διὸ φιλίαν μὲν τὴν πρὸς τοὺς γεννήσαντας ὡς αὐτομαθῆ καὶ αὐτοδίδακτον καὶ προστάξεως οὐ δεομένην ἀπέλιπε , φόβον δὲ προστάττει
ἀσφαλῶς ἐνωρμίσατο . τῷ δ ' υἱῷ πάλιν αὐτομαθῆ καὶ αὐτοδίδακτον κτησαμένῳ φύσιν δύο συνέβη παῖδας γενέσθαι , τὸν μὲν
6689529 ἐδημιουργησεν
λήθη : οἷον ἐννοοῦμεν εἶναι τραγέλαφον ὃν ἡ φύσις οὐκ ἐδημιούργησεν , ἀλλ ' ἡ ἡμετέρα ἐπίνοια τὴν φύσιν τυραννήσασα
. Εἰ μὲν οὖν μήτε ἐξ ὑποκειμένων ποιοτήτων τὰς ποιότητας ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς , μήτε ἐκ τῶν οὐσιῶν , τῷ
6580512 ἐκπλαγηναι
ὅτι καλῶς οἱ ἔχει τὰ τοῦ φαρμάκου : οὐ γὰρ ἐκπλαγῆναι πρὸς τὴν ἐπιστολήν , ἀλλὰ τοσόνδε μόνον παρακαλέσαι Ἀλέξανδρον
οὓς Ἡρακλέα καταχθέντα τήν τε ὕβριν αὐτῶν καὶ τὴν μισανθρωπίαν ἐκπλαγῆναι . ἐπεὶ δὲ καὶ μάχης ἤρξαντο , τὰ συνήθη
6384913 ἡμερωτατον
πρόσωπον φεύγειν καὶ κατακρημνίσαι ἑαυτόν . Τῶν θαλαττίων δὲ ζῴων ἡμερώτατον εἶναι δελφῖνα : καὶ γὰρ πρὸς παῖδας ἐρωτικῶς ἔχειν
σαυτῷ διαλέξῃ : Πελάγιον δὲ τουτονὶ γνοὺς ἐγνωκὼς ἔσῃ τὸν ἡμερώτατον Σύροις . ἐπαινῶ δὲ ἐντεῦθεν αὐτόν , οὐχ ὡς
6368599 φυρειν
, ἀμφοτέρων ποίημα ἦν ὁ ἄνθρωπος . Ἡσίοδος γαῖαν ὕδει φύρειν , ἐν δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδήν Καὶ σθένος
, ἀναδεδευμένος . ὀργάζειν κυρίως τὸ τὸν πηλὸν ταῖς χερσὶ φύρειν . Ὠρωπός . χώρα μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς
6367506 φθαρτην
μεθοδικοὺς ἢ θεωρητικοὺς λόγους , ἀλλὰ τῷ περὶ ὕλην τινὰ φθαρτὴν καὶ εὐαλλοίωτον καταγίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἀεὶ τοῦ
δὲ τοῖς πᾶσιν ἀπεδίδου , ἀίδιον μὲν τοῖς ἀιδίοις , φθαρτὴν δὲ τοῖς φθαρτοῖς . . . Γ . ἀδύνατον
6245468 πολυμνηστον
δὲ σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς . τούτων θεοῖσι χρὴ πολύμνηστον χάριν τίνειν , ἐπείπερ χἀρπαγὰς ὑπερκόπους ἐπραξάμεσθα καὶ γυναικὸς
ταυροβόαν , γένεσιν μακάρων θνητῶν τ ' ἀνθρώπων , σπέρμα πολύμνηστον , πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα
6077455 Αὐτην
ἐπαινεσόμενος , ἐν ᾧ καὶ τὸ ἀληθέστατον ἀπιστίαν ἐφέλκεται . Αὐτήν τε ταύτην ἐθρήνησα τὴν πόλιν ἣν ἥδιστα μὲν εἶδον
, τῶν λαγόνων . ἔδεκτο : ἐδέξατο , ἐπεφύλακτο . Αὐτήν : τὴν κρύφιον . ἴσθμην : κοιλίαν , νηδύν
6050861 μεγασθενες
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος
6047898 ἡνιοχησιν
καὶ ἀκάκωτον , ἁπαλὴν ἔτι καὶ νέαν καὶ σφριγῶσαν , ἡνιόχησιν καὶ παιδείαν καὶ ἐπιστασίαν εὐμαρῶς δέξασθαι δυναμένην ψυχήν :
παραχρῆμα εἰς δέον καθιστάμενος . μίαν μὲν οὖν λέγουσι ταύτην ἡνιόχησιν ἰσχυράν , οὐχ ὅλου φθειρομένου τοῦ παντός . πάλιν
6045913 πολυσχηματιστον
ἐὰν δὲ καὶ διήγημα ᾖ κατασκευαστικόν , τὴν λέξιν δεῖ πολυσχημάτιστον εἶναι παρενθήκαις , παραζητήσεσιν , ἀναδρομαῖς . παράδειγμα τούτου
χοριαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ χοριάμβου καὶ ἀντισπάστου . Τὸ δʹ πολυσχημάτιστον τρίμετρον ἀκατάληκτον ἐκ χοριάμβου καὶ ἀντισπάστου καὶ ἰαμβικῆς συζυγίας
6012893 ἀναπεμψει
] ὁ Ἀϊδωνεὺς δὲ ὁ ἀναπομπὸς τῶν νεκρῶν ἀνίει καὶ ἀναπέμψει καὶ ἀναδώσει τῆς γῆς τὸν Δαρεῖον βασιλέα οἶον ,
ἐρωτωμένη διὰ τί τέσσαρα καὶ οὐδὲ πλείονα οὐδὲ ἐλάττονα , ἀναπέμψει ἡμᾶς εἰς τὸν φυσικὸν φιλόσοφον : τῷ δὲ Ἀριστοτέλει
6003896 ὀρειτην
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα ,
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι
5959785 Νουν
. ἦν ὁ Κλαζομένιος , ὃν οἱ τότ ' ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον , εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰς φυσιολογίαν
γε ἀρετὴν τέτταρα ἔθεμέν που . Πάνυ μὲν οὖν . Νοῦν δέ γε πάντων τούτων ἡγεμόνα , πρὸς ὃν δὴ
5933430 θεσπεσιῳ
: ἐλθὼν δὲ συγγίγνομαί τινι τῶν Χαλδαίων σοφῷ ἀνδρὶ καὶ θεσπεσίῳ τὴν τέχνην , πολιῷ μὲν τὴν κόμην , γένειον
ὥρμαινε , νόον δ ' ἔχεν αἰὲν ἐπ ' ἔργῳ θεσπεσίῳ : πινυτὴ δὲ περὶ φρένας ἤιε τέχνη . Ἠὼς
5912175 συνειληφεν
βοηθῆσαι καὶ ἀνδρίαν δεῖξαι , πάντα ταῦτα καὶ ἔτι πλείω συνείληφεν : ὡς δὲ ἐν ἀνδρῶν ἐξετάσει σὲ πρῶτον ἐτίθει
τὸ εἰωθὸς ᾖδεν : ἱέραξ δὲ θεασάμενος καὶ τροφῆς ἀπορῶν συνείληφεν ἐπιπτάς . ἡ δ ' ἀναιρεῖσθαι μέλλουσα ἐδεῖτο τοῦ
5906664 θειως
δικαιοσύνη πάντα νοερῶς περιέχει : ἡ δὲ ἐν τοῖς θεοῖς θείως . Ἡ μὲν οὖν δικαιοσύνη τὸ ἑκάστῳ ἐπιβάλλον ὁρίζει
” θέσπιν θεῖον : “ θέσπιν ἀοιδόν . ” θεσπιδαές θείως δαιόμενον , ὅπερ ἐστὶ καιόμενον . θεσπέσιον . ὁ
5905582 Ψυχη
ἐμψύχοισι , τὸ δὲ σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν
ἀρνούμενοι εἶναι αἴσθησιν ὡμολόγησαν . Ὅμηρος μὲν οὖν εἰπών : Ψυχὴ δ ' ἠΰτ ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται , ἐν
5904341 τιθηνην
υἱὸς ἕκαστος ἡμῶν ἐστι τιμῶν καὶ θαυμάζων τὴν τροφὸν καὶ τιθήνην τοῦ θνητοῦ γένους , αἴσθησιν , ἣν καὶ ὁ
, κρατηθὲν διώλετο , ἐὰν δὲ ἥν τε τροφὸν καὶ τιθήνην τοῦ παντὸς προσείπομεν μιμῆταί τις , καὶ τὸ σῶμα
5891778 Νηστιν
τούτων συγκαθαιρεῖται ἡ δύναμις καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ὀλεθριῶσιν . Νῆστιν μὲν γὰρ ἡλκῶσθαι νομίζομεν , ἢν τὸ αἷμα τὸ
, ἀλλὰ ὑπὸ ἡλίου καὶ σελήνης καὶ ἄστρων καταλάμπεται , Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ
5889688 Κικλησκω
εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον ,
πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ ,
5881019 γαληνον
τὴν εὐάρμοστον καὶ πάμμουσον συμφωνίαν ἀρετῶν τεθαυμακότες , εὔδιον καὶ γαληνὸν βίον ζῶσιν , οὐ μὴν ἀργὸν καὶ ἀγενῆ τινα
ἀκαθαίρετοι δυναστεῖαι . „ μετ ' εἰρήνης οὖν τραφεὶς „ γαληνὸν καὶ εὔδιον κτησάμενος βίον , εὐδαίμον ' ὡς ἀληθῶς
5873257 παραδοσιμον
τὸ τῶν εὑρόντων τοὺς καρποὺς τὴν δόξαν ταῖς τούτων ἐργασίαις παραδόσιμον γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς
ὠκεανὸν κατοικοῦντας Κελτοὺς σεβομένους μάλιστα τῶν θεῶν τοὺς Διοσκόρους : παραδόσιμον γὰρ αὐτοὺς ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν
5860615 καλεω
ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο
, ἐλθεῖν εὐάντητον ἐπ ' εὐιέρωι σέο μύστηι . Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμον Εὐβουλῆα ,
5859614 πρεπωδεστατον
ἐκείνου πεισθέντες ἀνεδέξαντο . σχῆμά τε οὐ τοῦτο τῇ διανοίᾳ πρεπωδέστατον ἦν , τὸ ἐπιτιμητικόν , ἀλλὰ τὸ παραιτητικόν :
ὅπως ἐν ταῖς ἱερουργίαις συλλειτουργῇ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῷ : πρεπωδέστατον δὲ τὸ τὸν ἱερώμενον τῷ τοῦ κόσμου πατρὶ καὶ
5843167 φιλοθεον
ἀμήχανον . ἕως μὲν οὖν οὐκ ἔτεκεν ἡ ψυχὴ τὸ φιλόθεον δόγμα τὸν Ἄβελ , διῃτᾶτο τὸ φίλαυτον ὁ Κάιν
πεποίηκας , ὦ κακόδαιμον ; οὐχ ἣν μὲν δοκεῖς ἀνῃρηκέναι φιλόθεον δόξαν , ζῇ παρὰ θεῷ ; σαυτοῦ δὲ γέγονας
5843024 θεοφιλη
τε καὶ ἀπέκλυσε ταῦτα . Ὅστις , ἀμπελουργέ , μὴ θεοφιλῆ σε ἡγεῖται σφόδρα , αὐτὸς ἀπήχθηται τοῖς θεοῖς :
καλλίστᾳ δρόσῳ , τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι : Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα
5836952 ἀκαμπη
δεῖ τέρμα καὶ τέλος ἰδεῖν σε τῶνδε τῶν πόνων : ἀκαμπῆ γὰρ καὶ σκληρὰν ψυχὴν ἔχει ὁ Ζεύς . .
δρῦν ὑψηλὴν ἐν Συχὲμ πεφυτεῦσθαί φησιν αἰνιττόμενος τὸν ἀνένδοτον καὶ ἀκαμπῆ , στερρόν τε καὶ ἀρραγέστατον παιδείας πόνον ; ᾧ
5833850 παρασχοιτο
θορύβῳ δρωμένου τοῦ ἔργου . καὶ ἥτις δεκαδαρχία τοὺς πλείστους παράσχοιτο ἐν τῶν λογχῶν τῇ βολῇ διαπρέποντας , ταύτην ἐγὼ
βιβλίον : ἀγχίνοιαν φήσουσι . παράσχοιτο ζῷον . ἀλλαχοῦ : παράσχοιτο τὸ ζῷον . ἡ τὸν ἀριθμὸν δοῦσα . τοῦ
5827776 ὁλκοις
ὦ Λατοῦς παῖ . ἀλλ ' ἐκπαύσω γὰρ μόχθους δάφνας ὁλκοῖς , χρυσέων δ ' ἐκ τευχέων ῥίψω γαίας παγάν
σκιασθὲν χρυσοκόλλητον δέπας μεστόν , κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . ὠνείδισάς
5819153 ἐννουν
τῶν κοσμίων καὶ σοφῶν : οἱ γὰρ Ἀττικοὶ ὑπέρσοφον καὶ ἔννουν εἶχον τὸ βλέμμα . Ἀτενὲς ὁρᾷς : ἐπὶ τῶν
' ἂν καὶ τὰ ἀνθρώπου ὁμοίως ἔχοντα : φύσις μὲν ἔννουν δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ λογικὸν καὶ εὐφυᾶ πάντα ,
5816254 ἐξεικασμενον
. πυρφόρον ] φλογώδη . Ξ ἥξειν ] ἐλθεῖν . ἐξεικασμένον ] ὁμοιούμενον . ἐξεικασμένον ] ὡμοιωμένον . Ξ ἐξεικασμένον
. Ξ ἥξειν ] ἐλθεῖν . ἐξεικασμένον ] ὁμοιούμενον . ἐξεικασμένον ] ὡμοιωμένον . Ξ ἐξεικασμένον ] παρόμοιον . ἐξεικασμένον
5811170 ὀμνυμι
τὸ ἴδιον τὰ ἐκείνων οὔτε ἃ ὑπέσχου μοι ἀπῄτησα : ὄμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος δέξασθαι ἄν , εἰ μὴ
πάσχετε οἷάπερ ἐγὼ πρὸς τὸν ἐμοὶ δοκοῦντα καλὸν εἶναι , ὄμνυμι πάντας θεοὺς μὴ ἑλέσθαι ἂν τὴν βασιλέως ἀρχὴν ἀντὶ
5806202 εὐιε
ἐκεῖς ' ἄγε με , Βρόμιε Βρόμιε , πρόβακχ ' εὔιε δαῖμον . ἐκεῖ Χάριτες , ἐκεῖ δὲ Πόθος ,
πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος , εὔιε Βάκχε , εὐτραφές , εὔκαρπε , πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων
5805642 αὐτομαθες
. ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ καὶ γένος ἐστί σοι τὸ αὐτομαθές , τὸ αὐτοδίδακτον , τὸ νηπίας καὶ γαλακτώδους τροφῆς
ἐκείνης μὲν γὰρ τὸ ἔγγονον διδακτόν , ταύτης δὲ πάντως αὐτομαθές ἐστι . μὴ θαυμάσῃς δ ' , εἰ πάντα
5795567 ἀϋλον
τὸ μετέχον τῆς ὕλης ; πότερον ὕλη καὶ αὐτὸ ἢ ἄϋλον ; εἰ μὲν οὖν ὕλη , πῶς ἔνυλον καὶ
ὁ μὲν χρυσὸς ἡλιοειδὴς , διότι φῶς μόνον ὁ ἥλιος ἄϋλον : ὁ δὲ ἄργυρος σεληνιαῖος : διότι καὶ ἡ
5791599 ἀχρωματον
ἀσχημάτιστον , ἀνενδεές , ἀνελλιπές , ἀσώματον , ἀόρατον , ἀχρώματον , ἀεικίνητον , αὐτοκίνητον , ἀείζωον , αὔταρκες αὑτῷ
νοητὸν καὶ νῷ μόνῳ ληπτὸν , οὐδὲ τὸ ἀσχημάτιστον καὶ ἀχρώματον οὐδὲ τὸ ἀσώματον καὶ ἀναφές . ληʹ Ἐπεὶ ἐμέ
5780539 βακτρον
, καθά φησι Διοκλῆς , καὶ μόνῳ αὐτῷ ἐχρῆτο : βάκτρον τ ' ἀνέλαβε καὶ πήραν . πρῶτον δὲ καὶ
. σὺ δὲ τὸν τρίβωνα λεοντῆν νόει , τὸ δὲ βάκτρον ῥόπαλον , τὴν δὲ πήραν γῆν καὶ θάλατταν ,
5775761 ἀνωλεθρον
οὐχ ὁμοίως περὶ τοῦ τέλους κεκρίκασιν . ἀλλὰ Πλάτων μὲν ἀνώλεθρον εἶναι νομίζει καὶ ἀθάνατον διὰ τὴν εὐτεχνίαν τοῦ πεποιηκότος
. ὄφεις δὲ οὔτε ἐπὶ συμφορᾷ τῇ ἀνθρώπων οὔτε ὅσον ἀνώλεθρον αὐτῶν , οὐδὲ οἱ λύκοι τρέφεσθαι πεφύκασιν . οἱ
5771902 εὐαγες
τοὺς μετριοπαθεστάτους φονᾶν , μόνον οὐκ αὐτόχειρας γινομένους καὶ νομίζοντας εὐαγὲς εἶναι τὸ μὴ ἑτέροις τὴν τιμωρίαν ἐπιτρέπειν ἀλλ '
, σκεψόμεθα μεθ ' ὑμῶν ἐν τῷ βουλευτηρίῳ καὶ νομιοῦμεν εὐαγὲς ἔσεσθαι τῇ πόλει , ὅ τι ἂν κοινῇ δοκιμάσητε
5766215 εὐαρεστον
ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ μου , ὅτι καλὸν Θεῷ καὶ εὐάρεστον ἡ ἀλήθεια μετὰ δικαιοπραγίας : καὶ ὅτι πονηρὸν τὸ
χρῆσθαι τὰ πάντα ἀρίστῳκαλὸν γὰρ κἀγαθὸν ἐξ ἀνάγκης ᾔδει τὸν εὐάρεστον θεῷ , λαβόμενος τῆς τούτου δεξιᾶς καὶ παραγαγὼν αὐτὸν
5753429 ἐστεψεν
ὑψιπόρων πτερύγων ἀνεκούφισε ταρσὰ συνάπτων , καὶ νοερὰς κροτάφων πυρόεις ἔστεψεν ἐθείρας : ἄλλο δὲ χερσὶν ἄειρε πάλιν στέφος ὑψόθι
νοῦς : καὶ ἡ Νεμέα δέ ποτε νικήσαντα τὸν Καλλίαν ἔστεψεν , ἥτις Νεμέα ἐστὶν ὑπὸ τοῖς συμφύτοις καὶ ἀρχαίοις
5753318 μιαινεσθαι
ἀπὸ τούτων ἀποκαθαίρεσθαι ἀναγκαῖον ἐκείνοις ὅσα δύναται ἀπὸ τῆς ὕλης μιαίνεσθαι : ἃ δ ' οὔτε ὅλως ἔχει φύσιν διαιρετὴν
τοῖς ἱερεῦσι νόμους , κελεύσας μὴ ἐφ ' ἅπασιν αὐτοὺς μιαίνεσθαι τοῖς ὁπωσοῦν ἢ κατὰ φιλίαν ἢ κατὰ συγγένειαν ᾠκειωμένοις
5742010 αἰδοιην
στονόεντας ἀέθλους , παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου , αἰδοίην θέτ ' ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι : ὄλβιος ,
Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ ' Ἀφροδίτην Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε
5736005 καλλωπισαι
τὸ κράτιστον μέρος εἴδους ἡττᾶται κάλλους . μὴ τοίνυν ὁ καλλωπίσαι τὴν Ἀφροδίτην βουλόμενος ὀνομαζέτω χρυσῆν τὴν θεόν , ἀλλ
λαμπρῦναι , ἀπολαμπρῦναι , φαιδρῦναι , ἐκφαιδρῦναι , κοσμῆσαι , καλλωπίσαι , κατακοσμῆσαι , συστῆσαι , γνωρίσαι , ἐπευφημῆσαι .
5727437 Δενδρον
κακῶς . Διδάσκαλός : ἐστιν ὁ διδοὺς τὸ καλόν . Δένδρον : διὰ τὸ δεόντως ἱδρῦσθαι . Δόλος : ἐστὶ
αὐτόχθον αὐτοῦ καὶ γηγενὲς οὐδὲν ἄλλο πλὴν τοῦτο σημαίνει . Δένδρον γε μήν , ἅπαν αὐξανόμενον καὶ τὴν ἀπὸ γῆς
5725933 ἀγαλλων
μεγαλόφωνον τέλλεται : γίνεται ἄναλκιν : ἀδύνατον ἄμοιρος : ἀμέτοχος ἀγάλλων : καλλωπίζων λαγέτας : ἡγεμόνας μεμαότας : προθύμους ἀμφίπολα
γὰρ καὶ ἔλαβε τὴν Ἱπποδάμειαν πρὸς γάμον . τὸν μὲν ἀγάλλων θεός : τοῦτον μὲν οὖν , φησι , τὸν
5722904 πανσοφον
παναγές , πανώλης , πάντολμος , παμμίαρον , παμπόνηρον , πάνσοφον , παντελές , πάνδεινον , πάνδηλον . καὶ τὰ
μιμώμεθα , ὦ παῖδες , καὶ τὴν Ἀπόλλωνος λύραν τὴν πάνσοφον . πῶς οὖν ἐκείνην ὁ θεὸς ἥρμοζε ; Κολοφὼν
5721931 δημιουργημα
τῶν οἰκητόρων ἔναγχος αἱρεθεὶς ἀστυνόμος λυσιτελὲς ὁμοῦ καὶ τερπνὸν ἐξεῦρε δημιούργημα καὶ δέδωκε τοῖς ἐνοικοῦσιν ἐρίζειν πρὸς τὰς ἀγαλλομένας ὕδασι
ἁπάντων , ἵνα τῷ ὄντι λογικῆς φύσεως ἐπάξιον τελεσθῇ τὸ δημιούργημα , ἐπειδὴ κακῶν δημιουργῶν ὑπαίτια ἐξ ἀνάγκης τὰ ἔργα
5718482 Ἀντινοοιο
εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : / οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . . , . : Παγκράτης δ ' ἐν
: ” ἦ ῥα , καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσεν Ἀντινόοιο ” . . . . . ἄσπετον , ,
5718201 ἀπλαστον
κατὰ τὴν γαστέρα , ἡ δὲ ἀμβλώσῃ , ἐὰν μὲν ἄπλαστον καὶ ἀδιατύπωτον τὸ ἀμβλωθὲν τύχῃ , ζημιούσθω , καὶ
, πλὴν τοῦτο : ὁρῶν † τι † ἐν ἐμοὶ ἄπλαστον θέαν γεγενημένην ἐξ ἐλέου θεοῦ , καὶ ἐμαυτὸν ἐξελήλυθα
5716136 γονιμωτατη
, εὑρήσεις τὸν κατὰ σύνθεσιν τὸν νεʹ . πέμπτον ἡ γονιμωτάτη ἑξὰς ἐφ ' ἑαυτὴν πολυπλασιασθεῖσα δυνάμει ἐπιγεννᾷ τὸν λϚʹ
ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς φυτοῖς μάλιστα
5714585 πολυφορον
Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ] , καὶ τὸ μὲν πολύφορον καὶ καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ
, τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν , μεταπλαττόμενον
5706770 Μιαν
γυνὴ σώφρων ἔδοξεν εἶναι . Ἐγὼ γὰρ οἶδα ταἴτιον . Μίαν γὰρ οὐκ ἂν εἴποις τῶν νῦν γυναικῶν Πηνελόπην ,
ἀγανακτικοὶ γεγόνατε . τί δ ' οὖν αὐτὸν ἄγχετε ; Μίαν ἡμέραν ταύτην παραιτησάμενοι ἥκομεν ἐπ ' αὐτὸν ὡς ὑπόσχῃ
5700784 θνητῳ
καὶ ἀθάνατον μαχέσασθαι , νίκην δ ' ἀμφοτέροις δώσω , θνητῷ δέ νυ μᾶλλον . ταῦτα ὡς ἐπύθοντο οἱ Φωκεῖς
καὶ τὰς ἐνισταμένας δυσπραγίας , συμμετρίαν δὲ καὶ κρᾶσιν τῷ θνητῷ γένει παρεχόμενος . Κατ ' ἄλλην τοίνυν διαίρεσιν ἡ
5693324 ὀρρομενον
πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον ,
κακὸν τὸ καθ ' ἡμῶν διεγειρόμενον καὶ ἐπαιρόμενον πολλά . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον . ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ]
5682463 διατηξας
ἀναγινώσκων . καὶ ὁ Ἀριστοφάνης ἐπὶ τοῦ Σωκράτους , κηρὸν διατήξας , φησίν , εἶτα διαβήτην λαβών , ἐκ τῆς
] ἐπήδησεν . ⸎ . . δεξιώτατα ] ἐπιτηδείως . διατήξας ] τῷ πυρὶ μαλθάξας ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ]
5680739 ὑμνησαι
σύνταξιν ἀνθρώποις ἢ δυναμένοις ἢ βουλομένοις , καὶ δότε πρόφασιν ὑμνῆσαι τὴν φιλότιμον καὶ σοφωτάτην ἀρχήν , αὐτοὶ πρὸς ἕκαστον
ὅσα δίδωσιν ὁ καιρός . Ἐποίησε Πίνδαρος καὶ θεοὺς ὀκνοῦντας ὑμνῆσαι τὰς τοῦ Διὸς εἰς ἀνθρώπους φιλοτιμίας . ἐδόκει γάρ
5677763 ὀξυγαρον
ὀξόγαρον βάρβαρον , ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον
ὅτι νῦν τινες τῶν Ποντικῶν ἰδίᾳ καθ ' αὑτὸ κατασκευάζονται ὀξύγαρον . πρὸς ταῦτα ἀπαντήσας ὁ Ζωίλος ἔφη : Ἀριστοφάνης
5676564 νενομικεν
μόνην . οἶδεν γὰρ ἄλλην , ἣν σῴζειν τὰς πολιτείας νενόμικεν . ἡ σεμνή . ὡς εὐδοκιμοῦσα μᾶλλον τῶν ἄλλων
κακόν τι ἀπολαῦσαι . οὕτως δὲ πάνυ τὴν φιλίαν ἱερὸν νενόμικεν ὥστε καὶ τοὺς θεοὺς αὑτῷ πειρᾶται ποιεῖν φίλους .
5671911 χαριεσσαν
ὀλεῖται ἧς ἀρετῆς , τεύξουσι δ ' ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ , οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο
δεδάηκα , τεὴν δ ' οὐκ εἶδον ὀπωπὴν οὐ Φθίην χαρίεσσαν , ἀριστήων τροφὸν ἀνδρῶν : οἶδα περικλήιστον ὅλον γένος
5670710 Ἀναγκην
οἰκοδομὴν τοῦ πύργου ἐτέθησαν , πεφορηκότες τὰ πνεύματα ταῦτα ; Ἀνάγκην , φησίν , εἶχον δι ' ὕδατος ἀναβῆναι ,
ὧν καὶ μονὰς Μνημοσύνη ὠνομάσθη . εἰ δὲ καὶ τὴν Ἀνάγκην οἱ θεολόγοι τῇ τοῦ παντὸς οὐρανοῦ ἐξωτάτῃ ἄντυγι ἐπηχοῦσι
5665188 ἀθανατον
δὲ τοῖος . ιεʹ Πῇ δὴ οὖν θνητόν τε καὶ ἀθάνατον Εἰπὼν περὶ τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς ἐν τῷ περὶ
ἐπ ' αὐτοῦ τὸ ὅτι ἐστίν , ἤγουν ἐὰν τὸ ἀθάνατον ὑπάρχῃ τῇ ψυχῇ . γινώσκομεν δὲ τὸ τί ἐστιν
5664894 ὑπεραυχον
, καὶ τὸν εἰκότα ποιησάμενος λογισμὸν στέλλῃ τὸ τοῦ φρονήματος ὑπέραυχον ὕψος , τὴν ἐπίβουλον οἴησιν καθαιρῶν . εἰ γὰρ
νενόμισται : τὸ δὲ Αἰγυπτιακὸν ἐκ φύσεως καὶ διαφερόντως ἐστὶν ὑπέραυχον , ὁπότε μικρά τις αὐτὸ μόνον αὔρα καταπνεύσειεν εὐπραγίας
5661423 Τελεστης
ἀγλαᾶν ὠκύτατι χειρῶν . κομψῶς δὲ κἀν τῷ Ἀσκληπιῷ ὁ Τελέστης ἐδήλωσε τὴν τῶν αὐλῶν χρείαν ἐν τούτοις : ἢ
οἱ ἐπισημότατοι διθυραμβοποιοί , Φιλόξενος Κυθήριος , Τιμόθεος Μιλήσιος , Τελέστης Σελινούντιος , Πολύειδος , ὃς καὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς
5661119 ἐπεραστον
λαμβάνειν , ὁ δὲ τεττάρων μνῶν πάνυ σμικρολόγος ὢν Γλαυκίαν ἐπέραστον ἐργάζεται . ” “ Γελοῖα ποιεῖς , ” ἔφη
: ἀντὶ τοῦ : τῷ Πανὶ τὴν σύριγγα τῶν ἀγροίκων ἐπέραστον κτῆμα Θεόκριτος ἀνέθηκεν ὁ Σιμίχου παῖς . τυφλοφόρους δὲ
5660363 ἐπιφρονα
κλέος αἰὲν ἄκουον , χεῖράς τ ' αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν : ἀλλὰ λίην μέγα εἶπες : ἄγη μ
θεῶν πάντων τ ' ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν . ἐκ Χάεος δ ' Ἔρεβός τε μέλαινά
5659153 θοηι
διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ θοῆι μάστιγι φιλήμερος Ὄρθος ἀνέστη , ἐννύχιον γλυκὺν ὕπνον ἀκοντίζων
καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν : ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῆι ἀποθύμια ῥέζοι [ Ξ ] . ἀλλ ' Ὅμηρος
5658553 Σωμα
τὰ ξανθὰ , ἵνα νοήσωμεν . Ὅρα πῶς εἶπεν : Σῶμα μαγνησίας χρυσοκόραλλον : ἐνταῦθα δὲ σῶμα μαγνησίας , μαγνησίας
αἰτίων εἶναι τὰ μὲν αἰσθητά , τὰ δὲ νοητά . Σῶμα εἶναι τὸ τριχῇ διαστατόν , πλάτει βάθει μήκει .
5656281 δικαιοσυναν
[ τὸ μεταβάλλον ] . Δοκεῖ μοι τῶν ἀνδρῶν τὰν δικαιοσύναν ματέρα τε καὶ τιθηνὰν τᾶν ἀλλᾶν ἀρετᾶν προσειπέν :
δὲ ἀνδρειότατα οἷον ποτὶ ῥώμαν καὶ ἰσχύν , ποτὶ δὲ δικαιοσύναν οἷον ποτὶ κάλλος τὸ σῶμα . τουτέων δὲ ἀρχαὶ
5656025 ἀτυφον
Λακωνισμὸς ἡ πρὸς τοὺς Λάκωνας . , . . † ἄτυφον : ἐν Φαίδρῳ τὸ ἀβλαβές , ἐπὶ τὸ τῦφον
, ἔτι δὲ ὀλιγοδεΐαν , ἀφέλειαν , εὐκολίαν , τὸ ἄτυφον , τὸ νόμιμον , τὸ εὐσταθές , καὶ ὅσα
5655451 ἁγνῃ
ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ . σχόλιον : εὐσεβεῖν , ἀπαλεξήσουσα καὶ ἀπείργουσα ἄρουραν
παίδων εὐκηλήτειρα . Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν , ἀρχόμενος τὰ πρῶτ
5653316 μορφωμα
ἄνθρωπος . . . [ . ] ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ ' ἐμψυχίας . λέγω τάδε περὶ τῶν ξυμπάντων
γὰρ περιτύχοις μέλανι τὸ εἶδος , ὃ δὲ ἐξέτρεψε τὸ μόρφωμα ἐς χλωρότητα , ὥσπερ οὖν μεταμφιεσάμενος : εἶτα μέντοι
5637801 ἐπιγειον
οἱονεὶ φωνὴν μετειληφυίας , ὁ δὲ Ἀριστοτέλης οὐδήεσσαν λέγει οἱονεὶ ἐπίγειον : οὕτως καὶ Χαμαιλέων . . ε . ,
βλέποντες τοῖς ὀφθαλμοῖς τοῦ σώματος κατανοοῦσι τὴν τοῦ βίου καὶ ἐπίγειον πραγματείαν , ἅμα δοκιμάζοντες τὰ διαφέροντα , ἤτοι φῶς
5636046 ἐγγυτατον
. πολλῆς γὰρ οὔσης καὶ ἀθρόας τῆς πηγῆς , τὸ ἐγγύτατον πλεῖστον , εἶτα ἔλαττον ἀεὶ καὶ ἔλαττον . τελευτῶν
ἀγάλματα εἰς ἀνθρωπίνην ὁμοιότητα καταστησαμένων : εἰ γὰρ ἀνθρώπου ψυχὴ ἐγγύτατον θεῷ καὶ ἐμφερέστατον , οὐ δήπου εἰκὸς τὸ ὁμοιότατον
5635220 μακροχρονιον
καὶ ὠκύμορον λαβὼν ἀγαθόν , εὐχόμενος τοὐναντίον , πολυήμερον καὶ μακροχρόνιον καὶ ἀκήρατον καὶ ἀθάνατον , ὡς δυνηθῆναι καὶ σπέρματα
, ἐμμελετῶντος ἀεὶ τοῖς νόμοις , ἆθλον εἶναί φησι τὴν μακροχρόνιον ἡγεμονίαν , οὐχ ἵνα πολυετῆ ζωὴν αὐτῷ χαρίσηται μετὰ
5632656 προσφυεστατα
, ὧν τὴν μὲν ἀγαπωμένην , τὴν δὲ μισουμένην καλεῖ προσφυέστατα θεὶς ὀνόματα . τίς γὰρ οὐ τὰς δι '
μουσικῆς καὶ τῶν κατὰ μουσικὴν πάντων ὀργάνων τὸν γεγωνὸν λόγον προσφυέστατα καλεῖ : τὸ γὰρ φωνητήριον ὄργανον ζῴοις ἡ φύσις
5631559 Ἡι
- κοῦν , ἀλλὰ προσεπισφραγιζόμενος τὸ τῆς ἐξουσίας προσέθηκεν , Ἧι λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν , τῇ νηὶ δὴ λέγων
δέ που ταὐτὸν πεπονθὸς ὅμοιον : οὐχί ; Ναί . Ἧι δὴ τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων πέπονθεν εἶναι ,
5629688 ἁρπακτικον
. Γ ἅρπυιαι : ἅρπαγες τῶν ἰχθύων : ἅρπυια γὰρ ἁρπακτικὸν ζῷον . Γ γραοσόβαι Γ : ἀπὸ τῶν ἰχθύων
ἀνάκειται τῷ Διΐ : κύνα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τὸ ἁρπακτικὸν , ἢ διότι ἀναιδῶς ἔμελλε τῷ Προμηθεῖ ἐπιτίθεσθαι .
5629627 ἐνεφυσαν
γὰρ παλαιὸς ὡς ὅτι ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν , ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὠ νόος ἐκπέταται
λόγος γὰρ παλαιὸς ὡς ὅτι ἀνδρὶ αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν , ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὡ νόος ἐκπέταται
5627748 ὑγρασιη
καὶ θερμὸν ἐμπέσῃ , οὐκ ἔτι γίνεται ἐν τῇσι μήτρῃσιν ὑγρασίη οὐδεμίη , ἥτις τὸ ἐπεισπῖπτον σπέρμα κρατήσει : διὰ
ἡ τροφὴ , μὴ τυχοῦσα ποτοῦ , οὐ πέττεται . ὑγρασίη γὰρ τροφῆς ὄχημα . δεδώκαμεν οὖν καὶ πόμα .
5626532 ἀϊδιον
αἰΐ καὶ αἰέ καὶ ἀΐ , ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀΐδιον , καὶ ἠΐ καὶ αἰή καὶ ἀέ καὶ ἀές
ὅτι οὐ διοίσουσιν ὡς ἀγαθά , ὅτι τὸ μὲν αὐτοάγαθον ἀΐδιον , τὸ δὲ οὔ , ὥσπερ οὐδὲ τὸ πολυχρόνιον
5625779 Ἀτα
. καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ ' Ἀτα ὁ ποδοχῶν ἢ μᾶλλον κατ ' ἐμὲ ὁ ποδηγῶν
τοῦ ἔντιμον . οὕτως Ἀ . . μεθέορτοι ἡμέραι κατὰ Ἀτα . καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ
5625594 εἰσποιητον
Σωκράτης γόνον Ἀρσινόης τὸν Ἀσκληπιὸν ἀποφαίνει , παῖδα δὲ Κορωνίδος εἰσποίητον . ἐν δὲ τοῖς εἰς Ἡσίοδον ἀναφερομένοις ἔπεσι φέρεται
Σωκράτης γόνον Ἀρσινόης τὸν Ἀσκληπιὸν ἀποφαίνει , παῖδα δὲ Κορωνίδος εἰσποίητον . ἐν δὲ τοῖς εἰς Ἡσίοδον ἀναφερομένοις ἔπεσι φέρεται
5623600 ἀχραντον
: τῆς δ ' ἀποκεκαθαρμένης πύριος ὁ τύπος βλέπεται καὶ ἄχραντον καὶ ἀμιγὲς τὸ πῦρ , τό τε ἐγκραδιαῖον αὐτῆς
ἀμόλυντον : παρὰ τὸ χραίνω χρανῶ ἥψατο , κατὰ συγκοπὴν ἄχραντον . ἢ τὸ μηδέπω ἐν χρείᾳ γεγονός ' .
5620935 ἐμπιειν
δὴ τοῦ ἀνειμένου καὶ μεσότητας ἔχοντος τῶν δυνάμεων αὐτοῦ κράματος ἐμπιεῖν καὶ ἀπολαῦσαι δυνηθείημεν , ἀποχρῶσαν ἂν εὐφροσύνην καρπωσαίμεθα ,
. νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν . οὐκ
5618779 Ἀερα
τὸν πρεσβύτην καὶ τοὺς νομιζομένους παρ ' αὐτοῦ θεούς , Ἀέρα , Αἰθέρα καὶ Νεφέλας ἀνακαλεῖται . πρὸς δὲ τὴν
Ὀμίχλην , Πόθου δὲ καὶ Ὀμίχλης μιγέντων ὡς δυεῖν ἀρχῶν Ἀέρα γενέσθαι καὶ Αὔραν , Ἀέρα μὲν ἄκρατον τοῦ νοητοῦ
5618282 Ταρταρα
ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , Τάρταρά τ ' ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης , ἠδ '
ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων , οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , Τάρταρά τ ' ἠερόεντα , μυχὸν χθονὸς εὐρυοδείης , ἠδ
5616104 αὐτομαθη
δὴ θιάσων ἡγεμόνας εἰσάγει Μωυσῆς , τοῦ μὲν γενναίου τὸν αὐτομαθῆ καὶ αὐτοδίδακτον Ἰσαάκἀναγράφει γὰρ αὐτὸν ἀπογαλακτιζόμενον , ἁπαλαῖς καὶ
ἐνιδρύσατο . διὸ φιλίαν μὲν τὴν πρὸς τοὺς γεννήσαντας ὡς αὐτομαθῆ καὶ αὐτοδίδακτον καὶ προστάξεως οὐ δεομένην ἀπέλιπε , φόβον
5611289 ἀποιον
περιέχει γὰρ τὸ εἶδος τὴν ὕλην καὶ τὰ στοιχεῖα τὸ ἄποιον σῶμα . ταῦτα ἔχει ἡ πρᾶξις . Ἕκτον ἦν
καὶ μέλιτοϲ , ἔτι δὲ πρὸϲ τούτοιϲ εἴ τε οὖν ἄποιον ἐθέλοιϲ εἴ τε μέϲον ἐν ποιότητι τῇ πρὸϲ τὴν
5608620 καθυπερτερον
: οὐδέ τίς ἐστιν , ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν , ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις
καὶ λύθροιο θεορρύτου ἐκγενόμεσθα Τιτήνων : οὐ γάρ τι πέλει καθυπέρτερον ἀνδρῶν νόσφι θεῶν : μούνοισι δ ' ὑπείξομεν ἀθανάτοισιν
5603602 ἀγεννητον
περὶ τοῦ κόσμου διανοούμενον , ἐπίστασθαι μὲν ἀΐδιον ὄντα καὶ ἀγέννητον , τὸ δὲ ᾧ τρόπῳ συντέτακται καὶ διοικεῖται καταμαθεῖν
ῥητέον . Τὴν Ἀθηνᾶν φασιν ἀγέννητον καὶ παρθένον εἶναι , ἀγέννητον μὲν , ὅτι οὐκ ἐκ μητρός τινος ἐγεννήθη ,
5603493 ἀσχηματιστον
μαθεῖν . εἰσί τινες οἱ τὴν ἄποιον καὶ ἀνείδεον καὶ ἀσχημάτιστον οὐσίαν θεοπλαστοῦντες , τὸ κινοῦν αἴτιον οὔτε εἰδότες οὔτε
: τὸ μὲν γὰρ μέλος ἀνενέργητόν τ ' ἐστὶ καὶ ἀσχημάτιστον , ὕλης ἐπέχον λόγον διὰ τὴν πρὸς τοὐναντίον ἐπιτηδειότητα
5599582 ἀνιερον
φάος τόκου , δαίμονά τ ' ἔταν , ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον , Θράσος , μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα , εἰδομένα τοκεῦσιν
καὶ ἀπεβάλλετο τὴν δυσσεβῆ τροπὴν τῆς φρενὸς τὴν ἄναγνον καὶ ἀνίερον ἐκτροπὴ γάρ ἐστι νοῦ καὶ δυσσέβεια ἀκάθαρτος καὶ παράνομος
5594920 θαυμασιωτατην
, πρὸς ἣν ἀφομοιωθέντα ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ αὐτὸν ἀπειργάσθαι κατὰ θαυμασιωτάτην πρόνοιαν καὶ δίαιταν ἐλθόντος ἐπὶ τὸ δημιουργεῖν τὸν κόσμον
, τὴν μὲν ἔνδον ἀποτίθεσθαι , ποικιλωτάτην δὲ καὶ ὀφθῆναι θαυμασιωτάτην ἑτέραν ἀναλαμβάνειν : πολύτροπος γὰρ ὢν ὁ βίος ποικιλωτάτου
5594298 φυτικην
σύμπνοιαν τῆς θρεπτικῆς ταύτης καὶ αὐξητικῆς ψυχῆς τὴν γὰρ δὴ φυτικὴν δύναμιν ἔοικε καὶ ὁ Ἱπποκράτης κατὰ τὸ παλαιὸν ἔθος
τὴν αἰσθητικὴν ἐπακολουθοῦντες τοῖς αἰσθητοῖς εἰδώλοις , μηδὲ εἰς τὴν φυτικὴν ἐπακολουθοῦντες τῇ ἐφέσει τοῦ γεννᾶν καὶ ἐδωδῶν λιχνείαις ,
5593688 Γυψ
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ .
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι
5590975 ἐπιδοιμι
γὰρ ἂν ἐντεῦθέν μέ τις ἀνέλοιτο , οὐδ ' ἂν ἐπίδοιμι τὸν ἥλιον οὐδ ' [ ἂν ] εἰς φῶς
πανήγυρις ] ἡ πληθύς . θ πανήγυρις ] χορός . ἐπίδοιμι ] θεάσαιμι . ἀστυδρομουμένην ] πορθουμένην . ἀστυδρομουμένην ]
5588952 ενθ
. . . [ ] οσε῀ [ ? [ ] ενθ [ [ ] ! [ . . . ,
. . . . [ ] ! [ [ ] ενθ ! [ [ ] εσακε [ [ ] !
5587770 Υἱῳ
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε
5586797 φιλεταιρον
τοῦτο , εἴπερ τι ἄλλο , ἔδοξε δημοτικόν τε καὶ φιλέταιρον πρᾶξαι Ἀλέξανδρον . οἱ δὲ παραλαβόντες ἀπῆγον τὴν αὑτοῦ
τοῖς τοιούτοις χρησιμώτερον γένος . εἰ δ ' ἐστὶ τὸ φιλέταιρον ἕν τι τῶν καλῶν , ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ

Back