μικρότερον , μελισσόφυλλον , πράσιον , ῥοῦς , σάμψυχον , στοιβῆς ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , τρίφυλλον , ὕσσωπον
τῶν πυορροούντων κλύζομεν μελικράτῳ , στυπτηρίᾳ μεθ ' ὕδατος , στοιβῆς ἀφεψήματι μετ ' οἴνου ἢ ῥόδων ἢ κισσοῦ ἢ
7790988 ἀποπνειν
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ?
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν
7619916 ἐγκαθευδειν
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις
7493400 ἐξηπατησεν
. ταῦτα κατιδὼν ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκισα : εἶτα νῦν ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον . ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ
μῆλον αἰδεσθεῖσα καὶ χαλεπῶς ἤνεγκεν , ὥσπερ ὅτε Κυδίππην Ἀκόντιος ἐξηπάτησεν . Ἑρμοχάρει δὲ αἰτησαμένῳ κατῄνεσε τὸν γάμον ὁ πατὴρ
7431570 αἰρε
κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε
δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς
7424473 Ἡκιστα
ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ
εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ '
7397140 κιχησατο
ἵν ' ἀγγείλειε τοκεῦσι , πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί : κιχήσατο δ ' ἔνδον ἐόντας . ἡ μὲν ἐπ '
ἐρεισθείς . ἣ δ ' ἄρα τὸν μὲν ἔλειπε , κιχήσατο δ ' Ἕκτορα δῖον Δηϊφόβῳ ἐϊκυῖα δέμας καὶ ἀτειρέα
7391006 ἀποκαταστησον
Ἐπὶ δόρυ ἐπίστρεφε , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ περίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ ἐκπερίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπ '
εὔοσμον ἐξικνούμεθα : καταλαμβανόμεθα ὑφέσθαι : παραχωρεῖν ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων
7390959 εὐκαμπη
. Ἡ κρικηλασία δύναται μαλάξαι τὰ συντεταμένα τῶν σωμάτων καὶ εὐκαμπῆ παρασκευάσαι τὰ κατεσκληκότα διὰ τοὺς ἐξελιγμοὺς καὶ τὴν ποικιλίαν
δεῖ κρεμνᾶν χάριν τοῦ διάστασιν λαμβάνειν | τοὺς σπονδύλους καὶ εὐκαμπῆ τὴν ῥάχιν ἀποτελεῖσθαι καὶ τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ συστροφῆς
7380269 Πολυχαρη
καὶ πᾶσαν προέσθαι φωνὴν εἰς τὸ σωθῆναι . τὸν δὲ Πολυχάρη ἐντραπέντα τὴν ξενίαν κρύψαι τὴν πρᾶξιν , καὶ τὸν
ἐπί τε τῶν ἐφόρων καὶ τῶν βασιλέων . τὸν δὲ Πολυχάρη τυχόντα τῶν ἴσων τόν τε νεανίσκον ἀνελεῖν καὶ τὴν
7380069 αὐτοκαβδαλον
ἐπὶ τῶν ἀλφίτων εἴρηται : τὸ ὡς ἔτυχεν φυραθὲν ἄλευρον αὐτοκάβδαλον , . , . . . Αὐτόματος : αὐτόκλητος
καὶ λιμένι καταλεγόμενον : ναυλόχους γὰρ ἔλεγον τοὺς λιμένας . αὐτοκάβδαλον δὲ τὸ εἰκῇ καὶ ὡσαύτως καὶ αὐτουργὸν γεγονός .
7379936 κακιζοντας
γένοιτο ἀμφότερα , ἐφῆκαν τοῖς πολεμίοις λόγῳ τ ' αἰσχύνειν κακίζοντας σφῶν ὡς ἄνανδρον τὴν ἡσυχίαν , καὶ ἔργοις ὑπεροψίας
μάλιστα δὴ αὑτοῦ ἀκράτορα Μεγασθένης ἀνέγραψεν αὐτοὺς τοὺς σοφιστὰς λέγειν κακίζοντας τὸν Κάλανον , ὅτι ἀπολιπὼν τὴν παρὰ σφίσιν εὐδαιμονίαν
7363045 λουσαμενους
οἱ δὲ σὺν πολλῷ πόνῳ ἡμέρωσαν . τῆς ὑστεραίας ἐκέλευσε λουσαμένους ἥκειν . ἐπεὶ δὲ ἧκον , προέθηκεν αὐτοῖς εὐωχίαν
ἱστορεῖ κρήνην ἐν Χρωψὶ τῆς Θράικης , ἐξ ἧς τοὺς λουσαμένους παραχρῆμα μεταλλάσσειν . . : . . . .
7359556 δηθυνει
εἰ δέ τε κούρην Ἀστραίην διίῃσι κερασφόρος ἀργέτα Μήνη , δηθύνει κλόπιον , χρόνιον δ ' ἀναφαίνεται αὖτις : δήεις
ἢ ἐπίπροϲθεν ἐϲ νύκτα . ἥδε ἡ περίοδοϲ οὐ κάρτα δηθύνει . καὶ τιϲὶ μὲν ἡ κεφαλὴ ἀλγέει πᾶϲα :
7357351 Ἀχελωῳ
ὀνόματι Δηϊάνειραν , ἣν ἔλαβεν ἐξ Οἰνέως , ἀντεραστὴς γενόμενος Ἀχελώῳ τῷ ποταμῷ , ἐξ ἧς ἔτεκε καὶ τὸν Ὕλλον
βάρος : ἤγειρεν γάρ τοί μ ' οἶνος μὴ συμμιχθεὶς Ἀχελώῳ . Λῆμνος κυάμους τρέφουσα τακεροὺς καὶ καλούς . Ἐνταῦθα
7354023 Ἀσκαλαφον
τε Νεστορίδην Θρασυμήδεα ποιμένα λαῶν , ἠδ ' ἀμφ ' Ἀσκάλαφον καὶ Ἰάλμενον υἷας Ἄρηος ἀμφί τε Μηριόνην Ἀφαρῆά τε
διαφθεροῦσι . λέγει δὲ τοὺς περὶ Πάτροκλον καὶ Πηνέλεων καὶ Ἀσκάλαφον καὶ Ἀρκεσίλαον καὶ τοὺς παραπλησίους . πολλοὺς δὲ ἀριστεῖς
7351665 ἐκτειν
δ ' ὑπὲρ ἁπάσης Ἑλλάδος δώσει δίκην , ὦν πατέρας ἔκτειν ' , ὧν δ ' ἀπώλεσεν τέκνα , νύμφας
ἐρήμους καὶ παρόντα μηδένα ἐρρυσάμην ἀδελφόν , ὃν δ ' ἔκτειν ' ἐγώ , ἔκρυψα δ ' ἄμμῳ τοῦτον ,
7350088 ἐσαινε
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων .
7348662 Ὠφελει
, ὥσπερ καὶ τάριχος καὶ ἐγκατηρᾶ λεγομένη καὶ κορίαξος . Ὠφελεῖ δὲ τούτοις καὶ ἔμετος μετὰ τροφὴν καὶ ἡ κάθαρσις
παρέχει ἑαυτὴν ἡ ῥίζα γεύσασθαι καὶ οὐ πάνυ λευκήν . Ὠφελεῖ δὲ ὁ μὲν μέλας ἥκιστα χαμαιλέων , ὁ δὲ
7333316 ἀφηρπασεν
ἐπάνω ἐθεάσατο τὸν μῦν ἐπὶ τῆς λίμνης , ὅστις καταπτὰς ἀφήρπασεν εὐθέως . Ἅμα βάτραχος αὐτῷ προσδεδεμένος δεῖπνον καὶ αὐτὸς
μητρυιῶν ἐπιμελείας . κύων ἐν μακελλίῳ εἰσελθὼν καρδίας βρῶμα ἐκεῖθεν ἀφήρπασεν . ὁ δέ γε μακελλεὺς ἐπιστραφεὶς ἔλεγεν αὐτῷ :
7330732 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
7322453 ἐδρακεν
οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτῷ δῶκε τίσιν θεὸς αἶψα καὶ ἔδρακεν ἐχθρὸν ὅμιλον τειρόμενον κατὰ βένθος . Ἑῷ δ '
ἀμφαγάσαντο : καὶ δ ' αὐτὴ Βρισηίς , ὅτ ' ἔδρακεν υἷ ' Ἀχιλῆος , ἄλλοτε μὲν θυμῷ μέγ '
7311013 μετασπων
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
7308527 προδοτιν
οἶκον ἠγόμην , κακὸν μέγα , πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ ς ' ἐθρέψατο . τὸν σὸν δ '
ὡς ἐσεῖδες μαστόν , ἐκβαλὼν ξίφος φίλημ ' ἐδέξω , προδότιν αἰκάλλων κύνα , ἥσσων πεφυκὼς Κύπριδος , ὦ κάκιστε
7304460 μογεροιο
ἔραζε αἰετοῦ ὠμηστέω κνημοῖς ἔνι Καυκασίοισιν αἱματόεντ ' ἰχῶρα Προμηθῆος μογεροῖο . τοῦ δ ' ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον πήχυιον
ἥν τε νέον πάτρης ἀπενόσφισεν αἶσα , οὐδέ νύ πω μογεροῖο πεπείρηται καμάτοιο , ἀλλ ' ἔτ ' ἀηθέσσουσα δύης
7302468 ἐνικησας
τοῦ χαίρειν , ὡς τὸ ” ἢ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας „ . μέση γὰρ ἡ λέξις . . .
ὅτι ἐνθάδε μηδὲν ἐθρασύνθη . ἢ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας . ἀλύεις νῦν ἀντὶ τοῦ χαίρεις , γαυριᾷς .
7302387 λιθοκολλητοι
πολλῷ χρόνῳ κατασκευάζονται , τινὲς δὲ ὁλοάργυροι καὶ ὁλόχρυσοι καὶ λιθοκόλλητοι στρωμναί , ἀνθηροποικίλοις καὶ χρυσοπάστοις ὡς πρὸς ἐπίδειξιν καὶ
περὶ αὐτὸ τὸ σῶμα ἀλογήσαντες , οὔθ ' ὅτι κλίναι λιθοκόλλητοι καὶ ὁλόχρυσοι θαυμάσαντες , οὔθ ' ὅτι ἀραχνοϋφεῖς ἢ
7297379 κλαγγαισιν
ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . κλαγγαῖσιν ] ἤχοις . ἔστι δὲ ποιὰ φωνὴ κυρίως ἐπὶ
κατὰ μέσην ἡμέραν γεγενημέναις . κλαγγαῖσιν ] βοαῖς . Ξ κλαγγαῖσιν ] συριγμοῖσιν . κλαγγαῖσιν ] κραυγαῖς . κλαγγαῖσιν ]
7295167 κακολογει
εὐλογεῖν , εὐλογήσασθαι , εὐλογία , κακολογία ὡς Ὑπερείδης , κακολογεῖ ὡς Δημοσθένης , καὶ ἀλογία , αἰσχρολογία ὡς Ξενοφῶν
τῶν ἐν τῷ Ἴωνι ἐπιγραφομένῳ , ἐν ᾧ πρῶτον μὲν κακολογεῖ πάντας τοὺς ποιητάς , ἔπειτα καὶ τοὺς ὑπὸ τοῦ
7281146 ἐβαψεν
τὴν ἐξ αἵματος σπονδήν : παρέσω τὸ ξίφος : γράφεται ἔβαψεν : ἐπὶ τῷ πένθει τῶν τέκνων : βουλομένη αὐτοὺς
πέλεν ἐκ Φαέθοντος , ἐπεὶ πυρόεις Ὑπερίων ἐς νέφος ὑγρὸν ἔβαψεν ἐρευθομένης σέλας αἴγλης καὶ νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ
7275779 ἀϋτμῃ
. οἱ δ ' ὥστ ' οἰνοβαρεῖς , ὀλοῇ μεθύοντες ἀϋτμῇ , πάντῃ δινεύουσι καὶ οὔποθι χῶρον ἔχουσι λειπόμενον κακότητος
ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' ἀνίσταται ἄσθματι λάβρῳ
7274108 καπηλευσειν
] νοθεύσειν , μολύνειν , νενοθευμένην δεῖξαι τὴν μάχην . καπηλεύσειν ] ἀναβαλέσθαι . καπηλεύσειν ] ἐκκλίνειν , οὐ καλῶς
ἐλθὼν ] παραγενόμενος . ἔοικεν ] φαίνεται . Ξ οὐ καπηλεύσειν ] οὐ κιβδηλεύσειν , ἤτοι οὐ ψεύσεσθαι . Ξ
7272443 ἑλκ
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ
7270237 εὐσυνετον
. ἀστεῖος . νῦν γελοιώδης : σημαίνει γὰρ καὶ τὸν εὐσύνετον καὶ εὐπρόσωπον καὶ χαρίεντα . ἔφαμεν δὲ δή κτλ
εὔπυρον , εὔσιτον , εὔοινον , εὔδουλον εὔβουλον εὐλόγιστον , εὐσύνετον , εὐκάρδιον , εὐπρόσωπον , εὐτράπελον , εὐόφθαλμον ,
7269949 Γυψ
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ .
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι
7258549 ἀνεεργε
' ἀλεγεινὸν ἀεξόμενοι Διὸς ὄμβρῳ , τοὺς μέλαν οἶδμ ' ἀνέεργε πολυστόνου Ἀμφιτρίτης πόντον ἐσελθέμεναι , πρὶν τείχεα πάντ '
μῦθον ἀκούσας , καί ῥ ' ἐς μέσσον ἰὼν Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας , μέσσου δουρὸς ἑλών : οἳ δ '
7253855 Οὐεντιδιον
Ἰταλίαν μέχρι Σικελίας διώδευσαν καὶ συγκατέλυσαν πολλάκις ἑτέροις λοχαγοῖς ζητοῦσιν Οὐεντίδιον . Ἕτερον ἐν τάφῳ κρύπτων ἀπελεύθερος , οὐ φέροντα
τάδε ἔκριναν : ἀποθέσθαι μὲν τὴν ὕπατον ἀρχὴν Καίσαρα καὶ Οὐεντίδιον αὐτὴν ἐς τὸ λοιπὸν τοῦ ἔτους μεταλαβεῖν , καινὴν
7253289 στορθυγξ
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον
7247969 κιχον
νέκυν θεράποντ ' Ἀχιλῆος : αὖτις γὰρ δὴ τόν γε κίχον λαός τε καὶ ἵπποι Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς φλογὶ
δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ ' , ἐγρομένοιο σάλου ζαχρηέσιν
7243580 καταπληττομαι
τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι λόγοισι χαίρειν . εἶτ ' ἐπὶ δεῖπνον
] ὦ ἰὼ ] ὦ πέφρικ ' ] φοβοῦμαι καὶ καταπλήττομαι πρᾶξιν ] τὴν δυστυχίαν , τὸ πάθος ἡμέτερα †
7243314 ξυλοχους
ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ '
καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι
7241760 μεταλμενος
διώκων , οὐκ ἔσθ ' ὅς κέ ς ' ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ , οὐδ ' εἴ κεν μετόπισθεν Ἀρίονα
, ἀλλ ' ὅ γ ' ἄρ ' ἢ ἥρπαξε μετάλμενος , ἠὲ καὶ αὐτὸς ἔβλητ ' ἐν πρώτοισι θοῆς
7237201 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7234702 ἀκαχησω
ὀξύτης τοῦ δόρατος καὶ τοῦ ἔγχους τὸ κοντάριον : ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκήχηκα ἠκηχημένος . οὔτι : ὡς μηδέ . σιδήρου
. πρόσκειται „ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς „ διὰ τὸ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκάχημαι ἀκαχημένος . . . . Αἱ εἰς Η
7230011 ὑπερενεγκειν
περιγράψασθαι περιγράψαι , σκιὰν ὑποβαλέσθαι , σκιὰν περιενεγκεῖν , σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι
Ἱστορεῖται τοίνυν ὁ μὲν Λυσίας καλλιεπείᾳ τῶν καθ ' αὑτὸν ὑπερενεγκεῖν , ἐρᾶν δὲ τῶν παίδων τὸν ἀκόλαστον ἔρωτα ,
7227782 λιστριον
λάσανα : ὡς ἡμεῖς , ἐφ ' ὧν ἀποπατοῦμεν . λίστριον : τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος
κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον . ἔοικεν οὖν τὸ πρῶτον τοιοῦτο
7223402 ἀρνον
ἐξανίσχει τῆς τάφρου πεποιημένος ἀπὸ δρυὸς , φέρων ἀπαιωρούμενον οὐκ ἀρνὸν ἢ χίμαρον , ἀλλὰ κύνα λεπτοῖς ἱμᾶσι τοὺς διδύμους
ἐβόησε μετανοῶν : Οἴησις ἡμῖν πημάτων παραιτία . Λύκος δὲ ἀρνὸν εὑρὼν πεπλανημένον οὐκ ἀφήρπασε χειρὶ δυνατωτάτῃ , ἀλλ '
7219680 ἀμπισχων
μὲν οὔτι τόσον τελέθει κακὸν ἔνδοθι μίμνον ἰλλοί τε πόδες ἀμπίσχων κεφαλήν ναρκίσσου τερενώτερος ὑπώρορε βοώμενος χειρῶν ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα
ἀνάπαυσις . ἀλλ ' ὅτι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις . δυσέρωτες δὴ φαινόμεθ ' ὄντες τοῦδ
7219621 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
7216088 Οἰμ
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ .
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
7215297 λυγους
ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ ' ὄργυιαν
μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά ” τοὺς
7208547 ἐμισησε
ἢ ὅτι οὐδὲ ὅλως ἐτίμας αὐτήν : ἢ οὕτως : ἐμίσησέ σε σωφρονοῦντα διότι ἐμέμφθη ὑπὸ σοῦ καὶ οὐκ ἠξιώθη
ἢ ὅτι οὐδὲ ὅλως ἐτίμας αὐτήν : ἢ οὕτως : ἐμίσησέ σε σωφρονοῦντα διότι ἐμέμφθη ὑπὸ σοῦ καὶ οὐκ ἠξιώθη
7207256 προτιμητεον
: εἰ δὲ κατὰ τὴν αἰτίαν τοῦ γενομένου καλῶς , προτιμητέον τὴν θεωρίαν . Ὥστε καὶ σπονδὰς ἑκατέρῳ σπεισάμενοι ,
τὰ ἴδια τῶν κοινῶν , ἀλλὰ τὰ κοινὰ τῶν ἰδίων προτιμητέον . οἷον δέ σοι καὶ τὸ τῆς παραμυθίας εἶδος
7200763 ἀποσπασαι
μετὰ μέλιτος χρῶ . [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς
] * Τοῦτο εἶπεν , ὅτι ὁ Πορφυρίων ἐπεχείρει βοῦς ἀποσπᾶσαι ἐκ τῶν Δελφῶν , ἄκοντος τοῦ Ἀπόλλωνος : διὸ
7198426 νηθω
. Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα . Πηός . κυρίως ,
” . καὶ τὸ πλήθω ὡς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων
7197810 ἀψυχιᾳ
. . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα
ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει ,
7194695 ἀπεσεισατο
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ
7190292 ἀσταχυεσσιν
ἀνάσχου . ἀσπουδεί χωρὶς πάσης σπουδῆς , ἄνευ κακοπαθείας . ἀσταχύεσσιν στάχυσιν . ἄσβεστος μεταφορικῶς ἀκατάπαυστος , ἀκατάληκτος . ἀσπιστάων
λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χωρὶς προθέσεως εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ
7188797 χρυσοπαστοις
δὲ ὁλοάργυροι καὶ ὁλόχρυσοι καὶ λιθοκόλλητοι στρωμναί , ἀνθηροποικίλοις καὶ χρυσοπάστοις ὡς πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πομπήν , οὐ τὴν καθ
μὴν οἴκαδε πολλοστιαῖος ἀποτρέχω , γύναι . ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται . ἐγὼ ποιήσω πάντα κατὰ Νικόστρατον . φηγούς
7186578 περιεβαλλον
ἄγειν παρήγγελλον : τοὺς δ ' ἀπειθοῦντας ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις περιέβαλλον . εἰ δέ τις τῶν ἐκ τῆς ἑταιρίας αὐτῶν
, τῆς ἁρμονίας τῇ ᾠδῇ . καὶ γὰρ μετατραπέντες ἀλλήλους περιέβαλλον , ἠσπάζοντο δακρύοις . [ . . , .
7185292 ἐλεουσιν
γὰρ τοὺς πολέμους βραβεύουσαι Τύχαι οὐ τῶν πολλῶν τὴν ἀσθένειαν ἐλεοῦσιν , ἀλλὰ τῶν εὖ μαχομένων ἐρυθριῶσι τὰς ἀρετάς .
εἰώθασι : δεδιότες γὰρ περὶ αὑτῶν τὰς τῶν ἄλλων συμφορὰς ἐλεοῦσιν . , : τοῦ αὐτοῦ : ἡ γὰρ πενία
7184619 πιω
ἐμὸν νόον ἁπλώσας θιάσωι τέρπομαι κούρων . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , τοῦτ ' ἐμοὶ μόνωι τὸ κέρδος
ὃ γὰρ ἂν λαβόν μου καταφάγῃ τὴν καρδίαν , ὅταν πίω τοῦτ ' , εὐθὺς ὑγιὴς γίγνεται . Ἀσκληπιὸς κατέβρεξεν
7184616 ἀποδιοπομπεισθαι
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
7183963 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
7180328 πταρνυσθαι
τοιαύτῃσι τοῦ πταρμικοῦ προσφέρειν , ἐπιλαμβάνειν δὲ τὸν μυκτῆρα καὶ πτάρνυσθαι , καὶ τὸ στόμα πιέζειν , ὅκως ὁ πταρμὸς
διόμνυσθαι , φράγνυσθαι , ζώννυσθαι , ὀμόργνυσθαι , δαίνυσθαι , πτάρνυσθαι , καὶ ὅσα τοιαῦτα . Χρῄζω τὸ χρείαν ἔχω
7179130 συφορβος
, εἵματα καλά . ” ὣς φάτο , βῆ δὲ συφορβός , ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν , ἀγχοῦ δ '
τὸ πέμπω γίνεται πομπὸς καὶ παρὰ τὸ φέρβω φορβὸς καὶ συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ
7179050 Κᾀτ
ὀπτὴρ οὐδεὶς ἐφάνη οὔτε αἷμα οὔτε ἄλλο σημεῖον οὐδέν . Κᾆτ ' ἐγὼ συγχωρῶ τῷ τούτων λόγῳ , παρεχόμενος μὲν
. Ἐρινὸν οὖν τιν ' αὐτῆς πλησίον νενόηκας ὄντα ; Κᾆτ ' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδρούς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους
7178143 λιθωι
Τὸν Βρομίου Σάτυρον τεχνήσατο δαιδαλέη χείρ μούνη θεσπεσίως πνεῦμα βαλοῦσα λίθωι . εἰμὶ δὲ ταῖς Νύμφαισιν ὁμέψιος . ἀντὶ δὲ
τῶν ζώιων Ἰνδοὶ θηρῶσιν ἀκέντρους τὰς οὐρὰς ἔχοντα : καὶ λίθωι δὲ ἔτι διαθλῶσιν αὐτάς , ἵνα ἀδυνατῶσι τὰ κέντρα
7174368 ἀρεσσαμενος
γε ποθὴ μετόπισθε γένοιτο τούτου , ὃ δή μοι δῶκας ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν . ” ἦ ῥα , καὶ ἀμφ '
Αἰσχύλος ἐν Ψυχαγωγοῖς ἐμφαίνει , τὴν Περσεφόνην ἐκδεχόμενος Δαῖραν . ἀρεσσάμενος : φιλοφρονησάμενος . ἰκμαίνοιτο : ὑγράνειεν . ἀνέσχε :
7174036 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
7173248 Ἐλαττω
ὅπως καὶ τὰς ἐπὶ τούτοις αἰτίας προσαποδοίημεν τῷ λόγῳ . Ἐλάττω τοίνυν φέρεται διὰ ξηρότητα τροφῆς καὶ ὀλιγοποσίαν , γυμνάσιά
ἀρδείαν , τῶν ἰσχναινόντων ὥσπερ ἀφαιρουμένων αὐτοῦ τὴν ποσότητα . Ἐλάττω δ ' ἂν ὀφθείη καὶ διὰ φάρμακά τε καὶ
7172732 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
7171686 ταναον
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν :
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα
7171264 μεμονωμενη
χελιδόνα , εἰς ἃς μετεβλήθησαν Πρόκνη καὶ Φιλομήλα : ἡ μεμονωμένη καὶ ἐστερημένη τῆς μητρὸς ὄρνις : τοῖς ἐμοῖς κακοῖς
. Αὐτὸ δὲ τοῦτό μοι τοὺς στεφάνους βάλε , οἷς μεμονωμένη χρωτισθήσομαι . Κύριε , μή μ ' ἀφῇς ἀποκεκλειμένην
7165556 ἐσφιγξε
μελέων ἐρατῶν ἀπεδύσατο πέπλα ἀμφοτέραις παλάμῃσιν , ἑῷ δ ' ἔσφιγξε καρήνῳ , ἠιόνος δ ' ἐξῶρτο , δέμας δ
ἀπολέλοιπε τοῦ κόσμου , πάντα δὲ συναγαγὼν διὰ πάντων ἀοράτοις ἔσφιγξε δεσμοῖς , ἵνα μή ποτε λυθείη , οὗ χάριν
7164388 ἐπλησε
. Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄνθρωπον Ἀσενέθ
ὧν ἑαυτὸν ἦν θεὸν στήσας κάτω , ἀνθ ' ὧν ἔπλησε γῆν σφαγῆς μιασμάτων , ἀνθ ' ὧν ὑπῆρξεν εὑρετὴς
7162941 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .
7161432 ἀσσιου
, τερεβινθίνης λι αʹ , ἀφρονίτρου γο Ϛʹ , λίθου ἀσσίου ἄνθους γο Ϛʹ , λιβάνου γο Ϛʹ , ἐλαίου
, σμύρνης , πεπέρεως , ἁλῶν ὀρυκτῶν ῥυπαρῶν , λίθου ἀσσίου ἄνθους , στυπτηρίας σχιστῆς ἀνὰ γο αʹ , χαλβάνης
7155373 ἐδαμνα
ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα : βέλος δ ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα . Ἀργεῖοι δ ' ὡς οὖν ἴδον Ἕκτορα νόσφι
κέχρηται τῷ ὀνόματι . . βέλος δ ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα : ὅτι βέλος τὸν βεβλημένον τόπον . . .
7149756 ἐπεξιοντας
Καῖσαρ τὸν τόπον , ὅτι ἐνταῦθα ἐνίκα τῇ μάχῃ τοὺς ἐπεξιόντας ἐπ ' αὐτὸν μετὰ Ἀντωνίου , καὶ λαβὼν ἐξ
ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν τὴν παρ ' αὐτοῖς γῆν γεωργεῖν .
7149150 ταρος
: τάλαρος : . . . ἢ ἀπὸ τοῦ τηρὸς ταρός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς τάλαρος , ὁ
σημαίνει τὸ ὑπερφρονῶ ἀττικῶς . ἔπειτ ' ] ἆρα . ταρός ἐστιν ὁ μικρὸς καλαθίσκος , ταλαρὸς δὲ ὁ μέγας
7149108 κελευστας
. οἱ δὲ Νάξιοι νομίσαντες ἐπιπλεῖν τοσαύτας τριήρεις , ὅσους κελευστὰς , φοβηθέντες παρέδωκαν ἑκόντες Διονυσίῳ τὴν πόλιν . Διονύσιος
σάλπιγξ δρᾷ τὸν αὐλόν , εἰ συναυλοῖεν , ἢ τοὺς κελευστὰς ἡ θάλαττα , ὁπόταν πρὸς κύματος ἦχον ἐπᾴδειν τῇ
7145764 ἐπτερωμενους
τῆς Ἀρεθούσης . Καὶ δὴ ἐγὼ Νίκας μὲν καὶ Ἔρωτας ἐπτερωμένους οὔτε ἐν χαλκῷ οὔτε ἐν λίθῳ οὔτε ἐν χρώμασιν
καὶ ὅσον οὐδέπω πάντας ἀνθρώπους ἀφίξεσθαι προσεδόκων τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπτερωμένους . ὁ δὲ Ζεὺς μάλα φοβερῶς , δριμύ τε
7144137 τρυφημα
τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον ,
, ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον ,
7143895 σανδαρακην
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου
7143528 σφαξ
τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον
σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ
7140023 ἐστεφανου
σπουδήν . ὁ δὲ Σύλλας τῆς ἐπιούσης τόν τε ταξίαρχον ἐστεφάνου καὶ τοῖς ἄλλοις ἀριστεῖα ἐδίδου . καὶ τὴν Βοιωτίαν
μὲν κατηγόρει , τοὺς δὲ οὐκ ἔψεγε , σὲ δὲ ἐστεφάνου λέγων μὲν οὐδὲν καινόν , οὐ γὰρ ἀφῆκεν ἡ
7139009 καλεει
. πρὸς ὃν Οὐλπιανὸς ἔφη : ὄρς ' Ἀσκληπιάδη , καλέει κρείων σε Χαρωνεύς . οὐ γὰρ κακῶς τινι τῶν
' ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὄρσο Θέτι : καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς . τὴν δ ' ἠμείβετ
7137670 φοινιου
τοὺς ἄνω τε καὶ κάτω φορουμένους ἱμᾶσιν , αἵματός τε φοινίου ῥοὰς τῶν μὲν πιτνόντων , τῶν δὲ θραυσθέντων δίφρων
δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα δεινὸν ἀλλήλοις ἔπι . κάπροι
7135364 αὐλειας
αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μή τἄρ ' εἶναι μ
αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μὴ τἄρ ' εἶναί μ
7131024 Οὐδεποτ
κατεσθίειν . Αὐτόματα πάντ ' ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται . Οὐδέποτ ' ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ
' αὐθαίρετον . τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ ; Οὐδέποτ ' ἀληθὲς οὐδὲν οὔθ ' υἱῷ πατήρ εἴωθ '
7130781 ὡρμημενος
. τεθοώμενος : καιόμενος , καὶ διεγειρόμενος , ὀξυνόμενος , ὡρμημένος , καιόμενος , πυρούμενος , σκοτιζόμενος τῇ τοῦ ἔρωτος
Θεόπομπος α Φιλιππικῶν * * καὶ γ : ἔτι συνεπολέμησεν ὡρμημένος ἐκ Χαλκῶν τῆς Λαρισσαίας . . . : περὶ
7129863 ὀργαζειν
ἄπει . Τί κατακροᾶσθέ μου τὰ μουσοδονήματα ; Ἢ πηλὸν ὀργάζειν τινά . Οὐκοῦν περιγράψεις ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον ; Τί
. μεμαλαγμένος . Ὠργασμένος ἀντὶ τοῦ μεμαλαγμένος , ἀναδεδευμένος . ὀργάζειν κυρίως τὸ τὸν πηλὸν ταῖς χερσὶ φύρειν . Ὠρωπός
7128398 στεμμασι
χρυσοῦς , πηχῶν ἑκατὸν εἴκοσι , διαγεγραμμένος , καὶ διαδεδεμένος στέμμασι διαχρύσοις , ἔχων ἐπ ' ἄκρου ἀστέρα χρυσοῦν ,
. Καλλιθόη κλειδοῦχος Ὀλυμπιάδος βασιλείης , Ἥρης Ἀργείης , ἣ στέμμασι καὶ θυσάνοισι πρώτη κόσμησεν περὶ κίονα μακρὸν ἀνάσσης Ἑρμείαν
7128149 μιμῃ
εἰς ἀπόδειξιν ἀρετῆς . ὅτι μὲν οὖν τῷ πόνῳ μὲν μιμῇ τὸν Ἡρακλέα , τῷ τάχει δὲ τὸν Περσέα ,
, ὡς τεχνικήν τε ἅμα καὶ προνοητικὴν τοῦ ζῴου , μιμῇ δ ' αὐτὴν οὐδαμῶς . παμπόλλων γὰρ ὄντων δογμάτων
7128022 ἀνδροκμητας
εἶτα παράγραφος . στροφὴ ἑτέρα κώλων ιβʹ . ἡμέτερα + ἀνδροκμήτας : στροφὴ ἑτέρα κώλων χοριαμβικῶν ιβʹ . ἐπὶ τῶι
αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , ἧς ἡ ἀρχὴ ” ἀνδροκμήτας “ : κώλων γάρ ἐστι καὶ αὕτη ιβʹ .
7127876 ὑποτρεχειν
, θεραπεύειν ὑπερθεραπεύειν , ὑπιέναι , ὑπάγεσθαι , ὑπέρχεσθαι , ὑποτρέχειν , ὑποπίπτειν , ὑποκεῖσθαι , κατεπᾴδειν , κατακηλεῖν ,
, εἶτα τοῦ δρόμου ἄρχονται . ὑποθεῖν οὐκ ἐῶ : ὑποτρέχειν καὶ ὑποσκελίζειν καὶ ἐμποδὼν ἵστασθαι . ΓΘ ἄπιτον ]
7124438 Ἀσκον
τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ κατόπιν μὴ προορωμένων . Ἀσκὸν δαίρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως τι ποιούντων . Ἀσκῷ
ἄμφω δεῖ βασιλεύειν , μετέχειν δὲ ἑκάτερον τῆς ἀρχῆς . Ἀσκὸν δαίρειν : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων :
7124331 ἀφαιρησομενος
οἱ ἡγούμενοι , τὰ δὲ τῶν στρατιωτῶν οὐδεὶς ἦν ὁ ἀφαιρησόμενος . οἱ δ ' αὐτοὶ καὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνδρεῖοι
, καὶ γενόμενος δήμαρχος ἴσχυσε τοσοῦτον ὥστε ἐπέμφθη Μάρκος Κάτων ἀφαιρησόμενος τὴν Κύπρον τὸν κατέχοντα . ἐκεῖνος μὲν οὖν ἔφθη
7123366 δυσωπει
ἐν δὲ τῇ διανοίᾳ οὐκ ἐξίσταται τοῦ φαινομένου : διὸ δυσωπεῖ ἀεὶ καὶ καταναγκάζει τοὺς ἀκροατὰς ἐκ τῆς ἐναργείας τῶν
ὤν , διακινηθεὶς ὡς μὲν κατήγορος αἰτιᾶται , κατηγορεῖ , δυσωπεῖ , πάλιν δ ' ὡς δικαστὴς διδάσκει , νουθετεῖ
7116981 συνηναγκασε
τινα ἐπιβουλὴν μηχανήσηται , φθάσας αὐτὸν συνέλαβε καὶ πιεῖν κώνιον συνηνάγκασε . τοὺς δὲ συνηκολουθηκότας στρατιώτας ἐπαγγελίαις δημαγωγήσας κατέμιξε τοῖς
νικήσας , καὶ τοὺς μὲν ἀνελὼν τοὺς δὲ διώξας , συνηνάγκασε τὸν Διονύσιον γυμνὸν διανήξασθαι τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ καὶ

Back