. τίκτει δὲ ἕν , κατάπερ ἵππος , καὶ τοῦτο ἐκτρέφει τῷ γάλακτι ἐς ἔτος ὄγδοον . ζῶσι δὲ ἐλεφάντων
δὲ ] ὅτι ἔκ τινος δόλου γέγονε . τρέφει ] ἐκτρέφει . εὐμενὴς ] εὐνοϊκῶς πρὸς ἡμᾶς διακείμενος , φίλος
7845460 τρεφει
Ἀκιδνός : ὁ ἀσθενής : Ὅμηρος : οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο . παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός ,
κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικά . Φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει : . Συνεσίου . Χαμαιλέων ζῷόν ἐστιν εἰς πάντα
6824425 τικτει
λεοντῆ παρδαλῆ μοσχῆ κυνῆ . Οὐχὶ παρὰ πολλοῖς ἡ χάρις τίκτει χάριν . Ἡ πόλις ἐβούλεθ ' , ᾗ νόμων
θυγατέρα καὶ Ἀρσάκαν υἱόν , ὃς ὕστερον μετωνομάσθη Ἀρτοξέρξης . τίκτει δὲ αὐτῶι ἕτερον υἱὸν βασιλεύουσα , καὶ τίθεται τὸ
6585151 ᾠα
μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν
καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων .
6521321 τρεφουσιν
μεγάλαι τε καὶ πολλαὶ οὖσαι : καὶ γὰρ πλέονται καὶ τρέφουσιν ὄψον πολὺ καὶ τῶν πτηνῶν τὰ λιμναῖα : τύφη
σχεδόν τι οἱ κακῶς τὴν χώραν ἐργαζόμενοι οὔτε τοὺς φρουροὺς τρέφουσιν οὔτε τοὺς δασμοὺς δύνανται ἀποδιδόναι . ὅπου δ '
6493650 κρινα
: τῷ δὲ ἱματίῳ ζῴδιά τε καὶ τῶν ἀνθῶν τὰ κρίνα ἐστὶν ἐμπεποιημένα . ὁ δὲ θρόνος ποικίλος μὲν χρυσῷ
εὐψόφως ἐπικρουσθείη . ἀλλὰ τὰ μέν : ἐν θέρει τὰ κρίνα , ἐν χειμῶνι αἱ μήκωνες καὶ τὰ πλαταγώνια αὐτῶν
6353390 ἐριφους
ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος , ἀλλ ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων , σηκόν τ ' ἀμφιβαλεῖν
. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον . Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους , πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον ,
6312291 ὡραια
καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ πλακοῦντας : καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς
καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ πλακοῦντας : καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς
6254003 τικτουσι
: διὸ καὶ αἱ χειμεριώταται τῶν ὡρῶν ἀλκυονίδες λέγονται . τίκτουσι δὲ οἱ μὲν θαλάσσιοι τῶν ὀρνίθων ὑπόχλωρα τὰ ᾠά
κεστρεῖς καὶ χρυσόφρυας μάλισθ ' οὗ ἂν ποταμοὶ ῥέωσι . τίκτουσι δὲ χειμῶνος καὶ τίκτουσι δίς . Ἱκέσιος δέ φησιν
6210122 ἀνθη
, ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ
δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ
6202739 ἐριφοι
' ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά , ἰχθῦς , ἔριφοι , διέτρεχε τούτων σκορπίος , ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς
δὲ ἐχομένη ἡλικία , χίμαροι , τὰ δὲ νεώτατα , ἔριφοι : ὁ δὲ Ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ τὰ μὲν τέλεια
6149406 κυει
κάλλος , γεννᾷ δικαιοσύνην , ἀρετὴν γεννᾷ . Ταῦτα γὰρ κύει ψυχὴ πληρωθεῖσα θεοῦ , καὶ τοῦτο αὐτῇ ἀρχὴ καὶ
καὶ δακρύοντας , εἶτα μέντοι κατακόπτουσιν αὐτοὺς καὶ σιτοῦνται . κύει δὲ ἄρα τὸ ζῷον τοῦτο ἐν ἑξήκοντα ἡμέραις ,
6148575 κεδρος
πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη
. . . χαλβάνη ἄκνηστίς τε καὶ ἡ πριόνεσσι τομαίη κέδρος . . . . . . : Ἄκνηστις δὲ
6127161 ἡδυοινους
' αὐτῶν αἱ σταφυλίδες καὶ αἱ σταφίδες . ἀμπέλους μέντοι ἡδυοίνους καὶ πολυοίνους καὶ εὐοίνους . καὶ περιπετάννυται τὰ οἴναρα
, πολύδενδρα , λάσια : γηλόφους εὐαμπέλους , εὐφύτους , ἡδυοίνους , καταρρύτους : ἀρούρας εὐπύρους , λήια κομῶντα ,
6070145 ἐκτρεφειν
καὶ τῶν μάντεων , οἳ προηγόρευον τὴν κόρην ὡς κόρον ἐκτρέφειν , ἐψεύσατο τὸν Λάμπρον ἄρρεν λέγουσα τεκεῖν καὶ ἐξέτρεφεν
Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς Ῥέας ἐκτρέφειν πρὸς τὸν Κρόνον ζητοῦντα ἀπηρνήσατο . καὶ ἐντεῦθεν Ἄρνη
6039737 μυρικη
καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη
ἐν στρογγυλότητι τὸ σαρκῶδες . καὶ τῶν θαμνωδῶν δὲ ἡ μυρίκη σαρκῶδες τὸ φύλλον ἔχει . ἔνια δὲ καὶ καλαμόφυλλα
6006845 πεπαινει
Ἐνδυόμενον γὰρ εἰς τοὺς φήληκας τὸ θηρίδιον στερεοῖ τούτους καὶ πεπαίνει . Διόπερ ἐπὶ τῶν ἅπερ ἂν λάβωσι μὴ διακρατούντων
: ἄρχεται δὲ ἀνθεῖν μηνὸς Πυανεψιῶνος , τὸν δὲ καρπὸν πεπαίνει περὶ ἡλίου τροπὰς χειμερινάς : ἀείφυλλον δ ' ἐστίν
5988027 ζειδωρος
ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην : καρπὸν δ ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον : οἳ δ
, τὰ θηρία , καὶ πάνθ ' ἁπλῶς ὁπόσα τρέφει ζείδωρος ἄρουρα . Παντελῶς ἀπίθανα φὴς ταῦτα καὶ αὑτοῖς ὑπεναντία
5987883 παλιουρος
, νυμφαία , φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος ,
Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε Νασαμωνικῇ καὶ παρ
5987666 ἀγρια
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι ,
5986693 κηπους
, φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ? . τὸ δὴ νῦν γνῶθι : Νεοβούλη
ἡ Σελήνη τὸ κέντρον αὐτοῦ διαπορεύηται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ ἐν τοῖς ἐσχάτοις τοῦ
5954357 λιπαρα
προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας .
καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι
5949238 χοιρος
, ἴσως δὲ διὰ τὸ πολύπαιδα γεγενῆσθαι : ἡ γὰρ χοῖρος πολλὰ τίκτει , καὶ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς αἱ χοῖραι
πολυέτη τὴν ἀποδημίαν ἔχων , νάρκη μὲν ἡ ἡδίστη , χοῖρος , σῖμος , φάγρος , ὀξύρυγχος , ἀλλάβης ,
5944579 ἀσπορα
, κύπρος τ ' ὀσμηρόν τε σισύμβριον ὅσσα τε κοίλοις ἄσπορα ναιομένοισι τόποις ἀνεθρέψατο λειμών κάλλεα , βούφθαλμόν τε καὶ
καὶ τὸ τρίτον ζῴδιον ἀπὸ ὡροσκόπου μὴ ἄσπορόν ἐστιν : ἄσπορα δὲ ζῴδιά ἐστι ταῦτα : Δίδυμοι , Λέων ,
5940097 ἐκφυει
ἡ χροιὴ ἰκτερώδης , καὶ ἄλλοτε ἄλλῃ τοῦ σώματος ἕλκεα ἐκφύει , καὶ πυρετὸς λαμβάνει ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε , καὶ
αὐτόν . . ἄτης ] βλάβης . . ἐκκαρπίζεται ] ἐκφύει . . ἢ γὰρ ξυνεισβὰς ] τὰ ἀπὸ τῆς
5913517 ποταμια
καὶ ἀκρίδας , ἢ καρίδας , καὶ ὅσα λιμναῖα ἢ ποτάμια τούτοις παραπλήσια εἰώθασι λαμβάνειν . Οἱ δὲ βουλόμενοι μᾶλλον
ὑπερμεγέθεις διὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ δελέατος . ιʹ . πρὸς ποτάμια ὀψάρια , ᾧ Ἄνος ἐχρᾶτο . ιαʹ . δέλος
5908382 ἐδωδιμους
δὲ χρόνους τούτῳ τῷ βίῳ διεξαγαγόντας τὸ τελευταῖον ἐπὶ τοὺς ἐδωδίμους μεταβῆναι καρπούς , ὧν εἶναι καὶ τὸν ἐκ τοῦ
' οὐ φέρουσιν οἷον αἱ τοὺς λευκοὺς ὀλύνθους φέρουσαι τοὺς ἐδωδίμους . Ἕτεραι δὲ φέρουσι καὶ σῦκα καὶ ὀλύν -
5906227 ἐχιδνα
ποντία κύων , Σφίγξ , Ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη , εἰς ὑπερβολὴν
συνεγειρομένη μέριμνα , συμπλεκομένη ἀσέλγεια , συγκοιμωμένη λέαινα , ἱματισμένη ἔχιδνα , αὐθαίρετος μάχη , συγκοιμωμένη ἀκρασία , καθημερινὴ ζημία
5903458 βρυα
τῆς πιτύης τὸ δέρμα κόψας λεῖον , καὶ σπόγγον καὶ βρύα λεῖα μίσγειν τῷ ἐλαίῳ τῆς φώκης , καὶ ὑποθυμιῇν
' ἐνὶ πόντῳ ἀτρυγέτῳ , ἵνα φύκι ' , ἵνα βρύα γίνετ ' ἐλαφρά . αὐτὰρ ἐπεί κ ' ἔλθῃσι
5889786 θαλασσια
πολύπους τὸν κάραβον . πόνοισι : ἀγῶσιν . Ἰχθυόεσσα : θαλασσία , ἰχθυηρά . μετά σφισιν : ἐν αὐτοῖς τοῖς
τέλει γεγράφθαι : „ ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας ἁ θαλασσία λέπας „ . ὁ δ ' Ἀριστοφάνης γράφει ἀντὶ
5883291 ὀργων
διδάσκει τρυγᾶν ἑαυτήν , ὥσπερ τὰ σῦκα συκάζουσι , τὸ ὀργῶν ἀεί . Ἐνταῦθα δὴ ἐγὼ εἶπον : Πῶς οὖν
φυτεία : ταχεῖα γὰρ ἡ ῥίζωσις καὶ ἡ βλάστησις ὅταν ὀργῶν εἰς ὀργῶσαν τεθῇ καὶ τὰ τοῦ ἀέρος ᾖ μαλακὰ
5879490 πορφυρα
σοι φωνήν ποθεν λαβὸν ἐγώ εἰμι τοιοῦτον οἷον ἐν ἱματίῳ πορφύρα : μή μ ' ἀξίου ὅμοιον εἶναι τοῖς ἄλλοις
ἰαμβεῖα : τὰ δ ' ἀργυρώματ ' ἐστὶν ἥ τε πορφύρα εἰς τοὺς τραγῳδοὺς χρήσιμ ' , οὐκ εἰς τὸν
5878986 ἀκροδρυα
ζῶμεν , λάχανα μὲν κηπεύοντες , ἰχθῦς δὲ σιτούμενοι καὶ ἀκρόδρυα . πολλὴ δέ , ὡς ὁρᾶτε , ἡ ὕλη
δὲ πᾶν ποτάμιον ὕδωρ φασὶν ὡς δρῦν πᾶν δένδρον καὶ ἀκρόδρυα πάντας τοὺς καρπούς : οὐ γάρ ἐσθ ' Ἕκτωρ
5872864 ἰτεα
Ι κατ ' ἀρχὴν πρὸ τοῦ Τ συστέλλεται : ἴτυς ἰτέα , [ ἴτριον ] . Ἴτωνά τε καὶ ἴτεαι
ἐκπεσὸν ὑπὸ χειμῶνος ἀνέστη πάλιν αὐτόματον ὥσπερ ἐν Φιλίπποις μὲν ἰτέα , ἐν δὲ Ἀντάνδρῳ πλάτανος καὶ τῆς μὲν οὐδὲν
5867483 αὐλια
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε ,
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα
5862361 πινακισκους
πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν :
Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ πινακίσκους ἀργυροῦς . κυάθους ὅσους ἐκλεπτέτην ἑκάστοτε σκευάρια δὴ κλέψας
5832587 ὀπωραις
ὀπωρῶν πάντων ἀπέχε - σθαι , χρᾶσθαι δὲ ταῖς χλωραῖς ὀπώραις σύκων , σταφυλῶν , ἀπιδίων , δαμασκηνῶν λευκῶν ,
ὥσπερ ἐμφυσῶν ταῖς ἀμπέλοις καὶ ταῖς σταφυλαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις ὀπώραις . Παρὰ τὰς ἀμπέλους ἐν πάνυ σκιερῷ τόπῳ ὀρύξας
5819455 βλαστανει
Ἵππος ποτάμιος γραφόμενος ὥραν δηλοῖ . Ἔλαφος κατ ' ἐνιαυτὸν βλαστάνει τὰ κέρατα , ζωγραφουμένη δέ , πολυχρόνια σημαίνει .
ἄνωθεν καὶ ἐπικοπῇ τὸ ἄκρον , φθείρεται πάντα καὶ οὐ βλαστάνει , καθάπερ οὐδ ' ἐπικαυθέντα ἢ πάντα ἢ ἔνια
5812555 μηλεα
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει
5809430 πωλυψ
εὔπεπτος καὶ τρόφιμος καὶ μᾶλλον ἡ μικρά , ὁ δὲ πῶλυψ συνεργεῖ μὲν ἀφροδισίοις , σκληρὸς δέ ἐστι καὶ δύσπεπτος
τὰς ὀχείας καὶ τὰς γενέσεις ἐξ ἰλύος ἔχει . ὁ πῶλυψ δύο κοτυληδόνας ἔχει , ἡ δὲ ἑλεδώνη μονοκότυλός ἐστι
5806264 θαλπει
φιλεῖ καὶ γνωρίζει τὸ τέκνον , καὶ ὑπὸ τοῖς μηροῖς θάλπει , καὶ λεαίνει τῇ γλώττῃ , καὶ ἐκτυποῖ ἐς
δὲ ἐπέκεινα πρὸς αὐτὸν τὸν βόρειον πόλον ἔτι λύει καὶ θάλπει καὶ ἀνορθοῖ πρὸς ἀναθυμίασιν , εἰκότως τὴν μὲν λιγνὺν
5799761 ἐγκαρποις
μυρίκη , μυρρίνη : εἰ μὴ δάφνην καὶ μυρρίνην τοῖς ἐγκάρποις προσθετέον , ὧν ὁ καρπὸς τῆς μὲν δαφνίδες τῆς
πάντα δὲ τρέφει , ἀλλὰ ἀποκρίνει τὰ ἄγοντα , τοῖς ἐγκάρποις δ ' ἐπῳάζει : καὶ ἐκ μὲν τούτων τοὺς
5797102 ἀγελαια
αὐχένα καὶ ἱλαρὸν βλέπων ἐς τὴν βοῦν , ἡ δὲ ἀγελαία τε καὶ ἄνετος καὶ λευκὴ πᾶσα ἐπὶ μελαίνῃ τῇ
αὐχένα καὶ ἱλαρὸν βλέπων ἐς τὴν βοῦν , ἡ δὲ ἀγελαία τε καὶ ἄνετος καὶ λευκὴ πᾶσα ἐπὶ μελαίνῃ τῇ
5780747 λειρια
τῆς σμίλακος ἄνθος . καὶ Ὅμηρος μὲν ἅπαντα τὰ ἄνθη λείρια κέκληκε , Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον .
κόμη , φύλλα ἢ φύλλα * λείρια : ἄνθη ταῦτα λείρια δ ' ὡς ἴα : ὡς τὰ ἴα αὐτὴν
5775596 ἀναδεισθαι
καὶ τὸ ἀρχαιότερον , ὡς καὶ Θουκυδίδης φησί , κρωβύλον ἀναδεῖσθαι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν . [ , ]
: ὁ δὲ δῆμος ἐβόα βασιλέα τε αὐτὸν εἶναι καὶ ἀναδεῖσθαι μηδὲν ἔτι μέλλοντα , ἐπεὶ καὶ ἡ Τύχη αὐτὸν
5772712 ὀρεια
ἐπὶ τῶν ἄλλων θηρίων . καὶ ἔστι θηρία τὰ μὲν ὄρεια ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οἱ λέοντες , τὰ δ
καλῶϲ ἐϲκευαϲμένοι , πτηνῶν δὲ τὰ ἀπίμελα καὶ ἄβρομα καὶ ὄρεια , ὠὰ ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ
5771737 νεοττους
αὐτός φησι , καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ κακοσίτους εἶναι τοὺς νεοττοὺς πρώτην τροφὴν διδόναι τοῖς βρέφεσι τοὺς γειναμένους ἁλμυρίδα γῆν
: οὕτω τοι στεγανόν ἐστιν . ἐνταῦθά τοι καὶ τοὺς νεοττοὺς τρέφει κατὰ τῶν κυμάτων ἡ ἁλκυὼν φερομένη , ὥς
5762828 σκορπιους
ἀγαπῶντα καὶ ἀγαπώμενον . οὐδὲ γὰρ τοὺς ἔχεις οὐδὲ τοὺς σκορπίους ἡ φύσις ἔξω πεποίηκε παντελῶς τοῦ ἐρᾶν καὶ τοῦ
. ὁ δὲ Ἀριστοτέλης καὶ ἐκ τῶν σισυμβρίων φησὶν σαπέντων σκορπίους γίνεσθαι . Οὐχ ἧττον δὲ τούτων θαυμάσια τὰ φθαρτὰ
5757852 δενδρη
μοι ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος
δέ σοι πέτραι τ ' [ ἐρυμναὶ ] μουσικῆι κηλούμεναι δένδρη τε μητρὸς ἐκλιπόνθ ' ἑδώλια , ὥστ ' εὐμάρειαν
5756793 καταρρυτος
νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος , λιβάζουσα , κατάρρυτος , πηγάζουσα . αὖραι , πνοαί , πνεύματα ζεφύρια
γὰρ παντοῖον πλοῦτον τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀεννάοις ποταμοῖς ἔνθα κἀκεῖσε κατάρρυτος ἡ γῆ αὔξειἀεννάοις δὲ τοῖς ἀεὶ ῥέουσιν . ἀληθῶς
5756276 καδμειαι
καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , τραγάκανθα , γῆ πᾶσα , καδμεῖαι πλυθεῖσαι , πομφόλυξ συνεχῶς πλυθεῖσα , τίτανος σβεσθεῖσα καὶ
πολυπόδιον , ἄμυλον , ἅλες , νίτρα , γύψος , καδμεῖαι πᾶσαι καὶ πάντα τὰ μεταλλικὰ καὶ λιθώδη καὶ γεώδη
5754321 ἀετιτης
, ἀετοὶ δὲ τὸν λίθον , ὅσπερ οὖν ἐξ αὐτῶν ἀετίτης κέκληται . λέγεται δὲ οὗτος ὁ λίθος καὶ γυναιξὶ
πηγνύμενον προστεθεὶς ὁ ἐν τῇ Σαμίᾳ γῇ εὑρισκόμενος λίθος , ἀετίτης λίθος περιαπτόμενος , μαλάχης ἀγρίας ῥίζα ὁμοίως . τηρεῖ
5736080 κυουσι
κεχήνασι , καὶ τὸ πνεῦμα ἐσρέον πληροῖ αὐτάς , καὶ κύουσι τριῶν ἐτῶν . λέγουσι δὲ νεοττιὰν μὴ ὑποπλέκειν γῦπα
δὲ πᾶσαν ὥραν ὀρθός , τῆς θηλείας ὑποτιθείσης ἑαυτήν . κύουσι δὲ καὶ τίκτουσι καθὼς καὶ οἱ κύνες . ζῇ
5735271 ἐσκευασμενος
τῷ Ὀλύμπῳ , μέγα καὶ ἄλκιμον θηρίον , κατειργάσατο οὐδενὶ ἐσκευασμένος ὅπλῳ . προήχθη δὲ ἐς τὸ τόλμημα φιλοτιμίᾳ πρὸς
σελήνη ἀνέτελλενἔδει γὰρ κἀκείνην θεάσασθαι τὸ κάλλιστον τοῦτο ἔργονπρόεισιν ἐκεῖνος ἐσκευασμένος ἐς τὸν ἀεὶ τρόπον καὶ ξὺν αὐτῷ τὰ τέλη
5721541 τρεφουσα
ἄριστοι προτετιμημένοι , καὶ τράπεζα , ὥσπερ ἡ ἐμή , τρέφουσα μὲν πρῶτον τοὺς οἰκέτας , ἔπειτα δὲ καὶ ὡς
διαφοράν . τὰ μὲν γὰρ ἐξ αὐτῆς φιλοστόργως καὶ ἐπιμελῶς τρέφουσα διαγίνεται , τὰ δ ' ἐξ ἀλλοτρίων ὠδίνων μισεῖ
5717383 τικτουσιν
λεπτυνόντων , ὥστε μὴ πολλὴν ἀθροίζεσθαι ὕλην παχεῖαν , ἣν τίκτουσιν εἰκότως καὶ ἀθροίζουσιν ἀδδηφαγίαι τε ἄτακτοι καὶ μετὰ τροφὴν
ὁ ὀπωρινὸς καιρός . Καὶ οἱ μὲν ἅπαξ τοῦ ἔτους τίκτουσιν , ὁ δὲ λάβραξ δὶς τίκτει , οἱ δὲ
5715123 μελιλωτος
ῥόδον , τὰ δὲ ξηρανθέντα καθάπερ ὁ κρόκος καὶ ὁ μελίλωτος : χλωρὰ γὰρ ὑγρότερα . Τὰς μὲν οὖν φύσεις
ἐέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ ' ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης : πόλλα δὲ ζαφοίταις ' ἀγάνας ἐπιμνάσθεις '
5714098 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
5712880 πτελεα
ἐτέλεσεν τὴν διακονίαν ὀρθῶς . παρὰ τοῖς οὖν ἀνθρώποις ἡ πτελέα δοκεῖ καρπὸν μὴ φέρειν , καὶ οὐκ οἴδασιν οὐδὲ
μετρίας μετέχει στύψεώς τε καὶ ῥύψεως , ὥσπερ καὶ ἡ πτελέα , καθαίρει καὶ ἀναπληροῖ τὰ καθαρὰ τῶν ἑλκῶν :
5712619 βοσκουσα
ἡ Μιλησία Πασιφίλα ἐπεκαλεῖτο . Ἀρχίλοχος : συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κορώνας , εὐήθης ξείνων δέκτρια Πασιφίλη . Φιλήμονος δὲ
. Σχοινῆος : τῆς . Συμβόλος : ἡ τοὺς σύας βόσκουσα . Νυκτερίους : τοὺς νυκτερινούς . νυχίην : νυκτερινήν
5712588 θυννους
ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας ,
ἀπὸ μεταφορᾶς δὲ τοῦτο εἶπε τῶν ἁλιέων τῶν ἀγρευόντων τοὺς θύννους . ΓΘ θυννοσκοπῶν ] ἐπιτηρεῖς ὡς οἱ θυννοσκόποι τοὺς
5711456 ὀχευειν
οὐ παρὰ μέγεθος διαφέροντα . ἄρχεται δὲ ὁ μὲν ἄρρην ὀχεύειν γενόμενος ἐνιαυσιαῖος , ἡ δὲ θήλεια βαίνεται ὀκταμηνιαία .
. . ἀνθέμιον ] χρυσίον ἐκλεκτόν . . τό τε ὀχεύειν καὶ τὰ τοιαῦτα . . ἐρυμνὰ ] ἠσφαλισμένα .
5710325 ἐγκαρπον
πρὸς τὸν τῶν καλῶν ζῆλον , ἅμα δὲ τὴν ἱστορίαν ἔγκαρπον καὶ πᾶσι χρησίμην ἐφ ' ὅσον ἡμῖν δυνατὸν κατασκευάζομεν
καὶ λυμαίνεται καὶ σπαράττει . Καλὸν σῶμα ὁρᾷς ἀνθοῦν καὶ ἔγκαρπον : μὴ χράνῃς , μὴ μιάνῃς , μὴ προσάψῃ
5707627 ἐνυδρα
ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος ψύλλους καὶ φθεῖρας , καὶ [ ἔνυδρα ] ἕλμιγγας . Ἔχει ὁ μέγας κόσμος ποταμοὺς ,
: Μενέστωρ δέ φησι καὶ συκάμινον . ψυχρότατα δὲ τὰ ἔνυδρα καὶ ὑδατώδη . καὶ γλίσχρα δὲ τὰ ἰτέϊνα καὶ
5704601 εὐμελη
βαρεῖαν , λευκήν , ἐκκεκαθαρμένην , ἡδεῖαν , ἐπαγωγόν , εὐμελῆ , εὐπειθῆ , εὐάγωγον , εὐκαμπῆ , εὐέλικτον ,
ἓν δὲ καὶ ἐνενήκοντα ἔτη γεγονότα , εὐπαγῆ τε καὶ εὐμελῆ , καὶ βαθὺν μὲν τὰς πλευράς , γενναῖον δὲ
5700779 ληϊα
γῆν χρυσῆν , καὶ τὰ δένδρα χρυσᾶ , καὶ τὰ λήϊα , καὶ τοὺς λειμῶνας , καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς
ὡς ἀπαλοῖ δι ' αὐχένος . Λειμών . ἐστὶν ὅπου λήϊα καταβόσκεται . Λιρός . ὁ ἀναιδής . παρὰ τὸ
5687295 τρεφουσι
: . Πραΰσιοι τοὺς ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ
εὐεργεσίας ἀμειβομένων : παρόσον οἱ τῶν πελαργῶν νεοττοὶ τοὺς πατέρας τρέφουσι γεγηρακότας . Πεζῇ βαδίζων μὴ φοβοῦ τὰ κύματα :
5670622 διοσβαλανος
τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ ' ὀψίβλαστος : ὀψιβλαστότατον δὲ σχεδὸν
οὐκ ] ἀνακάνθῳ καὶ λείῳ , καὶ οὐχ ὡς ἡ διοσβάλανος ἀκανθώδει , προσεμφερὴς δὲ καὶ κατὰ γλυκύτητα καὶ κατὰ
5668215 καρποις
: τὰ μὲν γὰρ ἐπικουρεῖ τοῖς ὅπλοις , τὰ δὲ καρποῖς καὶ τέχναις καὶ ἠθοποιίαις . φανεραὶ δὲ καὶ αἱ
ποταμῶν παντοδαπῶν διαρρεῖ , καὶ ποιεῖ κατάφυτον πολλοῖς κηπεύμασι καὶ καρποῖς παντοδαποῖς τὴν χώραν . Τοῦ δὲ κατὰ τοὺς ποταμοὺς
5667131 ἀνηροτα
πίνοντά περ ἔμπης , ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται , καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον
τῶν ποιητῶν μαρτυρεῖν λέγοντα ἀλλὰ τά γ ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται / πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ ' ἄμπελοι
5666671 τρυγων
, ἰχθύων οἱ πετραῖοι πάντες , κωβιός , νάρκη , τρυγών . παντὸς γένους τῶν πτηνῶν ὀρνίθων ἡ σὰρξ παραβαλλομένη
ἕνεκεν ληφθέν . ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον .
5657333 κασσιτερος
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ
5628207 ἀχρας
μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία παλίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος , ἣν
τὰ μὲν συναναβλαστάνει τοῖς ἡμέροις , οἷον ἀνδράχλη ἀφάρκη : ἀχρὰς δὲ μικρῷ ὕστερον τῆς ἀπίου . τὰ δὲ καὶ
5620310 ῥιζῃσι
τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ ἐργάζεσθαι . γαίης τ ' ἐν ῥίζῃσι : ἢ ὅτι ἐρρίζωσεν αὐτὴν ἐν τῇ γῇ ἢ
δὲ πάντα τὰ ἄκρα τῶν δένδρων . Ὅμηρος : αὐτῇσι ῥίζῃσι καὶ αὐτοῖς ἄνθεσι μήλων . Ῥοῖκός τις Κνίδιος τὸ
5619139 στυπτηρια
πάνακος σπέρμα , σκόροδον , ἕρπυλλον , κύτισος , Αἰγυπτία στυπτηρία , Μηλεία , δρακόντιον , λεπὶς σιδήρου , ἡλιοτρόπιον
ἄλλῳ σώματι . ἄριστον δ ' ἐπὶ τούτοις φάρμακόν ἐστι στυπτηρία σχιστὴ καὶ χαλκοῦ ἄνθος ὀπτὸν καὶ ταυροκόλλα ἴσα μετὰ
5617977 πρωϊκαρπα
, διόπερ ἴσως τὰς καθ ' ὅλου λεκτέον αἰτίας . πρωΐκαρπα μὲν ὅσα μήτε κάθυγρα μήτε ψυχρὰ τοῖς ὀποῖς ,
καὶ τὸ ὅλον ὥσπερ πρότερον εἴρηται , τὰ πρωϊβλαστῆ καὶ πρωΐκαρπα δι ' ἀσθένειαν , ἔνια δὲ καὶ συμπαρακολουθεῖ βλαστάνοντα
5604324 πολυφορος
προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα
. ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ
5603852 σεμιδαλιν
μὲν τὴν ξυλείαν , οἱ δὲ ἔλαιον , οἱ δὲ σεμίδαλιν , οἱ δὲ τὰ τῶν ἀρωμάτων , ἕτεροι τὰ
' οἷα σὺ εἴωθας , εἰς ταὐτὸν καρυκεύειν μέλι , σεμίδαλιν , ὠιά . πάντα γὰρ τἀναντία νῦν ἐστιν :
5602744 χλωρα
θῖνα καλεῖ τοὺς βρυώδεις τόπους , τοὺς ἔχοντας δηλονότι βρύα χλωρά . πρασόεσσαν : τὴν βοτανώδη , χλοερὰν , τὸν
τέταρτον βοτάνας ἔχον ἡμιξήρους , τὰ μὲν ἐπάνω τῶν βοτανῶν χλωρά , τὰ δὲ πρὸς ταῖς ῥίζαις ξηρά : τινὲς
5601516 ἑρπετα
τρίπον , ἀλλάσσει δὲ μόνον φύσιν ὅσς ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίνηται ἀνά τ ' αἰθέρα καὶ κατὰ πόντον .
τῷ πέδῳ κινεῖσθαι , ἐβάλοντο ἰλυοὺς ἤτοι φωλεούς . λείπειΚαρίωνος ἑρπετὰ τοὺς φωλεοὺς ἐποίησαν . τὰ θηρία , οἱονεὶ κινώπεδα
5600763 καραβος
τρέφουσι πρὸς ἀλλήλους ἡ μύραινα , ὁ πολύπους καὶ ὁ κάραβος , καὶ πῶς ἐν ἀμοιβαίοις φόνοις μετὰ πανουργίας καὶ
: χρύσοφρυς , ὃς κάλλιστος ἐν ἄλλοις ἵσταται ἰχθύς , κάραβος , ἀστακὸς αὖτε λιλαίετο θωρήσεσθαι ἐν μακάρων δείπνοις .
5592660 μυρσινη
, οἷον κέρασος , ζίζυφον , λεπτοκάρυον , χαμαιδάφνη , μυρσίνη , μέσπιλον . . δεῖ δὲ καὶ τὰς παρασπάδας
ἐὰν εἰς μυρσίνην ἐγκεντρισθῇ ἡ ῥοιά , ἢ εἰς ῥοιὰν μυρσίνη , πολὺ μείζονα οἴσει τὸν καρπόν . καλῶς οὖν
5590599 ἑλεια
μείζω περὶ τὴν ἐρυθράν . ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια , καθάπερ ἰτέα καὶ πλάτανος , τὰ δὲ οὐκ
ὁμοίως ταῖς τύλαις , καὶ σάττεται εἰς αὐτὰς μάλιστα μὲν ἕλεια ἢ τὸ καλούμενον θαλασσόπρασον ἢ ἄχυρα ὄξει βεβρεγμένα :
5589996 θριδαξ
βρύον θαλάσσιον , γλαύκιον , δορύκνιον , ἐπιμήδιον μετρίως , θρίδαξ , ἰξός , ἴου τὰ φύλλα , κολοκύντη ,
τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν ἔχουσι χυμόν , θρίδαξ , ἴντυβοι μετριώτερον , ἀνδράχνη , μήκωνος σπέρμα .
5587715 καρποφορα
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς ,
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς
5579837 πραικοκκια
καὶ ὕδωρ πᾶν βραδύπορόν ἐστιν . Περσικά , ἀρμένια καὶ πραικόκκια : καὶ πᾶσι δὲ τοῖς ὡραίοις ἐδέσμασιν , ὅσα
ὑπάρχει , λέλεκται πρόσθεν . ἔστι δ ' ἀμείνω τὰ πραικόκκια τῶν ἀρμενιακῶν . Ὅσα μὲν στύφει τῶν μήλων ,
5579358 ἀπλυτος
λίτρα , ἀφρόλιτρα , ἀλκυόνια πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον
κεκαυμένος χαλκὸς καὶ μάλιστα ὁ πεπλυμένος : ὁ μὲν γὰρ ἄπλυτος ἔχει τι καθαιρετικόν , ὥσπερ καὶ ἡ τοῦ χαλκοῦ
5576627 ὑακινθος
μελίχλωρον : μελίχρουν καὶ οὐ λίαν μέλαιναν . ἁ γραπτὰ ὑάκινθος : τὴν γραπτὴν ὑάκινθόν φασιν ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ
ὡσεὶ χιὼν καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ὡς πορφύρα καὶ ὡς ὑάκινθος ⌈ καὶ ὡσεὶ νήματα χρυσοῦ ⌉ καὶ ἦσαν διαδήματα
5574674 στρουθια
. καὶ Φιλήμων δ ' ἐν Ἀγροίκῳ τὰ κυδώνια μῆλα στρουθία καλεῖ . Φύλαρχος δ ' ἐν τῇ Ϛʹ τῶν
ὅ τε σικυὸς καὶ ἡ κολοκύντη καὶ μῆλα Κυδώνια καὶ στρουθία καὶ εἴ τι τοιοῦτον , ταῦθ ' ὅταν προσενεχθῇ
5568250 ἀπιος
δ ' ὄγκους μείζους ὥσπερ ἡ ἀμυγδαλῆ καὶ μηλέα καὶ ἄπιος : ἱκανὸν γὰρ καὶ ὁτιοῦν διυγρᾶναι καὶ ἀσθενὲς ποιῆσαι
ἄμπελος : ἐκ δὲ τῶν ἔνων ἐλάα ῥόα μηλέα ἀμυγδαλῆ ἄπιος μύρρινος καὶ σχεδὸν τὰ τοιαῦτα πάντα : ἐκ δὲ
5565340 ῥοδα
λεκάνην . τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος . καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος . ῥόδα μ ' εἴρηκας . καὶ βωμολόχος . κρίνεσι στεφανοῖς
γε λευκὰ πικρὰ καὶ κακώδη παλαιούμενα καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ῥόδα διατηρεῖ τὴν εὐοσμίαν ἀποξηραινόμενα μέχρι οὗ ἂν ἐκλίπῃ :
5562642 θυμιαματα
τὸ δεύτερον ἀνακομίσαντες τὴν κλίνην τιθέασιν , ἀρώματά τε καὶ θυμιάματα πάντα ὅσα γῆ φέρει , εἴ τέ τινες καρποὶ
θεῷ : Ἰαὴλ αἰώνιε βασιλεῦ , κέλευσον δοθῆναι τῷ Ἀδὰμ θυμιάματα εὐωδίας ἐκ τοῦ παραδείσου . καὶ ἐκέλευσεν ὁ θεὸς
5555343 καρπους
καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὅταν ἅπαντας τοὺς ἐκ γῆς συγκομίσωσι καρπούς , καὶ τὸν τῶν Σαλίων καλουμένων διπλασιάσειν ἀριθμόν .
' ἄχρηστα , ἀλλὰ νομὰς παρέχει δαψιλεῖς ἢ ὕλην ἢ καρπούς τινας ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες
5553415 ἀργυρος
, ὁ δὲ ξύλον ἤδη καὶ σεσηπός , ὁ δὲ ἄργυρος χρῄζων ἀνθρώπου τοῦ φυλάξαντος ἵνα μὴ κλαπῇ , ὁ
καλὸς ποταμός , κομᾷ , ὡς γὰρ χρυσὸς ἀνάθημα καὶ ἄργυρος , οὕτως καὶ τρίχες . κομῶσιν οἱ μὲν βάρβαροι
5547423 χρυσιζων
τρεῖς . Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός , διαυγής , διαφανής , χρυσίζων . Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις
ἐδώδιμος , θαλάσσιος , γνωστός . Χρυσίτης λίθος ποικίλος ὡς χρυσίζων . Τῆς οὖν χρυσανθέμου τὸ ἄνθος ἐστὶ χρυσίζον ὡσεὶ
5547100 μανη
ἑώρακε γράφοντα πρὸς τῷ τοίχῳ . ἔλεγον δὲ τὰ γράμματα μανῆ θεκὲλ φάρες τε : ἃ μηδενὸς ἰσχύσαντος ἑτέρου σαφηνίσαι
ἑώρακε γράφοντα πρὸς τῷ τοίχῳ . ἔλεγον δὲ τὰ γράμματα μανῆ θεκὲλ φάρες τε : ἃ μηδενὸς ἰσχύσαντος ἑτέρου σαφηνίσαι
5545642 πλατανος
οἱ φλοιοὶ πλὴν τῶν γλυκέων , περσικῆς ὁ καρπός , πλάτανος , κιτρίου ἡ σάρξ , τὸ ἀπὸ τοῦ σίτου
σημεῖόν τι καὶ παρακολούθημα . ἢ ὅτι διὰ τί ἡ πλάτανος φυλλορροεῖ ; ὅτι λευκή ἐστιν . οὐ γὰρ τὸ
5541970 ἐνωτια
γίνονται γυναιξὶ μόναις συμφέρουσιν . ὅρμοι δὲ καὶ ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ
. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα . τὸ δὲ μορόεντα ἀντὶ τοῦ μετὰ
5541859 παντοδαπα
ἔτι τὰ τῶν λεγομένων περιδίνων τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν γιγνομένων παντοδαπὰ κλωπῶν ἔργα τε καὶ παθήματα . πρὸς ἅ τις
παντοδαποὺς ἐκφέρουσαν καρπούς : διὸ καὶ τῆς ὡρίμου ξηραινομένης ὀπώρας παντοδαπὰ πλάσματα χρήσιμα πρὸς ἀπόλαυσιν οἱ τὸν Τίγριν πλέοντες ἔμποροι
5530884 κεγχρος
καὶ τελειοῦται τάχιστα καὶ θησαυρίζεται κράτιστα , καθάπερ ἔλυμος καὶ κέγχρος : ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται
ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα , κύαμοι , μᾶζα ἐξ ἀλφίτων
5528335 προσηνεις
εὐλέαντοι , πολύχυλοι , πρὸς κοιλίας μάλαξιν ἐπιτήδειοι , στομάχῳ προσηνεῖς , εὔστομοι , ἁπαλαί , κινητικαὶ οὔρων : τὸν
οἳ δὲ τὸν πραύνοντα τὸ μένος , ἐπεὶ οἱ πιόντες προσηνεῖς . ἐπαινεῖ Ἄμφις καὶ τὸν ἐξ Ἀκάνθου πόλεως οἶνον

Back