ἐπετείοις [ ὡς ] ἡ σικύα περὶ ἧς καὶ πρότερον ἐλέχθη : ταῦτα γὰρ οὐδ ' εἰς τελείωσιν ἀφικνεῖσθαι δύνανται
συνθέσεις . Φανερὸν δ ' ἐκ τούτων ὅπερ καὶ πρότερον ἐλέχθη διότι τὰ ξηρὰ καὶ εὐοσμότερα πρὸς ἄλληλα ταῖς ὀσμαῖς
6283866 εἰρηται
δὲ καὶ ἡ σάγδα . Εὔπολις : σάγδαν ἐῤῥυγγάνοντα : εἴρηται δὲ ἐπὶ ἄγαν χλιδῶντος . Θεόδωρος δὲ θυμίαμά τί
' αὑτοὺς συλλογιστικοὶ προστεθείσης αὐτοῖς τῆς καθόλου προτάσεως , ὡς εἴρηται , γίνονται συλλογισμοί . ἡ γὰρ αἰτία τοῦ τοὺς
6099232 βλαστησις
καὶ πρὸς τούτοις ὧν μὴ κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν ἡ βλάστησις καὶ καρποτοκία : τροφήν τε γὰρ ἐλαχίστην παραιρεῖται ταῦτα
μὲν γὰρ ταχὺ διαπέμπεσθαι τὴν τροφὴν ἀφ ' ἧς ἡ βλάστησις καὶ οἱ καρποὶ , τοῖς δὲ βραδέως διὰ τὸ
6015054 προειρηται
ξηρίῳ κατάπλασσε τὸν τόπον , καὶ μοτὸν στρεπτὸν ἐντίθει ὡς προείρηται σπαρτίῳ ἀποδήσας τὴν ἔξω ἀρχὴν , καὶ ὁμοίως θεράπευε
τὰ τῆς προστακτικῆς , ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις αὐτόθεν πρόδηλον Ἤδη προείρηται ἐν τοῖς προτελείοις , διατί ὠνόμασται ἡ παροῦσα ἔγκλισις
5974787 εἰπομεν
εἰρήσεται , εἰς μέντοι κατάστασιν βραχεῖάν τινα ἀπόδειξιν ληπτέον . εἴπομεν αὐτὰ δυνάμει ἐπιθετικὰ εἶναι τῶν ῥημάτων . ᾧ λόγῳ
καὶ σπάρτων καὶ πάντων ὁπόσα φυτῶν ἄρτι νεῦρα κατὰ λόγον εἴπομεν , δημιουργίαν πᾶσαν ἀφείλομεν : τήν τε αὖ πιλητικὴν
5900173 ἐνιαχου
αἰγίλωψ ἀνάπαλιν : ἐν γὰρ τῇ γεωργουμένῃ κάλλιον : καὶ ἐνιαχοῦ δὲ πρότερον ἀβλαστὴς ὢν ἐὰν γεωργηθῇ βλαστάνει καὶ γίνεται
θερμόν . ἐκ ταύτης δὲ τῆς αἰτίας καὶ τὸ ψυχρὸν ἐνιαχοῦ δοκεῖ τὸ αὐτὸ ποιεῖν τῷ θερμῷ , καὶ ἁπλῶς
5900038 μηλεα
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει
5830707 πεποιωμενου
, ἢ ὅτι σαφεστέρα ἡ ὑπογραφὴ τῆς ποιότητος ἐκ τοῦ πεποιωμένου γενομένη σαφοῦς ὄντος ἤπερ ἡ ὑπογραφὴ τοῦ πεποιωμένου ἐκ
ἐκ τοῦ πεποιωμένου γενομένη σαφοῦς ὄντος ἤπερ ἡ ὑπογραφὴ τοῦ πεποιωμένου ἐκ τῆς ποιότητος γενομένη ἀσαφοῦς οὔσης . ἔχει δὲ
5770325 τριβολος
φύλλα ὥσπερ ἐπινέοντα καὶ κρύπτοντα τὸν τρίβολον , ὁ δὲ τρίβολος αὐτὸς ἐν τῷ ὕδατι νεύων εἰς βυθόν . τὸ
αἱμορροΐδας ἀναστομοῖ . Ὕδωρ ψυχρόν , ἀείζῳον , ἀνδράχνη , τρίβολος χλωρός , ψύλλιον , φακὸς ὁ ἀπὸ τῶν τελμάτων
5750660 ἀμυγδαλη
γίνεται ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κάτω . ἀμυγδαλῆ καὶ ἀμυγδάλη διαφέρουσιν . ἀμυγδαλῆ μὲν γὰρ περισπωμένως τὸ δένδρον δηλοῖ : ἀμυγδάλη δὲ
τὴν ἐκ τοῦ μέσου μεγίστην καὶ κατὰ βάθους , ὥσπερ ἀμυγδαλῆ : ἐλάα δὲ μικρὰν ταύτην τὰς δὲ ἄλλας μείζους
5748936 εἰρηκαμεν
τίθησι παράδειγμα τὸ τοῦ Ἀρχιδάμου , ἐξ ἑτέρων , ὡς εἰρήκαμεν , ἔχει τὴν κατηγορίαν , ἐκ τοῦ βραδῦναι ,
καὶ πεδία εἰς ἄλληλα μεταπίπτειν : περὶ ὧν καὶ πρότερον εἰρήκαμεν πολλὰ καὶ νῦν εἰρήσθω . Ἡ δ ' οὖν
5712857 ψυχει
τοῖϲ μὲν δριμέϲιν ἑαυτοῦ μέρεϲι θερμαίνει , τοῖϲ δὲ αὐϲτηροῖϲ ψύχει , ὥϲτε ξηραίνει κατ ' ἄμφω καὶ διὰ τοῦτο
ταῦτα . τῆϲ ῥίζηϲ δὲ ὁ φλοιὸϲ ἰϲχυρότατοϲ ὢν οὐ ψύχει μόνον , ἀλλὰ καὶ ξηραίνει : τὸ δ '
5647232 καρποφορει
οὗτος ὁ τρόπος τῆς φυτείας ἐπιτευχθεὶς ζωοποιεῖ θᾶττον , καὶ καρποφορεῖ τάχιον . Τινὲς δὲ ἀπὸ πρέμνων φυτεύουσιν οὕτως :
μέμνηται φυτοῦ κοννάρου μεγέθει ἴσου πτελέῃ καὶ πεύκῃ , ὃ καρποφορεῖ δὶς τοῦ ἔτους , ἦρος καὶ φθινοπώρου . γλυκὺς
5618188 φυεται
φύλλα γευομένῳ πυρωτικὰ ἰσχυρῶς καὶ δριμέα , ῥίζα ἄχρηστος . φύεται δ ' ἐν πεδίοις καὶ ἐν τραχέσι τόποις καὶ
τῶν τὰ ἀγαθὰ ἀγγελλόντων . Οὔ ποτε ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὔθ ' ὑάκινθος . Οὐδ ' ἴσασιν ὅσῳ πλέον
5599353 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
5596747 συκη
Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ εἰς
οὖσαν ἐφυδρεύωσι πολλῷ . ῥόα δὲ καὶ ἄμπελος φίλυδρα . συκῆ δὲ εὐβλαστοτέρα μὲν ὑδρευομένη τὸν δὲ καρπὸν ἴσχει χείρω
5492595 σπειρεται
τρίτη δὲ τῶν θερινῶν ἣν εἴπομεν , ἐν ᾗ κέγχρος σπείρεται καὶ μέλινος καὶ σήσαμον , ἔτι δ ' ἐρύσιμον
, τὸ σπέρμα τῆς δάφνης συλλέγεσθαι περὶ καλάνδας Δεκεμβρίας . σπείρεται δὲ μετὰ εἰδοὺς Μαρτίας . μεταμοσχεύεται δὲ Ὀκτωβρίῳ ,
5485192 ἀγνοητεον
ἂν ἑαυτῶν τὰ ζῶια . τοῖς δ ' ὅλοις οὐκ ἀγνοητέον , ὡς ἡγεμονικὴ πᾶσα δύναμις ἀφ ' ἑαυτῆς ἄρχεται
στερεὸν ἤδη σῶμα . πρὸς δὲ τούτοις οὐδ ' ἐκεῖνο ἀγνοητέον , ὅτι πρῶτος ἀριθμῶν ὁ τέτταρα τετράγωνός ἐστιν ἰσάκις
5472182 κατεχεται
καὶ ἀσθενὴς ἅτε εἰς τὸ λιπαρὸν ἀνηλωμένη , καὶ ἔτι κατέχεται τούτῳ διὰ τὸ πληρῶσαι τοὺς πόρους . Ὥστε κατὰ
ἐπὶ τῶν νοσούντων ἐν ἀνέσει λαμβανόμενον τὸ σιτίον πρὸ παροξυσμοῦ κατέχεται , κατὰ δὲ τὸν παροξυσμὸν αὐτὸν εἰς ἔμετον ἀνακόπτεται
5466782 ῥοια
ἐάν τε ἄππιον , ἐάν τε μῆλον , ἐάν τε ῥοιὰ ἢ κίτριον ὑπάρχῃ , καὶ ἀποδέξεται τοὺς τύπους .
βλάστησιν . ὥσπερ δὲ ἀνωτέρω εἴρηται , πάνυ χαίρει ἡ ῥοιὰ τῇ μυρσίνῃ , ὡς ὁ Δίδυμος ἐν τοῖς γεωργικοῖς
5432460 φυτευεται
, κυδωνέα . ἃ δὲ ἀπὸ κλάδων καὶ πασσάλου μόνον φυτεύεται ἔστι ταῦτα : ἄμπελος , ἰτέα , πύξος ,
ζῶα δῆλον ἕτερα , εἰσίν . γάμοισι : συνουσίαις . φυτεύεται : γεννᾶται , ἀναδίδονται . γονῇσι : γένναις ,
5432207 κεκραται
μνημονικὸν τοῦ ἀναμιμνῃσκομένου πανταχοῦ κρεῖττον , ὅτι τὸ μὲν λήθῃ κέκραται , τὸ δὲ ἀμιγὲς καὶ ἄκρατον ἐξ ἀρχῆς ἄχρι
ψυχρῶν ἢ τῶν θερμῶν ἢ τῶν ἄλλων , ἐξ ὧν κέκραται τὸ σῶμα , ὅταν ὑπερβολὴν ἔχῃ , καὶ ὁ
5425281 αὐξητικως
. Μαρκελλίνου . Ἡ προβολὴ πρότασίς ἐστι τοῦ ἐγκλήματος : αὐξητικῶς δὲ ὡς ἐν διηγήσει προαχθήσε - ται : μεμετρημέναις
οἶδ ' ὅπως παιδὸς πρᾶγμα ἔπαθε διὰ τὴν τοῦ πάντα αὐξητικῶς ἐθέλειν λέγειν φιλοτιμίαν . ἔστι μὲν γὰρ ὑπόθεσις αὐτῷ
5422739 ὑποληπτεον
πάλιν πάθος πτοίαν . Τοῦ δὲ πάθους τοιούτου ὄντος , ὑποληπτέον , τὰ μὲν πρῶτα εἶναι καὶ ἀρχηγά , τὰ
τὰ τῇ φύσει τοιαῦτα , ὥστε καὶ περὶ ψυχῆς ὁμοίως ὑποληπτέον , αὐτὴν μὲν ἁπλῆν , τὸ δὲ ζῶν σῶμα
5415293 βλαστανειν
ἐκ τῆς πόλεως ἣ οὐ φυλλοβολεῖ : φασὶ δὲ οὐ βλαστάνειν αὐτὴν ἅμα ταῖς ἄλλαις ἀλλὰ μετὰ Κύνα . λέγεται
σαρκώδεις ἐοίκασιν ἕλκειν . τὰς γοῦν τῶν ἄρων πρὸ τοῦ βλαστάνειν στρέφουσι καὶ γίγνονται μείζους κωλυόμεναι διαβῆναι πρὸς τὴν βλάστησιν
5391395 γλυκυτης
ἡ αὐτὴ ἀρετὴ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν . Ἡ δὲ λέξεως γλυκύτης εἴπομεν ὅτι πορίζεται ἐκ κωμῳδίας καὶ Πλάτωνος καὶ Ξενοφῶντος
τις ἄνεσις : εἰ δὲ μὴ ὑγρότης ἀλλ ' οἷον γλυκύτης ἐγγίνεται πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ γένεσιν : ἅπαντα γὰρ
5379430 ἀποβαινει
γε διὰ τὸ προειλῆφθαι πρὸς τῶν πλείστων ὁμοίως ταῖς περιοχαῖς ἀποβαίνει . ὅσα δὲ παντελῶς ἐξίτηλα καὶ φλυαρίας καὶ λήρου
ἑαυτοῦ παρακοιμίζοντα γυναῖκα . Ἔτι ἔνια περὶ τὰ ἀγγεῖα διαφόρως ἀποβαίνει . οἷον γάλα ἐν γαυλῷ κερδαλέον , ἐν δὲ
5379158 ὑποστασις
συγκεχωρήσθω γε ἡ τἀνθρώπου καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς διανοίας ὑπόστασις εἰς τὸ προβαίνειν τὴν τῶν δογματικῶν ἀξίωσιν . ἀλλ
: καὶ γὰρ ἄλλο τῷ ἐνύλῳ εἴδει φέρε εἰπεῖν ἡ ὑπόστασις , ἄλλο τῷ αἰσθητῷ εἶναι : καὶ ἔστιν αὐτοῦ
5373051 πευκη
οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν . ἀπὸ
δοκεῖ διαμένειν ὥσπερ εἰπεῖν τελείως τῶν ἀπὸ σπέρματος , καὶ πεύκη ἡ κωνοφόρος καὶ πίτυς ἡ φθειροποιός . ταῦτα μὲν
5360466 ἐλεγομεν
τὸν λόγον τρεπώμεθα , ἵνα μὴ καί , ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν , λίαν πολὺ τῇ ἐλευθερίᾳ καὶ μεταλήψει τῶν λόγων
ἐκτὸς ἔχει ὀρεκτὸν τὴν ὅλην καὶ πᾶσαν ἐνέργειαν : διόπερ ἐλέγομεν τὸ τοιοῦτον αὐτοκίνητον ἔνδοθεν εἰς τὸ ἐκτὸς ἐνεργεῖν ,
5359886 Εἰπομεν
διὰ ] τὰς ἐπιχρίσεις τὴν ἰδίαν ἐνέργειαν οὐκ ἐτέλεσεν . Εἴπομεν γὰρ ὅτι διὰ τοῦ φυσητῆρος ἀναπεμπόμενος τὸ πῦρ μετὰ
κατηγοροῦνται τοῦ ζῴου , τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ αἰσθητικόν . Εἴπομεν ὅτι ὀφείλει προτάξαι τοῦτο πρῶτον . Τινὲς ἀποροῦσι λέγοντες
5358493 ῥοα
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
5347647 πεφυκεν
αἰῶνος ἁρμονίαν , μεθ ' ὅσης εὐγνωμοσύνης καὶ μετριότητος διαμένειν πέφυκεν αὐτά τε σῳζόμενα καὶ σῴζοντα τὸν ἅπαντα κόσμον ;
τὸν ἰὸν ἐπιφέρεται τοῖς ὀδοῦσιν , ᾧ τοὺς δηχθέντας ἀναιρεῖν πέφυκεν . οὐδενὸς δὲ τῶν λεχθέντων ὁ φιλήδονος ἀμοιρεῖ :
5334572 διαγινωσκεται
, καὶ ἔοικε νεογάμῳ . ἡ δ ' ἑτέρα ψευδοκόρη διαγινώσκεται μόνῳ τῷ ἀδιακρίτῳ τῆς κόμης . ἡ δὲ σπαρτοπόλιος
[ ἐπὶ ] τοῦ χυμοῦ ἐπικράτεια οὕτω καὶ τοῦ νοσήματος διαγινώσκεται . ἔστι δὲ καὶ αὕτη οὐδὲν ἧττον τῶν μεγίστων
5316943 ὀπωρα
πρᾶγμα : ἐπὶ τῶν ἔσχατα κινδυνευόντων . Ἐῤῥέτω μέλαιν ' ὀπώρα : πᾶσι γὰρ χαρίζεται : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως τυγχανόντων
δ ' ὀρθοῦν φλαῦρον , ὃς νέος πέσῃ . Γλυκεῖ ὀπώρα φύλακος ἐκλελοιπότος : ἐπὶ τῶν ἄνευ μόχθου τὰ ἀλλότρια
5313143 εὐδηλον
πλῆθος δηλοῖ χολῆς . οὐ χρώννυται δὲ τὸ οὖρον , εὔδηλον ὅτι οὐ μένει ἐν τοῖς ἀγγείοις ἡ χολὴ ,
τὰ μήτε ἐν τῷ τραχήλῳ μήτε ἐν τῇ φάρυγγι μηδὲν εὔδηλον ποιέοντα , πνιγμὸν δὲ νεανικὸν καὶ δύσπνοιαν παρέχοντα ,
5311977 πτελεα
ἐτέλεσεν τὴν διακονίαν ὀρθῶς . παρὰ τοῖς οὖν ἀνθρώποις ἡ πτελέα δοκεῖ καρπὸν μὴ φέρειν , καὶ οὐκ οἴδασιν οὐδὲ
μετρίας μετέχει στύψεώς τε καὶ ῥύψεως , ὥσπερ καὶ ἡ πτελέα , καθαίρει καὶ ἀναπληροῖ τὰ καθαρὰ τῶν ἑλκῶν :
5294837 λεκτεον
δὲ πάντη ἀνισόπλευρα σκαληνά . ἀκριβέστερον δὲ περὶ τῶν μεσοτήτων λεκτέον , ἐπειδὴ καὶ ἀναγκαιοτάτη εἰς τὰ Πλατωνικὰ ἡ τούτων
λεγομένων εἰδότες οὐκ ἔχουσι γραμματικὴν ἐμπειρίαν , οὐδὲ ταύτῃ εἶναι λεκτέον γραμματικήν . ἐκτὸς εἰ μή τι διὰ τοῦτο τὸ
5282010 βλαστανει
Ἵππος ποτάμιος γραφόμενος ὥραν δηλοῖ . Ἔλαφος κατ ' ἐνιαυτὸν βλαστάνει τὰ κέρατα , ζωγραφουμένη δέ , πολυχρόνια σημαίνει .
ἄνωθεν καὶ ἐπικοπῇ τὸ ἄκρον , φθείρεται πάντα καὶ οὐ βλαστάνει , καθάπερ οὐδ ' ἐπικαυθέντα ἢ πάντα ἢ ἔνια
5236618 ἀπιος
δ ' ὄγκους μείζους ὥσπερ ἡ ἀμυγδαλῆ καὶ μηλέα καὶ ἄπιος : ἱκανὸν γὰρ καὶ ὁτιοῦν διυγρᾶναι καὶ ἀσθενὲς ποιῆσαι
ἄμπελος : ἐκ δὲ τῶν ἔνων ἐλάα ῥόα μηλέα ἀμυγδαλῆ ἄπιος μύρρινος καὶ σχεδὸν τὰ τοιαῦτα πάντα : ἐκ δὲ
5227567 ἐλαα
τῶν λαχανωδῶν , οἷον βλίτον ἀδράφαξυς ῥάφανος : ἐπεὶ καὶ ἐλάα ποιεῖ πως τοῦτο , καί φασιν ὅταν ἄκρον ἐνέγκῃ
παρὰ πᾶν τὸ δεῖπνον ἅπαντας αὐτοὺς παραπέμπειν , κἂν ἄρα ἐλάα τις ἢ τυρὸς ἢ σύκον , κἄν τι λάβωσιν
5218004 παρεστησαμεν
Πρὸς τοὺς γραμματικοὺς καὶ ἐν τῷ Πρὸς τοὺς φυσικοὺς ὑπομνήματι παρεστήσαμεν : οὐκ ἄρα δυνατόν ἐστι τοῖς γεωμέτραις ἀφαιρεῖν τι
ὁ ἄνθρωπος . οὐδέτερον δὲ τούτων δύναται ὑπάρχειν , ὡς παρεστήσαμεν . καὶ αὐτὴ οὖν ἡ νόησις ὑπὸ τὴν αὐτὴν
5199273 θεωρειται
ἐστι τῆς πραγματείας ταύτης . τὰ δ ' ἀνώτερον ὅσα θεωρεῖται χρωμένης ἤδη τῆς ποιητικῆς τοῖς τε συστήμασι καὶ τοῖς
γε δι ' ὑπογραφῆς δηλοῦται , ἐπειδὴ σημαίνει τι . θεωρεῖται οὖν ὡς καθ ' ἕκαστα , ἢ οὐ θεωρεῖται
5192115 παχυνει
Ἐνθέρμῳ φύσει , ἐν θερμῇ ὥρῃ κοίτη ἐμψύχει , κοίτη παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει . Οὗτος ὁ λόγος μέρος
ὡς ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες , καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα τῶν βρωμάτων παχύνει τὸν νοῦν τροφιμώτερα ὄντα καὶ πολλὴν ἀνάδοσιν ποιοῦντα .
5181183 καρποφορειν
ὁ πρῶτος καρπὸς καλὸς γένηται , τὸν πρῶτον σπόρον καλῶς καρποφορεῖν σημαίνει : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων .
τοῦ νῦν ἐν πολλοῖς τόποις ἀγρίας ἀμπέλους φύεσθαι , καὶ καρποφορεῖν αὐτὰς παραπλησίως ταῖς ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργουμέναις .
5179171 ἑλωδεσι
γεύσει : ἄνθος πυρρὸν ἢ χρυσοειδές . φύεται ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ παρὰ τὰ ὕδατα . Λυχνὶς στεφανωτική : ἄνθος
τι σιτίον προσφερέτωσαν . τῶν δὲ πλείστων ὑδάτων ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ περικαέσιν ὄντων καὶ διὰ τοῦτο ἐπινόσων , καιρὸς
5174161 πεφυκε
ὕδατος ἐπιφάνεια , ἠρεμοῦντος μέν , σφαιρικὴ δείκνυται οὕτως . πέφυκε γὰρ ἀπὸ τῶν ὑψηλοτέρων ἀεὶ εἰσρεῖν τὸ ὕδωρ ἐπὶ
καὶ ἀπειθεῖν δηλοῖ ὅτι ἕτερόν ἐστιν . καὶ μὴν ὅτι πέφυκε πείθεσθαι φανερόν : αἰτιώμεθα γὰρ αὐτὸ τὸ παθητικόν ,
5152987 πεπτικη
προσφερομένων ἀνεπιτηδειότητα . Ἤτοι γὰρ διὰ ποιότητα τῶν προσφερομένων ἡ πεπτικὴ πάσχειν εἴωθε δύναμις , ἢ διὰ ὑπερβάλλουσαν ποσότητα .
ἀλθαία . Ἐϲτὶ δὲ μαλάχη ἀγρία διαφορητικὴ χαλαϲτικὴ ἀφλέγμαντοϲ πραϋντικὴ πεπτικὴ φυμάτων δυϲπέπτων , καὶ ἡ ῥίζα δὲ αὐτῆϲ καὶ
5148826 ἐκκρινεται
, καὶ ἐφ ' ὧν τὸ ἐνεθὲν διὰ κλυστῆρος οὐκ ἐκκρίνεται : πλάσσεται δὲ βαλάνια ἐξ ἁλὸς ὀπτοῦ καὶ μέλιτος
' ὧν διὰ φλεγμονὴν ἀπευθυσμένου κατέχεται τὰ σκύβαλα καὶ συνεστῶτα ἐκκρίνεται : καὶ ῥυπαρῶν ἑλκώσεων οὐσῶν περὶ τὸ ἔντερον ,
5147506 προσγινεται
τῇ δὲ τριτάτῃ δύεται Ἀετὸς πτηνὸς ὄρνις καὶ ἡ τροπὴ προσγίνεται τοῦ ἀέρος ποικίλη . τῇ δὲ τετάρτῃ ὁ Δελφὶν
ἐφαρμόζω ; Ἐνταῦθά ἐστι τὸ ζήτημα πᾶν καὶ οἴησις ἐνταῦθα προσγίνεται . ἀφ ' ὁμολογουμένων γὰρ ὁρμώμενοι τούτων ἐπὶ τὸ
5138688 διακρινεται
καὶ θαυμάζειν ἄξιον Ἐρασιστράτου , πῶς μὲν ἡ ξανθὴ χολὴ διακρίνεται τοῦ αἵματος , ἐπὶ πλεῖστον διαλεχθέντος , ὅπως δὲ
Τοῦδε τοῦ χρόνου παρελθόντος ἰσχυρότερά ἐστι τὰ ἔμβρυα , καὶ διακρίνεται καθ ' ἕκαστα τῶν μελέων τὸ σῶμα : καὶ
5126977 κεγχρῳ
Ὀυένδων : λυπρὰ δὲ τὰ χωρία , καὶ ζειᾷ καὶ κέγχρῳ τὰ πολλὰ τρεφομένων : ὁ δ ' ὁπλισμὸς Κελτικός
κεχωρίσθαι : οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἐν κέγχρῳ συναχθήσεται . καὶ οὐ δι ' ἀέρος μόνον ,
5121363 νεφριτις
μὴ τύχῃ πρότερον ὑπάρχων , οὐδὲ κατάῤῥους νωτιαῖος , οὐδὲ νεφρῖτις , ἢν μὴ παρακολουθῶσιν ἐξ ἄλλης ἡλικίης , οὐδὲ
τούτων ταῦτα . Εἰ δ ' αἰφνιδίως ἐπιγένηταί σοι ἡ νεφρῖτις , εἰ μὲν νεωστὶ βεβρωκὼς εἴης καὶ ναυτίας ὑφιστάμενος
5119619 ἐπιτοπολυ
πλέονες ἐκφυγγάνουσι τὸν θάνατον τῶν ὄπισθεν τιτρωσκομένων τῆς κεφαλῆς ὡς ἐπιτοπολὺ , ἢ τῶν ἔμπροσθεν . Καὶ ἐν χειμῶνι πλέονα
οὐκ ἀναγκαῖον ἦν περὶ τούτων διδάσκειν . τῶν γὰρ ὡς ἐπιτοπολὺ λεγομένων , οὐ τῶν ὀλιγάκις , τεχνίτης ὁ γραμματικός
5118452 γενναται
καταφορὰν μαραίνεται . Καὶ λίθος δὲ [ ἐν αὐτῷ ] γεννᾶται σικύωνος καλούμενος μελάγχρους . Οὗτος ὅταν τις χρησμὸς ἀνθρωποκτόνος
, ξένον τὸ εἶδος ὡς μορφὴν φέρει . οὗτος δὲ γεννᾶται μὲν ἐκ θερμῆς ὁμοῦ ἐξ ὑγρᾶς οὐσίας τε συνενουμένων
5113533 σημειωτεον
, ταχέως κατὰ χειρὸς ὕδωρ , παράπεμπε τὸ χειρόμακτρον . σημειωτέον δὲ ὅτι καὶ μετὰ τὸ δειπνῆσαι κατὰ χειρὸς ἔλεγον
. ἀλλὰ περὶ πτόλιός τε μαχήσεται ἠδὲ γυναικῶν : τοῦτο σημειωτέον πρὸς τὸ ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν καὶ ὀάρων ἕνεκα σφετεράων ὅτι
5098610 λευκοϊον
ἀρνόγλωσσον ἀπάπη : ἐπικαυλόφυλλα δὲ κρηπὶς ἄνθεμον τὸ φυλλῶδες λωτὸς λευκόϊον : ἀμφοτέρως δὲ τὸ κιχόριον : καὶ γὰρ ἐπὶ
ἄφθονα γεννᾷ καὶ διὰ παντός , καὶ οὔτε ῥόδον οὔτε λευκόϊον οὔτ ' ἄλλο ῥᾳδίως ἄνθος ἐκλείπειν οὐδὲν οὐδέποτε εἴωθεν
5097434 θερμαϲ
ἀρχῇ τε καὶ ἀναβάϲει μέχρι τῆϲ ἀκμῆϲ καὶ μάλιϲτα τὰϲ θερμάϲ . καὶ μὲν δὴ καὶ ἀρχομένοιϲ φυγέθλοιϲ ἐπιπλάττεται .
ἐκ παλαιοῦ ἐλαίου ἢ ϲικυωνίου . τροφὰϲ δὲ διδόναι ῥοφηματώδειϲ θερμάϲ . προνοητέον δὲ καὶ τοῦ εὔλυτον ποιεῖν τὴν κοιλίαν
5096344 ὑφισταται
ποιοτήτων ἐπιμονή . ἐκ γὰρ τῆς τούτων συγκράσεως ἢ μίξεως ὑφίσταται τὰ ὄντα : οὐδὲν δ ' ἂν ἦν ,
τὸν ἀνθρώπινον βίον , ἐξ ἀνθρώπων γεγονὼς , καὶ τετάρτην ὑφίσταται . καὶ ὅτι ἡ τοιαύτη γνώμη ἀσφαλής ἐστι ,
5095850 ῥητεον
ἄστει διάγων καὶ πολιτικοῖς καλινδούμενος πράγμασιν . Ἔτι καὶ οὕτως ῥητέον : πέντε εἰσὶν αἱ γνωστικαὶ δυνάμεις τῆς ψυχῆς :
μὲν οὖν τερατολογίαν τοιαύτην λόγου τινὸς ἀξιῶσαι , ὅμως δὲ ῥητέον , ὡς εἰ καὶ ἐγένετο κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς
5091012 ἀναδιδομενη
ἡ τροφὴ πᾶσα ? [ ] οὐ προστίθεται [ ] ἀναδιδομένη τῶι ὅλωι σώματι , [ ἀλλὰ ] ? ?
, νᾶπυ , σκόροδον , καὶ τὰ τούτοις ὅμοια καὶ ἀναδιδομένη ἡ τούτων ποιότης ἐς τὴν καρδίαν ἐκπυρώσει τὸ ἐν
5078987 κεγχρος
καὶ τελειοῦται τάχιστα καὶ θησαυρίζεται κράτιστα , καθάπερ ἔλυμος καὶ κέγχρος : ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται
ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα , κύαμοι , μᾶζα ἐξ ἀλφίτων
5071950 ἀμπελος
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας :
5069412 ξηροτερον
ἐξαιροῦντα , τακερᾶς δ ' ἱκανῶς γενηθείσης λειοῦντα χρῆσθαι . ξηρότερον δ ' εἰ φαίνοιτό σοι κατὰ τὴν σύστασιν ,
τὸ ταύτῃ θερμότερον , ψυχρότερον , παχύτερον , λεπτότερον , ξηρότερον , λεῖόν τε καὶ τέλειον . Ϛʹ . Ἐφ
5066805 ἐκκρινει
γίνεται πολὺ καυϲούμενοϲ , πλείονοϲ δὲ μεταλαμβάνων ποτοῦ , οὐδὲν ἐκκρίνει οὔτε δι ' οὔρων οὔτε δι ' ἱδρώτων οὔτε
. χαραδριοῦ . χαραδριὸς ὄρνις τις ὃς ἅμα τῷ ἐσθίειν ἐκκρίνει . εἰς ὃν ἀποβλέψαντες , ὡς λόγος , οἱ
5051445 λευκη
θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον ,
εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας
5048306 ἀλλοιουται
ὃ καὶ φανταστὸν καλεῖται , ἐπιβάλλουσα ἡ ψυχὴ ἡ φανταστικὴ ἀλλοιοῦταί πως , ὡς ἡ αἴσθησις τῷ αἰσθητῷ ὄντι ἐκτός
Ἀνάγκη . Οὐκοῦν ὑπὸ μὲν ἄλλου τὰ ἄριστα ἔχοντα ἥκιστα ἀλλοιοῦταί τε καὶ κινεῖται ; οἷον σῶμα ὑπὸ σιτίων τε
5043669 ἐνθυμητεον
! ! ! ! ! ! ! ! . Τοὐντεῦθεν ἐνθυμητέον ἐστίν , ὅτι πᾶν ζῶιον τοῦ μὴ ζώιου δυοῖν
ὥστ ' ἀδικήσω καθυφεὶς μᾶλλον ἢ διοχλήσω λέγων . ἔπειτα ἐνθυμητέον καὶ ἀπ ' αὐτοῦ τοῦ συμβόλου τῶν λόγων ὅτι
5033225 διαμενει
ἡ αὔανσις κατὰ μέρος : οὐ γὰρ δὴ ταὐτὰ αἰεὶ διαμένει , ἀλλὰ τὰ μὲν ἐπιβλαστάνει τὰ δ ' ἀφαυαίνεται
μὲν τὴν αἴσθησιν σχεδὸν ἐπὶ σταδίους υ ὁ αὐτὸς μεσημβρινὸς διαμένει , πρὸς δὲ τὴν ἐν τῷ λόγῳ ἀκρίβειαν ἅμα
5029805 ἑλκουν
τῆς δριμείας καὶ θερμῆς μετέχει ποιότητος , ὡς ἤδη καὶ ἑλκοῦν : διὸ ἔξωθεν ἀνατρίβουσιν αὐτῷ μετ ' ἐλαίου τὸ
μικρότερον τετάρτηϲ ὂν τῶν θερμαινόντων ἀποϲτάϲεωϲ δριμύτερόν ἐϲτιν , ὡϲ ἑλκοῦν τὸ δέρμα καταπλαϲϲόμενον , ὄνυχάϲ τε λεπροὺϲ ἐκβάλλει :
5026118 ἐρεβινθῳ
Τεύκριος : πόα ῥαβδοειδὴς παρέοικε χαμαίδρυϊ , λεπτόφυλλος , ἔχουσα ἐρεβίνθῳ τὸ πέταλον ὅμοιον . φύεται δὲ πλείστη ἐν Λυκίᾳ
: θάμνος μικρὸς ἐπὶ γῆς , φύλλοις καὶ κλωνίοις ὅμοιος ἐρεβίνθῳ : ἄνθη πορφυρᾶ , μικρά : ῥίζα δ '
5025374 θερμαινει
δυνάμεως . Περικλυμένου ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα τέμνει καὶ θερμαίνει . Περιστέριον δύναμιν ἔχει ξηραντικήν . Πετασῖτις ἐκ τῆς
φακῶν ἀφέψημα μετὰ μέλιτοϲ . Ϲκίλλα τμητικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , θερμαίνει δὲ καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν : ἄμεινον
5019258 ἐδειξαμεν
πρὸς ἀλλήλους δὲ ὑπεροχὴ ἔλλειψις , συμμετρία ἰσότης , ὡς ἐδείξαμεν ἐν τῇ θεωρίᾳ , ὁμοίως δὲ καὶ στερεῷ σώματι
ὄγκος ἐστίν . ὅπερ ἦν ληρῶδες . πρῶτον μὲν γὰρ ἐδείξαμεν ὅτι οὐδὲ ἡ κοινὴ σύνοδος τῶν τινι συμβεβηκότων ἐκεῖνό
5015125 ἀπορρεει
δὲ λήθαιον ἀπεκάλεσαν , ἀλλὰ γαλακτίτην μὲν ὅτι τριβόμενος ἰχὼρ ἀπορρέει καθάπερ γάλακτος , ἀνακτίτην δὲ καὶ λήθαιον , ὅτι
τούτου δὲ πηγνυμένου οὐδέτερον τούτων γίνεσθαι δύναται , διὸ καὶ ἀπορρέει τὸ φύλλον . Ἀλλὰ ῥητέον ἔτι καθολικώτερον περὶ τούτων
5007926 μυρρινος
καὶ ὅσα προσφιλῆ τυγχάνει καθάπερ δοκεῖ τῶν δένδρων ἐλάα καὶ μύρρινος : τάς τε γὰρ ῥίζας συμπλέκεσθαί φησι τῶν δένδρων
καὶ ἐκ τῶν πλαγίων φύεται , καθάπερ ἄπιος ῥόα συκῆ μύρρινος σχεδὸν τὰ πλεῖστα : τὰ δ ' ἐκ τοῦ
5001476 Σοδομων
κατὰ πᾶσαν πονηρίαν ἐθνῶν , καὶ ποιήσετε κατὰ πᾶσαν ἀνομίαν Σοδόμων . Καὶ ἐπάξει ὑμῖν Κύριος αἰχμαλωσίαν , καὶ δουλεύσετε
ὥσπερ ἔτι λιμώττουσα μαιμάζει : „ ἐκ γὰρ τῆς ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν „ ᾧ φησι Μωυσῆς ” καὶ
5000803 διαφορειται
ἀπὸ γὰρ τῶν ὑγραινόντων μετρίως καὶ λουτρῶν καὶ βοηθημάτων μᾶλλον διαφορεῖται τὰ χολώδη περιττώματα ἤπερ ἀπὸ τῶν ἄγαν ξηραινόντων καὶ
τοιούτων ὁ δὲ οἶνος πλέον τῶν ἄλλων ἀναδίδοται καὶ ῥᾳδίως διαφορεῖται , εἰκότως ἂν διὰ ταῦτα πλείω ποθεὶς καὶ διουρηθείη
4995839 τρεφεται
* * * * * * * * πιστὸς ἀνὴρ τρέφεται ἐγκρατείᾳ . γνῶθι ῥήματα καὶ κτίσματα θεοῦ καὶ τίμα
Ὄσιρις , ὅπου ὁ βοῦς ὁ Ἆπις ἐν σηκῷ τινι τρέφεται , θεὸς ὡς ἔφην νομιζόμενος , διάλευκος τὸ μέτωπον
4982899 σικυος
, νάρδος Κελτική , πόλιον , πήγανον , σέσελι , σίκυος ὁ ἐδώδιμος , μηλοπέπων , σίνων , σκάνδιξ ,
τὸν καρπὸν καὶ ὁ μέλανα . Φύεται δὲ καὶ ὁ σίκυος ὁ ἄγριος , ἐξ οὗ τὸ ἐλατήριον συντίθεται :
4982468 ἀσφαλτος
ἐς ἄλλο διαχεόμενον τρέπεται τριφασίας ὁδούς : καὶ ἡ μὲν ἄσφαλτος καὶ οἱ ἅλες πήγνυνται παραυτίκα , τὸ δὲ ἔλαιον
τερμινθίνη , πήγανον , κύμινον , δαφνίδες , ἄνηθον , ἄσφαλτος . δριμεῖς δ ' ἅλμη , θαλασσία , γάρος
4976559 γογγυλη
τῆς μακροθυμίας , εἰ ἐλπίζοιεν τέως ἀνθέξειν ἕως τελεσφορήσειεν ἡ γογγύλη : καὶ δὴ περιγενέσθαι πάντας φασὶ πλὴν ἀνδρῶν ὀλίγων
. λέγε οὖν ἐπὶ τοῦ λαχάνου γογγυλίς , ἀλλὰ μὴ γογγύλη . Πάντοτε μὴ λέγε , ἀλλ ' ἑκάστοτε καὶ
4972576 σπερματων
Ὀλυμπίοις ἁμιλλᾶσθαι , μικτῆς γενέσεως , ἀθανάτων καὶ θνητῶν ἀνακραθέντων σπερμάτων , ἐπιλαχόντας , ἡμιθέους εἰκότως προσαγορευθέντας , τοῦ θνητοῦ
τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν τραπεζῶν χορηγήματα , ἢ σωροὺς ὀνομάσαι παντοίων σπερμάτων καὶ τῶν ἅπερ διαφέρει πρὸς ὀψοποιίας καὶ ἡδυπαθείας ,
4967143 ξηραινει
χρονιωτάτοιϲ ἕλκεϲιν ἁρμόττων . Ϲχῖνοϲ κατὰ πάντα τὰ μέρη αὐτοῦ ξηραίνει μὲν δευτέραϲ τάξεωϲ πληρουμένηϲ , ἐν δὲ τῷ θερμαίνειν
κατὰ γαϲτέρα καθίϲτηϲιν . Ἀπαρίνη ἢ φιλάνθρωποϲ μετρίωϲ ῥύπτει καὶ ξηραίνει : ἔχει δέ τι καὶ λεπτομερέϲ . Ἄπιοϲ ἐδώδιμοϲ
4957100 λευκοτης
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ
4956084 διανοητεον
Ναί . Τί δὲ περὶ τῆς τοιᾶσδ ' αὖ δυνάμεως διανοητέον ; Ποίας ; Τῆς ὡς πολεμητέον ἑκάστοις οἷς ἂν
παραφορότητα πτώματα παρέχον μυρίων κακῶν αἴτιον ἑαυτῷ , ταὐτὸν δὴ διανοητέον καὶ περὶ τοῦ συναμφοτέρου , ζῷον ὃ καλοῦμεν ,
4952948 κεδρος
πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη
. . . χαλβάνη ἄκνηστίς τε καὶ ἡ πριόνεσσι τομαίη κέδρος . . . . . . : Ἄκνηστις δὲ
4951674 ἐλλαμπουσα
παρ ' αὐτῆς ἡ μετὰ νοῦν τῇ μετ ' αὐτὴν ἐλλάμπουσα καὶ τυποῦσα , ἡ δὲ ὡσπερεὶ ἐπιταχθεῖσα ἤδη ποιεῖ
δὲ ἡ τοῦ παντὸς ψυχὴ ἡ μὴ ἐν σώματι , ἐλλάμπουσα δὲ ἴχνη τῇ ἐν σώματι : καὶ ἥλιος δὴ
4951102 Ἐπανιτεον
τε λαμπρότης καὶ ἡ σεμ - νότης πλεονάζειν ὀφείλουσιν . Ἐπανιτέον δὲ πάλιν , ὅθεν ἐπὶ τοῦτο ἐξέβημεν . ὁ
ἀπομαντευομένῃ τὰ τοιαῦτα χρώμενοι . Καὶ ταῦτα μὲν ταύτῃ . Ἐπανιτέον δὲ πάλιν καὶ περὶ τοῦ θυμοειδοῦς ζητητέον , εἰ
4946698 θαλψις
, ἀλλ ' ἀρκεῖ παρὰ μίαν . ἡσυχία δὲ καὶ θάλψις τῶν καθ ' ὑποχόνδριον αὐτοῖς συμφέρει καὶ ῥοφήματα εὐπεπτότατα
καὶ τῆς τῶν φυσικῶν δυνάμεων εὐτονίας . ἡ γὰρ ἄμετρος θάλψις καὶ χάλασις ἐκλυτικὴ τῆς ἰσχύος γίνεται , δι '
4940304 ἐπιπολαστικον
ἐμπνευματώσεις καὶ φθορὰς τῆς τροφῆς παρασκευάζειν διὰ τὸ παρακολουθοῦν αὐτοῖς ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον : ἐξ ὧν ἀπεψίαι γίνονται καὶ
τὸ τηγάνῳ ἁρμόζον εὔστομον , οὐκ εὐστόμαχον , εὔφθαρτον , ἐπιπολαστικὸν κοιλίας , ἄτροφον . ἐρυθρῖνος εὔστομος , στατικὸς κοιλίας
4940244 κυπαριττος
μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος : τῶν δ ' ἀγρίων ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος
πλείων , ἐλάτη τε καὶ πεύκη καὶ κέδρος , ἔτι κυπάριττος δρῦς καὶ ἄρκευθος : ὡς δ ' ἁπλῶς εἰπεῖν
4936542 προηγειται
βάθει μᾶλλον . τῶν δὲ ἀμφημερινῶν οὐδὲ ῥῖγοϲ ὡϲ ἐπίπαν προηγεῖται , ἀλλὰ μόνον περιψύχονται . ἔϲτι δὲ ἐν τοῖϲ
ὅτι μία μὲν ἡ οὐσία πολλὰ δὲ τὰ συμβεβηκότα , προηγεῖται δὲ τὸ ἓν τῶν πολλῶν , ἢ ὅτι φύσει
4935087 ὑγιανσις
γένεσις ἔχει πρὸς τὸ εἶδος , ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἡ ὑγίανσις , ὅτι ὁδὸς εἰς ὑγείαν , καὶ ὡς θέρμανσις
δὲ ἡ ἐπὶ τὸ μικρόν , καὶ ἐπὶ ἀλλοιώσεως μάθησις ὑγίανσις , καὶ ἐπὶ τῶν κατὰ τόπον , εἰς Ἀθήνας
4934341 ὑπεδειξαμεν
οὔσης τῆς κύστεως πολὺ προανακεχώρηκεν ἡ ὑστέρα , καθάπερ ἔμπροσθεν ὑπεδείξαμεν . διόπερ καθέντα τὴν χεῖρα καὶ ψαύσαντα τοῦ κεφαλίου
. ἡ γοῦν ἡμέρα δωδεκάωρος εἶναι λεγομένη , καθὼς πρότερον ὑπεδείξαμεν , οὐχ ὑφέστηκε κατὰ τὰς δώδεκα ὥρας , ἀλλὰ
4929075 ναρκοι
τὰϲ ϲυνουϲίαϲ ϲπαραγμὸϲ καὶ ἡ ἐπιγιγνομένη κατάψυξιϲ πήγνυϲί πωϲ καὶ ναρκοῖ τὴν διάνοιαν . μετὰ δὲ τὰϲ καθάρϲειϲ τάϲ τε
, τοῦτο ψυχρὸν πολλὸν καταχεόμενον ῥηΐζει , ἰσχναίνει καὶ ὀδύνην ναρκοῖ , νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης ληκτικόν : καὶ τὸ
4927985 ἀναδοσις
[ τοῦ ] στόματος . καὶ οὐ μόνον ἀπὸ τούτων ἀνάδοσις γίνεται καὶ πρόσθεσις , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἐν
? ? παράκειται ? ? ? ? ? τροφὴ καὶ ἀνάδοσις [ γίνεται ] αὐτῆς εἰς αὐτάς . * *
4926750 Ἐοικε
πολλοὶ πεπλάσθαι φάσκοντες αὐτὰς ἀμφισβητεῖν ἀξιοῦσι πρὸς τοὺς ποιηθέντας . Ἔοικε δ ' οὐδὲν προὔργου τοῦτο εἶναι : καὶ γὰρ
ἐν Ἀφροδίτης γενεθλίοις ἐκ τῆς Πενίας καὶ τοῦ Πόρου . Ἔοικε δὲ ὁ λόγος καὶ περὶ τῆς Ἀφροδίτης ἀπαιτήσειν τι
4923552 προσαγεται
ἄλλα καὶ ὅτι κηρύττουσιν αὐτόν , ὅσος Αἰγυπτίοις προεχύθη . προσάγεται γοῦν καὶ οἷον ἔρχεται αὐτῷ ἐκ τοῦ ὕδατος βρέφη
ἐνθυμητέον ὅτι πρὸς τὴν τοιαύτην ἀγωγήν τε καὶ μάθησιν οὐδέπω προσάγεται τρόπων ἐξαρίθμησις : ἀλλ ' οἱ μὲν πολλοὶ εἰκῇ
4923244 θερμοτης
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν
4917565 ἐνια
καὶ ἀηδῆ πάντα φαίνεται καθάπερ καὶ ἡμῖν ἕτερα ἑτέρων μᾶλλον ἔνια δὲ καὶ ὅλως φεύγομεν . Ἀλλ ' ἐκεῖνο ἄτοπον
πάντα κελεύουσι τοῦ μετοπώρου μᾶλλον φυτεύειν ὅσα δύναται βλαστάνειν : ἔνια γὰρ οὐ δύναται καθάπερ ἄπιος καὶ μηλέα καὶ ὅλως
4914139 ἐδεικνυμεν
λόγος ἡ ἀπόδειξις . τὸ γὰρ συνημμένον , ὡς ἔμπροσθεν ἐδείκνυμεν , ὑγιὲς ἀξιοῦσι τυγχάνειν , ὅταν ἀπ ' ἀληθοῦς
διὰ τὰς ἰσοκωλίας , ὡς ἐν τῷ περὶ τῆς περιβολῆς ἐδείκνυμεν . Καὶ τὸ ὑπερβατὸν δέ , εἰ μὴ κατὰ

Back