| ἐπαινεσόμενος , ἐν ᾧ καὶ τὸ ἀληθέστατον ἀπιστίαν ἐφέλκεται . Αὐτήν τε ταύτην ἐθρήνησα τὴν πόλιν ἣν ἥδιστα μὲν εἶδον | ||
| , τῶν λαγόνων . ἔδεκτο : ἐδέξατο , ἐπεφύλακτο . Αὐτήν : τὴν κρύφιον . ἴσθμην : κοιλίαν , νηδύν |
| Σινώπης οἰκοῦντας : ἐκεῖ δὲ καταμείνας γυναῖκα τῶν ἐγχωρίων ἔγημε Σύραν , ἐξ ἧς αὐτῷ γίνεται Γύγης . Ὅτι Σαδυάττης | ||
| τὰ περὶ αὑτὸν βασιλικῶς διακοσμήσας τήν τε συμβιοῦσαν αὐτῷ , Σύραν καὶ συμπολῖτιν οὖσαν , βασίλισσαν ἀποδείξας συνέδρους τε τοὺς |
| δεῖ τέρμα καὶ τέλος ἰδεῖν σε τῶνδε τῶν πόνων : ἀκαμπῆ γὰρ καὶ σκληρὰν ψυχὴν ἔχει ὁ Ζεύς . . | ||
| δρῦν ὑψηλὴν ἐν Συχὲμ πεφυτεῦσθαί φησιν αἰνιττόμενος τὸν ἀνένδοτον καὶ ἀκαμπῆ , στερρόν τε καὶ ἀρραγέστατον παιδείας πόνον ; ᾧ |
| συνθέτοις . διὰ τὴν ἀηδίαν ἐκείνων . στρεπταίγλαν : τὴν στρέφουσαν καὶ ἀφανίζουσαν τὴν αἴγλην . στρεπταίγλαν : τὴν ἔμπροσθεν | ||
| στρεπταίγλαν ] τὴν ἔμπροσθεν οὖσαν τοῦ ἡλίου τῆς αἴγλης καὶ στρέφουσαν καὶ ἀφανίζουσαν τὴν αἴγλην , αἴγλην λαμπρότητα . στρεφομένην |
| ἔχουσαν οἷον τὴν ἄποψιν καὶ ἐπιτηροῦσαν τὸν λεὼν ἅπαντα ἢ αὐγάζοντα καὶ ὁρῶντα . λέγει δὲ τὸ ἀντικρὺ Σαλαμῖνος ὄρος | ||
| ἡ μεταφορά . εὐαγῆ ] καθαρὰν , κεχωρισμένην : ἢ αὐγάζοντα καὶ ὁρῶντα . λέγει δὲ τὸ ἀντικρὺ Σαλαμῖνος ὄρος |
| ' ἄνωθεν γάργαρ ' ἀνθρώπων κύκλῳ . ηὔλει δ ' ἐπίχαλκον τὸ στόμα λήκυθόν τ ' ἔχων . ἀδηφάγους ὁδὶ | ||
| . ] ἤγουν ἐχθρός , παρόσον οὗτοι πολέμιοι Ἕλλησιν . ἐπίχαλκον : τὴν ἔξωθεν χαλκῆν . τοῦτο δὲ προσέθηκε διὰ |
| , ἀμφοτέρων ποίημα ἦν ὁ ἄνθρωπος . Ἡσίοδος γαῖαν ὕδει φύρειν , ἐν δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδήν Καὶ σθένος | ||
| , ἀναδεδευμένος . ὀργάζειν κυρίως τὸ τὸν πηλὸν ταῖς χερσὶ φύρειν . Ὠρωπός . χώρα μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς |
| ὀλίγην μεγάλῳ τειχίῳ , ἢ τρόπιν μικρὰν ὑψηλῇ ὁλκάδι : συγκατῴκισεν δὲ ὁ θεὸς τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα , | ||
| τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . σὲ γάρ , γραῦ , συγκατῴκισεν σαπρὰν ὀρφῷσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . ἵν |
| ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς φλεγμονῆς καὶ παχέα πνεύματα , καὶ ὡς κατωφερῆ φέρονται ἐπὶ τοὺς πόδας , καὶ τῷ λόγῳ τούτῳ | ||
| , ἄρρεν καὶ θῆλυ . Δύο ἀνωφερῆ , καὶ δύο κατωφερῆ : καὶ τὰ μὲν ἀνωφερῆ δύο , πῦρ καὶ |
| ἀκούεται εἰσέτι κύκνος . Εὐρώπην σὺ φέρεις ? ? εἰς οἰκίον , οὐκ ἐπὶ πόντον ? [ , ] Λήδης | ||
| πλοκῇ τρέψας τε δείξω οἶκον ἔκλαμπρον μένειν εἰς αὐτὸν ὡς οἰκίον ἀμφοῖν ἄξιον τοῦ πνεύματός τε καὶ καθαρτικῆς ψυχῆς . |
| εἰσοχαῖς τε καὶ ἐξοχαῖς ὡς δοκεῖν κύκλωθεν ἤπειρον εἶναι τοῖς ἀναπλέουσί τε καὶ καταπλέουσι , αὐτοὺς δ ' ἐν τῷ | ||
| εἰσοχαῖς τε καὶ ἐξοχαῖς ὡς δοκεῖν κύκλωθεν ἤπειρον εἶναι τοῖς ἀναπλέουσί τε καὶ καταπλέουσι , αὐτοὺς δ ' ἐν τῷ |
| τινὲς παρ ' αὐτῷ : τῶν γονάτων αὐτοῦ λαβομένη καὶ περιπεσοῦσα τέως μὲν ἔκλαιε φωνὴν οὐδεμίαν προϊεμένη , ἔπειτ ' | ||
| χειμὼν Δάφνιδι καὶ Χλόῃ τοῦ πολέμου πικρότερος : ἐξαίφνης γὰρ περιπεσοῦσα πολλὴ χιὼν πάσας μὲν ἀπέκλεισε τὰς ὁδούς , πάντας |
| Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ Δημέα , προκατέλαβες ὅρασιν . Ἐμοὶ παράστα : τὴν θύραν κόψας ἐγὼ | ||
| ὄρνιθας ἀποστέλλει . βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ Δημέα , προκατέλαβες ὅρασιν . ἐμοὶ παράστα : τὴν θύραν κόψας ἐγὼ |
| Ἁλιευτικῷ διὰ τοῦ υ λέγων φησίν : ἢ λευκὴν συνόδοντα βόηκάς τε τρικκούς τε . καὶ πάλιν : τοῖσί κε | ||
| δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ διὰ τοῦ υ : λευκὴν συνόδοντα βόηκάς τε . σινόδοντα δ ' αὐτὸν λέγει διὰ τοῦ |
| χαλκηλάτῳ ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ | ||
| γὰρ αὐτῷ προσφέρω βρῶσιν διδοὺς τὴν ῥῖνά μ ' εὐθὺς ψηλαφᾷ κἄνω φέρει τὴν χεῖρα πρὸς φαλακρὸν ἡδὺ διαγελῶν . |
| παχεῖαν , ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος , Ὅμηρος δ ' ἀλεξάνεμον κέκληκεν . ἣν δὲ συρίαν οἱ πολλοί , ταύτην | ||
| , καὶ χάρις ὑποσχομένῳ , κοχλίαν δὲ θεασάμενος ηὗρον οἴκησιν ἀλεξάνεμον τὸν ἐν τῷ Μητρῴῳ πίθον . ἀπολέλυσο οὖν τῆς |
| ἢ ἔμψυχον ἢ ἄψυχον , τὸ ἔμψυχον ἢ ζῷον ἢ ζῳόφυτον ἢ φυτόν , τὸ ζῷον ἢ λογικὸν ἢ ἄλογον | ||
| τὰ κάτω γένη , οἷον τὸ ἔμψυχον πρὸς τὸ ζῷον ζῳόφυτον καὶ φυτὸν γένος ὑπάρχει . καὶ ἔστι μὲν ἡ |
| σέβειν δεῖ ἐς εὐελπιστίην εὐδαιμονίης , νόμοισί τε καὶ θεσμοῖσι πειθομένην πατρίοισι . μετὰ δὲ τούτους μυθεύομαι [ τοὺς θεοὺς | ||
| γυναῖκα εὔμορφον καὶ ἠρέμα πλουσίαν καὶ πιστὴν καὶ οἰκουρὸν καὶ πειθομένην τῷ ἀνδρί : καὶ γὰρ ὑποβαίνει καὶ ἐσκέπασται , |
| σοι βουκέφαλον ὠνήσομαι , καὶ πάλιν : ψήχει ἠρέμα τὸν βουκέφαλον . . . . † βουκινῆσαι : τὰς βοῦς | ||
| : ἐγώ σοι βουκέφαλον ὠνήσομαι . ψῆχ ' ἠρέμα τὸν βουκέφαλον , παῖ , τόν τε κοππατίαν . ὡς δ |
| καὶ θηλείας δορκάδας καὶ ἐκθεοῦσιν αὐτάς , τοὺς δὲ ἄρρενας καταθύουσιν . ἄθυρμα δὲ εἶναι τὰς θηλείας τῆς Ἴσιδός φασιν | ||
| αὐτὴν οἷα δήπου λεχὼ θεραπεύουσι . τὸ δὲ ἀρτιγενὲς βρέφος καταθύουσιν ὑποδήσαντες κοθόρνους . ὅ γε μὴν πατάξας αὐτὸ τῷ |
| ταλαιποροῦσι ; δηλονότι ἔχοντες τὸ πῦρ . καὶ διὰ τί πταίσαντος τοῦ Προμηθέως παρὰ γνώμην τοῦ Διός ; διὰ τί | ||
| ἦλθον πρὸς Ἀννίβαν ἱππεῖς τετρακισχίλιοι . οὗτοι δὲ τοῦ Σόφακος πταίσαντος πρὸς Μασανάσσην ἦσαν ἀφεστηκότες . ὁ δὲ ὀργισθεὶς αὐτοῖς |
| ' : ἀποτρέχω ? ? ? . δέδειχά σοι [ ἐκκάλει ] καὶ διαλέγου [ ] ὢν τυγχάνω [ ] | ||
| ! ! ! τρ ' ἔχω δέδειχα σοί : [ ἐκκάλει ] κααλετου [ ! ! ] ? ? ? |
| καὶ Αἰβουράτης , ὡς Αἴγειρα Αἰγειράτης , Κίβυρα Κιβυράτης . Αἰγά , τῆς Αἰολίδος ἄκρα , ὡς Στράβων ” . | ||
| ἡ πάλαι Δῶρος , νῦν δὲ Δῶρα καλεῖται . . Αἰγά : τῆς Αἰολίδος ἄκρα . . . ἔστι καὶ |
| ὑπτίων , ἔτι δ ' αὖ δικαιοσύνην ὀρθὴν καὶ ἑτέραν ταπεινὴν , καὶ διπλῆν ἀνδρείαν , τὴν μὲν σὺν νῷ | ||
| ἐμαυτῷ μήτε δεδιέναι μήτε αἰσχύνεσθαι τὸ πρᾶγμα , στολήν τε ταπεινὴν ἀναλαβὼν καὶ τἄλλα κολάσας ἐμαυτὸν ἠλώμην πανταχοῦ . οἱ |
| ] λήξεων . . ἵμειρ ' ] ἐπεθύμει . . θηρᾶσαι ] ἰστέον ὅτι διὰ τοῦτο εἶπε τὸ θηρᾶσαι , | ||
| τῶν εἰς τὸν σκοπὸν συμβαλλομένων ἐστίν : ἕνεκα γὰρ τοῦ θηρᾶσαι τὸν σκοπὸν κεχρήμεθα αὐτῇ , καὶ οὐ δεῖ ἐκ |
| ' ἀμφορεαφόρος τις ἀποφορὰν φέρων . οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ ' ἐνδεδυμένην ; ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' | ||
| ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα παρυφές , ξυστίδα , |
| σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις | ||
| κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις |
| μέμβλεται ὡς ὑμέων , ὁπότε κταμένους ἐσίδωμαι ἐν πολέμῳ . Κείνη δ ' ἀλαπαδνοτάτῳ σὺν ἀκοίτῃ ἐρρέτω : ἐκ γάρ | ||
| τοῦ ἀεὶ φανεροῦ κύκλου φησὶν αὐτὴν φέρεσθαι λέγων οὕτως : Κείνη που κεφαλὴ τῇ νίσσεται , ἧχί περ ἄκραι μίσγονται |
| , καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ | ||
| τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον |
| . . . οὐγγ . δʹ ὕδωρ ὄμβριον . θαυμαστῶς ἀποκρούει καὶ λεπτύνει φλεγμονάς . Καδμίας . . . . | ||
| . . οὐγγ . ιβʹ ὕδωρ ὄμβριον . πάνυ καλῶς ἀποκρούει καὶ παρηγορεῖ παχυτέρα ἡ χρῖσις . εἰρηκότες ἤδη , |
| χελιδόνα ποιήσειν ἔαρ , οὕτως μηδὲ βραχὺν χρόνον εὐδαιμονίαν . Τελείαν γὰρ εἶναι δεῖν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τελείου συνεστῶσαν ἀνδρός | ||
| ὃν ἔτεκε , Κρόνῳ κομίζουσά ἐστι : τὴν δὲ Ἥραν Τελείαν καλοῦσι , πεποίηται δὲ ὀρθὸν μεγέθει ἄγαλμα μέγα : |
| ; τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος λαλεῖ κροκωτῷ ; τί δὲ δορὰ κεκρυφάλῳ ; τί λήκυθος καὶ | ||
| . Ἐπειδὴ γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς |
| . Ἔπειτα εἰ διὰ τὸ προστυχὸν κρύος παχυνθείη , διὰ θαλπωρὴν τοῦ περιέχοντος λεπτυνθείη ἄν . Ἀλλὰ μὴν ἔστιν ἰδεῖν | ||
| καὶ τὸν φόβον κρυόεντα προσαγορεύει , ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου θαλπωρὴν τὸ θάρσος καὶ τὴν ἀγαθὴν ἐλπίδα . τὰ μὲν |
| ὑδρόμελι νύκτα μίαν προβρέχουσι τὰ σπέρματα . δεῖ δὲ τὸ φυτευόμενον σπέρμα ὀρθὸν τιθέναι , τὸ μείουρον πρὸς τὴν γῆν | ||
| τῶν σκιλλῶν παραφυτεύσει . Τέως εἰδέναι χρή , ὅτι τὸ φυτευόμενον ποτὲ μὲν ὅλον εἰς τὴν γῆν κρύπτεται , ποτὲ |
| ὁ καπνὸς ἀδελφοί εἰσιν ἐκ τῆς εὐεξάπτου ὕλης τικτόμενα : αἰόλην δὲ τὴν εὐκίνητον καὶ ταχεῖαν λέγει καὶ ἑλισσομένην συχνῶς | ||
| λαμπρῷ δεῖξαι μέλαν . αἰόλην ] εὐκίνητον , ταχεῖαν . αἰόλην ] εὐκίνητον . αἰόλην ] ταχεῖαν . αἰόλην ] |
| τὴν οὐσίαν ἐξαργυρισάμενος καὶ χρυσοῦν βῶλον ποιήσας ἔν τινι τόπῳ κατώρυξε συγκατορύξας ἐκεῖ καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ καὶ τὸν νοῦν | ||
| Στρυμόνα μετὰ τοῦ στρατεύματος διελθὼν τά τε ὀστᾶ τοῦ Ῥήσου κατώρυξε παρὰ τὸν ποταμὸν καὶ τὸ χωρίον ἀποταφρεύσας ἐτείχιζε πρὸς |
| : πατρὸς ἐμοῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ | ||
| : πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ |
| χρεία τῶν ὁμοίων . τούτων γὰρ ἐῤῥωμένων οὐσῶν ἀποτρίβεται πᾶν νοσοποιὸν καὶ ἄχρηστον . ταῦτα δὲ βραχέα οὐκ εἰς διδασκαλίαν | ||
| καὶ χρονίζειν ποιοῦντες . μεγάλως ὠφελοῦσιν , ἐκκενοῦντες πᾶσαν τὴν νοσοποιὸν ὕλην : ἀλλ ' ἡ μοχθηρὰ δίαιτα πάλιν αὐτοὺς |
| ὡς ὁπόταν φῇ : τὴν δὲ θεῷ ἑπομένην τε καὶ εἰκασμένην ψυχὴν καὶ τὰ τούτοις ἑξῆς . Καὶ γάρ τοι | ||
| τῷ φρέατι καθῆσθαι Δήμητρα μετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς παιδὸς γραῒ εἰκασμένην : ἐντεῦθεν δὲ αὐτὴν ἅτε γυναῖκα Ἀργείαν ὑπὸ τῶν |
| τούτων συγκαθαιρεῖται ἡ δύναμις καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ὀλεθριῶσιν . Νῆστιν μὲν γὰρ ἡλκῶσθαι νομίζομεν , ἢν τὸ αἷμα τὸ | ||
| , ἀλλὰ ὑπὸ ἡλίου καὶ σελήνης καὶ ἄστρων καταλάμπεται , Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ |
| διὸ φιλίαν μὲν τὴν πρὸς τοὺς γεννήσαντας ὡς αὐτομαθῆ καὶ αὐτοδίδακτον καὶ προστάξεως οὐ δεομένην ἀπέλιπε , φόβον δὲ προστάττει | ||
| ἀσφαλῶς ἐνωρμίσατο . τῷ δ ' υἱῷ πάλιν αὐτομαθῆ καὶ αὐτοδίδακτον κτησαμένῳ φύσιν δύο συνέβη παῖδας γενέσθαι , τὸν μὲν |
| περὶ Θησέα σωθῆναι δοκοῦσι . καταχύσματα δὲ καὶ κύλικα οἴνου κεκραμένην καταχέοντες αὐτῆς ἐπιλέγουσιν : ” εἰρεσιώνη σῦκα φέρει καὶ | ||
| καὶ τῷ ἀνθρώπῳ τὴν διαγωγὴν τοῦ βίου , ἀμφίβιον καὶ κεκραμένην ὁμοῦ ἐξουσίᾳ καὶ ἀνάγκῃ : οἵα γένοιτ ' ἂν |
| , ˘ – ⚕ – ˘˘ – ⚓ ] . Πομπίλε , ναύταισιν πέμπων πλόον εὔπλοον , ἰχθύ , πομπεύσαις | ||
| ὤπασαν Ὧραι . Πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με |
| διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν | ||
| εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα |
| αἴτιον καὶ [ τὸ ] ἔχεις ἅπερ ἐπεθύμεις . ἡ καλαμαία : ταύτην οἱ μὲν γραῦν σέριφον , οἱ δὲ | ||
| ἀντὶ γυναικὸς χρηματισθήσεται , τουτέστι λυμανεῖται καθάπερ ἡ ἀκρὶς ἡ καλαμαία . τὰν νύκτα : μάντις καλαμαία ἀντὶ τοῦ ἀρουραία |
| ἔπαιξε πλάσας ὄνομα ὄρνιθος διὰ τὸ κομπηρὸν τοῦ Λαμάχου . πτίλον δὲ μέγα λέγει τὴν περικεφαλαίαν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐν | ||
| ] ὡσεὶ ἔλεγεν , οἴδημα ἀνέστησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς . πτίλον δὲ τὸ μέγα : ἔπαιξε πλάσας ὄνομα ὄρνιθος . |
| . πυρέφατον ] πυρὶ ἀναλωθεῖσαν . κτίσαι ] ποιῆσαι . μάχλον ] τὸν εἰς τοὺς πολέμους κατωφερῆ ἢ τὸν παλίμβολον | ||
| νόμων ἀποθανεῖν . ἔχεις δὲ καὶ δούλην ἐμήν , γυναῖκα μάχλον καὶ πρὸς ἄνδρας ἐπιμανῆ : ταύτην ὅπως μοι φυλάξῃς |
| καὶ τὴν ἅρπην ἐκείνην φέρων , σείων ἅμα τὴν κόμην ἄνετον ὥσπερ οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντές τε καὶ ἐνθεαζόμενοι , | ||
| ἄσπετος ἅλμης . ἄλλοι δ ' ἀκούουσιν ἱερὸν ἰχθὺν τὸν ἄνετον , ὡς καὶ ἱερὸν βοῦν τὸν ἄνετον : οἱ |
| διασχιζομένων , κατὰ τὸ πέρας ἑαυτῶν ἕκαστον κονδυλώδη ἐξοχὴν ἔχει ἐοικυῖαν ταῖς ἐν τῇ ἕδρᾳ γινομέναις αἱμορροΐσι : ταύτας τὰς | ||
| παῖδαςἐνίκα παλαίων . τῷ δὲ Φερίᾳ τούτῳ διάφορον καὶ οὐδαμῶς ἐοικυῖαν ἔσχεν ἐν Ὀλυμπίᾳ τύχην Νικασύλος Ῥόδιος . ὄγδοον γὰρ |
| ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
| ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
| κιχοριῶδες , ῥίζαν δὲ ὁμοίαν τῷ σχήματι καὶ τῷ χρώματι καρίδι , τὴν δὲ δύναμιν τὴν θανατηφόρον ἐν ταύτῃ : | ||
| . εἴσιν οὗτοι : ὁ θύννος ἀγρεύεται κορακίνῳ , λάβραξ καρίδι , φάγροι χάννοις , συνόδοντες βωξὶν , ἴουλοι ἱππούροις |
| . ὃ δὲ μηδὲν διατραπεὶς πάλιν γλώσσας ἐπρίατο , καὶ ἑτοιμάσας , ἀνακλιθεῖσι παρέθηκεν . οἳ δὲ πρὸς ἀλλήλους ὑπεφώνουν | ||
| μωρὰ διατάττεσθαι „ . γλώττας οὖν μόνας ὑείους πριάμενος καὶ ἑτοιμάσας , ἀνακλιθεῖσι γλῶτταν ὀπτὴν ἑκάστῳ σὺν ὀξυγάρῳ παρέθηκε . |
| κοτυλῶδες ἀγγεῖον . ὅτι κύλιξ λέγεται ἀπὸ τοῦ κυλίεσθαι τῷ τροχῷ . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ ἰατρικὴν πυξίδα κυλικίδα καλοῦσι διὰ | ||
| πλήθει τῶν δορυφόρων : τοῖς δὲ πιστοτέροις ἐν τῷ μικροτέρῳ τροχῷ καὶ πρὸς τῆς ἀκροπόλεως μᾶλλον ὄντι διετέτακτο ἡ φρουρά |
| δὴ εἰς ἑτέραν σφαῖραν τῷ ἐν τῇ ΒΓΔ σφαίρᾳ στερεῷ πολυέδρῳ ὅμοιον στερεὸν πολύεδρον ἐγγράψωμεν , ἔσται ἑκάστη τῶν πυραμίδων | ||
| Α σφαίρας ἐπιφάνεια μείζων ἐστὶν τῆς ἐπιφανείας τῆς ἐγγεγραμμένης τῷ πολυέδρῳ σφαίρας : καὶ ἡ ἐκ τοῦ κέντρου ἄρα τῆς |
| δεδορκώς . Ὁρᾷς δὴ οὐσίας ἑστίαν καὶ φῶς ἐν αὐτῷ ἄυπνον καὶ ὡς ἕστηκεν ἐν αὐτῷ καὶ ὡς διέστηκεν , | ||
| τε σός . εἰκότως οὖν καὶ αὐτὴ ἐπάγει τὴν ἑαυτῆς ἄυπνον κηδεμονίαν καὶ τὴν Ὀρέστου νόσον : ἐγὼ μὲν ἄυπνος |
| Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ | ||
| πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς |
| ? ψόγους , ὡς οὐδέν [ ] εἰμι ⋮ τὴν σιδηρῖτιν ? [ τέχνην , γύννις δ ' ἄναλκις , | ||
| στίξω σε βελόναισιν τρισίν . ὄνος ἀκροᾷ σάλπιγγος ἀγκυρίσας ἔρρηξεν σιδηρῖτιν τέχνην σκευοφοριώτην νὴ τὸν Ποσειδῶ , κοὐδέποτέ γ ' |
| ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα τ ' ἰσχνήν πηγάνου ἥν τ ' ὤκιστα βορῇ ἐπεσίνατο κάμπη , | ||
| σὺν ἐμοὶ ᾄσατε ἢ ἐπιπνεύσατε ᾆσαι . ῥαδινήν : τὴν ἰσχνήν : ἀκρίδι γὰρ αὐτὴν παρέβαλεν ὁ Μίλων . ῥαδινάν |
| εʹ . Πρὸς βδέλλας ἐκ βρόγχου ἐκβαλεῖν . ] Ἀναγαργαριζέσθω θαλασσίαν ἅλμην . ἄλλο . ἐλαίου ἢ ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ τὸ | ||
| ἐξέβαλεν , ἤγουν ἔξω τοῦ δέοντος βαδίζειν πεποίηκεν , ὥσπερ θαλασσίαν ναῦν ; ἀμευσίπορον δὲ λέγει τὴν τρίοδον , ἐπειδὴ |
| Αἴγυπτον λέγει : ὁ γὰρ Νεῖλος ἐν τῷ θέρει παραγενόμενος ἀρδεύει αὐτήν . ῥεῖθρον : ὁ γὰρ Νεῖλος ῥέων διίστησι | ||
| ] ἐκεῖ δηλονότι . Ἀσωπὸς ] ποταμός . ἄρδει ] ἀρδεύει . φίλον ] προσφιλὲς τοῖς ἐκεῖ πότισμα . Βοιωτῶν |
| ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην μὲν ἐγὼ εἶδον ἑκταίην οὖσαν τὴν γονήν . Ἐρέω | ||
| ἂν φιλοσοφίᾳ , ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον αὐτῇ ὑπάρχουσαν . Τοιαύτην δὲ αὐτὴν ὑπάρχουσαν κατὰ πολλὰς ὁδοὺς εὑρίσκομεν χρωμένην τῇ |
| προχοῇσι διιπετέος . Ἥρης δὲ Πελασγίδος : Ὁμηρικῶς τὴν Ἥραν Πελασγίδα εἶπεν , ἐκ τῆς Θεσσαλικῆς χώρας . Πελασγοὶ γάρ | ||
| Ἥρης , ὄφρ ' ὤκιστα κακὸν Πελίαο δόμοισιν Αἰαίη Μήδεια Πελασγίδα γαῖαν ἵκηται , ἠοῖ ἐνὶ τριτάτῃ πρυμνήσια νηὸς ἔδησαν |
| τὸ ἴδιον τὰ ἐκείνων οὔτε ἃ ὑπέσχου μοι ἀπῄτησα : ὄμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος δέξασθαι ἄν , εἰ μὴ | ||
| πάσχετε οἷάπερ ἐγὼ πρὸς τὸν ἐμοὶ δοκοῦντα καλὸν εἶναι , ὄμνυμι πάντας θεοὺς μὴ ἑλέσθαι ἂν τὴν βασιλέως ἀρχὴν ἀντὶ |
| λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
| βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
| πράγματα , εἰκότως οὐδ ' ὁρισμοὺς αὐτῶν δυνατὸν ἀποδοῦναι . Ἑτέραν ὑπογραφὴν ἀποδίδωσι τοῦ εἴδους , ὁμοίαν τῇ προλεχθείσῃ τῇ | ||
| θεῶν , εἰ μή με βούλεσθ ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν . Ἑτέραν ἑτέραν δός , παιδὸς ἡταιρηκότος : τετριμμένης γάρ φησιν |
| καὶ ἀκάκωτον , ἁπαλὴν ἔτι καὶ νέαν καὶ σφριγῶσαν , ἡνιόχησιν καὶ παιδείαν καὶ ἐπιστασίαν εὐμαρῶς δέξασθαι δυναμένην ψυχήν : | ||
| παραχρῆμα εἰς δέον καθιστάμενος . μίαν μὲν οὖν λέγουσι ταύτην ἡνιόχησιν ἰσχυράν , οὐχ ὅλου φθειρομένου τοῦ παντός . πάλιν |
| ῥεῖθρον εἰς ὑγρὸν τραπέν . φύσις κατωφερὴς γὰρ οὐ δυνήσεται ἀνωφερὴς ἐλαφρὰ καὶ μετάρσιος ὅλως γενέσθαι , πρῶτον εἰ μὴ | ||
| μηδὲν ἀναβιβάζουσαι πρὸς μόνην τάσιν ἐπενοήθησαν . ἀγκῶνας ἀναβιβάζει ἡ ἀνωφερὴς χελώνη τοῦ Ἀνδρέου ὀργάνου , ἀγκῶνας δὲ καὶ σπάθην |
| ὀλεῖται ἧς ἀρετῆς , τεύξουσι δ ' ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ , οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο | ||
| δεδάηκα , τεὴν δ ' οὐκ εἶδον ὀπωπὴν οὐ Φθίην χαρίεσσαν , ἀριστήων τροφὸν ἀνδρῶν : οἶδα περικλήιστον ὅλον γένος |
| [ σεαυτοῦ καὶ πάντων ? [ τῶν ] σου . θῦσον [ . Φιλέας εἶπεν : Φειδόμενος [ ] ἐμαυτοῦ | ||
| ἐδείπνησε , προσελθὼν τῷ σιτευταρίῳ ἔλεγεν : Ἕωλον μοι ὄρνιν θῦσον . Σχολαστικὸς ἀπὸ πολλῶν μιλίων χωρίον ἔχων , ἵν |
| Φρυγίας . καὶ Κύβελα ὄρος ἱερόν , ἀφ ' οὗ Κυβέλη ἡ Ῥέα λέγεται [ καὶ ] Κυβεληγενής καὶ Κυβελίς | ||
| . ὅθεν καὶ πυργοφόρον αὐτὴν γράφουσι . λέγεται δὲ καὶ Κυβέλη ἀπὸ τοῦ κυβικοῦ σχήματος κατὰ γεωμετρίαν ἡ γῆ , |
| , ἣν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦνται . ἦ πού με καὶ λάλον ἀποκαλοῦσιν αἱ νύμφαι καὶ διακόνους ἄλλοτε ἄλλους ἐκπέμπουσιν ὀψομένους | ||
| σε ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου |
| οὐγγίας στ , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος οὐγγίας β καὶ χρῶ . Κυνείαν λευκὴν κόπρον λεάνας καὶ ἀναλαβὼν τερεβινθίνῃ ἀρκούσῃ ἐπιτίθει . | ||
| ξηρὰ λειότατα καὶ ἑνώσας , ψύξας , μαλάξας χρῶ . Κυνείαν λευκὴν λειοτάτην ἀναλαβὼν τερεβινθίνῃ χρῶ . Μαλακτικὸν κάλλιστον , |
| μεθοδικοὺς ἢ θεωρητικοὺς λόγους , ἀλλὰ τῷ περὶ ὕλην τινὰ φθαρτὴν καὶ εὐαλλοίωτον καταγίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἀεὶ τοῦ | ||
| δὲ τοῖς πᾶσιν ἀπεδίδου , ἀίδιον μὲν τοῖς ἀιδίοις , φθαρτὴν δὲ τοῖς φθαρτοῖς . . . Γ . ἀδύνατον |
| ὀξόγαρον βάρβαρον , ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον | ||
| ὅτι νῦν τινες τῶν Ποντικῶν ἰδίᾳ καθ ' αὑτὸ κατασκευάζονται ὀξύγαρον . πρὸς ταῦτα ἀπαντήσας ὁ Ζωίλος ἔφη : Ἀριστοφάνης |
| ἀναιροῦμεν , καὶ ταύτην εἶναί φαμεν , τὴν παντάπασι ἡμῶν ἀγνοουμένην , περὶ ὃ πᾶν ὄμμα μύομεν , καὶ πάντη | ||
| Ῥωμαίων ἀρετῆς πολὺ ἀπέχει . Μίαν εἰπὼν ἔτι τὴν οὔτε ἀγνοουμένην ὑπ ' οὐδενὸς ἀνθρώπων οὔτε ἀμφισβητουμένην παύσομαι . τίς |
| αὐτῶν οὐ δέχονταί τινες ἐπ ' ὠφελείᾳ , τρυφὴν καὶ χλιδὴν ἐζηλωκότες καὶ θαυμάζοντες μὲν τὸν ὑγρὸν βίον , διαρρέοντες | ||
| ὡς ὁ τοῖς Ἴωσι καὶ Συβαρίταις τὰ περὶ θρύψιν καὶ χλιδὴν εἰσηγησάμενος , ἀλλὰ μέσην ἀτραπὸν ἀμφοῖν ἀνατεμὼν τὸ μὲν |
| ἀνεμώλιον : ματαίαν , ἀνεμιαίαν . Προβλώσκειν : προπηδᾷν τοῦ φωλεοῦ , προβάλλειν , προέρχεσθαι , προπορεύεσθαι , ἤως ἐξέρχεσθαι | ||
| οἷον : πολὺν καὶ πόσον , μέγαν . Θαλάμης : φωλεοῦ , κοίτης , φωλεᾶς . κεύθει : κεύθω τὸ |
| ἂν νοερὰν κατὰ μέθεξιν , ἅτε τὰς κοινὰς ἐννοίας ἀεὶ προβεβλημένην ἀδιαστρόφους . Πάντως δὲ τὸ χωριστὸν ἐν πλάτει θησόμεθα | ||
| δευτέρῳ ζυγῷ ὑποβεβηκότες ἐκείνων ποσὶ δυσὶ τὴν σάρισαν αὖ εἶχον προβεβλημένην ὑπὲρ τοὺς πρωτοστάτας ἐς δέκα πόδας , οἱ δ |
| ἡμᾶς διεγείρων . καὶ ὁ ἥλιος δὲ ἀλέκτωρ λέγεται : ἀκάματον γὰρ αὐτὸν λέγει Ὅμηρος , ἐπεὶ ἀγρύπνως τὸν συνήθη | ||
| ⌈ καὶ ἡγεμόνα τοῦ οὐρανοῦ ⌈ τὸν ἥλιον καλεῖν . ἀκάματον ] ἀκαταπόνητον . , ἀκαταπαύστως . , τὸ ἀκατάπαυστον |
| λέγουσιν Ἀττικοί , καὶ ὅπλα ἔθεντο ἀντὶ τοῦ ἀνέλαβον . εὔκυκλον σάκος : γράφεται καὶ εὔθετον ἀντὶ τοῦ εὐβάστακτον . | ||
| δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοάς : Εἶδεν δ ' εὔκυκλον ἕδραν . ἤγουν τὸν κυκλοτερῆ οὐρανόν , ἀπειλῆφθαι γὰρ |
| αἰτίαν νέμει . Καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει φράζει τε κἀδήλωσεν : εὐθέως | ||
| οἱ τὸν Ἀλέξανδρον βαλλόμενόν τε ἐπὶ τῷ τείχει ἰδόντες καὶ πηδῶντα ἔσω ἐς τὴν ἄκραν , ὑπὸ σπουδῆς τε καὶ |
| . ἦν ὁ Κλαζομένιος , ὃν οἱ τότ ' ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον , εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰς φυσιολογίαν | ||
| γε ἀρετὴν τέτταρα ἔθεμέν που . Πάνυ μὲν οὖν . Νοῦν δέ γε πάντων τούτων ἡγεμόνα , πρὸς ὃν δὴ |
| οὔτε γὰρ καταφῆσαι πρὸς ταῦτα καθάπαξ καλόν , οὔτ ' ἀπαρνήσασθαι , τὸ μὲν διὰ τὰς κακίας τὸ δὲ διὰ | ||
| καὶ Πολυχάρους ἐναντίον ἤλεγχεν . ἁλισκόμενος δὲ καὶ οὐκ ἔχων ἀπαρνήσασθαι πολλὰ μὲν αὐτὸν Πολυχάρην , πολλὰ δὲ καὶ τοῦ |
| ὀφθαλμούς , ὀξυωπίαν μὲν παρέξεις , ὑπόχυσιν δὲ ἀπαλλάξεις . Γλύφεται οὖν ἡ νυκτερὶς ἐπὶ τὸν λίθον καὶ παρὰ τοὺς | ||
| θεραπεύει . Νεμεσίτης ἐστὶ λίθος αἰρόμενος ἀπὸ βωμοῦ Νεμέσεως . Γλύφεται οὖν ἐπὶ τὸν λίθον Νέμεσις ἔχουσα τὸν πόδα ἐπὶ |
| Ἀλλὰ ἡ γυνὴ ἡ Πανδώρα τὸ μέγα πῶμα τοῦ πίθου ἀφελοῦσα , ἤγουν ἀπ ' αὐτοῦ λαβοῦσα , ἐσκόρπισεν αὐτὰ | ||
| καταγηράσκουσιν . ] ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ ' ἀφελοῦσα ἐσκέδας ' , ἀνθρώποισι δ ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά |
| ἰδεῖν τέ σε , ὅστις ὢν τυγχάνεις , βούλεται καὶ ξυγγενέσθαι μόνῳ . „ „ τί οὖν ” εἶπεν ” | ||
| γυναῖκα μεγίστην τε καὶ πρεσβυτάτην περιβάλλειν αὐτὸν καὶ δεῖσθαί οἱ ξυγγενέσθαι , πρὶν ἐς Ἰταλοὺς πλεῦσαι , Διὸς δὲ εἶναι |
| ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ | ||
| ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς |
| ' ἠέρα παῦρον ἀτύζει οἷα κατηβολέων , ψυχὴ δ ' Ἀϊδωνέα λεύσσει . ἐάν ἐστιν ἀτίζων , ἀφροντιστῶν , ἐὰν | ||
| Περσεφόνης ἔμεναι κυανώπιδος , ἐς δέ μιν αὐτὴν εὔξατο νοστήσειν Ἀϊδωνέα , τὴν δὲ μελάθρων ἐξελάσειν : τοίη οἱ ἐπὶ |
| τὰς γενέσεις τῶν ὅλων ἐποίησεν . , Ἀ . νοῦν κοσμοποιὸν τὸν θεόν . . . . ὁ νοῦς γὰρ | ||
| ἄξιον ἀποσιωπῆσαι . Τινὲς γὰρ τὸν κόσμον μᾶλλον ἢ τὸν κοσμοποιὸν θαυμάσαντες τὸν μὲν ἀγένητόν τε καὶ ἀίδιον ἀπεφήναντο , |
| σκαλμὸν ] τὸ ξύλον ἐν ᾧ ἡ κώπη δεῖται . εὐήρετμον ] καλῶς ἐρέσσοντα . . ἐπεὶ δὲ κατέφθιτο καὶ | ||
| ἐξέλθωσι πρὸς τὴν ναυμαχίαν . πᾶς τε ἀνὴρ ναυτικὸς τὴν εὐήρετμον κώπην ἐδέσμευεν ἀμφὶ τὸν σκαλμὸν ἐν τῷ τροπωτῆρι . |
| ὡς τεθηπώς . διόπερ ἐκείνου ἀρνουμένου μὴ βεβρωκέναι τὸν πρότερον πέλεθον τὸν κάνθαρον προστίθησι καὶ τὴν αἰτίαν , ὡς περικυλίσας | ||
| τοῦ Ἀγαμέμνονος τοῦ μανέντος , καὶ τοῦτον μαινόμενον λέγει . πέλεθον ] βόλιτον . ἐπαΐξειεν ] συνίζησις . βάλοι Κρατῖνον |
| νηδύϊ μὲν πόσιος γόνιμον θορὸν ἀείρασα , δεξαμένη μορφὴν δὲ πολύχροον ὀφθαλμοῖσι . τοῖά νυ κἀκεῖνοι , τοῖσιν δόνακες μεμέληνται | ||
| τῶν πτερῶν : σκέπην γὰρ κἀκεῖνος ἑαυτῷ διανίστησι ποικίλην καὶ πολύχροον ἐν χρυσέῳ τῷ ὄμματι καὶ σμαραγδίνῳ πορφυρίζουσαν . Καὶ |
| “ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον | ||
| ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος . |
| . Λίψ : σημαίνει δὲ ἄνεμον καὶ τὴν ἧτταν καὶ λιβάδα . ἀμφότερα γὰρ παρὰ τὸ λείβω γέγονεν . τὰ | ||
| Βρομιάδος δ ' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ |
| , καὶ ἀπὸ κοινοῦ κεκλημένον , αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα . θερμᾶν νόσων : ἢ ὅτι ἐπύρεττεν ὁ Ἱέρων , ὡς | ||
| ἰατῆρά τοί κέν νιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοΐδα κεκλημένον ἢ πατέρος . καί |
| „ σὺ μὲν οὐδ ' ἡλικίαν πω τοῦ ἀδικεῖν ἄγων καθεῖρξαι , „ ἔφη ” καθάπερ ἡμεῖς οἱ δεινοί . | ||
| ἀπολῦσαι τοὺς Ἰουδαίους . Τὸν δὲ πυθόμενον εἰς φυλακὴν αὐτὸν καθεῖρξαι . Νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης , τάς τε θύρας πάσας |
| μὲν εἶπε τὸν αἰθέρα , γῆν δὲ τὴν Ἥραν , Ἀιδωνέα δὲ τὸν ἀέρα , τὸ δὲ δακρύοις τεγγόμενον κρούνωμα | ||
| , Ἥρην δὲ φερέσβιον τὴν γῆν , ἀέρα δὲ τὸν Ἀιδωνέα , ἐπειδὴ φῶς οἰκεῖον οὐκ ἔχει , ἀλλὰ ὑπὸ |
| Σώκρατες , ἔφη , ὁ Λύσις , καὶ ἅμα εἰπὼν ἠρυθρίασεν : ἐδόκει γάρ μοι ἄκοντ ' αὐτὸν ἐκφεύγειν τὸ | ||
| ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι εἰπέ . Καὶ ὃς ἐρωτηθεὶς ἠρυθρίασεν . καὶ ἐγὼ εἶπον : Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες |
| νῦν ἐχρῆν ὀργὴν λαβεῖν σε , Δημέα , καὶ τουτονὶ ἐκτυφλῶσαι . διά σε τούτωι γέγονε πάντα καταφανῆ . τίνος | ||
| προβατίοις , εἰκῇ δὲ καταδαρθόντα που μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι . Ἐγὼ δὲ τὴν Κίρκην γε , τὴν τὰ |
| περιγράψασθαι περιγράψαι , σκιὰν ὑποβαλέσθαι , σκιὰν περιενεγκεῖν , σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι | ||
| Ἱστορεῖται τοίνυν ὁ μὲν Λυσίας καλλιεπείᾳ τῶν καθ ' αὑτὸν ὑπερενεγκεῖν , ἐρᾶν δὲ τῶν παίδων τὸν ἀκόλαστον ἔρωτα , |
| ' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων . Ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας . Κύαθον ἐπριάμην παρὰ Δαισίου . Τροχιλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις ἱστᾶσιν | ||
| ' ἐν τῇ ἐνάτῃ τῶν ἱστοριῶν καὶ ποταμόν τινα ἀναγράφει Κύαθον καλούμενον περὶ Ἀρσινόην πόλιν Αἰτωλίας . τῷ δὲ ἀκρατέστερον |