κεχήνασι , καὶ τὸ πνεῦμα ἐσρέον πληροῖ αὐτάς , καὶ κύουσι τριῶν ἐτῶν . λέγουσι δὲ νεοττιὰν μὴ ὑποπλέκειν γῦπα
δὲ πᾶσαν ὥραν ὀρθός , τῆς θηλείας ὑποτιθείσης ἑαυτήν . κύουσι δὲ καὶ τίκτουσι καθὼς καὶ οἱ κύνες . ζῇ
7220978 Ἀνταρης
καλούμενος Αἲξ ἑσπέριος δύνει . ὡρῶν ιε : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἑῷος δύνει . Καίσαρι ἐπισημασία , ὑετία . καʹ
. καʹ . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἑῷος δύνει . Καίσαρι ἐπισημαίνει . κβʹ . Αἰγυπτίοις
7187738 βησσει
ἀλλὰ πτύει πῦον , καὶ τὰ στήθεα πονέει , καὶ βήσσει . Ὅταν οὕτως ἔχῃ , πιπίσκειν νῆστιν τὸ σὺν
ἐλάχιστον , τὸ πλεῖστον δὲ εἴκοσι καὶ μίαν , καὶ βήσσει τοῦτον τὸν χρόνον σφόδρα , καὶ καθαίρεται ἅμα τῇ
7102702 μεσωρι
: Ἄρχεται ἡ ταριχεία ἀπὸ μηνὸς μεχεὶρ εἰκάδος πέμπτης ἕως μεσωρὶ εἰκάδος πέμπτης : καὶ συναπτόμενος πάλιν : ὅσα ἂν
βάλλεται . Οὐκ εἶπε δὲ ὅτι μετὰ τὸ τέλος τοῦ μεσωρὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλεται , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς
7045188 ἐντιθεμενος
ἀνωτέρω τῶν φαρμάκων ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος .
περιξεομένη καὶ ἐντιθεμένη συρίγγων τύλους ἀφαιρεῖ . καὶ ἐλλέβορος μέλας ἐντιθέμενος ἐν δύο καὶ τρισὶν ἡμέραις ἀφίστησι τὸν τύλον .
7028636 πεντ
ἐκ παίδων συγγυμνασίαν . ὁ μὲν γὰρ Ἐμπεδοκλῆς κρηνάων ἀπὸ πέντ ' ἀνιμῶντά φησιν ἀτειρέι χαλκῷ δεῖν ἀπορρύπτεσθαι : ὁ
Ἄρατος , ὅταν λέγηι : οἱ δ ' ἐπιμὶξ ἄλλοι πέντ ' ἀστέρες , οὐδὲν ὁμοῖοι , ἔμπαλιν εἰδώλων δυοκαίδεκα
7018563 δαϲεια
δὲ ξηρὰ ϲκληροτέρα τέ ἐϲτι καὶ ἰϲχνοτέρα τῆϲ εὐκράτου καὶ δαϲεῖα . ἡ μὲν οὖν ϲκληρότηϲ ἀχώριϲτόϲ ἐϲτι τελέωϲ τῆϲ
ϲῶμα ὑπὸ τῶν ὑγροτέρων . ἡ δὲ θερμὴ καὶ ξηρὰ δαϲεῖα μὲν ἐϲχάτωϲ ἐϲτί , τὰϲ δὲ τῆϲ κεφαλῆϲ τρίχαϲ
6962829 πουλυποδας
, μὴ ψαύῃ δὲ τῆς κεφαλῆς ἡ πνὶξ , ἐσθιέτω πουλύποδας ἑφθοὺς , καὶ οἶνον πινέτω μέλανα εὐώδεα ἄκρητον ὡς
ἰχθὺν παρεισεκύκλησεν οὐδ ' ὁρώμενον , λάχανον , τάριχος , πουλύποδας , χόνδρον , μέλι . ὡς πολὺ δὲ διὰ
6952056 ψυκτηρα
Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἶτ ' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ
καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἰσοίσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας
6937222 μετοπωρινη
πρώταις ἡμῖν τετηρημένων ἰσημεριῶν μία τῶν ἀκριβέστατα ληφθεισῶν γέγονεν ἰσημερία μετοπωρινὴ τῷ ιζʹ ἔτει Ἀδριανοῦ κατ ' Αἰγυπτίους Ἀθὺρ ζʹ
Ϙʹ , Καλλίππῳ Ϙβʹ . . . . κη : μετοπωρινὴ ἰσημερία . Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἐπισημαίνει . . .
6933257 τριακοστη
κʹ ἐστὶν ἡμερῶν , συστρέφων πρὸς νοῦν , ὅτι ἡ τριακοστὴ αὐτῆς ἐγγίζει ἤδη καὶ μέλλω τοὺς τόκους ἀποδιδόναι .
ἑνδεκάτη , ἑπτακαιδεκάτη , εἰκοστὴ πρώτη , εἰκοστὴ ἑβδόμη , τριακοστὴ πρώτη . Εἰδέναι δὲ χρὴ , ὅτι , ἢν
6895682 δρυοχους
διὰ τῆς δωρησαμένης θεοῦ τὸ τῆς χλανίδος κάλλος ἐσήμηνεν . δρυόχους : ἐν οἷς καταπήσσεται ἡ τρόπις ξύλοις , ταῦτα
οἱ περίπατοι . Δρόμοις , τοῖς γυμνασίοις . Δρύοχοι . δρυόχους ἐν Τιμαίῳ καλεῖ τὰ στηρίγματα τῆς πηγνυμένης νηός .
6895521 ὀχευειν
οὐ παρὰ μέγεθος διαφέροντα . ἄρχεται δὲ ὁ μὲν ἄρρην ὀχεύειν γενόμενος ἐνιαυσιαῖος , ἡ δὲ θήλεια βαίνεται ὀκταμηνιαία .
. . ἀνθέμιον ] χρυσίον ἐκλεκτόν . . τό τε ὀχεύειν καὶ τὰ τοιαῦτα . . ἐρυμνὰ ] ἠσφαλισμένα .
6894626 ὀις
καὶ μὴ ἦν τοῦτο ποιεῖν , οὐκ ἂν ἐδύναντο αἱ ὄις τὰς κέρκους φέρειν . τοῦτο δὲ ποιοῦσι δι '
ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον , ἀλλ ' ἀπολείπῃ , ὥσπερ ὄις ποίμνας , ἇς τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε . ποῖός
6889498 ἀριθμουνται
εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν παισὶν ἀριθμοῦνται , καὶ γεγηράκασιν οὐδὲν ἀνδρῶν μεταίχμιον ἔχοντες . οὕτως
ἢ συνεχείᾳ ἢ εἴδει ἢ λόγῳ : καὶ γὰρ ταῦτα ἀριθμοῦνται ὡς πλείονα , ἢ τὰ μὴ συνεχῆ , ἢ
6876417 δυσομεναων
Πληιάδων Ἀτλαιγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμητοῖ ' , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . καὶ Ἄρατος : αἳ μὲν ὁμῶς ὀλίγαι καὶ
. Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα
6865348 ἐκλαιον
. οὐδεὶς ἀπέστη καίτοι σχεδὸν πᾶσι τῶν οἰκείων ἀπολωλότων . ἔκλαιον οὖν ἐγκαλυψάμενοι , οὐκ ἀνέστησαν δ ' , ἵνα
, ὁ θεὸς Ζάρ . Ἀκούων ταῦτα , ἐλυπούμην καὶ ἔκλαιον δισσὸν κλαυθμόν , οὐ μόνον ὅτι ἐκρέμαντο , ἀλλ
6863773 ἀποτικτει
εἰρήσεται νῦν , καὶ μάλα ἐν καλῷ . χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει , καὶ φωλεύει τεκοῦσα , καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς
κατὰ μικρὰ ἀποθνήσκοντες . Ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη ᾠὰ μὲν ἀποτίκτει πολλά , οὐ πάντα δὲ ἐκγλύφει , ἀλλὰ ἀποκρίνει
6859677 ἐπιχρυσοι
παρεπεπήγεσαν δᾷδες χρυσαῖ δεκαπήχεις τέσσαρες . ἐπόμπευσαν δὲ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι βʹ , ὧν ἣ μὲν δωδεκάπηχυς τῇ περιμέτρῳ ,
μεγέθεσι , καὶ ἀετοὶ πηχῶν εἴκοσι . Στέφανοί τ ' ἐπίχρυσοι ἐπόμπευσαν τρισχίλιοι διακόσιοι , ἕτερός τε μυστικὸς χρυσοῦς ,
6841712 κριτοι
ἀγῶνος προεστῶτες νεανίαι , οἱονεὶ βραβευταί : “ αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν . ” αἰγίοχος αἰγιοῦχος : αἰγὶς
φοινικάσπιδες ] ἡμίθεοι πρώτιστον [ - ] [ ] Ἀργείων κριτοὶ ἄθλησαν ἐπ ' Ἀρχεμόρῳ , τὸν ξανθοδερκὴς πέφν '
6840559 Ὀχιμος
τῶν δὲ παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης ,
τῶν δὲ παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης ,
6840165 Φωσφορος
ζῴδιον ὡς ἔγγιστα ἑνὶ μηνί . Κατώτερος δὲ τούτου κεῖται Φωσφόρος , ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἀστήρ : οὗτος δὲ ὡς
ὁ μὲν στίλβων τὰς πλείστας μοίρας εἴκοσιν , ὁ δὲ Φωσφόρος τὰς πλείστας πεντήκοντα . Τρεῖς δ ' οἱ ἄλλοι
6837607 ποσιας
κλύσαι τῷ ὕδατι . Ἢ ἐλατήριον , ἢ κέστρον δύο πόσιας , ἑψεῖν ἐν ὕδατι ὅσον δύο κοτύλῃσι , καὶ
οἴνῳ καὶ ὕδατι κλύσαι . Ἕτερον : ἐλατήριον ὅσον δύο πόσιας ὕδατι διεὶς , κλύσαι . Ἕτερον : κολοκυνθίδας ἀγρίας
6836517 ἀρχεσθ
καὶ ἔργον ἐπ ' ἔργῳ ἐργάζεσθαι . Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . αἳ δή
. Ὅθεν καὶ ὁ Ἡσίοδός φησι : Πληϊάδων Ἀτλαγενάων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀροτοῖο δὲ δυσομενάων , οὐ διὰ
6834188 πρωϊα
ὅροι δ ' ἐν τοῖς μεταξὺ διαστήμασιν ἐπάγησαν ἑσπέρα καὶ πρωΐα , κατὰ τἀναγκαῖον τοῦ χρόνου μέτρον ἀπετελεῖτο εὐθύς ,
ἡ πρωΐα , πρωϊνὴ ὥρα καὶ ἡμέρα , κυρίως ἡ πρωΐα καὶ τὸ τῆς πρωΐας κατάδημα . Ἀγρόμεναι κεῖνον πόρον
6824218 ταλαρῳ
. κεράσου δὲ ταῦτα δῶρα ὀπώρα τις αὕτη βοτρυδὸν ἐν ταλάρῳ , ὁ τάλαρος δὲ οὐκ ἀλλοτρίων πέπλεκται λύγων ,
βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ καὶ τὸ φακῆν ἕψειν ὃς μὴ φρονίμως μεμάθηκεν εἰς
6823445 διχομηνις
καλεῖται ἀμφίκυρτος . πληρωθεῖσα δὲ γίνεται πληροσέληνος καὶ πανσέληνος καὶ διχόμηνις , καὶ πάλιν αὖ ἀπὸ τῆς πανσελήνου ἄρχεται μειοῦσθαι
εἰσενόησεν κάλλεϊ καὶ γλυκερῇσιν ἐρευθόμενον χαρίτεσσιν , πρὸς γάρ οἱ διχόμηνις ἀπ ' αἰθέρος αὐγάζουσα βάλλε σεληναίη : τῆς δὲ
6819653 βρεχουσι
γὰρ δὴ ἀεί . ῥᾷστον οὖν ἡμῖν κατὰ τὸ ὑδάτιον βρέχουσι τοὺς πόδας ἰέναι , καὶ οὐκ ἀηδές , ἄλλως
τὴν ὀστρακοκονίαν δὲ τὴν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους χριομένην τῷ οὔρῳ βρέχουσι . Τινὲς τέφραν κληματίδων δρυὸς ἐμπάσσουσι τῷ σίτῳ ,
6817558 ἐξαγαγοι
ἶβις : εἰ δέ τις ἐπιθέμενος αὐτῇ κατὰ τὸ καρτερὸν ἐξαγάγοι , ἣ δὲ ἀμύνεται τὸν ἐπιβουλεύσαντα , ἐς οὐδὲν
δέ φημι ταῦτα μὲν οὐ λέγειν αὐτόν , ὅτι δὲ ἐξαγάγοι ἐμὲ καὶ τὸν ἄνδρα ἐκ τοῦ πλοίου , καὶ
6814937 διηκοσιαι
πόλις καὶ γῆ μέζων ἤ περ ἐκείνοισι ἔστ ' ἂν διηκόσιαι νέες σφι ἔωσι πεπληρωμέναι : οὐδαμοὺς γὰρ Ἑλλήνων αὐτοὺς
νεῶν ἐπ ' Ἀρτεμίσιον ἦν , πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων , διηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μία . Τὸν δὲ στρατηγὸν τὸν
6813746 παλλακη
καὶ οἱ φαῦλοι . φησὶ γοῦν ὅτι Θαμνά , ἡ παλλακὴ Ἐλιφὰς τοῦ υἱοῦ Ἠσαῦ , ἔτεκε τῷ Ἐλιφὰς τὸν
βασιλεὺς Σαρδίων μούνῃ οὐ περιήνεικε τὸν λέοντα τόν οἱ ἡ παλλακὴ ἔτεκε , Τελμησσέων δικασάντων ὡς περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ
6812349 Ἀνατελλει
πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν τέσσαρσι πεμπτημορίοις μιᾶς ὥρας .
καὶ τοῦ Δελφῖνος ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ οὐρᾷ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ δυσὶ πεμπτημορίοις
6795527 βαινεται
δὲ οἱ ῥυθμοί , διαιρεῖται δὲ τὰ μέτρα , οὐχὶ βαίνεται . σύ τ ' , ὦ κράτος ἐν πολέμοις
ὀκτώ , καὶ τὸ ἔπος δεκαεπτά , ἰσάριθμον τούτοις : βαίνεται δ ' ἐν μὲν τῶι δεξιῶι ἐννέα συλλαβαῖς ,
6778272 Χειμων
ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς ,
τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα
6771561 ξεσται
ξέσταις στ , τῇ δ ' ἑξῆς ἕψε ἕως λειφθῶσι ξέσται β , καὶ ἐκπιέσας διήθει : κόψας δὲ καὶ
δὲ τοῖς ἐνηλάτοις καὶ οἱ τοῖχοι τῶν κλινῶν διαλαμβανέσθωσαν . ξέσται δὲ τοὺς θεράποντας , ἀμφορεῖς δὲ τοὺς ὑπηρέτας ,
6749261 Παραιτονιον
. . . . . . νϚ γοʹ λα ιβʹ Παραιτόνιον . . . . . . . . νζ
οἱ περιοικοῦντες βάρβαροι Μαρμαρίδαι . Ἀπὸ μὲν οὖν Καταβαθμοῦ εἰς Παραιτόνιον εὐθυπλοοῦντι σταδίων ἐστὶν ἐνακοσίων ὁ δρόμος : πόλις δ
6748469 Τριοπης
] , Ἀκτὶς , Μάκαρ , Χρύσιππος , Κάνδαλος , Τριόπης . ἄλλως : Ἡλίου παῖδες καὶ Ῥόδης ἑπτὰ γίνονται
Ὄχιμος , Κέρκαφος , Ἀκτὶς , Μάκαρος , Κάνδαλος , Τριόπης , Φαέθων ὁ νεώτερος , ὃν οἱ κατὰ τὴν
6747515 ἀκρητεστερον
τρώγειν καὶ αὐτὸν τὸν χυλὸν ῥοφέειν , καὶ τὸ πόμα ἀκρητέστερον πίνειν : ὄψοισι δὲ χρῆσθαι πουλυποδίῳ ἑφθῷ , ἢ
ἑφθὸν τετριμμένον : οἶνον δὲ πινέτω αὐστηρὸν , μέλανα , ἀκρητέστερον κατ ' ὀλίγον , καὶ ἡσυχίην ἐχέτω ταύτας τὰς
6745551 χελλωνες
ἄρχονται μέν , φησί , κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος
γὰρ οἳ μὲν κέφαλοι , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν
6733863 πισυρων
: τὰ γὰρ εἰς ὕψος ἀνατρέχοντα φυτὰ λεπτὰ καυλεῖα ποιοῦσιν πισύρων ] τεσσάρων βάρος ] σταθμόν αἴνυσο ] λαβέ γαίης
καὶ Ἰουλιανὸς ὁ βασιλεύς , ἀλλ ' ἐτέων οὐκ ἐπέβη πισύρων , ἐπεχείρησε δὲ χρόνοις ὕστερον καὶ Λούκιος , ἀνὴρ
6732464 μηνες
καὶ ἐνδεχόμενα , ἔτη νομιζέσθω : ἐὰν δὲ πολλά , μῆνες : ἐὰν δὲ ὑπέρμετρα , ἡμέραι . ἀναστρέφει δὲ
θʹ : Ἡλίου ἔτη ιθʹ , τὸ τέταρτον ἔτη δʹ μῆνες θʹ . Ἀφροδίτης ἔτη ηʹ , τὸ τέταρτον ἔτη
6730110 δεουσαις
μὲν τοῖς ἐρρίνοις καὶ μετοχευτέον , ἀναξηραντέον δὲ ἄλλως ταῖς δεούσαις διαίταις . Ἀχλύες δὲ παχυτέρων ἀναθυμιάσεων ἔκγονα , ὥσπερ
τῶν παθῶν αἵματος ἀφαιρέσεσι καὶ δραστηρίοις καθαίρουσι φαρμάκοις , καὶ δεούσαις διαίταις καταστέλλεται τῷ μακρῷ χρόνῳ ἐπικουρίας ἀπολαύοντα τέχνης .
6728012 θανε
, οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' αὐτὸς ἔην , θάνε δὲ ξανθὸς Μελέαγρος : τῷ δ ' ἐπὶ πάντ
' ἡμῖν μετέειπε : κοῦροι , ἐμοὶ μνηστῆρες , ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς , μίμνετ ' ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον
6717418 Ἰαλυσος
ἀναθημάτων κράτιστον καὶ αἱ τοῦ Πρωτογένους γραφαί , ὅ τε Ἰάλυσος καὶ ὁ Σάτυρος παρεστὼς στύλῳ , ἐπὶ δὲ τῷ
τούτου τελευτὴν διεδέξαντο τὴν ἀρχὴν υἱοὶ τρεῖς , Λίνδος , Ἰάλυσος , Κάμειρος : ἐπὶ δὲ τούτων γενομένης μεγάλης πλημυρίδος
6716786 παναργυρον
δῶκ ' εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα , δῶκα δέ οἱ κρητῆρα πανάργυρον ἀνθεμόεντα , δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας χλαίνας , τόσσους
δῶκ ' εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα , δῶκε δέ μοι κρητῆρα πανάργυρον , αὐτὰρ ἔπειτα οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι δυώδεκα πᾶσιν ἀφύσσας
6712827 πρωτῃσιν
ἀΐσσουσα . Οὗτος ὅταν οὕτως ἔχῃ , ἐν μὲν τῇσι πρώτῃσιν ἡμέρῃσιν ἕνδεκα ῥοφήμασι χρεέσθω , πτισάνης χυλῷ καθέφθῳ μέλι
, ἔπειτα ἀνατρέφειν μὴ βραδέως : ἢν γὰρ ἐν τῇσι πρώτῃσιν ἡμέρῃσι μὴ φλεγμήνῃ , ἐν εἴκοσιν ἡμέρῃσιν ἡ γνάθος
6709812 ἰδυιῃσι
' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ
δὲ ἕκαστος , ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι : Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ '
6683268 τριτατον
Εὐρώπῃ ποτὲ Κύπρις ἐπὶ γλυκὺν ἧκεν ὄνειρον , νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται ἐγγύθι δ ' ἠώς , ὕπνος ὅτε
ἤματα κρυπταδίῃ τε λανθάνῃ , ἦ τ ' ἄν μιν τρίτατον μετὰ μῆνα δέχοιο . εἰ δέ γε Καρκίνον οἶκον
6670859 αἰσυμνηται
οἱ τοῦ ἀγῶνος προεστῶτες νεανίαι , οἱονεὶ βραβευταί : “ αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν . ” αἰγίοχος αἰγιοῦχος
δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς δὲ ἡμῖν καὶ ὁ Μήδων βασιλεύς ,
6667599 ἐκυριευσαν
' ἀμυνομένους ὀλίγους ταχὺ τοὺς ἀντιστάντας τρεψάμενοι τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐκυρίευσαν . ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ἀντίγονος μὲν συνάψας μάχην
τὴν σκληροτραχηλίαν , καὶ Μηδικῆς ὑπόφορον ἐποίησεν ἰσχύος . κἀντεῦθεν ἐκυρίευσαν οἱ Μῆδοι τῆς Ἀσίας . ἀλλ ' οὐδ '
6662071 Καρθαια
Κρατερὸς γʹ περὶ ψηφισμάτων ” Γρυνεῖς Πιταναῖοι Καρηναῖοι „ . Κάρθαια , μία τῆς ἐν Κέῳ τετραπόλεως , ἀπὸ Καρθίου
. . Ἀναία : παροξύνεται , οὐχ ὡς Λίλαια Ἱστίαια Κάρθαια . ἔστι δὲ Καρίας ἀντικρὺ Σάμου . ἀπὸ Ἀναίας
6661793 ἐμειναμεν
αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος
νομάδες ἄνθρωποι Λιξῖται βοσκήματ ' ἔνεμον , παρ ' οἷς ἐμείναμεν ἄχρι τινὸς , φίλοι γενόμενοι . Τούτων δὲ καθύπερθεν
6656402 ἀμφορεις
τὴν τετρυπημένην αὐτῷ δείκνυσι ψῆφον . Γ δύο ⌈ γὰρ ἀμφορεῖς ⌈ εἰσιν [ ἦσαν Γ ] , ὧν ὁ
τοῖχοι τῶν κλινῶν διαλαμβανέσθωσαν . ξέσται δὲ τοὺς θεράποντας , ἀμφορεῖς δὲ τοὺς ὑπηρέτας , τραπεζοφόροι δὲ τοὺς οἰκονόμους ,
6655263 ὁπλισσατο
, σὺν δ ' ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὁπλίσσατο δεῖπνον . δειπνήσας δ ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα
, δεῦε δὲ γαῖαν . τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ ταμὼν ὁπλίσσατο δόρπον : ἤσθιε δ ' ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος
6653833 ἀστραγαλοι
κλήροις τοπρὶν ἐμαντεύοντο , καὶ ἦσαν ἐπὶ τῶν ἱερῶν τραπεζῶν ἀστράγαλοι , οἷς ῥίπτοντες ἐμαντεύοντο . ἐπεὶ δ ' ἐμβόλου
ὡς ἀστράγαλον γεγλύφθαι . τοῦτο δὲ εἶπε , παρόσον οἱ ἀστράγαλοι ὀρθοί εἰσι καὶ λεπτοὶ καὶ εὔρυθμοι . οἱ μὲν
6643400 Στρουθια
εὐχώμεθα . κοτύλας χωροῦν δέκα ἐν Καππαδοκίαι κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἐπέπιον μεστόν γε . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ
εὐχώμεθα . κοτύλας χωροῦν δέκα ἐν Καππαδοκίᾳ κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον
6642602 ὑπευδιος
μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ
Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα
6641495 κοπανησας
δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ καὶ βάλλε
τὸ σκορπίσαι τὰ ἐν τοῖς γόνασι ῥεύματα . ] Ἀγριοσύκην κοπανήσας ἐκ τοῦ χυλοῦ τριβέσθω ἢ τῆς ῥίζης τὸν χυλὸν
6628256 ἠριθμηθησαν
πρὸς τὴν Βακτριανήν . συναχθείσης δὲ τῆς στρατιᾶς πανταχόθεν , ἠριθμήθησαν , ὡς Κτησίας ἐν ταῖς Ἱστορίαις ἀναγέγραφε , πεζῶν
κατακεχωρισμένον , ἐπὶ δὲ Πτολεμαίου τοῦ Λάγου πλείους τῶν τρισμυρίων ἠριθμήθησαν 〚 ὧν τὸ πλῆθος διαμεμένηκεν ἕως τῶν καθ '
6627023 Δυνει
παρακείμενος , ἔσχατον δὲ τῆς Παρθένου ὁ ἀριστερὸς ὦμος . Δύνει δὲ ὁ Ὠρίων ἐν ὥραις δυσὶν ὡς ἔγγιστα .
ἄρκτων , ὡς δύο μέρη πήχεως ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Δύνει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥραις δυσί . Τοῦ δὲ
6620689 ἀματι
: ἐπὶ κράναν δέ τιν ' ἄμφω ἑσδόμενοι θέρεος μέσῳ ἄματι τοιάδ ' ἄειδον . πρᾶτος δ ' ἄρξατο Δάφνις
. τὰν γὰρ οὐ φίλαν ἀλλὰ φιλτάταν γυναῖκα κατθανοῦσαν ἐν ἄματι τῶιδ ' ἐπόψηι . ἰδοὺ ἰδού : ἥδ '
6618956 τριακοσιαι
Ἑλλήνων Ἰφικράτης ἡγεῖτο δισμυρίων . καὶ ναῦς ἠριθμήθησαν τριήρεις μὲν τριακόσιαι , τριακόντοροι δὲ διακόσιαι : τῶν δὲ τὴν ἀγορὰν
ἦν , ὡς Κτησίας ὁ Κνίδιος ἀνέγραψε , πεζῶν μὲν τριακόσιαι μυριάδες , ἱππέων δὲ εἴκοσι μυριάδες , ἁρμάτων δὲ
6616388 ἑκατοστη
Λοκρήτιος , Σερούιος Σουλπίκιος , παρὰ δὲ Ἠλείοις ὀλυμπιὰς ἤχθη ἑκατοστή , καθ ' ἣν ἐνίκα στάδιον Διονυσόδωρος Ταραντῖνος .
γε οἱ ἓξ ὀβολοὶ ποιοῦσι μίαν δραχμήν , ἥτις δραχμὴ ἑκατοστή ἐστι τῆς μνᾶς . . . . ἐκμαρτυρῆσαι ]
6612834 περιηγεες
τῷ Ἑρμῇ ταύτῃ διηκρίβωσεν εἰπών : Πέντε δέ οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηνται : αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο ,
, ἐν αἷς καὶ τὸ θύνον , σκοπεῖον λεγόμενον . περιηγέες : κυκλοτερεῖς . σαγῆναι : δίκτυα . Πέζας :
6610131 ἡδυποτιδας
μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι ,
Κρατῖνος δ ' ὁ νεώτερός φησι : παρ ' Ἀρχεφῶντος ἡδυποτίδας δώδεκα . ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ . Πείσανδρος ἐν δευτέρῳ Ἡρακλείας τὸ
6609284 στολους
ἐρυκτήρας , δεσποσιοναύτας δ ' ἄλλους , οὓς εἰς τοὺς στόλους κατέτασσον , ἄλλους δὲ νεοδαμώδεις ἑτέρους ὄντας τῶν εἱλώτων
ἐρυκτῆρας , δεσποσιοναύτας δ ' ἄλλους , οὓς εἰς τοὺς στόλους κατέτασσον : ἄλλους δὲ νεοδαμώδεις , ἑτέρους ὄντας τῶν
6607169 τεταρταια
ἑορτή ἐστι τῇ πρὸ ὀκτὼ καλανδῶν Δεκεμβρίων . Τριταία καὶ τεταρταία οὖσα ἡ σελήνη , καὶ λεπτὴ καὶ καθαρὰ φαινομένη
∠ ʹ ιʹ , τριταία ὥρας βʹ γʹ ιεʹ , τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία
6605770 ἁπαλοσαρκος
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος ,
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς
6604430 ἀμνους
ἀκουσίαν ἀντάρης νυκτερὶς ὄψεσιν ῥήξασα κίρκους οἴμοι , λέλημμαι ἐτῆρας ἀμνοὺς θεοῖς ἔρεξ ' ἐπακτίοις Ἥλι ' , οἰκτίροις ἐμέ
, ταῦτα μὲν δέκα ἱερεῖα ὁλόκαυτα , δύο δ ' ἀμνοὺς εἰς βρῶσιν ἱερέων , οὓς ἐπικαλεῖ σωτηρίου διὰ τὸ
6602307 Δεκα
Ἀθηναίων πολιτείᾳ Ἄνυτόν φησι καταδεῖξαι τὸ δεκάζειν τὰ δικαστήρια . Δέκα καὶ δεκαδοῦχος : Ἰσοκράτης ἐν τῇ πρὸς Καλλίμαχον παραγραφῇ
μόνους . Ἡ δ ' αὖ Σελήνη μείζονας νέμει χρόνους Δέκα δεκάκις , ἀλλὰ καὶ τὴν ὀκτάδα , Μέσους δὲ
6596984 πνειουσαν
α ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ
! ! ! ! [ σὺν τῶι πῦρ ? [ πνείουσαν ˘˘˘˘ – – Χίμαιραν . γῆμε δὲ παῖδα ?
6592104 παγοι
μικροκαρπίᾳ δέ , καὶ τοῦ χειμῶνος κατορύττεται . οἱ δὲ πάγοι παρ ' αὐτοῖς τοιοῦτοί τινές εἰσιν ἐπὶ τῷ στόματι
. παρὰ τὸ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν ἐν τοῖς πάγοις . πάγοι δὲ οἱ κρημνώδεις τόποι . Προοίμιον . τὸ λεγόμενον
6584582 διεσχεν
ἤδη προσκειμένων σφίσι τῶν Μακεδόνων . καὶ ἐν τούτῳ ἵνα διέσχεν ἡ ἵππος ἡ Ἀλεξάνδρου ἐς φυγὴν πάντες ἐπεστράφησαν .
αὐταῖς πολλούς . ὡς δὲ ἐς πλάτος ἤδη ὁ ποταμὸς διέσχεν , ἐνταῦθα δὴ ὅ τε ῥοῦς οὐκέτι ὡσαύτως χαλεπὸς
6583894 πορφυρις
, διὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν εἰκοσιτεσσάρων . πορφυρὶς : Ἡ πορφυρὶς ἀναγέγραπται , κερχνῂς δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη
ἐχθαίρει γὰρ τοὺς προσιόντας αὐτοῦ τῇ τροφῇ . ἡ δὲ πορφυρὶς διίσταται πορφυρίωνος . μνημονεύει δὲ αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρνισι
6582670 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
6582142 λειπουσαις
. Προστιθέμενοι οἱ δ ἀριθμοὶ μὲν ταῖς υ μονάσι ταῖς λειπούσαις ἀριθμοὺς δ , γίνονται υ μονάδες τέλειαι , εἰ
μέρη τοῦ Ὑδροχόου γινομένη πρότερον ἔσται ταῖς εἰς ὅλας ἡμέρας λειπούσαις ὥραις Ϛ . ζητητέον ἄρα , ποῦ καὶ πότε
6576432 ἀμολγαιη
ἀμέλγοντας τὰ κοινά . Ἡσίοδος δὲ “ μᾶζά τ ' ἀμολγαίη . ” οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ ἀκμαῖον . παρὰ
τὸν τυρόν φησιν ἢ ὄλυραν βεβρεγμένην γάλακτι . μάζα οὖν ἀμολγαίη ἢ τυρὸς ἢ ἄρτος ἐκ γάλακτος ἐζυμωμένος . σβεννυμενάων
6572456 μιτρη
εἰρύσατο ζωστήρ τε παναίολος ἠδ ' ὑπένερθεν ζῶμά τε καὶ μίτρη : ἡ διπλῆ , ὅτι τοῦ ζώματος μνησθεὶς παραλέλοιπε
φαρμακίσιν : εὑρέτις γὰρ τοιούτων ἡ θεός . ἔτι μοι μίτρη μένει : ἀντὶ τοῦ : ἔτι παρθένος εἰμί .
6572331 πηγους
ὅτι πρὸ τῶν Δημητριακῶν καρπῶν τὰς βαλάνους ἤσθιον : ἢ πηγούς τινας παρὰ τὸ εὐπαγεῖς εἶναι . εἰσὶ δὲ δρυὸς
, ὃ καλοῦσι λυγκούριον . Μαιναλίης : ὄρος Ἀρκαδίας . πηγούς : λευκούς . καὶ Ὅμηρος πηγεσιμάλλῳ . Κυνοσουρίδας :
6563858 ρλβʹ
εἰς τὰ ὦτα γυναῖκες ρλαʹ . Ἐλαίου σαλκᾶ σκευασία πολυτελὴς ρλβʹ . Φουλιάτου σκευασία ρλγʹ . Σπεκάτου σκευασία ρλδʹ .
Περικλέα , οὐκ ἐναντία λέγων τοῖς ἐν Γοργίᾳ εἰρημένοις . ρλβʹ Λελοιδορήκαμεν τὴν τῶν λόγων τέχνην Λέγει δὲ τὴν δημώδη
6559660 ξεστῃς
ἀπὸ δὲ συμβαίνοντος τὸ προηγούμενον , οἷον ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσι . τὸ λεύκαινον γὰρ εἶπεν ἀντὶ τοῦ συντόνως
. Ἀλλ ' ὅτε δὴ Πριάμοιο δόμον περικαλλέ ' ἵκανε ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν
6559475 ὑδατεσσιν
φησὶ δὲ καὶ ὅτι συκέης ὁπότε στέλεχος βαθὺ κόπρῳ κακκρύψας ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις , φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ
μέν τ ' ἐρύγῃσι τὰ δ ' ἑψητοῖσι δαμασθείς ἀλθήσῃ ὑδάτεσσιν ὅτ ' ἰκμήνῃ δέμας ἱδρώς . καί κεν ὅγ
6557169 τεσσερες
δὲ ἑπτὰ καὶ τριήκοντα καὶ ἑκατόν . Ποταμοὶ δὲ νηυσιπέρητοι τέσσερες διὰ ταύτης ῥέουσι , τοὺς πᾶσα ἀνάγκη διαπορθμεῦσαί ἐστι
πέντε μνέαι ἑκάστῳ , κρεῶν βοέων δύο μνέαι , οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες : ταῦτα τοῖσι αἰεὶ δορυφορέουσι ἐδίδοτο . Ἐπείτε
6554530 Ἰακα
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον
6554472 χειμαινει
. . ἐν δὲ τῇ δ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί : χειμαίνει . . Οὐρ . διδ . Εὐδόξῳ , Δημοκρίτῳ
χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ βᾳ Εὐκτήμονι Δελφὶς ἐπιτέλλει : χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ δῃ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί :
6554391 ἀϲθενεϲτεροιϲ
τοῖϲ δὲ ἰϲχυροτέροιϲ καὶ Γρʹ ἑπτὰ δίδου : τοῖϲ δὲ ἀϲθενεϲτέροιϲ δίδου Γρʹ ε ἢ Γρʹ δ . Ἄλλο καθαρτικὸν
τοῖϲ ἰϲχυροῖϲ θεραπεύειν , τὰϲ δὲ ἀρχομέναϲ καὶ εὐιάτουϲ τοῖϲ ἀϲθενεϲτέροιϲ . Κρίτωνοϲ πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . ἀρκτείων τριχῶν κεκαυμένων ἀδιάντου
6554054 μισγετο
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα
6550336 πυθιονικης
στέφανον , ὅτι ἀναγέγραπται ὁ πατὴρ αὐτοῦ ὀλυμπιονίκης γεγονὼς καὶ πυθιονίκης , ὡς [ καὶ ] οὗτος ἐρεῖ . οὗτος
ὡς [ καὶ ] οὗτος ἐρεῖ . οὗτος δὲ μόνον πυθιονίκης . τὸ χ δὲ σημεῖον τέθειται , ὅτι τὴν
6549600 τευτλοισι
μονῳδεῖν ἐκ Μηδείας : Ὀλόμαν , ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς τᾶς ἐν τεύτλοισι λοχευομένας : τοὺς δ ' ἀνθρώπους ἐπιχαίρειν . Ταῦτ
ἔχωσι , κρέασι μηλείοισιν ἑφθοῖσι καὶ ὀρνιθίοισι καὶ κολοκύνθῃ καὶ τεύτλοισι : ζωμὸν δὲ μὴ ῥοφεέτω , μηδὲ βάπτεσθαι :
6549036 ἑβδομηντα
τρίτος καὶ δεύτερος πεντηκοστὸς , τέταρτος τῶν ἑξήντα , οἱ ἑβδομήντα τέσσαρες σὺν πῖ καὶ τῷ πισήμῳ , ὁ πάντων
τριακοστὸν τὸ πρῶτον , πεντηκοστὸν τὸ ἕβδομον , ὀκτὼ τῶν ἑβδομήντα , καὶ τῶν ὀγδοήντα τέσσαρα , τῶν ἐνενήντα ἐννέα
6545182 ποταμιαι
βασιλικαὶ καὶ διαχωρητικαὶ καὶ κοῦφαι καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες μέσως τρόφιμοι , διαχωρητικοί
' ἐν ἀμμώδεσι χωρίοις καὶ κυμαίνουσιν αἰγιαλοῖς . αἱ δὲ ποτάμιαι μείζους καὶ πολυ - χυμότεραι , ὡς αἱ ἐν
6545074 ἐφεστριδες
, : Τὰ δὲ στρώματα , ἐπιβλήματα , περιβόλαια , ἐφεστρίδες , χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ
χιτῶνες οἱ τοῖχοί μοι δοκοῦσιν εἶναι , πάνυ δὲ παχεῖαι ἐφεστρίδες οἱ ὄροφοι , στρωμνήν γε μὴν οὕτως ἀρκοῦσαν ἔχω
6541453 εὐεκκριτος
πηλαμὺς μικρὰ γίνεται ἐν Μαιώταις , εὔστομος , εὔφθαρτος , εὐέκκριτος . κυβινοπηλαμὺς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας , ἀπὸ Πόντου ἐπὶ
καλούμενος ἀκαρνὰν γλυκύς ἐστι καὶ παραστύφων , τρόφιμος δὲ καὶ εὐέκκριτος . ἡ δὲ ἀφύη βαρεῖά ἐστι καὶ δύσπεπτος :
6540269 εἰκοστη
ἔτη ιγʹ . Ὁμοῦ μθʹ . . : Τρίτη καὶ εἰκοστὴ δυναστεία Τανιτῶν βασιλέων δʹ . αʹ . Πετουβάτης ἔτη
τῶν καμνόντων μαθεῖν : ὅτι δ ' ἐνίοτε καὶ ἡ εἰκοστὴ πρώτη κρίνει , οὐδὲ τοῦτο λέληθε τοὺς ἀκριβῶς προσέχοντας
6537521 ἐξηλλαγμενως
δὲ τοῦτο τὸ ζῷον οὐχ , ὥσπερ τινές φασιν , ἐξηλλαγμένως , ἀλλ ' ὁμοίως ἵπποις καὶ τοῖς ἄλλοις τετραπόδοις
πάσας τὰς σχέσεις ἡ αὐτὴ διαφορὰ τῶν δύο ὅρων μονάδι ἐξηλλαγμένως μέρος λεχθήσεται , τοῦ μὲν ἥμισυ , τοῦ δὲ
6535202 ἐχαριζοντο
πενίαν , εἰδότες δὲ ὡς οὐ καινὸν τὸ πεπραγμένον , ἐχαρίζοντο τοῖς αὑτῶν παιδικοῖς τὴν παροινίαν νωθείᾳ σῇ τὰ μὴ
σφίσιν ἦν , ἑκὼν τυγχάνει τοῦ Φώκου . ταῦτα δὲ ἐχαρίζοντο τῇ μητρί : αὐτοὶ μὲν γὰρ ἐγεγόνεσαν ἐκ τῆς
6534648 φαττα
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ
6531029 σηπιης
νήστει ἀκτῆς καρπὸν ὅσον πυρῆνας ἓξ ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ καὶ σηπίης ὠὰ ὅσον δέκα ἢ δυοκαίδεκα : ταῦτα τρίψαντα ὁμοῦ
κεφαλὴν , καὶ γλυκυσίδης κόκκους πέντε τοὺς μέλανας , καὶ σηπίης ὠὰ , σπέρμα σελίνου ὀλίγον ἐν οἴνῳ : καὶ
6530177 εὐνετις
ἰδεῖν κοῦρον γυῖ ' ἐπαεξόμενον . Αἰάζω Πολύανθον , ὃν εὐνέτις , ὦ παραμείβων , νυμφίον ἐν τύμβῳ θῆκεν Ἀρισταγόρη
οὔνομα δ ' ἦεν ἐμοὶ τότε : νῦν δὲ Χάρητος εὐνέτις ἠπείροις τέρπομαι ἀμφοτέραις . Διονύσιος ὁ Περιηγητὴς γέγονεν υἱὸς
6529853 δεκαεννεα
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ . Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς : Ἑκατὸν δεκαεννέα ἐτῶν ἐγὼ ἀποθνήσκω σήμερον ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν . Μηδείς
μῆνας ἑπτά . τοῦτον δ ' ἀνελὼν Δαρεῖος ἐβασίλευσεν ἔτη δεκαεννέα . τῶν δὲ συγγραφέων Ἀντίοχος ὁ Συρακόσιος τὴν τῶν
6529026 κυβευοντες
σκιράφια ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρωι οἱ κυβεύοντες , ὡς Θεόπομπος ἐν τῆι ν ὑποσημαίνει . .
σκιράφια ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρῳ οἱ κυβεύοντες , ὡς Θεόπομπος ἐν τῇ νʹ ὑποσημαίνει . Σκυθικαί

Back