποτε κελεύεται στυππεῖον ἐξ ἑτέρου χωρίου εἰς ἕτερον χωρίον μετενεγκεῖν : κομίσας |
| . Τοὺς μὲν ἀπορρήτοις ἐρύων ἴυγξιν ἀπ ' αἴθρης ῥηϊδίως ἀέκοντας ἐπὶ χθόνα τήνδε κατῆγες , τοὺς δὲ μέσους μεσάτοισιν | ||
| Ὕπνον κοσμῶν ; οὐ γὰρ ἐνταῦθά γε ἄναξ ἀνθρώπων οὐδὲ ἀέκοντας ἕλκει πρὸς ἑαυτὸν οὐδὲ πρὸς βίαν κατακοιμίζει , ἀλλὰ |