| , καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας , | ||
| αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ |
| δὲ τῶν μὲν παχεῖαι μᾶλλον τῶν δὲ ἀνωμαλεῖς , καθάπερ δάφνης ἐλάας : τῶν δὲ πᾶσαι λεπταί , καθάπερ ἀμπέλου | ||
| ἁπαλὰ φύλλα τρίψας ἐν ὀξυκράτῳ πότιζε : ἢ λιβανωτοῦ καὶ δάφνης ἴσα λεάνας πρόσφερε : ἢ ἄλευρον καθαρὸν καὶ λιβανωτὸν |
| , λεπτότατον ἄλευρον γενόμενον . Ἀλφίτων πάλη συνεργασθεῖσα χυλῷ ἑλίκων ἀμπέλου ἢ πολυγόνου ἢ μήλων ναυτίας ἰᾶται καὶ πυρώσεις . | ||
| ὑποσφυρίσασθαι οἱ ποιηταὶ τὸ ὑπαρόσαι λέγουσιν . ὁμοίως δὲ τῆς ἀμπέλου τὸ ἀπὸ γῆς ἕως τῆς ἐκφύσεως τῶν κλημάτων καλεῖται |
| καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους , ἃ καὶ κορήματα κλητέον . παῖς ἐκκορείτω | ||
| Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀπήμονα , ἀβλαβῆ . Ἄπια , εἶδος ὀπώρας . Ἀπίους εἴρηκε Πλάτων ἐν Νόμοις . Ἀπιστεῖν , |
| ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα βοτάνης * ὀπάζεο : λάμβανε ἐπιλέγεο δίδοθι χαιτήεσσαν : εἰ | ||
| , ἤτοι ἄλφιτα νεοθηλέα ] νεωστὶ βλαστήσαντα φυλλάδα ] εἶδος βοτάνης φυλλάδα ] βοτάνην τινά ἰσχνήν ] ξηράν , λεπτήν |
| τὴν σκευασίαν ; πότερον χλωρῷ τρίμματι βρέξας , ἢ τῆς ἀγρίας ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω ; ἔφα | ||
| ὅθεν καὶ τοῖς ὀνειρώττουσι δίδοται . οὕτω δὲ καὶ τῆς ἀγρίας καννάβεως ὁ καρπός , εἰ πλείω ποθείη , ξηραίνει |
| ἐπιθυμία γάρ ἐστιν κεφαλὴ πάσης ἁμαρτίας . καὶ ἔκλινα τὸν κλάδον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβον ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ | ||
| τὰ σαυτοῦ πρῶτον ἐπισκέπτου κακά . Μηδέποτε πειρῶ στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον : φύσιν δ ' ἐνεγκεῖν οὗ φύσις βιάζεται . |
| δὲ διερὸν τὸ ῥάκος γένηται , ἕτερον περιελίσσειν . Τῆς πίτυος τὸν φλοιὸν καὶ τοῦ ῥοῦ τὰ φύλλα ἐμβάλλων , | ||
| , μάννης τρίτον μέρος , καὶ σχοίνου ὀλίγον , ἢ πίτυος , ἢ κυπαρίσσου διεὶς ὕδατι πίνειν δίδου δὶς τῆς |
| Περσίδος . ταῶσι ] τοῖς κόλποις τοῖς πεποικιλμένοις , ὅτι πορφύρας ἔχουσι καὶ τιάρας : τοιοῦτοι γὰρ Πέρσαι ἀλαζόνες . | ||
| ἐκβρασμάτιον τῶν Ἰνδικῶν καλάμων , τὸ δὲ βαφικόν ἐστιν ἐπανθισμὸς πορφύρας ἐπαιωρούμενος τοῖς χαλκείοις , ὃν ἀποσύραντες ξηραίνουσιν οἱ τεχνῖται |
| , μέλιτι δευόμενα : ἐπὶ δὲ τούτοις μελίκρατόν τε καὶ ῥοιᾶς γλυκείας ὁ χυλός . Τὰ δὲ κατὰ μηροὺς ἐκτρίμματα | ||
| θαυμαστῶς . Κυπαρίσσου σφαιρίων τῶν μικρῶν καὶ ἁπαλῶν , σιδίων ῥοιᾶς ἀνὰ # γ , μέλανος οἴνου ὅσον ἐξαρκεῖ . |
| δὲ πικρὸς καί τι καὶ στύψεως ἔχει . Δάφνης τῆς πόας ἡ κρᾶσις ἐνεργῶς ἐστι θερμή : δριμεῖά τε γὰρ | ||
| ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει καὶ μάλα ἀγαπητῶς . δεῖται δὲ οὔτε πόας τηνικάδε οὔτε ἰχθύος ἐς βορὰν ἑτέρου , κρυμοῦ δὲ |
| . ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται | ||
| μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον , |
| ἑκάστοτε , ἡνίκ ' ἂν πωλῶσιν αἰγῶν κρανία , ξυλήφιον μυρρίνης ἔχουσα λεπτὸν ὀρθὸν ἐν τοῖς χείλεσιν : ὥστε τῷ | ||
| τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον . ἔστι δὲ τὸ δένδρον εὐπαχὲς μὲν |
| ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ | ||
| ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς |
| , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' εὐκεάτοιο θύου τ ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει | ||
| ἀρτίως ἐδηδεσμέναι οἷα ] ὥσπερ καρφεῖα ] ὁ καρπὸς τῆς κέδρου νέον ] νεωστί βεβρωμένα ] κεκομμένα βεβρωμένα ] ἐσθιόμενα |
| καὶ τὰς κώπας ἐποίησεν ὄφεις , τὸ δὲ σκάφος ἔπλησε κισσοῦ καὶ βοῆς αὐλῶν : οἱ δὲ ἐμμανεῖς γενόμενοι κατὰ | ||
| ἐν ἡλίῳ καὶ πυρὶ συστρέφεται . Βήχιον φύλλα ἔχει καθάπερ κισσοῦ , μείζονα δέ , ἓξ ἢ ἑπτὰ ἀπὸ τῆς |
| ἐπὶ τῶν τραπεζῶν τιθέναι τυρὸν καὶ φυστὴν δρυπεπεῖς τ ' ἐλάας καὶ πράσα , ὑπόμνησιν ποιουμένους τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς . | ||
| τὴν τομήν : ἀλλὰ τὸ τὸν κότινον μᾶλλον πονῆσαι τῆς ἐλάας ἄτοπον καὶ τὸ τὴν ῥόαν μηδὲν παθεῖν ἀσθενῆ πρὸς |
| ἐγκάθισμα καὶ ὑπατμισμόν , ἢ κηκῖδος ἀφέψημα ἢ σιδίων ἢ σχίνου εἰς ἐγκάθισμα . Πρὸς δὲ τὰς συλλήψεις συνεργεῖ σταφυλίνου | ||
| τινὰ τῶν ἐμψυχόντων ἢ ῥόδα ἢ ἀείζωα ἢ βάτον ἢ σχίνου κλῶνας ἢ ἕλικας ἀμπέλων ἤ τι τοιοῦτον , ὅπερ |
| σόγχος ὁ μηδέπω ξηρανθείς , στρατιώτης , τρίβολοι ἀμφότεροι , φοίνικος τῶν κλάδων ὁ χυλὸς καὶ ὁ ἐγκέφαλος καὶ ὁ | ||
| τῶν χειρῶν στέφανον περσαίας , τῇ δ ' ἑτέρᾳ ῥάβδον φοίνικος : ἐκαλεῖτο δὲ αὕτη Πεντετηρίς . Ταύτῃ δ ' |
| τρίψας μετ ' ὄξους δίδου πίνειν νήστει . ἄλλο . δάφνην μασησάμενος νῆστις τὸν χυλὸν καταπινέτω . καὶ τὸ μάσημα | ||
| ἄκραν ὑψηλήν , δασεῖαν δὲ σφόδρα καὶ ἔχειν δρῦν καὶ δάφνην πολλὴν καὶ μυρρίνους . λέγειν δὲ τοὺς ἐγχωρίους ὡς |
| ἐν ταῖς θαλείαις ἀναστρεφομένους , Μελπομένη δὲ ἀπὸ τῆς μολπῆς γλυκείας τινὸς φωνῆς μετὰ μέλους οὔσηςμέλπονται γὰρ ὑπὸ πάντων οἱ | ||
| ἢ ἐν μόνῳ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ ; ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς , ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας , ὢ τῶν |
| τήνδ ' , ἣν ἐλαύνειν χρῆν ς ' ὑπὲρ Νείλου ῥοὰς ὑπέρ τε Φᾶσιν , κἀμὲ παρακαλεῖν ἀεί , οὖσαν | ||
| ἐνταῦθα παῦε τῶν φόνων τῆς Ἰλίου , Κρήτης τραγῳδῶν τὰς ῥοὰς τῶν αἱμάτων . Ἐπεὶ γὰρ ἧκεν ὁ στρατὸς τοῦ |
| ἢ πειραθῆναι . ἀτμίζον κρέας : οἷον θερμὸν ἐκ τῆς χύτρας ἀνῃρημένον , ἔτι τὴν ἀτμίδα ἀναβάλλον . ἀκοῦσαι ὀργῶ | ||
| καὶ ἱδρύσανθ ' ἱερείῳ . ἐν δὲ τῷ Πλούτῳ τὰς χύτρας , αἷς τὸν θεὸν ἱδρυσόμεθα , λαβοῦσα ἐπὶ τῆς |
| χυλός , θρίδαξ μετρίως , ἴου τὰ φύλλα μετρίως , μηλέας Περσικῆς ὁ καρπός , μύκητες , πολύγαλον , ῥόδινον | ||
| καὶ τοῦ κιττοῦ : τὰ δὲ φυλλώδη , καθάπερ ἀμυγδαλῆς μηλέας ἀπίου κοκκυμηλέας . καὶ τὰ μὲν μέγεθος ἔχει , |
| φυτὸν ἀτάλυμνον προσαγορεύεται ] : ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ τῆς πτελέας ἐπιβάλλων ὑ - γρόν , ὃ δὴ καταρρέον ἐκ | ||
| τῆς ῥίζης μετρίως , πράσιον καταπλασσόμενον , πρόπολις μετρίως , πτελέας τὰ φύλλα , ὁ δὲ φλοιὸς καὶ ἡ ῥίζα |
| ἄλλων , ὥσπερ εἴρηται , τῶν πλείστων , ὥσπερ καὶ ῥάμνου καὶ παλιούρου καὶ οἴσου [ καὶ οἴτου ] καὶ | ||
| τινὲϲ δὲ τὸ ἀμμωνιακὸν μόνον λεάναντεϲ μετὰ τοῦ χυλοῦ τῆϲ ῥάμνου ἐγχρίουϲιν . αὐτὸϲ δὲ ὁ χυλὸϲ κατ ' ἰδίαν |
| , ὀπὸς κισσοῦ μέλανος . ἀντὶ ὀποῦ καρπάσου , ὀπὸς μυρσίνης . ἀντὶ ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ , ὀπὸς Συριακὸς , λάσαρος | ||
| οἶνον μέλανα αὐστηρὸν κεχλιασμένον ποσῶς ἢ εἰς ἀφέψημα βάτου ἢ μυρσίνης ἢ σχίνου ἢ σιδίων . μετὰ δὲ τὸ ἐγκάθισμα |
| . διὸ οὐχ ἅπαντα ἐνίων τὰ περικάρπια σπερμοφόρα καθάπερ τῶν βοτρύων αἱ μικραὶ ῥάγες ὡς οὐκέτι δυναμένης τελειῶσαι τῆς φύσεως | ||
| μὴν καὶ τὸ μεθύειν , ὦ Δάμι , οὐκ ἐκ βοτρύων μόνων ἐσφοιτᾷ τοὺς ἀνθρώπους , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν |
| ἦν ῥῆμα , ὁ μὲν φυλίης ἦν , ὁ δὲ ἐλαίης . , . . . Ε . ὣς ὁ | ||
| δόλος , ὡς ἐδάησαν ἰχθυβόλοι : θαλλοὺς γὰρ ὁμοῦ δήσαντες ἐλαίης ὅττι μάλ ' εὐφυέας μόλιβον μέσον ἐγκατέθηκαν , ἐκ |
| ἕως Αἰγίου στάδια ͵αυʹ . Ἔχει δὲ ὅμοιον σχῆμα φύλλῳ πλατάνου , κόλποις μεγάλοις τεμνομένη . Συνάγεται μὲν εἰς τὸν | ||
| , ἐρέβινθος ἄγριος , κύμινον αἰθιοπικὸν , κεδρίδες λεῖαι , πλατάνου φλοιὸς , καὶ τὸ σπέρμα τῆς τριφύλλου πόας : |
| : ἀβέβαιος γάρ ἐστιν ὁ βίος οὗτος . ἡμίονος ἐκ κριθῆς παχυνθεὶς ἀνεσκίρτησε βοῶν καὶ λέγων : „ πατήρ μού | ||
| τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει καὶ τὸ παρὰ φύσιν |
| ὄμφακα ξηρὸν κοπέντα καὶ σησθέντα : ἔστω δ ' Ἀμιναίας σταφυλῆς . Πότημα κοιλιακοῖς . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας , ῥοιᾶς χυλοῦ | ||
| τῶν ἀμπέλων πολλὰ κράζῃ , εὐοινίαν σημαίνει . Ἄνθρωπον ὑπὸ σταφυλῆς βλαβέντα , καὶ ἑαυτὸν θεραπεύοντα βουλό - μενοι σημῆναι |
| δὲ ἀγάλματα ἐν τῷ οἰκήματι εὑρέθη καὶ τράπεζά τε καὶ σίλφιον ἐπ ' αὐτῇ . τάδε μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσιν | ||
| ὀπός , ἡ Μηδικὴ βοτάνη . Στράβων „ φέρει δὲ σίλφιον ἡ χώρα , ἀφ ' ἧς ὁ Μηδικὸς καλούμενος |
| , μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης | ||
| κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ ' |
| τρύπημα , πρίονι τέμνειν . καὶ λοιπὸν ἔστω τὸ ἐγκεντρισθὲν κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου . Δεῖ λαβεῖν δύο διάφορα κλήματα | ||
| πληθόμενος σταγόνι , οὐδ ' ἔτι τοι μάτηρ ἐρατὸν περὶ κλῆμα βαλοῦσα φύσει ὑπὲρ κρατὸς νεκτάρεον πέταλον . Νύμφαι Ἀνιγριάδες |
| τῶν μαγείρων καὶ τῶν ἰδιωτῶν ψηφίσματι περιβάλλοντας . τὰς δὲ κριθὰς δεῖ καὶ τοὺς πυροὺς φυλάσσειν ὡς βέλτιστα καθάραντας καὶ | ||
| Ἑκαταῖος ἀρτοφάγους φησὶν εἶναι , κυλλήστιας ἐσθίοντας , τὰς δὲ κριθὰς εἰς ποτὸν καταλέοντας . Διὰ ταῦτα καὶ Ἄλεξις ἐν |
| τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς τρυγός , καὶ | ||
| γλήχωνος , θύμβρας , σαμψύχου , σκόρδου , οἴνου εὐώδους τρυγός , ἑκάστου τὸ ἶσον , στῆρος ἢ μυελοῦ τῶν |
| ' ὃ μετέβησαν : τὸ δ ' ἐν νεότητι παραμεῖναν ἄνθος εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν | ||
| κατὰ δὲ τὴν ἀρετὴν εὐστοχώτερος : ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ψυχῆς ἄνθος ἐν σώματι διαφαινόμενον : οἷον εἰ ξυνείης καὶ ποταμοῦ |
| τοῦ καρποῦ , νῆριν τε πρὸς τούτοις τὴν βοτάνην καὶ πηγάνιον ἐπιβαλών , θύμβρης τε ὁμοίως κλῶνας , ἀλλ ' | ||
| πλεῖστον , καὶ ὄξους ἐσκευασμένου . βλάπτεσθαι δέ φησι τὸ πηγάνιον ὑπὸ τῆς κάμπης . ἄλλως : ξύρησον , φησί |
| τὰ κεφαλόρριζα τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ τὰς δὲ ῥίζας μεγάλας καὶ σαρκώδεις . Οἷς δ ' ἐνυπάρχει δριμύτης | ||
| τὰ δένδρα , οὔρῳ παλαιῷ ἀνδρῶν ἢ κτηνῶν περιορύξας τὰς ῥίζας βρέχε ἅμα καὶ τὰ στελέχη . ἐὰν δὲ ὄμβροι |
| ἐπιχέειν φησί . Τούτῳ τῷ μηνὶ φυτεύσομεν πᾶν δένδρον καὶ κάστανον ἀπὸ πασσάλου , μάλιστα ἐν τοῖς ψυχροτέροις καὶ ὑγροτέροις | ||
| γῆς : ἢ Καστανὶς πόλις Ποντική , ὅπου πλεονάζει τὸ κάστανον . Καστανέα ὄρος Θεσσαλίας , ἐξ οὗ τὰ κάστανα |
| , ἀλλά τινα φύσιν ἐν μεθορίῳ , καθάπερ ἀπὸ ἀμπέλου κληματίδος ἀφαιρεθείσης εἰς ἑτέρας ἀμπέλου γέννησιν . Διό φησιν : | ||
| γὰρ χαλκοῦ ἄνθος πιεῖν ἄνθην ] ἰάνθινον ἴον κληματόεσσαν : κληματίδος , φησί , θρύψον σποδὸν ἐν τῷ ὄξει , |
| δὲ καὶ τῶν ῥοῶν καὶ εἴ τι ἄλλο μέχρι τοῦ ἄνθους ἀφικνεῖται μόνον . ἐν γὰρ τῇ ἰδίᾳ φύσει τὰς | ||
| σὺν δὲ τριάκοντα δραχμαῖς ἔτι καὶ δύο μίσγε ὁλκὰς ἐξ ἄνθους νάμασι πηγὸς ἁλός . καὶ † Ζακορίσου Μούσαις ἰσάριθμον |
| γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται γραίας ἀκάνθης πάππος ὣς φυσώμενος πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ ' | ||
| γνώμην ἀχερδούσιος , ἀντὶ τοῦ σκληρός : ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης , . , . * . . ? Ἀχερουσιάς |
| δὲ ἄλλων ὀρίγανον προσαγορεύεται : : καὶ τὰ στρόμβια τῆς θύμβρης κάλλιστον εἰδέναι , καὶ οὐκ ἂν μή ποτε ὑγιὴς | ||
| , νῆριν , πηγάνιόν τε περιβρυές , ἐν δέ τε θύμβρης δρεψάμενος βλαστὸν χαμαιευνάδος ἥ τε καθ ' ὕλην οἵας |
| ἀνώδυνον ἐπίθεμα κατ ' αὐτοὺς τοὺς παροξυσμοὺς χρωμένων : ὀποῦ μήκωνος , κρόκου ἀνὰ ⋖ δ λειώσας μετὰ γάλακτος βοείου | ||
| ' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκεν . οὕτω δὲ καὶ τὸ τῆς μήκωνος σπέρμα καὶ τὸ τοῦ κωνείου , καίτοι τοῦτο σφοδρότατον |
| δὲ τὰ ἄχυρα καὶ τὴν ὀπώραν , καὶ μάλιστα τὰς ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ | ||
| γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς ' ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους , τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ' φύτευον ὢν |
| χειμῶνος , ἐπιλάμψαντος δὲ τοῦ ἔαρος , τῆς ἐπὶ τὸ μάραθον ῥαθυμεῖ πορείας οὐδ ' ἀφικνεῖται πλησίον ἐπίτηδες αὐτοῦ , | ||
| καὶ ἡ μικροτέρα , κύμινον , λιβανωτοῦ ὁ αἴθαλος , μάραθον , μελάνθιον , μήου αἱ ῥίζαι , πήγανον ἥμερον |
| ” . ΓΘ οὐδέ ] ἄρξει . Γ εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγώ : ὡσανεὶ ἔλεγεν “ εἴπερ ἐξ ἀνθρώπων | ||
| οἱ ὄζοι πυκνότατοι καὶ στερεώτατοι μόνον οὐ διαφανεῖς ἐλάτης καὶ πεύκης καὶ τῷ χρώματι δᾳδώδεις καὶ μάλιστα διάφοροι τοῦ ξύλου |
| ἐπὶ τοῦ εἰς ὄξος μεταβάλλοντος οἴνου καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ὄμφακος εἰς γλυκὺν χυμὸν μεταβαλλούσης σταφυλῆς ἢ τοῦ ἄλλοτ ' | ||
| “ εὗδον Βορέω ὑπιωγῇ . ” ὑποπερκάζουσι μεταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ὄμφακος . ὑπεκπροθέων ὑπεκτρέχων . ὑπὲρ τοκήων κατὰ τῶν γονέων |
| ἐκ τῆς Λιβύης ὁρᾶσθαι ἐσπετομένην , οὐχ οἵαν κατὰ τὰς ἀγελαίας πελειάδας τὰς λοιπὰς εἶναι , πορφυρᾶν δέ , ὥσπερ | ||
| / [ Γηρυόνην ] ἔκτεινε [ καὶ ἤγαγε ] βοῦς ἀγελαίας : / ἑνδέκατον δ ' ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε [ |
| οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ | ||
| . Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ |
| οἷον , εἰρήνη : σαγήνη : Ἀρήνη : ἀθήνη εἶδος μελίσσης : Μεσσήνη : Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη : | ||
| ἀέκοντα κορέσκοις . ναὶ μὴν ῥητίνη τε καὶ ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε |
| θύννακος , οὐδὲ κρανίον λάβρακος , οὐδὲ γόγγρον , οὐδὲ σηπίας , ἃς οὐδὲ μάκαρας ὑπερορᾶν οἶμαι θεούς . Ἐκπεπίῃ | ||
| . μειράκιον ἐρωμένην ἔχον πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίει : τούτῳ παρέθηκα σηπίας καὶ τευθίδας καὶ τῶν πετραίων ἰχθύων τῶν ποικίλων , |
| χώρας ὅτι ἄμπελος φύεται δυσὶν ἀνδράσι τὸ πάχος δυσπερίληπτος , βότρυν πηχυαῖόν πως ἀποδιδοῦσα : βοτάνη τε ὑψηλὴ πᾶσα καὶ | ||
| ῥάγα , μετὰ μίαν , ἢ δευτέραν ἡμέραν θεωροῦσι τὸν βότρυν . ἐὰν οὖν μείνῃ ἐπὶ σχήματος ὁ τῆς ῥαγὸς |
| , βάλανον δὲ μετεξέτεροι καλέσαντο , ἐχθρὰ δ ' ἐλαίης ῥοιῆς τε πρίνου τε δρυός τ ' ἀπὸ πήματα κεῖται | ||
| ' αὐτῇσι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος καὶ ῥοιῆς [ ἄνθους ] καὶ ἀμπέλου πεπλεγμένοι : καὶ οὗτοι |
| : ἰσχυρότερον δὲ τούτου τὸ ἅλιμον : ἀπόλλυσι γὰρ τὸν κύτισον . Ἔνια δὲ οὐ φθείρει μὲν χείρω δὲ ποιεῖ | ||
| τε εἶναι τὴν Κέω ἰσχυρῶς καὶ νομὰς οὐκ ἔχειν : κύτισον δὲ καὶ θρία ἐμβάλλειν , καὶ τῆς ἐλαίας τὰ |
| δὲ ἔλαιον ἔχε ἀδηκτότατον διαφορητικόν , ὥσπερ τὸ διὰ τῆς ἐλάτης . καὶ μέντοι καὶ τερεβινθίνης ἔξεστιν ἐμβαλεῖν γο Ϛʹ | ||
| μέμνηται δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , . |
| ἄρχου τῶν ἀναπαίστων . Ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι , φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι , ὀλιγοδρανέες , πλάσματα πηλοῦ , σκιοειδέα | ||
| ἢ πράϲοιϲ ἢ πιτύροιϲ ἀνεζεϲμένοιϲ ὄξει ἢ κριθίνοιϲ ἀλεύροιϲ ϲυγκαθηψημένων φύλλων δάφνηϲ ϲὺν οἴνῳ , ἢ ϲπόγγον καινὸν εἰϲ ὄξοϲ |
| αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας . Πρωτεὺς δ ' ὅτ | ||
| τὴν κοινὴν ἐκτροχάσομεν . Δεῖ τοίνυν καρκίνους ποταμίους ἐπὶ κληματίδος λευκῆς ἀμπέλου καῦσαι , καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λειοτριβήσαντα ἔχειν |
| [ ] ἁλιτειχέα Κόμβης : [ μέλαν ] ? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη | ||
| ἐπέκεινα οὐκέτι ἐστὶ πλωτὰ διὰ βραχύτητα θαλάττης καὶ πηλὸν καὶ φῦκος . Ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος |
| τοῖς χείλεσι τοῦ ποταμοῦ , πολλῆς καὶ παντοίας ἐν αὐτοῖς φυομένης τροφῆς . διόπερ ὅταν γεύσωνται τοῦ θρύου καὶ τοῦ | ||
| Φρύνιχος τῆς Ἀτταλίδος . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς ἐν αὐτῷ φυομένης ἄγνου . ἐπιπολάζει γὰρ καὶ τοῦτο τὸ εἶδος παρ |
| ἀραιοτέρης : μάλα δ ' ἂν καὶ ἀμάρακος εἴη χραισμήεις πρασιῇσι καὶ ἀνδήροισι χλοάζων : ἐν δὲ τίθει τάμισον σκίνακος | ||
| ' ἐκ ῥαφάνοιο γενέθλη μακρή τε στιφρή τε φαείνεται ἐν πρασιῇσι . καὶ τὰς μέν τ ' αὔηνον ἀποπλύνας βορέῃσι |
| λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές | ||
| ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας |
| υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , δόρυ : δάκρυ : κάχρυ : ἄστυ : πῶϋ : μώλυ : γόνυ : | ||
| . Λιβανωτὶς ἡ μέν τις κάρπιμος , ἧς ὁ καρπὸς κάχρυ καλεῖται : φύλλα ἔχει μαράθῳ ὅμοια , παχύτερα δέ |
| τινος ἄλλου τῶν ἐδεσμάτων ἐσθίουσι τά τε σῦκα καὶ τὰς ἰσχάδας , οὐ μικρὰ βλάπτονται . θρίδαξ , ὡς ἐν | ||
| ' ὀπώρας αἱρείσθω τὰ πέπειρα σῦκα , τὰς δ ' ἰσχάδας ἐν χειμῶνι : καὶ γάλα δέ , εἰ πέττειν |
| κατὰ τὴν ἐν ἀρχῇ πρόθεσιν τοῦτο τέλος ποιησόμεθα τῆσδε τῆς βύβλου . Ὡς Πέρσαι Εὐαγόραν ἐν τῇ Κύπρῳ διεπολέμησαν . | ||
| . γελοῖοι οὖν οἱ λέγοντες Ναυκρατίτην στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου τῆς στεφανωτρίδος καλουμένης παρ ' Αἰγυπτίοις καὶ ἐκ ῥόδων |
| ἤτρῳ καταπλάσματα , καὶ ψύγματα καὶ χρίσματα ψύχοντα , οἷον θριδακίνης , κοτυληδόνος , φακοῦ τοῦ ἐπὶ τῶν τελμάτων , | ||
| ' ἐπιτιθέναι δεῖ φύλλα λαπάθου ἢ ἀμπέλου ἢ τεύτλου ἢ θριδακίνης : ὁ δ ' ὀξυγαλάκτινος τυρὸς καὶ τὰ μείζονα |
| κόλαξι παρεχόμενος , οὐ χρυσίου μόνον , ἀλλὰ νέου ψυχῆς ἁπαλῆς καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν τοιούτων θηρίων καταβοσκομένης , ὥσπερ | ||
| ἤν τε ὕδωρ : τρωγέτω δὲ καὶ τῆς ὀριγάνου τῆς ἁπαλῆς ὡς πλεῖστον , ἐς μέλι ἀποβάπτων : ἢν δὲ |
| , πρασίου , ἐλλεβόρου λευκοῦ , τῆς Ποντικῆς ῥίζης , ἀνεμώνης , πηγάνου , καὶ μᾶλλον ἀγρίου , καστόρειον , | ||
| ἄνθος φοινικοῦν , ἐνίοτε δὲ λευκόν , ὅμοιον τῷ τῆς ἀνεμώνης : καρπὸς πυρρός : ῥίζα δ ' ὑπομήκης , |
| ἀναφυρόμενα χρήσιμα . Κάλλιστον δὲ κατάπλασμα ποδαγρικὸν καὶ τοῦτο : κυπαρίσσου κλωνάρια τρυφερὰ καὶ τὰ σφαιρία βαλὼν εἰς χύτραν σὺν | ||
| ὀπτήσας , τὸν χυλὸν ξὺν οἴνῳ μέλανι πίνειν . Ἢ κυπαρίσσου καρπὸν ὅσον τρία ἢ τέσσαρα , καὶ μύρτα μέλανα |
| , ὄστρακον καὶ μᾶλλον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων , κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα . Σελίνου , πετροσελίνου , μαράθου | ||
| πολεμεῖν , καὶ ὑπισχνεῖτο κρατήσειν , ἢν ἐς Κῶ ἐλθόντες ἐλάφου παῖδα ἐς ἐπικουρίην ἀγάγωνται ξὺν χρυσῷ σπεύσαντες , ὡς |
| ὁ φιάλας ἐξ ἱερῶν ὑφαιρούμενος , ὁ στεφάνους , ὁ θυμια - τήρια καὶ ὅσα τοιαῦτα [ εἰδικὰ ὀνομάζων ἀπολογήσεται | ||
| ὁ φιάλας ἐξ ἱερῶν ὑφαιρούμενος , ὁ στεφάνους , ὁ θυμια - τήρια καὶ ὅσα τοιαῦτα [ εἰδικὰ ὀνομάζων ἀπολογήσεται |
| περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς Λακωνικάς , στέφανον δάφνης χρυσοῦν ἐστεμμένος , καὶ διανέμων τὰ τῶν πλουσίων τοῖς πένησι , | ||
| ταχέως . Ἡ δὲ νέα εἰρεσιώνη θαλλὸς ἦν ἐλαίας , ἐστεμμένος ἐρίοις , καὶ προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ γῆς |
| πεύκην καὶ τὴν ἐλάτην ἀντωθεῖν . τὸ δὲ τῆς Εὐβοϊκῆς καρύας , γίνεται γὰρ μέγα καὶ χρῶνται πρὸς τὴν ἔρεψιν | ||
| καὶ σχεδὸν ἴσον τῷ τῆς [ δάφνης ] ἀνδράχλης καὶ καρύας , ἀκάνθας δ ' οἵας ἄπιος ἢ ὀξυάκανθος , |
| εἶναι : τοῦ τε λίνου τὸν καρπὸν κόψας καὶ τῆς ἀκτῆς , ξυμμίξας δὲ ἐν μέλιτι καὶ ποιήσας φάρμακον , | ||
| ' ἀνέμῳ λίνα μεσσόθι , τῆλε δ ' ἀπ ' ἀκτῆς γηθόσυνοι φορέοντο παραὶ Ποσιδήιον ἄκρην . ἦμος δ ' |
| κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον | ||
| οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο : |
| , καὶ τὸ ἐντὸς ὑγιὲς τηρήσας , ἀνοίξας τε τὸ ἀμύγδαλον , εἰς τὸ ἐντὸς ὃ βούλει καταγράψας , καὶ | ||
| . Ἀπὸ μὲν οὖν σπέρματος φυτεύεται πιστάκιον , λεπτοκάρυον , ἀμύγδαλον , κάστανον , δωρακινόν , δαμασκηνόν , στρόβιλος , |
| οὐ γίνεται , οὐ γὰρ γίνεται ἐξ ἑτέρου ὅθεν τὸ φύλλον τὸ πρῶτον τροφὴν ἕξει , ἀλλ ' αὐτὸς ὁ | ||
| δὲ βάλανος ἔχει μὲν τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον |
| ἑψεῖν ἐν ὕδατι καὶ ἀπηθεῖν . Ἢ σμύρνης ὀξύβαφον , λιβανωτὸν , σέσελι , νέτωπον , ἴσον ἑκάστου , χλιαρῷ | ||
| ἔπειτα ἀποχέας κλύζε . Ἕτερον : σμύρνης ὅσον ὀξύβαφον , λιβανωτὸν , σέσελι , ἄνισον , λίνου σπέρμα , νέτωπον |
| , Γλαύκωνος ὢν μεγάλου γένους , ἀβελτεροκόκκυξ ἠλίθιος περιέρχεται , σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων ; Οὐχ ὁρᾷς ὅτι Φιλωνίδην | ||
| Λέαγρος , Γλαύκωνος ὢν μεγάλου γένους , ἀβελτεροκόκκυξ ἠλίθιος περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων . Ἀναξίλας : τὰ δὲ |
| ἔκτανε * Ἀμυκλαίου : τοῦ Λακωνικοῦ * ἤραξε : ἔκοψε ὀποῖο : ὀπὸν νῦν τὸν Κυρηναικόν φησι , δάκρυα δὲ | ||
| κνηστῆρι κατατρίψαιο χαρακτῷ σιλφίου , ἄλλοτε δ ' ἶσον ἀποτμήξειας ὀποῖο : πολλάκι δ ' ἀγροτέρης τραγοριγάνου ἠὲ γάλακτος πηγνυμένου |
| Νεμείοις παγκρατίου στέφανον , οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ ' οἰνάνθας ὀπώραν , ἐκ δὲ Κˈρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς | ||
| τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς . 〚 |
| αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους | ||
| δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . . |
| μελέας τέφραν σὺν ὄξει , ἢ ἀσφοδέλου φύλλα , ἢ συκαμίνου φύλλα μετὰ τοῦ καρποῦ , ἢ δάφνης φύλλοις ἁπαλοῖς | ||
| τῶν δὲ χυλῶν οἱ μέν εἰσιν οἰνώδεις , ὥσπερ ἀμπέλου συκαμίνου μύρτου : οἱ δ ' ἐλαώδεις , ὥσπερ ἐλάας |
| . εἰ δ ' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ | ||
| καθαρῷ , δίδου προστίθεσθαι . Ἄλλο : κυκλάμινον ἡμίξηρον , λίτρον , κανθαρίδας , στέαρ , σανδαράκην . Περὶ παρθένου |
| . Εὔζωμον , μάραθρον , ἄνηθον , σμύρνιον ὁμοίως , σέλινον , σήσαμον , σικύου σπέρμα , κάχρυ , σμύρνα | ||
| ἀγώνων , οἷον Ὀλυμπίων κότινος , Πυθίων δάφνη , Νεμέων σέλινον χλωρὸν , Ἰσθμίων σέλινον ξηρόν . δᾶμον Ὑπερβορέων : |
| ἀγαγόντες δὲ εἰς τὰς κώμας τοὺς ἁλόντας τοῦ τε χλωροῦ καλάμου καὶ τῆς πόας τὰ πρῶτα ἐμφαγεῖν ἔδοσαν , οἳ | ||
| τε τυγχάνουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν , καὶ καλάμου ῥίζης ⋖ βʹ , ἢ κυπείρου τὸ αὐτό : |
| ζῴου ἐμπεσόντος εἰς ἀκοήν , ἔνσταζε πρὸς τὸ ἀναβιβασθῆναι αὐτὸ μαλάχης χυλὸν ἢ κενταυρίου ἀφέψημα μετ ' ὄξους , ἢ | ||
| τῆς μαλάχης , καὶ ἐπιθήσεις . τῷ δὲ τῆς ἀγρίας μαλάχης χυλῷ εἴ τις χρίσαιτο σὺν ἐλαίῳ , οὔτε ὑπὸ |
| κάτω προσδεδεμένου , βρόχος ἀνισότονος τῷ πήχει περιτιθέσθω πλησίον τοῦ καρποῦ , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ | ||
| δὲ κοινὸν ἐπὶ πάντων ἀπόρημα τί δή ποτε ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς ἥδιστα φαίνεται , διὸ καὶ οἱ μυροπῶλαι |
| δὲ ἡ τῶν ἐπιπλαϲμάτων ὕλη , μελίλωτον καὶ μήκωνεϲ καὶ τερμίνθου δάκρυον καὶ ὕϲϲωπον καὶ λίπαϲ τὸ ἀπὸ ῥόδων ἢ | ||
| καύκαλις ἔτι μὴν καὶ σπέρμα ὁμοίως σταφυλίνου , καὶ καρπὸς τερμίνθου χλωρὸς καὶ φῦκος ἄβροχον θαλάττιον καὶ τὸ ἀδίαντον καθαρόν |
| . ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “ | ||
| πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός |
| γεύσασθαι κρέως τῶν ἀθεσμοτάτων εἶναι δοκεῖ , Σύρων δέ τινες περιστερᾶς , ἄλλοι δὲ ἱερείων . ἰχθῦς τε ἐν τισὶ | ||
| κατάπλασσε : ἢ φακῷ ἑφθῷ λείῳ μετὰ μέλιτος κατάπλασσε . περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνην εἰλήσας κατάκαυσον , ἕως τέφρα γένηται |
| Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ἀντιφάνης δέ : καὶ νᾶπυ Κύπριον καὶ σκαμωνίας ὀπὸν καὶ κάρδαμον Μιλήσιον καὶ κρόμμυον Σαμοθρᾴκιον καὶ καυλὸν | ||
| εἰσὶν τίνες ; ἄρτοι τρυφῶντες . Καὶ νᾶπυ Κύπριον καὶ σκαμωνίας ὀπόν , καὶ κάρδαμον Μιλήσιον , καὶ κρόμμυον Σαμοθρᾴκιον |
| τετρωμένον , βεβλημένον . Λήγει : ῥέει , παύει . πετάλων : φύλλων . λήγει μὲν πετάλων : τουτέστι φυλλοῤῥοεῖ | ||
| ἐλαίας γράφεσθαι τὸν δυνατώτατον τῶν πολιτῶν , διαριθμηθέντων δὲ τῶν πετάλων τὸν πλεῖστα πέταλα λαβόντα φεύγειν πενταετῆ χρόνον . τούτῳ |
| τὸν τούτου ὑποκριτήν . ἔρυθρον ] κόκκινον . . , βεβαμμένον κοκκίνῳ . τοῖς παιδίοις ] τοῖς θεαταῖς , τοῖς | ||
| αὐτῶν : οἶμαι δέ , ὅτι ἔριον ἐπετίθουν ἐκ κογχύλης βεβαμμένον . τῇ κόγχῃ ] τῷ κογχυλίῳ . πάνυ Γ |
| χαῦνον . πῖσαι : ποτίσαι . σικυώνην : τὴν ἄγριον συκῆν . σοφίην : ὁτὲ μὲν τὴν τέχνην , ὁτὲ | ||
| περὶ ψωριώσης συκῆς . ναʹ . ἐκ τῶν Δημοκρίτου : συκῆν κοιλιολυτικὴν εἶναι καὶ πρώϊμα σῦκα φέρειν . νβʹ . |
| καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ | ||
| . . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ |
| χόριον , αὐλίσκον τε λεπτὸν ἐοικότα ἐντέρῳ ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ | ||
| β . ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ καὶ μετὰ πάνακος ῥίζης ὀβολοῦ ἑνός . ἐνιέναι δὲ καὶ τῇ μήτρᾳ τὰ |
| , τουτέστι δαφνέλαιον δίδου πιεῖν χαίτην ] τρίχα ἢ πέπερι κνίδης τε : κνίδην λέγει τὴν ἀκαλήφην : εἴρηται δὲ | ||
| φλέγμα συλλέγειν ἔνιοι μὲν τὰ διὰ καρδαμώμου καὶ κυμίνου καὶ κνίδης σπέρματος καὶ πεπέρεως ἐκλείγματα παραλαμβάνουσιν . ἡμεῖς δὲ ταῦτα |
| κερασέας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ κλαδεύειν χρὴ καὶ τὴν χαμῖτιν ἄμπελον , ὀξυτάτοις δρεπάνοις , φυλαττομένους ἡμέρας καὶ ὥρας εὐδινάς | ||
| ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες ὂν εὐοινοτάτην ἄμπελον τρέφει τὴν δενδρῖτιν . πόλεις δ ' ἐπὶ θαλάττῃ |