ὁ δὲ Ἀπολλόδωρος καὶ τοὺς θεσμοθέτας φησὶ διὰ τοῦτο μυρσίνῃ στέφεσθαι , ὅτι οἰκείως ἔχει πρὸς τὸ φυτὸν ἡ θεὸς
αὐτὴν κατέπαυον . στέμματα δ ' αὐτῇ λευκὰ περίκεινται τῷ στέφεσθαι καὶ καλύπτεσθαι πανταχόθεν αὐτὴν ὑπὸ τοῦ λευκοτάτου στοιχείου .
6696592 Ἀγραις
, οἱ δὲ [ Φιλόχορος [ . ] τὴν ἐν Ἄγραις Ἄρτεμιν τῷ μελιλώτῳ στέφεσθαί φησιν ] ἐφ ' ἑαυτοῦ
ἔαρ ἀνθέων γεννητικόν : καίρων τῷ μελιλώτῳ στέφεσθαι τὴν ἐν Ἄγραις Ἄρτεμιν , Ἀπολλόδωρος δὲ παρὰ Κρησὶν δίκταμνον ἢ σχῖνον
5958663 ποπανα
παρ ' ἡμῖν μὲν γὰρ ἀσφόδελος μόνον καὶ χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα , τὰ δ ' ἄλλα ζόφος καὶ
, ἐπεὶ δὲ βωμῷ προθύματα καθωσιώθη Ἡφαίστου φλογὶ , καὶ πόπανα καὶ πέλανος . 〚 Ἄλλως . δέον εἰπεῖν ,
5955222 ἁπτουσι
ἀντὶ ταινίας : περὶ γὰρ τὴν κοιλίαν οἱ μεμυημένοι ταινίας ἅπτουσι πορφυρᾶς . καὶ Ἀγαμέμνονα δέ φασι μεμυημένον ἐν ταραχῇ
δωμάτων ἴδε προκηρύσσει θοάζων ὅδ ' αἰθέρος ἄνω καπνός . ἅπτουσι πεύκας ὡς πυρώσοντες δόμους τοὺς Τανταλείους οὐδ ' ἀφίστανται
5953447 σχινον
μαστίχην . Θ . τὰ ἄκρα τῆς σκύλας . . σχῖνον : Ἤγουν σκίλλαν . . σχῖνος τὸ δένδρον ,
στύφουσιν , ἢ ῥόδα ἐν ὕδατι ἀφεψῶντα ἢ ῥοῦν ἢ σχῖνον ἢ ὀξύκρατον . οὐ χεῖρον δὲ καὶ εἰς τὴν
5869095 θαλλον
ἐκπεπότασαι ; αἴ κ ' ἐνθὼν ταλάρως τε πλέκοις καὶ θαλλὸν ἀμάσας ταῖς ἄρνεσσι φέροις , τάχα κα πολὺ μᾶλλον
ἐπὶ τῇ τελευτῇ Ἀμαρυλλίδος . θαλλόν : πᾶν τὸ τεθηλὸς θαλλὸν ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι . Ἀρχίλοχος : ἔχουσα θαλλὸν μυρρίνης
5834902 φυτον
γῆν , ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν ; Σάττοιμ ' ἄν , ἔφην , νὴ Δί
τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε , τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν : πλησίον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος , ὃ
5822680 θυμα
μὲν ὡροσκόπος ἐστὶν ὁ εὐχόμενος , τὸ δὲ δῦνον τὸ θῦμα ὃ προσφέρει , τὸ δὲ μεσουράνημα ὁ θεός ,
καὶ ” τῇ Πανδώρᾳ θύειν ὄϊν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . “ ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν αʹ τῶν
5810823 στρουθιον
θέλοιμεν , πέπερι καστορίῳ συμπλέξομεν : εἰ δὲ μᾶλλον , στρούθιον πυρέθρῳ ἢ σταφίδι ἀγρίᾳ μετὰ πεπέρεως : εἰ δὲ
. Ὦ μάκαρ ἥτις ἔχους ' ἐν δώματι * * στρούθιον ἀεροφόρητον λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον
5764354 ἀμβροσιαν
Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν , καὶ ποιήσουσιν αὐτὸν ἀθάνατον ὥσπερ Ζῆνα καὶ Ἀπόλλωνα
διπλῆ ὅτι ἐκ τούτου τοῦ τόπου πλανηθέντες τινὲς ὑπέλαβον τὴν ἀμβροσίαν εἶναι ὑγρὰν τροφήν . . ὑπέλαβον διέλαβον . ἡ
5715153 ἀναδουναι
νέκταρ εἰς τὴν γῆν ἐκχυθὲν τὸ ἄνθος τοῦ ῥόδου ἐρυθαινόμενον ἀναδοῦναι . Ἐὰν σκόροδα παραφυτεύσῃς τοῖς ῥόδοις , εὐωδέστερα ἔσται
ἕκαστος , ἀλλὰ ἢν ἅπαξ κελεύσῃ , αὐτίκα ἐγχέαι καὶ ἀναδοῦναι μεγάλην κύλικα ἐμπλησαμένους ὥσπερ τῷ δεσπότῃ . καὶ τὸν
5687463 ὑπαγωγον
κωδιῶν : κατακεραϲτικὸν γὰρ τῆϲ δριμύτητοϲ ὑπάρχει καὶ τῆϲ κοιλίαϲ ὑπαγωγόν : διὸ καὶ τῷ πινομένῳ ὕδατι ἐν τῇ τοῦ
δὲ ἧττον μὲν γίνεται δριμύ τε καὶ ῥυπτικὸν καὶ γαϲτρὸϲ ὑπαγωγόν , μᾶλλον δὲ τρέφει . τὸ δὲ πικρόν ,
5678732 ἀπυρον
ἢ ἡμίπυρόν ἐστι σφοδρὸν δὲ ἄλλως καὶ ἁθρόον πρηστήρ ἢ ἄπυρόν ἐστι παντελῶς τυφών οἱ δύο θεοί . Ἀπόλλων καὶ
ἢ ἡμίπυρόν ἐστι σφοδρὸν δὲ ἄλλως καὶ ἁθρόον πρηστήρ ἢ ἄπυρόν ἐστι παντελῶς τυφών οἱ δύο θεοί . Ἀπόλλων καὶ
5677591 μυρον
τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; οἴνου τε Χίου στάμνον ἥκειν καὶ μύρον . ὡς δὴ τίς ἂν ὤν , ἢ τί
ἐσκευάσθη τὸ παρ ' οὐδενί πω γεγονὸς λιβανώτινον μύρον . μύρον δὲ χρηστὸν μύρῳ εὐτελεῖ ἐπιχεόμενον ἐπιπολῆς μένει . χείρονι
5674078 δαφνην
τρίψας μετ ' ὄξους δίδου πίνειν νήστει . ἄλλο . δάφνην μασησάμενος νῆστις τὸν χυλὸν καταπινέτω . καὶ τὸ μάσημα
ἄκραν ὑψηλήν , δασεῖαν δὲ σφόδρα καὶ ἔχειν δρῦν καὶ δάφνην πολλὴν καὶ μυρρίνους . λέγειν δὲ τοὺς ἐγχωρίους ὡς
5657778 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
5650754 βρυον
κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα ἤλπιζον εἶναι , μαντικῆι βρύον τέχνηι . ὁ δ ' , αὐτὸς ὑμνῶν ,
ἐφιστάμεναι μελεδῶναι . Ἰχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι , κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ φυλλίνῳ
5650231 ἐλαιας
, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας ,
αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ
5642473 Σελινου
τε τοὺς τὴν τροφὴν ἀπορρίπτοντας , κοιλιακούς , δυσεντερικούς . Σελίνου σπέρματος , ὑοσκυάμου λευκοῦ σπέρματος ἀνὰ ⋖ η ,
καὶ ἐμβροχαὶ καὶ καταπλάσματα καὶ μαλάγματα . Ποτὰ ἁπλᾶ . Σελίνου ἀπόζεμα πότιζε τοὺς ἰκτερικοὺς ἢ ἀδιάντου ἢ ἀψινθίου ἀφέψημα
5622246 μυροις
διηνέχθη τισὶ περὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν τριῶν γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς '
, οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγανοῖς χαίτην θεράπευε , καὶ σμύρνην λίβανόν τε πυρὸς
5604356 βοτρυς
αἰτιατικῇ τῶν πληθυντικῶν τῇ συνῃρημένῃ τῇ οἱ βότρυς καὶ τοὺς βότρυς κεχρήμεθα σπανίως εὑρημέναις ; λέγομεν ὡς ἐκείνας μὲν οὐδεὶς
τὸν ὅρκον ἡμῶν . ὄψει δὲ χειμῶνος μέσου σικυούς , βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων . . . κονιορτὸν
5595069 κυτισον
: ἰσχυρότερον δὲ τούτου τὸ ἅλιμον : ἀπόλλυσι γὰρ τὸν κύτισον . Ἔνια δὲ οὐ φθείρει μὲν χείρω δὲ ποιεῖ
τε εἶναι τὴν Κέω ἰσχυρῶς καὶ νομὰς οὐκ ἔχειν : κύτισον δὲ καὶ θρία ἐμβάλλειν , καὶ τῆς ἐλαίας τὰ
5594792 χορευειν
μὲν ἐν τῇ Πιερίᾳ φασίν , ἐν δὲ τῷ Ἑλικῶνι χορεύειν , οἱ περὶ αὐτῶν μῦθοι , τῆς μὲν Πιερίας
καλή πρὸς ἓν ἐκληπτέον , καλλίχορος , διαπρέπουσα ἐν τῷ χορεύειν . . ἕν . . αὐτίκα δ ' εἰς
5567637 τυρον
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο :
5563249 σιλφιον
δὲ ἀγάλματα ἐν τῷ οἰκήματι εὑρέθη καὶ τράπεζά τε καὶ σίλφιον ἐπ ' αὐτῇ . τάδε μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσιν
ὀπός , ἡ Μηδικὴ βοτάνη . Στράβων „ φέρει δὲ σίλφιον ἡ χώρα , ἀφ ' ἧς ὁ Μηδικὸς καλούμενος
5554737 μηλον
. ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “
πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός
5553003 κισσον
μάλιστ ' ἀηδὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις , τὸν οἰνῶπα νέμουσα κισσὸν καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον ἀνήνεμόν τε
κιμωλίαν τὸ ἴσον μετὰ χυλοῦ ἀγριοσύκης χρῖε . ἄλλο . κισσὸν καὶ καλαμίνθην καὶ ἅλας συνεψήσας ὕδατι καλῶς νίπτε τοὺς
5546436 ἁλας
γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας : γίνεται δὲ τὸ λεγόμενον ῥασούχτην . Εἶτα βάλε
θυείαν , καὶ ἐπίβαλε ὄξος , καὶ στυπτηρίαν σχιστὴν καὶ ἅλας , καὶ λείωσον ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ ἀποπλύνας
5536776 μιχθεν
ῥοδίνου δραχμὰς ιʹ , ὠῶν δ ' τὸ λευκὸν τούτοις μιχθὲν ὑπαλειπτέον . Ἄλλο πρὸς ὀφθαλμὸν φλεγμαίνοντα : λιβανωτοῦ ,
μέλιτος ἐγχρίων . καὶ σηπίας δ ' ὄστρακον καυθὲν καὶ μιχθὲν ἁλσὶν ἀνορύκτοις ἀποτήκει τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς πτερύγια .
5520989 πολιον
ὤφελεν . ἀλλ ' ὅμως ἐπεί πως κατεκρίθην πώγωνα ἔχειν πολιὸν καὶ τρίβωνα καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς
. Γεγονέναι δέ φησι τὸν Μώυσον μακρὸν , πυρρακῆ , πολιὸν , κομήτην , ἀξιωματικόν . Ταῦτα δὲ πρᾶξαι περὶ
5506190 θαλασσιον
ἀπηγόρευται μὴ εἶναι , ἀλλ ' ἐστὶ τῇ ἀληθείᾳ ζῷον θαλάσσιον , ὃν καί τις τῶν καθ ' ἡμᾶς εὑρὼν
ἐν τοῖς προεκκειμένοις , ὡς μὲν Νίκανδρός φησι , τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , ὡς δ ' ὁ Ἡρακλείδης ἐν Ὀψαρτυτικῷ
5506082 Ἡφαιστῳ
ἐν νάρθηκι κρύψας . ὡς δὲ ᾔσθετο Ζεύς , ἐπέταξεν Ἡφαίστῳ τῷ Καυκάσῳ ὄρει τὸ σῶμα αὐτοῦ προσηλῶσαι : τοῦτο
ἢ ὥσπερ αἱ γρᾶες κόρας ἐξαπατῶσαι : ἐπέκειτο δὲ τῷ Ἡφαίστῳ λῦσαι τὸν Ἄρεα , τὸ δὲ ἀμφίχωλον τοῦτο δαιμόνιον
5498152 βρυῳ
αὐτῷ τῷ βικίῳ ἐμβαλὼν ὕστερον ἀνατάρασσε : καὶ οὕτως πωμάσας βρύῳ ἢ ὕπνῳ , καὶ ἐπιδήσας καὶ χρίσας ἀσφαλῶς ,
] πολυφώνου ἥ τ ' ] ἥτις φύκει ] τῷ βρύῳ ἀπαγγέλλουσα ] μηνύουσα βοᾷ ] κράζῃ θυμάρμενον δὲ εἶαρ
5497909 μελιχρον
βάδισμα , ἐπικεκλασμένον τὸν αὐχένα , γυναικεῖον τὸ βλέμμα , μελιχρὸν τὸ φώνημα , μύρων ἀποπνέοντα , τῷ δακτύλῳ ἄκρῳ
, σέλινα καὶ ἄνηθα καὶ ὤκιμα : καὶ τὸν οἶνον μελιχρὸν , παλαιὸν , λευκὸν , ὑδαρέα . Ὅταν δὲ
5493479 στεφανωματα
γαστρὶ χαριζόμενοι . χέρνιβα δ ' αἶψα θύραζε φέροι , στεφανώματα δ ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδινῇς χερσὶ Λάκαινα κόρη .
' ἀρετάν , προθύροισιν δ ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν . Ἓν ἀνδρῶν , ἓν θεῶν
5481270 μελισσαις
μύρον γοῦν ἀνθρώποις μὲν ἥδιστον φαίνεται , κανθάροις δὲ καὶ μελίσσαις δυσανάσχετον : καὶ τὸ ἔλαιον τοὺς μὲν ἀνθρώπους ὠφελεῖ
Ἀσενὲθ ἐπὶ τὰ χείλη . Καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος ταῖς μελίσσαις : ὑπάγετε δὴ εἰς τοὺς τόπους ὑμῶν . Καὶ
5471054 ἀνθει
' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ˘ ˘ – ˘ ⚔ ἄνθει δὲ σκόλυμος : νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται , λέπτοι
μὴ τὰ δένδρα εἰς βλάστην ἐπειγόμενα τὸν καρπὸν ἐν τῷ ἄνθει βλάπτῃ . ἐν δὲ τοῖς ἀβλαστοτέροις τόποις καὶ ξηροτέροις
5470523 σελινον
. Εὔζωμον , μάραθρον , ἄνηθον , σμύρνιον ὁμοίως , σέλινον , σήσαμον , σικύου σπέρμα , κάχρυ , σμύρνα
ἀγώνων , οἷον Ὀλυμπίων κότινος , Πυθίων δάφνη , Νεμέων σέλινον χλωρὸν , Ἰσθμίων σέλινον ξηρόν . δᾶμον Ὑπερβορέων :
5470229 θυουσι
ἐν δευτέρῳ Δηλιάδος Ἐν τῇ τῆς Ἑκάτης νήσῳ τῇ Ἴριδι θύουσι Δήλιοι τοὺς βασυνίας καλουμένους . Ἔστι δὲ ἑφθὸν πύρινον
καθ ' ἣν καὶ τὸ πήδημα πηδῶσι τῷ θεῷ , θύουσι βοῦν ταῖς μυίαις , αἳ δὲ ἐμπλησθεῖσαι τοῦ αἵματος
5466325 δρυπεπεις
ἠστραγάλιζον , μᾶζαι δ ' ἐν ταῖσι παλαίστραις Αἰγιναῖαι κατεβέβληντο δρυπεπεῖς βώλοις τε κομῶσαι . Κράτης δ ' ἐν Θηρίοις
, ἀρμενιακά , πραικόκκια , ἐλαῖαι , καὶ μάλιστα αἱ δρυπεπεῖς , λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα ,
5463776 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
5453740 κωνειον
ἀσεβείᾳ καὶ φθορᾷ τῶν νέων , θανάτῳ κατεδικάσθη καὶ πιὼν κώνειον ἐτελεύτησεν . ἀδίκου δὲ τῆς κατηγορίας γεγενημένης ὁ δῆμος
τὸ καθῃρημένον τεῖχος καὶ τὰς ἀφειλκυσμένας τριήρεις καὶ τὸ πολὺ κώνειον καὶ τὰς φυγὰς καὶ τὸν λιμὸν ἐκεῖνον καὶ τὸν
5446331 δαφνης
δὲ τῶν μὲν παχεῖαι μᾶλλον τῶν δὲ ἀνωμαλεῖς , καθάπερ δάφνης ἐλάας : τῶν δὲ πᾶσαι λεπταί , καθάπερ ἀμπέλου
ἁπαλὰ φύλλα τρίψας ἐν ὀξυκράτῳ πότιζε : ἢ λιβανωτοῦ καὶ δάφνης ἴσα λεάνας πρόσφερε : ἢ ἄλευρον καθαρὸν καὶ λιβανωτὸν
5443146 μυρσινην
τοιῷδε εἰκάζοι τις ἂν τὰ εἰρημένα , ῥόδον μὲν καὶ μυρσίνην Ἀφροδίτης τε ἱερὰ εἶναι καὶ οἰκεῖα τῷ ἐς Ἄδωνιν
ἄλλο . φακοῦ ἀφέψημα μετὰ μέλιτος ἔγχει . ἄλλο . μυρσίνην ἀφηψημένην ἐν οἴνῳ γλυκεῖ ἔνσταζε , ἢ ἐλαίας φύλλα
5435082 ἑψησαντες
. καὶ μετὰ γάλακτος δ ' ἐνίοτε τὸ ἄλευρον αὐτῶν ἑψήσαντες ἐσθίουσιν ὥσπερ τὸ τῶν πυρῶν οἱ ἀγροῖκοι : καὶ
μέλιτος : οἱ δ ' ἰσχυροτέρῳ βουλόμενοι χρῆσθαι ναρκίσσου βολβὸν ἑψήσαντες ὕδατι τούτῳ κεραννύουσι τὸν οἶνον . προτρέπει δ '
5434821 πηγανον
μοι πηγάνου , ἵνα μὴ βασκάνῃς με : τὸ γὰρ πήγανόν φασι βασκανίας φάρμακον εἶναι : ὡς Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς
τὰ αὐτὰ δὲ ποιεῖ καὶ κύμινον αἰθιοπικὸν συνεψηθὲν ἐλαίῳ : πήγανόν γε τὸ ἄγριον , ἀλείμματά τε τούτοις πρὸς βοήθειαν
5416213 παμμελανας
φονεύουσι καὶ ἱερουργοῦσι τῷ Ποσειδῶνι . καὶ Ὅμηρος : ταύρους παμμέλανας ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ . τριετηρίδι δὲ διὰ τὸ διὰ τριετηρίδος
ὕδατος φύσει καὶ τῷ Ποσειδῶνι ἀπονέμει τὰ θύματα : ταύρους παμμέλανας ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ . ταύρων ὑπᾶρχεν : ἀντὶ τοῦ ἡγεῖτο
5410892 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς
5403972 ἀγελαιας
ἐκ τῆς Λιβύης ὁρᾶσθαι ἐσπετομένην , οὐχ οἵαν κατὰ τὰς ἀγελαίας πελειάδας τὰς λοιπὰς εἶναι , πορφυρᾶν δέ , ὥσπερ
/ [ Γηρυόνην ] ἔκτεινε [ καὶ ἤγαγε ] βοῦς ἀγελαίας : / ἑνδέκατον δ ' ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε [
5400315 λιπαρον
καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ
: τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα .
5398851 θεριζει
κηπευμάτων ἀρδευτὰ δαψιλεῖ πότῳ , τὸν ἀνδρομήκη πυρὸν ἠκονημένῃ ἅρπῃ θερίζει : τὸν ξένον δὲ δράγματι αὐτῷ κυλίσας κρατὸς ὀρφανὸν
τῶν θεῶν . * βλάβης . ἤγουν μεστὸν θρήνων . θερίζει . τῶν πημάτων . * καὶ ἀντέκτισιν καὶ τιμωρίας
5386935 πεποικιλμενον
ὁμοίως δὲ θεραπεύει καὶ δυσουρίαν . ἔστι δὲ τὸ πτηνὸν πεποικιλμένον χροιαῖς , καὶ ἐνάρετον ποιεῖ τὸν ἐσθίοντα . Κόσσυφός
αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι : ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον , οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν
5385469 κιττον
ἐλύπησεν αὐτοὺς τὸ δῆγμα οὐδέν . δεῖ δὲ εἶναι τὸν κιττὸν ἄγριον . Λέοντα δὲ νοσοῦντα τῶν μὲν ἄλλων οὐδὲν
, δεικνύντας τεκμήρια τὴν ἀγρίαν ἄμπελον παρὰ μόνοις φυομένην καὶ κιττὸν καὶ δάφνην καὶ μυρρίνην καὶ πύξον καὶ ἄλλα τῶν
5380288 ἀργυρῳ
ἢ θείῳ ἀπύρῳ , ἢ ὡς ἐπινοεῖς . Καὶ ἐπίβαλλε ἀργύρῳ , καὶ χρυσὸς ἔσται , ἐὰν χρυσὸν καταβάπτῃ :
Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι πλοχμοί θ ' , οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο . Ὁ δὲ τρόπος ἐστὶ ποιητικὸς πράξεως ἢ
5375944 προσηνεις
εὐλέαντοι , πολύχυλοι , πρὸς κοιλίας μάλαξιν ἐπιτήδειοι , στομάχῳ προσηνεῖς , εὔστομοι , ἁπαλαί , κινητικαὶ οὔρων : τὸν
οἳ δὲ τὸν πραύνοντα τὸ μένος , ἐπεὶ οἱ πιόντες προσηνεῖς . ἐπαινεῖ Ἄμφις καὶ τὸν ἐξ Ἀκάνθου πόλεως οἶνον
5370611 λευκῃ
〚 〛 λευκή τις καὶ Ἀθηνᾶ Σκιράς , ὅτι τῇ λευκῇ χρίεται . Γ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν οὖν . Γ
τὸ δὲ ἄγαλμα οὐκ ἂν εἰκάσαις ἄλλῳ τῳ ἢ πυραμίδι λευκῇ , ἡ δὲ ὕλη ἀγνοεῖται . Λυκίοις ὁ Ὄλυμπος
5368951 δοραις
: παρὰ τὸ εὐριπίδειον Διόνυσος , ὃς πεύκαισι καὶ νεβρῶν δοραῖς καθαπτὸς ἐν πεύκαισι Παρνασσὸν κάτα πηδᾷ χορεύων † σὺν
φύλλοις αὐτὰ [ σκέποντες ] ? εἴτε βοτάναις εἴτε καὶ δοραῖς , ἀναιροῦντες ἤδη τὰ πρόβατα ? [ ] ?
5361086 ἐπιχεειν
ἐπεμβάλλειν χρὴ τῶν σκορόδων , καὶ τῆς φώκης τοῦ ἐλαίου ἐπιχέειν : δρῇν δὲ ταῦτα , ἄχρις ἂν δοκέωσιν αἱ
: ὅταν δὲ βούλῃ ἀφιστάναι τὸ φάρμακον , ὄξος θερμὸν ἐπιχέειν , ἕως ἂν ἀποστῇ , καὶ αὖθις τὰ αὐτὰ
5353871 κοριαννον
: γυμνοσπέρματα δὲ τῶν τε λαχάνων πολλά , καθάπερ ἄνηθον κορίαννον ἄννησον κύμινον μάραθον καὶ ἕτερα πλείω . τῶν δὲ
' ἑαυτὸ ἰξοποιηθὲν ἐν τῇ ἑψήϲει καὶ ϲυνεχῶϲ ἐξαλλαττόμενον καὶ κορίαννον ὁμοίωϲ ϲὺν ἀλφίτῳ : καὶ ἀλόη δὲ ϲὺν ὄξει
5353517 εὐωδες
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες
5330477 εὐποτον
πραϋντικῷ καὶ πραΰνοντι τὸ μένος τῶν πινόντων , διὰ τὸ εὔποτον αὐτὸν εἶναι . πρεσβυτάτην ἐντιμοτάτην . ὅταν δὲ λέγῃ
τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ , πότιμον Κερχνείας ] Κερχνεία πηγὴ Ἄργους
5328044 κλαδον
ἐπιθυμία γάρ ἐστιν κεφαλὴ πάσης ἁμαρτίας . καὶ ἔκλινα τὸν κλάδον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβον ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ
τὰ σαυτοῦ πρῶτον ἐπισκέπτου κακά . Μηδέποτε πειρῶ στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον : φύσιν δ ' ἐνεγκεῖν οὗ φύσις βιάζεται .
5320138 πηγνυσθαι
γλίσχρου τοῦ αἵματος κατὰ τῶν σωμάτων ἐπίπαγος ἀποτακῇ μετὰ τοῦ πήγνυσθαι τὴν ἐπιφάνειαν καὶ δυσάλωτον εἰς τὴν τῶν ἐξανθημάτων γένεσιν
οἷον συκῆ καὶ ἄμπελος καὶ πλάτανος καὶ ἕκαστον λείπεται τοῦ πήγνυσθαι τὸν ὀπόν , παντὶ δὲ ὁμοῦ ἐξισοῦται . Μέχρι
5319623 λιτρον
. εἰ δ ' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ
καθαρῷ , δίδου προστίθεσθαι . Ἄλλο : κυκλάμινον ἡμίξηρον , λίτρον , κανθαρίδας , στέαρ , σανδαράκην . Περὶ παρθένου
5316861 γλυκυτατον
δυσὶ , διπλοῖς . Δοιοί : δύο ἰχθύες , σχῆμα γλυκύτατον . Δοιὼ ὄνομα , ἡ εὐθεῖα τῶν ἑνικῶν δοιός
κράϲεϲι τοῦ ϲώματοϲ πάϲαιϲ ἐπιτηδειότατον : εὔκρατον δὲ ἔϲτω καὶ γλυκύτατον τὸ ὕδωρ καὶ εἰ δὶϲ καὶ τρὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ
5316782 λευκαις
δ ' εἰπεῖν , Ἰνδοὺς ἐσθῆτι λευκῇ χρῆσθαι καὶ σινδόσι λευκαῖς καὶ καρπάσοις , ὑπεναντίως τοῖς εἰποῦσιν εὐανθέστατα αὐτοὺς ἀμπέχεσθαι
τὰς φρένας οὗτος εἶπεν . Λευκαῖς φρεσὶν ] * Τὸ λευκαῖς φρεσὶν ἐκαινοτόμησε Πίνδαρος ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ : εἰ γὰρ
5313924 θυμιαν
παρόντων βουλεύσασθαι , τῆς δὲ τύχης πρὸς τὴν προ - θυμίαν ἡμῶν πέρας ἐπιθεῖναι τοῖς ἐπιχειρήμασιν : εἰπὲ τοῦτο τὸ
παρόντων βουλεύσασθαι , τῆς δὲ τύχης πρὸς τὴν προ - θυμίαν ἡμῶν πέρας ἐπιθεῖναι τοῖς ἐπιχειρήμασιν : εἰπὲ τοῦτο τὸ
5304773 καυκαλις
τὰς κεφαλάς : καλὴ δέ ἐστιν ἐπὶ τούτων καὶ ἡ καυκαλὶς καὶ ὁ ἕλειος ἀσπάραγος καὶ τὰ σκόρδα πλείονα πάντων
: πάντα γάρ πως ἐμφερῆ ἔχει τῷ κιχορίῳ : πάλιν καυκαλὶς ἔνθρυσκον ἡδύοσμον . οἱ δὲ μυρία ἄλλα καλοῦσιν ,
5303433 πυρους
νῦν δὲ τὸν χέδροπα μόνον καὶ τὸν μάραθον ἔσθουσι , πυροὺς δ ' οὐ μάλα . καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας
ἡμίεκτον : οὐ γὰρ ἐγένοντο τῆτες . τοὺς μὲν οὖν πυροὺς καὶ τὰς κριθάς , ἔφην , ὑμεῖς λάβετε ,
5303026 Δημητρι
ἐν δὲ θεοῖσιν ἐπὶ φλογὶ καιέμεν ὄμπας . τούτους γὰρ Δήμητρι ἔθυον . Νίκανδρος δὲ ἰδίως εἴρηκε τὰ κηρία ὄμπας
. . οἷς μέτεστιν , οἷς ὅσιον . . τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ τὸ φέγγος οἴσων . . .
5296807 τυρῳ
, ὀπτᾶν ὀρθῇ κεντήσαντα δέμας νεοθῆγι μαχαίρᾳ . καὶ πολλῷ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ τοῦτον ἄλειφε : χαίρει γὰρ δαπανῶντας ὁρῶν
. ἐνιφυρήσαντες : συζυμώσαντες , ἐμμίξαντες , μίξαντες ταύτην τῷ τυρῷ καὶ τῷ ψωμῷ . Οὐ μετὰ δηρόν : μετ
5296433 ἐδωδιμον
ἑρπετοδήκτους ὠφελεῖ . Θρίδαξ ὑγρὸν καὶ ψυχρόν ἐστι λάχανον , ἐδώδιμον καὶ πᾶσι γνωστόν , ὃ καὶ μαϊούλι λέγεται παρὰ
εἴρηται τὰ ὀξύβαφα , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν εἰς τὴν ἐδώδιμον χρείαν , ὡς ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνης ὀξύβαφον ἐντευθενὶ προσθοῦ
5293244 συκην
χαῦνον . πῖσαι : ποτίσαι . σικυώνην : τὴν ἄγριον συκῆν . σοφίην : ὁτὲ μὲν τὴν τέχνην , ὁτὲ
περὶ ψωριώσης συκῆς . ναʹ . ἐκ τῶν Δημοκρίτου : συκῆν κοιλιολυτικὴν εἶναι καὶ πρώϊμα σῦκα φέρειν . νβʹ .
5288920 κερασον
αὐλὴ πρόσειλος γάλα ὀρνίθων γῆν σμηκτρίδα εὖ ἔχειν στόμα εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον εὐκτότατον γάμον μακρὸν χαλκίον περίζυξ καὶ ἄζυξ
ἤγουν ἑκάστη οἰκειουμένη αὐτοῖς τόθι ] ὅπου διὲκ ποσίν : κέρασον τῷ οἴνῳ τὰ ῥιζία ταῦτα , ἃ δὴ ὑποτρέφεται
5287598 πλακουντα
. εἶτα μὴ ἔλθῃ καὶ ἄρῃ αὐτά ; ἀλλὰ σὺ πλακοῦντα δεικνύων ἀνθρώποις λίχνοις καὶ μόνος αὐτὸν καταπίνων οὐ θέλεις
δὲ φιλοπλάκουντος ὢν οὐκ ἂν περιεῖδον τὸν θεῖον ἐκεῖνον ἐξυβριζόμενον πλακοῦντα . μνημονεύων οὖν ὁ κωμικὸς Πλάτων εἴρηκεν ἐν τῷ
5285751 ταυρους
λευκὸν , τοῦ Ὁμήρου εἰπόντος , ὅτι χρὴ θύειν „ ταύρους παμμέλανας ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ „ . ἀλλὰ βοηθεῖται τὸ ἀργᾶντα
: τοὶ δ ' ἐπὶ θινὶ θαλάσσης ἱερὰ ῥέζον , ταύρους παμμέλανας , ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ . ἐννέα δ ' ἕδραι
5284689 πυρον
. ὁ δ ' ὄνος γ ' ἔκαμνεν ἑσπέρης ἀλετρεύων πυρὸν φίλης Δήμητρος , ἡμέρης δ ' ὕλην κατῆγ '
καὶ σῖτος οὐ πολύς . Φέρει γὰρ καὶ ἡ χώρα πυρὸν μετρίως καὶ οἶνον πλείονα . Τῷ δὲ βασιλεῖ καὶ
5279919 καρδαμον
τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς , καννάβεως ὁ καρπός , κάρδαμον , καυκαλὶς ὡς δαῦκος , κερατωνία , ὥσπερ καὶ
δ ' ἐστὶ τεύτλιον θριδακίνη εὔζωμον λάπαθον νᾶπυ κορίαννον ἄνηθον κάρδαμον : καλοῦσι δὲ καὶ πρῶτον τοῦτον τῶν ἀρότων .
5271911 ᾠον
τὸν ὀφθαλμὸν θεραπεύειν : εἶτα ἐπιτιθέναι ἔριον μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ᾠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου καὶ ἐπιδεῖν ,
Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐν Συμποσίῳ : βολβὸς καὶ κοχλίας καὶ ᾠὸν καὶ τὰ ὅμοια δοκεῖ σπέρματος εἶναι ποιητικά , οὐ
5268918 μεμιγμενον
, ὅτι ἐνταῦθα οὐκ ἔστιν ἀλήθεια , ἀλλ ' ἔχει μεμιγμένον τὸ ψεῦδος καὶ οὐκ ἔστι καθαρὰ ἀλήθεια . ὡμολόγηται
στέρνα , βράγχος καλέεται . Τὸ γὰρ φλέγμα δριμέσι χυμοῖσι μεμιγμένον , ὅποι ἂν προσπέσῃ ἐς ἀήθεας τόπους , ἑλκοῖ
5259273 αἰπολειν
γνῷς οἷος ὢν ἐμὲ νουθετεῖς , τῆς παροιμίας σοι λεγούσης αἰπολεῖν . Σκόπει δὴ καὶ ἑτέραν ἀπολογίαν ἀνδρὸς σοφοῦ ,
εἶτα λιπογνώμονα . ποιμένες αἰπόλοι , ποίμνια αἰπόλια , ποιμαίνειν αἰπολεῖν , ποιμνῖται κύνες , αἰπολικοὶ κύνες . ἱπποφορβοί ἱπποφορβία
5255997 καθωσιωθη
ἢ τὰ πρὸ τῆς θυσίας γινόμενα θυμιάματα ἢ πλακούντια . καθωσιώθη : ἀντὶ τοῦ “ ἀφιερώθη ” , ἤτοι “
ᾗμεν τοῦ θεοῦ . Ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη , πελανὸς Ἡφαίστου φλογί , κατεκλίναμεν τὸν Πλοῦτον ,
5250573 Βακχου
ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ
τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον :
5243279 σινηπι
: τὰ δὲ δι ' ὀσφρήσεως κινοῦντα δάκρυον , οἷον σίνηπι , κρόμμυον , σιλφίου ὀπός : τὸν γὰρ καπνὸν
δὲ ὀδμὴ τὸ μὴ λαθεῖν αὐτὸν ἐσήμαινεν . Ἔδοξέ τις σίνηπι τετριμμένον ὑγρὸν πίνειν , ἔτυχε δὲ αὐτῷ δίκη οὖσα
5234074 πορνοβοσκοις
, οἷον ὑδραγωγοῖς ὁ Ἥφαιστος καὶ χαλκεῦσιν ὁ Ἀχελῴος καὶ πορνοβοσκοῖς ἡ Ἄρτεμις . Ὅσα οἱ ἄρρενες θεοὶ τοῖς ἀνδράσι
μόνοις δὲ τοῖς κεραμεῦσι καὶ μαγείροις τε καὶ βαφεῦσι καὶ πορνοβοσκοῖς . οὐκοῦν ἡ ζηλοτυπία καὶ ὁ φθόνος καὶ τὸ
5227173 ὀριγανον
ἑρπύλλου ἀπόζεμα , τριφύλλου σπέρμα ἢ φύλλων ⋖ α , ὀρίγανον Συριακόν , ἠρυγγίου ῥίζα ⋖ α μετὰ σταφυλίνου σπέρματος
: τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ ] βλησκούνιον γληχώ ] ὀρίγανον ποταμίησι ] ποτίμοις ἐμπλήδην δὲ ἀντὶ τοῦ πληρώσας ἐμπλήδην
5221544 Τροφωνιῳ
βλιχανώδεις εἰσὶ καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ;
τὴν λήκυθον ἐχρῶντο τῷ ἱμάντι πρὸς τὸ μαστιγοῦν , Μένανδρος Τροφωνίῳ . Αὐτόλυκος : Λυκούργου λόγος ἐστὶ κατ ' Αὐτολύκου
5217394 καστανον
ἐπιχέειν φησί . Τούτῳ τῷ μηνὶ φυτεύσομεν πᾶν δένδρον καὶ κάστανον ἀπὸ πασσάλου , μάλιστα ἐν τοῖς ψυχροτέροις καὶ ὑγροτέροις
γῆς : ἢ Καστανὶς πόλις Ποντική , ὅπου πλεονάζει τὸ κάστανον . Καστανέα ὄρος Θεσσαλίας , ἐξ οὗ τὰ κάστανα
5217069 ἀμπελον
κερασέας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ κλαδεύειν χρὴ καὶ τὴν χαμῖτιν ἄμπελον , ὀξυτάτοις δρεπάνοις , φυλαττομένους ἡμέρας καὶ ὥρας εὐδινάς
ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες ὂν εὐοινοτάτην ἄμπελον τρέφει τὴν δενδρῖτιν . πόλεις δ ' ἐπὶ θαλάττῃ
5216972 κερασας
ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ , ὡς ἡδίστῳ , ἴσον ἴσῳ κεράσας : ψυχρὸν δὲ χρὴ μάλιστα πίνειν : ῥοφήμασι χρέεσθαι
ἐπαλλάξασαν τὼ πόδε , καὶ μεταπῖσαι οἶνον γλυκὺν καὶ λευκὸν κεράσας εὐζωρότερον , καὶ ῥητίνην , μέλιτι διατρίψας , μίξας
5216656 δορυκνιον
βλαϲτοὶ καὶ ὁ χλωρὸϲ καρπὸϲ καὶ τὸ ἄνθοϲ βρομὸϲ μετρίωϲ δορύκνιον ψύχει πάνυ βρύον θαλάϲϲιον γλαύκιον μετρίωϲ καλάμου φραγμίτου μετρίωϲ
, βρόμος μετρίως , βρύον θαλάσσιον , γλαύκιον μετρίως , δορύκνιον πάνυ , ἐλαίας οἱ θαλλοὶ καὶ ὁ ἄωρος καρπός
5215591 μωλυ
; ἐπικάρσια δῆτα προσπεσοῦμαι . ἔχων μὲν ἐν τῇ χειρὶ μῶλυ κενὰ τῆς γνάθου . . . πολλὰ χωρία .
κύμινον , σπέρμα καππάρεως , τῆλις , σταφὶς ἐκγιγαρτισμένη , μῶλυ , κεδρίδες , ἀμύγδαλον , σήσαμον πεπλυμένον , δαφνίδων
5207053 βδαλλειν
πολέμιον ὑφορώμενος , καθάπερ , οἶμαι , κακὸς βουκόλος πολὺ βδάλλειν μόνον εἰδὼς καὶ τοὺς γαυλοὺς ἐμπιπλάναι τοῦ γάλακτος καὶ
. , . , ; , . Βδέλλα : Ἀττικοὶ βδάλλειν λέγουσιν τὸ ἀμέλγειν : ἀπὸ δὲ τοῦ βδάλλω γίνεται
5203207 πλακουντας
οἷον σεμίδαλιν καὶ ἴτριον καὶ τὸν καλούμενον πόλτον καὶ τοὺς πλακοῦντας καὶ τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ ὀστρακόδερμα πλὴν ἐχίνου καὶ
ἐγίνοντο , καὶ δημιουργοὶ ἔπλαττον . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : πέμψω πλακοῦντας ἑσπέρας χαρισίους . χαυλιόδων : κεχαλασμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας
5197806 Ὡραις
δὲ Κρατῖνος Σεριφίοις φησὶ δοῦλον καὶ πτωχόν , ἐν δὲ Ὥραις ἡταιρηκότα , εἰ ἄρα τὸν αὐτόν : Τηλεκλείδης δὲ
διδάσκειν οὐδ ' ἂν εἰς Ἀδώνια . ἐν δὲ ταῖς Ὥραις : ἴτω δὲ καὶ τραγῳδίας ὁ Κλεομάχου διδάσκαλος μετ
5197579 κομωσαι
' ἐν ταῖσι παλαίστραις Αἰγιναῖαι κατεβέβληντο δρυπεπεῖς , βώλοις τε κομῶσαι . Ἐγὼ γάρ εἰμι θυννὶς ἢ μελαίνας ἢ καὶ
Ἀθηνᾶς ἦσαν , αἱ δὲ σηκοί , αἱ πολύκλαδοι καὶ κομῶσαι . οὐκ ἐξῆν δὲ οὔτε τοὺς σηκοὺς οὔτε τὰς
5194189 μυρα
ἐπὶ κυπρίνου καὶ ἀμαρακίνου . δύναμιν δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ μύρα τὴν τῶν ἐμβαλλομένων ἐν αὐτοῖϲ εἰδῶν , ἢ ἐξ
ὅσων χαρίτων πλῆρες . ᾠδαὶ σκώμματα πότος εἰς ἀλεκτρυόνων ᾠδὰς μύρα στέφανοι τραγήματα . ὑπόσκιός τισι δάφναις ἦν ἡ κατάκλισις
5192971 στεφανους
δ ' ἄνθος καὶ τῇ ὄψει καλόν , ὥστε καὶ στεφάνους ποιεῖν ἐξ αὐτοῦ , καὶ φαρμα - κῶδες ,
αὐτῶν χορεύειν κοῦφα σκιρτῶσα πρὸς μέλος : Ἔρωτες δὲ ῥόδων στεφάνους πλεξάμενοι , οὓς ἐξ Ἀφροδίτης κήπων ὅταν θέλωσι δρέπονται
5191595 Νεμεσει
ἄγγος εἰς ὃ ἔβαλλον τὰς λάταγας , ὡς Κρατῖνος ἐν Νεμέσει δείκνυσιν : ὅτι δὲ καὶ χαλκοῦν ἦν , Εὔπολις
τὰς ὄρνις μόλις . ὀρνίθια δ ' εἴρηκε Κρατῖνος ἐν Νεμέσει οὕτως : τἄλλα πάντ ' ὀρνίθια . ἐπὶ δὲ
5190205 χολοεν
] καὶ τὰ οὖλα χολόεν ποτόν ] ἡ πικρὰ πόσις χολόεν ποτόν ] πικρὸν καὶ φαρμακῶδες εἰλύεται ] ἐμφέρεται στέρνοισι
ἀκόνιτον ἐπιγνώσεις αὐτίκα προσενεχθὲν τῷ στόματι χολόεν ] χολὴν ἐμποιοῦν χολόεν ] τὸ πικρόν , στυφόν ἰδέ ] καί στομίοισι
5189864 ὑακινθον
δὲ ἐπικοσμεῖ . ὑπηρετεῖ μὲν ἡ τοιάδε : οἵαν τὰν ὑάκινθον ἐν οὔρεσι ποιμένες ἄνδρες ποσσὶ καταστείβουσιν , ἐπικοσμεῖ δὲ
νεοθηλέα ποίην λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον πυκνὸν καὶ μαλακόν , ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψός '

Back