ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην μὲν ἐγὼ εἶδον ἑκταίην οὖσαν τὴν γονήν . Ἐρέω
ἂν φιλοσοφίᾳ , ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον αὐτῇ ὑπάρχουσαν . Τοιαύτην δὲ αὐτὴν ὑπάρχουσαν κατὰ πολλὰς ὁδοὺς εὑρίσκομεν χρωμένην τῇ
7817811 Οἱαν
. Ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῇ γυναικί σου . Οἵαν ἀδικῶ γυναῖχ ' ὁ δυσδαίμων ἐγώ . Ὁ δ
. Ζεῦ τέλει ' ] Ζεῦ πληρέστατε . Τοιαύτην ] Οἵαν νῦν ἔχουσιν . Ἀμένα ] τοῦ Ἀμένου ποταμοῦ Σικελίας
7793001 θησσαν
Ὦ δώματ ' Ἀδμήτει ' , ἐν οἷς ἔτλην ἐγὼ θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν . Ζεὺς γὰρ κατακτὰς
ἣν χαλκομίτρου . . . λέγουσι γενέσθαι θυγατέρα ἥντινα Κλήτην θῆσσαν ἤτοι δούλην τῆς Πενθεσιλείας λέγει . ἥντινα Κλήτην τὴν
7724245 λαχους
. ἤγουν οὐκ εἰμὶ συκοφάντρια . . ἀλλ ' οὐ λαχοῦς ' ἔπινες : Παρ ' ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐδίκαζες
πέμπτη στενοφυής , ἕκτη Κύπρος , Λέσβος δὲ τάξιν ἑβδόμην λαχοῦς ' ἔχει . . . . . „ τῶν
7575642 ὡρικην
' ἥδιον , ὦ Φαλῆς Φαλῆς , κλέπτουσαν εὑρόνθ ' ὡρικὴν ὑληφόρον , τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ φελλέως ,
φιλοπόλεμος οὗτος . Γ Λαμάχων ] οὗτος Ἀθηναίων στρατηγός . ὡρικὴν ὑληφόρον : ἀντὶ τοῦ ὡραίαν καὶ ἀκμαίαν . ὥρα
7566540 τραυλισαντι
βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “ ἑξέτει ” . τραυλίσαντι : ψελλίσαντι , ἄσημον ἀφέντι φωνήν . τραυλίσαντι :
σφάλλου . κἀγώ τοί ] “ γάρ ” ἔξωθεν . τραυλίσαντι ] ἄναρθρα παρακεκομμένα εἰπόντι . ἀπὸ τοῦ “ Ἡλιαία
7547009 Ποιαν
δ ' ἐγώ , οὔπω τὴν μεγίστην ἀνάγκην εἰρήκαμεν . Ποίαν ; ἔφη . Ἣν ἔργῳ προστιθέασι λόγῳ μὴ πείθοντες
' , εἶπον , λέγω τινὰ εἶναι τὴν ἀνδρείαν . Ποίαν δὴ σωτηρίαν ; Τὴν τῆς δόξης τῆς ὑπὸ νόμου
7521289 Ὡμολογηται
, ἄφρονές τε καὶ φρόνιμοι , καὶ μαινόμενοι ἕτεροι . Ὡμολόγηται γάρ . Ἔτι δὲ ὑγιαίνοντές εἰσί τινες ; Εἰσίν
ὁ ἀκριβὴς ναυτῶν εἶναι ἄρχων ἀλλ ' οὐ ναύτης ; Ὡμολόγηται . Οὐκ ἄρα ὅ γε τοιοῦτος κυβερνήτης τε καὶ
7514173 ἀποδεδειγμενας
ἐὰν ἀφέλωμεν τὰς ἀπὸ τοῦ ἰσημερινοῦ ἐπὶ τὸν θερινὸν τροπικὸν ἀποδεδειγμένας μοίρας κγ να , καταληφθήσονται αἱ τοῦ πλάτους μοῖραι
τὴν ὥραν ἡ μὲν τοῦ ἡλίου μέση πάροδος κατὰ τὰς ἀποδεδειγμένας ἡμῖν ὑποθέσεις ἐπεῖχεν Ταύρου μοίρας κβ λδ , ἡ
7512267 ΧΕΖ
ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ Σ , ΗΧ
. ἔχει δὲ καὶ τὴν ὑπὸ ΘΗΧ γωνίαν τῇ ὑπὸ ΧΕΖ γωνίᾳ ἴσην : παράλληλος γάρ ἐστιν ἡ μὲν ΕΧ
7485151 Νω
. Ἀλλ ' εἴπατόν μοι σφὼ τίν ' ἐστόν ; Νώ ; βροτώ . Ποδαπὼ τὸ γένος ; Ὅθεν αἱ
δή . „ Νυνί . ἐν τῷ ἐνεστῶτι χρόνῳ . Νώ . ἡμεῖς . Νωθρός . ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο
7477607 Ἐχομεν
ἐν τοῖς περὶ συλλογισμοῦ τὰ δύο ταῦτα βιβλία λέγων . Ἔχομεν οὖν τὸν σκοπὸν τοῦ βιβλίου , ὅτι περὶ συλλογισμοῦ
ὄφιν , πόλις πόλιος πόλιν , μάντις μάντιος μάντιν . Ἔχομεν οὖν πότε ἐστὶν ἡ αἰτιατικὴ ἰσοσύλλαβος τῇ εὐθείᾳ .
7467149 ὀνιδας
ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ ὀνίδας οἴνῳ μέλανι δεύσας , ὑποθυμιῇν . Κλυσμοί : μυρσίνης
κυμίνου λειοτάτου # ε , ὀνίδας ε . καὶ τὰς ὀνίδας ξηρὰς μὲν κόπτε καὶ σῆθε , νεαρὰς δὲ συλλέαινε
7454924 βλαψιφρονος
] τοῦ τὰς φρένας βεβλαμμένου . βλαψίφρονος ] φρενοβλαβοῦς . βλαψίφρονος ] τοῦ φρενοβλαβοῦς ἢ ὅτι τοὺς παῖδας κατηράσατο ἢ
ἱεράς , ὁσίας , λιγυφώνους , ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί , πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν ψυχαῖσι σύνοικον ,
7423895 Ἰδιας
' ἔχῃ . Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ
ἔχων ἀπέρχεται † πολλὰ καταλείψας δάκρυα καὶ στενάγματα . } Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς : φίλος με λυπῶν
7422556 γαμικα
παιᾶνας ᾖδον εἰς τιμὴν τῶν περὶ Θυρέας ἀποθανόντων Σπαρτιατῶν . γαμικὰ μέλη : τὰ ἐπὶ τοῖς γάμοις λεγόμενα ὑμνικά .
καὶ ἐγένετο ἡ Λακεδαίμων τοσαύτη κατὰ πόλεμον , ἐπειδὴ τὰ γαμικὰ αὐτοῖς ὧδε ἔπραττεν . Ἐπειδὴ τοίνυν ἐκ γονῆς ἀνθρώπου
7422375 ἐξαρτησαντες
. τἀνάφορον δὲ ξύλον ἀμφίκοιλον , ἐν ᾧ τὰ φορτία ἐξαρτήσαντες οἱ ἐργάται βαστάζουσι . μεταθέμενος τὸ ἐπὶ ὤμου φορτίον
δὴ πάθος ἀποπληξίαν παῖδες ἰατρῶν ὀνομάζουσι . λίθους τῶν ποδῶν ἐξαρτήσαντες ἔρριψαν ἐς τὸ πέλαγος ἀτέγκτως καὶ ἀφειδῶς . καὶ
7420873 Χρυσιδα
κατὰ τῆς γῆς καὶ τὰ ἄλλα φάσματα ἠφανίσθη καὶ τὴν Χρυσίδα ἐξεπέμψαμεν περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ λυκαυγές . εἰ
. Μένανδρος δ ' ἐν Κόλακι τάσδε καταλέγει ἑταίρας : Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον
7410979 Φαρσαλιοι
ὡς δὲ τὰ πιστὰ ἔδοσαν ἀλλήλοις , εὐθὺς μὲν οἱ Φαρσάλιοι εἰρήνην ἦγον , ταχὺ δὲ ὁ Ἰάσων ὁμολογουμένως ταγὸς
τοὺς Πέρσας , ζηλώσαντας τὴν τούτων τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν . Φαρσάλιοι δέ , φησίν , ἀνθρώπων ἀργότατοι καὶ πολυτελέστατοι ,
7405338 κλειτου
τὰς μεγάλας Ἠοίας ποιήσας : Φύλας δ ' ὤπυιεν κούρην κλειτοῦ Ἰολάου † λειπεφιληνην εἶδος Ὀλυμπιάδεσσιν ὅμοιον , Ἱππότην δέ
καὶ λαὸς ἀπείρων , οἵ ῥ ' ἐγγὺς ναῖον πόλιος κλειτοῦ βασιλῆος , [ Ἄνθην Μυρμιδόνων τε πόλιν κλειτήν τ
7399009 πεφρικαν
τὸ ἐσχάζοσαν καὶ εἴποσαν καὶ τὰ ὅμοια . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι . καὶ Ὅμηρος ἔφριξε δὲ μάχη
ἠιόνες ἢ προσγεγραμμένον καὶ ἀνεκφώνητον ἢ ἐκφωνούμενον δίχα προσγεγραμμένης . πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν
7395802 ὁρμηθεντος
κροτάφοις ἀραρυῖαν κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο : Αἴας δ ' ὁρμηθέντος ὀρέξατο δουρὶ φαεινῷ Ἕκτορος : ἀλλ ' οὔ πῃ
νεὼν εἶδον ἑτέροις ἢ προσῆκεν ὀφθαλμοῖς . Σφοδρίου τοίνυν ὕστερον ὁρμηθέντος ἐκ Θηβῶν ἤρκεσαν αἱ δᾷδες φανεῖσαι κατασβέσαι τὴν τόλμαν
7388499 δυστανου
τάλαινα κείσομαι . [ καὶ σοῦ μέν , μᾶτερ , δυστάνου κλαίω πανδύρτοις θρήνοις , τὸν ἐμὸν δὲ βίον λώβαν
. ὦ δεινὰ παθοῦς ' , ὦ παντλάμων , ὦ δυστάνου , μᾶτερ , βιοτᾶς , οἵαν οἵαν αὖ σοι
7375827 ἀτιμαζομενοι
ἔκδοτον δὲ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα ταῖς ἐπιθυμίαις παραδεδωκότες ἀτιμαζόμενοι καὶ ἀναισχυντοῦντες ἢ μηδ ' ὅλως ἐπιτυχεῖν δυνάμενοι παραμένουσιν
καὶ ἀδοξοῦσι διὰ ταῦτα καὶ καταγέλαστοι γίγνονται καὶ καταφρονούμενοι καὶ ἀτιμαζόμενοι ζῶσιν . ὁρᾷς δὲ καὶ τῶν πόλεων ὅτι ὅσαι
7365958 Ἐγων
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
7355353 προῃρου
ἣν εἶχον ἐν χερσίν , ὑπεσχόμην τε ποιήσειν , ὡς προῃροῦ , καὶ τελέσας τὴν ὑπόσχεσιν ἀποδίδωμι . Μέλλων δὲ
ποτ ' ἀφῆκας , οὐδ ' , ὅτ ' Εὐέργῳ προῃροῦ λαγχάνειν , εἴασας ἐμέ , οὐδὲ πρατῆρ ' ἠξίωσας
7343413 Ῥωμαϊκας
περὶ μὲν οὖν τούτων ὀλίγου δεῖν πάντες οἱ συγγράψαντες τὰς Ῥωμαϊκὰς ἱστορίας συμπεφωνήκασιν , ὀλίγοι δέ τινες περὶ τοῦ πλή
ζῶντος ἔτι τοῦ πατρὸς ἔγημεν , ἅπαντες ὁμολογοῦσιν οἱ τὰς Ῥωμαϊκὰς συγγράψαντες ἱστορίας . παραγίνεται δ ' εἰς Ῥώμην Ἄγκου
7323798 ΘΗΧ
ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ
Σ , ΗΧ πρὸς τὸ ἀπὸ ΕΧ , τὸ ὑπὸ ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ
7322518 Τιν
ἀκριβέστερον ἔχει ; Καὶ μάλα δοκεῖ μοι τοῦτο διερωτᾶν . Τίν ' οὖν , ὦ Πρώταρχε , αὐτῷ δίδομεν ἀπόκρισιν
Εἰς τὸ σοφίαν δὲ τὸ δρέπων λάμβανε κατὰ συνεκδοχήν . Τίν τ ' , Ἐλέλιχθον ] * Καὶ σοί ,
7317164 Θρινακιην
Νέαιρα . τὰς μὲν ἄρα θρέψασα τεκοῦσά τε πότνια μήτηρ Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν , μῆλα φυλασσέμεναι πατρώϊα
ἤτοι ἀποκρουστικὰ νούσων . * Θρινακίην : γράφεται καὶ Τρινακίην Θρινακίην μὲν ῥίζαν : τὴν ἐν Σικελίᾳ γενομένην : οὕτως
7310110 ΑΥΤΕ
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα
7306471 ἀγροτεραν
. βαθεῖαν : τὴν συνετήν . ὑπέχων : ὑποτιθείς . ἀγροτέραν : ἀγρευτικὴν τῶν ἡδέων , θηρευτικωτέραν πρὸς τὸ πορίζειν
ἀπὸ τῶν ἐν βάθει ὑδάτων . τὴν ἅπαντα ἀγρεύουσαν . ἀγροτέραν : ἀντὶ τοῦ εὐαγροτέραν , καὶ θηρευτικὴν εἰς τὸ
7305711 Ἀρσακομᾳ
ἐπιστὰς ἀποθνήσκει , ὁ δὲ Μακέντης ἐγχειρίσας τὴν Μαζαίαν τῷ Ἀρσακόμᾳ , “ Δέδεξο , ” εἶπεν , “ καὶ
πολλοῦ διεστῶτας . ἐπὶ τούτοις ἐπείσθημεν , δόξαν πολὺ πρότερον Ἀρσακόμᾳ καὶ Λογχάτῃ , καὶ ἐγένετο εἰρήνη ἐκείνων πρυτανευόντων ἕκαστα
7294752 ἀπεκρυπτε
δὲ εἰς ἄνδρας ἧκε , πάντα ἀπεκάλυψεν , ἃ τότε ἀπέκρυπτε . καὶ τοῦ μὲν ἄλλου σώματος ἔξωρος γενόμενος ἠμέλησε
Ὁ δ ' εὐνοῦχος ἐλθὼν πρὸς βασιλέα τὴν μὲν ἀλήθειαν ἀπέκρυπτε τῶν γεγονότων , ἀσχολίαν δὲ ἐσκήπτετο καὶ τήρησιν ἀκριβῆ
7292829 ἱερουργουντων
τῆς ἡμέρας , πρωΐ τε καὶ περὶ ἐνάτην ὥραν , ἱερουργούντων ἐπὶ τοῦ βωμοῦ , καὶ μηδ ' εἴ τι
. Λίνδιοι τὴν θυσίαν : ἐπὶ τῶν σκωπτόντων καὶ δυσφήμως ἱερουργούντων . Ἡρακλῆς γὰρ ἥρπασε τὸν βοῦν τινὸς τῶν Λινδίων
7292755 Δωσεις
ἄκραν . Εἴληφά σε , ὦ κατάρατε . Συκοφαντεῖς . Δώσεις ποτὲ ἤδη τὴν δίκην . Ἐξελέγξω σε δεινὰ εἰργασμένον
Ναὶ ναί , γρᾴδιον , ἐμοὶ κάρισο σὺ τοῦτο . Δώσεις οὖν δραχμήν ; Ναί , ναίκι , δῶσι .
7292156 δυσβαϋκτον
ἡμᾶς ἄχη . τεῖνε δὲ καὶ ἐξάπλου αὐδὰν καὶ φωνὴν δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικήν , τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , βοᾶτιν καὶ
' ἄχη ] ἕως τοῦ οὐρανοῦ βόησον τὰ ἄχη . δυσβάϋκτον ] θρηνητικήν . βοᾶτιν ] βοητικήν . ἀναύδων ]
7283899 μαριες
μάριες . ῥαφανίδων ἑψανῶν , γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες : καππάρεως ἐσκευασμένης ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς
ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς ἀβυρτάκας ποιοῦσι , πέντε μάριες : ἁλῶν δέκα ἀρτάβαι . Αἰθιοπικοῦ κυμίνου ἓξ καπέζιεςἡ
7275376 κοπτομεν
. . . . . δειπνήσαντες οὖν ἤδη συσκοτάζοντος ἐλθόντες κόπτομεν τὴν θύραν . οἳ δ ' ἡμᾶς ἐκέλευον εἰσιέναι
μετὰ χόνδρου ἄλικοϲ ἢ μάζηϲ ἀλφίτων : τὸ δὲ λεπτὸν κόπτομεν καὶ ϲήθομεν ἀκριβῶϲ , κἄπειτα ϲὺν μέλιτι κατέφθῳ ϲτερεωτάτῳ
7272046 βαλανειομφαλους
' ἐπὶ τοῖς λαχάνοις εὑρὼν ἀπέπνιξα . δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους . οὗτος , καθεύδεις ; οὐκ ἀναστήσεις βοῶν .
, κύπελλα καὶ μεσομφάλους . οὕτω δ ' εἴρηκε τὰς βαλανειομφάλους , ὧν Κρατῖνος μνημονεύει : δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους
7270601 εὐφιληταν
εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην
ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν
7266153 σκληρυνομενας
καὶ ἐπίβαλλε τὰ τηκτὰ καὶ χρῶ πρὸς πάσας φλεγμονὰς τὰς σκληρυνομένας . Ποιεῖ πρὸς φλεγμονάς , παρατρίμματα , ἐξανθήματα ,
τὰς τῶν μαστῶν φλεγμονὰς , Φιλουμένου ληʹ . Πρὸς τὰς σκληρυνομένας φλεγμονὰς μαστῶν , Φιλουμένου λθʹ . Περὶ ἀποστήματος ἐν
7262112 Σαπαιοι
ὁδὸν ἐποιέετο τοσάδε : Παῖτοι , Κίκονες , Βίστονες , Σαπαῖοι , Δερσαῖοι , Ἠδωνοί , Σάτραι . Τούτων οἱ
κάλλιπον οὐκ ἐθέλων . „ οἱ δ ' αὐτοὶ οὗτοι Σαπαῖοι νῦν ὀνομάζονται : πάντες γὰρ οὗτοι περὶ Ἄβδηρα τὴν
7259899 Ἀμπρακια
, ὅθεν καὶ τὸ Ἀμπρακιώτης ἀπὸ τῆς Ἄμπρακος γενικῆς καὶ Ἀμπρακία : τὰ γὰρ εἰς α θηλυκὰ * * *
, ὅθεν καὶ τὸ Ἀμπρακιώτης ἀπὸ τῆς Ἄμπρακος γενικῆς καὶ Ἀμπρακία . τὰ γὰρ εἰς ια θηλυκὰ καὶ εἰς ιον
7258616 ναυκληριαν
ὅστις χρηστὸς ἀπ ' ἀρχῆς νενόμισται . ἀλλ ' οὐδὲ ναυκληρίαν ἔσθ ' ὅποι τις αἴας στείλας , ἢ Λυκίαν
. * Ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ στένοντος ἄτας καὶ κενὴν ναυκληρίαν καὶ καὶ τὴν ἄφαντον εἶδος ἠλλοιωμένην * . ἄφαντον
7255508 Κιρωνος
ἀντὶ τοῦ εἰς ἀρχομένην ἡμέραν Ἰσαῖος ἐν τῷ περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου . Εἰσφρήσειν : ἀντὶ τοῦ εἰσάξειν , εἰσδέξεσθαι
περὶ τῶν ἐκείνου χρημάτων . Καίτοι εἰ μὴ ἦν θυγατριδοῦς Κίρωνος , οὐκ ἂν ταῦτα διωμολογεῖτο , ἀλλ ' ἐκείνους
7253636 Βιστονες
Μακεδονίας ἀπὸ Βισάλτου τοῦ Ἡλίου καὶ Γῆς . × . Βίστονες δὲ ἀπὸ Βίστονος τοῦ υἱοῦ Ἄρεος . ? Βιστονίαἀπὸ
Παίονος τοῦ Ἄρεος παιδός . . Ἀψύνθιοι * καὶ * Βίστονες ἔθνη Θρακῶα , ὅθεν Ἀπολλώνιος περὶ Ὀρφέως λέγει .
7246695 Ὁλην
Ἁκεσίας ἰάσατο : ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὸ χεῖρον ἰωμένων . Ὅλην δὲ Ἀριστοφάνης ἐν τετραμέτροις † ἐκφέρει λέγων , Ἀκεσίας
διορθώσεως οὐδ ' οὕτως συμβαίνει συμφωνεῖν πρὸς τὸ φαινόμενον . Ὅλην γὰρ τὴν ὀκταετηρίδα διημαρτῆσθαι συμβέβηκε καὶ κατὰ τοὺς μῆνας
7240423 περιθυμους
ὀργίλους ἢ τὰς περὶ τὸν θυμὸν οὔσας ἀγαπητάς . τὰς περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς
περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ
7239674 βακχοι
δὲ οὐχ ὁμοτονοῦντα ταῦτα : πόρνοι πόρνων πόρναι πορνῶν , βάκχοι βάκχων βάκχαι βακχῶν , ὄχθοι ὄχθων ὄχθαι ὀχθῶν ,
δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , . .
7237534 σαθης
οἰκείως πάνυ . Ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα , τῆς σάθης ἄγε . Ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους ἄγε
τοιοῦτοι , δῆλον ἀπὸ τοῦ ὀνόματος : ἀπὸ γὰρ τῆς σάθης πεποίηται ὁ Σάτυρος , σάθη δὲ ἡ εἰς τὴν
7235077 ἐγρεκυδοιμον
πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε . θεὸς
δ ' ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ ' Ἀθήνην , δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην , πότνιαν , ᾗ κέλαδοί τε ἅδον
7234830 Πανταπασιν
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ
7234324 λαλλαι
ῥηματικὸν λαλὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ , λάλλαι . λάλλαι δὲ αἱ ψῆφοι αἱ ὑπὸ τῶν κυμάτων κινούμεναι ,
πέτρῃ , ὕδατι πεπληθυῖαν ἀκηράτῳ : αἱ δ ' ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ ἠδ ' ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο ἐκ βυθοῦ : ὑψηλαὶ
7228952 διαϲτοληϲ
τινὰϲ δὲ μή . καὶ κατὰ τὸ ποϲὸν δὲ τῆϲ διαϲτολῆϲ ἡ ἐν πλείοϲι μορίοιϲ ἀνωμαλία ϲαφήϲ ἐϲτιν , ἐξ
ϲυϲτολῆϲ , ἑτέραν δὲ τὴν μετὰ τὴν ϲυϲτολὴν πρὸ τῆϲ διαϲτολῆϲ , ἥτιϲ καὶ ἀνεπαίϲθητοϲ εἶναι τοῖϲ πολλοῖϲ ἔδοξεν :
7228133 τηθων
ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ
. τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια
7227383 νεμομεθα
ῥινὸς ἀγαγόντες ἐπιπλέκοντες τὴν διμερῆ φορβεὰν καὶ παρ ' αὐτὰς νεμόμεθα ἄχρι τοῦ σκεπασθῆναι ὅλην τὴν κεφαλὴν δίχα τῶν ὀφθαλμῶν
μέλλον , ὃ μέμφονται μάλιστα , μὴ αἰσχύνεσθε . καὶ νεμόμεθα διὰ παντὸς τὴν πόλιν ἐλευθέραν καὶ ἐνδοξοτάτην . σπεύδοντες
7222913 Τηλε
παραβολή . τηλύγετον : γνήσιον . ἀκοίτην : σύζυγον . Τῆλε : μακράν . ἰόντα : πορευόμενον , ἀποδημοῦντα .
παίζη . Δονεῖται : κινεῖται Νηπαθές : χωρὶς πάθους . Τῆλε πέρας : ἤγουν χωρὶς πέρατος . Πευκεδανούς : πυρόεντας
7218007 Βοιβην
νῆες ἕποντο . Οἳ δὲ Φερὰς ἐνέμοντο παραὶ Βοιβηΐδα λίμνην Βοίβην καὶ Γλαφύρας καὶ ἐϋκτιμένην Ἰαωλκόν , τῶν ἦρχ '
, ὡς Ἔφορος . . Βοῖον : ἣν Ὅμηρος ἔοικε Βοίβην λέγειν . ἔστι δὲ Δωρικὴ πόλις οὐδετέρως λεγομένη καὶ
7213266 ἑνικος
Ἀριθμοί εἰσι τρεῖς , ἑνικὸς δυϊκὸς καὶ πληθυντικός : καὶ ἑνικὸς μέν ἐστιν ὁ ἕν τι σημαίνων , οἷον Αἴας
. ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ] ; ἀριθμὸς ὁ [ οἷον
7209796 Σολοικισμος
οὕτως Ἡρακλείδης . Σωφροσύνη : διὰ τὸ σῶα φρονεῖν . Σολοικισμός : σώ λόγου αἰκισμός . Σωτηρία : τὸ σῶον
ὑπαυχένιον Κερβικάριον λέγοι , τὸ δὲ χειρόμακτρον , Μάππαν . Σολοικισμός ἐστι λόγος περὶ τὴν σύνταξιν τῶν λέξεων ἡμαρτημένος .
7203618 συστολαι
μὲν τῷ μείζονι ἡμιτριταίῳ ἐπιτείνονται μᾶλλον αἵτε φρίκαι καὶ αἱ συστολαὶ τοῖς κάμνουσιν : ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις , ὅτε
καὶ ἡνίκα μὲν ἂν ὁ ἐκ τοῦ φλεγματώδους ἐπικρατήσῃ , συστολαὶ γίνονται καὶ φρῖκαι : εἰ δ ' ὁ θερμότερος
7202402 ἐφθαρης
ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες ] ἐφόνευσας
νεκρός . . μαίνεται ] ταράσσεται . . ἔφθισο ] ἐφθάρης . . διπλᾶ λέγειν ] πάρεστι . . ἀχέων
7201577 Ἐασον
καταθῦσαι ταύτην . Ἡ δὲ ἐθρήνει ταῦτα οὕτως βοῶσα : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , ὅπως σοι κἀγὼ
καταθῦσαι . Ἡ δ ' ἱκέτευεν αὐτὸν λέγουσα οὕτως : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , κἀγὼ δέ σοι
7200491 Μανθανω
ὦ Σώκρατες , τρίβομεν ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν . Μανθάνω , ἦ δ ' ὅς : ἀλλ ' εὔχεσθαί
Οὐκοῦν καὶ κάκιον , εἴπερ αἴσχιον . Ἥκιστά γε . Μανθάνω : οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ , ὡς ἔοικας ,
7197769 Ὁμονοιαν
. Ἆρ ' οὖν φιλίαν λέγεις ὁμόνοιαν ἢ διχόνοιαν ; Ὁμόνοιαν . Διὰ τίν ' οὖν τέχνην ὁμονοοῦσιν αἱ πόλεις
θεᾶς ἵδρυται ἱερόν . κυδίστην : ἀντὶ τοῦ κρατίστην θεῶν Ὁμόνοιαν τιμῶντες : πορσαίνοντες γὰρ ἀντὶ τοῦ τιμῶντες . γράφεται
7197339 συντριψεις
βουλευτηρίου . κλαστάσεις ] κλονήσεις , διασείσεις ἢ κλάσεις καὶ συντρίψεις ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν περιτεμνομένων κλημάτων . ἐν πρυτανείῳ :
τὰς μὲν πλαγίας λαμβάνων καταδύσεις , τὰς δὲ ἀντιπρώρους κινδυνευούσας συντρίψεις καὶ ἐμπρήσεις , καθάπερ εἴρηται : ἐὰν δὲ λάβῃς
7190169 Ἐσχε
καὶ ἀστρολογούμενα καὶ γεωμετρούμενα καὶ ἕτερ ' ἄττα ἀξιόλογα . Ἔσχε δὲ καὶ θυγατέρας τρεῖς , Ἀκτίδα , Δελφίδα ,
καὶ ὕμνῳ . Ἕλῃ ] Ἐπικρατὴς γένηται . Δέδεκται ] Ἔσχε καὶ ἔλαβεν . Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πόλεως τοῦ
7187998 παρημειψαμεν
χώρας ἐλθεῖν φημίζεται καὶ ἐνταῦθα νόσῳ ἀποθανεῖν . ποταμοὺς δὲ παρημείψαμεν ἐν τῷ παράπλῳ τῷ ἀπὸ Τραπεζοῦντος τόν τε Ὕσσον
Σεβαστόπολις πάλαι Διοσκουριὰς ἐκαλεῖτο , ἄποικος Μιλησίων . ἔθνη δὲ παρημείψαμεν τάδε . Τραπεζουντίοις μέν , καθάπερ καὶ Ξενοφῶν λέγει
7181963 κατοχου
τῆς ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος . εἴδη δὲ κατόχου τρία . ὁ μὲν γὰρ ὑπνώδης ὃς παράκειται τῷ
ζʹ περὶ κάρου . ηʹ περὶ κώματος . θʹ περὶ κατόχου . ιʹ περὶ ἀγρύπνου κώματος . ιαʹ περὶ φρενίτιδος
7178988 βοητικην
τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον
εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάυκτον ] δύσφημον . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] ἀθλίαν . αὐδὰν ] η .
7178953 Ἀναγκαιοτατα
χαίρουσιν , οἱ δ ' ἀγαθοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀληθέσιν . Ἀναγκαιότατα λέγεις . Εἰσὶν δὴ κατὰ τοὺς νῦν λόγους ψευδεῖς
τε καὶ αἰσχυντηλῶς ᾄδοντες ἀπροθύμως ἂν τοῦτ ' ἐργάζοιντο ; Ἀναγκαιότατα μέντοι λέγεις . Πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι
7178895 παιωνικος
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον
7174675 σιττ
κράνας : παρακέλευσις , τουτέστιν : ἀπόστητε , ἐκπορεύεσθε . σίττ ' ἀμνίδες : τὸ σίττα καὶ ψίττα βουκολικὰ ἐπιφθέγματα
πελίδνωμα καλοῦμεν . τὰν πέλλαν : σκοτεινήν , μέλαιναν . σίττ ' ἀπὸ τᾶς κοτίνω : τοῦτο μεταξὺ τῆς ᾠδῆς
7174572 Ψωφις
Δαρδάνου . Σειρῶν μὲν δὴ σταδίοις ἐστὶν ἀπωτέρω τριάκοντα ἡ Ψωφίς : παρὰ δὲ αὐτὴν ὅ τε Ἀροάνιος ποταμὸς καὶ
πόλιν Φήγειαν , ἣ πρὶν Ἐρύμανθος ἐκαλεῖτο , ὕστερον δὲ Ψωφίς ὠνομάσθη , ὡς ἐροῦμεν , ἀπὸ τῆς μητρός .
7174050 ἐνιψω
ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται . ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω . ἀθετεῖται μὲν ὑπὸ Ἀριστάρχου , στικτέον δὲ ὅμως
νομεύω . πατρὶ δὲ γηραλέῳ τίνα μάν , τίνα μῦθον ἐνίψω ; αἰνήσει σέο λέκτρον ἐπὴν ἐμὸν οὔνομ ' ἀκούσῃ
7174032 ἐξηρτυεν
ἔαρ ὑπέφαινεν ἤδη , πρῶτα μὲν τὸν κατὰ θάλατταν στόλον ἐξήρτυεν ἐς ἀναγωγήν : ἦσαν δὲ τριακόσιαι μάλιστά που τῶν
δὲ καὶ τὸν ἐκ Χίου στόλον . . . . ἐξήρτυεν : ἀνέβη δὲ καὶ πρὸς Κῦρον τὸν Δαρείου τοῦ
7173527 δολιαν
οὕτω τῆς πάντων ἐπεβουλεύσαντο σωτηρίας καὶ τότε , πρόφασίν τινα δολίαν πλασάμενοι , ὡς οὐ πρὸς φυγὴν ἐκτρέπονται , πρὸς
ἐν ἑαυτῇ δεχομένη , ἐστοναχίζετο καὶ ἐστενοχωρεῖτο . ἐμηχανήσατο δὲ δολίαν , ἤγουν συνετὴν τέχνην . κατασκευάσασα γὰρ ἀπὸ ἀδάμαντος
7172631 Ἀκοντες
; Φαίνεται . Οἱ δὲ ἄδικοι πονηροί ; Ναί . Ἄκοντες ἄρα πονηροὶ καὶ ἄδικοι ; Παντάπασι μὲν οὖν .
. Ναί . Τὸ δὲ ἄδικον ἀκούσιον . Ἀκούσιον . Ἄκοντες ἄρα ἀδικοῦσιν καὶ ἄδικοί εἰσιν καὶ πονηροί . Ἄκοντες
7171890 Παντελως
τε καὶ ἀγαθοῦ ἤθους , ἀδελφά τε καὶ μιμήματα . Παντελῶς μὲν οὖν , ἔφη . Ἆρ ' οὖν τοῖς
, ὥστε καὶ ἐῤῥωμένη οὖσα ὁμαλοὺς ποιήσεται τοὺς σφυγμούς . Παντελῶς γὰρ ἐξ αὐτῶν ὀλίγοι τινὲς τὴν κατὰ μίαν πληγὴν
7168293 παρεστωσας
πολλαχῆ γῆς φέρουσαι . . ὅπη πημονὰς ἀλύξω ] τὰς παρεστώσας ἐμοὶ κακοδαιμονίας ἐκφεύξομαι . . κλύεις πρόσφθεγμα ] ἀκούεις
τῷ βωμῷ καὶ αἵματι ῥεομένους , πατέρας δὲ καὶ μητέρας παρεστώσας οὐχ ὅπως ἀνιωμένας ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις ἀλλὰ καὶ ἀπειλούσας
7168193 Κωπας
λίμνην πληρῶν . αὐξομένης γὰρ αὐτῆς ὥστε κινδυνεύειν καταποθῆναι τὰς Κώπας , [ ἃς ] ὅ τε ποιητὴς ὀνομάζει ,
. Εὔτρησις , κώμη [ Βοιωτίας ] . Ὅμηρος „ Κώπας Εὔτρησίν τε ” . κεῖται δὲ παρὰ τὴν ὁδὸν
7166049 καπανας
Ἑπτὰ δὲ καπάνας ἔτρεφον εἰς Ὀλυμπίαν . τί λέγεις ; καπάνας ; ναί : καπάνας Θετταλοὶ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας
ἑπτὰ δὲ καπάνας ἔτρεφον εἰς Ὀλύμπια . τί λέγεις ; καπάνας ; πῶς ; καπάνας Θετταλοὶ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας
7165459 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
7164900 ΠΡωτη
τοῦ κατὰ θάλασσαν κινδύνου αὐτὸν εἰς ἐλευθερίαν πάλιν ἐπανήγαγε . ΠΡώτη ἀντίθεσις παρὰ τοῦ πλουσίου . δοῦλος ἐμὸς εἶ .
τυραννοῦντα τὸν υἱὸν ἀνελὼν αἰτεῖ δωρεάν : ἀντιλέγει τις . ΠΡώτη ἀντίθεσις : οὐ σοὶ δίδωσιν ὁ νόμος πατρὶ ὄντι
7164119 πεντηκοντερους
τοὺς Ἀθηναίους τιμωρήσασθαι εὖ τε ἐξεπιστάμενοι τὰς Ἀθηναίων ὁρτάς , πεντηκοντέρους κτησάμενοι ἐλόχησαν Ἀρτέμιδι ἐν Βραυρῶνι ἀγούσας ὁρτὴν τὰς τῶν
καὶ ἡγεμόνα καὶ βασιλέα Βάττον . Οὕτω δὴ στέλλουσι δύο πεντηκοντέρους ἐς τὴν Πλατέαν . Ταῦτα δὲ Θηραῖοι λέγουσι ,
7162772 πραϋμητιν
ὁ γὰρ λόγος οὕτως ἀπαιτεῖ : τῇ μὲν ὁ χρυσοκόμας πραΰμητιν Εἰλείθυιάν τε παρέστασεν Μοίρας τε κατὰ τὸν τόκον .
, ἤγουν Εἰλείθυιαν , ἔφορον δηλονότι θεὰν τῶν τόκων , πραΰμητιν , ἤγουν πραέα , φίλα φρο - νοῦσαν αὐτῇ
7162757 Ψιμυθιου
ὑπόχριε . ποιεῖ καὶ ἡδυχρόου μάγμα μετ ' οἴνου . Ψιμυθίου λι . α , λιθαργύρου # γ , μολίβου
ἀνὰ # ∠ ʹ , ὑοϲκυάμου ϲπέρματοϲ γϼ ιη . Ψιμυθίου # ι , λιθαργύρου # ε , λιβάνου ,
7162412 Ὠγυγιας
ἐπίκλησίν ἐστιν Ὑψίστου . τὰς δὲ ἐπὶ ταύταις πύλας ὀνομάζουσιν Ὠγυγίας , τελευταῖαι δέ εἰσιν Ὁμολωίδες : ἐφαίνετο δὲ εἶναί
καὶ ἐπὶ τῶν παλαιῶν σῳζόμενον . προτιμᾷ μὲν Ὀδυσσεὺς αὐτῆς Ὠγυγίας καὶ Καλυψοῦς τὴν μικρὰν Ἰθάκην [ καὶ νῆσον ]
7162376 Πασαν
παντόπτᾳ καὶ παντάρχᾳ θνητοὶ πάντες θύσους ' εὐκταίαις εὐχαῖς . Πᾶσαν μὲν γὰρ γᾶν ὀπτεύω , σῴζω δ ' εὐθαλεῖς
. Μέχρι τῶνδε Μανεθῶ . . . . . : Πᾶσαν μὲν οὖν τὴν Αἰγυπτιακὴν ἱστορίαν εἰς πλάτος τῆς Ἑλλήνων
7161019 μαινομενας
οὐδ ' ὁ Μελάμπους , ὃς μόνος τὰς Προιτίδας ἔπαυσε μαινομένας , καταστήσειεν ἄν . καὶ ἀλλαχοῦ δὲ περὶ τοῦ
πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς : πρῆσαι γὰρ τὸ ⌈ φυσσῆσαί φυσῆσαί [
7160624 Αἰολιην
ἅμ ' ἠέρι καὶ μέλαν ὕδωρ . Ἵκετο δ ' Αἰολίην , Ἀνέμων ὅθι λάβρον ἀέντων ἄντρα πέλει στυφελῇσιν ἀρηρέμεν
Ἀπόλλων . ” Αἰολίην τὴν τοῦ Αἰόλου νῆσον : “ Αἰολίην δ ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ ' , ἔνθα δ
7157196 Σεπφωραν
τὸν γὰρ Μωσῆν εἶναι ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕβδομον , τὴν δὲ Σεπφώραν ἕκτην . Συνοικοῦντος γὰρ ἤδη τοῦ Ἰσαὰκ , ἀφ
Σεπφώραν γεγενεαλογῆσθαι . Οὐδὲν οὖν ἀντιπίπτει τὸν Μωσῆν καὶ τὴν Σεπφώραν κατὰ τοὺς αὐτοὺς γεγονέναι χρόνους . Κατοικεῖν δ '
7156227 ἐπιπονε
. νόστοιο τέλος θυμηδές : θυμῆρες . δειλὴ Ἀλκιμέδη : ἐπίπονε . ὁ δὲ νοῦς : εἰ καὶ ὀψέ ,
γλισχρίαν τὴν ἀτυχίαν . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ “ ὦ ἐπίπονε ” . ὅτι φιλοτίμως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέβην .
7154498 ΕΖΒ
Ζ : ὅτι τὸ ὑπὸ τῶν ΑΖΓ μετὰ τοῦ ὑπὸ ΕΖΒ ἴσον τῷ ὑπὸ τῶν Η ΔΖ . Ἐπεὶ γὰρ
ὑπὸ ΕΖΒ : τὸ ἄρα ὑπὸ ΑΖΓ μετὰ τοῦ ὑπὸ ΕΖΒ ἴσον ἐστὶν τῷ ὑπὸ Η ΖΔ , ὅπερ :
7152104 ἀργυ
ἔφασκεν , εἰ πολλὰ εἴη . εἶπον οὖν ὅτι τάλαντον ἀργυ - ρίου ἕτοιμος εἴην δοῦναι : ὁ δ '
? [ αὐτίκα : καὶ φα [ καί νύ μοι ἀργυ ? [ πρηῢς απη ! [ μηδ ' ογεκο
7150543 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
7149665 πομπον
τῶν καλουμένων ἡρώων , Ποσειδῶνά τε θεὸν καὶ Κλεό - πομπον ἄνδρα ἐπονομάζουσιν . ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Παρνασσοῦ τῷ
τῶν καλουμένων ἡρώων , Ποσειδῶνά τε θεὸν καὶ Κλεό - πομπον ἄνδρα ἐπονομάζουσιν . ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Παρνασσοῦ τῷ
7148716 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
7148614 θυτηρ
ἀπαραχώρητος , φευκτέα , κεκωλυμένη . Ἐμπελάσειε : πλησιάσει . θυτήρ : θυστάς . φίλος : καλός . Εὐαγέως :
τὸν Οἴτης Ζηνὸς ὕψιστον πάγον ; Οἶδ ' , ὡς θυτήρ γε πολλὰ δὴ σταθεὶς ἄνω . Ἐνταῦθά νυν χρὴ
7147730 Μολυβδαινης
γὰρ καὶ τὰς ὀδύνας παρηγορεῖ καὶ τὰς ἑλκώσεις θεραπεύει . Μολυβδαίνης γοβ . γλαυκίου γοα . λειώσας χυλῷ ὑοσκυάμου ἐπίβαλλε
, ἀρχομένους δοθιῆνας : ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς κατακαύματα . Μολυβδαίνης # δ , λιθαργύρου # β , ψιμυθίου #

Back