μὴ γινώσκειν τὸν ποιητήν , ἀλλὰ διὰ τοῦ ἔμπης αὐτὴν ἐκφέρει . ὥστε εἰ μὲν ὁμῶς περισπωμένως , ἔστιν ὁμοίως
ἔργων πρὸς τὸν ἐργαζόμενον ποδηγεῖσθαι . ποῖ δῆτα οὖν ἡμᾶς ἐκφέρει τὰ ἔργα καὶ ποίαν ἐπιδείκνυσιν ἀτραπόν ; οὔ τί
5732258 πτελεα
ἐτέλεσεν τὴν διακονίαν ὀρθῶς . παρὰ τοῖς οὖν ἀνθρώποις ἡ πτελέα δοκεῖ καρπὸν μὴ φέρειν , καὶ οὐκ οἴδασιν οὐδὲ
μετρίας μετέχει στύψεώς τε καὶ ῥύψεως , ὥσπερ καὶ ἡ πτελέα , καθαίρει καὶ ἀναπληροῖ τὰ καθαρὰ τῶν ἑλκῶν :
5664213 συκη
Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ εἰς
οὖσαν ἐφυδρεύωσι πολλῷ . ῥόα δὲ καὶ ἄμπελος φίλυδρα . συκῆ δὲ εὐβλαστοτέρα μὲν ὑδρευομένη τὸν δὲ καρπὸν ἴσχει χείρω
5583808 μηλεα
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει
5324846 κηλαστρον
ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη : τὰ δὲ ἄλλα πάντα φυλλοβολεῖ
Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη , ταῦτα δὲ φύεται περὶ τὸν
5320297 διατριβει
καὶ πράξας ὑποστρέψει , ἐν δὲ Παρθένῳ χρόνιος ἐν ξένοις διατρίβει , ἀβλαβὴς δ ' εἰς τὰ ἴδια πάλιν προσαναζεύξει
γιγνώσκουσα αὐτὰ ταῦτα ἐφ ' οἷς ἐσπούδακε καὶ περὶ ἃ διατρίβει , τὰ πλάσματα τῆς παμπαθοῦς ὕλης ἀσπάζεται , ἁπλοῦν
5296053 τριβολος
φύλλα ὥσπερ ἐπινέοντα καὶ κρύπτοντα τὸν τρίβολον , ὁ δὲ τρίβολος αὐτὸς ἐν τῷ ὕδατι νεύων εἰς βυθόν . τὸ
αἱμορροΐδας ἀναστομοῖ . Ὕδωρ ψυχρόν , ἀείζῳον , ἀνδράχνη , τρίβολος χλωρός , ψύλλιον , φακὸς ὁ ἀπὸ τῶν τελμάτων
5239890 καινοισι
διάφορος ὁ Φιλόξενος . πρώτιστα μὲν γὰρ ὀνόμασιν ἰδίοισι καὶ καινοῖσι χρῆται πανταχοῦ . ἔπειτα τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν
διάφορος ὁ Φιλόξενος . πρώτιστα μὲν γὰρ ὀνόμασιν ἰδίοισι καὶ καινοῖσι χρῆται πανταχοῦ : ἔπειτα τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν
5175225 βλαστανει
Ἵππος ποτάμιος γραφόμενος ὥραν δηλοῖ . Ἔλαφος κατ ' ἐνιαυτὸν βλαστάνει τὰ κέρατα , ζωγραφουμένη δέ , πολυχρόνια σημαίνει .
ἄνωθεν καὶ ἐπικοπῇ τὸ ἄκρον , φθείρεται πάντα καὶ οὐ βλαστάνει , καθάπερ οὐδ ' ἐπικαυθέντα ἢ πάντα ἢ ἔνια
5172164 ῥοια
ἐάν τε ἄππιον , ἐάν τε μῆλον , ἐάν τε ῥοιὰ ἢ κίτριον ὑπάρχῃ , καὶ ἀποδέξεται τοὺς τύπους .
βλάστησιν . ὥσπερ δὲ ἀνωτέρω εἴρηται , πάνυ χαίρει ἡ ῥοιὰ τῇ μυρσίνῃ , ὡς ὁ Δίδυμος ἐν τοῖς γεωργικοῖς
5168450 τρεφει
Ἀκιδνός : ὁ ἀσθενής : Ὅμηρος : οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο . παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός ,
κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικά . Φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει : . Συνεσίου . Χαμαιλέων ζῷόν ἐστιν εἰς πάντα
5165736 ἀκανθωδη
λεπτοκαρύου μᾶλλον , καὶ πολὺ πλέον σὺν ἰσχάσιν . τὰ ἀκανθώδη πάντα μετρίως ἐστὶν εὐστόμαχα , τουτέστι σκόλυμος , ἀτρακτυλίς
: οὐ γὰρ ἐπετειόκαυλόν ἐστι . τὰ μὲν οὖν ὅλως ἀκανθώδη τοιαύτην τινὰ ἔχει φύσιν . Τῶν δὲ φυλλακάνθων τὸ
5156962 σκευασθεισα
λειουμένη ἑψεῖται , ἔστε ἂν ἐπιθέματος πάχος ὑπάρχῃ . οὕτω σκευασθεῖσα χρησιμεύει παραπλησίως τοῖς πλείστοις ἐπιθέμασι , καὶ σχεδὸν πρὸς
μετὰ ψιχῶν καὶ ῥοδίνου ἀναληφθέντα . καὶ κηρωτὴ δὲ καλῶς σκευασθεῖσα τὰ μέγιστ ' ὠφελεῖ . εἰ δὲ ὁ καιρὸς
5102356 ἀγελαια
αὐχένα καὶ ἱλαρὸν βλέπων ἐς τὴν βοῦν , ἡ δὲ ἀγελαία τε καὶ ἄνετος καὶ λευκὴ πᾶσα ἐπὶ μελαίνῃ τῇ
αὐχένα καὶ ἱλαρὸν βλέπων ἐς τὴν βοῦν , ἡ δὲ ἀγελαία τε καὶ ἄνετος καὶ λευκὴ πᾶσα ἐπὶ μελαίνῃ τῇ
5092491 κνα
καὶ γίνεται υא καὶ ποιεῖ ⃞ον τὸν ἀπὸ πλ . κνα / . Δεῖ οὖν τὸν ιγ διαιρούμενον εἰς δύο
εἰς δύο ⃞ους κατασκευάζειν τὴν ἑκάστου πλ . ὡς ἔγγιστα κνα / , καὶ ζητῶ τί ἡ τριὰς λείψασα ,
5078804 ἀφαρκη
φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς
φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη , ταῦτα δὲ φύεται περὶ τὸν Ὄλυμπον , ἀνδράχλη
5052892 ἀπολλυσιν
ὕδατι καὶ νότῳ . Ἐναντία γὰρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ ἀπόλλυσιν ἄμφω τὰς ὀσμάς . Ἀλλὰ δεῖ καθάπερ τὰ ἀπομάγματα
μαρτυρηθέντα [ - ] ἁλίσκεται [ ] ὁ καταμαρτυρούμενος καὶ ἀπόλλυσιν ἢ χρήματα ἢ αὐτὸν [ διὰ ] τοῦτον ὃν
5029665 ἐπιεισομαι
εἰς πόλεμον . . . . νῦν αὖ τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι , ὅν κε κι - χείω : ἡ διπλῆ
καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι . νῦν αὖ τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι , ὅν κε κιχείω . Ἦ , καὶ Παιονίδην
5025384 σῳζει
τείχη ναῦς τε κεκτῆσθαι μακράς : τὸ δὲ μάθημα τοῦτο σῴζει παῖδας , οἶκον , χρήματα . Ἔστι μὲν λόγων
, ἀβέβαιον δὲ φιλία , μὴ συλλαμβανούσης τύχης . αὕτη σῴζει καὶ τὸν νοσοῦντα ἐν τῷ τέλει καὶ τὸν νηχόμενον
5019588 ἀλσωδη
καὶ ἀκτέος : ἔτι δὲ μᾶλλον τὰ ἄκαρπα δοκοῦντα καὶ ἀλσώδη , λεύκη πτελέα ἰτέα αἴγειρος : πλάτανος δὲ μικρῷ
ἐπιτηδείους καὶ θεραπείαν τὴν ἁρμόττουσαν : ὥσπερ καὶ νῦν τὰ ἀλσώδη καὶ φίλυδρα , λέγω δ ' οἷον πλάτανον ἰτέαν
4993856 ἐπισπαται
, κατάρρους δὲ ἀπ ' αὐτῶν φέρεται Νεῖλος , ἣν ἐπισπᾶται γῆν ποιῶν Αἴγυπτον . ἡ δὲ ἠχὼ τοῦ ῥεύματος
τε γὰρ οὐσίαν ἐν τῇ κεφαλῇ διαφορεῖ καὶ ἑτέραν οὐκ ἐπισπᾶται , ὅπερ οὐδενὶ τῶν ἄλλων συντετύχηκε φαρμάκων . Ἀνήσου
4985460 εὐλογησε
: ὅτι ἐν πρωτογενήμασι καρπῶν γῆς εὐλόγησε Κύριος , καθὼς εὐλόγησε πάντας τοὺς ἁγίους , ἀπὸ Ἄβελ ἕως τοῦ νῦν
χρησμοί , ὅτι ” Ἀβραὰμ ἦν πρεσβύτερος προβεβηκὼς καὶ κύριος εὐλόγησε τὸν Ἀβραὰμ κατὰ πάντα ” . τοῦτό μοι δοκεῖ
4973155 κυπαριττος
μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος : τῶν δ ' ἀγρίων ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος
πλείων , ἐλάτη τε καὶ πεύκη καὶ κέδρος , ἔτι κυπάριττος δρῦς καὶ ἄρκευθος : ὡς δ ' ἁπλῶς εἰπεῖν
4968215 μυρρινος
καὶ ὅσα προσφιλῆ τυγχάνει καθάπερ δοκεῖ τῶν δένδρων ἐλάα καὶ μύρρινος : τάς τε γὰρ ῥίζας συμπλέκεσθαί φησι τῶν δένδρων
καὶ ἐκ τῶν πλαγίων φύεται , καθάπερ ἄπιος ῥόα συκῆ μύρρινος σχεδὸν τὰ πλεῖστα : τὰ δ ' ἐκ τοῦ
4953945 θαλλοντα
τοῖς αὐτοῖς δένδρα τε ἀναδραμόντα καὶ ὑπὸ τοῖς δένδρεσι λήια θάλλοντα , μᾶλλον δὲ καὶ μεμερισμένως ταῦτα δείκνυσι καὶ κατὰ
πεφύκει , κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ ' ἀδίαντον καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις . ὕδατι δ ' ἐν
4938323 φοινικα
σφραγίτιδι τὰ ὑπέρυθρα προβάλλων . Τὰ δ ' ἐρυθρὰ καὶ φοινικᾶ τοῦ χρώματος τῶν ὀπωρῶν ταῖς ἐρυθρὰ προβαλλομέναις χρώματα κεράσοις
, χρυσᾶ , καὶ κεραμεᾶ ἀπὸ τοῦ κεραμεοῦν , καὶ φοινικᾶ ἀπὸ τοῦ φοινικοῦν . . Ψ ψαθάλλειν : τὸ
4928483 φιλυκη
τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ '
, ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη : τὰ
4911789 ἰτεα
Ι κατ ' ἀρχὴν πρὸ τοῦ Τ συστέλλεται : ἴτυς ἰτέα , [ ἴτριον ] . Ἴτωνά τε καὶ ἴτεαι
ἐκπεσὸν ὑπὸ χειμῶνος ἀνέστη πάλιν αὐτόματον ὥσπερ ἐν Φιλίπποις μὲν ἰτέα , ἐν δὲ Ἀντάνδρῳ πλάτανος καὶ τῆς μὲν οὐδὲν
4910259 ψυχουσα
παραλιπεῖν . ἡ δ ' ὅλη τῆς διαίτης κατάστασις οὐ ψύχουσα καὶ ὑγραίνουσα τὸ σύμπαν , ἀλλά τι καὶ τοῦ
ἡ δὲ δείλη , ποτὲ μὲν θερμαίνουσα , ποτὲ δὲ ψύχουσα , τὸ φθινόπωρον , ἡ δὲ νὺξ , ψυχροτέρα
4906127 φιλυρα
δηλονότι . . φιλύρινον : Καλλίστρατος χλωρόν . ἡ γὰρ φιλύρα χλωρόν . χλωρὸς δὲ καὶ οὗτος . Εὐφρόνιος κοῦφον
τὰς θερινὰς στραφέντα τὰ φύλλα τῆς ἐλαίας , ὥσπερ ἡ φιλύρα , καὶ ἡ πτελέα , καὶ ἡ λεύκη .
4871963 γαλεα
Ψύλλων θεραπεύεται . ἀντιπαθὴς δὲ τῶι κινάδηι ἐστὶν ἡ κατοικίδιος γαλέα : ταύτης γὰρ οὔτε τὴν ὀσμὴν οὔτε τὸ εἶδος
δὲ καὶ πρὸς τῶι φωλεῶι εὕροι , διασπαράσσει τοῦτον ἡ γαλέα . αὕτη τῆς ἀντιπαθείας ἡ ἐνέργεια . . .
4865138 θυμιαματα
τὸ δεύτερον ἀνακομίσαντες τὴν κλίνην τιθέασιν , ἀρώματά τε καὶ θυμιάματα πάντα ὅσα γῆ φέρει , εἴ τέ τινες καρποὶ
θεῷ : Ἰαὴλ αἰώνιε βασιλεῦ , κέλευσον δοθῆναι τῷ Ἀδὰμ θυμιάματα εὐωδίας ἐκ τοῦ παραδείσου . καὶ ἐκέλευσεν ὁ θεὸς
4862377 ἀμυγδαλη
γίνεται ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κάτω . ἀμυγδαλῆ καὶ ἀμυγδάλη διαφέρουσιν . ἀμυγδαλῆ μὲν γὰρ περισπωμένως τὸ δένδρον δηλοῖ : ἀμυγδάλη δὲ
τὴν ἐκ τοῦ μέσου μεγίστην καὶ κατὰ βάθους , ὥσπερ ἀμυγδαλῆ : ἐλάα δὲ μικρὰν ταύτην τὰς δὲ ἄλλας μείζους
4855469 ῥιζωθῃ
ῥίζαι ἐκ τῶν φύλλων διατεταμέναι . Ὁκόταν δὲ κάτω βεβαίως ῥιζωθῇ τὸ φυὲν , καὶ τὴν τροφὴν ἀπὸ τῆς γῆς
κάταγμα : προσήκει γὰρ ἀνατρέφειν τὸν πῶρον , ὅταν ἀσφαλῶς ῥιζωθῇ , τὸ δ ' ἀνατρέφειν γίνεται τῇ χορηγίᾳ τῆς
4851391 καυλον
ἐν τοῖς σκιεροῖς ἄγκεσι γινομένης στερεᾶς τε τὴν φύσιν καὶ καυλὸν ἐκτρεφούσης παρόμοιον ταῖς καλουμέναις βουνιάσιν : οἱ δὲ τῆς
καὶ πρὸς στραγγουρίαν τὸ τριχομανὲς ποιεῖ : ἔχει δὲ τὸν καυλὸν ὅμοιον τῷ ἀδιάντῳ τῷ μέλανι , φύλλα δὲ μικρὰ
4847369 πτελεαν
στρέφειν τὰ φύλλα τὴν φίλυραν καὶ τὴν ἐλάαν καὶ τὴν πτελέαν ταῖς τροπαῖς ταῖς θεριναῖς καὶ ὡς ἔνια τῶν ἀνθῶν
ἀλλ ' ἡ ἄμπελος αὕτη ἐὰν μὴ ἀναβῇ ἐπὶ τὴν πτελέαν , οὐ δύναται καρποφορῆσαι πολὺ ἐρριμμένη χαμαί , καὶ
4842717 ῥοα
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
4836426 συκαμινος
τῇ τελειώσει ὁ πόνος καὶ ἡ ἀπέρασις . Ἡ δὲ συκάμινος ἐλαφρόν τινα καὶ ὑδατώδη καὶ μικρὸν ὡς πρὸς τὸ
φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἐν ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα
4835953 ἀνδραχλη
μὲν τοῖς πρώτοις ψύχεσιν , ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος : ἀνδράχλη δὲ καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ
καθάπερ ἄμπελος , τὰ δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν , οἷον ἀνδράχλη μηλέα κόμαρος . ἔστι δὲ καὶ τῶν μὲν σαρκώδης
4835734 ποικιλλει
ψυχῆς , πρὸς ὃν ἂν ἕκαστ ' αὐτῶν προσπίπτῃ , ποικίλλει μὲν εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά , ποικίλλει δὲ
ἀεὶ εἱλεῖν ἰών , ἐοίκοι δ ' ἂν καὶ ὅτι ποικίλλει ἰὼν τὰ γιγνόμενα ἐκ τῆς γῆς : τὸ δὲ
4828211 πυξος
ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη , ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον
τὴν Μακεδονίαν ] ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσβάλανος
4826804 φυεται
φύλλα γευομένῳ πυρωτικὰ ἰσχυρῶς καὶ δριμέα , ῥίζα ἄχρηστος . φύεται δ ' ἐν πεδίοις καὶ ἐν τραχέσι τόποις καὶ
τῶν τὰ ἀγαθὰ ἀγγελλόντων . Οὔ ποτε ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὔθ ' ὑάκινθος . Οὐδ ' ἴσασιν ὅσῳ πλέον
4825303 ἐκλελυμενη
τῶν σιαγόνων ἐχεῖτο εἰς γῆν αἷμα . Ἡ δὲ καταπολὺ ἐκλελυμένη ἵστατο . Πολὺ δὲ χῶμα ἐπέτρεχε τοὺς ὤμους αὐτῆς
ἡ δὲ Ἀχλὺς εἱστήκει , ἀπλήτως καὶ μεγάλως σεσαρυῖα καὶ ἐκλελυμένη , μυδαλέα καὶ διάβροχος οὖσα ἐν δάκρυσι . Πολὺ
4815726 ἀπιος
δ ' ὄγκους μείζους ὥσπερ ἡ ἀμυγδαλῆ καὶ μηλέα καὶ ἄπιος : ἱκανὸν γὰρ καὶ ὁτιοῦν διυγρᾶναι καὶ ἀσθενὲς ποιῆσαι
ἄμπελος : ἐκ δὲ τῶν ἔνων ἐλάα ῥόα μηλέα ἀμυγδαλῆ ἄπιος μύρρινος καὶ σχεδὸν τὰ τοιαῦτα πάντα : ἐκ δὲ
4814609 ἀχρας
μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία παλίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος , ἣν
τὰ μὲν συναναβλαστάνει τοῖς ἡμέροις , οἷον ἀνδράχλη ἀφάρκη : ἀχρὰς δὲ μικρῷ ὕστερον τῆς ἀπίου . τὰ δὲ καὶ
4803238 παραδεχεται
, τούτων πάντων τῶν κακῶν εἰ τόδε μέγιστον αὕτη πρώτη παραδέχεται . Τὸ ποῖον ; Τὸ ἐξεῖναι πάντα τὰ αὑτοῦ
, ἀλλ ' ὁ τῶν ὄντων ὀξυδερκέστατος , ὃς οὐδὲν παραδέχεται νόμισμα κίβδηλον , ἀλλ ' οὐδ ' ἄψυχον τὸ
4800342 ἀγρια
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι ,
4786098 τρεφουσα
ἄριστοι προτετιμημένοι , καὶ τράπεζα , ὥσπερ ἡ ἐμή , τρέφουσα μὲν πρῶτον τοὺς οἰκέτας , ἔπειτα δὲ καὶ ὡς
διαφοράν . τὰ μὲν γὰρ ἐξ αὐτῆς φιλοστόργως καὶ ἐπιμελῶς τρέφουσα διαγίνεται , τὰ δ ' ἐξ ἀλλοτρίων ὠδίνων μισεῖ
4772014 τυρος
, δασύπους , ἔριφοι , . . τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς
πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία πᾶσα ,
4768061 παλιουρος
, νυμφαία , φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος ,
Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε Νασαμωνικῇ καὶ παρ
4765525 αἰγειρος
' ἔρνεα τηλεθάοντα πολλὸν ὑπὲρ γαίης ὀρθοσταδὸν ἠέξοντο : Ἑσπέρη αἴγειρος , πτελέη δ ' Ἐρυθηὶς ἔγεντο , Αἴγλη δ
: πέπτω πέπειρος : ὀνῶ τὸ ὀφελῶ ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα
4763729 παχυτατων
ἐκείνη φέρει τὸν καρπὸν ἐκ τοῦ στελέχους καὶ ἐκ τῶν παχυτάτων ἀκρεμόνων , πλὴν ὅτι βλαστόν τινα ἀφίησι μικρὸν ἄφυλλον
δὲ ἐπιτεινόντων . Βοῦθος περιφοιτᾷ : ἐπὶ τῶν εὐήθων καὶ παχυτάτων . Βουλίας δικάζει : ἐπὶ τῶν τὰς κρίσεις ὑπερτιθεμένων
4760171 κεκτηται
: ἔχει δέ τι καὶ ῥυπτικὸν ἐκ τοῦ μέλιτοϲ , κέκτηται δὲ καί τι ὑπόπικρον καὶ ἠπίωϲ δριμύ : διὸ
χορηγία πονηρίας . Πλοῦτος ἀπὸ κακῆς ἐργασίας ἐπιγενόμενος ἐπιφανέστερον ὄνειδος κέκτηται . Δαπανώμενος ἐφ ' ἃ μὴ δεῖ , ὀλίγος
4756030 κλινει
ἐπιθύνουσιν ἄροτρον : ἢ πάλιν ἑσπερίῃσιν ὅτ ' ἠέλιος ζυγὰ κλίνει , ὁππότε σημαίνουσιν ἑαῖς ἀγέλῃσι νομῆες , εὖτε καταστείχουσι
, θυγατρὸς Ὀξυάθρου , τοῦ ἀδελφοῦ Δαρείου . Στράβων οὖν κλίνει Ἀμάστρεως , ἄλλος Ἀμάστριδος . τὸ ἐθνικὸν Ἀμαστριανός ,
4748301 συρφετον
δεῖ δέ , Καρίων , ὅταν μὲν ἔλθῃς εἰς τοιοῦτον συρφετόν , Δρόμωνα καὶ Κέρδωνα καὶ Σωτηρίδην , μισθὸν διδόντας
ἀπὸ χρήμαθ ' ἕληται . χόρτον δ ' ἐσκομίσαι καὶ συρφετόν , ὄφρα τοι εἴη βουσὶ καὶ ἡμιόνοισιν ἐπηετανόν .
4744040 τιθοιτο
τὰ πρὸς ἀνθρώπους , ὅσον εἰς αὐτὴν τὰ ἀνθρώπων ἀνάκειταιεὖ τίθοιτο δὲ οἷον συμπαθῶςκαὶ ἀκούειν δὲ εὐχομένων καὶ ἐπινεύειν εὐχαῖς
οὐδὲν καὶ διὰ τοῦτο τὸ αἰσθάνεσθαι γίνεσθαι , ἵνα εὖ τίθοιτο τὰ πρὸς ἀνθρώπους , ὅσον εἰς αὐτὴν τὰ ἀνθρώπων
4741588 ῥυτηρ
περιτραχήλια δὲ ξύλινα ἢ τρίχινα , ἀφ ' ὧν ὁ ῥυτὴρ ἀπήρτηται : ἔνιοι δὲ καὶ χωρὶς ὁλκῆς ἕπονται ὡς
ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων : ἀπὸ τοῦ μυρσίνην . βυρσίνη δὲ ῥυτὴρ ἢ ἱμάς . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ βυρσοδέψην εἶναι
4739002 τερπει
Τοῦ αὐτοῦ ] . Τῶν ἡδέων τὰ σπανιώτατα γινόμενα μάλιστα τέρπει . Τοῦ αὐτοῦ . Εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον
] μοι ? ? ? χόνδρος ? [ ] . τέρπει δέ μ ' οὕτως οὐδὲν ? [ ] ?
4732968 κληθρα
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
4729231 χεδροπα
δὲ ψόφον παρέχει , ᾗ τὴν εἰσπνοὴν ποιέεται : καὶ χέδροπα καὶ σῖτος καὶ ἀκρόδρυα θερμαινόμενα πνεῦμα ἴσχει , καὶ
ἀπὸ τοῦ χεδροποῦ . ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος τὰ ὄσπρια χέδροπα καλεῖ , εἴτε ἐκ τῶν σιτηρῶν λέγων , εἴτε
4718204 μεταλλευεται
τῇ ἐπικειμένῃ Χαλκηδόνι . καὶ ἰδιωτέρως εὑρίσκουσιν ἐν ταύτῃ : μεταλλεύεται γὰρ ὥσπερ τἆλλα καὶ ἡ φύσις , κατὰ ῥάβδους
πυρίτης εἶδός ἐστι λίθου , ἀφ ' οὗ ὁ χαλκὸς μεταλλεύεται : ληπτέον μέντοι τὸν χαλκοειδῆ εὐχερῶς τε σπινθῆρας ἀφιέντα
4716474 ἠριστηκεναι
εἰς ἡμᾶς καὶ εἶ καὶ γεγένησαι . Αὐτὸς ἡγοῦμαι καὶ ἠριστηκέναι παρ ' ὑμῖν καὶ λελοῦσθαι καὶ δεδειπνηκέναι τούτων ἀπολαύσαντος
ἢ σαπρὸν σίλουρον καταφαγών , ἴα καὶ ῥόδα φασὶν αὐτὸν ἠριστηκέναι . ἐπὰν δ ' ἀποπάρδῃ μετά τινος κατακείμενος τούτων
4706334 ἐθρεψατο
γῆς ἀναδιδούς . παίδων δὲ ἀρρένων πέντε γενέσεις διδύμους γεννησάμενος ἐθρέψατο , καὶ τὴν νῆσον τὴν Ἀτλαντίδα πᾶσαν δέκα μέρη
μὲν ἐπὶ δεξιὰ τὸν νόμον , ὃς παιδόθεν τέ σε ἐθρέψατο καὶ νῦν συνθακεῖ , στήσω δὲ ἐπὶ θάτερα τὴν
4705249 μελιλωτος
ῥόδον , τὰ δὲ ξηρανθέντα καθάπερ ὁ κρόκος καὶ ὁ μελίλωτος : χλωρὰ γὰρ ὑγρότερα . Τὰς μὲν οὖν φύσεις
ἐέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ ' ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης : πόλλα δὲ ζαφοίταις ' ἀγάνας ἐπιμνάσθεις '
4704451 πετηλοις
λήμαις καὶ πετήλοις ἐπάγεται , ἀλλὰ λήμαις ἴσαις κολοκύνταις καὶ πετήλοις νέοις , ὃ τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως .
Μήνης εὐφεγγέος αἰθροπολεύσης φύξιμον ἦμαρ ἕλῃσι , καὶ ἐν θαλεροῖσι πετήλοις πεπτηὼς ἀλέηται ἑὸν δηναιὸν ἄνακτα . Χηλῇσιν δ '
4692649 πυκνοτατα
τῷ ἀριθμῷ δέ τε πάντ ' ἐπέοικεν , ὃ δὴ πυκνότατα πρὸς ἅπαντας ἀπεφθέγγετο , ἢ πάλιν ἐν τῷ φιλότης
τοὺς τοιούτους ἵππους , ] ὃς ἂν ἀνωτάτω αἰρόμενος καὶ πυκνότατα τὸ σῶμα βραχύτατον προβαίνῃ , δῆλον ὅτι καὶ βάδην
4678333 ῥειθροισι
αἰσχρὸν οὐδὲν καὶ τὸ μὴ τείνειν ἄγαν . Ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα δένδρων ὑπείκει , κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται ,
ἐστι ; τὸ πίνειν φήμ ' ἐγώ . ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα δένδρων ἀεὶ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν
4675114 ἀποτεινει
τέραν ὠφέλειαν ἡ τοιαύτη παραίνεσις . Πρὸς τὸν λαὸν οὖν ἀποτείνει τὸν λόγον , καὶ φοβοποιεῖ , ὅτι μέγας ἐστὶν
τί καὶ βούλεσθε . . . : πρὸς τὸν Ἑρμοκράτην ἀποτείνει τὸν λόγον ὁ δὲ νόμος ἐκ τοῦ μὴ δύνασθαι
4674075 ματτει
γὰρ τῇ μιᾷ χειρὶ τὴν ῥῖνα , τῇ δὲ ἑτέρᾳ μάττει . ζητεῖ οὖν τοὺς διαδεξομένους . ἀποπνιγέντα : συνέχει
μὲν γὰρ ὁ αὐτὸς κλίνην στρώννυσι , τράπεζαν κοσμεῖ , μάττει , ὄψα ἄλλοτε ἀλλοῖα ποιεῖ , ἀνάγκη οἶμαι τούτῳ
4671434 ἀναφερει
ἐν συγγνώμῃ ὁμολογούμενόν ἐστι τὸ πάθος , ἐφ ' ὃ ἀναφέρει τὴν αἰτίαν , ἐν δὲ στοχασμῷ αὐτὸ τοῦτο ζητεῖται
ἡ διπλῆ ὅτι νῦν οὕτως γραπτέον τότε μέν μοι : ἀναφέρει γὰρ ἐπὶ τὸ πρώην κατὰ τὸν ὄνειρον : ἐν
4669464 διαθησουσιν
πάντας , δῆλον ὅτι τοὺς γενομένους πρότερον ἐρωμένους , κακῶς διαθήσουσιν αὐτοὺς διὰ τοὺς ὕστερον . δʹ . καὶ γὰρ
ὑπὲρ πάντας , δηλονότι τοὺς πρότερον γενομένους ἐρωμένους , κακῶς διαθήσουσιν αὐτοὺς διὰ τοὺς ὕστερον . Τέταρτον ὅτι ὁμολογοῦσι καὶ
4658685 περιβοσκεται
ὅσα κατὰ τοὺς φυκιόεντας ἀγμούς , ὅ ἐστιν αἰγιαλούς , περιβόσκεται κνώδαλα , κωβιοὶ καὶ τὰ τοιαῦτα ὅσσα τε ]
, ὅσσα τε πετρήεντος ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ μὲν ὠμὰ πάσαιτο , τὰ
4658545 κεγχρος
καὶ τελειοῦται τάχιστα καὶ θησαυρίζεται κράτιστα , καθάπερ ἔλυμος καὶ κέγχρος : ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται
ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα , κύαμοι , μᾶζα ἐξ ἀλφίτων
4653582 διοσβαλανος
τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ ' ὀψίβλαστος : ὀψιβλαστότατον δὲ σχεδὸν
οὐκ ] ἀνακάνθῳ καὶ λείῳ , καὶ οὐχ ὡς ἡ διοσβάλανος ἀκανθώδει , προσεμφερὴς δὲ καὶ κατὰ γλυκύτητα καὶ κατὰ
4650816 αἰσχυνουμαι
: ἐν σαργανοίσιν ἄξω ταρίχους Ποντικούς : Ἀριστοφάνης : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον τουτονὶ πλύνων εἰπεῖν ἅπασιν ὅσα σύνοιδ '
ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον τουτονὶ πλύνων ἅπασιν ὅσα σύνοιδ ' αὐτῷ
4650193 ῥαμνος
πίσσα , πολύκνημον , πταρμικὴ τὸ θαμνίον χλωρὸν ἔτι , ῥάμνος , ῥαφανίς , σκάνδιξ ἐπιτεταμένης , σκολύμου ἡ ῥίζα
δένδρον πάρυδρον . ] φυλλοβόλον δὲ καὶ οὐχ ὥσπερ ἡ ῥάμνος ἀείφυλλον . Ἔτι δὲ καὶ τοῦ βάτου πλείω γένη
4646554 Ἰνωπος
, καὶ ἀνέρχεται τὸν αὐτὸν χρό - νον καὶ ὁ Ἰνωπός , ὅθεν καὶ λέγουσιν ἐκ τῶν ὑδάτων αὐτοῦ διά
τὰ μὲν οὖν κύρια ἀπὸ φύσει μακρᾶς ἀρχόμενα ὀξύνεται : Ἰνωπός Ἀσωπός Ὠρωπός . σημείωσαι τὸ Αἴσωπος . τὸ δὲ
4644471 κριβανου
πόλιν οἱ πένητες . καὶ γὰρ οὖν καὶ ὅσα διὰ κριβάνου τῶν ἀζύμων πεμμάτων ὀπτῶσιν , εἶτα ἀφελόντες ἐμβάλλουσιν εἰς
: εἶτ ' ἐξένιζε παρετίθει θ ' ἡμῖν ὅλους ἐκ κριβάνου βοῦς . καὶ τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας ;
4641568 ῥοδινους
μόνην μ ' ἔλιπες . τί στεφάνους ] ? ? ῥοδίνους πυκάζεις ; σέ ? , σὲ καλῶ : δείν
ποτερρίπτουν ποτὶ δίφρον ἄνακτι , πολλὰ δὲ μύρσινα φύλλα καὶ ῥοδίνους στεφάνους ἴων τε κορωνίδας οὔλας . καὶ Ἀλκμάν .
4641378 ἀστρῳον
διάφορα σημαινόμενα , ὡς ἡ κύων φωνὴ εἰς χερσαῖον θαλάττιον ἀστρῷον φιλόσοφον , ἢ ὡς εἶδος εἰς ἄτομα , ὡς
οὐ κύνας ἀλλὰ κύνα θὴρ χρύσεος τρέμει , οὐ γηΐνους ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν :
4638369 ἐλεχθη
ἐπετείοις [ ὡς ] ἡ σικύα περὶ ἧς καὶ πρότερον ἐλέχθη : ταῦτα γὰρ οὐδ ' εἰς τελείωσιν ἀφικνεῖσθαι δύνανται
συνθέσεις . Φανερὸν δ ' ἐκ τούτων ὅπερ καὶ πρότερον ἐλέχθη διότι τὰ ξηρὰ καὶ εὐοσμότερα πρὸς ἄλληλα ταῖς ὀσμαῖς
4636196 καρπον
καὶ ὑετίου κρυστάλλου , ἄμφω εὔκρητοί τε καὶ ὄμπνιον ἀλδήσκουσαι καρπὸν Ἐλευσίνης Δημήτερος . ἐν δέ μιν ἄνδρες ἀντίποδες ναίουσι
. ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν , ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον , οὐδ ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν ,
4634489 πρινος
στρατόπεδα ἥττονα τῶν ἐναντίων γενήσονται . τοῦτο ἐκταραχθεὶς καὶ ὥσπερ πρῖνος καόμενος οἰδηθεὶς διάτορον ἀνεβόησα , Ὦ δαιμόνιοι ἀνδρῶν ,
ἄνδρας ποητὰς ὥσπερ ἀρτοπώλιδας : σὺ δ ' εὐθὺς ὥσπερ πρῖνος ἐμπρησθεὶς βοᾷς . Ἕτοιμός εἰμ ' ἔγωγε , κοὐκ
4634335 δεχομενη
ἑνὸς τῶν περιστατικῶν ἐν τῷ νόμῳ κειμένου : ἡ δὲ δεχομένη τὴν ἐξουσίαν τοῖς περιστατικοῖς πάλιν κέχρηται : ἀμφότερα δὲ
κώμης ἐστὶ * καὶ τὸ μέγεθος , τοσοῦτόν γε πλῆθος δεχομένη καὶ τὴν κατασκευὴν ὑπ ' ἐκείνων αὐτῶν κατεσκευασμένη καὶ
4633969 ἀνιεις
τοῦ | δικαίου θεῷ . συντείνων οὖν ἔσπευδε μηδὲν τάχους ἀνιείς , ἕως καιροφυλακήσας νυκτὸς ἐπιπίπτει τοῖς πολεμίοις δεδειπνοποιημένοις ἤδη
ἐφέλκηται τὸ ἔμβρυον μήτε σπαράττων ἐν τοῖς ἐπισπασμοῖς μήτε πάλιν ἀνιείς , ἀλλ ' , ὅταν δέῃ τὴν ἐφολκὴν ἐπισχεῖν
4632517 ἀσπαραγον
δύναμιν ἔχουσι λεπτυντικήν τε καὶ ἐκφρακτικήν : διὸ καὶ τὸν ἀσπάραγον τοῦ ἀσφοδέλου τοῖς ἰκτεριῶσι διδόασί τινες ὡς μέγιστον ἴαμα
τὰ πετραῖα ταῦτ ' ὀψάρια , κάππαριν , θύμον , ἀσπάραγον , αὐτὰ ταῦτα : καὶ δέδοικα μὴ λίαν ἀπισχναίνων
4631497 ὡριων
θέρμος μὲν ἢ κύαμος συνεχῶς , ποτὲ δὲ καὶ τῶν ὡρίων εἰσεφέρετό τι , τοῦ μὲν θέρους ἄπιος ἢ ῥόα
δ ' ἀπ ' ἄλλος ταυροτενεῖσ [ - γλαγέας παντοῖον ὡρίων φερον [ - τεροις , σιγᾶι δὲ κερκὶς ἁ
4619102 ἀνιησι
ἐνίκμοις χωρίοις . Λογχῖτις ἑτέρα , τραχεῖα , φύλλα ὅμοια ἀνίησι σκολοπενδρίῳ , τραχύτερα δὲ καὶ μείζονα καὶ μᾶλλον ἐσχισμένα
: ἐκ ταύτης ὁ Κνίδιος κόκκος . ῥάβδους δ ' ἀνίησι πολλὰς καὶ καλάς , ὅσον διπήχεις : τὰ δὲ
4614883 κιμωλια
ὕλη ἐπὶ τοὺς μαστοὺς συρρεῖ . καλῶς δὲ ποιεῖ καὶ κιμωλία γῆ μετ ' ὄξους ἢ ὕδατος καὶ ἐλαίου ῥοδίνου
κυάμι - νον καθ ' ἑαυτὸ σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κιμωλία σὺν ὄξει καταχριομένη , γάλα γυναικεῖον μετὰ κωνείου χυλοῦ
4614602 Γαμου
πεποίηκε καὶ τὴν κεφαλὴν ἀπεκόσμησε τῶν κεράτων ἀποῤῥευσάντων αἰφνίδιον . Γάμου γε μὴν ἐλάφοις ξένος καὶ ἀσυνήθης θεσμὸς καὶ θηρίων
τὸν ἀγαθὸν γέροντα κἂν ἀναγκάσαιμεν ἤδη : παρὰ γὰρ τοῦ Γάμου καὶ τοῦτο ἡμῖν , ὃς ἐκέρασε τὰ γένη .
4608764 ἀπειργασμενος
κλῖναι πολυτελεῖς ; ἔτι δὲ καὶ κοῖλος ἄργυρος καὶ χρυσὸς ἀπειργασμένος καὶ ἐκπώματα καὶ κρατῆρες , ὧν τοὺς μὲν λιθοκολλήτους
, ὅπως ὅτι κάλλιστον εἴη κατὰ φύσιν ἄριστόν τε ἔργον ἀπειργασμένος . οὕτως οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ
4605935 ἡμινηρον
: ἐδέξατ ' ἀντακαῖον , ὃν τρέφει μέγας Ἴστρος Σκύθαισιν ἡμίνηρον ἡδονήν . καὶ τὸν Μενδήσιον οὕτως ὁ αὐτὸς καταλέγει
ἀπὸ τοῦ Νείλου , ὃν οἱ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἰδίως ἡμίνηρον ὀνομάζουσιν , ὑποπίμελος μέν ἐστι καὶ ἥκιστα κακόχυλος ,
4603425 καταρρυτος
νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος , λιβάζουσα , κατάρρυτος , πηγάζουσα . αὖραι , πνοαί , πνεύματα ζεφύρια
γὰρ παντοῖον πλοῦτον τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀεννάοις ποταμοῖς ἔνθα κἀκεῖσε κατάρρυτος ἡ γῆ αὔξειἀεννάοις δὲ τοῖς ἀεὶ ῥέουσιν . ἀληθῶς
4602896 Ἑτερα
δὲ παρὰ θάλατταν , οὗ ἂν ᾖ πετρώδη χωρία . Ἑτέρα δὲ μήκων ῥοιὰς καλουμένη παρομοία κιχορίῳ τῷ ἀγρίῳ ,
μὲν πρὸς τὸ μὴ εὐχερῶς ἁλίσκεσθαι πλανωμένους ἔφοδος αὕτη . Ἑτέρα δέ ἐστιν ἀνυσιμωτέρα : δεῖ τοὺς ὑποπτεύοντάς τι τοιοῦτον
4597125 μιλος
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ
ὅτι τῶν ἀγρίων ἐστὶν ἐλάτη , πεύκη , ἄρκευθος , μῖλος , θυΐα καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν . ἐκ
4588677 βραχυβια
πολυκαρπίαν : ταῦτα μὲν οὖν , ὥσπερ ἐλέχθη , φύσει βραχύβια ἐξαναλισκομένης ἐνταῦθα τῆς οὐσίας , ὅσα πολυκαρπήσαντα ἀφαυαίνεται καθάπερ
, ἀναλίσκει τὸ ὑγρόν , καὶ διὰ τοῦτο τὰ τοιαῦτα βραχύβια γίνονται : οἷς δὲ ἡ χολὴ ἐλαττοῦται , ἀντέχει
4581298 παραγει
σαφῶς ὁ Ἀριστοτέλης δηλοῖ : ἀντιλέγων γὰρ πρὸς τὸν Πλάτωνα παράγει μαρτυρίαν ἐκ τῶν παρ ' αὐτοῦ εἰρημένων ἐν τῷ
καὶ φρονήσεως ἐκ τοῦ ἑτέρου καὶ τοῦ ταὐτοῦ . καὶ παράγει εἰς μέσον ὥσπερ παράδειγμα τοῦ μὲν ἑτέρου τὸ ὑγεινὸν
4576888 καρδαμα
' , ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι ,
ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν ἰκμάδ ' ἐς τὰ κάρδαμα . Ἀζύμου κράσεως , ἀντὶ τοῦ τῆς γλίσχρας .
4576093 χρυσιζων
τρεῖς . Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός , διαυγής , διαφανής , χρυσίζων . Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις
ἐδώδιμος , θαλάσσιος , γνωστός . Χρυσίτης λίθος ποικίλος ὡς χρυσίζων . Τῆς οὖν χρυσανθέμου τὸ ἄνθος ἐστὶ χρυσίζον ὡσεὶ
4572073 πευκη
οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν . ἀπὸ
δοκεῖ διαμένειν ὥσπερ εἰπεῖν τελείως τῶν ἀπὸ σπέρματος , καὶ πεύκη ἡ κωνοφόρος καὶ πίτυς ἡ φθειροποιός . ταῦτα μὲν
4570950 λειρια
τῆς σμίλακος ἄνθος . καὶ Ὅμηρος μὲν ἅπαντα τὰ ἄνθη λείρια κέκληκε , Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον .
κόμη , φύλλα ἢ φύλλα * λείρια : ἄνθη ταῦτα λείρια δ ' ὡς ἴα : ὡς τὰ ἴα αὐτὴν

Back