μόνον αὐταῖς , καὶ ἡ προσεχῶς μὲν ἀπὸ νοῦ ταύτας ὑποδεξαμένη σοφία , κρειττόνως δὲ ἢ κατὰ ἀπόδειξιν ὑψόθεν αὐτὰς
Λαοδάμειαν . ἡ κρατοῦσα ] ἡ τοὺς ξένους κρατοῦσα καὶ ὑποδεξαμένη Αἴγισθον καλεῖν ἐκέλευσεν . νεάγγελτον ] τὴν νεωστὶ ἀγγελθεῖσαν
4924746 τρεφομενη
θυγάτηρ καὶ Ἀλκιδίκης παρὰ Κρηθεῖ [ τῷ Σαλμωνέως ἀδελφῷ ] τρεφομένη ἔρωτα ἴσχει Ἐνιπέως τοῦ ποταμοῦ , καὶ συνεχῶς ἐπὶ
ἡ λοιδορουμένη κακῶς ὑπὸ τῶν πολλῶν γαστὴρ τρέφει τὸ σῶμα τρεφομένη καὶ σώζει σωζομένη , καὶ ἔστιν ὡσεί τις ἑστίασις
4795944 εἰργασατο
ἀρχαῖα , καὶ ὅσα Φίλιππος ὁ Ἀμύντου καὶ ὕστερον Ἀλέξανδρος εἰργάσατο , συνέγραψεν ὁμοίως ἅπαντα : ἡ δέ οἱ τιμὴ
γῆν καλοῦμεν , ἣν ὁ κεραμεὺς τύπτων ἐργάζεται . τοιγαροῦν εἰργάσατο πολλά . μέμνησο δὲ ὅτι μεῖζον ἔθος μικροτέρου κρατεῖ
4733505 νηπιας
τὰ τῇδε καὶ τὰ τῇδε ἐμά „ , μειρακιώδους καὶ νηπίας καὶ ἰδιωτικῆς τῷ ὄντι ψυχῆς , οὐ βασιλικῆς ,
γένος ἐστί σοι τὸ αὐτομαθές , τὸ αὐτοδίδακτον , τὸ νηπίας καὶ γαλακτώδους τροφῆς ἀμέτοχον , τὸ χρησμῷ θείῳ καταβαίνειν
4689425 ἐπωφελεστατον
Ἔτι μὴν καὶ ἔλαιον , ἀλλὰ σὺν οἴνῳ διδόμενον τοῦτο ἐπωφελέστατον τῷ κάμνοντι : καὶ χιὼν μετὰ δὴ γλεύκους πινομένη
πρὸς διττὴν καθὼς προεῖπον χρείαν . τοῖς μὲν οὖν φρενιτικοῖς ἐπωφελέστατον : ἀρίστη δὲ καὶ τοῖς καρουμένοις καὶ πρὸς τοὺς
4619872 ὑμνει
καὶ ] | | τὸ αὑτοῦ ἀγαθὸν [ πᾶν ] ὑμνεῖ τε ? ? καὶ συναύξει κατὰ πολλὰ ὁμοιοῦν αὑτὸν
' ἀντιθέῳ ψυχῇ γεννήσαο κούρας δισσὰς ἡμιθέων γραψάμενος σελίδας : ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ
4607956 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
4580400 ἀνεβλαστησε
αὑτοῦ ῥίζας ἐβάλετο , ἐξ ὧν οἷα φυτὸν τὸ σοφίας ἀνεβλάστησε γένος : ὅπερ ἡμεροτοκῆσαν τοὺς τοῦ ὁρῶντος , Ἰσραήλ
δὲ τῇ Βοιωτίᾳ καταβρωθέντων τῶν ἐρνῶν ὑπ ' ἀττελέβων πάλιν ἀνεβλάστησε : τὰ δ ' οἷον ἀπέπεσεν . ἥκιστα δ
4572935 ἀπειργασατο
καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας Ἕλληνας ὅτι βελτίους ἐκεῖνος ὁ ἀνὴρ ἀπειργάσατο . πᾶσι γὰρ ἡγεῖτο πρὸς τὰ κάλλιστα , ὥστε
ἀκρασίαν καὶ φυγοπονίαν τῶν νοσούντων . καὶ μὴν πολλοὺς μὲν ἀπειργάσατο πτωχοὺς καὶ ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ
4530559 προσφωνων
αἰνῶ , νῦν ἀποιμώζω παρών , πατροκτόνον θ ' ὕφασμα προσφωνῶν τόδε ἀλγῶ μὲν ἔργα καὶ πάθος γένος τε πᾶν
χρησμωιδὲ μέγιστε : ἡσυχίαι γὰρ ὕπνου γλυκεροῦ σιγηλὸς ἐπελθών , προσφωνῶν ψυχαῖς θνητῶν νόον αὐτὸς ἐγείρεις , καὶ γνώμας μακάρων
4518216 γαμετη
πλησίον δὲ τῶν Ὀνηγησίου οἰκημάτων γενόμενον ὑπεξελθοῦσα ἡ τοῦ Ὀνηγησίου γαμετὴ μετὰ πλήθους θεραπόντων , τῶν μὲν ὄψα , τῶν
ἦν σοφίστρια καὶ διδάσκαλος λόγων ῥητορικῶν : ὕστερον δὲ καὶ γαμετὴ αὐτοῦ γέγονεν . Γ κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου :
4472982 Φανητα
τέσσαρα ταῦτα : τὸ ἓν τὴν πρώτην ἀρχήν : τὸν Φάνητα ὅπερ ἐστὶ πέρας τῶν νοητῶν θεῶν ἀρχὴ δὲ τῶν
λοιπὰ μέρη φοβεροῖο δράκοντος αὐχένος ἐξ ἄκρου ἢ αὐτὸν τὸν Φάνητα δέξαιτο , θεὸν ὄντα πρωτόγονον , ἢ σῶμα ἢ
4427114 σωζει
, σώζει μὲν ψυχὴν μίαν , σώζει δὲ οἶκον , σώζει πόλιν , σώζει ναῦν , σώζει στρατόπεδον . Εἰ
. ἡ δὲ οὕτω λαμπρὰ καὶ ἐπιφανὴς πόλις νῦν ἴχνη σώζει μόνον , εὐανδρεῖ δ ' αὐτῆς μᾶλλον τὰ πλησίον
4302702 γεννησαμενη
μήτηρ ἡ τεκοῦσα , ἡ ὠδί - νασα , ἡ γεννησαμένη ὁ Πλάτων , ἡ γεννήσασα ὡς Σοφοκλῆς , ἡ
ἀνθρώπειον γένος , ὡς τῷ ὄντι τοῦτο τὸ ζῷον αὐτὴ γεννησαμένη . μᾶλλον δὲ ὑπὲρ γῆς ἢ γυναικὸς προσήκει δέχεσθαι
4216578 μαθηι
, ἵν ' Ἑλλὰς τοὺς Ἀλεξάνδρου γάμους δώρημα Κύπριδος ψευδονύμφευτον μάθηι : Κύπρις δὲ νόστον σὸν διαφθεῖραι θέλει , ὡς
ἀδικεῖ δὲ καὶ ὁ πειθόμενος ψευδομένωι προσέχων πρὶν ἢ τἀληθὲς μάθηι . διαβολὴ γὰρ μήτηρ ἐστὶ πολέμου καὶ τίκτει ὀργήν
4194293 κατεχει
τῇ φράσει : τὰ μὲν γὰρ τὴν πρώτην τοῦ λόγου κατέχει τάξιν , καὶ σπερματικωτέραις χρώμενα ταῖς ἐννοίαις τοῖς τε
εἰϲβολὴν τῆϲ ϲυνήθουϲ ὥραϲ ὁ παροξυϲμόϲ , χρόνον δὲ ἐλάχιϲτον κατέχει τά τε ϲυμπτώματα ἐπιεικέϲτερα καὶ ἁπλούϲτερα γίνεται ἢ οὐδόλωϲ
4190003 γεννικης
, καὶ ἐκκενώσας τὸ ταμιεῖον τοῖς σοφισταῖς ξενῶνα κατεσκευάσατο : γεννικῆς γὰρ τοῦτο σημεῖον καὶ φιλομαθοῦς διανοίας : ἀλλ '
: καὶ ταῦτα γὰρ τῆς Κλωθοῦς ἐπήκουσα . Ἄγαμαι Κλωθοῦς γεννικῆς : καῖε αὐτούς , ὦ βελτίστη , καὶ τὰς
4173516 ἀσπαζεται
δέ οἱ τοῦ κέρατος ἄμαχός ἐστι . νομὰς δὲ ἐρήμους ἀσπάζεται , καὶ πλανᾶται μόνον : ὥρᾳ δὲ ἀφροδίτης τῆς
ἀλλ ' ὥσπερ μάλιστα ἐχθαίρει τὸν ἀδικοῦντα , οὕτω μάλιστα ἀσπάζεται τὸν εὖ ποιοῦντα . εἰ δ ' εὐτυχὲς καὶ
4161814 κρυπτει
ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ φιλίαν ὁμόφυλον
θέλεις γνῶναι πῶς ἔπλευσα , γίνωσκε ὅτι θεομανεῖ πότμῳ . κρύπτει δὲ τὴν μοιχείαν καὶ ὑπὸ δαίμονός τινος βίᾳ ἦχθαι
4148328 ἡλιε
κοτύλῃ , χαλκῆν μυῖαν , ἔξεχ ' ὦ φίλ ' ἥλιε , τρυγοδίφησις , μηλολάνθη , χελιχελώνη , σκανθαρίζειν ,
. ναί , δέσποτα μακρόθυμε , πολυέλεε κύριε , νοητὲ ἥλιε , βασιλεῦ τῆς δόξης , τῶν κατ ' ἐμὲ
4145593 ἐγεννησεν
καὶ νύκτας ἴσας ποταμοὺς ἄνωθεν ἐκ τῆς ἀκρωρείας τῶν ὀρῶν ἐγέννησεν , οἳ ῥύμῃ κατασυρόμενοι ἰλὺν ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς βόθρους
ἀγαπωμένην , ἀνέλαβεν αὐτήν : καὶ διὰ τοῦ ποταμοῦ κομίσας ἐγέννησεν υἱὸν Μῆδον : ὃς ἀκμάσας εἰς τιμὴν τοῦ συγκυρήματος
4139498 πατρις
, πατρὸς δ ' αὖ κητοφάγοιο , μητρόθεν Ἰδογενής , πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή Μάρπησσος , μητρὸς ἱερή ,
ἔθηκε τὰ ὅπλα πρὸ τοῦ στρατηγίου καὶ εἰπὼν , Ὦ πατρὶς , βεβοήθηκά σοι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ , ἀπέπλευσεν
4136888 ἐπιμελομενον
ἔφην ἐγώ , ὦ Ἰσχόμαχε , ὅτι ἐκπονοῦντα φῂς καὶ ἐπιμελόμενον καὶ ἀσκοῦντα ἄνθρωπον μᾶλλον τυγχάνειν τῶν ἀγαθῶν , ὁποίῳ
τοῖς ἐργαζομένοις πλείω τέχνη ἀντιχαρίζεται ; τίς δὲ ἥδιον τὸν ἐπιμελόμενον δέχεται προτείνουσα προσιόντι λαβεῖν ὅ τι χρῄζει ; τίς
4110907 ἐξεθρεψε
ὑπήκοον ἡμερότης . οὕτω καὶ Κροῖσος ἡμᾶς ἴσα καὶ παῖδας ἐξέθρεψε καὶ τὰ βέλτιστα μὲν ἐπιτρέπων πάντας ἑώρα πρὸς διακονίαν
σφι ὁ παῖς , κατέβαλον φάτιν ὡς ἐκκείμενον Κῦρον κύων ἐξέθρεψε . Ἐνθεῦτεν μὲν ἡ φάτις αὕτη κεχώρηκε . Κύρῳ
4088097 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
4077266 ἀτρεμες
τὴν νοητὴν οὐσίαν καὶ τὸ θεῖον κάλλος καὶ ἁπλοῦν καὶ ἀτρεμές : ὥσπερ γὰρ , φησὶν , ἐκεῖναι αἱ μανίαι
ἀνεξάλειπτον , ἄτρεπτον , ἀραρός , ἑστός , ἀκίνητον , ἀτρεμές , ἰσχυρόν , ἀρραγές . Συνομολογῶ , συναινῶ ,
4071430 παραστησαμενη
ἦσαν κεχωρισμένοι : ἡ δὲ Ἄρτεμις τηνικαῦτα οὐ παρῆν . παραστησαμένη δὲ τὸν υἱὸν τὸν τοξότην ἡ Ἀφροδίτη εἶπε :
πράττων , ἣ τοὺς ἐξ ἑαυτῆς γεγενημένους ὑμᾶς ἱκετεύει , παραστησαμένη τὰ ὑμέτερα τέκνα καὶ γυναῖκας , τιμωρήσασθαι τὸν προδότην
4068899 ἠνεγκεν
αυ ? [ ! ! ! ] ! ! [ ἤνεγκεν ] | ἐπὶ ? θάλασσαν | . κἀκειθεν [
εἰλαπίναις , ὤμοις δὲ κτῆνος τὸ πελώριον ὡς νέον ἄρνα ἤνεγκεν δι ' ὅλης κοῦφα πανηγύρεως . καὶ θάμβος μέν
4060877 ἐπεγνω
” ἀπιστούντων δὲ τῶν Μιντουρναίων καὶ τὸν λόγον ὑπονοούντων λοχαγὸς ἐπέγνω διαθέων καὶ τὴν κεφαλὴν ἀπέτεμε , τὸ δὲ λοιπὸν
, τοῦ γένους τὴν λαμπρότητα θολώσας δυσγενείᾳ . ὡς οὖν ἐπέγνω κύουσαν ὅσον οὐδέπω ταύτην , καθῆστο καιροφυλακῶν , τὸν
4051254 θνητη
οὐκ ἔχει βεβαίως , εἴτε ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχὴ εἴτε θνητή , καὶ εἴτε ἀίδιος ὁ κόσμος εἴτε φθαρτός ,
ἐν μὲν τῷ , ἀθάνατος , ἐν δὲ τῷ , θνητή , καὶ ἐν μὲν τῷ αἰωνίῳ καὶ ἡ διάκρισις
4039788 ἀνημμενος
καὶ μακάριος καὶ τῶν ἀρετῶν καὶ αὐτῆς τελειότητος καὶ εὐδαιμονίας ἀνημμένος τὸ κράτος οὐ χρῆται γνώμης μεταβολῇ , μένει δὲ
ἐκείνου δὲ ἄνθρωπος οὐδὲν φρονῶν ἀνθρώπινον , νέος καὶ νεωτεροποιὸς ἀνημμένος τὴν ἐφ ' ἅπασιν | ἀνυπεύθυνον ἀρχήν : νεότης
4028975 ἀκουσα
εἰσαΐουσι μόνον τιθασεύτορες ἄνδρες . θαῦμα δὲ καὶ τόδ ' ἄκουσα , κραταιοτάτους ἐλέφαντας μαντικὸν ἐν στήθεσσιν ἔχειν κέαρ ,
' ὥσπερ ταῖς σιπύαισι ταῖς κεναῖς . Λέξω μὲν οὐκ ἄκουσα , σοί τε γὰρ κλύειν ἐμοί τε λέξαι θυμὸς
4014912 κλονου
εἰς οὓς ἐξεμάνη καὶ ἐπαρῴνησεν , οὐ πρόσθεν ἄρα τοῦ κλόνου ἐπαύσατο καὶ τῆς ὑποψίας ἕως ἐπεῖδε τοῖς ὀφθαλμοῖς πάντα
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] κλόνου καὶ ἀναλθήτων ὀδυνάων σπρεσιαο ? [ ! ! !
4010829 ἐξεκαυσεν
ἐπίτηδες τούτους εἰς διάστασιν ἀγαγοῦσα τὸν ὑπερβάλλοντα τῷ μεγέθει πόλεμον ἐξέκαυσεν . ἐπαναστάντων γὰρ τῶν κατὰ τὴν Ἰταλίαν ἐθνῶν τῇ
καὶ σύνοδοι : ταῦτα τὸν φόνον , ταῦτα τὴν ἔχθραν ἐξέκαυσεν : ὑπὲρ τούτων ἁπάντων ὁ πένης πολέμιος , ὅτι
3989688 παραλαβουσα
παθῶν γάρ τινων κατὰ τὸ σῶμα συστάντων , ψευδεῖς τινας παραλαβοῦσα προτάξεις ἡ δόξα , ἀπάτην συμπεραίνει τἀνθρώπῳ : καὶ
δὲ κατὰ τὸν ἐπικρατήσαντα ἀστέρα τῆς συγκράσεως τῶν ἀστέρων . παραλαβοῦσα δὲ ψυχὴ σῶμα καθὼς εἵμαρται , τούτῳ παρέχει ζωὴν
3967642 Γη
εἰρημένον ? [ ] : Δημήτηρ ? [ Ῥέα ] Γῆ Μήτηρ [ ] Ἑστία Δηιώι ? . καλεῖται ?
πυρίκαυτα παραχρῆμα καταχριόμεναι μετ ' ὀξυκράτου , κωλύουϲαι φλυκταινοῦϲθαι . Γῆ ἀμπελῖτιϲ ἢ φαρμακῖτιϲ . Ἀμπελῖτιϲ γῆ καὶ φαρμακῖτιϲ λέγεται
3967614 Καλανος
. μηνύει δὲ ἡ πεμφθεῖσα ἐπιστολὴ τῷ βασιλεῖ : ” Κάλανος Ἀλεξάνδρῳ . Φίλοι πείθουσί σε χεῖρας καὶ ἀνάγκην προσφέρειν
θεωρίας . Ὅθεν οὐ κακῶς δόξειεν ἂν πρὸς αὐτοὺς εἰρηκέναι Κάλανος ὁ Ἰνδός : Ἑλλήνων δὲ φιλοσόφοις οὐκ ἐξομοιούμεθα ,
3965985 καιριος
παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν .
3950098 συλλεξασα
Σπαρέθρης , ἥτις καὶ μετὰ τὴν ἅλωσιν τοῦ ἀνδρὸς στρατὸν συλλέξασα ἐπολέμησε Κύρωι , ἀνδρῶν μὲν στράτευμα τριάκοντα μυριάδας ἐπαγομένη
* ἀναιρεῖ . τὰ δὲ τοῦ Διονύσου μέρη καὶ μόρια συλλέξασα ἑκάστῳ ναὸν καὶ ἱερὰ ᾠκοδόμησεν . ἐν Φήλαις δὲ
3949911 αὐξησον
κατοικῶν καὶ τὸ καὶ τὸ , ἡσθεὶς τούτοις τοῖς ὕμνοις αὔξησον ἔτι καὶ ἐπιπλέον ἀβλαβῆ αὐτοῖς τὴν πατρῴαν γῆν διαφύλαξον
τῶν πονηρῶν φυλαττομένων τὰ γράμματα : εἶτα τῇ πηλικότητι : αὔξησον οὖν ἐν τῷ κεφαλαίῳ , ὡς ἂν οἷός τε
3949551 πυκιμηδεος
λέγομεν , αἷμά ἐστι κατὰ μεταβολὴν εἰς σῆψιν ἐπιδεδεγμένον . πυκιμήδεος συνετῆς κατὰ τὰ μήδεα , ὅ ἐστι βουλεύματα .
πολλὰ γὰρ ἐξημοιβὰ παρ ' αὐτόθι τεύχεα κεῖτο ἠμὲν Ὀδυσσῆος πυκιμήδεος ἠδὲ καὶ ἄλλων ἀντιθέων ἑτάρων , ὁπόσα κταμένων ἀφέλοντο
3947759 Πιτθηος
' ἡρωίνης τὸ ἐπίθετον , καὶ ἐν τῷ ἀθετουμένῳ Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ , Κλυμένη δὲ βοῶπις . . ὦμον :
ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ ' ἕποντο , Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ , Κλυμένη τε βοῶπις : αἶψα δ '
3940385 κοσμει
ἐπὶ τῶν τὰ εὐτελῆ κλεπτόντων . Σπάρταν ἔλαχες , κείναν κόσμει : δῆλον . Σπιθαμὴ τοῦ βίου : τὸ ἐλάχιστον
θέλεις καλὸν ποιεῖν ; γνῶθι πρῶτον τίς εἶ καὶ οὕτως κόσμει σεαυτόν . ἄνθρωπος εἶ : τοῦτο δ ' ἐστὶ
3920288 εἰπουσα
πεπωκότα ὡς εἶδεν , λαμπρὸν ἀνωλόλυξε καὶ τὴν θεὸν προσεκύνησεν εἰποῦσα χάριν οἶδά σοι , ὦ πολυτίμητε Ἄρτεμι , ὅτι
τῇ ἰδίᾳ θυγατρὶ ὁ πατήρ , ἀπόρρητόν τι ἡ μήτηρ εἰποῦσα τῷ υἱῷ ἀπήγξατο , πυνθάνεται ὁ πατὴρ τὸ ἀπόρρητον
3916851 γεννησας
, ἦν δ ' ἐγώ : ὅτι ὁ δῆμος ὁ γεννήσας τὸν τύραννον θρέψει αὐτόν τε καὶ ἑταίρους . Πολλὴ
γένεσιν ἔσχον , λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε “ Θεοὶ θεῶν , ὧν ἐγὼ δημιουργὸς πατήρ
3912269 δημιουργουσα
τὴν ὕλην , ποιοῦσα ταύτην ἐπιτηδείαν , διαπλάττει δὲ , δημιουργοῦσα ὡς ἐπὶ τῶν ἐντέρων λειότητα , ὡς ἐπὶ τῆς
ταύτης θεῷ μόνῳ παραχωροῦσιν : ἥ τε γὰρ φύσις ἄνθρωπον δημιουργοῦσα ἐκ σπέρματος αὐτὸν δημιουργεῖ , ὃ δυνάμει ἄνθρωπός ἐστι
3908615 ὁμοζυγα
χεῖρας ἢ πόδας οὐκ εἶχεν , ἀλλ ' ὅτι τὰ ὁμόζυγα τούτου οὐκ εἶχεν οἷον ἀσπίδα καὶ κνημῖδας , καὶ
γενναῖον καὶ μεγαλόψυχον τὸ πολὺ τῇ τύχῃ λειπόμενον προσελέσθαι τὸν ὁμόζυγα καὶ μήτε τὸ σχῆμα διαφυγεῖν οὐκ ὄντος ὁμοτίμου μήτ
3904144 θεοκτιστον
, [ ἀκατάληπτος περιοχή ] , γυμνάσιον ζωῆς , σύστημα θεόκτιστον , σελήνης παννύχισμα , ἀσύνοπτον θεώρημα , ὄμβρων τιθήνη
: ἰδίως τοὺς βωμούς . ἢ θεῶν μέλαθρα διὰ τὸ θεόκτιστον εἶναι τὴν πόλιν : κόνις δ ' ἴσα :
3902954 ἐθαυμασεν
παραπέμπεται ἐξουδενωθείς : καὶ πάντα ὅσα ἡμεῖς καταπατοῦμεν , ταῦτα ἐθαύμασεν ὁ φιλαργυρήσας Κάλανος , ὁ μάταιος ὑμέτερος φίλος καὶ
. ἧκε γοῦν ἐς τὴν Ἑλλάδα , καὶ ὁ Σόλων ἐθαύμασεν αὐτόν . Τὰ σκώμματα καὶ αἱ λοιδορίαι οὐδέν μοι
3899110 ἐξεπαιδευσε
πέλας , Αἰγύπτιον Τρίτωνος ἕλκοντες ποτόν . ἃς δὴ Πρόβλαστος ἐξεπαίδευσε θρασὺς μυληφάτου χιλοῖο δαιδαλευτρίας , ἕρπιν τε ῥέζειν ἠδ
τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον , οὐ θεᾶς παρακαθημένης καὶ ταῦθ '
3895432 μανεισα
ἀντὶ τοῦ : ὑπὸ εἱμαρμένης μανεῖσα . ἢ μοίρᾳ θεοῦ μανεῖσα : ἄλλως : ἣν οὐκ εἶδον ἀφ ' οὗ
ἤσθιεν . ἐρεσσομένα ] ἐλαυνομένη . ἁμαρτίνοος ] ἀντὶ τοῦ μανεῖσα . ἀντίπορον γαῖαν ] Ἀσίαν καὶ Εὐρώπην . ἐν
3881025 ἀμον
ἐν ἐκθέσει δὲ στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ἕξ . τὸν ἀμόν νυν ἀντίπαλον ] ἀντισπαστικὰ κῶλα εʹ . τὰ δʹ
Μὴ τάσσε : χώρει δ ' ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἀμόν , ὡς ἂν ἐν ταὐτῷ θάνῃς . Ἦ πᾶς
3875232 ση
καὶ τὸ πλῆθος δὲ τῶν ἱππέων ἵππον λέγουσι . . ση : ὅτι οἱ δισχίλιοι δαρεικοὶ γίνονται ἀργυρίου τάλαντα δέκα
εὐθεῖα φερέσθω κατὰ τῆς ΑΔΒ εὐθείας ἑλκομένη διὰ τοῦ Ε ση - μείου οὕτως ὥστε διὰ παντὸς φέρεσθαι τὸ Δ
3873678 ἐπικρυπτεται
οὗτος ἐφοίτα ἀφανὴς παρὰ τοῖς τὰ βασιλικὰ πράγματα , ὅσῳ ἐπικρύπτεται , τοσῷδε φιλοτιμότερον ἐξηγουμένοις , καὶ τὸ πιστὸν ἐς
οὔτε δυνατὸν ἦν περιεργάζεσθαι : τὰ γὰρ ἐν τοῖς βασιλείοις ἐπικρύπτεται καὶ μάλα στεγανῶς : οὔτε πολυπραγμονοῦσι συμμαθεῖν : τὰ
3872753 ἐμη
Ἑλληνικοῖς γάμοις τὴν προτέραν ἁμαρτίαν καλύψαι . τουτέστιν : ἡ ἐμὴ μέχρι γήρως συμβίωσις ἀδοξίαν σοι προσετρίβετο . οἷον :
Λήδαι Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι , Φοίβη Κλυταιμήστρα τ ' , ἐμὴ ξυνάορος , Ἑλένη τε : ταύτης οἱ τὰ πρῶτ
3871515 φιλτατον
εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον . ὃ δ ' ἐπινεύει πᾶσι τούτοις . οὐθεὶς
βλέπεις τ [ καὶ πρῶτον αὐτὴν κατὰ μόνας [ τὸν φίλτατον καὶ τὸν γλυκύτατον [ ] ! οτρ ? ?
3866143 φιλη
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν ,
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ
3858349 ἐπιτηδευσας
τῆς ἀπαγγελίας , ὄγδοον διὰ τί φαίνεται ὁ φιλόσοφος ἀσάφειαν ἐπιτηδεύσας , ἔννατον ποῖα δεῖ καὶ πόσα προλαμβάνεσθαι ἑκάστου τῶν
μεγάλως διίστησι τοὺς πόρους : ὅσῳ γὰρ ἄν τις μᾶλλον ἐπιτηδεύσας κενώσει τὸν θώρακα τοῦ πνεύματος κατὰ τὴν ἐκπνοήν ,
3852769 ἰδουσα
, ὡς καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ : ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐπιμειδιάσασα αὖθις αὖ πρόεισιν . εἰ δὲ
πρόεισιν ἐπίκλησιν ὡς ἔθος τῶν θεῶν ποιησαμένη : ἀπροόπτως δὲ ἰδοῦσα τὰς Ἐριννύας κύκλωι τοῦ Ὀρέστου καθευδούσας πάντα μηνύει τοῖς
3840866 Ἰαπετιονιδης
γαῖα , πάμπαν ἐύρρηνός τε καὶ εὔβοτος , ἔνθα Προμηθεύς Ἰαπετιονίδης ἀγαθὸν τέκε Δευκαλίωνα , ὃς πρῶτος ποίησε πόλεις καὶ
, ὡς ἀπὸ τοῦ Ἰαπετὸς Ἰαπετίων , εἶτα ἀπὸ τούτου Ἰαπετιονίδης . ὁ υἱὸς τοῦ Ταλαοῦ Ἄδραστος . * *
3839635 κορη
μοι δραχμῆς . οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . οἷα δ ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης
Ἄρτεμιν . ἐλάμβανε δὲ τὴν ἱερωσύνην τῆς θεοῦ τότε ἔτι κόρη παρθένος . Ἀριστοκράτης δέ , ὥς οἱ πειρῶντι τὴν
3838607 κατῃσχυνε
πατὴρ αὐτοῦ , τρίτον ἐπὶ τὴν ὑπατείαν κληθεὶς , οὐ κατῄσχυνε τοὺς ἑλομένους , εἰς δέον ταῖς ἐξουσίαις χρησάμενος .
τοῖς ὅλοις ἔπταισε : τήν τε γὰρ αὐτῷ προϋπάρχουσαν εὐδαιμονίαν κατῄσχυνε καὶ τοῦ Σύλλα Κορνηλίου τὴν δεδομένην ἐπαρχίαν παραιρούμενος παρανόμως
3837556 Αἰσωνος
γένοιτο καταβαλεῖν τὸν σῦν ἐμέ τόξων τε πλήθει λαγβατὰ ὅρκια Αἴσωνος υἱὸς Κρηθέως ἀφ ' αἵματος νεοσσιὰν τέκνων Αἴαντε δ
: διὰ τοῦ ω μὲν κατὰ τὸν κανόνα τοῦτον , Αἴσωνος υἱὸς Κρηθέως ἀφ ' αἵματος : διὰ τοῦ ο
3829087 ἀλλαξει
δράκων γενήσηι μεταβαλών , δάμαρ τε σὴ ἐκθηριωθεῖς ' ὄφεος ἀλλάξει τύπον , ἣν Ἄρεος ἔσχες Ἁρμονίαν θνητὸς γεγώς .
ἐν ἐπαναφορᾷ , εὖ ἕξει τὰ τῶν κειμηλίων αὐτοῦ καὶ ἀλλάξει τὸν διοικητὴν αὐτοῦ , εἰ δ ' ἐν ἀποκλίματι
3826553 δειλοιο
ἀφυσσόμενος χαμάδις χέε , δεῦε δὲ γαῖαν ψυχὴν κικλήσκων Πατροκλῆος δειλοῖο . ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων
ὅτι ἀπ ' εὐθείας τῆς ὁ Πατροκλῆς . καὶ τὸ δειλοῖο δειλαίου . . θάπτε με ὅττι τάχιστα , πύλας
3825166 σοφωτατος
πόλεμον καὶ τὴν κατὰ Περσῶν νίκην τοῦ θειοτάτου Τραϊανοῦ ὁ σοφώτατος Ἀρειανὸς ὁ χρονογράφος ἐξέθετο , ἱστορήσας καὶ συγγραψάμενος πάντα
ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος ἡδύς γε πίνειν οἶνος , Ἀφροδίτης γάλα . πικρότατον
3821103 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
3816433 ἁγνη
θεοὶ ῥεῖα ζώοντες , ἕως μιν ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ οἷς ' ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν . ὣς δ
πρὸ τοῦ ἱεροῦ ὦ μεγίστη θεῶν , μέχρι μὲν νῦν ἁγνὴ μένω νομιζομένη σή , καὶ γάμον ἄχραντον Ἁβροκόμῃ τηρῶ
3814101 σοφη
γυναῖκας τὰς νῦν τοιαύτας εἶναι προῄρησθε . Μελανίππη τις ἦν σοφή : διὰ τοῦτο ταύτην ὁ Λυσίστρατος ἐδημιούργησεν : ὑμεῖς
τιμή τὴν τιμήν , ἡ Ἀφροδίτη τὴν Ἀφροδίτην , ἡ σοφή τὴν σοφήν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ὦ
3813813 σκυθρωπη
κόσμου τούτου ποτέρα πότερον λήψεται : καὶ διακληρουμένων ἡ μὲν σκυθρωπὴ οὖσα κατὰ τὸν βίον καὶ σεμνότητος πλήρης τὸν Ἐριφύλης
καταφρονοῦντας , ὅτι ἐν χρῷ κέκαρμαι καὶ ἀρρενωπὸν βλέπω καὶ σκυθρωπὴ δοκῶ . ὅμως δέ , ἢν ἐθελήσητε ἀκοῦσαί μου
3806840 ἀλωμενη
τόπον , ἔνθα ἐμίγη πρῶτον αὐτῷ , καὶ περὶ αὐτὸν ἀλωμένη θαμὰ ἐβόα τοὔνομα τοῦ Ῥήσου : τέλος δὲ σῖτα
: οὐ γὰρ ἄιδρις ἦεν ὁδῶν , θαμὰ καὶ πρὶν ἀλωμένη ἀμφί τε νεκρούς ἀμφί τε δυσπαλέας ῥίζας χθονός ,
3802699 μνηστευσαμενος
. τὴν δὲ κόρην ταύτην τῶν τελεσικράτους τις πρόγονος ἀλεξίδαμος μνηστευσάμενος καὶ νικήσας τὸν δρόμον ἔγημεν : Ἡ σύνταξις :
. τὴν δὲ κόρην ταύτην τῶν Τελεσικράτους τις προγόνων Ἀλεξίδαμος μνηστευσάμενος καὶ νικήσας τὸν δρόμον ἔγημεν . ἢ ὅτι Ἀνταῖος
3797192 σημηϊα
ξυγκάμπτειν ὥσπερ τὸ ὑγιὲς σκέλος δύνανται . Τὰ μὲν οὖν σημήϊα ταῦτα τοῦ ἔξω ἐκπεπτωκότος μηροῦ εἰσιν . Οἷσι μὲν
λήθης . ] ἤδη γὰρ [ μεγάλων ] ? ? σημήϊα καὶ κ [ ] οὗτος ἀνὴρ μερόπεσσι [ ]
3795016 βουλομενη
σπουδάζειν αὐτὸν παρορμῶσα , ἢ τὰς καθ ' ἑαυτῆς ἀπολύσασθαι βουλομένη διαβολὰς ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς ὧν ἔπραττεν ὁ ἀνὴρ μήτε
γὰρ ἡ ἐκ πτερῶν ῥιπίς : ἀπὸ τῶν φρυγίων σκύλων βουλομένη - συρράψαι ἐνδύματα πορφυρᾶ ὅπως ἐπὶ τὸν τάφον ἀναθῇ
3794217 ὑπετυφετο
, καὶ ὑποστρέψας πρὸς Σεκυνδιανόν , ἐπεὶ παλαιὰ αὐτοῖς ἔχθρα ὑπετύφετο , ὡς δῆθεν ἄνευ τῆς ἑαυτοῦ γνώμης τοῦ πατρὸς
ἔμενε τῷ βάθει θαλπόμενα , εἰ μὴ καὶ πῦρ αὐτῇ ὑπετύφετο ; πόθεν δὲ καὶ τὰ φρέατα κατὰ χειμῶνος ὥραν
3791793 ἡβησαντα
ὄντα ἀνεῖλεν ὁ Πέλοψ ταῖς τοῦ Μυρτίλου βουλαῖς . δὶς ἡβήσαντα τουτέστιν ἀναζήσαντα . φησὶν οὖν ὅτι μετὰ τὴν κρεουργίαν
, σὺ δ ' ἄρσενα παῖδα τέκηαι , πέμπε μιν ἡβήσαντα Πελασγίδος ἔνδον Ἰωλκοῦ πατρί τ ' ἐμῷ καὶ μητρὶ
3788700 Τυχη
, ἐμοὶ δὲ ἀντὶ πύργου , τὸν θεῖον ἥρπασεν ἡ Τύχη , τὸν μὲν πρότερον , ἡ δὲ οὐκ ἐνεγκοῦσα
φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη ἐπιστᾶσα καὶ διεγείρασα αὐτὸν εἶπεν : „ ὦ οὗτος
3787877 μιμειται
, τόν τε μιμητικὸν μηδὲν εἰδέναι ἄξιον λόγου περὶ ὧν μιμεῖται , ἀλλ ' εἶναι παιδιάν τινα καὶ οὐ σπουδὴν
χρέος μὲν οὐδέν , βούλομαι δ ' ὅμως λαβεῖν : μιμεῖται τὸν Εὐριπίδου χαρακτῆρα τῷ λόγῳ . Γ φεῦ ]
3787755 ἐπισταμενη
ἄλλην τὴν πρωτίστην αἰτίαν καταντήσεις . οὕτως ἡ τὸ εἶδος ἐπισταμένη μόνη καὶ ὁρίζεται καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις , τουτέστι
, ἐρωτῶσιν , ἆρα ὡς ἀγνοοῦσα διαλαμβάνει , ἢ ὡς ἐπισταμένη ; καὶ εἰ μὲν ὡς ἀγνοοῦσα , οὐ προσδεκτέον
3783915 ἐγγονῳ
ὡροσκόπου καὶ τοῦ δύνοντος ἔσται πατὴρ τέκνῳ δικαζόμενος ἢ πάππος ἐγγόνῳ ἢ τοιαῦτα πρόσωπα , εἰ δὲ ἀφροδισιακὸν ἔσται ἡ
ὡροσκόπου καὶ τοῦ δύνοντος ἔσται πατὴρ τέκνῳ δικαζόμενος ἢ πάππος ἐγγόνῳ ἢ τοιαῦτα πρόσωπα , ἐὰν δὲ ἀφροδισιαστικὸν ἔσται ἡ
3779860 πολυτιμητος
οὕτω καὶ ὁ τὸ μέσον ἀμφοῖν ἀναπληρῶν πλάτος , ὁ πολυτίμητος νοῦς , ἐπιστήμην καὶ ἐπιστητὸν παράγει καὶ εἰς ταὐτὸν
νοῦ θεάματα . καὶ πῶς οὐκ ἔσται τῆς αἰσθήσεως ὁ πολυτίμητος ἡμῖν νοῦς ἀτυχέστερος , εἴπερ ἐκείνη μὲν πρὸς ὄντα
3773028 ἑωρακυια
. τούτους δὲ ἡ μήτηρ , Μέμνωνις τῷ ὀνόματι , ἑωρακυῖα κατὰ γῆν πολλὰ δεινὰ ἐργαζομένους , εἶπεν αὐτοῖς ,
ἡ ψυχὴ ἀθάνατός τε οὖσα καὶ πολλάκις γεγονυῖα , καὶ ἑωρακυῖα καὶ τὰ ἐνθάδε καὶ τὰ ἐν Ἅιδου καὶ πάντα
3771772 ἐφυ
λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ ' ἐν ἀνθρώποισι γηράσκειν ἔφυ καὶ πρὸς τελευτὴν ἔρχεται τακτοῦ χρόνου , πλὴν ὡς
πᾶν διελήλυθεν , ἀὴρ δὲ δεύτερον , ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ , καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ καὶ τὰ ἑξῆς ;
3768894 πεπληρωκεναι
τέτταρας τῶν πολιτευομένων σὺν ὀργῇ μεγάλῃ πᾶν ὃ προσῆκεν ᾤετο πεπληρωκέναι καὶ τῷ τρυφᾶν πάλιν αὑτὸν ἔδωκε . Τί οὖν
τοῦ πατρὸς εἰς σὲ καθηκουσῶν , ὥσθ ' ἅμα τε πεπληρωκέναι πᾶν ὅσον ἦν θέμις καὶ μεταβαίνοντα λοιπὸν ἐκ παίδων
3768717 ἐμφυλος
〛 [ [ ] ζευγνυν ? ? [ [ ] ἔμφυλος [ [ ] θεμις αν [ [ ] !
θνητὸν θεοῦ ἄνδρα σεβίσσῃς , τηνίκα σοι πόλεμός τε καὶ ἔμφυλος στάσις ἥξει . τούτων ἀκούσαντες ἔδοξαν λέγειν αὐτοῖς τὸν
3766405 θωπευω
κολακεία : καὶ θῶπες , οἱ κόλακες : ἀπὸ τοῦ θωπεύω τοῦτο παρὰ τὸ θώψ θωπός : ὅπερ ἔστι θηρίον
οἶδα , τοὺς δὲ κακοὺς διόλου πάντας ἀποστρέφομαι : οὐδένα θωπεύω πρὸς ὑπόκρισιν : οὓς δ ' ἄρα τιμῶ ,
3761934 κοσμοιο
πόσι , σεμνὲ Προμηθεῦ , ὃς ναίεις κατὰ πάντα μέρη κόσμοιο , γενάρχα , ἀγκυλομῆτα , φέριστε : κλύων ἱκετηρίδα
φύσις αἰθερόπλαγκτος ὀρθὰ τεκμαιρομένοισι διώρισεν ἀνδράσιν ἄστρα , οἷς πλαγκτὴ κόσμοιο βροτοκλώστειρα χορείη δόγματος ἐξ ἱεροῖο σαφῆ πρὸς ἔλεγχον ἰοῦσα
3759738 μιαιφονος
ἐρᾶν , καὶ νέος μὲν τυραννεύσας οὔπω κακός , ἢν μιαιφόνος παρὰ τὴν τυραννίδα καὶ ὠμὸς καὶ ἀσελγὴς δόξῃ ,
! ! ! ! [ [ ] αἴνιγμ ' ἡ μιαιφόνος [ κόρη [ ἐπειποῦς ] ? ' ἑξάμετρ ?
3756536 ἀνελουσα
. εἰκότως δὲ τοῦτο ἔπαθεν : ἡ γὰρ ἐξ αὑτῆς ἀνελοῦσα ψυχὴ τὸ φιλάρετον καὶ φιλόθεον δόγμα τὸν ἀρετῆς τέθνηκε
καὶ Σικελίας ἁρπάσασα τῶν ταύρων τινὰς ἡ ῥηθεῖσα Σκύλλα καὶ ἀνελοῦσα καὶ αὐτὴ ὑφ ' Ἡρακλέος ἀναιρεῖται , ὕστερον δὲ
3755023 ἐνηργησε
φύσιν ὀνομάτων οὐκ ἂν ἐποίησε τοῦτο διὰ τῶν μεταφορικῶς σημαινομένων ἐνήργησε : τό τε γὰρ μέλαν ὀλίγου ταὐτὸν ἀκουόμενον ὥσπερ
τῶν ἀψύχων ποιεῖν λέγομεν , οἷον τὸ πῦρ θερμαίνειν καὶ ἐνήργησε τὸ φάρμακον . Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων ἅλις .
3753363 τιμωσα
ἤγουν παραβλέψασα ταῦτα , εἰς τὰ ὅσια προσέρχεται δώματα οὐ τιμῶσα ἐν αἴνωι , ἤτοι οὐκ ἐπαινοῦσα , δύναμιν πλούτου
' ἡμῶν πεπεῖσθαι τοῦθ ' ὅτι Κλεάρχῳ γνώμη τέ ἐστι τιμῶσα τὰ δίκαια ῥώμη τε ἀρκοῦσα τὰ δίκαια βεβαιοῦν ,
3753216 καλη
σατράπης κατέστη . ἦν δὲ ὁμοπατρία αὐτῶι ἀδελφὴ Ῥωξάνη , καλὴ τῶι εἴδει καὶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν ἐμπειροτάτη : ἐρῶν
περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι “ τὴν δὲ τράπεζαν ἡ καλὴ Αὐλὶς . . . ἀργύρων . . . δυσχερές
3752434 ἀναμιμνησκεται
πρὸς τούς ποτε συνήθεις . ὅθεν δῆλον ὅτι ἐπιλανθάνεται καὶ ἀναμιμνήσκεται . ὅτι δὲ ἔχει ἀνάμνησιν , δῆλον κἀντεῦθεν ἐκ
διδάσκεται , ἀλλ ' ὅταν θέλῃ , ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἀναμιμνήσκεται . Ἀδύνατά μοι λέγεις , ὦ πάτερ , καὶ
3747035 ἀπωλλυεν
: ἡ μὲν γὰρ στέργειν ὀφείλουσα μήτηρ τὸ ἴδιον τέκνον ἀπώλλυεν , ἡ δὲ μητρυιᾶς ἔχουσα μῖσος δι ' ἄγνοιαν
ἀποχωρούντων , οἵτινες αὐτοὺς ἀνῆγον ὡς αὐτόν : καὶ ἀκρίτους ἀπώλλυεν προβασανίσας καὶ στρεβλώσας . πολλοῖς δὲ καὶ προδοσίας δίκας
3744339 ἀπωλεσεν
τοῦ πατρός σου ἔργον , ὃ ἂν μὴ ἐκπληρώσῃ , ἀπώλεσεν τὸν πατέρα , τὸν φιλόστοργον , τὸν ἥμερον .
λόγος , ξὺν παισὶ πεντήκοντα ναυτίλῳ πλάτῃ Ἄργος κατασχών ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τουτὶ τί ἦν τὸ ληκύθιον ; Οὐ κλαύσεται
3734304 περιειπε
μέγιστα τῶν στρατοπέδων , εἰ καὶ ἐκ μηκίστου φθέγξαιτο . περιεῖπε δ ' αὐτὸν ἐν τοῖς μάλιστα ὁ πολιορκητὴς Δημήτριος
γὰρ ἅπαντας εἶναι διεφθαρμένους καὶ φαύλους : οὓς καὶ εὖ περιεῖπε . . : καίτοι ὁ πατὴρ αὐτῶν Πεισίστρατος μετρίως
3726870 οἰχεται
' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν . Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ '
καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ ' ἐπίτειλον , ἄναξ . οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί : παῦροι δ ' ἐν
3723333 μιανας
γὰρ ἐτύγχανεν αὐτῷ τὴν δάφνην φόνῳ τε πολλῷ καὶ αἵματι μιάνας . καί μοι ἐδόκουν αὐτόν , ὥσπερ κύνες ὑλακτοῦσαι
τὸ ζῆν τῇ πεπρωμένῃ μᾶλλον ἢ λυπῶν τὸν κύριον καὶ μιάνας ἀσεβεῖ φόνῳ τὸν ἴδιον βίον ἄρχειν τῆς Αἰγύπτου :
3718896 τροφευς
θεῷ κατ ' ἐκεῖνον τὸν χρόνονἔφη δ ' οὖν ὁ τροφεὺς ὡς ἐν τούτῳ δὴ τῷ σχήματι διαλεχθείη πρὸς αὐτὸν
εἰς βιβλιογραφίαν πεμπομένων αὐτῷ παρ ' Ἀντιγόνου , οὗ καὶ τροφεὺς ἦν τοῦ παιδὸς Ἁλκυονέως . διάπειραν δέ ποτε βουληθεὶς
3716018 διηγουμενης
Ἀφροδίτη : νῦν δὲ ἡδέως ἂν ἀκούσαιμί σου τὰ πάντα διηγουμένης . Αὕτη θυγάτηρ μέν ἐστι Λήδας ἐκείνης τῆς καλῆς
ποτε ἤκουσα γυναικὸς Ἠλείας [ ἢ Ἀρκαδίας ] ὑπὲρ Ἡρακλέους διηγουμένης . ὡς γὰρ ἔτυχον ἐν τῇ φυγῇ ποτε ἀλώμενος
3714203 μακαρισαι
δὲ τὸ εἰς βοῦν μεταποιῆσαι : καὶ ζηλῶσαι μὲν τὸ μακαρίσαι , ἀφ ' οὗ ζηλωτός , ζηλῆσαι δὲ τὸ
Εἰώθεις , ὦ Ἀλκέτα , ἅμα τὴν ἐμὴν ὀδυρόμενος φυγὴν μακαρίσαι τὴν Παυσανίου τύχην , καὶ πολλάκις ἔγραψας σύ γε

Back