μήτηρ ἡ τεκοῦσα , ἡ ὠδί - νασα , ἡ γεννησαμένη ὁ Πλάτων , ἡ γεννήσασα ὡς Σοφοκλῆς , ἡ
ἀνθρώπειον γένος , ὡς τῷ ὄντι τοῦτο τὸ ζῷον αὐτὴ γεννησαμένη . μᾶλλον δὲ ὑπὲρ γῆς ἢ γυναικὸς προσήκει δέχεσθαι
5217270 δημιουργουσα
τὴν ὕλην , ποιοῦσα ταύτην ἐπιτηδείαν , διαπλάττει δὲ , δημιουργοῦσα ὡς ἐπὶ τῶν ἐντέρων λειότητα , ὡς ἐπὶ τῆς
ταύτης θεῷ μόνῳ παραχωροῦσιν : ἥ τε γὰρ φύσις ἄνθρωπον δημιουργοῦσα ἐκ σπέρματος αὐτὸν δημιουργεῖ , ὃ δυνάμει ἄνθρωπός ἐστι
4653597 τρεφει
Ἀκιδνός : ὁ ἀσθενής : Ὅμηρος : οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο . παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός ,
κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικά . Φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει : . Συνεσίου . Χαμαιλέων ζῷόν ἐστιν εἰς πάντα
4576679 Γη
εἰρημένον ? [ ] : Δημήτηρ ? [ Ῥέα ] Γῆ Μήτηρ [ ] Ἑστία Δηιώι ? . καλεῖται ?
πυρίκαυτα παραχρῆμα καταχριόμεναι μετ ' ὀξυκράτου , κωλύουϲαι φλυκταινοῦϲθαι . Γῆ ἀμπελῖτιϲ ἢ φαρμακῖτιϲ . Ἀμπελῖτιϲ γῆ καὶ φαρμακῖτιϲ λέγεται
4567616 τικτει
λεοντῆ παρδαλῆ μοσχῆ κυνῆ . Οὐχὶ παρὰ πολλοῖς ἡ χάρις τίκτει χάριν . Ἡ πόλις ἐβούλεθ ' , ᾗ νόμων
θυγατέρα καὶ Ἀρσάκαν υἱόν , ὃς ὕστερον μετωνομάσθη Ἀρτοξέρξης . τίκτει δὲ αὐτῶι ἕτερον υἱὸν βασιλεύουσα , καὶ τίθεται τὸ
4496981 σκευαζοντες
ταὼς ἐξ Ἰνδίας καὶ ἀλεκτρυὼν ὁ Νομαδικός : οἱ δὲ σκευάζοντες ἕκαστα σοφισταί τινες περὶ πέμματα καὶ χυμοὺς ἔχοντες .
εἴσοδον παρέχουσι πράγματα τοῖς σπλάγχνοις ἢ διαβρέχοντες ἢ καταπλάττοντες ἢ σκευάζοντες ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πλήθους ὄντος , ἔσθ '
4436516 θνητους
μόνους ὁ Ἀναξαγόρας . ὃ δὲ μηδὲν διαταραχθεὶς εἶπεν ᾔδειν θνητοὺς γεγεννηκώς . Ξενοφῶντι θύοντι ἧκέ τις ἐκ Μαντινείας ἄγγελος
ἦρα βαθείας ἐπὶ ληνούς ˘˘˘˘˘˘ – – ] ν εἰς θνητοὺς ἀνέφηνα ? ποτὸν Διονύσου ? [ ˘˘˘˘ – –
4432814 διοικουσαν
αὐτὴν θήσομεν αἰτίαν ; Πῶς γὰρ οὔ ; Ψυχὴν δὴ διοικοῦσαν καὶ ἐνοικοῦσαν ἐν ἅπασιν τοῖς πάντῃ κινουμένοις μῶν οὐ
ὅσοι φύσιν ἦσαν στενοθώρακες . οἶδε καὶ φύσιν καὶ τὴν διοικοῦσαν τὰ σώματα , ὡς ὅταν λέγῃ , φύσιες ζώων
4365051 ἐδωρησω
, χαίροντες κατ ' ἔτος , σῆι τε πανηγυρίηι εἶτα ἐδωρήσω περιτελλομένου ἐνιαυτοῦ αὐτοῖς μηνὶ Παχὼν πᾶσιν ἐς εὐφροσύνην .
: παραινεῖ εἰς ἄχρηστα μὴ ἀναλίσκειν . Μῆλα Ἑσπερίδων μοι ἐδωρήσω : ἐπὶ τῶν πολυτελῆ χαριζόντων : Λέγουσιν ὅτι γυναῖκές
4364483 ἐκτρεφει
. τίκτει δὲ ἕν , κατάπερ ἵππος , καὶ τοῦτο ἐκτρέφει τῷ γάλακτι ἐς ἔτος ὄγδοον . ζῶσι δὲ ἐλεφάντων
δὲ ] ὅτι ἔκ τινος δόλου γέγονε . τρέφει ] ἐκτρέφει . εὐμενὴς ] εὐνοϊκῶς πρὸς ἡμᾶς διακείμενος , φίλος
4362469 ἁγνους
ἀναδείξαις , θεῖς ' αἰειθαλέας , πολυόλβους , εὔφρονας , ἁγνούς : οἶκε θεῶν μακάρων , θνητῶν στήριγμα κραταιόν ,
βακχεχόροιο Διωνύσου πολυγηθοῦς , ὃς ναίεις πόντοιο βυθοὺς ἁλικύμονας , ἁγνούς , κικλήσκω σε , Παλαῖμον , ἐπ ' εὐιέροις
4335805 ἐφαγε
τί ς ' ἔδακεν ; † † κατὰ μὲν οὖν ἔφαγε κἀπέβρυξε † † τίς ἡ πανουργία τε καὶ θεοσεχθρία
δε - ξιὰν καὶ ἀπέκλασεν ἐκ τοῦ κηρίου , καὶ ἔφαγε καὶ ἔδωκε τῇ χειρὶ αὐτοῦ ⌈ ἐκ τοῦ κηρίου
4302702 ὑποδεξαμενη
μόνον αὐταῖς , καὶ ἡ προσεχῶς μὲν ἀπὸ νοῦ ταύτας ὑποδεξαμένη σοφία , κρειττόνως δὲ ἢ κατὰ ἀπόδειξιν ὑψόθεν αὐτὰς
Λαοδάμειαν . ἡ κρατοῦσα ] ἡ τοὺς ξένους κρατοῦσα καὶ ὑποδεξαμένη Αἴγισθον καλεῖν ἐκέλευσεν . νεάγγελτον ] τὴν νεωστὶ ἀγγελθεῖσαν
4295643 θειῳ
. Ἐπειδὴ γὰρ εἴρηται ὅτι ἴωσις καλεῖται ἡ ἐν τῷ θείῳ ὕδατι διάλυσις , δυνάμει παρακολουθεῖ ἐν τῷ ὕδατι καὶ
κοπεῖσα χωρὶς τῶν κεγχραμίδων : ἢ προϋποχρίσας πίσσῃ τὸν ὄνυχα θείῳ καὶ σανδαράκῃ λείοις ἴσοις κατάπλασσε . χρὴ δ '
4288515 πεπιστευται
μετὰ τροπὰς χειμερινάς , μέχρι γὰρ τούτου αὐξάνειν ὁ κάλαμος πεπίστευται . λέγουσι δὲ τοὺς ὑπὲρ καπνὸν τεθέντας καλάμους ,
τῷ πινομένῳ , παραπλησίως δὲ καὶ ἡ τῶν στρουθοκαμήλων ποιεῖν πεπίστευται : δίδου δὲ καὶ τὸ τοῦ λαπάθου σπέρμα λεῖον
4259758 Φανητα
τέσσαρα ταῦτα : τὸ ἓν τὴν πρώτην ἀρχήν : τὸν Φάνητα ὅπερ ἐστὶ πέρας τῶν νοητῶν θεῶν ἀρχὴ δὲ τῶν
λοιπὰ μέρη φοβεροῖο δράκοντος αὐχένος ἐξ ἄκρου ἢ αὐτὸν τὸν Φάνητα δέξαιτο , θεὸν ὄντα πρωτόγονον , ἢ σῶμα ἢ
4255749 εὐμελη
βαρεῖαν , λευκήν , ἐκκεκαθαρμένην , ἡδεῖαν , ἐπαγωγόν , εὐμελῆ , εὐπειθῆ , εὐάγωγον , εὐκαμπῆ , εὐέλικτον ,
ἓν δὲ καὶ ἐνενήκοντα ἔτη γεγονότα , εὐπαγῆ τε καὶ εὐμελῆ , καὶ βαθὺν μὲν τὰς πλευράς , γενναῖον δὲ
4213492 ἐπισταμενη
ἄλλην τὴν πρωτίστην αἰτίαν καταντήσεις . οὕτως ἡ τὸ εἶδος ἐπισταμένη μόνη καὶ ὁρίζεται καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις , τουτέστι
, ἐρωτῶσιν , ἆρα ὡς ἀγνοοῦσα διαλαμβάνει , ἢ ὡς ἐπισταμένη ; καὶ εἰ μὲν ὡς ἀγνοοῦσα , οὐ προσδεκτέον
4204858 ἡμερουν
ἀνθρώπους ἐποίησεν , οὕτως καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ ὅρκου βούλεται ἡμεροῦν αὐτῶν τὴν ἀγριότητα τὴν γενομένην ἐκ τῆς ἐπιτιμήσεως .
τοὺς νόμους , μηδεμίαν ἔχειν τοῖς λόγοις προσάπτοντα εἰς δύναμιν ἡμεροῦν ; Μηδαμῶς , ὦ ξένε , ἀλλ ' εἴπερ
4201711 ἐδημιουργησεν
λήθη : οἷον ἐννοοῦμεν εἶναι τραγέλαφον ὃν ἡ φύσις οὐκ ἐδημιούργησεν , ἀλλ ' ἡ ἡμετέρα ἐπίνοια τὴν φύσιν τυραννήσασα
. Εἰ μὲν οὖν μήτε ἐξ ὑποκειμένων ποιοτήτων τὰς ποιότητας ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς , μήτε ἐκ τῶν οὐσιῶν , τῷ
4155043 συμπληρουσα
' ὅμως τοῦ ὁρωμένου πυρὸς [ πυρότης ] ἡ θερμότης συμπληροῦσα καὶ ἡ λευκότης ἐπὶ τοῦ ἑτέρου . Αἱ αὐταὶ
διαφορὰ ὡς τὸ μὲν γένος διαιροῦσα , τὸ δὲ εἶδος συμπληροῦσα . καὶ ἔχομεν διὰ μὲν τοῦ πρώτου τὴν τάξιν
4153952 ἐποιμαινεν
ἐν τῇ Οἴτῃ καὶ θυγάτηρ αὐτῷ μονογενὴς ἐγένετο Δρυόπη καὶ ἐποίμαινεν αὐτὴ τὰ πρόβατα τοῦ πατρός : ἐπεὶ δὲ αὐτὴν
συνέζευξεν ἀνθρώπινον , οὐκ ἂν ἐρημία καὶ βίος ὄρειος αὐτοὺς ἐποίμαινεν οὐδὲ ἀλλήλους τροφὴν εἶχον , ἐξ ἴσου δὲ ἡμῖν
4141873 φυτον
γῆν , ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν ; Σάττοιμ ' ἄν , ἔφην , νὴ Δί
τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε , τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν : πλησίον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος , ὃ
4107422 σωζει
, σώζει μὲν ψυχὴν μίαν , σώζει δὲ οἶκον , σώζει πόλιν , σώζει ναῦν , σώζει στρατόπεδον . Εἰ
. ἡ δὲ οὕτω λαμπρὰ καὶ ἐπιφανὴς πόλις νῦν ἴχνη σώζει μόνον , εὐανδρεῖ δ ' αὐτῆς μᾶλλον τὰ πλησίον
4107340 ἀνθρωπῳ
ῥητορικήν ; ἢ τίς ἄμεινον καὶ καθαρώτερον ἐκ τῶν εἰκότων ἀνθρώπῳ προσφέροιτ ' ἂν ἢ ὅστις δύναιτο ὁποίους χρὴ καὶ
γνωστικὸν οὔτε τὸ δυνατὸν παρὰ τῷ θεῷ καὶ παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ : καὶ γὰρ ἄλλως πώς ἐστι τὸ ἀγαθὸν παρὰ
4104012 Δημιουργῳ
, ὡς οὐδὲ αἱ ἄνω δυνάμεις δημιουργεῖν , ἀλλὰ τῷ Δημιουργῷ διακονεῖν ἐτάχθησαν : εἰ ταῦτα ποιοῖμεν , τί τῶν
τῷ σώματι σκιὰ παραφαίνεται : ἀλλ ' ἀδύνατον ἅμα τῷ Δημιουργῷ παραλαμβάνειν τὴν ὕλην . Καὶ τοῦτο Πλωτῖνος περιεργαζόμενος τὴν
4080232 ἐφυ
λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ ' ἐν ἀνθρώποισι γηράσκειν ἔφυ καὶ πρὸς τελευτὴν ἔρχεται τακτοῦ χρόνου , πλὴν ὡς
πᾶν διελήλυθεν , ἀὴρ δὲ δεύτερον , ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ , καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ καὶ τὰ ἑξῆς ;
4074907 γενναν
ἑπτὰ ἀριθμὸν ὁ Φ . προσηγόρευσε : μόνος γὰρ οὔτε γεννᾶν οὔτε γεννᾶσθαι πέφυκε : τὸ δὲ μήτε γεννῶν μήτε
εἰρήνη : διανοίας γὰρ εὐσταθείᾳ καὶ ἠρεμίᾳ , ἣν εὐσέβεια γεννᾶν πέφυκεν , ἀνατρέπεται πᾶς λόγος , ὃν ἐδημιούργησεν ἀσέβεια
4071815 ἐδιδαξε
οὐ μόνον ἀντεῖπεν , ἀλλὰ καὶ μετέπεισε τὸν προδιεφθαρμένον . ἐδίδαξε γὰρ αὐτὸν συμφέρειν ζῆν τὸν Εὐμενῆ μᾶλλον ἢ τὸν
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς . ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ ἐν
4063785 μιξασα
μία τις αὐτῶν κηρία μέλιτος εὑροῦσα πρώτη ἔφαγε καὶ ὕδατι μίξασα ἔπιε , καὶ τὰς ἄλλας δὲ ἐδίδαξε , καὶ
πόλιν μόνη παρῆλθες τῷ θαύματι , τοσοῦτον κάλλος τῷ μεγέθει μίξασα , ὡς καὶ τοὺς ἐκείνης οἰκήτορας οὐκ ἔχειν ὅ
4061366 Κρονε
δεσμοὺς ἀρρήκτους ὃς ἔχεις κατ ' ἀπείρονα κόσμον , αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ , Κρόνε ποικιλόμυθε , Γαίης τε βλάστημα καὶ
σὲ οἴει μόνον ὑπὸ τῶν πενήτων ταῦτα γεγράφθαι , ὦ Κρόνε , οὐχὶ δὲ καὶ ὁ Ζεὺς ἤδη ἐκκεκώφηται πρὸς
4050650 ἐκτρεφειν
καὶ τῶν μάντεων , οἳ προηγόρευον τὴν κόρην ὡς κόρον ἐκτρέφειν , ἐψεύσατο τὸν Λάμπρον ἄρρεν λέγουσα τεκεῖν καὶ ἐξέτρεφεν
Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς Ῥέας ἐκτρέφειν πρὸς τὸν Κρόνον ζητοῦντα ἀπηρνήσατο . καὶ ἐντεῦθεν Ἄρνη
4040019 δημιουργει
ἐστιν ἐν τελείῳ καὶ ἀπὸ τελείου τέλεια ἀγαθὰ ἐργάζεται καὶ δημιουργεῖ καὶ ζωοποιεῖ . ἐπειδὴ οὖν τοιαύτης ἔχεται φύσεως ,
, ὅτι καθ ' αὑτὸ ἕκαστον ἄλλῳ δὲ οὐκ ἐπιμειγνύμενον δημιουργεῖ , τό τε τῶν νομέων καὶ τὸ τῶν θηρευτῶν
4000773 οὐρανιους
ἔτι δὲ καὶ τὸ τῶν χθονίων καὶ ὅσους αὖ θεοὺς οὐρανίους ἐπονομαστέον καὶ τὸ τῶν τούτοις ἑπομένων οὐ συμμεικτέον ἀλλὰ
παρεῖχεν αὐτῷ τὰ δίκαια ἡ πόλις , ἐπικαλεσάμενος τούς τε οὐρανίους καὶ καταχθονίους θεοὺς ἀπῄει , τοσοῦτο μόνον εἰπὼν ὅτι
3999241 ἠνεγκεν
αυ ? [ ! ! ! ] ! ! [ ἤνεγκεν ] | ἐπὶ ? θάλασσαν | . κἀκειθεν [
εἰλαπίναις , ὤμοις δὲ κτῆνος τὸ πελώριον ὡς νέον ἄρνα ἤνεγκεν δι ' ὅλης κοῦφα πανηγύρεως . καὶ θάμβος μέν
3998888 ἀνεδωκεν
. εἰκότως οὖν καὶ γῇ τῇ πρεσβυτάτῃ καὶ γονιμωτάτῃ μητέρων ἀνέδωκεν ἡ φύσις οἷα μαστοὺς ποταμῶν ῥεῖθρα καὶ πηγῶν ,
. ἀντίθεον δὲ Πελασγὸν ἐν ὑψικόμοισιν ὄρεσσι γαῖα μέλαιν ' ἀνέδωκεν , ἵνα θνητῶν γένος εἴη . κοῦραί τ '
3980174 σπερματα
λόγον ἐν γῇ μὲν οὐχ οἷόν τε ὥσπερ τὰ ἄλλα σπέρματα φύεσθαι , ψυχὴν δὲ ζῴου δύνασθαι μόνην τὸ σπέρμα
, ἤτοι τὴν θυτικὴν μαντείαν : εὐκίνητος γὰρ οὖσα καὶ σπέρματα ἔχουσα ἡ γαστὴρ θύεται θεοῖς , ἀφ ' οὗ
3963257 μεταδουσα
τοι Διόνυσον νήπιον ὄντα τρέφει μὲν Ἰνὼ θηλὰς ὑποσχοῦσα καὶ μεταδοῦσα γάλακτος : κοινωνοῦσι δέ οἱ τῆς παιδοτροφίας Αὐτονόη τε
ὡς πρώτη δείξασα τοὺς καρποὺς , ἡ δὲ ὡς πλείστοις μεταδοῦσα , ἡ δέ τις ὡς νόμους καταδείξασα , ἡ
3960095 ἀγαπαζει
τὸ πότιμον ὕδωρ καὶ ὑπερέχον τοῦ πικροῦ καὶ ἁλυκοῦ . ἀγαπάζει : ἀγαπᾷ , ἀττικόν . Κούρην : παρθένον ,
: οἷον δὴ καὶ γλαῦκος , ὃς ἔξοχα τέκν ' ἀγαπάζει πάντων , ὅσσοι ἔασιν ἐν ἰχθύσιν ὠοτοκῆες : κεῖνος
3958306 φυτα
τὰ φυτά , προσιόντος δὲ τοῦ χειμῶνος , στεγάζουσι τὰ φυτά . εἰ δὲ βούλει κίτρια ἐρυθρὰ ποιῆσαι , ἐγκέντρισον
ζʹ . ὁποῖα εἶναι δεῖ τὰ μέλλοντα φυτεύεσθαι τῶν ἐλαιῶν φυτά . ηʹ . ἐλαίας πολυφόρους ποιῆσαι . θʹ .
3951102 ζῳῳ
εὐνοίας τε καὶ στοργῆς , πάντως που καὶ τῷδε τῷ ζῴῳ τῷ λογικῷ μετέδωκε μᾶλλον . ἀλλὰ οὐ χρῶνται τῷ
καὶ παντὸς μνήμη τάχιστα ἐγκαταχώννυται τῷ αἰῶνι . Τῷ λογικῷ ζῴῳ ἡ αὐτὴ πρᾶξις κατὰ φύσιν ἐστὶ καὶ κατὰ λόγον
3941653 ἀπονεμοντας
τὴν τῶν ἀριθμῶν ὑπόθεσιν , ὑπισχνούμενος ἀπελέγξαι τοὺς οὐσίαν αὐτοῖς ἀπονέμοντας νοητήν , ἴδωμεν καὶ τὰ πρὸς τοὺς ἀριθμοὺς τἀνδρὸς
διελέγχων μέν , ὡς οἴεται , τοὺς τοῖς μαθήμασιν οὐσίαν ἀπονέμοντας , κυρῶν δὲ τὴν περὶ τούτων ἑαυτοῦ δόξαν ,
3932572 καλλιστῳ
ὡς οὔποτε αὐτοὺς λήθη καταλήψεται τῶν ἔργων αὐτοῖς ἐν τῷ καλλίστῳ τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον ἑστηκότων . καὶ θαρροῦσί γε
συμβαίνει αὐτῇ τὸ πάθος , ὅτι μὴ ἔμεινεν ἐν τῷ καλλίστῳ , ὅπου ψυχὴ μείνασα ἡ μὴ μέρος , μηδὲ
3923191 ἀνθρωπειαν
ὑπομένουσαν . προφέροντες δ ' ὑμῖν ὁρκίους θεοὺς καὶ τύχην ἀνθρωπείαν καὶ τὴν φοβερωτάτην τοῖς εὐτυχοῦσι Νέμεσιν δεόμεθα μήτε ἐς
καὶ λευκὴ καὶ οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις
3905130 γεννᾳ
, πρὸς οἷς δὲ καὶ βλάπτει , καὶ θηρία πλεῖστα γεννᾷ . ἡ δὲ τριετής , καὶ τετραετὴς σφόδρα καλή
, ἐπειδὴ κατὰ τὸν γεννῶντά ἐστι καὶ τὸ σώζειν ἃ γεννᾷ [ καὶ τοῦ Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ]
3904387 κρινειε
γευόμενον , οὐκ ἄν ποτε τῷ ἑτέρῳ πάθει τὸ ἕτερον κρίνειε . καὶ περὶ μὲν τῆς κοινῆς αἰσθήσεως προϊόντες ἐντελέστερον
τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ἐπιστατήσειέ τ ' ἂν κάλλιστα καὶ εἰργασμένον κρίνειε καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν τοῖς βαρβάροις ; ἆρ '
3890204 δωρειται
μὲν αἴρω ποθεινὴν μᾶζαν , ἣν φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη χλόην καταμπέχοντα
Ἀθήναις γεγόνασιν . ἡ δὲ τύχη καὶ τῇ Ἀσίᾳ τούτων δωρεῖται φορὰν , τρίτην οὖσαν ἐπιστήμην , ἧς ἐστι Πολέμων
3889993 κρηηνον
' ἀθανάτοισιν ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ , τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ : τίμησόν μοι υἱὸν ὃς ὠκυμορώτατος ἄλλων ἔπλετ
α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ η κρήηνον : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ παθῶν : τοιαῦτα
3877997 καλλιστον
. ἤτοι οὐγ . κ . χρῶ ὁμοίως . Ἄλλο κάλλιστον . Λίθου ἀσίου , κηροῦ ἀνὰ γοβʹ . ἤτοι
τὴν ὅσοι δὲ ὑπολαμβάνουσιν ὥσπερ οἱ Πυθαγόρειοι καὶ Σπεύσιππος τὸ κάλλιστον καὶ ἄριστον μὴ ἐν ἀρχῇ εἶναι . , Πιθανώτερον
3874316 ἐπορεν
: τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδˈρομίας . ἀπὸ δ ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω
Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων . Ὄλβιος ᾧτινι θεὸς μοῖράν τε καλῶν ἔπορεν σύν τ ' ἐπιζήλῳ τύχᾳ ἀφνεὸν βιοτὰν διάγειν :
3873627 ἐσιτειτο
γυναικὸς ἐκοσμεῖτο εὐπρεπέστερον . Σάγαρις δὲ ὁ Μαρυανδηνὸς ὑπὸ τρυφῆς ἐσιτεῖτο μέχρι μὲν γήρως ἐκ τοῦ τῆς τιτθῆς στόματος ,
ὧν λέγει ἐκεῖ - νος περὶ τοῦ Κρόνου , ὅτι ἐσιτεῖτο ἐπὶ πολὺ ἃ γεννῴη : μόλις δὲ ἐξέθρεψεν ἡ
3869468 παραγει
σαφῶς ὁ Ἀριστοτέλης δηλοῖ : ἀντιλέγων γὰρ πρὸς τὸν Πλάτωνα παράγει μαρτυρίαν ἐκ τῶν παρ ' αὐτοῦ εἰρημένων ἐν τῷ
καὶ φρονήσεως ἐκ τοῦ ἑτέρου καὶ τοῦ ταὐτοῦ . καὶ παράγει εἰς μέσον ὥσπερ παράδειγμα τοῦ μὲν ἑτέρου τὸ ὑγεινὸν
3862583 κεκτησθαι
Σώκρατες ; ἆρ ' οὐκ ἀγαθοὺς δεῖ ἐν τῇ πόλει κεκτῆσθαι ἰατρούς ; εἶεν δ ' ἄν που μάλιστα τοιοῦτοι
διαφέρει : εἰ γάρ τις ἱμάτιον πριάμενος μὴ φοροίη , κεκτῆσθαι μὲν ἂν λέγοιτο , ἔχειν δ ' οὔ .
3861220 ἡδιστῳ
τὴν πρόσαρσιν : μέγα δ ' ἐπὶ πᾶσιν ἐοικέναι τῷ ἡδίστῳ τὸ συμφέρον . εὔσιτοι δὲ καὶ οἱ πόνοι καὶ
καὶ τοῦ μὲν βελτίστου οὐδὲν φροντίζει , τῷ δὲ ἀεὶ ἡδίστῳ θηρεύεται τὴν ἄνοιαν καὶ ἐξαπατᾷ , ὥστε δοκεῖ πλείστου
3851072 γεννησας
, ἦν δ ' ἐγώ : ὅτι ὁ δῆμος ὁ γεννήσας τὸν τύραννον θρέψει αὐτόν τε καὶ ἑταίρους . Πολλὴ
γένεσιν ἔσχον , λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε “ Θεοὶ θεῶν , ὧν ἐγὼ δημιουργὸς πατήρ
3847868 ξυμβαλεσθαι
ἐφ ' ὅτῳ μὲν τοῦτο πράττει ὁ βασιλεύς , οὐ ξυμβαλέσθαι τοὺς Ἰνδούς , αὐτοὶ δὲ τεκμαίρεσθαι τὸ μέτρον καταποντοῦσθαι
τε ἦν καὶ οὐ μικρόν , ὡς ἔστι τοῖς θεμελίοις ξυμβαλέσθαι . τὸ δὲ ἄγαλμα τοῦτο βέβηκε μὲν ἐπὶ νεώς
3846972 ἀκηρατα
τῇ γῇ ἀνῆκεν , ἃ δ ' αὐτὴ φύει , ἀκήρατα εἶναι φάσκων ἐσιτεῖτο , ἐπιτήδεια γὰρ σῶμα καὶ νοῦν
“ ἥμενοι αὖθις ἕκαστοι ἀκήριοι , ἀκλεὲς αὕτως . ” ἀκήρατα ἄθικτα : “ αὐτῶν γὰρ κτήματ ' ἀκήρατα κεῖτ
3841923 στεφεσθαι
ὁ δὲ Ἀπολλόδωρος καὶ τοὺς θεσμοθέτας φησὶ διὰ τοῦτο μυρσίνῃ στέφεσθαι , ὅτι οἰκείως ἔχει πρὸς τὸ φυτὸν ἡ θεὸς
αὐτὴν κατέπαυον . στέμματα δ ' αὐτῇ λευκὰ περίκεινται τῷ στέφεσθαι καὶ καλύπτεσθαι πανταχόθεν αὐτὴν ὑπὸ τοῦ λευκοτάτου στοιχείου .
3839976 ἐλεουσα
ταῖς θεαῖς , εἰς φρέαρ ἐξελιττόμεναι πίπτουσι . Γῆ δὲ ἐλεοῦσα τὸ πάθος φυτὰ εὐθαλῆ ὅμοια ταῖς κόραις ἀνῆκε ,
ὁ μὲν Πλάτων φησίν . πραεῖα γὰρ ἡ θεὸς τὰς ἐλεοῦσα . κατὰ δέ τινας , Ληθώ : τὸ γὰρ
3838087 χρισθεντα
ἀσπίδα καὶ τὸ δόρυ καὶ τὸ σῶμα : τούτῳ γὰρ χρισθέντα ἔφη πρὸς μίαν ἡμέραν μήτ ' ἂν ὑπὸ πυρὸς
τῶν ἐπιχωρίων . ἔχει δὲ δύναμιν τοιαύτην : τὰ γὰρ χρισθέντα ἢ βραχέντα ἐξ αὐτοῦ ζῷα ἢ σκεύη δειχθέντος μακρόθεν
3831478 ἐοικε
ἀμφοτέρων ἐλαττώματα ἐκπέφευγε : πειράσῃ δὲ ἀποδεικνύναι καὶ ὅτι πολλαῖς ἔοικε πόλεσιν . ἐκ τούτων καὶ περὶ ταῦτα ἡ μέθοδος
οὐ πανταχοῦ δὲ τοῦτο συμβαίνει ταῖς συκαῖς , ἀλλ ' ἔοικε καὶ τὰ νοσήματα γίνεσθαι κατὰ τοὺς τόπους , ὥσπερ
3827567 ἐβλαστησε
ἔχῃ τόπον νοτερόν : ὥσπερ ἤδη τις στροφεὺς τῆς θύρας ἐβλάστησε , καὶ εἰς κυλίκιον πλίνθινον τεθεῖσα κώπη ἐν πήλῳ
, ἐν ἀληθείᾳ πεσοῦσαι , ἀντὶ τοῦ ἀποβᾶσαι : λέγω ἐβλάστησε μέν , ἀντὶ τοῦ ἀνεδόθη ἐκ τῆς θαλάσσης τῆς
3826784 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
3822776 ἐδιδαξεν
οἰκτρογόων Ὁ γὰρ Χαλκηδόνιος , τουτέστιν ὁ Θρασύμαχος , ταῦτα ἐδίδαξεν ὡς δεῖ εἰς οἶκτον ἐγεῖραι τὸν δικαστὴν καὶ ἐπισπᾶσθαι
τὸ κύριον ἰδίως καὶ τὰ λοιπὰ , ἃ κατὰ μέρος ἐδίδαξεν , οὐ μέντοι καὶ περὶ τῆς ἑκάστου δυνάμεως ἐδίδαξεν
3818489 ξανθῳ
καὶ μέταλλα , καὶ ζωμοὺς δύο , ἕνα ἐν τῷ ξανθῷ , καὶ ἕνα ἐν τῷ λευκῷ : καὶ ἐν
ἐναντίον . ἀλλά ς ' ἔγωγε παύεσθαι κέλομαι , μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι ἀφραδέως , μήπως
3814942 προπινομενα
, Ἄπολλον , ὡσπερεὶ τεθνηκότι ; Μεγάλ ' ἴσως ποτήρια προπινόμενα καὶ μέστ ' ἀκράτου κυμβία ἐκάρωσεν ὑμᾶς . ἀνακεχαίτικεν
Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως [ ποτήρια ] προπινόμενα καὶ μέστ ' ἀκράτου κυμβία ἐκάρωσεν ὑμᾶς . ἀνακεχαίτικεν
3806931 ἐφηνεν
κακῶν λελησμένῳ × – ˘ – θνητοῖσι τὴν ἀκεσφόρον λύπης ἔφηνεν οἰνομήτορ ' ἄμπελον γλώσσης περίπατός ἐστιν ἀδολεσχία γένους δ
. καὶ Ἀστυδάμας δέ φησι : θνητοῖσι τὴν ἀκεσφόρον λύπης ἔφηνεν οἰνομήτορ ' ἄμπελον . συνεχῶς μὲν γὰρ ἐμπιπλάμενος ἀμελὴς
3805786 ἐκφερει
μὴ γινώσκειν τὸν ποιητήν , ἀλλὰ διὰ τοῦ ἔμπης αὐτὴν ἐκφέρει . ὥστε εἰ μὲν ὁμῶς περισπωμένως , ἔστιν ὁμοίως
ἔργων πρὸς τὸν ἐργαζόμενον ποδηγεῖσθαι . ποῖ δῆτα οὖν ἡμᾶς ἐκφέρει τὰ ἔργα καὶ ποίαν ἐπιδείκνυσιν ἀτραπόν ; οὔ τί
3799321 τρεφειν
διὰ πολλὰς αἰτίας : καὶ γὰρ δι ' ἔνδειαν τῆς τρέφειν αὐτὰς καὶ γεννᾶν ὕλης δυναμένης καὶ διὰ πύκνωσιν τῶν
, ” Κλεάνθης μὲν καὶ ἄλλον Κλεάνθην δύναιτ ' ἂν τρέφειν , εἰ βούλοιτο : οἱ δ ' ἔχοντες ὅθεν
3794327 τιμωσα
ἤγουν παραβλέψασα ταῦτα , εἰς τὰ ὅσια προσέρχεται δώματα οὐ τιμῶσα ἐν αἴνωι , ἤτοι οὐκ ἐπαινοῦσα , δύναμιν πλούτου
' ἡμῶν πεπεῖσθαι τοῦθ ' ὅτι Κλεάρχῳ γνώμη τέ ἐστι τιμῶσα τὰ δίκαια ῥώμη τε ἀρκοῦσα τὰ δίκαια βεβαιοῦν ,
3790824 ξυγγενη
ἔφθινε , βοήθειαν αὐτῷ θεοὶ μηχανῶνται : τῆς γὰρ ἀνθρωπίνης ξυγγενῆ φύσεως φύσιν ἄλλαις ἰδέαις καὶ αἰσθήσεσι κεραννύντες ὥσθ '
θηρίων καὶ καθάπαξ ὅμοια ὁμοίων ἐρᾷ ἐπὶ τῷ ἔτυμα καὶ ξυγγενῆ τίκτειν , τὸ δὲ ἑτερογενὲς τῷ μὴ ὁμοίῳ ξυνελθὸν
3787539 γη
τὸν τοῦ Οἰκλέους , ὃν ἐκ Θηβῶν ἐπανιόντα ἐπεσπάσατο ἡ γῆ ζῶντα . „ „ οὗτος , ὦ βασιλεῦ ,
ἔργον ἔφαινον ἀμφότεροι , δεινὸν δὲ περίαχε πόντος ἀπείρων , γῆ δὲ μέγ ' ἐσμαράγησεν , ἐπέστενε δ ' οὐρανὸς
3787395 ἀποβεβληκοτα
, τοῦ πατρὸς αὐτοῦ , κατ ' ὄναρ ἑωρακότος ἀμφοτέρας ἀποβεβληκότα τὰς χεῖρας . Παραγενόμενος δὲ εἰς τοὺς βαρβάρους ἐν
τὸν πατέρα , θεωρήσαντα πάντα δι ' ὧν ἦν φοβερὸς ἀποβεβληκότα , τύπτοντα τῷ ξύλῳ ῥᾳδίως ἀποκτεῖναι . τὸ παραπλήσιον
3786260 ὁρατῳ
πάλιν οὐκ ἔστι ταὐτὸν τῷ λόγῳ χρώματί τε εἶναι καὶ ὁρατῷ εἶναι οὐδὲ μὴν ψόφῳ καὶ ἀκουστῷ οὐδὲ δὴ θερμῷ
ὂν καὶ πᾶν τὸ ὁρατὸν περιέχον πάντα τὰ ἐν τῷ ὁρατῷ . Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ ζῷον πρώτως ἐστὶ καὶ διὰ
3782935 τεταγμενῳ
προσίῃς . ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Κῦρος παρήγγειλε τῷ πρώτῳ τεταγμένῳ ταξιάρχῳ εἰς μέτωπον στῆναι , ἐφ ' ἑνὸς ἄγοντα
ἐπιχωρήσαντες τῷ θεῷ τὴν κρίσιν παρέχωμεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν τῷ τεταγμένῳ καὶ γιγνώμεθα τοιοῦτοι περὶ τοὺς πρότερον οἵουσπερ ἂν αὖ
3781028 προσφερων
πάντα βλαστάνει βροτοῖς φθίνει τε . καὶ παιδὶ καὶ γέροντι προσφέρων τρόπους σφαγὰς δὲ Δαναοῦ παρθένων Λυγκεὺς φυγὼν Ἄβαντα φύει
ψυχραὶ , τούτῳ φάρμακον μὲν μὴ διδόναι , θεραπεύειν δὲ προσφέρων ψύγματα καὶ πρὸς τὴν κοιλίην καὶ πρὸς τὸ ἄλλο
3780408 θνητων
[ τοὺς δὲ κλεπτικούς ] , [ ἢ καὶ ὑπὸ θνητῶν ] παιομένους [ δόρατι ] , πρὸς τῷ [
πολλάκις ἤδη φανέντος πελαγίοις ἐν ἀγκάλαις , ὃν καὶ τὰ θνητῶν φασιν ἀγγέλλειν πάθη . γλαῦκον λέγεις ; ἔγνωκας .
3770726 ὀνομαζων
καὶ τοῦτ ' εἴρηκεν αὐτός , δέν μὲν τὰς ἀτόμους ὀνομάζων , μηδέν δὲ τὸ κενόν . αἱ μὲν οὖν
βούλομαι : ὃ γὰρ νομίζω τερπνὸν , τοῦτο καὶ μόνον ὀνομάζων ἀδαπάνως εὐφραίνομαι : ἄλλως : ἐξ ὧν οὐδὲν βλαπτόμεθα
3767126 ἀλλασσεσθαι
ἐκ τοῦ ὅταν μὴ δέηται ἅτερος θατέρου μηκέτ ' αὐτοὺς ἀλλάσσεσθαι : οὐδεὶς γὰρ τὰ αὑτοῦ δίδωσιν ὑπὲρ τοῦ λαβεῖν
κλέος ἄφθιτον ὥς κε πέλοιτο , αἰεὶ κουράλιον προτέρην φύσιν ἀλλάσσεσθαι . Ἐν δὲ βίην οἱ δῶκεν ἀπειρεσίην Ἀγελείη ,
3766591 μεταδορπια
κατακλιθεὶς ἐπιδορπίσηται τὰς ὀνείας ματτύας . Πλάτων ἐν τῷ Ἀτλαντικῷ μεταδόρπια αὐτὰ καλεῖ ἐν τούτοις : πάντα τε εὐώδη ἔφερέ
Διαπρεπής◄ ἀκροδρύων . ἀκρόδρυα κοινῶς οἱ τῶν δένδρων καρποί . μεταδόρπια . ἐπίδειπνα . τρίπλεθρον . τὸ πλέθρον ἐστὶ †
3762494 ἀμβροσιαν
Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν , καὶ ποιήσουσιν αὐτὸν ἀθάνατον ὥσπερ Ζῆνα καὶ Ἀπόλλωνα
διπλῆ ὅτι ἐκ τούτου τοῦ τόπου πλανηθέντες τινὲς ὑπέλαβον τὴν ἀμβροσίαν εἶναι ὑγρὰν τροφήν . . ὑπέλαβον διέλαβον . ἡ
3760031 ἀνεγραψατο
εἰς οἶνον πίνειν . Ἐρασίστρατος δὲ ἐν τῷ Περὶ δυνάμεων ἀνεγράψατο καὶ ἄλλα τινὰ πλείονα φησι βοηθεῖν δυνάμενα τοῖς ἐχεοδήκτοις
δὲ ἑξή - κοντα . Φιλῖνος δὲ ὁ Ἀκραγαντῖνος ἱστορικὸς ἀνεγράψατο . ὁ δὲ οὖν Ἄννων ἀναζεύξας μετὰ πάσης τῆς
3759991 παρεστι
προμολὰς εἴρηκε τοὺς ἐκτὸς τοῦ ἄντρου τόπους . παρμέμβλωκε : πάρεστι . φαέεσσιν : ἀντὶ τοῦ φωτισμοῖς , φύσει γὰρ
πρός τι , δείκνυσιν οὕτως : εἰ τὰ δοξαστὰ αὐτὰ πάρεστι κατὰ τὸ ὑποκείμενον σὺν τῇ δόξῃ , οὔτ '
3759532 ἐχους
Ὢ δυστυχής : ἐγὼ δὲ σὺν χαρᾷ λόγους τοιούσδ ' ἔχους ' ἔσπευδον , οὐκ εἰδυῖ ' ἄρα ἵν '
γάμον ἐπόρθμευσας δόλωι . ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων ἔχους ' ἀδελφὸν οὔτ ' ἀνειλόμην χεροῖν , ὃς νῦν
3755066 δημιουργος
μὴ μισθὸς αὐτῇ προσγίγνηται , ἔσθ ' ὅτι ὠφελεῖται ὁ δημιουργὸς ἀπὸ τῆς τέχνης ; Οὐ φαίνεται , ἔφη .
ὁ Θ . τοῦτό γε καλῶς αὐτῷ μαρτυρῶν . Ὁ δημιουργὸς ἤρχετο τῆς συστάσεως τοῦ κόσμου ἐκ πυρὸς καὶ γῆς
3751983 ἑλ
, τοῦτο Πυθαγόρου μουσική , τοῦτο Ἡροδότου συγγραφή , τοῦτο ἑλ [ . . . . . . | ὀργάνων
ὀλίγον ἀπολυθῇ . Κλυσμοὶ καθαρτικοὶ μητρέων , ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης : ὀλύνθους χειμερινοὺς , ὕδωρ
3751857 ἐξευρεν
ὁρᾶν , ἐπειδὴ καὶ τὰ εἰρημένα τύχῃ τινὶ ἐπενόησε καὶ ἐξεῦρεν . τὸ ω τὸ μέγα καὶ τὸ α συναλειφόμενά
ἐν τοῖς Καρνεονίκαις . : τὸν δὲ τρίτον ὑποκριτὴν αὐτὸς ἐξεῦρεν , ὡς δὲ Δικαίαρχος ὁ Μεσσήνιος , Σοφοκλῆς .
3740858 τροφος
τροφῆς θρέψαι τραφῆναι , τροφεύς , εὔτροφος ἔντροφος σύντροφος , τροφός τρόφιμος , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ
δὲ ἡ μὲν συγγενὴς Αἰνείου λέγεται γενέσθαι , ἡ δὲ τροφός . τελευτῶντες δὲ ἀφικνοῦνται τῆς Ἰταλίας εἰς Λωρεντόν ,
3739232 τιθηνην
υἱὸς ἕκαστος ἡμῶν ἐστι τιμῶν καὶ θαυμάζων τὴν τροφὸν καὶ τιθήνην τοῦ θνητοῦ γένους , αἴσθησιν , ἣν καὶ ὁ
, κρατηθὲν διώλετο , ἐὰν δὲ ἥν τε τροφὸν καὶ τιθήνην τοῦ παντὸς προσείπομεν μιμῆταί τις , καὶ τὸ σῶμα
3738010 σοφην
δώδεκα τόποις . Ἑρμῆς δὲ τυχὼν πάλιν εἰς Ὡροσκόπον Δηλοῖ σοφὴν μάθησιν ἢ γνῶσιν λόγου , Καὶ συντυχιῶν ἀγαθὰς ἀποκρίσεις
καὶ ταῖς ἄλλαις ὥραις τοῦ ἔτους τὴν Αἴγυπτον , ἅτε σοφὴν οὖσαν καὶ ἔνθεον , καὶ τὰς εὐχὰς αὐτῶν ἡδέως
3733930 αὐτοφυες
ἐνορᾷ τὴν ἀγλαΐαν τεθηπὼς τοῦ ὄρνιθος καὶ τὸ κάλλος τὸ αὐτοφυές . ἐπᾴδουσι δὲ ἄρα τῷδε τῷ ὀρνέῳ καὶ μῦθον
ἀνέθηκεν , ἐστερεοποίησεν . Ὄρθιον : κέντρον . αὐτόῤῥιζον , αὐτοφυές . ἀκάχμενον : ἠκονημένον , ἐστομωμένον : ἀκάχμενον ἀπὸ
3732273 Θεῳ
γεννήτορες , τὴν μὲν νεωτέραν Θεοδώραν ἐκ βρέφους αὐτὴν τῷ Θεῷ προσανέθεντο καὶ τῷ καθαρῷ δι ' ἀπαθείας νυμφίῳ προσήρμοσαν
, ὅσον ἐπείγονται πρὸς τὰ πράγματα : ἐν οἷς σὺν Θεῷ τὸ ΤΕΛΟΣ . ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΙΑΤΡΟΥ ΕΞΗΓΗΣΙΣ
3730732 θρεψειε
γε τοῖς ἄνω μικρὸν τούτων διηγεῖται περὶ τοῦ Ἐρεχθέως ὡς θρέψειε μὲν αὐτὸν ἡ θεὸς , τέκοι δ ' ἡ
ἔσεσθαι , ἥτις τῶν πόλεων βοῦν ἡγεμόνα κάλλιστον τῷ θεῷ θρέψειε . παρήγγειλε δὲ καὶ ὡς στρατευσομένοις εἰς τὸν περὶ
3709180 φυει
ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων
ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ
3709170 Ἀγραις
, οἱ δὲ [ Φιλόχορος [ . ] τὴν ἐν Ἄγραις Ἄρτεμιν τῷ μελιλώτῳ στέφεσθαί φησιν ] ἐφ ' ἑαυτοῦ
ἔαρ ἀνθέων γεννητικόν : καίρων τῷ μελιλώτῳ στέφεσθαι τὴν ἐν Ἄγραις Ἄρτεμιν , Ἀπολλόδωρος δὲ παρὰ Κρησὶν δίκταμνον ἢ σχῖνον
3703587 ὀψων
παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη : ἐν δὲ Ἀχαρνεῦσι
καὶ ἄρτων . τέτλαθι δὴ πενίη καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς
3703402 τρεφουσα
ἄριστοι προτετιμημένοι , καὶ τράπεζα , ὥσπερ ἡ ἐμή , τρέφουσα μὲν πρῶτον τοὺς οἰκέτας , ἔπειτα δὲ καὶ ὡς
διαφοράν . τὰ μὲν γὰρ ἐξ αὐτῆς φιλοστόργως καὶ ἐπιμελῶς τρέφουσα διαγίνεται , τὰ δ ' ἐξ ἀλλοτρίων ὠδίνων μισεῖ
3703361 ἐξεθρεψε
ὑπήκοον ἡμερότης . οὕτω καὶ Κροῖσος ἡμᾶς ἴσα καὶ παῖδας ἐξέθρεψε καὶ τὰ βέλτιστα μὲν ἐπιτρέπων πάντας ἑώρα πρὸς διακονίαν
σφι ὁ παῖς , κατέβαλον φάτιν ὡς ἐκκείμενον Κῦρον κύων ἐξέθρεψε . Ἐνθεῦτεν μὲν ἡ φάτις αὕτη κεχώρηκε . Κύρῳ
3700462 τρωκτα
ῥίζης γίνεται , κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον : ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ
βίον καὶ γάλα καὶ φοίνικας αὐτῷ καὶ τυρὸν προσφέρουσι καὶ τρωκτὰ ὡραῖα καὶ τὰς ἄλλας ἀπαρχὰς τῶν ἐπιχωρίων . Λόγος
3699108 πυρπολει
ἀπιστῶν οὔποτ ' ἂν πάθοις βλάβην . ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον . θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ .
ἀρχῆς πρῶτα μὲν τὴν Πλαγγόνα , ἥτις ὥσπερ ἡ Χίμαιρα πυρπολεῖ τοὺς βαρβάρους . εἷς μόνος δ ' ἱππεύς τις
3697448 θνητα
ὦ φίλη δέσποιν ' , ἐπεί σε μανθάνω θνητὴν φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα , πᾶν σοι φράσω τἀληθὲς οὐδὲ κρύψομαι
. τὰ μὲν γὰρ κρείττω μόνιμα μόνως , τὰ δὲ θνητὰ πάντῃ μεταβλητά . ἡ δὲ μερικὴ ψυχή , ὡς

Back