δόξας εἶναι ὑμῶν τῶν Κυνικῶν τρόπον ἔζη , κομῶν καὶ ῥυπῶν καὶ ἀνυποδητῶν . ὅθεν καὶ Πυθαγορικὸν τὸ τῆς κόμης
' ] ἐκπληκτικόν εἶ σύ ] ὁ θρυλλούμενος αὐχμῶν ] ῥυπῶν σε . κατάξηρος , ἄλουτος ἐγένετο ] εἰς γέννησιν
7279004 προσομοιος
, ὡς φοβερὸς εἰσιδεῖν ἀστερωπὸς ἐν γραφαῖσι , γίγαντι γηγενέτᾳ προσόμοιος , οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ : ἀστερωπός : ἀστεροειδεῖς
, ὃν κελεύεις εἰς Θρᾴκην ἐλθεῖν , ἐλθὼν μὲν ἐκεῖσε προσόμοιος ἔσται γεωργῷ πλέοντι καὶ ἐν νηὶ ζῶντι συνεχῶς .
7187595 φαλακρος
δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν
γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ
7034304 οἰμωξεται
τἄλφιτα , Μητίοχος δὲ πάντα ποιεῖ , Μητίοχος δ ' οἰμώξεται . Δειπνῶμεν ἵνα θύωμεν ἵνα λουώμεθα . Τί καὶ
ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ἢ τρόπον ὅστις ἔτ ' οἰμώξεται , οὐ πολὺν οὐδ ' ὁ πίθηκος οὗτος ὁ
7021002 τρυφερος
ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός
τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ
6983963 ἐνεχει
ἐπικειμένης αὐτοῖς τῆς τραπέζης . τὸ δὲ τελευταῖον τοῖς μὲν ἐνέχει τὸν οἶνον ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς ποτηρίοις , τοῖς δὲ
περιέφερεν δ ' ἐν κύκλῳ λεπαστὴν ἡμῖν ταχὺ προσφέρων παῖς ἐνέχει τε σφόδρα κυανοβενθῆ , τὸ βάθος παρίστησιν ὁ κωμικὸς
6959123 λεμβος
ποτε ὁ Ὀρφεὺς λέγεται . λείβηθρον : ὀχετὸς ὑδραγωγός . λέμβος καὶ ἐφόλκιον : σκάφος ἢ πλοῖον . λέμφοι :
κυμινοκίμβιξ κύνειρα κυνέπασαν κυνοφθαλμίζεται κυρτονεφέλη κυσολέσχης λακατάρατοι λακιδαίμονος λάληθρον λελημάτωμαι λέμβος λευκηπατίας λιμοκίμβιξ , λιμός λιμοκόλακες λισπόπυγοι μεγαρίζοντες μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην
6884602 ἐξεληλυθ
' ὀλίγοισιν ἦν ψεῦδος , νῦν δ ' εἰς ἅπαντας ἐξελήλυθ ' ἀνθρώπους . ” [ Εἰ δ ' ἔστιν
ἐὰν δὲ μικρὸν παντελῶς ἀνθρώπιον , σταλαγμόν . λαμπρός τις ἐξελήλυθ ' , * * ὄλολυς οὗτός ἐστι : λιπαρὸς
6842563 πλουταξ
εὐθὺς περὶ τοῦτον εἰμί . κἄν τι τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι
. Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον ἀθάλασσος ὢν τοῖς λοπαδίοις ἁλίσκεται : Ἰωνικὸς πλούταξ ὑποστάσεις ποιῶν κάνδαυλον , ὑποβινητιῶντα βρώματα . ἐχρῶντο γὰρ
6833703 ἀναπεφηνεν
αὖ τι λῆμα τοῦτο κομψότερον ἔτ ' ἢ τὸ πρότερον ἀναπέφηνεν . Οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα , φρένας ἔχουσα καὶ
ζωμὸς κατωνόμασται : χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται :
6816742 μαινομενος
βέλεμνα , παῖδας ἑοὺς κατέπεφνε καὶ ἐκ φίλον εἵλετο θυμόν μαινόμενος κατὰ οἶκον , ὃ δ ' ἔμπλεος ἔσκε φόνοιο
. Τί μοι συμβάλλεται πρὸς ὠφέλειαν ὁ κατὰ τὸν Εὐριπίδην μαινόμενος καὶ τὴν Ἀλκμαίωνος μητροκτονίαν ἀπαγγέλλων , ᾧ μηδὲ τὸ
6812696 νυκτικοραξ
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον :
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν
6803188 ἰταμος
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ]
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ
6797111 ἀπφυς
. ἀπύρους : ἀνεπιτηδείους ἐν οἴκῳ . . . . ἀπφῦς : ὁ πατὴρ πάππα , ὃ σημαίνει ἀππῦς καὶ
. αἰσθάνεται τὸ βρέφος , ναὶ τὰν πότνιαν . καλὸς ἀπφῦς . ἀπφῦς μὰν τῆνός γα πρόανλέγομες δὲ πρόαν θην
6782185 λειχων
δὲ τῇ ἑτέρᾳ ἐθέριζεν . δικάσεις ] κρινεῖς . Γ λείχων ἐπίπαστα ] ἀντὶ τοῦ κρίνων : ἐχρήσατο δὲ τῇ
Τὴν γὰρ αὑτοῦ γλῶτταν αἰσχραῖς ἡδοναῖς λυμαίνεται , ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον , καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ
6778033 ἁπαλος
τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ
τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ
6774856 ὀρνιθευτης
γάρ ἐστι τὸ θεωρεῖν , ὑπερορᾶν δὲ τὸ καταφρονεῖν . ὀρνιθευτὴς καὶ ὀρνιθοσκόπος διαφέρει . ὀρνιθευτὴς μὲν γάρ ἐστιν ὁ
ὑπερορᾶν δὲ τὸ καταφρονεῖν . ὀρνιθευτὴς καὶ ὀρνιθοσκόπος διαφέρει . ὀρνιθευτὴς μὲν γάρ ἐστιν ὁ θηρεύων ὄρνιθας , ὀρνιθοσκόπος δὲ
6753077 κιθαρος
λαπάρην , ἐν ᾗ τὸ πῦον ἔνεστι : καὶ ὁ κίθαρος συγκεκαμμένος ἐστὶ , καὶ λυσιγυῖα γίνεται , καὶ ἱδρὼς
αἴθωνι λογισμῷ . ἄρθρων μηλείων ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλειν . κίθαρος . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων ἢ περὶ ἰχθύων
6742493 ὑλιστηρ
καὶ ὁ σάκος ἐπὶ τοῦ τρυγοίπου εἰρημένος , καὶ ὁ ὑλιστήρ . Ἱππῶναξ δέ φησι στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος .
Τρὼς Τρωὸς , Τρωΐα καὶ Τροία . Τρύγοιπος . ὁ ὑλιστήρ . παρὰ τὸ ἰποῦσθαι τὴν τρύγα . Τέκμωρ .
6725233 δακνων
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής .
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ
6724614 προσβλεπων
, ἐν τοῖς πολίταις ὑπεροπτικός εἰμι καὶ ὑπέρογκος , οὐ προσβλέπων τοὺς πολίτας ὄμματι λαμπρῷ καὶ ὑπερηφάνῳ , ἀλλὰ προσμειδιῶντι
' ὦ Χάρων , ἦ που σφόδρα θυμοῖ ; καρυκκοποιοὺς προσβλέπων βδελύσσομαι . τοὺς Δελφούς * * τίς ὑποκεκρυμμένος μένει
6719018 θηλυδριας
[ ἀρρενικῶς καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται
. ἀποπεφασμένος κίναιδος ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ
6718683 ἐγρηγορως
Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ
καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ
6712777 θλιβων
δειλὸς ἐς μυχὸν τρώγλης , ἄσημα τρίζων τόν τε πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας
αὐτὸς εἶναι τῷ Πανὶ νενόμισται , διάφορα δὲ σημαίνει : θλίβων μὲν γὰρ καὶ βαρῶν καὶ οὐδὲν ἀποκρινόμενος θλίψεις καὶ
6712302 σηπια
εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι πειρωμένους ὠφελεῖ
διὰ τί ἰχθύς ; διότι ἄκανθαν ἔχει . διὰ τί σηπία ; διότι σηπίον ἔχει . ταῦτα δὲ πάντα ἀνάλογον
6712152 Κρατητι
: ὅθεν ξυνέντα τὰ τῶν ἀρχαίων ἀναγινώσκειν . τῷ γοῦν Κράτητι παρέβαλε τοῦτον τὸν τρόπον . πορφύραν ἐμπεπορευμένος ἀπὸ τῆς
. Συμπεριπατήσεις γὰρ τρίβων ' ἔχους ' ἐμοί , ὥσπερ Κράτητι τῷ κυνικῷ ποθ ' ἡ γυνή . Ἐπὶ πείρᾳ
6710342 ὠφελιμωτατος
σχεδὸν γὰρ οὗτος σύμβολος οὐ μόνον εὐφημότατος , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος , [ καὶ ] ὅτῳ ἂν ἐντύχῃ ἀνὴρ εὔνους
οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων
6701892 δημοκοινος
εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον οἷος γὰρ ἡμῶν δημόκοινος οἴχεται × – τὸ δ ' ἔγχος ἐν ποσὶν
αἵρεσις , διασκώπτων τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνά φησι : καὶ δημόκοινος ἐπεχόρευσε δαψιλὴς θέρμος , πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότης .
6691736 θρᾳττα
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα ,
6688189 ὀρτυξ
ἐν γύρῳ τοὺς ὄρτυγας κόπτειν , [ στυφόκομπος ὁ μάχιμος ὄρτυξ . παρὰ τὸ στερεῶς κόπτειν . παρὰ τὸ κολάπτειν
χῆνες , ψᾶρες , κίττα , κολοιός , κόψιχος , ὄρτυξ , ὄρνις θήλεια ἄμητες , ἄμυλοι ἐπίτοκος ἡ γυνή
6686510 ἀτεραμων
. ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν ὁ ἀτενής τῷ ἀτεράμων . τὸ μέντοι ἀτεράμων κυρίως ἐπὶ τῶν δυσεψήτων ὀσπρίων
μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῖν οἷον κερασβόλος , ὃς ἀτεράμων εἰς τοσοῦτον φύσει γίγνοιτ ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι
6684455 πυγαργος
οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ
ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων
6683409 ἀνατεταται
δὲ τῶν ἄλλων μερῶν ἧττον ὄρθιόν ἐστι τὸ ὄρος , ἀνατέταται μέντοι ἐνθένδε ἱκανῶς καὶ περίοπτόν ἐστιν . ἡ μὲν
τόνου τοῦ ἐπὶ τῷ πνεύματι ὀρθόπνοια τοὔνομα . ὄρθιοϲ γὰρ ἀνατέταται ἐϲ ἀναπνοήν , κἢν ὕπτιοϲ κατακλινθῇ ὥνθρωποϲ , κίνδυνοϲ
6669397 λοπαδιοις
κεκαρυκευμένα μᾶλλον προσεδέξατ ' . Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον ἀθάλασσος ὢν τοῖς λοπαδίοις ἁλίσκεται : Ἰωνικὸς πλούταξ ὑποστάσεις ποιῶν κάνδαυλον , ὑποβινητιῶντα
κεκαρυκευμένα μᾶλλον προσεδέξατ ' : Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον ἀθάλαττος ἐν τοῖς λοπαδίοις ἁλίσκεται : Ἰωνικὸς πλούταξ : ὑποστάσεις ποιῶ , κάνδαυλον
6662760 κικιννους
τε θωμοὺς φέροντες καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς , χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν ,
ὡς καὶ ὁ κωμικός : λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἀλλ ' ὀρθαῖς : ὀρθὸν πρᾶγμα τὸ ἀληθές
6637685 κρεαδι
εἶτα θρῖον καὶ βότρυς . ἡ δημιουργὸς δ ' ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι ' ὀπτᾷ καὶ κίχλας τραγήματα . ἔπειθ ' ὁ
σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρεάδι ' ἔσται τ ' οὐκ ἀπεξηραμμένα , ἔγχυλα δ
6637389 σιναπυ
τίνι κεῖται τὸ τακερόν ; ὁ Οὐλπιανὸς ἔφη . καὶ σίναπυ δὲ τίς εἴρηκε τὸ νᾶπυ ; ὁρῶ γὰρ ἐν
φησιν ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα , κάρδαμον , κορίαννον , σίναπυ , κρόμμυον , σκόροδον , φύσιγγες , σικυός ,
6637164 γογγρος
σκάρος , λάβραξ , μύραινα , κεστρεύς , χρύσοφρυς , γόγγρος , μελάνουρος , ἀνθίας , σφύραινα : ταύτην δὲ
δ ' ὁ μὲν κεστρεὺς ὑπὸ λάβρακος , ὁ δὲ γόγγρος ὑπὸ μυραίνης . ἡ δὲ λεγομένη παροιμία κεστρεὺς νηστεύει
6631086 κορακινος
. οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ
περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν
6624491 τριχιας
καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ
6612400 κεκραμενος
τοῖς ἄνω . ἰᾶται δὲ καὶ οἶνος ἐν ὕδατι ψυχρῷ κεκραμένος ἐπὶ ταῖς ἀθρόαις κενώσεσι καὶ ἐκλύσεσι συγκοπὰς , μάλιστα
διὰ τὴν ἐρωμένην . πορφύροις : βλύζοις . πορφύροις : κεκραμένος εἴης . σία : λάχανον ὅμοιον σελίνῳ ἐν αὐτῷ
6611516 κεστρινος
. Κεστρῖνοι : Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους . κεστρῖνος ἰχθύς . ἐπισκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει τι κεστρέως .
: Ὑπ . ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρ . . κεστρῖνος ἰχθύς . . ναύκληροϲ . . . . Παλληνεύϲ
6599827 κομψος
βλεφάρων αὐθημερινῶν ποιητῶν λῆρον ἀφέντα . τίς δὲ σύ ; κομψός τις ἔροιτο θεατής . ὑπολεπτολόγος , γνωμοδιώκτης , εὐριπιδαριστοφανίζων
πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ κόμπος ἡ ἔπαρσις . γράφεται δὲ καὶ κομψός : κρεῖττον δὲ τοῦ κομψός τὸ κομπός . σπονδαῖς
6591635 σκομβρος
. θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον
κυβίου προφέρουσα , κινητικὴ ὀρέξεως , πρὸς ἐκκρίσεις εὐόλισθος . σκόμβρος εὔστομος , δύσφθαρτος , δίψους ποιητική : κρατίστη δ
6591398 ἐρυθριᾳ
χάριν ἔρανον ἐμαυτῷ τοῦτον οἴομαι φέρειν . ὅστις δ ' ἐρυθριᾷ τηλικοῦτος ὢν ἔτι πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ γονέας , οὐκ
πίστιν ὁ καθ ' ἡμᾶς βίος . ἀπερυθριᾷ πᾶς , ἐρυθριᾷ δ ' οὐδεὶς ἔτι . οὐδὲν σιωπῆς ἐστι χρησιμώτερον
6584594 παχυς
, θερμαίνει , ὁ δὲ λευκὸς ἅμα καὶ αὐστηρὸς καὶ παχὺς καὶ νέος αἰσθητῶς ψύχει . ψύχει δὲ καὶ τὸ
: ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος , καὶ
6581643 σπαρος
τῶν τεναγωδῶν τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς τῶν μεγάλων . ὁ σπάρος δριμύς , ἁπαλόσαρκος , ἄβρομος , εὐστόμαχος , οὐρητικός
κόλλουρος , σκορπίοι ἠδὲ λύκοι καὶ σήπιαι ἠδὲ τραγίσκοι καὶ σπάρος ὀξυόδους καὶ κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ
6576741 τρυ
ταῖς γοῦν αἰξὶν αἱ οἶς φίλιαι , περιστερᾷ δὲ πρὸς τρυ - γόνα φιλία , φίλα δὲ ἀλλήλοις νοοῦσι φάτται
ἔχον ἐξ αὑτοῦ ρ καὶ υ ἐπικείμενον τρυβλίον δηλοῖ , τρυ . τὸ δὲ ξ , εἰ μὲν ἔχει ἐπικείμενον
6576176 ναστος
, νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ ἄρτου × καταχρηστικῶς τέθεικεν . ναστός κυρίως ἄρτος ὁ ζυμωθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ σταφίδων καὶ
ἅπερ ἐλάττω ἐκάλουν . σφυρήλατος . δι ' ὅλου βάθους ναστός . εἰς τὰς ὁμοίας λαβάς . ἀπὸ μεταφορᾶς εἴρηται
6575746 ἠμπισχετο
, Λασθένεια Μαντινικὴ καὶ Ἀξιοθέα Φλειασία , ἣ καὶ ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο , ὥς φησι Δικαίαρχος . . . . .
ἐδεδώκει , γαστρός τε γὰρ καὶ φιλοποσίας ἥττητο καὶ λεπτὰ ἠμπίσχετο καὶ θαμὰ ἤρα καὶ ἀπαρακαλύπτως ἐκώμαζεν , ἐς δὲ
6570533 περιδειπνον
ἢ ἀπὸ τοῦ περιδείπνου λέγει : τάφος γὰρ λέγεται τὸ περίδειπνον , ὡς Ὅμηρος : “ δαίνυ τάφον Ἀργείοισι ”
. ξενίαν ] ὑποδοχήν . ξένος ] ξενίαν ὑποδεχόμενος . περίδειπνον ] ἡ ἐπὶ τοῖς ἀποθανοῦσιν ἑστίασις γινομένη . τίς
6567100 ὑποβινητιωντα
ἁλίσκεται . Ἰωνικὸς πλούταξ ; ὑποστάσεις ποῶ , κάνδαυλον , ὑποβινητιῶντα βρώματα . τοῦτον εὐτυχέστατον λέγω ὅστις θεωρήσας ἀλύπως ,
Τροφωνίῳ : Ἰωνικὸς πλούταξ : ὑποστάσεις ποιῶν , κάνδαυλον , ὑποβινητιῶντα βρώματα . καὶ εἰς τοὺς πολέμους δὲ ἐξιόντες οἱ
6559779 θαλασσιος
, προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος . Κυμάτων ὁδοιπόρος , θαλάσσιος βερεδάριος , ἀνέμων ἰχνευτής , ἀνέμων συνοδευτής , οἰκουμένης
, ὃ καὶ ἀηδὼν καλεῖται ὑπὸ πάντων γινωσκόμενον . Ἐχῖνος θαλάσσιος ὑπὸ πάντων γινωσκόμενος . Εὔανθος λίθος ἐστὶ πάγχρυσος :
6559587 Γερων
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει :
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς
6558471 ἀλειφομενος
ἀερώδους οὔσης ; Ἆρα οὐ κρατεῖται τοῖς στύφουσι ζωμοῖς ὡς ἀλειφόμενος χρυσὸς καὶ ἄργυρος ἐν σιδήρῳ ἢ χαλκῷ ; Ταῦτα
αὐτὸ δρῶσι . ὁ δὲ μυελὸς αὐτοῦ σὺν ῥοδίνῳ , ἀλειφόμενος τῇ κεφαλῇ ἔμπροσθεν καὶ ὅλον τὸ σῶμα , ἐπιληψίαν
6552480 χλωρος
ὠφελεῦντι νῦν ὠφελεῖ ἐνταῦθα , ὁπόταν ὑπὸ ἰσχνότητος ἄχροος καὶ χλωρὸς ᾖ : ἢν γάρ τις φλεγματῶδες προσφέρῃ , παύεται
ἐπέχεται συνεχῶς . πήγανον γοῦν τὸ χλωρὸν καταπλασθὲν καὶ στραφυλῖνος χλωρὸς ὠφέλιμος αὐτοῖς καὶ μάλιστα εἰ νυγματώδεις ὑπάρχουσιν αἱ ὀδύναι
6547605 λαγωος
τίς τε Διὸς γαμψώνυχα φεύγων αἰετὸν ἐν πυκινοῖσι λάθῃ θάμνοισι λαγωός , τῷ ἴκελος μήλοισι μιγεὶς ὀλοοῦ ἀπὸ θηρὸς ἐκρύφθην
νοῦν ἔχων : οὐδὲ γὰρ συνέστηκεν ἐκ τῶν ἰχνῶν ὁ λαγωός : οὕτω καὶ τὰ φαινόμενα ἀρχὴν τῆς εὑρέσεως τῶν
6541079 μωνυχα
τίνα ἐστὶν ἀμφίβια καὶ λεπιδωτὰ καὶ φολιδωτά , καὶ ποῖα μώνυχα καὶ διχηλὰ καὶ πολυσχιδῆ καὶ στεγανόποδα καὶ δερμόπτερα καὶ
γῆν ὄνους καὶ ἡμέρους καὶ ἀγρίους καὶ τὰ ἄλλα τὰ μώνυχα θηρία ἀστραγάλους οὐκ ἔχειν οὐδὲ μὴν ἐπὶ τῶι ἥπατι
6537542 ἠλακατηνες
οὗτοι , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος . κωβιός , ἠλακατῆνες καὶ κυνὸς οὐραῖον . Μνασέας ὁ Πατρεύς : Ἰχθύος
' ἀπείλημμαι μόνος . πρόσεισιν οἷον ἀψοφητὶ θρέμματος κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον . ἆρ ' ἐστὶ τοῦτ '
6536253 ἀβελτερος
! ! ! ] ? ὑμέναιον , ἐτερέτιζον : ἦν ἀβέλτερος , ὡς δ ' οὖν ἐνεπλήσθηνἀλλ ' , Ἄπολλον
μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶν ἤπερ ἀοιδαί . πῶς οὖν οὐκ ἂν ἀβέλτερος εἴη ὁ Τηλέμαχος ᾠδοῦ παρόντος καὶ κυβιστητῆρος προσκύπτων πρὸς
6534486 Χαιρει
βουλόμενοι , καὶ τὸν πλούσιον τιμωρήσασθαι . ΤΡΙΤΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ . Χαίρει μὲν οὖν ὁ πλούσιος , ὁρῶν οὕτω δυστυχοῦντα τὸν
, μή οἱ κενεὸς καὶ ἀχύρμιος ἔλθῃ αὐχμῷ ἀνιηθείς . Χαίρει δέ που αἰπόλος ἀνὴρ αὐταῖς ὀρνίθεσσιν , ἐπὴν κατὰ
6532798 ἰχθυδιοις
τοῦτο γάρ : οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ
γάρ . οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ
6531756 γαλεωτης
μυγαλὴ ἀπὸ τοῦ ἁλίσκειν τοὺς μύας . λέγεται ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης ἢ μῦς ἢ ἡ κοινῶς λεγομένη νυμφίτζα , ἀπὸ
τοῦ κωμικοῦ ἀστεῖον : ἐν γὰρ τῷ εἰπεῖν “ νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν ” ἐπέφερε “ δεῖπνον ἡμῖν οὐκ ἦν ἑσπέρας
6531384 τενθης
προέλεγον ; τένθης , λίχνος καὶ γαστρίμαργος : Αἰλιανός ” τένθης καὶ ὀψοφάγος “ : τένθειν δὲ τὸ ἐσθίειν .
γαστριβόρος , γαστριμαργία , λίχνος λιχνεία , λαίμαργος λαιμαργία , τένθης τενθεία , δεινὸς φαγεῖν καὶ ἀγαθὸς φαγεῖν . καὶ
6531281 ἐπαιζεν
ἐν ἀντιθέτοις καὶ μεταφοραῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς τρόποις : ἔπαιζεν γάρ , οὐκ ἐσπούδαζε , καὶ αὐτὸς τῆς γραφῆς
τῶι παιδίωι ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα . τυχὸν ἔπαιζεν . οὐκ ἔπαιζεν . ὡς γὰρ εἰσιόντα με εἶδεν
6525162 προσαιτων
, πολλῶν δεόμενος σκευαρίων , νῦν δὴ γενοῦ γλίσχρος , προσαιτῶν , λιπαρῶν . Εὐριπίδη , δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον
τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , μισθαρνῶν , πελάτης , θής ,
6525149 πολυπους
χεῖρον ἀπαλλάττειν ἐν τῷ τόκῳ . Ἔχεται δ ' ὥσπερ πολύπους πέτρας : ἐπὶ τῶν ὀχυροῦ τινος ἐχομένων ἐπὶ σωτηρίᾳ
καὶ τὸ τῆς τροφῆς οὐκ ἄλογον : ἐπεὶ καὶ ὁ πολύπους ἐξιὼν λαμβάνει καὶ ἡ μύραινα καὶ ἄλλοι δὲ ὥς
6524631 κοσμιος
πόλιν . Ὁ δὲ πρεσβεύων ἦν ἀνὴρ ἀγαθός τε καὶ κόσμιος , ἀσκητικοῖς διαλάμπων κατορθώμασιν : ἦν δὲ ὁ καθηγούμενος
πυρρὸς τὴν χροιάν , τὴν φωνὴν ὀξύς . Ὁ δὲ κόσμιος βαρὺ φθέγγεται , βραχὺ μέν , τὰ δὲ βλέφαρα
6524262 τευθις
κατῃσίμωται πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεκλέλαπται σταμνί ' ἐννέ ' ἢ δέκα
ὡς ἁπαλὰ καὶ μαλακὰ , οἷον πολύπους , σηπία , τευθὶς , ἀκαλήφη , καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον :
6521310 σακκος
ῥῖνα . τὸν σάκκον ] διὰ δύο κκ τὸ “ σάκκος ” . Γ γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε .
. σαλπικτής Ἀττικοί , σαλπιστής Ἕλληνες . σάκος Ἀττικοί , σάκκος διὰ δύο κκ Ἕλληνες . σκίμπους Ἀττικοί , κράβατος
6518453 Κυβευταις
: βόλου ὄνομα ὁ Μίδας , οὗ καὶ Εὔβουλος ἐν Κυβευταῖς μέμνηται . Μόχθος οἱ τηλοῦ φίλοι : παροιμία :
Σοφοκλῆς σκιράφια : καὶ τὸν σκιραφευτὴν Ἄμφις εἴρηκεν ἐν τοῖς Κυβευταῖς . τηλία , κημοί , φιμοί , κηθίς κηθίδιον
6517606 Ἀριγνωτος
θυρωρὸν Τίβειον ὡς ἐθέλοις ἰδεῖν ὅθεν τὸν δαίμονα ὁ Πυθαγορικὸς Ἀρίγνωτος ἀνορύξας ἀπήλασε καὶ πρὸς τὸ λοιπὸν οἰκεῖσθαι τὴν οἰκίαν
παραινετική . Ἀργούντων χορός : ἐπὶ τῶν κακὰ ποιούντων . Ἀρίγνωτος σμάραγδος ἐν μὲν τῷ φάει σκοτεινός : πρὸς τοὺς
6514818 μυια
ὁ μύρμηξ , ὁ σφήξ , ὁ βάτραχος , ἡ μυῖα διελάνθανεν . Οὐ γὰρ ἄνευ σώματος οὔτ ' Ὀδυσσεὺς
ὅπερ καλεῖται ἀγρώστης , ὅμοιον δὲ λύκῳ . ἔστι δὲ μυῖα ὁ λύκος μέλαινα , μεγάλη , μακροσκελής , δίπους
6514534 μεθυσος
, καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων
πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν ,
6514445 μελιπηκτα
καὶ ἀλεκτορίδες οἰκουροί : εἶτα γαλάκτια ποικίλα , τὰ μὲν μελίπηκτα τὰ δ ' ἀπὸ ταγήνου πυτίας μοι δοκεῖ καλοῦσιν
ὡς ἐν τῷ γαμικῷ νόμῳ γέγραπται , ἀπείρηται ᾠὰ καὶ μελίπηκτα δίδοσθαι . . . . Χάλκις : . .
6509790 προσομιλων
ἄνευ σωμάτων , ὁποίους συμβέβηκεν εἶναι τοὺς ἀστέρας ; οἷς προσομιλῶν καὶ συνδιαιτώμενος εἰκότως ἐν ἀκράτῳ διέτριβεν εὐδαιμονίᾳ : συγγενής
ἁπλῶς τοὺς λό - γους ἀποτεινόμενος ἔλεγεν , ἀλλὰ διαλογικῶς προσομιλῶν καὶ ζητητικῶς . οἶμαι δ ' ὅτι οὐκ ἀπεικότως
6507398 σπωντα
θηλὰς ἔρχεται γεννηθέντα παραχρῆμα , καὶ μέντοι καὶ τῶν οὐθάτων σπῶντα ἐμπίπλαται : πολυπραγμονεῖ δὲ τὸ τεκὸν οὐδὲ ἕν ,
ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα , ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς
6506037 ὀνθυλευσεις
, ἀλλ ' οὕτως παρέργως ἅπτεται , τὰς δ ' ὀνθυλεύσεις καὶ τὰ κεκαρυκευμένα μᾶλλον προσεδέξατ ' . Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον
, ἀλλ ' οὕτως παρέργως ἅπτεται : τὰς δ ' ὀνθυλεύσεις καὶ τὰ κεκαρυκευμένα μᾶλλον προσεδέξατ ' . Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον
6505408 θυλακος
Δωρίχαν αὐτὴν καλεῖ . σάκος : ὅπλον . σάκτας : θύλακος , μάρσιππος . Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν ὡς πολυγράμματος
δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς οὐ μικρὰ
6502745 στρογγυλῳ
καὶ ἦχον ἀποτελοῦσι προσηνῆ . ἔοικε δὲ τὸ ὄργανον βωμῷ στρογγύλῳ . εὑρὼν δὲ ταύτην Κτησίβιος ἐπὶ τοῦ δευτέρου Εὐεργέτου
καὶ ἦχον ἀποτελοῦσι προσηνῆ . ἔοικεν δὲ τὸ ὄργανον βωμῷ στρογγύλῳ , καί φασι τοῦτο εὑρῆσθαι ὑπὸ Κτησιβίου κουρέως ἐνταῦθα
6500116 σαυρος
, συνδυασθέντε συνηλθέτην ἐκ τῆς διαιρέσεως : καὶ ἑνωθεὶς ὁ σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ
γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
6494765 φιλοσκωμμων
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ
6494641 Ἰωνικος
δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ οἱ
βοΐ : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων καὶ μηκέτι χρησιμευόντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν κιναίδων καὶ ἐκλελυμένων . Γενναῖος εἶ
6493348 πουλυπους
πρώτιστα σέ . Ἀλκαῖος : ἔδω δ ' ἐμαυτὸν ὡς πουλύπους . οἳ δὲ πουλύποδα προφέρονται ἀνάλογον τῷ ποὺς ποδὸς
Ἰχθὺς ἐώνηταί τις ἢ σηπίδιον ἢ τῶν πλατειῶν καρίδων ἢ πουλύπους , ἢ νῆστις ὀπτᾶτ ' , ἢ γαλεός ,
6492867 περκη
ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ δὲ πέρκη τούτοις προσεοικυῖα κατὰ τόπους ὀλίγῳ διαλλάττει . οἱ δὲ
θαλαττίας ὕλης , καθάπερ ὁ Νειλαῖος κορακῖνος καὶ ἐν Ῥήνῳ πέρκη καὶ Τίβουρι λάβραξ , ὅς ἐστιν ἐπεστιγμένος . καὶ
6489651 ἱερακι
, διὰ τὸ τῆς ποιητικῆς ᾠδικόν : τοὺς δὲ κριτὰς ἱέρακι , διὰ τὸ ἁρπακτικόν . Γνωστὸν δὲ τοῦτο πᾶσι
ὁ Ξέρξης , οὐδὲν ἄλλο ἐποίει ἢ μόνον παρεῖχε τῷ ἱέρακι τὸ σῶμα χρῆσθαι τούτῳ ὡς βούλεται . ἀετὸν οὖν
6487918 φιλοκινδυνος
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ
6487695 κωνωψ
δὲ εἴσῃ αὐτίκα μάλα παρ ' αὐτοῦ πόσον μὲν ὁ κώνωψ βιοῖ τὸν χρόνον , ἐφ ' ὁπόσον δὲ βάθος
ζῳϋφίων ἢ ἀχύρου ἢ ψάμμου . ἐὰν εἰϲ τὸν ὀφθαλμὸν κώνωψ ἤ τι ἕτερον ζῳΰφιον ἐμπέϲοι , μύϲαϲ τὸν ἕτερον
6487257 κεχηνως
εὐτραφεῖς λαρινοὺς καλεῖ : λαρινεύειν γὰρ τὸ σιτεύειν . Λάρος κεχηνώς : ἐπὶ τῶν ἁρπακτικῶν καὶ κλεπτῶν . Λακωνικὰς σελήνας
ῥῆμα προῖκα εἰπών , πρὸς λῆμμα βλέπων , πρὸς ἀργύριον κεχηνώς , μηδὲν μέρος ἔχων ἄπρατον , εὔωνος , ῥᾴδιος
6485569 κιττα
τῶν κυουσῶν γυναικῶν . ἢ ἐπειδὴ ἀδηφάγον ἡ ὄρνις ἡ κίττα , κιττᾶν λέγοιτο ἂν τὸ ἐπιθυμεῖν . εἴρηται δὲ
ἀπὸ τῶν κυουσῶν γυναικῶν . ἐπειδὴ ἀδηφάγον τὸ ὄρνεον ἡ κίττα καὶ περίεργον εἰς ἐπιθυμίαν . παμφάγον γὰρ τὸ ὄρνεον
6484787 μοχλος
μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ '
κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν .
6478621 βραδυγλωσσος
καταγγέλλει βραχείᾳ καὶ διακεκομμένῃ φωνῇ : οὕτω γὰρ ὁμιλεῖν εἰώθει βραδύγλωσσος ὤν . Ὁ δὲ τὸν τρόπον μὴ ἀγνοήσας ,
υ : οἷον , ὀξὺς , ὀξύθυμος : βραδὺς , βραδύγλωσσος : ταχὺς , ταχύγραφος : κατὰ δὲ τὸ τέλος
6475401 βαρυμηνις
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον
6472698 τωθαστικος
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται
6471840 λαρῳ
: ” εἶναι δέ φησιν ὁ Ἀπίων τὴν αὐτὴν τῷ λάρῳ καὶ τῇ αἰθυίῃ . ἐπὶ δὲ τοῦ κρίκου τῆς
ἰξευτῶν καὶ ἁλιέων σπουδάσματα . Ἀλλ ' οὔτ ' αἴγαγρος λάρῳ παρόμοιος εἰς θήραν , οὔτε μὴν ἐχῖνος ῥινοκέρωτι ,
6471456 δελφαξ
μ ' εὔφραιν ' ἢ μήτρης καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . Σώπατρος δ
, ἀνασεισίφαλλος ἀνασυρτόλις βορβορόπη βολβίτου κασιγνήτην . † ὡς Ἐφεσίη δέλφαξ . [ στονόεσσαν ] ἀϋτήν ? ? [ [
6469894 ψιττακος
ἐμπίδες , τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσιν , οἷον κύων , ψιττακός , μύρμηξ , χελιδὼν καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα .
: προνοοῦνται γὰρ τοῦ ἑαυτῶν βίου . Οἷον κύων , ψιττακός , ἵππος , ὄνος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα .
6467795 λιχνος
μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς
ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος
6465319 λιπαρος
: χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος : πολὺς
ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι ' ἅλμης λιπαρὸς ἑφθὸς ἐν χλόῃ , ἀποδοὺς ὅς ' ἐστὶν ἀπ
6465234 ὀζεις
θεὸς ἐπεφάνης . δεύτερος πλοῦς καὶ τὸ κεράμιον ἀνέῳχας : ὄζεις , ἱερόσυλ ' , οἴνου πολύ . μικρά γε
αὐτὸν ἰδιώτης ἔφη μακάριος εἶ , ὦ βασιλεῦ , πολυτελὲς ὄζεις . καὶ ὃς ἡσθεὶς ἐγώ σε , φησίν ,
6464741 ποταμιος
λοχμῶδες φυτὸν ὁ φελεὺς , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος , ὅτι ποτάμιός ἐστι βοτάνη καθάπερ καὶ τὸ βούτομον . . νηκτικὸν
λοχμῶδες φυτὸν ὁ φελεὺς , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος , ὅτι ποτάμιός ἐστι βοτάνη καθάπερ καὶ τὸ βούτομον . . νηκτικὸν

Back