σεσωρευκότος διὰ σωφροσύνην καὶ φειδώ , ἀθρόως κυριεῦσαν τῶν πραγμάτων σφοδρόν τινα καὶ παντοῖον ὄλεθρον κατὰ τῶν εὑρεθέντων μαίνεται ,
καὶ ἀκρίβειά τις ἐν τούτοις ἐμφαίνεται , ἡ δὲ δεινότης σφοδρόν τι βούλεται καὶ σύντομον , καὶ ἐγγύθεν πλήττουσιν ἔοικεν
7435738 σκληρον
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται
7410752 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
7166905 κουφον
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι
7050418 ἐμβριθες
φερόμεναιτὸ δὲ Δίωνος ἦθος ἠπιστάμην τῆς ψυχῆς πέρι φύσει τε ἐμβριθὲς ὂν ἡλικίας τε ἤδη μετρίως ἔχον . ὅθεν μοι
δὲ οὐκ ἐν ῥυθμῷ ὂν τὸ ζῷον , ἀλλ ' ἐμβριθὲς μὲν τὰ μέσα , μακρὸν δὲ κατὰ τὸν αὐχένα
6967237 συντονον
διατονικῶν διαιρέσεων τὸ μὲν διάτονον μαλακὸν καλεῖται , τὸ δὲ σύντονον . ἡ μὲν οὖν τοῦ μαλακοῦ διατόνου χρόα μελῳδεῖται
δὲ ἄκλυστον καὶ ἐν γαλήνηι ὂν ἔρρωταί τε καὶ ἔστι σύντονον καὶ διαρκεῖ πρὸς τὸν κατὰ φύσιν χρόνον τῆς ζωιογονίας
6940870 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
6886427 δυσκινητον
' ὑπὸ τῶν ξηραινόντων βλάπτοιτο αὐχμηρόν τε καὶ ξηρὸν καὶ δυσκίνητον γένοιτο , ξηρότητος , ὥσπερ γε καὶ εἰ βαρύνοιτο
ἐν τῷ γήρᾳ ἔνια κακὰ , τὸ ἀσθενὲς , τὸ δυσκίνητον , τὸ ἐπίλησμον , τὸ δυσήκοον : ἀλλ '
6816427 τραχυ
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ]
6718693 ἰσχυρον
μή ” φης ' “ ἀρέσκει . ” τοῦτο γὰρ ἰσχυρὸν οἴεταί τι πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχειν . οὐκ
αὐτὴν καὶ μελεδαινόμεναι . Ἢν τὸ στόμα ξυμμύσῃ , γίνεται ἰσχυρὸν ὥσπερ ἐρινεὸν , καὶ ἢν ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ ,
6713268 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
6712943 γλισχρον
ὅτι αὐτὴ μὲν κατ ' αὐτὴν ἀμφιβολία οὐδέποτε μελετηθήσεται , γλίσχρον γὰρ καὶ ἀτελὲς τὸ ζήτημα : ἐν ἑτέροις δὲ
διενήνοχεν ἐκείνου μέντοι τῷ τε μὴ ὄζειν καὶ πάνυ τυγχάνειν γλίσχρον . Τό γάρ τοι πῦον καὶ αὐτό τινα γλισχρότητα
6688285 μαλακον
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης
6642786 ἐπωδυνον
. Οἴδημα δὲ ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ σκληρόν τε ἐὸν καὶ ἐπώδυνον , κάκιστον μὲν , εἰ παρ ' ἅπαν εἴη
καὶ ἐς οὖς ἀριστερόν : καὶ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐπώδυνον : μυξώδεα αἰεὶ ἐχώρει ἐπιεικῶς ξυγκεκαυμένα : καὶ θέρμη
6632538 αὐχμηρον
γενέσεως καὶ σπέρματος οὐσίαν νομίζοντες : Τυφῶνα δὲ πᾶν τὸ αὐχμηρὸν καὶ πυρῶδες καὶ ξηραντικὸν ὅλως καὶ πολέμιον τῇ ὑγρότητι
τῷ ξηρανθῆναι τοὺς μῦς περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ὥστε ἀποδύντων αὐχμηρὸν καὶ προσεσταλμένον φαίνεσθαι τὸ σῶμα καὶ πρὸς τὰς κινήσεις
6613675 πεπηγος
Ἥρων ἐν μηχανικοῖς καὶ καταπαλτικοῖς . ] Ἔστω οὖν πλινθίον πεπηγὸς τὸ ΑΒΓΔ , καὶ ἐν αὐτῷ τρίγωνα ὀρθογώνια ἴσα
, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γὰρ αἷμα συνεστραμμένον καὶ πεπηγὸς τίκτει , ὕστερον δὲ τοῦτο θαλπόμενον ἐν τοῖς ἰδίοις
6586410 ἀσθενες
τοῦ ε βλῆτο . . . . βληχρόν : τὸ ἀσθενές : οὕτως Ὅμηρος καὶ Ἀλκαῖος : Πίνδαρος δὲ ἐπὶ
Παρὸ καὶ τοὺς τοιούτους Σχινοτρώκτας ἐκάλουν . Στύππινον γερόντιον : ἀσθενές . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν τὰ εὐτελῆ κλεπτόντων
6581535 ἀπεπτον
' ἀμφοῖν ἐστι τὸ δεύτερον . τὸ δ ' ἐσχάτως ἄπεπτον , ὅπερ ἐστὶ τὸ ὑδατῶδες ἀκριβῶς , οἷον ἀπεγνωσμένης
τὸ δὲ γυψῶδες παχὺ καὶ δυσοικονόμητον , τὸ δὲ ξανθὸν ἄπεπτον καὶ ἀκατέργαστον , καὶ διὰ τοῦτο τὴν αἱματώδη χρόαν
6578817 ῥιγος
ὑστέρῃσι , ψαυούσῃ γὰρ ἰσχνὸν καὶ ὑγρὸν φαίνεται : καὶ ῥῖγος καὶ πῦρ λαμβάνει . Ὅσῳ δ ' ἂν ὁ
καὶ περιψύχεται πᾶσα , καὶ πῦρ ἔχει μέγα , καὶ ῥῖγος ἐπιλαμβάνει , καὶ πνεῦμα πυκνὸν , καὶ λιποθυμίη ,
6573504 ἀμυδρον
, μέχρις ἂν ἡ ἀντίπαλος μνήμης τὸν τύπον λεάνασα λήθη ἀμυδρὸν ἐργάσηται ἢ παντελῶς ἀφανίσῃ . τὸ δὲ φανὲν καὶ
ὁ δὲ ὄντως ἰατρὸς ἅπτεται τοῦ σφυγμοῦ , εὑρίσκει αὐτὸν ἀμυδρὸν καὶ ἀνώμαλον , καὶ λέγει μέγα κακόν . μικρὰ
6565270 παχυ
τῶν νόσων ταῦτα . ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ μὲν ἔσω παραθλιβομένης τῆς σαρκός , λεπτὸν δὲ γίνεσθαι
ἔχεις : Διφθέραν , ἱμάτιον πυκνόν . ἄκναπτον ἱμάτιον καὶ παχὺ ἡ σισύρα . ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με : Ἀντὶ τοῦ
6564916 βαρυ
λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα τε εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύττον τὴν
ἢ πτῶμα ἢ πληγὴν σφοδρὰν ἢ καὶ προσάρασθαί τι φορτίον βαρὺ ἢ καὶ προσομιλῆσαι κρύει σφοδρῷ ἢ τῷ ἀθροισθῆναι πλῆθος
6529452 γεωδες
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν
6519818 σφοδροτερον
λέγει δὲ οὕτως : πρὸς δὲ τὴν τῶν ἀφροδισίων χρῆσιν σφοδρότερον μὲν εἶναι , ἀδικίαν δὲ μὴ προσεῖναι . ἢ
αἰγιαλοῦ τὴν κεφαλὴν διαβρέχουσα ἢ πᾶσα νηχομένη , καὶ νυκτὸς σφοδρότερον κρώζουσα ὄμβρους προμηνύει . καὶ αἱ κατοικίδιαι ὄρνις πυκνῶς
6516713 ὀξυν
τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , δώσω δ ' ὀξὺν ἄκοντα , κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν , καὶ ξίφος
: κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι , ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν . Ἢν δέ
6500494 ἀπορρεον
' ἀπορροίας αἰσθανόμεθα , οὔτε ἔτι μᾶλλον τῶν χρωμάτων τι ἀπορρέον ποιεῖ τὴν ὅρασιν , ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖν ὁρᾶται .
λαμβάνων ἐπί τινος ἄκμονος ἐπιτίθει τοὺς πυρούς , καὶ τὸ ἀπορρέον ἐξ αὐτῶν ὑγρὸν ἔτι θερμὸν λαμβάνων ἐπίχριε τοὺς λειχῆνας
6488634 ἀναπνειν
τῆς φύσεως πρὸς τὴν τοῦ παιδίου διαμονήν : καὶ τὸ ἀναπνεῖν δὲ ὂν ἔργον τῆς ψυχῆς παρεχόμενα τὰ ἔμβρυα δῆλα
ἀέρα δ ' ἀντηχεῖν . ὀσφραίνεσθαι δὲ ῥισὶν ἅμα τῶι ἀναπνεῖν ἀνάγοντα τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν ἐγκέφαλον . γλώττηι δὲ
6427601 δυσωδες
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι .
6417143 παχυνεται
σφηνουμένου τοῦ πλήθους αὐτόθι δυσλύτως : πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις παχύνεται καὶ γλίσχρον γίνεται τῇ θερμότητι καὶ ξηρότητι τῶν δριμέων
ὁμοίως τοῖς ῥιπίζουσι λεπτυνούσης ἅμα καὶ ψυχούσης τὸν ἀέρα . παχύνεται δ ' ὁ κατὰ πόλιν ἀήρ , οὐ μόνον
6416050 ψυχομενον
τῷ ψύχει μᾶλλον πήσσεσθαι , ὅπερ καὶ περὶ πᾶν αἷμα ψυχόμενον συμβαίνει . μήποτε οὖν , φησίν , ἐξ ὕδατος
, καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει . τὸ δὲ ἑξῆς * οὕτως * :
6404807 θηριωδες
δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν
' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον .
6395275 διυγρον
ἀραιουμένη * μυδόεν : σεσηπός μυδόεν τεκμήρατο νύχμα : τουτέστι δίυγρον ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ σεσηπός μυδόεν τεκμήρατο νύγμα :
πάντως λέγονται Ἡλίου καὶ Σελήνης . ἐκ δὲ Μήνης τὸ δίυγρον λαμβάνουσα ἡ ζώνη προσδεχομένη τὰς ὑγρὰς ἀτμίδας ἐκ τῆς
6394641 Λαβρον
ὀφθαλμοὺς , τὸ δὲ στόμα ἐν μέσῳ τῶν ὀφθαλμῶν . Λάβρον : λαίμαργον . Αἰεί : διηνεκῶς . ψαμάθοισι :
ἀποπέμψῃ , ὑπαντλήσῃ . ἀέξῃ : σωρεύσῃ , συναθροίσῃ . Λάβρον : σφοδρὸν , πολὺν , βαρὺν , μέγαν :
6394323 φθαρτικον
γῆν τόπον , εἴπερ ἐστίν , ἐπειδὴ φρικώδη αὐτὸν καὶ φθαρτικὸν ᾄδουσιν , ἀποτάττωμεν τοῦ κόσμου . „ Ταῦτα τοῦ
, πῦρ δὲ εἰς τὸ χρειῶδεςἄπληστον δ ' ἐστὶ καὶ φθαρτικὸν τοῦτοκαὶ κατὰ τοὐναντίον εἰς τὸ σωτήριον , ὅπερ εἰς
6354504 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
6346609 ῥευμα
τοῦ ἡλίου τῶι ἔαρι ἀναπηδᾶν τὸ ὕδωρ καὶ ἐπαύξεσθαι τὸ ῥεῦμα . . , : Ξενοφῶν δὲ καὶ Θουκυδίδης ,
δεῦρο ὑπὸ γῆς περισταλεῖεν , ἐκ δὲ ἰχώρων τοιοῦτον ἴσχοι ῥεῦμα ἡ πηγή : διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὴν παραλίαν
6345139 ζωτικον
πυρετόϲ ἐϲτι θερμότηϲ παρὰ φύϲιν καρδίαϲ καὶ ἀρτηριῶν βλάπτουϲα τὸν ζωτικὸν τόνον , ἀναφερομένη τε ἐκ βάθουϲ καὶ δριμεῖα καὶ
πήρωσις αὐτῷ ἐπακολουθήσῃ . τοῦτο δὲ τοὐνυπάρχον ἐστὶ τὸ λεγόμενον ζωτικὸν θερμόν , ὃ πῦρ μὲν οὐκ ἔστιν : οὐ
6331761 ψυχροτερον
καὶ τὸ χωρίον ἀφορῶν : εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ τὸ ψυχρότερον ῥέπουσι , δώσεις ἐλάχιστον , εἰ δ ' ἐπὶ
τὸ χωρίον : ἐν ἅπασι γὰρ τούτοις ἐπὶ μὲν τὸ ψυχρότερον ῥέπουσι δώσεις ἐλάχιστον , ἐπὶ δὲ τὸ θερμότερον ἐκτενέστερον
6331078 στιλβον
ἔχων , κροτάφους δασεῖς , ὄμμα λι - παρὸν καὶ στίλβον καὶ ἀμαρύσσον . ὁ τοιοῦτος φιλόκυβος , φιλορχηστής ,
ὑγρὸν τὸ πρῶτόν ἐστι τῆς ὄψεως ὄργανον , λευκὸν καὶ στίλβον καὶ λαμπρὸν καὶ καθαρὸν γενόμενον : μόνως γὰρ οὕτως
6326612 ἀραιον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν
6301626 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
6298206 διψος
τῶν τινὸς εἶναι τοῦτο ὅπερ ἐστίν ; ἔστι δὲ δήπου δίψος Ἔγωγε , ἦ δ ' ὅς : πώματός γε
ὀξὺς σύνεστιν : ὅπου δὲ πυρετὸς ὀξύς , πάντως καὶ δίψος ἐπιγίνεται : καὶ πῶς λέγει ὅτι “ δίψος μὴ
6292993 βιαιαν
ὀδύνη ἢ ἀγρυπνία ἢ τοῦ μὴ σπαράττεσθαι χάριν διὰ βῆχα βιαίαν , ὡς ἐπὶ αἵματος ἀναγωγῆς συμβαίνει καὶ τῶν ἀπὸ
ἡμέρας ἐκπυροῦσθαι τῇ ἀκτῖνι , καὶ κεκλιμένην αὐτοῖς καὶ μὴ βιαίαν προσπίπτειν . ὅθεν τὰ πρὸς ἄρκτον ἔχοντα τὰς κλίσεις
6289800 θολερον
τοῦ δὲ χρόνου προϊόντος , πτύαλον ἐπιφαίνεται ὑπόμελαν ἐὸν καὶ θολερὸν , καὶ τὰ στήθεα πῦρ ἔχει τοῦ ἄλλου σώματος
αὔξεται καὶ ὄγκῳ καὶ σταθμῷ κατατιθέμενος ἐν οἴκοις καταγείοις ἀέρα θολερὸν ἔχουσιν , ὡς εὐρῶτος πληροῦσθαι ταχέως τὰ κατ '
6277790 χαυνον
ἐγκρατεῖ , καθάπερ καὶ τὸν θρασὺν τῷ ἀνδρείῳ καὶ τὸν χαῦνον τῷ ἐλευθερίῳ : διαφέρει δὲ κατὰ πολλά . ἰδίως
ἑωυτῷ , διαφύσιας ἔχον πλαγίας , ᾗ πλευραὶ προσήρτηνται , χαῦνον δὲ καὶ χονδρῶδες . Κληῗδες δὲ περιφερέες ἐς τοὔμπροσθεν
6275908 καυμα
τόπων ὡρμημένοις ἠπίστατο κρύος μὲν καὶ χιόνα φέρειν δυναμένους , καῦμα δὲ καὶ ἥλιον οὐδαμῶς . ἦν μὲν δὴ μὴν
μέσοι εἰσίν , ὦτα δὲ ἔχουσι μικρά , καὶ πρὸς καῦμα ἀπαγορεύουσι δυσπνοίᾳ . Σαυρομάται δὲ ἵπποι μείζους τῶν Ἰβήρων
6273589 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
6260877 καταξηρον
μετὰ γλοιώδους ὑγρασίας ἀκαθάρτου , Εὐφορίων δὲ τὸ ἐκπεπιεσμένον καὶ κατάξηρον . Βακχεῖος δὲ καὶ Λυσίμαχος διὰ τοῦ π γράφουσι
τὰ αὐτὰ τῷ σιλφίῳ . Σίνηπι : ἐκλέγου μὴ τὸ κατάξηρον καὶ κατάπυρον δέ , ὃ δὴ θλασθὲν ἔνδοθεν χλωρὸν
6258130 διαχωρημα
καὶ δαπανᾷ πλέον τοῦ δέοντος , καὶ ὀλίγον γίνεται τὸ διαχώρημα . Τῆς δὲ κατὰ σύστασιν ἀμετρίας , τίς ἡ
ὀλίγον διαχωρέειν [ . . ] : τὸ μετὰ τρυσμοῦ διαχώρημα κάκιστόν ἐστι : γίνεται γὰρ πνευμάτων τινῶν προσαναλυομένων καὶ
6257871 διαφανες
ἀστέρων καὶ τὸ πῦρ . ὁρατὸν δὲ καὶ τὸ ἐνεργείᾳ διαφανὲς ὁ πεφωτισμένος δηλαδὴ ἀήρ . ἔτι δὲ καὶ τὸ
ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυίαν ,
6253561 λεπτοτερον
, εἰ δὲ πλέον , πλείοϲι . καὶ εἰ μὲν λεπτότερον τὸ περιεχόμενον ὑπολάβοιμεν αἷμα , ἐπιπολῆϲ ἐγχαράξομεν , εἰ
ὡς ἐν ἄλλοις φησίν , ἀέρος μὲν πυκνότερον ὕδατος δὲ λεπτότερον . καὶ ὁ μὲν Ἀλέξανδρος Ἀναξίμανδρον οἴεται τὸν ἄλλην
6229125 πυκνοτερον
τροπικὸν ἢ δίσωμον τὸ ζῴδιον , ἔτι μᾶλλον ποιεῖ : πυκνότερον γὰρ ἁμαρτάνουσιν , ὀφθαλμοβόλοι γὰρ γίνονται καὶ οὐκ ἐπιτευκτικοί
μὲν ἀκμὴν παιδοτροφίας ἀγύμναστοι καὶ παιδικὸν ἔτι καὶ ἀμέγεθες καὶ πυκνότερον τὸ σύγκριμα τῶν μαστῶν ἔχουσιν , αἱ δὲ πολλάκις
6217834 ἀναισθητον
φησὶ χρῆναι τοῦτον ἢ ὅτι διαβάλλει αὐτὸν καὶ διὰ τοῦτο ἀναίσθητον : φησὶ γὰρ τούτου χάριν δέον εἶναι τοῖς ἁλσὶ
ἄκρον τοῦ ὄνυχος , ὃ δὴ καὶ ἄζον ἐστὶ καὶ ἀναίσθητον . παρακελεύεται τοίνυν μὴ ἐν εὐωχίαις θεῶν τέμνειν τοὺς
6215470 δηκτικον
. ἢν γὰρ καί τι δάκῃς : ἐὰν γὰρ καὶ δηκτικόν τι καὶ λυπηρὸν δράσῃς , ὡς καὶ ὁ λόγος
μέγα καὶ λεῖον , οὐ δηκτικόν , τὸ δὲ μελανίζον δηκτικόν , ἀχρεῖον : φέρει δὲ τὸ τοιοῦτον ἡ παρ
6214387 βαρος
πολλοὶ τῶν Πελοποννησίων ἀνῃροῦντο . οὐ γὰρ ὑπέμενον ὑπενέγκαι τὸ βάρος τῆς τῶν ἐπιλέκτων ἀνδραγαθίας , ἀλλὰ τῶν ἀντιστάντων οἱ
περὶ Δημόκριτον καὶ ὕστερον Ἐπίκουρος τὰς ἀτόμους πάσας ὁμοφυεῖς οὔσας βάρος ἔχειν φασί , τῶι δὲ εἶναί τινα βαρύτερα ἐξωθούμενα
6213595 χολωδες
. [ γʹ . Πρὸς δηγμοὺς ἄνευ τοῦ ἀναχεῖσθαί τι χολῶδες . ] Τραγορίγανον λεάνας ἐν ὕδατι ἴσα δίδου καταῤῥοφεῖν
οἱ ἐκκεχολωμένοι τὸ στόμα τῆς κοιλίας , οὓς γνωριοῦμεν ἐπανερευγομένους χολῶδες . ὡσαύτως δ ' οὐδὲ τοὺς αἱμορραγοῦντας ἐκ ῥινῶν
6208776 ἀμβλυ
βαρὺ ἀντίκειται φήσομεν , τὸ δὲ ἐν ὄγκῳ ᾧ τὸ ἀμβλύ , ἢ ὅπως ἂν ἄλλως ἐνδέχηται . ἔστι δὲ
σε προσηρώτα εἰ ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ , ἔστι δὲ ἀμβλύ , καὶ ἐγγύθεν μὲν ἐπίστασθαι , πόρρωθεν δὲ μή
6206918 πνευμα
δεόμενον τὸ βαρὺ καὶ μείζονος εἰ δι ' ὅλου τὸ πνεῦμα πέμποιτο , ὥστε ὅσον μήκους προστίθεται τοσόνδε καὶ πνεύματος
ἁπλῶς περίπατος δύναται ὁ ἀποθεραπευτικὸς ἀνεῖναι μὲν ψυχὴν καὶ μεταστεῖλαι πνεῦμα καὶ εἰς τάξιν ἀγαγεῖν λῦσαί τε τὰ συντεταμένα καθᾶραί
6201543 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
6192601 βηχα
μεγάλη ὀδύνη ἢ ἀγρυπνία ἢ τοῦ μὴ σπαράττεσθαι χάριν διὰ βῆχα βιαίαν , ὡς ἐπὶ αἵματος ἀναγωγῆς συμβαίνει καὶ τῶν
: χρησίμη δὲ πρός τε τὰ ἄσθματα καὶ πρὸς τὴν βῆχα ξηρὰν καὶ ὅλως τοὺς περὶ τὸν θώρακα πόνους :
6187234 ἠχον
ἀψύχοις δόξαις , λέγω δὲ „ βατράχοις „ , πιεσθεὶς ἦχον καὶ ψόφον ἔρημον καὶ κενὸν πραγμάτων ἀποτελούσαις , εἰπόντος
χρυσοῖ γὰρ κώδωνες περὶ τὸν ποδήρη εἰσὶν αὐτοῦ , μέλους ἦχον ἀνιέντες ἰδιάζοντα : παρ ' ἑκάτερον δὲ τούτων ἄνθεσι
6184620 χρωμα
τὸ χρῶμα δημιουργεῖ , καὶ οὐκ ἔστι σῶμα μὴ ἔχον χρῶμα . τοῦτο οὖν τὸ ὁμοῦ συνημμένον , φημὶ δὲ
ὀξύ , ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ ἐναντίως , τὸ δὲ χρῶμα ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ κατὰ ἡμιτόνιον καὶ ἡμιτόνιον καὶ
6169308 ϲκληρον
παραϲκευάζει γὰρ ἀταλαίπωρον τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα
καὶ ὅϲα δυϲκραϲίαν ἐργάζεται . τινὲϲ δὲ τῶν ἀγυμνάϲτων τὸν ϲκληρὸν ϲφυγμὸν ὠήθηϲαν εἶναι ϲφοδρόν , ἀλλὰ τὸν γεγυμναϲμένον τόν
6168310 λεπτον
ἀμορφίᾳ συνοικῇ , τὸ καθάρειον ἐκλέγεται . οἷον ἱμάτιον οὐ λεπτὸν μέν , καθάρειον δέ , σκεύη οὐ χρυσᾶ οὐδὲ
. Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν . τὸ δὲ λεπτὸν τῇ ϲυϲτάϲει καὶ πυρρὸν τῷ χρώματι βέλτιον τοῦ ὠχροῦ
6165654 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
6148896 πυρρον
, μεταβληθείη μὲν ἂν ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν πρὸς τὸ πυρρὸν χωροῦντα , ἐπιταθείσης δὲ τῆς θερμότητος , προσεπιδοθείη ἂν
, τὸ δὲ πάνυ λευκὸν ἄκρατον εἰς ἀνανδρίαν φέρει , πυρρὸν δὲ τὸ σῶμα πᾶν δολεροῦ καὶ πολυτρόπου ἀνδρός ἐστι
6145781 ἐρυθρον
αὐτὴν τὴν ἐπίνοιαν : τὸ γὰρ μαλθακὸν καὶ ὑγρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ἐξ ὧν ἄλλων εἰδοποεῖται σὰρξ ἅμα τῷ νοηθῆναι
νεοσφαγέος , καὶ θρομβία διαλάμποντα , ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπαίρεται ,
6128505 οἰδημα
μὴ ἐξανασταίη : ἦλθε γὰρ καὶ ἐς τὸ ἀριστερὸν τὸ οἴδημα , ἧσσον δέ : καὶ ἀπελειαίνετο ἐν τοῖσιν οἰδήμασι
κατὰ τὸν σπλῆνα οἷον ἐπινυκτὶς ἐξ ἀρχῆς , ἔτι δὲ οἴδημα καὶ ἐρύθημα σκληρόν : μετὰ δὲ ἡμέρην τετάρτην πυρετὸς
6115119 ἰσχυρως
Τυφῶ ] ἤγουν ἀνέμῳ . . πρημαινούσας ] ὁρμητικάς , ἰσχυρῶς πνεούσας . τὰς μανικῶς φυσώσας : ἀπὸ τοῦ πρῆσαι
ἁπλῷ δὲ λόγῳ ὥσπερ εἰ λίθον τις ἢ ξύλον μοχλεύοι ἰσχυρῶς : ἔστω δὲ σθεναρὰ τὰ σιδήρια ὡς οἷόν τε
6095591 ἀνωδυνον
ἐπὶ τῆς χειρὸς γυμνάσωμεν τὸν λόγον . ἐπὶ ταύτης τοίνυν ἀνώδυνόν ἐστιν σχῆμα τὸ ἐγγώνιον . οὔτε γὰρ οἱ μύες
: ψυχρὸν γάρ ἐστιν . ἀλλὰ καὶ ἀκίνδυνον , ἐπειδὴ ἀνώδυνόν ἐστιν . οὐδὲν γὰρ οὕτως καταβάλλει τὰς δυνάμεις ὡς
6075067 ἀθροον
κόλπου καὶ τῇ κροκάλῃ πορευομένους , ὑπεκβάντες τοῦ ἄστεος ἐσβάλλουσιν ἀθρόον ἐς αὐτοὺς εὖ μάλα παρατεταγμένοι , καὶ πολλοὺς μὲν
τὴν τοῦ ὅλου φύσιν ἔχειν , ὃ συλλαβόντες κατὰ τὸ ἀθρόον σῶμα προσαγορεύομεν , οὔτε τὴν τῶν ἀίδιον παρακολουθούντων ,
6074505 καταρρευσαν
καὶ τὸν μὲν ταρσὸν τοῦ ποδὸς περιπείρεται , τὸ δὲ καταρρεῦσαν αἷμα τοῦ τραύματος τὴν τοῦ ῥόδου χροιὰν εἰς τὴν
μὴ γὰρ οὕτω προμηθευσαμένου τοῦ κάμνοντος , στηριχθείη ἂν τὸ καταρρεῦσαν ὑγρὸν καὶ ὀδυνήσαι , καί τι ἕτερον χεῖρον ἐπαγάγοι
6073488 καιομενον
εἰ δὲ χρονίϲοι , καὶ αὐτοῦ τοῦ δέρματοϲ ἅπτεται , καιόμενον δὲ λεπτομερέϲτερον γίνεται . Ἀρτεμιϲίαι ἀμφότεραι θερμαίνουϲι μὲν κατὰ
κτήμασι τοῦ δυνατοῦ πλούτου οὕτω διαλάμπει ὡς ἐν νυκτὶ πῦρ καιόμενον . ἄριστον μὲν ὕδωρ : ἀρχὴ γὰρ τῶν ὅλων
6071926 ὀξυκινητον
ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , ὀξυκίνητον . ταῦτα μὲν περὶ παντὸς τοῦ σώματος : κατὰ
εἶναι , παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι , ὑγρότερον ὡς τὸ εἰκὸς καθιστάμενον καὶ ἐπὶ
6071337 ἁλμυρον
σαρκῶδες : οὐρέεται δὲ τὸ γλυκύ : διαχωρέεται δὲ τὸ ἁλμυρόν . Κέγχρων χόνδροι καὶ κυρήβια , ξηρὸν καὶ στάσιμον
τὸ μὲν γλυκύ , τὸ δὲ πικρόν , τὸ δὲ ἁλμυρόν , τὸ δὲ δριμύ , τὸ δὲ αὐστηρόν ,
6069443 ὀγκον
εἶναι . Πρῶτον μὲν οὖν οὐκ ἀνάγκη τὸ ὑποδεχόμενον ὁτιοῦν ὄγκον εἶναι , ἐὰν μὴ μέγεθος ἤδη αὐτῷ παρῇ :
Εἴτε πνευματικὴν διάθεσιν εἴτε ἐμφύσημα καλεῖν τις ἐθέλει τὸν γινόμενον ὄγκον ἔν τισι μορίοις παρὰ φύσιν , ἀντίτυπον μέν ,
6062887 φερομενον
* † ὑμνήσομεν . τὸ ἐν τῇ παλάμῃ τοῦ Διὸς φερόμενον πῦρ . τοῦ κτύπους ἐγείροντος ταῖς βρονταῖς . ἐν
καὶ αὔριον καὶ τὰς μετὰ τὴν αὔριον ἡμέρας , τοιοῦτον φερόμενον : ὅσα δὲ οὖρα κατά τι τῶν εἰρημένων τεσσάρων
6062512 βιαιον
μεγίστῃ πόλεων ἀρετῇ μηδὲν προσήκοντας ἑαυτοὺς παρεγγράψαντες . τὸ γὰρ βίαιον ὀλιγοχρόνιον , ὡς καὶ αὐτό που δηλοῖ τοὔνομα παρὰ
παρίστησιν ὅτι οὐ πάνυ μὲν πέφυκε κατάλληλον τὸ μάχιμον καὶ βίαιον τῷ ἱλαρῷ καὶ μειλιχίῳ οὐδὲ κατὰ τὸν φυσικὸν αὐτῷ
6042321 ὑγροτερον
τῆς Παρθένου ζώδιῳ βροντὴ καταρραγήσεται ἐὰν πρὸς τὴν ἡμέραν , ὑγρότερον κατάστημα γενήσεται πρὸς κόσμον καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν ἀλλὰ
τῶν βουνῶν καὶ τῶν γεωλόφων ξηρότερον τὸ κατάστημα ποιεῖ , ὑγρότερον δὲ τὸ ἀπὸ τῶν ποταμῶν καὶ πάντων ποτίμων ὑδάτων
6029275 ἀτονον
τε καὶ κοιμᾶσθαι . τοῦτο δ ' ἐστὶ βλαβερώτερον : ἄτονον γὰρ γίνεται τὸ σῶμα καὶ εὐπαθὲς καὶ εὐπερίψυκτον καὶ
ἀκόρητον , πονηρόν . οἱ δὲ ἄβλητον , οἱ δὲ ἄτονον . ἀδεῖν ὀχλεῖν , ἀπορεῖν , ἀδικεῖσθαι , ἀσιτεῖν
6015988 ἀντιτυπον
τοῦ βάθους συνέλευσις ἀσώματος οὖσα οὐκ ἂν ποιήσαι στερεὸν καὶ ἀντίτυπον σῶμα . εἰ δὲ μήτε χωρὶς τούτων ἐστὶ τὸ
ΓΑΡ ΔΗ . Καὶ γὰρ δή ἐστι γένος σιδηροῦν , ἀντίτυπον δηλονότι καὶ σκληρὸν καὶ τὴν γνώμην ἐσκοτισμένον Τοιοῦτος γὰρ
6009772 διαχεομενον
παχὺ θερμαινόμενον διαχέεται πρῶτον τὸ πλησίον τοῦ πονέοντος ἐόν : διαχεόμενον δὲ μίσγεται τῷ πονέοντι ὕδρωπι , εἶτα κενεώτερον ἐγένετο
παντελῆ θάνατον . Διογένης , εἰ ἐπὶ πᾶν τὸ αἷμα διαχεόμενον πληρώσει μὲν τὰς φλέβας τὸν δ ' ἐν αὐταῖς
6007247 ὀξυ
δὲ Δία πλήξαντα τὸ νέφος προφᾶναι αὐτήν . ἀλάλαξεν : ὀξὺ ἀνεβόησε . διὰ δὲ τούτου τὸ φιλοπόλεμον τῆς θεοῦ
μηδὲ μηκύνειν λόγον . ἀεὶ δ ' ὁρῶντί τ ' ὀξὺ καὶ τυφλὸς ἦν : θυσίας γὰρ ἀπαρχὰς κρέας ἐπέμπομεν
5997336 ψυχος
προήκουσαν ἀποστέγειν τὴν ἀκτῖνα καὶ παρέχειν τοῖς πλέουσι πλεῖν κατὰ ψῦχος . πᾶς δὲ ὁ περίοικος λεὼς συνίασιν ἄλλοι ἄλλοις
γὰρ ὡς τὸ πολὺ τὸν ἥλιον , φεύγειν δὲ τὸ ψῦχος : τὴν δὲ ψιλότητα τοῦ σώματος μηδὲν ἐνοχλεῖν .
5989782 ῥωμαλεον
, Νουμήνιον μὲν εὐθὺς ἐθέμην καλεῖσθαι , δόξαντα δὲ εἶναι ῥωμαλέον καὶ ἐγρηγορὸς βλέποντα μετὰ περιχαρείας ἦγον ὡς ἐπὶ τῆς
τῆς περὶ τὴν σφαιριστικὴν ἁμίλλης τό τε κατὰ τοὺς τραχηλισμοὺς ῥωμαλέον . Ἀντιφάνης : οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς
5980682 ὑποπυρρον
σαρκώδη δὲ καὶ τὰ ἐοικότα θριξὶ τῶν νεφρῶν . τὸ ὑπόπυρρον ἢ ἄγαν πυρρὸν ἐν μὲν τῇ ἀρχῇ φαινόμενον πλεονεξίαν
τοίνυν ἄριστον τῷ κατὰ πάντα συμμέτρῳ ἀνθρώπῳ , ὑπόξανθον ἢ ὑπόπυρρον , καὶ τῇ συστάσει σύμμετρον , ἀναλόγως ἔχον καὶ
5975940 σφοδρως
κατορθωσάμενος Λακεδαιμονίοις ἔγημε Χειλωνίδα προσήκουσαν αὐτῷ κατὰ γένος . ταύτῃ σφοδρῶς ἐπιτεταμένου τοῦ Κλεωνύμου καὶ τὸν ἔρωτα οὐκ ἠρέμα φέροντος
ἄλλων συντετύχηκε φαρμάκων . Ἀνήσου τὸ σπέρμα θερμαίνει καὶ ξηραίνει σφοδρῶς , ἐμπνευματώσεις τε τὰς κατὰ γαστέρα καθίστησιν . Ἀριστολοχία
5973062 ἐμφυτον
ποιότητι ἕκαστον : εἰ μὲν εἴη πατὴρ , ἔχει τὴν ἔμφυτον τῶν προπατόρων χρηστότητα , οἷον ὅτι φιλόστοργοι , ὅτι
δ ' ἀποφηνάμενοι καὶ θεωροῦντες ἐκ παραθέσεως Κρηταεῖς διὰ τὴν ἔμφυτον σφίσι πλεονεξίαν ἐν πλείσταις ἰδίαι καὶ κατὰ κοινὸν στάσεσι
5969121 ὀξυτερον
ἔσω : τὸ ὁλόκληρον τινὲς τοῦτο φασὶ ἀπόπροθι τοῦτο εἰκὸς ὀξύτερον εἰπεῖν ? ? ? τὸν χορόν : διὸ ?
προσετέθη , καὶ καλεῖται διψὰς τὸ θηρίον , θάνατον δὲ ὀξύτερον ἐπάγει οἷς ἂν ὑπάρξειεν πληγῆναι παρ ' αὐτοῦ ,
5968591 παχυτερον
. Ἐπεὶ τοίνυν παντὸς ὑγροῦ ἐξ ἑτεροειδῶν συστάντος οὐσιῶν τὸ παχύτερον χωρεῖν πρὸς τὸν πυθμένα πέφυκε , ἀνάγκη ἄρα τὸ
κατ ' ἀγκῶνα ὀχλώδεα : τοῦτο μὲν γὰρ , τὸ παχύτερον ὀστέον ἔστιν ὅτε ἐκινήθη ἀπὸ τοῦ ἑτέρου , καὶ
5966492 ὠχρον
φέρεται γὰρ ἱδρὼς ψυχομένου τοῦ σώματος , τὸ δὲ πρόσωπον ὠχρὸν γίνεται καὶ τὰ χείλη ἐμπίπρανται καμάτῳ ] τῷ πόνῳ
πᾶϲα λευκὴ ὑπόϲταϲιϲ ἀγαθὴ λα Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ ὠχρὸν οὖρον λβ Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν λγ
5965235 περιττωμα
γὰρ οἱ πρῶτοι τοῦτο φήσαντες : καί ἐστι τὸ ὠχρὸν περίττωμα τοῦ σπέρματος . ὅτι δὲ τὸ ὠχρὸν νεοττὸν ἔλεγον
πιτυρῖται ὑπάγουσι διά τε τὸ ἐν τῇ γαστρὶ πολὺ ποιεῖν περίττωμα καὶ διὰ τὸ ῥυπτικῆς δυνάμεως μετέχειν τὸ πίτυρον .
5959733 ἀσθενεστερον
τι μᾶλλον τούτου ἕνεκα ἄνθρωπός ἐστιν ἱματίου φαυλότερον οὐδ ' ἀσθενέστερον . τὴν αὐτὴν δὲ ταύτην οἶμαι εἰκόνα δέξαιτ '
ἢ ξηρὰν ἐνοχλούμενοι εἰς μαρασμὸν πάντες ἀφικνοῦνται καθαιρόμενοι , κἂν ἀσθενέστερον ὑπάρχῃ τὸ διδόμενον φάρμακον , ὁποῖόν ἐστι τὸ διὰ
5955301 ὑγροτης
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν
5951027 πυον
καθαίρεται : ἀνάγκη γὰρ τὰς σάρκας τὰς φλασθείσας καὶ κοπείσας πῦον γενομένας ἐκτακῆναι . Τὰ δὲ βέλεα τὰ προμήκεα ,
κἄπειθ ' οὕτωϲ ϲκολοπομαχαιρίῳ τὸν ὑπεζωκότα ϲυντρήϲαντεϲ ὑμένα καὶ τὸ πῦον ἐκκρίναντεϲ . καὶ οὗτοι δὲ καὶ οἱ διὰ ϲιδήρου
5950223 παλμον
οἶνον . Δειδιότα , τὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ νεοθλιβοῦς γλεύκους παλμὸν καὶ τὴν μεθαρμόζουσαν ὁρμήν : δέος εἶπε γὰρ τρόμον
ἵν ' ἐν τῇ τῶν δεινῶν προσδοκίᾳ πολλάκις ἁλλομένη τὸν παλμὸν εἰς ὑπεῖκον καὶ μαλακὸν ποιῆται . στέφανοι οἱ περικείμενοι
5947270 σκοτεινον
γῆρας αἰεὶ βαρύτερον Αἴτνας σκοπέλων ἐπὶ κρατὶ κεῖται , βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαν . μή μοι μήτ ' Ἀσιήτιδος τυραννίδος
εἶναι λέγει κεκρυμμένα τοῖς χρώμασι . Διάφορόν γε μὴν τὸ σκοτεινὸν τό τε ἐν τοῖς νοητοῖς τό τε ἐν τοῖς
5946741 θερμαινομενον
ἀρίστων ὁ Ἱπποκράτης , ἔνθα φησίν : ὕδωρ τὸ ταχέως θερμαινόμενον καὶ ψυχόμενον κουφότατον . οὐ γὰρ ἐπὶ τῶν βορβορωδῶν
ψυχῆς θερμῷ καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ
5944266 φυσημα
Ὑπερίδης εἰπών : οὐ σιωπήσῃ μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φύσημα ; Βίων δὲ ὁ Βορυσθενίτης φιλόσοφος ἑταίρας ἦν υἱὸς
ἐλάττους : καὶ οἱ μὲν ὀλιγοχρόνιον ἔχουσι καὶ ὠκύμορον τὸ φύσημα , οἱ δὲ ἅμα τῷ συστῆναι ἐπαύσαντο : πᾶσι
5941296 ἀλγημα
καὶ μάλιστα ἱππασίαι συνεχεῖς καὶ σφοδραί . Παρακολουθεῖ δὲ αὐτοῖς ἄλγημα σφυγματῶδες ὄπισθεν κατὰ τὸν πρῶτον τοῦ μεταφρένου σπόνδυλον ἀνωτέρω
ἄλλαι προφάϲειϲ , ἐφ ' αἷϲ ϲυγκόπτονται , τέϲϲαρεϲ , ἄλγημα ϲφοδρόν , ἀγρυπνία , κένωϲιϲ ἄμετροϲ , ἐπὶ δὲ
5937553 θερμοτερον
ᾖτότε γὰρ μάλιστα συμβαίνειν εἴωθενἢ καὶ ἄλλως πως ἐπὶ τὸ θερμότερον διατεθεὶς ὁ ἄνθρωπος , δίψα δ ' αὐτὸν ἔχει
φιλήματ ' ἐννέα . ὀπτήσιμον γογγυλίδα ταυτηνὶ φέρω . Παλλάδας θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον , τοῦτ ' ἔσθ

Back