ἐξαιροῦντα , τακερᾶς δ ' ἱκανῶς γενηθείσης λειοῦντα χρῆσθαι . ξηρότερον δ ' εἰ φαίνοιτό σοι κατὰ τὴν σύστασιν ,
τὸ ταύτῃ θερμότερον , ψυχρότερον , παχύτερον , λεπτότερον , ξηρότερον , λεῖόν τε καὶ τέλειον . Ϛʹ . Ἐφ
8309149 ὑγροτερον
τῆς Παρθένου ζώδιῳ βροντὴ καταρραγήσεται ἐὰν πρὸς τὴν ἡμέραν , ὑγρότερον κατάστημα γενήσεται πρὸς κόσμον καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν ἀλλὰ
τῶν βουνῶν καὶ τῶν γεωλόφων ξηρότερον τὸ κατάστημα ποιεῖ , ὑγρότερον δὲ τὸ ἀπὸ τῶν ποταμῶν καὶ πάντων ποτίμων ὑδάτων
7669117 θερμοτερον
ᾖτότε γὰρ μάλιστα συμβαίνειν εἴωθενἢ καὶ ἄλλως πως ἐπὶ τὸ θερμότερον διατεθεὶς ὁ ἄνθρωπος , δίψα δ ' αὐτὸν ἔχει
φιλήματ ' ἐννέα . ὀπτήσιμον γογγυλίδα ταυτηνὶ φέρω . Παλλάδας θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον , τοῦτ ' ἔσθ
7601122 ψυχροτερον
καὶ τὸ χωρίον ἀφορῶν : εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ τὸ ψυχρότερον ῥέπουσι , δώσεις ἐλάχιστον , εἰ δ ' ἐπὶ
τὸ χωρίον : ἐν ἅπασι γὰρ τούτοις ἐπὶ μὲν τὸ ψυχρότερον ῥέπουσι δώσεις ἐλάχιστον , ἐπὶ δὲ τὸ θερμότερον ἐκτενέστερον
7378492 παχυμερεστερον
τὸ πλεῖον ὑγρὸν ἢ ἐπὶ τὸ ξηρότερον ἢ ἐπὶ τὸ παχυμερέστερον ἢ ἐπὶ τὸ λεπτομερέστερον ἢ εἰς ἕτερα , καὶ
καὶ εἰς πῦρ πάντα τελευτᾷ . πρῶτον μὲν γὰρ τὸ παχυμερέστερον αὐτοῦ εἰς αὑτὸ συστελλόμενον γίγνεται γῆ , ἔπειτα ἀναχαλωμένην
7093710 λευκοτερον
καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς
ποτε Λήδαν ὤιον εὑρεῖν . καὶ πάλιν : ὠίου πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς
7016887 παχυτερον
. Ἐπεὶ τοίνυν παντὸς ὑγροῦ ἐξ ἑτεροειδῶν συστάντος οὐσιῶν τὸ παχύτερον χωρεῖν πρὸς τὸν πυθμένα πέφυκε , ἀνάγκη ἄρα τὸ
κατ ' ἀγκῶνα ὀχλώδεα : τοῦτο μὲν γὰρ , τὸ παχύτερον ὀστέον ἔστιν ὅτε ἐκινήθη ἀπὸ τοῦ ἑτέρου , καὶ
6984189 λεπτομερες
ὥς τινες ὑπειλήφασι , πᾶν πῦρ λεπτομερὲς νομιστέον οὔτε τὸ λεπτομερὲς ἅπαν πῦρ : ὅ τε γὰρ ἄνθραξ πῦρ μέν
πολυμάθειαν δωρίζουσιν . . . : παιπάλη δὲ κυρίως τὸ λεπτομερὲς τοῦ ἀλεύρου . εὐφημεῖν χρὴ : ἡ συστηματικὴ .
6959554 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
6954040 σκληρον
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται
6816442 φθαρτικον
γῆν τόπον , εἴπερ ἐστίν , ἐπειδὴ φρικώδη αὐτὸν καὶ φθαρτικὸν ᾄδουσιν , ἀποτάττωμεν τοῦ κόσμου . „ Ταῦτα τοῦ
, πῦρ δὲ εἰς τὸ χρειῶδεςἄπληστον δ ' ἐστὶ καὶ φθαρτικὸν τοῦτοκαὶ κατὰ τοὐναντίον εἰς τὸ σωτήριον , ὅπερ εἰς
6747270 ἀσθενεστερον
τι μᾶλλον τούτου ἕνεκα ἄνθρωπός ἐστιν ἱματίου φαυλότερον οὐδ ' ἀσθενέστερον . τὴν αὐτὴν δὲ ταύτην οἶμαι εἰκόνα δέξαιτ '
ἢ ξηρὰν ἐνοχλούμενοι εἰς μαρασμὸν πάντες ἀφικνοῦνται καθαιρόμενοι , κἂν ἀσθενέστερον ὑπάρχῃ τὸ διδόμενον φάρμακον , ὁποῖόν ἐστι τὸ διὰ
6742726 γλιϲχρον
κἀκ τῆϲ προγεγενημένηϲ διαίτηϲ πάϲηϲ [ εἶδοϲ ἔχουϲαι παχὺ καὶ γλίϲχρον ] . καὶ τὸ κατὰ βραχὺ δὲ ϲυϲτῆναι τὸν
γαϲτέρα ὑπάγει , τοῦτο δὲ καὶ διὰ τὸ ἐν αὐτῇ γλίϲχρον . τὸ δὲ τεῦτλον τῷ ῥύπτειν ὑπάγει γαϲτέρα :
6740280 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
6728541 ὑγρον
καὶ ἰδίως ἔτι μᾶλλον κατὰ τὸ θερμὸν καὶ ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν ἢ τὸ ποιόν τι τούτων εἶδος , ἢ τὴν
δὲ ξηρὸν οὕτω λέγομεν τὸ παντελῶς ἐστερημένον ὑγρότητος , οὔτε ὑγρὸν τὸ ξηρότητος τῆς ὁπωσοῦν ἀνεπίδεκτον οἷον τὸ ὕδωρ ,
6711444 ξηρον
ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον διὰ τῶν ῥοιῶν κολλύριον ξηρόν , λειότατον γενόμενον καὶ ἐμφυϲώμενον ἢ διὰ πυρῆνοϲ μήληϲ
εἰσι φύσει , συμμέτρως δ ' ἔχουσι τῆς κατὰ τὸ ξηρόν τε καὶ ὑγρὸν κράσεως , ἐπεγείρειν τε αὐτῶν καὶ
6706908 δυσωδες
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι .
6687636 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
6658084 λεπτοτατον
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ
6644467 διακρινεται
καὶ θαυμάζειν ἄξιον Ἐρασιστράτου , πῶς μὲν ἡ ξανθὴ χολὴ διακρίνεται τοῦ αἵματος , ἐπὶ πλεῖστον διαλεχθέντος , ὅπως δὲ
Τοῦδε τοῦ χρόνου παρελθόντος ἰσχυρότερά ἐστι τὰ ἔμβρυα , καὶ διακρίνεται καθ ' ἕκαστα τῶν μελέων τὸ σῶμα : καὶ
6599674 ἰσχυροτερον
διακόπτον , οὕτως ἔσωθεν τῷ ἀντικρίῳ παίειν : καὶ πολὺ ἰσχυρότερον ὁ ἀντίκριος γίνεται . Πρὸς δὲ τὰ μεγάλα μηχανήματα
περιελίξας προσθεῖναι , καὶ τὴν ἡμέρην ἐῇν : ἢν δὲ ἰσχυρότερον βούλῃ ποιῆσαι , σμύρναν ὀλίγην παραμίσγειν ὅσον τριτημόριον ,
6590593 δριμυ
: δριμὺ γὰρ τὸ φυτόν . οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ δριμὺ καὶ ἱλαρόν . τινὲς δέ φασι τῷ θύμῳ εἶναι
καταῤῥυῇ , καὶ νιτρῶδες ᾖ , ἅτε ὑπὸ τῆς ὥρης δριμὺ καὶ θερμὸν γεγενημένον , δάκνει τοιόνδε ἐὸν , καὶ
6569492 κεκραται
μνημονικὸν τοῦ ἀναμιμνῃσκομένου πανταχοῦ κρεῖττον , ὅτι τὸ μὲν λήθῃ κέκραται , τὸ δὲ ἀμιγὲς καὶ ἄκρατον ἐξ ἀρχῆς ἄχρι
ψυχρῶν ἢ τῶν θερμῶν ἢ τῶν ἄλλων , ἐξ ὧν κέκραται τὸ σῶμα , ὅταν ὑπερβολὴν ἔχῃ , καὶ ὁ
6523954 γλυκυ
προσμάθῃς . λέγ ' , ἐκδίδασκε : τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς . τὴν πρίν γε
Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα . τάχα : ἴσως καὶ ὅμως .
6508496 χολωδες
. [ γʹ . Πρὸς δηγμοὺς ἄνευ τοῦ ἀναχεῖσθαί τι χολῶδες . ] Τραγορίγανον λεάνας ἐν ὕδατι ἴσα δίδου καταῤῥοφεῖν
οἱ ἐκκεχολωμένοι τὸ στόμα τῆς κοιλίας , οὓς γνωριοῦμεν ἐπανερευγομένους χολῶδες . ὡσαύτως δ ' οὐδὲ τοὺς αἱμορραγοῦντας ἐκ ῥινῶν
6450276 μελαντερον
. Βούγλωσσον ἔοικε φλόμῳ : φύλλον χαμαιπετές , τραχύτερον καὶ μελάντερον καὶ μικρότερον , ὅμοιον βοὸς γλώσσῃ . Βούνιον καυλὸν
Κυάνεος : μέλας . δνοφερώτερος : σκοτεινότερος , μελανώτερος , μελάντερον . ἀχλύος : σκότους , μελανίας . Φάρμακον :
6445911 ὑγιεινον
τὴν ἀρίστην μαῖαν . ἐπειδὴ δὲ μεταβαίνειν ἐπὶ τὸν γυναικεῖον ὑγιεινὸν λόγον μέλλομεν , δεήσει πρῶτον τὴν φύσιν τῶν γυναικείων
ουσι τὴν παράλιον προσηνὲς καὶ πολύ , πρὸς δὲ τούτοις ὑγιεινὸν καὶ παρηλλαγμένον ἐκ τῶν ἀρίστων μῖγμα , οὔτε [
6445684 ψυχον
, ὥσπερ γε καὶ τὸ θερμὸν θερμαῖνον καὶ τὸ ψυχρὸν ψῦχον : εἴτε γὰρ αἷμα μοχθηρὸν εἴη τὸ ὠθούμενον ,
καὶ τὸ ἴαμα : τὸ μὲν ὄξοϲ οὐκ ἀγεννῶϲ μὲν ψῦχον καὶ πάντη ῥαδίωϲ διεξερχόμενον τῇ λεπτομερίᾳ , τὸ δὲ
6442996 λεπτομερων
τῆς ἐναντίας φύσεως τῶν γε περὶ τὸν ἀέρα καὶ ἧττον λεπτομερῶν ἐναργῶς οὕτως ταχυτέρας τῶν γεωδεστέρων πάντων φορὰς ποιουμένων ,
καὶ ὥσπερ κανονικῆς συμπήξεως φυσικῆς ἐχούσης διὰ πολυχώρων ἀριθμῶν καὶ λεπτομερῶν μορίων εἰς στερεὰν σύμπηξιν τὴν ἁρμονίαν οὐ καθεστῶσαν ὁρῶμεν
6433599 ἀμιγες
ὀδόντων ἐπερείσεως : λεῖον γὰρ ὑποπίπτει καὶ οὐ τραχὺ τὸ ἀμιγές . τὸ δὲ χάλκανθες ἀπελέγχεται τῷ πυρί : εἰ
μαρτύριόν τε ἐπάγουσιν ἀπότομον αὐτῶν εἶναι λέγοντες πῦρ καὶ ὕδωρ ἀμιγές . ταῦτα οὖν τερατολογοῦντες Αἰγύπτιοί φασιν . Ὄασιν τὴν
6423927 ἀπεπτον
' ἀμφοῖν ἐστι τὸ δεύτερον . τὸ δ ' ἐσχάτως ἄπεπτον , ὅπερ ἐστὶ τὸ ὑδατῶδες ἀκριβῶς , οἷον ἀπεγνωσμένης
τὸ δὲ γυψῶδες παχὺ καὶ δυσοικονόμητον , τὸ δὲ ξανθὸν ἄπεπτον καὶ ἀκατέργαστον , καὶ διὰ τοῦτο τὴν αἱματώδη χρόαν
6413295 χυμα
αὐτῇ ὑπεροχῇ ἀναλογίαν λόγων φυλαχθῆναι : οἷον ἐκθοῦ τὸ φυσικὸν χύμα τῶν ἀριθμῶν ἀπὸ μονάδος . οὐκοῦν ἡ μὲν δυὰς
ταῖς ἡλικίαις καὶ ῥώμῃ διαφέροντας καθώπλισε , τὸ δὲ λοιπὸν χύμα πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων , ἔτι δὲ γυναικῶν , εἴασεν
6411508 ξανθον
ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον , κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον : ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων .
καὶ ἐπίϲχεται θᾶϲϲον . ἢν δὲ ἀπ ' ἀρτηρίηϲ , ξανθὸν καὶ λεπτόν , καὶ οὐ μάλα πήγνυται , καὶ
6409201 κουφον
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι
6406280 μαλακωτερον
ὁμαλῶς συγκεῖσθαι κατὰ πᾶν ὁμοίως : διὸ βαρύτερον μέν , μαλακώτερον δ ' εἶναι τοῦ σιδήρου . περὶ μὲν οὖν
οὐκ ὀξὺ καὶ ϲύντονον γυμνάϲιον , ἀλλὰ ϲχολαιότερόν τε καὶ μαλακώτερον : τινὲϲ δὲ τῶν ϲφόδρα θερμῶν οὐδ ' ὅλωϲ
6402762 ὑγιεινοτατον
ὅθεν ὥϲπερ φθινόπωρον τῶν ὡρῶν θανατωδέϲτατον , “ ἦρ δὲ ὑγιεινότατον ” , οὕτωϲ | δείλη μὲν ὀχληρὸν καὶ παροξυντικόν
ὀξύταται αἱ νοῦσοι , καὶ θανατωδέσταται τοὐπίπαν , ἦρ δὲ ὑγιεινότατον , καὶ ἥκιστα θανατῶδες . Τὸ φθινόπωρον τοῖσι φθίνουσι
6399506 θρεπτικον
τοῦ δὲ τετάρτου μορίου τῆς ψυχῆς , ὅ ἐστι τὸ θρεπτικόν , οὐκ ἔστιν ἀρετὴ τοιαύτη , περὶ ἧς ἡμῖν
νοητικόν , ἢ τί τὸ αἰσθητικόν , ἢ τί τὸ θρεπτικόν , πρότερον ἐπισκεπτέον τί τὸ νοεῖν καὶ τί τὸ
6389684 γλισχρον
ὅτι αὐτὴ μὲν κατ ' αὐτὴν ἀμφιβολία οὐδέποτε μελετηθήσεται , γλίσχρον γὰρ καὶ ἀτελὲς τὸ ζήτημα : ἐν ἑτέροις δὲ
διενήνοχεν ἐκείνου μέντοι τῷ τε μὴ ὄζειν καὶ πάνυ τυγχάνειν γλίσχρον . Τό γάρ τοι πῦον καὶ αὐτό τινα γλισχρότητα
6366544 ψυχομενον
τῷ ψύχει μᾶλλον πήσσεσθαι , ὅπερ καὶ περὶ πᾶν αἷμα ψυχόμενον συμβαίνει . μήποτε οὖν , φησίν , ἐξ ὕδατος
, καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει . τὸ δὲ ἑξῆς * οὕτως * :
6366432 ὑποξανθον
ῥίζαν λεπτήν , ἐπ ' ἄκρου κορυφὴν ἔχουσα στρογγύλην , ὑπόξανθον , ὀποῦ μεστήν . Χρυσοκόμη : ῥαβδίον σπιθαμιαῖον ,
τοιούτῳ οὐροῖτ ' ἂν οὖρον τῇ μὲν χροιᾷ ὑπόπυρρον ἢ ὑπόξανθον , τῇ δὲ συστάσει σύμμετρον καὶ ἀναλογίαν ἔχον τῇ
6359345 γεννητικον
φυσικῆς γενέσεως , τὸ δὲ πῦρ , ὡς εἴρηται , γεννητικὸν μὲν αὑτοῦ , φθαρτικὸν δὲ ὡς ἐπὶ πᾶν τῶν
αὐτό φασι καταφέρεσθαι οἱ περὶ τὸν Σφαῖρον , πάντων γοῦν γεννητικὸν εἶναι τῶν τοῦ σώματος μερῶν . τὸ δὲ τῆς
6357866 βραδυπορον
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
6351727 ἀϲθενεϲτερον
δὲ ἐξ ἀφροδιϲίων πλειόνων ἀραιότερον καὶ ψυχρότερον καὶ ξηρότερον καὶ ἀϲθενέϲτερον γίνεται τὸ ϲῶμα , τὰ πυκνοῦντα δηλονότι καὶ θερμαίνοντα
τὴν τρίτην τάξιν ϲελίνου μὲν ὂν ἰϲχυρότερον , πετροϲελίνου δὲ ἀϲθενέϲτερον : ἐμμήνων τε οὖν ἀγωγόν ἐϲτι καὶ οὐρητικόν .
6348129 ἀερωδες
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ
6342466 θερμαινομενον
ἀρίστων ὁ Ἱπποκράτης , ἔνθα φησίν : ὕδωρ τὸ ταχέως θερμαινόμενον καὶ ψυχόμενον κουφότατον . οὐ γὰρ ἐπὶ τῶν βορβορωδῶν
ψυχῆς θερμῷ καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ
6341850 φαιον
ἰώδης , οἷά εἰσι τὰ τῶν ἰκτερικῶν οὖρα : ἢ φαιὸν , χρῶμα ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος κραθὲν , ὡς
πύον ἀείσε καὶ μή ποτε μὲν λευκόν , ποτὲ δὲ φαιὸν ἢ τρυγῶδες καὶ τὰ τοιαῦτα . Καὶ ὁμαλόν :
6340627 ἁλικον
αὐτὴν τῷ Βάττῳ φησίν : ἥδε καὶ αὐτή . καὶ ἁλίκον ἄνδρα : τὸ ἡλίκον πρὸς τὸν ἄνδρα , ἵν
ἅδε καὶ αὐτά . ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα , καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει . εἰς ὄρος ὅκχ ' ἕρπῃς ,
6340108 εὐοσμον
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς :
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου :
6326146 ὀδωδεν
δολεραῖς καὶ ἀλλοτρίαις ὀσμαῖς , πάσης δὲ γυναικῶν μυραλοιφίας ἥδιον ὄδωδεν ὁ τῶν παίδων ἱδρώς . ἔξεστι δὲ αὐτῷ καὶ
τῶν διαφόρων ὄψων τε καὶ ζωμῶν ὀξίδος σύμμικτόν τινα ὀσμὴν ὄδωδεν , οὐχ ὡς ἡ Θεωρία . ὑποδοχῆς Διονυσίων :
6321319 πυκνοτατον
τε μῆκος καὶ βάθος ἕκαστοι πήχεις τέσσαρας , καὶ τὸ πυκνότατον , καθ ' ὃ συνησπικὼς ἕκαστος ἀπὸ τῶν ἄλλων
ψεύσομαι περὶ τῆς Κορίνθου , τὸν Σίσυφον μὲν ὑμνῶν δηλονότι πυκνότατον παλάμαις , ἀντὶ τοῦ βουλαῖς , πράξεσι , τουτέστι
6316180 θερμαινει
δυνάμεως . Περικλυμένου ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα τέμνει καὶ θερμαίνει . Περιστέριον δύναμιν ἔχει ξηραντικήν . Πετασῖτις ἐκ τῆς
φακῶν ἀφέψημα μετὰ μέλιτοϲ . Ϲκίλλα τμητικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , θερμαίνει δὲ καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν : ἄμεινον
6313382 πυκνοτερον
τροπικὸν ἢ δίσωμον τὸ ζῴδιον , ἔτι μᾶλλον ποιεῖ : πυκνότερον γὰρ ἁμαρτάνουσιν , ὀφθαλμοβόλοι γὰρ γίνονται καὶ οὐκ ἐπιτευκτικοί
μὲν ἀκμὴν παιδοτροφίας ἀγύμναστοι καὶ παιδικὸν ἔτι καὶ ἀμέγεθες καὶ πυκνότερον τὸ σύγκριμα τῶν μαστῶν ἔχουσιν , αἱ δὲ πολλάκις
6301176 ἐπικρατει
τε καὶ σελήνην καὶ τοὺς ἄλλους ἀστέρας εἶναι θεούς : ἐπικρατεῖ γὰρ τὸ θερμὸν ἐν αὐτοῖς , ὅπερ ἐστὶ ζωῆς
φήμη λαμπρὰ τῆς ἀρετῆς τῶν ποδῶν ἀνάκειται , ἀντὶ τοῦ ἐπικρατεῖ , παραμένει ἐπὶ τοῖς ῥεύμασι τοῦ Ἀλφειοῦ , ἤγουν
6298577 καθαρωτερον
, καὶ τοῦ θολεροῦ προσκόπτοντος ἐντὸς καὶ προσισχομένου τοῖς ἄμβωσι καθαρώτερον ἐπλησίαζε τῶι στόματι τὸ πινόμενον . . κώθων Λακωνικόν
κατ ' οὐσίαν λαμβανομένων ἐπί τινος , ἀλλὰ τὰ μὲν καθαρώτερον αὐτὸ παρίστησιν , τὰ δὲ ἀμυδρότερον , ἀναλόγως ἡ
6295969 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
6289622 οὐσιωδες
: πάντα γὰρ ἑκάτερον ἀδιακρίτως , λέγω δὲ οὐ τὸ οὐσιῶδες ὄν , ἀλλὰ τὸ ἑνιαῖον : καὶ τοῦτο γὰρ
πολλοποιὸν αἴτιον ἄρχει τῶν προόδων , τῆς μὲν οὐσιώδους τὸ οὐσιῶδες , τῆς δὲ ἑνιαίας τὸ ἑνιαῖον . Ἀλλὰ σεμνὰ
6284640 θολερον
τοῦ δὲ χρόνου προϊόντος , πτύαλον ἐπιφαίνεται ὑπόμελαν ἐὸν καὶ θολερὸν , καὶ τὰ στήθεα πῦρ ἔχει τοῦ ἄλλου σώματος
αὔξεται καὶ ὄγκῳ καὶ σταθμῷ κατατιθέμενος ἐν οἴκοις καταγείοις ἀέρα θολερὸν ἔχουσιν , ὡς εὐρῶτος πληροῦσθαι ταχέως τὰ κατ '
6280756 θερμον
διορίζεται , αἱ δύο μόναι συζυγίαι τῶν ἁπτῶν ἀντιθέσεων , θερμὸν ψυχρόν , ὑγρὸν ξηρόν , περὶ ὧν καὶ πρότερον
καὶ ποιεῖ λιγνὺν ἅμα καὶ ἀτμούϲ . διαπνεῦϲαν δὲ τὸ θερμὸν ἐκ τῆϲ πολλῆϲ ὑγρότητοϲ ἐλαττοῦται κατὰ βραχὺ καὶ οὐκέτι
6272868 τμητικον
γίνεται δυνάμεως , ἐχούσης πλεῖστον μὲν τὸ ῥυπτικόν τε καὶ τμητικόν , ὀλίγον δὲ τὸ στυπτικόν . Μυριόφυλλον ξηραντικῆς ἐστι
. μιγνύμενοϲ δὲ κηρωτῇ πολλῇ , ἀπουλωτικὸν γίγνεται φάρμακον καὶ τμητικόν . Ἰοῦ ϲκώληκοϲ ϲκευαϲία . Εἰϲ θυίαν Κυπρίου χαλκοῦ
6263801 ἀσθενεστατον
μὲν γὰρ ἀβλαστοῦς , ἡ δὲ βεβλαστηκότος ἄρτι πίπτει ὅτε ἀσθενέστατον ἐνίοτε δὲ ἀνοιδοῦντος πρὸς τὴν βλάστησιν ὅτε οὐχ ἧττον
, σκευὴν δ ' ἔχει τοιαύτην : ἀχρούστατόν τε καὶ ἀσθενέστατον ὑπάρχον ὕδατι διέντες αὐτὸ ἕψουσιν , εἶτ ' εἰς
6248497 διψοϲ
δὲ τὸ ἑρπετὸν θηρίον , ἢν δάκῃ τινά , ἄϲχετον δίψοϲ ἐξάπτει , πίνουϲί τε ἄδην οὐκ ἐϲ δίψεοϲ ἄκοϲ
αὐτίκα παύονται καὶ τὸ ψυχρὸν ποτὸν ἵϲτηϲιν αὐτῶν μᾶλλον τὸ δίψοϲ ἤπερ τὸ πολὺ θερμόν . ἀναψύχει δὲ αὐτοὺϲ καὶ
6239458 πλεοναζον
συνθήκης κάλλος ἐχούσης τικαίπερ γὰρ ὂν κομμωτικὸν τὸ τοιοῦτο καὶ πλεονάζον παρὰ τῷ ῥήτορι ὅμως λεπτόν ἐστι καὶ οὐκ ἔχει
τὸ ιγʹ ἰαμβικὸν δίμετρον καταληκτικόν . τὸ ιδʹ ἐννεασύλλαβον Σαπφικὸν πλεονάζον μιᾷ συλλαβῇ τοῦ Γλυκωνείου . τὸ ιεʹ ἰωνικὸν ἀπ
6235884 κουφοτατον
πάντα δεινὴ δὴ συγχωρεῖν ἀνάγκη περιειστήκει , τότε δὴ τὸν κουφότατον ᾔτει μισθόν , πόλεις καὶ χώρας καὶ ἔθνη ,
, χειρομύλας χρὴ αὐτόθεν παρασκευάσασθαι αἷς σιτοποιησόμεθα : τοῦτο γὰρ κουφότατον τῶν σιτοποιικῶν ὀργάνων . συνεσκευάσθαι δὲ χρὴ καὶ ὧν
6232197 δακνωδες
νυνὶ δὲ τῶν ἐφεξῆς ἐχώμεθα λέγοντες , ἡνίκα μὴ μόνον δακνῶδες , ἀλλὰ καὶ γλίσχρον ᾖ τὸ ἐπιῤῥέον , ὅπως
χολώδη χυμόν . Σημεῖα χολώδους ὀφθαλμίας . Δηλοῖ δὲ τὸ δακνῶδες εἶναι καὶ δριμὺ τὸ ἐπιφερόμενον τοῖς ὄμμασι καὶ αὐτὴ
6222503 ὑδατωδεϲ
ἀπὸ φλέγματοϲ , ὠχρὸν δὲ ἄλλο πικρόχολον , ἐνίοτε δὲ ὑδατῶδεϲ : εἰ δὲ αἷμα καθαρὸν ὡϲ ἐν φλεβοτομίᾳ φέροιτο
εἰϲ καταπότια : εἰ δὲ φλέγμα μᾶλλον πλεονάζοι ἢ τὸ ὑδατῶδεϲ , δίδου τὸ δι ' εὐφορβίου καὶ πεπέρεωϲ καὶ
6221202 παχυ
τῶν νόσων ταῦτα . ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ μὲν ἔσω παραθλιβομένης τῆς σαρκός , λεπτὸν δὲ γίνεσθαι
ἔχεις : Διφθέραν , ἱμάτιον πυκνόν . ἄκναπτον ἱμάτιον καὶ παχὺ ἡ σισύρα . ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με : Ἀντὶ τοῦ
6220556 πεπτικωτερον
ἔλαιον διαφορητικόν ἐστι καὶ πεπτικὸν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων ὄγκων , πεπτικώτερον δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν
θερμόν ἐϲτι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥϲτε καὶ πεπτικώτερον μέν ἐϲτι τοῦ ξηροῦ μᾶλλον καὶ ὑπνοποιόν , διαφορητικὸν
6202006 γευστον
ἡδύ , ὃ πρὸς ἑαυτὸ ἕλκει , καὶ γεῦσιν τὸ γευστόν : ὥστε συμβαίνει τὴν ἀκρασίαν ὑπὸ λόγου γίνεσθαι ,
ἧς εἰπὼν οὐ σιωπήσομαι . Σκευάζεται δὲ ἐκ τούτου καὶ γευστόν , μεγάλην ἐνέργειαν ἐμποιοῦν τῷ γευομένῳ . ἐὰν γάρ
6199832 ἀκραιφνες
ἐπιδιέλῃς , ἐπιταθείσης ἤδη τῆς πέψεως , τὸ πῦον ὄψει ἀκραιφνὲς καὶ πεπεμμένον ῥέον . Ταῦτά σε δεῖ τοῖς οὔροις
μὲν κρυσταλλοειδῆ , τὰ δὲ χιονοειδῆ , τὰ δὲ ὡς ἀκραιφνὲς ὕδωρ πέφυκε , καὶ ταῦτα μὲν ἐσχάτης ἂν εἴη
6197384 μελαν
: τρία σημαίνει ἡ λέξις : ἔστι γὰρ ψολόεν τὸ μέλαν , τὸ σποδοειδές , τὸ λαμπρόν . Εὐφορίων ἢ
ἑλμίνθων φθαρτικόν . εὐκοιλιώτερον δὲ τὸ λευκόν , τὸ δὲ μέλαν οὐρητικώτερον . ὑπάρχειν δ ' αὐτῶν καὶ τὰς ῥίζας
6190705 γλυκυτατον
δυσὶ , διπλοῖς . Δοιοί : δύο ἰχθύες , σχῆμα γλυκύτατον . Δοιὼ ὄνομα , ἡ εὐθεῖα τῶν ἑνικῶν δοιός
κράϲεϲι τοῦ ϲώματοϲ πάϲαιϲ ἐπιτηδειότατον : εὔκρατον δὲ ἔϲτω καὶ γλυκύτατον τὸ ὕδωρ καὶ εἰ δὶϲ καὶ τρὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ
6182246 εἰλικρινες
ὑπὸ τοῦ ἀέρος . τὸ δὲ μέσον οἷον καθαρὸν καὶ εἰλικρινές . διὸ καὶ ταύτῃ μὲν [ οὐ ] διορᾶται
, οἰόμεθα , εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές , καθαρόν , ἄμεικτον , ἀλλὰ μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν
6176237 δυσπεπτον
. ἀλλοιοῦται δ ' οὐ λίαν , οὐ διὰ τὸ δύσπεπτον αὐτῶν , ἀλλ ' ὅτι καταπίνομεν τε ταχέως οὐ
ἡ κοιλία γίνεται : τροφήν τε δίδωσιν ὕγραν τε καὶ δύσπεπτον ἅπαν ὄστρεον καὶ πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα
6175235 μετεχον
λόγον , καὶ ὅτι γε αὖ ἡμεῖς τὸ τῆς οὐσίας μετέχον ” ἔστιν “ φαμέν , καὶ κατὰ τοῦτο ὀρθῶς
, κἂν ἕτερον εἶδος τύχῃ τοῦ αὐτοῦ τοῖς προλαβοῦσιν ὀνόματος μετέχον , σκοπεῖν ὁμοίως καὶ τὰ ὑπὸ τοῦτο καθ '
6171763 διαυγες
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ :
6168222 ἀραιοτερον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιότερον , δηλοῖ δὲ ἡ θρίξ : ἀφ ' ὧν
κίνημα ; χειμὼν δὲ μικρότερον καὶ ἀμυδρότερον βραδύτερόν τε καὶ ἀραιότερον ποιεῖ τὸν σφυγμόν , ὅμοιον ἡλικίᾳ γεροντικῇ . ἔαρ
6153539 περικαρπιον
καὶ ὁ καρπὸς ἐλάττων καὶ ἅμα μείζων οὗτος καὶ τὸ περικάρπιον ἔλαττον καὶ σκληρότερον καὶ δυσχυλότερον . πρὸς ὃ δὴ
, τὸ φύλλον δὲ οἷον σκέπασμα περικαρπίου , τὸ δὲ περικάρπιον καρποῦ , λέγω δὲ περικάρπιον μέν , ᾧ τὰ
6146290 σαρκωδες
ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη
τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης
6142452 αἰσθητηριον
τῶν αἰσθητῶν τὴν αἴσθησιν διατίθεσθαι ἄλλως δὲ ὡς σῶμα τὸ αἰσθητήριον : ἄλλο γὰρ τὸ χρώμασιν ἢ θερμοῖς ἢ χυμοῖς
, ὄσφρησις καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις ἀκοὴ καὶ ἁφή . αἰσθητήριον ἤτοι ὀφθαλμὸς ἢ ῥὶς ἢ γλῶττα , ἃ καὶ
6140799 ψυχειν
καὶ μὴ διαίταις μόναις ἐθέλῃ ὑπακούειν , καλὸν μὲν ὧδε ψύχειν καὶ ὑγραίνειν , καὶ τὸ διὰ τῶν ἴων ἢ
οὐ πινομένη μόνον , ἀλλὰ καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη : καὶ ψύχειν δ ' ἱκανὴ καταπλασσομένη σὺν ἀλφίτοις . τὰ δὲ
6128337 διαφαινεται
που τὸν μυχὸν τῆς ψυχῆς . ἔνθα δὴ καὶ μάλιστα διαφαίνεται τοῦ φαρμάκου ἥ τε ῥώμη καὶ ἡ ἀνδρεία .
, μάλιστα δ ' οἱ ποταμοί : ἐπὶ πλέον δὲ διαφαίνεται τοῦτο κατὰ τοὺς περατοὺς τοῦ ῥείθρου τόπους . τάχα
6123657 πνευματωδες
μεταβάλλον ἐξαμελούμενον εἰς τὸν ἕρπυλλον . ἔστι δὲ πολύχυτον , πνευματῶδες , τῷ δὲ πνεῖν τρέπει τὰ θηρία . ἢ
καὶ σπέρμα δυνάμει . Ἐπειδὴ τοίνυν θερμὸν καὶ ὑγρὸν καὶ πνευματῶδες ὂν τὸ σπέρμα ταχέως ἀπόλλυσι τὴν δύναμιν , ὅταν
6123020 ὀρρωδους
ποιότητα . Γάλακτος δ ' ἐκ διαφόρων οὐσιῶν συγκειμένου τῆς ὀρρώδους δηλαδὴ καὶ βουτυρώδους καὶ ἔτι τῆς τυρώδους , τὸ
πάλιν ἑψεῖν ἠρέμα , μέχρις ἂν ἐκδαπανηθῇ τὸ πολὺ τοῦ ὀρρώδους αὐτοῦ περιττώματος . τινὲς δὲ καὶ σιδήρια προπυρώσαντες μᾶλλον
6122912 λεπτον
ἀμορφίᾳ συνοικῇ , τὸ καθάρειον ἐκλέγεται . οἷον ἱμάτιον οὐ λεπτὸν μέν , καθάρειον δέ , σκεύη οὐ χρυσᾶ οὐδὲ
. Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν . τὸ δὲ λεπτὸν τῇ ϲυϲτάϲει καὶ πυρρὸν τῷ χρώματι βέλτιον τοῦ ὠχροῦ
6114066 θερμοτητοϲ
ἀφικνουμένων χωρὶϲ πυρετοῦ κατὰ βραχὺ ϲβεϲθείϲηϲ αὐτοῖϲ τῆϲ ἐμφύτου , θερμότητοϲ . ἀλλὰ τῶν κατὰ φύϲιν γεγηρακότων ὁ θάνατοϲ ἄλυπόϲ
ϲώμαϲιν ἡμῶν ἀφικνούμενον κρᾶϲιν , ἐπειδὰν ὑπὸ τῆϲ ἐν αὐτοῖϲ θερμότητοϲ ἀρχήν τινα δέξηται μεταβολῆϲ τε καὶ ἀλλοιώϲεωϲ , ἕτερον
6108414 Ὑδωρ
' Ἵππαρχον , Θυμιατήριον , Νότιος Ἰχθύς , Κῆτος , Ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ Ὑδροχόου , Ποταμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ
ὁ δὲ κυανέου ὑπὸ Κήτεος οὐρῇ : τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Ὀλίγοι γε μὲν ἄλλοι νειόθι Τοξευτῆρος ὑπὸ προτέροισι
6102585 παρυφισταμενον
λέγεται νέφος : ἐὰν οὖν τὸν κάτω τόπον ἐπέχῃ τὸ παρυφιστάμενον , λέγεται ὑπόστασις , καί ἐστιν ἀγαθὸν καὶ ὑγιεινὸν
χῦμα μὲν καλεῖται ἅπαν τὸ οὖρον παρὰ τὸ ἐκκεχύσθαι . παρυφιστάμενον δὲ τὸ ἐν αὐτῷ ἕτερόν τι ἐμφαῖνον . ἐν
6097364 ψυχει
τοῖϲ μὲν δριμέϲιν ἑαυτοῦ μέρεϲι θερμαίνει , τοῖϲ δὲ αὐϲτηροῖϲ ψύχει , ὥϲτε ξηραίνει κατ ' ἄμφω καὶ διὰ τοῦτο
ταῦτα . τῆϲ ῥίζηϲ δὲ ὁ φλοιὸϲ ἰϲχυρότατοϲ ὢν οὐ ψύχει μόνον , ἀλλὰ καὶ ξηραίνει : τὸ δ '
6096628 δυϲπεπτον
ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ δύϲπεπτον καὶ παχύχυμον ἔχουϲι τὴν ϲάρκα : ταριχευόμενα δὲ τὰ
ϲαφῶϲ . τοῦ δὲ κιτρίου τὸ μὲν ἔξω δριμὺ καὶ δύϲπεπτον , ἡ δὲ οἷον ϲὰρξ τρόφιμοϲ μέν , καὶ
6095127 ἁλμυρον
σαρκῶδες : οὐρέεται δὲ τὸ γλυκύ : διαχωρέεται δὲ τὸ ἁλμυρόν . Κέγχρων χόνδροι καὶ κυρήβια , ξηρὸν καὶ στάσιμον
τὸ μὲν γλυκύ , τὸ δὲ πικρόν , τὸ δὲ ἁλμυρόν , τὸ δὲ δριμύ , τὸ δὲ αὐστηρόν ,
6090724 ξηροτερου
τῶν ὀφθαλμῶν φλέβες ἀόρατοι , καὶ ὑπνωδέστεροί πώς εἰσιν . ξηροτέρου δ ' ἐγκεφάλου γνωρίσματα τὸ ἀπέριττον ἐν ταῖς ἐκροαῖς
φρίττοντοϲ καὶ πυκνουμένου τοῦ δέρματοϲ , ὡϲ φύϲει ἐπὶ τούτων ξηροτέρου ὑπάρχοντοϲ , ἐπέχεται τὰ διαπνεόμενα πρόϲθεν λιγνυώδη καὶ καπνώδη
6086056 ὑπερυθρον
, δύσκολοι . Κινδυνῶδες τῶν οὔρων ἐστὶ τὸ χολῶδες μὴ ὑπέρυθρον ἐν τοῖσιν ὀξέσι , καὶ τὸ κριμνῶ - δες
τὸν λεγόμενον θόλον , οὐ μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων
6076672 ἀκορῳ
ἐϲκιρρωμένουϲ ἰᾶϲθαι καὶ χοιράδαϲ διαφορεῖν . Ἄμωμον ἔοικε τὴν δύναμιν ἀκόρῳ , πλὴν ὅτι ξηρότερόν ἐϲτι τὸ ἄκορον , πεπτικώτερον
τῶν ἐκ βάθουϲ ἡ ζύμη . Ἄϲαρον παραπληϲίαϲ ἐϲτὶ τῷ ἀκόρῳ δυνάμεωϲ , ἐπιτεταμένηϲ δὲ μᾶλλον . Ἀϲβόλη , ᾗ
6071032 εὐωδες
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες
6066971 ἡδυνει
δύναται δ ' οὐχ ὁμοίως κινεῖν τὴν ἀκοὴν ἅπαντα : ἡδύνει μὲν γὰρ αὐτὴν τὸ λ καὶ ἔστι τῶν ἡμιφώνων
ἀτελῆ τὴν ἄγραν αὐτῇ παρασκευάσεις : ὀφθαλμοὺς μὲν γὰρ φανεῖσα ἡδύνει , ὦτα δὲ φθεγξαμένη λιγαίνει , ψυχὴν δὲ τὸ
6063145 ἀραιον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν
6052833 μικροτερον
καὶ πρὸς ἕτερον ἀντεξετάζειν , ὡς οὐ μέγα καὶ ἕτερον μικρότερον : ἐροῦμεν τοίνυν , ὅτι ἐν μὲν τῇ τοιαύτῃ
τοῦτο καὶ πρὸς μέγεθος ἡ γαῖα τῆς Σελήνης ἐκπίπτει καὶ μικρότερον ἔχει τὸ μῆκος ἅπαν . καὶ γὰρ ἐκ τοῦ
6044312 παχυνει
Ἐνθέρμῳ φύσει , ἐν θερμῇ ὥρῃ κοίτη ἐμψύχει , κοίτη παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει . Οὗτος ὁ λόγος μέρος
ὡς ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες , καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα τῶν βρωμάτων παχύνει τὸν νοῦν τροφιμώτερα ὄντα καὶ πολλὴν ἀνάδοσιν ποιοῦντα .
6044223 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
6040568 Αἱμα
, οἱ δὲ μελαντέραν καὶ χαλεπωτέραν ἔχουσιν . Θεραπεία . Αἷμα τοίνυν , ὅπως δ ' ἂν ἔχωσιν , ἀφαιρετέον
λίθοι οἱ ἐν τοῖϲ ϲπόγγοιϲ ἤλεκτρον . Ὑϲτέραϲ κενωτικά . Αἷμα ἀπὸ ὑϲτέραϲ ἄγει ἐγκολπιζόμενα καὶ προϲτιθέμενα ταῦτα : καϲϲία
6028247 ϲτυψεωϲ
λάχανον ψῦχον ἱκανῶϲ καὶ ὑγραῖνον : ἔχει δέ τι καὶ ϲτύψεωϲ . Ϲέριφον θερμαίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν ,
γλυκεῖ προϲαλείφειν ἐπιτήδειον , καὶ πυκνωθέντι δὲ ἐκ ψύξεωϲ ἢ ϲτύψεωϲ ἢ δήξεωϲ ἢ δριμέων φαρμάκων ἢ χυμοῦ κνηϲμῶν τε

Back