ὑπομένουσαν . προφέροντες δ ' ὑμῖν ὁρκίους θεοὺς καὶ τύχην ἀνθρωπείαν καὶ τὴν φοβερωτάτην τοῖς εὐτυχοῦσι Νέμεσιν δεόμεθα μήτε ἐς
καὶ λευκὴ καὶ οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις
6000582 καθαραν
, ὅταν [ ὁ ] καιρὸς [ ἐνδιδῶι ] [ καθαρὰν ] [ ἐπιλόγισιν ] ? [ , κοὔτως ]
, εἶτα κρινομένῳ τὴν τιμωρίαν ἐκφεύγειν οὐ προσῆκε , διότι καθαρὰν αἵματος ἔχει τὴν δεξιάν : εἶτα προσάγαγε τῇ ὑποθέσει
5897390 ἀγαθην
ἀποδέδειγμαι πράξεις καὶ πόσην δύναμιν ἐπάγομαι καὶ ὡς τὰ πολέμια ἀγαθήν . οἰόμενος δή σε τούτων ἕκαστον ἐπιλογιζόμενον μὴ περιμένειν
, ἢ ἁλμυράν , ἢ ἀσφαλτώδη , ἢ ἄλλως οὐκ ἀγαθήν , φεῦγε τὴν ταύτης φυτείαν . εἰ δὲ εὐώδη
5822533 ὑγραν
ψυκτικόν τε ἅμα καὶ τονωτικὸν πλαδῶντός ἐστι στομάχου διάθεσιν ἔχοντος ὑγρὰν καὶ θερμήν . Ἄλλο : ῥόδων χλωρῶν τῶν φύλλων
δ ' ἡ τοῦ φθινοπώρου . χρὴ τοίνυν τὴν δίαιταν ὑγρὰν καὶ θερμὴν παρέχειν : εἴη δ ' ἂν πόνων
5654974 ἡδειαν
. μελιτόεσσαν εὐδίαν : ἀντὶ τοῦ , [ ἔχει ] ἡδεῖαν ἀνάπαυσιν . ἄλλως : ἀμφίβολον πότερον ὁ νικῶν τὰ
: ἐὰν δέ τις σὺν εὐτυχίᾳ εἴη τι πράττων , ἡδεῖαν πρόφασιν τοῖς τῶν Μουσῶν ῥεύμασιν ἔδωκε . ταὶ μεγάλαι
5634587 τοιανδε
: ἥκειν δὲ καὶ παρὰ τῆς ὕλης τὸ τὸν μὲν τοιάνδε γρυπότητα , τὸν δὲ τοιάνδε . Καὶ χρωμάτων διαφορὰς
, ἐφάνη ῥᾴδια καὶ οὐδεὶς πόνος θηρῶντι μετὰ πλούτου τὴν τοιάνδε θήραν : οὐδὲ ἐπὶ τὰς πάνυ σεμνὰς καὶ σεμνῶν
5538354 ποιουσαν
δύναμιν καὶ διὰ τῶν ξύλων καὶ διὰ τῶν τριοδόντων , ποιοῦσαν ναρκᾶν τοὺς ἐν χεροῖν ἔχοντας . Ἀριστοτέλης δ '
σφυγματώδους ὀδύνης συναίσθησις γένοιτο , φλεγμονὴν ἀκόλουθον ὑπονοεῖν εἶναι τὴν ποιοῦσαν αἰτίαν τὴν ὀδύνην , ἐξ ἐπιρροῆς αἵματος ἐκθερμανθέντος ἐσχηκυῖαν
5507273 θνητην
νῦν ἡ πεπρωμένη δηλοῖ : ὅροις τισὶν ἀναγκαίοις πεπερατῶσθαι τὴν θνητὴν ἡμῶν ζωήν , φρονήσεως δὲ ἴδιον εἶναι τοῖς τῶν
οὐδένα χρόνον ἐγένετο οὐδὲ ἀσθενὴς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην τε καὶ θνητὴν τῆς φύσεως ἀσθένειαν , νέος δὲ καὶ ἀκμάζων εὐθὺς
5343719 φυτον
γῆν , ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν ; Σάττοιμ ' ἄν , ἔφην , νὴ Δί
τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε , τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν : πλησίον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος , ὃ
5301215 αὐξητικην
φύσεως : χαρισαμένη γὰρ ἡμῖν τὴν γεννητικὴν ἐχαρίσατο καὶ τὴν αὐξητικήν , ἵνα δι ' αὐτῆς τέλειοι γενόμενοι ἐπιτήδειοι πρὸς
ἰστέον , ὅτι τρεῖς φασιν εἶναι τὰς ψυχάς , τὴν αὐξητικήν , ἥτις ἐστὶ καὶ ἐπὶ τῶν φυτῶν , τὴν
5233361 ἀσημον
ζητεῖ καὶ ἡ διαστολὴ καὶ ἡ κόλουσις , οὐ μὴν ἄσημον γ ' ὁμοίως οὐδὲ χαλεπὸν καταμαθεῖν . Τὴν δ
ταλαίπωροι βροτοί . ἀεὶ φιλόμυρον πᾶν τὸ Σάρδεων γένος . ἄσημον ὡς ὅστις αὐτῆς τῆς ἀκμῆς τῶν σωμάτων ἐρᾷ ,
5199012 ποικιλην
. Ἴσως δέ τινας τῶν ὀκνηροτέρων καὶ ἀσφαλεστέρων συμβαίνει λογίζεσθαι ποικίλην τινὰ καὶ πολυειδῆ τὴν τάξιν ταύτην εἶναι καὶ ἐντεῦθεν
. Τῇ καὶ τῇ κυανῇσι ] Τῷ εἰπεῖν κατάστικτον καὶ ποικίλην ἔδειξε πολλὰ χρώματα τῆς γῆς . Διάφορος γὰρ ἡ
5181534 θερμην
ἀλήτην . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀλέα ὃ δηλοῖ τὴν θέρμην . ἡμέτερον : + τοιαῦτά τινα Τυδεὺς ἐδόκει πρὸς
πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ θέρμην , ὡς ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως κεχειμασμένου , ὃς ἐν
5164013 εὐφορον
καὶ θεαῖς , ἐλθεῖν αὐτῷ τὴν ἀρχαίαν πενίαν , τὴν εὔφορον ἐκείνην καὶ πάμφορον καὶ καρποτρόφον , τὸν δὲ χρυσὸν
ἀναπνοὴ θερμή τε καὶ ξηρή , δίψοϲ δριμύ , οὐκ εὔφορον πῦρ , τῷ πάντῃ ἐϲ θώρηκα ξυρρέειν : καὶ
5150376 θρεπτικην
τὸ ἔχον τρεῖς δυνάμεις , τὴν γεννητικὴν τὴν αὐξητικὴν τὴν θρεπτικήν . καὶ εὖγε τῆς δημιουργίας τῆς φύσεως : χαρισαμένη
δὲ καὶ αὔξεσθαι , φαμὲν πρὸς αὐτὸν ὡς ἀγνοεῖς τὴν θρεπτικήν τε καὶ αὐξητικὴν τῆς φύσεως δύναμιν : ἢ οὐχ
5114159 θειαν
. τῷ γὰρ ὄντι ἀνθρώπινα ψεύσματα καὶ λίαν πιθανὰ πρὸς θείαν καὶ ἀμήχανον φύσιν . πέρας δὴ ἐπιτέθεικεν : ὥσπερ
ἀλλὰ πάντα ὁμοίως τὸ καθαρὸν ἦθος ἐμφαίνει καὶ πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν ἀνάγει καὶ τῆς Πυθαγορικῆς φιλοσοφίας τὸν τελειότατον σκοπὸν
5113509 ἐπικτητον
τοῦ λόγου μερῶν , ὥσπερ καὶ ὁ δεσμὸς πρὸς τὴν ἐπίκτητον ἕνωσιν τῶν δεδεμένων καὶ ἡ κόλλα τῶν δι '
: ἡ δὲ ἀπόφασις κατὰ δευτέραν τάξιν . τῶν δὲ ἐπίκτητον ἐχόντων τὴν ἑνότητα οἱ μὲν συναπτικῷ συνδέσμῳ , οἱ
5095228 γενναιαν
, οὐδὲ ἀναίμακτός εἰμι , ἀλλ ' εἴργασμαι μεγάλην καὶ γενναίαν σφαγὴν νεανίσκου ἀκμάζοντος καὶ πᾶσι φοβεροῦ , δι '
τῶν νῦν ἐπ ' αὐτὸν πραττομένων : βλάστην δὲ οὕτω γενναίαν διαφθεῖραι καὶ τὸ ἤδη συνειλεγμένον ἐκβαλεῖν τῆς διανοίας ,
5084137 ἀμπελον
κερασέας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ κλαδεύειν χρὴ καὶ τὴν χαμῖτιν ἄμπελον , ὀξυτάτοις δρεπάνοις , φυλαττομένους ἡμέρας καὶ ὥρας εὐδινάς
ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες ὂν εὐοινοτάτην ἄμπελον τρέφει τὴν δενδρῖτιν . πόλεις δ ' ἐπὶ θαλάττῃ
5068287 συκην
χαῦνον . πῖσαι : ποτίσαι . σικυώνην : τὴν ἄγριον συκῆν . σοφίην : ὁτὲ μὲν τὴν τέχνην , ὁτὲ
περὶ ψωριώσης συκῆς . ναʹ . ἐκ τῶν Δημοκρίτου : συκῆν κοιλιολυτικὴν εἶναι καὶ πρώϊμα σῦκα φέρειν . νβʹ .
5022756 ἀνθρωπινην
γάρ , ὦ Πολύκλεις , συνθεωρήσας ἐκ πολλοῦ χρόνου τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ βεβιωκὼς ἔτη ἐνενήκοντα ἐννέα , ἔτι δὲ
ἐκ φύσεως : ἀλλ ' εἰ μέν τις κοινότερον καὶ ἀνθρωπίνην τινὰ καλοίη μαντικήν , τῆς ἀνθρωπίνης ἔστω φυσική τις
4997982 πικραν
ξηραίνειν ἐκ τῆς δευτέρας ἀρχομένης . Χαμαίδρυς ἐπικρατοῦσαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα : ἔστι δὲ καὶ δριμεῖά πως καὶ τέμνει
ξηραίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν . Χαμαίδρυϲ ἐπικρατοῦϲαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα : ἐϲτὶ δὲ καὶ δριμεῖά πωϲ , ὅθεν
4994812 καλλιστην
καὶ διαβὰς τὸν Ἅλυν γίνεται κατὰ Σινώπην , πόλιν παράλιον καλλίστην τε καὶ πλουσιωτάτην τῶν ἐν τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ καὶ
μήπως σὺν αὐτοῖς κινδύνοις περιπέσωμεν . Ὄρνιθα δέ τις πάνυ καλλίστην εἶχεν , ἥτις ἔτικτεν ἀεὶ ὠὰ χρυσέα . Ὁ
4981533 ὑγιεινην
δέον , καὶ ἃ παραφυλακτέον , καὶ διὰ πάντων τὴν ὑγιεινὴν πραγματείαν ὧδέ σοι ἐκτεθείκαμεν , ὡς ἂν ἑπόμενος ταύτῃ
μείζονες καὶ ὑγιεινότερον διαβιοῦσιν , ἀκόλουθόν ἐστιν καὶ ταῖς θηλείαις ὑγιεινὴν ἐν τῷ καθόλου συνομοταγεῖν τὴν παρθενίαν . αἱ γὰρ
4957599 ἐγκυμονουσαν
παρέχει , ὡς καὶ ἐν ὁδοῖς ἢ λουτροῖς ἐξαίφνης τὴν ἐγκυμονοῦσαν τίκτειν . δεῖ δὲ παρατηρεῖν καὶ τὰ ζῴδια εἴτε
ἤσθιον γένναν λαγίναν , ἤτοι λαγωῶν , ἐρικύμονα καὶ ἄγαν ἐγκυμονοῦσαν καὶ τίκτουσαν βοσκομένην , βλαβέντα τῶν λοισθίων δρόμων ,
4940614 πεπτωκυιαν
τὴν ἐκ τῶν ἁλῶν δύναμιν , φάρμακον ἐπιτήδειον γίγνεται ἐπεγείρειν πεπτωκυῖαν ὄρεξιν , ἀπορρύψαι τε καὶ ὑπαγαγεῖν τὸ κατὰ τὴν
ἐναργῶς ὠφέλησεν . ἐλάμβανε δ ' οὗτος τὴν κόπρον οὐδὲ πεπτωκυῖαν ἐπὶ τὴν γῆν : οὐ χαλεπῶς δὲ γίνεται τοῦτο
4930800 φαυλην
ἀδικήσεται , καὶ τὴν τῶν λόγων τοῦ πείθειν δύναμιν οὐ φαύλην εἶναι , καὶ τοὺς πείθοντας ὑπὲρ τούτων οὐ μόνον
' εἴρηται . τὴν διακεκαυμένην μέντοι δίχα διαιρῶν πρὸς οὐ φαύλην ἐπίνοιαν φαίνεται κεκινημένος , πρὸς ἣν καὶ ὅλην δίχα
4928279 Δημητραν
γελάσσαι : γελάσειεν , ἱλαρὰ γένοιτο . δράγματα : τὴν Δήμητράν φησι μὴ μόνον ἀστάχυς , ἀλλὰ καὶ μήκωνας ἔχειν
ἀσπιδιῶται καὶ εὐκνήμιδες . κούρη θ ' ἥ : τὴν Δήμητράν φησι καὶ τὴν Περσεφόνην εἰληχέναι τὸ τῶν Ἐφυραίων ἄστυ
4911617 ἀκαρπον
, τὸ ζῷον , ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι
ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες ἄχρηστόν με ἀποκαλεῖτε καὶ ἄκαρπον ; „ ὁ μῦθος , ὅτι οὕτω καὶ τῶν
4897793 ἁρμοττουσαν
ἀκριβῶς ἐστιν ἡ ποιητικὴ τοῦ πάθους αἰτία , καὶ τὴν ἁρμόττουσαν ἐπιφέρειν βοήθειαν . Ἀρξώμεθα οὖν ἀπὸ τῆς ἐπὶ χολώδει
γὰρ τῆς ἄλλης ἐναργείας λελυμένην ἔχει τὴν ἑρμηνείαν καὶ μεθύουσιν ἁρμόττουσαν . δεῖ δὲ τὰς λύσεις τῆς ἑρμηνείας ἁρμόττειν τοῖς
4873330 κραϲιν
χρίϲαϲ τὸ ϲτόμα φύλαττε . δίδου δὲ ἐν τῷ ἀρίϲτῳ κρᾶϲιν μεγάλην μεϲαζόντων τῶν ϲιτίων κεράϲαϲ θερμῷ : ἐϲτὶ δὲ
ἢ προϲῆκε γεννᾷ καὶ εἰ φύϲει τιϲ εἴη μελαγχολικώτεροϲ τὴν κρᾶϲιν , ἁλώϲεταί τινι πάθει τῶν μελαγχολικῶν ἐν τῇ τούτων
4868016 σκληραν
τοῦ τῶν πλουσίων ἔλεγεν , ἐν ᾧ σφαιρίζουσιν ἐκεῖνοι τὴν σκληρὰν καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων . πολλάκις δὲ καὶ
θρόνον μου μὴ δυνηθεὶς ἐξελθεῖν : καὶ ἐπάταξέν με πληγὴν σκληρὰν ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς : καὶ ἐν μεγάλῃ ταραχῇ
4867081 ἐλαιαν
ἔχεις τὸν σηκόν , ἵλεως γενοῦ . ἔτι δὲ καὶ ἐλαίαν , οὐ μονοστελέχη , ἀλλὰ πολύκλαδον ὥστε καὶ καλάμην
: ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων . Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν . Ἄκρῳ ἅψασθαι δακτύλῳ : ἐπὶ τῶν
4845028 ἀριστην
δέ φαμεν εἶναι τὴν εὐδαιμονίαν ἢ μίαν τούτων τὴν πασῶν ἀρίστην . . Ἔστι μὲν οὖν τὸ εἶναι τῆς εὐδαιμονίας
Νυμφῶν προσεκύνει καὶ ἐπηγγέλλετο σωθείσης Χλόης θύσειν τῶν αἰγῶν τὴν ἀρίστην . Δραμὼν δὲ καὶ ἐπὶ τὴν πίτυν , ἔνθα
4833112 ἀνικμον
καὶ ἐπιτείνειν αὐτὸ μέλιτος μίξει : εἰ δὲ καθαρὸν καὶ ἄνικμον εὑρεθείη , πλέον ἢ ἐχρῆν ἐξήρανεν , ἐλαίου τε
ἀλλ ' οὐκ ἐδύναντο τὴν τῶν μύρων πηγὴν ξηρὰν καὶ ἄνικμον ἀποφῆναι , καίπερ πολὺν ὑπὲρ τούτου ποιούμενοι τὸν ἀγῶνα
4810140 παρεχουσαν
πρὸς μέρος ἰδιάζουσαν κατὰ δόξαν καὶ τέχνην καὶ πάλιν τὴν παρέχουσαν ἰδίαν ἐπιστήμην , ποὶ μὲν πλοαὶ πεφύκασι , ποὶ
κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ : καὶ οὗτος
4809389 αὐστηραν
διαπνεῖσθαι , τάχα δ ' ἐπεὶ τὴν ἐμμέλειαν ἀγριοφανῆ καὶ αὐστηρὰν ἀλλ ' οὐ πρὸς ἐπίδειξιν ἔχει . τῷ δὲ
' ἐστὶ τὰ θεωρήματα , οἷς χρησάμενος ὁ ἀνὴρ οὕτως αὐστηρὰν πεποίηκε τὴν ἁρμονίαν , δι ' ὀλίγων σημανῶ .
4786125 ψυχραν
ποιεῖν , ὅταν ἀσθενοῦντα λούωσιν : οὐ γὰρ εἰς τὴν ψυχρὰν δεξαμενὴν ἐπιτρέπουσιν ἐμβῆναι , ἀλλ ' ἀντ ' ἐκείνης
ἐπίρρυτον ὡσαύτως συνίσταται παντὸς τοῦ ἐπιρρέοντος χυμοῦ ἢ θερμὴν ἢ ψυχρὰν ἢ ἄλλην τινὰ ποιότητα προσειληφότος . εἰδέναι δὲ δεῖ
4776601 κρατουσαν
ὁντιναοῦν , ὁμολογίας τίθεται πρὸς τὸν ἐπισκοποῦντα τὸ τηνικαῦτα τὴν κρατοῦσαν δόξαν . , . . Ὡραπόλλων ὁ δὲ Ὡραπόλλων
εἶτα μετὰ τὸ πρᾶγμα , ὅτι ἀπεστέρησε τὴν φυλὴν , κρατοῦσαν τῆς νίκης διαφθείρας τοὺς κριτάς : αὔξεται δὲ ,
4772055 σοφην
δώδεκα τόποις . Ἑρμῆς δὲ τυχὼν πάλιν εἰς Ὡροσκόπον Δηλοῖ σοφὴν μάθησιν ἢ γνῶσιν λόγου , Καὶ συντυχιῶν ἀγαθὰς ἀποκρίσεις
καὶ ταῖς ἄλλαις ὥραις τοῦ ἔτους τὴν Αἴγυπτον , ἅτε σοφὴν οὖσαν καὶ ἔνθεον , καὶ τὰς εὐχὰς αὐτῶν ἡδέως
4765292 ξηραν
γίνεσθαι ξηραινομένην ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ ἡλίου καὶ τέλος ἔσεσθαί ποτε ξηράν . ταύτης τῆς δόξης ἐγένετο , ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος
κοσκίνῳ , ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ λείου ἅμα ἐπὶ πλείονα χρόνον ξηράν : εἶτα ἐπιβαλὼν τὸ ἔλαιον ἐν ἡλίῳ , ὅπως
4752313 διψωσαν
. καὶ τραγικὸς δέ τίς φησι : ἴσχειν κελεύω χεῖρα διψῶσαν φόνου . καὶ ὁ Κῦρος παρὰ Ξενοφῶντί φησι :
τὸν Ἀταρνέα ἐγένετο , ἰδὼν πόλιν ὀλίγην ἀρετῆς καὶ σοφίας διψῶσαν ἅπασαν , οὐ παρῆλθε σιγῇ , βραχεῖ δὲ βιβλίῳ
4750331 ἀποξυνοντων
Περὶ τῶν ἀποξυνόντων τὴν τροφήν . ] Ἐπὶ δὲ τῶν ἀποξυνόντων τὴν τροφὴν χρήσιμον τόδε τὸ φάρμακον . πεπέρεως γο
ὕδατι : τινὲς ἄνευ ἀλόης σκευάζουσιν . ἐπὶ δὲ τῶν ἀποξυνόντων τὴν τροφὴν χρήσιμον τόδε τὸ φάρμακον : πεπέρεως ⋖
4733514 συντελουμενην
τοῖς δαίμοσι δὲ ἐπείσακτον καὶ παρ ' ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων συντελουμένην ἔδωκε τὴν διατροφήν : καὶ ὡς ἔοικεν , ἐὰν
δὲ καὶ τὴν τῶν αὐλῶν κατασκευὴν καὶ τὴν διὰ τούτων συντελουμένην μουσικὴν καὶ τὸ σύνολον πολλὰ τῶν φιλοτέχνων ἔργων ,
4733494 νεφελην
πυρόεις Ὑπερίων ἐς νέφος ὑγρὸν ἔβαψεν ἐρευθομένης σέλας αἴγλης καὶ νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι '
, οὐ πολλάκις ὑμῖν προὔλεγον ἐγὼ τὴν ἀπὸ τῶν ὀρῶν νεφέλην , ὅτι χειμάσει ποτὲ ἐφ ' ἡμᾶς ; Χεῖρας
4732357 φυτικην
σύμπνοιαν τῆς θρεπτικῆς ταύτης καὶ αὐξητικῆς ψυχῆς τὴν γὰρ δὴ φυτικὴν δύναμιν ἔοικε καὶ ὁ Ἱπποκράτης κατὰ τὸ παλαιὸν ἔθος
τὴν αἰσθητικὴν ἐπακολουθοῦντες τοῖς αἰσθητοῖς εἰδώλοις , μηδὲ εἰς τὴν φυτικὴν ἐπακολουθοῦντες τῇ ἐφέσει τοῦ γεννᾶν καὶ ἐδωδῶν λιχνείαις ,
4721877 τροφον
σφάλλεται κερόεσσαν ἔλαφον προσειπών , καὶ Σοφοκλῆς κεροῦσσαν τὴν Τηλέφου τροφόν , Ὅμηρος δ ' ὀρθῶς λέγει ἀμφ ' ἔλαφον
δεῖ χρᾶσθαι , πολὺν μὲν χρόνον τὸ παιδίον λούουσαν τὴν τροφόν , μὴ σφόδρα θερμοῖς τοῖς ὕδασι χρωμένην , καὶ
4705415 γλυκειαν
[ σὺν ] στεφάνοισιν . Καλεῖ δὲ Μοῦς ' αὐθιγενὴς γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάν , γεραίρους ' ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν
κακοῖς ἐξεταζόμενοι καὶ ἐλπίζοντες τὰ ἀγαθά : ἡδονὴν ἀπόλαυσιν : γλυκεῖαν μὲν , ἀλλὰ βλαβεράν : † ποτὲ μὲν ἐπ
4695949 ἐχουσαν
τῷ προσώπῳ τὰς αὐγάς : προσενοχλεῖ γὰρ τὴν ὄψιν ἀσθενέως ἔχουσαν : πᾶσα δ ' ἱκανὴ πρόφασις ἀσθενέοντας ὀφθαλμοὺς ἐπιταράξαι
ἠπορήσθω διὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ δαιμονίου τοῦδε ἀνδρὸς τὸ διάφωνον ἔχουσαν ἐνιαχοῦ διὰ τὸ ἐγείρεσθαί τε ἅμα πρὸς τὴν πρεσβυτέραν
4695887 ἀργην
μὴ θεῶν μακάρων κατ ' οὐρανόν , οὐδαμῶς ἀκίνητον οὐδὲ ἀργήν , ἀλλὰ σφοδρὰν οὖσαν καὶ πορευομένην , τῶν μὲν
ταύτην τὴν ἀντιποίησιν , λέγοντες τοὐναντίον αὐτὴν ἀσύμφορον εἶναι καὶ ἀργήν , φίλοινον , χρημάτων ἀτημελῆ . εὐήθεις δέ εἰσι
4682494 γεννωσαν
ἑβδόμην ὡς ὑπὸ μόνης γεννωμένην τῆς μονάδος καὶ ὡς μὴ γεννῶσάν τινα τῶν ἐντὸς δεκάδος ἀριθμῶν . τὴν δὲ ὀγδόην
ἑβδόμην ὡς ὑπὸ μόνης γεννωμένην τῆς μονάδος καὶ ὡς μὴ γεννῶσάν τινα τῶν ἐντὸς δεκάδος ἀριθμῶν . τὴν δὲ ὀγδόην
4674334 ἀμικτον
οὔτε ὑγρόν , ἀλλὰ τὸ μὲν ὡς ἄκρατόν τε καὶ ἄμικτον ἔχει τὴν ποιότητα καθ ' ἣν ὀνομάζεται , τὸ
τῆς ὑποκρίσεως ἐμίσησαν . λέγωμεν οὖν τοῖς τοιούτοις : τὸν ἄμικτον καὶ ἀκοινώνητον μονότροπόν τε καὶ μονωτικὸν βίον ζηλοῦτε ;
4659615 σωματικην
οἷόν τε ὂν ὑπὸ λόγου ῥυθμίζεται . κατὰ μέντοι τὴν σωματικὴν ἄλογον οὐσίαν τὸ ἐλλεῖπον τῆς συναρτήσεως μετὰ τὴν κύησιν
] τὴν βλάβην λώβην ] τὸ λωβώμενον καὶ βοσκόμενον τὴν σωματικὴν διαρτίαν σῶμα ἠέ ] καί βοσκαδίης ] νομαίας βοσκαδίης
4657855 εἰλικρινη
ἔπαθεν ἠρεμοῦντι γίνεται ψόγος ἀναισθησίας , ὁ δὲ γέρας περιφρονῶν εἰλικρινῆ φιλοτιμίαν ἐνδείκνυται , κἂν ἅπαντες τὸν μὲν οὐκ ἐπεξιόντα
, τοῦτο καὶ ἐπὶ πασῶν λέγομεν . ἔνθεν καὶ ἀμιγῆ εἰλικρινῆ ὄντα τὰ αἰσθητὰ ἀηδῆ εἰσιν , ὅταν δὲ μιχθῇ
4654986 μορφην
ἐκκοπεὶς ἐν μάχῃ τὸν ἕτερον ὀφθαλμὸν ἐκ τῶν νεωτέρων , μορφήν τε κάλλιστος ἀνθρώπων καὶ ψυχὴν ἄριστος . οὗτος ἀδελφιδοῦς
, καθάπερ τὸ μέλαν τῷ λευκῷ , τὴν ἐναντίαν ἔχειν μορφήν : εἰ δὲ μὴ ἐναντίον , αὐτὸ τοῦτ '
4642250 παραπλησιαν
ἂν ὑπὸ πυρὸς ἅπαντα ταῦτα μεταβάλλειν , εἴπερ ὁμοίαν ἢ παραπλησίαν δεῖ τὴν ἐνταῦθα τῇ φυσικῇ νομίζειν . ἔστι δέ
πρότερον ὑφελέσθαι τὸ ἀλλότριον ἐσπουδακὼς εἰκότως καὶ νῦν ἐπὶ τὴν παραπλησίαν κεχώρηκε τῶν κακῶν παλαίστραν : ἀπὸ δὲ τοῦ μείζονος
4633279 διαφερουσαν
πρεσβυτάτην οὖσαν καὶ σωφροσύνηι τε καὶ συνέσει πολὺ τῶν ἄλλων διαφέρουσαν , ἐκθρέψαι πάντας τοὺς ἀδελφοὺς κοινῆι μητρὸς εὔνοιαν παρεχομένην
ἀνέβη ὡς βασιλέα , τιμῶν Ἀρταξέρξης σκηνήν τε ἔδωκεν αὐτῷ διαφέρουσαν τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος καὶ κλίνην ἀργυρόποδα ,
4615962 περιττην
καὶ αὐτὰ μόνα τὰ ἐπιτήδεια παρέχουσι περιτεμνόμενοι καὶ ἀποκόπτοντες τὴν περιττὴν καὶ ἀλυσιτελῆ πᾶσαν ἀφθονίαν , ἥτις ἀπορίας καὶ ἐνδείας
ζῆτε : καίτοι τοῦ ζῴου τούτου ἐν τέτταρσι τὴν φύσιν περιττὴν ἔχοντος , ὧνπερ ὑμεῖς τὰ χείρω μερισάμενοι τηρεῖτε .
4611084 ἐγκιρρον
χαλκὸς χωνεύεται καὶ καθίεται , πελιδνόν τε καὶ μᾶλλον ἔχον ἔγκιρρον τὴν πελιδνότητα : μικρὸν δὲ καὶ στρογγύλον καὶ παραπλήσιον
δὲ τὸ ἐκ τοῦ ὠμοῦ . ἐκλέγου δὲ τὸ ἠρέμα ἔγκιρρον , εὐῶδες ὡς ἐν ἀκακίᾳ . χυλίζουσι δέ τινες
4598568 μαλακην
καὶ περιττωματικὰϲ ἔχει τὰϲ ϲάρκαϲ . τὰ δὲ ἤτοι πάνυ μαλακὴν ἢ πάνυ ξηρὰν καὶ ἀπέριττον ἔχοντα τὴν ἕξιν τοῦ
τῶν μερῶν , τὰς μὲν ἶνας ἰσχυρὰς τὴν δὲ σάρκα μαλακὴν καὶ μανήν : δι ' ὃ τὸ μὲν βάρυ
4597034 γυναικειαν
τὸν μέγιϲτον , εὖ γ ' Εὐριπίδηϲ εἴρηκεν εἶναι τὴν γυναικείαν φύϲιν πάντων μέγιϲτον τῶν ἐν ἀνθρώποιϲ κακῶν : ἂν
, ἀφελέσθαι τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἵππους , καὶ στολὴν γυναικείαν αὐτοὺς ἀναγκάσαι φορεῖν , καὶ μήτε τοξεύειν μήτε ἱππεύειν
4594303 παρεχον
τὸ δ ' εἰ ἀποκόπτοις , κακοηθέστερόν τε καὶ ὀδύνην παρέχον καὶ χορηγούμενον αἱματώδει ἰχῶρι : ἔστι δ ' οἷς
ἀποβαίνειν . Τὸ μέντοι εὔχρηστον εἰς τὰ ἔργα καὶ τὸ παρέχον τὰς τοῦ θεραπεύειν ἀφορμὰς , οὔτ ' ἀκατάληπτόν ἐστιν
4589253 ἰκμαδα
διὰ τὴν ζέσιν τῆς φλεγμονῆς τῆς ἐν ἥπατι ἐξαναλισκούσης τὴν ἰκμάδα τὴν ἐν γαστρί , καὶ ἐξ ἀναγκῆς ξηραίνεται ἡ
δύναιτο : παρέχει δὲ νοηθῆναι ὅτι , εἰ μὴ ἔχει ἰκμάδα κατὰ φύσιν τὸ φυτὸν , οὐ βλαστάνει τὴν ἀρχήν
4586488 χρωμενην
ἄλλην νεοσσοὺς ἠξίωσεν ἐντεκεῖν οὐχ ὁρᾷς ὑπερηφάνως μοι τὴν θυγατέρα χρωμένην ; * * * τὸν μηδὲν ὠφέλημα , τὸν
, Γνάθαιν ' , ἔφη , ὑπερηφάνως μοι τὴν θυγατέρα χρωμένην ; ἡ γραῦς δ ' ἀγανακτήσασα τάλαν , ἔφη
4585783 εὐμορφιαν
καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀρετὴν οὐκ αἰσχύνουσαν τὴν τοῦ σώματος εὐμορφίαν . μάτρῳ θ ' ὁμωνύμῳ : τοῦ Στρεψιάδου μήτρως
παλαιοὶ κορεῖν ἔλεγον . χάριν : ὡραιότητα : καλλονήν : εὐμορφίαν . χρυσῆν Ἀφροδίτην : Ἑστιαία ἡ γραμματική φησι ἐν
4582912 ἰσχυραν
κεραυνοὺς ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ κατὰ πλείονας πνευμάτων συλλογὰς καὶ κατείλησιν ἰσχυράν τε ἐκπύρωσιν : καὶ κατάρρηξιν μέρους καὶ ἔκπτωσιν ἰσχυροτέραν
ὅταν ἔχῃ τι μετὰ τῆς ὑγρότητος ὀλισθηρόν : οὐ μὴν ἰσχυράν γε τὴν κάτω ῥοπὴν ἴσχει διὰ τὸ μηδεμίαν ὑπάρχειν
4581969 ἀποιον
περιέχει γὰρ τὸ εἶδος τὴν ὕλην καὶ τὰ στοιχεῖα τὸ ἄποιον σῶμα . ταῦτα ἔχει ἡ πρᾶξις . Ἕκτον ἦν
καὶ μέλιτοϲ , ἔτι δὲ πρὸϲ τούτοιϲ εἴ τε οὖν ἄποιον ἐθέλοιϲ εἴ τε μέϲον ἐν ποιότητι τῇ πρὸϲ τὴν
4565077 ὑγροτητα
. κοιμώμενος . ποταπόν ; εὔχυτον , * * ἢ ὑγρότητά τινα ἐμφαῖνον ἔχειν . χαλᾷ , * * ἢ
οἴδημα τὸ χρονιώτερον οὐ λύει , ἐπειδὴ τῷ χρόνῳ προσλαμβάνει ὑγρότητά τινα . ἀλλὰ δεῖ αὐτό , ὡς εἴρηται ,
4564008 οὐϲιαν
ϲώματοϲ , ἀναμνηϲθῆναι . ἐϲτὶ δὲ δήπου κατὰ μὲν τὴν οὐϲίαν αὐτὴν τοῦ πράγματοϲ ἐξηγουμένοιϲ ἡ εὐκρατοτάτη τε ἅμα καὶ
αἱ φλέβεϲ ἀπὸ τῶν ἐντέρων ἕλξωϲί τινα ϲηπεδονώδη τῶν περιττωμάτων οὐϲίαν . τοὺϲ μὲν οὖν διὰ νόϲον παροῦϲαν χρῄζονταϲ τῆϲ
4559520 ὑγιειαν
αἱρεταί ; Ὥστε δι ' αὑτὰ αἱρετὰ ἡμῖν εἶναι τὴν ὑγίειαν , τὴν ἰσχύν , τὸ κάλλος , τὴν ποδώκειαν
ἡδονῇ ἐπιτρέψας ἐνταῦθα τετραμμένος ζήσει , ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς ὑγίειαν βλέπων , οὐδὲ τοῦτο πρεσβεύων , ὅπως ἰσχυρὸς ἢ
4555451 τροφιμον
φλοιὸν τῶν δένδρων , γλυκύν τε ὄντα τὸν φλοιὸν καὶ τρόφιμον οὐ μεῖον ἤπερ αἱ βάλανοι τῶν φοινίκων . δεύτεροι
ἱστορεῖ τετοκέναι , καὶ αὐτὸς πολύγονον καλῶν τὸν Νεῖλον καὶ τρόφιμον διὰ τὴν ἐκ τῶν ἡλίων μετρίαν ἕψησιν αὐτὸ καταλειπόντων
4553901 ποαν
χρηστὰ τῶν ὑδάτων καὶ ἐκεῖθεν ποτίζει , ἔπειτα τὴν λυσιτελεστάτην πόαν καὶ ἐν ἐκείνῃ βόσκει καὶ καθεύδειν τε καὶ μεσημβριάζειν
τὴν νομὴν δὲ διαφορὰ πλείϲτη ἐν τῷ γάλακτι εὑρίϲκεται . πόαν γὰρ ϲιτεῖται μὲν ἄλλα ἄλλην . καὶ ἡ μὲν
4553710 γιγνομενην
Ὄφεις δὴ οὖν οἶμαι καὶ τὴν ἀπὸ τούτων τῶν θηρίων γιγνομένην ἀπελάσαι κῆρα περιέσεσθαί σοι , ἢν βουληθῇς , ἐπιθεὶς
κόρης , καὶ τὴν παρ ' αὐτῆς παραμυθίαν ἐν αὐξήσει γιγνομένην : εἶτα τὴν ἐξαίφνης ἁρπαγὴν , ἣν αὐξήσεις δεινοποιῶν
4538610 ἐξηλλαγμενην
ἐφόρει δὲ ἐσθῆτα καὶ τὴν περὶ τὸ σῶμα ἄλλην κατασκευὴν ἐξηλλαγμένην καὶ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ἐθῶν οὐκ ἐπιχωρουμένην : χρυσοῦν
πολλῶν διάλεκτον ἀπετέλει , μεγαλοπρεπῆ λιτήν , περιττὴν ἀπέριττον , ἐξηλλαγμένην συνήθη , πανηγυρικὴν ἀληθινήν , αὐστηρὰν ἱλαράν , σύντονον
4537524 ἁρμοζουσαν
ἐστιν , εἰ χρονισθείη τὸ νόσημα , ἀποκνούντων πρὸς τὴν ἁρμόζουσαν δίαιταν τῶν καμνόντων . Εἰ μέντοι ἀρξάμενον τὸ νόσημα
γὰρ εὑρίσκομεν πῶς ὤφειλον καταλήγειν : οὐκ ἔχουσι γὰρ κατάληξιν ἁρμόζουσαν τοῖς δυϊκοῖς καὶ τοῖς πληθυντικοῖς , τὸ γὰρ υ
4533998 ἀναλογουσαν
διάγνωσιν . Σύμμετρα δὲ εἰ τῷ ποσῷ τυγχάνει καὶ ὑπόστασιν ἀναλογοῦσαν ἔχει , ψυχράν τινα δυσκρασίαν σημανεῖ τοῦ ἥπατος :
πηγάνῳ ὅμοιον , κλῶνας μικρούς . δύναμιν δ ' ἔχει ἀναλογοῦσαν τῷ τῆς μήκωνος ὀπῷ . Ὕσσωπος πόα γνώριμος δισσή
4533381 εὐμηκεστερον
μὲν ἄρρεν βραχύτερόν τε καὶ σκληροφυλλότερον , τὸ δὲ θῆλυ εὐμηκέστερον , καὶ τὰ φύλλα λιπαρὰ καὶ ἁπαλὰ καὶ κεκλιμένα
ἔχουσα : τῷ δὲ μεγέθει μέγα καὶ πολὺ τῆς πεύκης εὐμηκέστερον . Διαφέρει δὲ καὶ κατὰ τὸ ξύλον οὐ μικρόν
4529726 ἀμορφιαν
, ἀγχόνῃ χρήσασθαι : αἱροῦνται γὰρ αἱ ἑταιρίδες θάνατον ἢ ἀμορφίαν . κάλλιον οὖν ἡγήσατο Ἱπποκράτης μίαν ἀπολέσθαι ψυχὴν ἤτοι
προῄειμεν διά τινος ἀκανθώδους καὶ σκολόπων μεστῆς ἀτραποῦ , πολλὴν ἀμορφίαν τῆς χώρας ἐχούσης . ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν
4521952 χερσαιαν
Πυγμαίοις , γενέσθαι τε λέγει ἐξ αὐτῆς καὶ Νικοδάμαντος τὴν χερσαίαν χελώνην . καὶ καθόλου πάντα τὰ ὄρνεα ἀνθρώπους ἱστορεῖ
. Φέρει δὲ ἡ νῆσος χελώνην τήν τε ἀληθινὴν καὶ χερσαίαν καὶ τὴν λευκὴν , πλείστην τε καὶ διάφορον τοῖς
4518562 ἀκραιφνη
ἀνωτάτω τάξει τὸν ἄριστον νοῦν ἡγεμόνα προστήσασθαι , τῆς ψυχῆς ἀκραιφνῆ τὴν ὁμοιότητα διασῴζει πρὸς τοὺς θεούς , εἰς ἣν
οὐρανίων καὶ μεταρσίων καὶ πρὸς τἀπίγεια τέταται , τὴν μὲν ἀκραιφνῆ φύσιν ἑαυτῆς αἰθέρος οὖσαν ἀγχίσπορον ἄνω μετέωρον διαίρουσα ,
4514096 πρεπουσαν
, πάντως ἔτι καὶ σύνθετον ἐνέργειαν , ζῴῳ τῷ ὅλῳ πρέπουσαν , ὅλην τινὰ καὶ αὐτὴν οὖσαν , ἐν ᾗ
ἀνέχονται ἄνθρωποι καὶ ξὺν ἀνάγκῃ τὸ κόσμιον . Ἀλλὰ δὴ πρέπουσαν κεφαλὴν ἐπιτιθέντες τῷ λόγῳ τέλειον αὐτὸ βασιλεῖ δῶρον προσάγωμεν
4511874 συμφυτον
ἀστάθμητον , καίπερ ἐν λογικῇ ψυχῇ καὶ νοερᾷ θεωρούμενον καὶ σύμφυτον ἐχούσῃ ζωὴν καὶ χωριστὴν σώματος . ταῦτα δὲ λέγεται
ἡγῇ θεούς , συγγένειά τις ἴσως σε θεία πρὸς τὸ σύμφυτον ἄγει τιμᾶν καὶ νομίζειν εἶναι : κακῶν δὲ ἀνθρώπων
4508251 πολυοινιαν
μγʹ . πῶς δυνατὸν πρὸ τοῦ τρυγητοῦ προκαταμανθάνειν τὴν ἐσομένην πολυοινίαν ἢ καλλιοινίαν ἢ κακοοινίαν . μδʹ . φραγμοῦ σκευασία
δεῖ φθορὰν ψῦξιν ἔγκαυϲιν , ἀργίαν καὶ κόπον , ϲυνουϲίαν πολυοινίαν . Περὶ ϲπαϲμῶν ἢ τετάνων . ὅταν εὐθὺϲ ἐξ
4496552 ὁμαλην
διὰ τὴν ἐνάργειαν , τῶν καλουμένων σφαιρῶν τῶν ἀνελιττουσῶν τὴν ὁμαλὴν κίνησιν σῳζουσῶν : καὶ ἐν ταῖς Κατηγορίαις κατασκευάζει τὰς
πρὸς αἷς τοῦτο γίνεται , τὴν μὲν τοῦ ἐκκέντρου καὶ ὁμαλὴν μοιρῶν Ϙβ κγ ἀπὸ τοῦ ἀπογείου , τὴν δὲ
4494298 ἐμψυχῳ
, ἔμψυχον παντὶ φυτῷ , τὸ ζῶον ἄρα οὐ παντὶ ἐμψύχῳ . πόθεν ὅτι τὸ ζῶον οὐδενὶ φυτῷ , δείξομεν
, πᾶν τρεφόμενον ἔμψυχον : καὶ συνάγεται ζῶον οὐ παντὶ ἐμψύχῳ . ἐπειδὴ γὰρ πᾶν ἔμψυχον τρέφεται , πᾶν δὲ
4484298 νεκραν
λέγων , ὦ πασῶν δυστυχεστάτη κόρη , πότε ἀνευρήσω κἂν νεκράν ; Αἰγιαλεῖ μὲν γὰρ τοῦ βίου μεγάλη παραμυθία τὸ
σφοδροῦ γενομένου ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα φερομένην ὑπὸ τῶν ὑδάτων νεκράν , ἔφη : ” ὦ αὕτη , σὺ κἀμὲ
4480797 εὐκαρπα
καλούμενον προφερές : οὔτε γὰρ τῶν φυτῶν οὔτε τῶν ζώιων εὔκαρπα τὰ προφερῆ γίνεσθαι : ἀλλὰ χρόνον τινὰ προπαρασκευάζεσθαι τῆς
τῆς τροφῆς καὶ ταύτην πέψαι καὶ κατασχεῖν εἴπερ εὐβλαστῆ καὶ εὔκαρπα μέλλει γενήσεσθαι . Τροφῆς μὲν οὖν πλῆθος ἐν ὄμβρου
4479015 ἀγριαν
λεπτόφυλλον δάφνην ἀραιοτέραν εἶναί φησι , τὴν δὲ αὐτὴν καὶ ἀγρίαν καλεῖσθαι . ἀραιοτέρης οὖν τῆς λεπτοφύλλου . χραισμήεις :
οὐδεὶς οὐδ ' ἐπλήγη οὐδὲ ἐδέθη . τοιαύταις ἐπῳδαῖς τὴν ἀγρίαν τε καὶ χαλεπὴν ἐκείνην καὶ δεινὰ πάσχουσάν τε καὶ
4477516 λιτην
τινὰ λέξιν ἐπετήδευσαν , οὐκ ἔχω συμβαλεῖν , πότερα τὴν λιτὴν καὶ ἀκόσμητον καὶ μηδὲν ἔχουσαν περιττόν , ἀλλ '
ἀθορύβως ἐξῇ προκόπτειν τοῖς καλοῖς . ἀνεπίφθονον δὲ ζωὴν ἐπιτηδεύσωμεν λιτὴν καὶ ἄρρυπον δίαιταν ἔχοντες καὶ τὸν τῆς ἀπειροκαλίας τῦφον
4475207 ἐξαιρετον
μὲν διαθείς , ᾗ νομίζει ποτὲ ταῦτα , τὴν ἡδονὴν ἐξαίρετον λαβὼν ἀπέρχεται , τῷ δὲ ὑβρισμένῳ κατ ' ἀρχὰς
καὶ πλέον τι τοῦ ἴσου ἐν ἑτέρῳ μέρει ἔχων , ἐξαίρετον δὲ τὸ ταῖς δυσὶν ἀρχαῖς συνεχὴς καὶ σύστημά γε
4467334 πυκνην
ἔχουσι τὴν οὐσίαν σπέρμασιν . τῶν γοῦν πυρῶν ὅσοι μὲν πυκνὴν καὶ πεπιλημένην ἔχουσιν ὅλην ἑαυτῶν τὴν οὐσίαν , ὡς
καὶ τοξεύματα τοῖς θηρίοις , ἐπῆγε μετὰ ῥώμης καὶ βίας πυκνὴν καὶ συντεταγμένην τὴν δύναμιν . Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς
4457531 ὁποιαν
παραγίνεται γυνή , κάλλος οὐκ ἀνθρώπινον ἀλλά τι θεῖον , ὁποίαν ἐπὶ γῆς ἄλλην ἥλιος οὐχ ὁρᾷ : φύσει δέ
ταῖς τιμαῖς : ποῖον γὰρ ἐκείνου τηλικοῦτον γέρας ἀκούομεν , ὁποίαν τιμωρίαν τὸ τοῦ δέρματος ἀφαιρεῖσθαι ; τοῦ δὲ ἡμέρου
4455989 πονηραν
καὶ λήθῃ παραδοθεὶς ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων ἠγνοῆσθαι . ὅτι δὲ πονηρὰν εἴληφεν ὑπόθεσιν , καὶ αὐτός γε τοῦτο ποιεῖ φανερὸν
Φίλον δι ' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς . Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον . Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ
4447975 μονην
κινεῖσθαι ἢ φωτίζειν , τὸ δὲ κατὰ δύναμιν καὶ ἐπιτηδειότητα μόνην , ὡς ὅταν λέγωμεν τὸν καθήμενον δύνασθαι βαδίζειν καὶ
τοῦ κατηγορουμένου . πρὸς ὃν ἐροῦμεν ὅτι μάλιστα μὲν κατὰ μόνην τὴν ἐκφώνησιν ἀξιοῖ γίνεσθαι τὴν μετάθεσιν τῶν ὅρων ὁ
4444781 λευκην
, πλὴν τῷ χρώματι μόνον διαφέρειν τὴν ῥίζαν τοῦ μὲν λευκὴν τοῦ δὲ μέλαιναν : οἱ δὲ τοῦ μὲν μέλανος
πολὺ καπανικώτερα . Τί οὖν ποιῶμεν ; χλανίδ ' ἐχρῆν λευκὴν λαβεῖν : εἶτ ' ἰσθμιακὰ λαβόντες ὥσπερ οἱ χοροὶ
4439655 στυφουσαν
, τοῖς συριγγίοις πλήρη , δηκτικὴν ἐν τῇ γεύσει καὶ στύφουσαν μετὰ ποσῆς πυρώσεως , ἀρωματίζουσαν , οἰνίζουσαν τῇ ὀσμῇ
: ἔχει γάρ τι καὶ δριμύτητος . στρύχνον δραστήριον ψῦξιν στύφουσαν ἔχει . ὕδωρ , ὑδατώδης οἶνος οὐ σαφῶς θερμαίνει
4435596 τηρει
ἑξῆς λέγει οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέι φίλον εἶναι : τήρει τὴν φωνὴν αὐτήν , ὅτι στοχασμὸν ἔχει , οὐκ
ἀνέχων τῇ τέχνῃ τὰ σώματα ; τὸν οὖν ἑταῖρον ἡμῖν τήρει τε ἐν ὑγείᾳ καὶ ὅπως ὧν ἐπιθυμεῖ τεύξεται συμπόνει
4425264 ἀμορφον
τηροῦντας τὴν ἀρχὴν τῶν πάντων ἐν τῷ τιμίῳ μὴ τὸ ἄμορφον μηδὲ τὸ παθητὸν μηδὲ τὸ ζωῆς ἄμοιρον καὶ ἀνόητον
παρὰ γοῦν ἐμοί , ἡ καινότης , μὴ οὐχὶ συντετρῖφθαι ἄμορφον ὄν . καὶ εἴ γε μὴ οὕτω φρονοίην ,
4423966 εὐκολον
εἶναι καὶ ἀνεπιτήδειον αὐλῷ , τὸ δὲ ῥῶ διὰ τὸ εὔκολον πολλάκις παραλαμβάνουσι . καὶ τοὺς ἵππους τοὺς τὸ Ϲʹ
δύσκολον , ἔφη : τὸ ἑαυτὸν γνῶναι . τί δὲ εὔκολον ; τὸ ἄλλῳ ὑποτίθεσθαι . τί ἥδιστον ; τὸ
4423786 σποραν
ἀνεπίληπτον , οὐχ ἡδονὴν ἔχοντα τὸ τέλος ἀλλὰ γνησίων παίδων σποράν . ‖ Διὰ τί [ δὲ ] μὴ τῷ
ὁ μὲν ναστὸς περιαπτόμενος τοῖς ἀνδράσι συμβάλλεται αὐτοῖς περὶ τὴν σποράν : ὁ δὲ κοῦφος περιαπτόμενος ταῖς γυναιξὶ τελεσφορεῖ τὰ
4418086 δυσκρασιαν
οὐκ ἀσφαλεῖς ἐνέργειαι , ἢ διὰ παγιωθεῖσάν τινα μορίου τινὸς δυσκρασίαν , ὡς διὰ ταύτην καὶ τὴν τοιάνδε πλημμελῆ συσκευασθῆναι
γὰρ μάλιστα τὴν κατὰ πνεύμονα καὶ ἐγκέφαλον ὑγρὰν καὶ ψυχρὰν δυσκρασίαν . νάρδου στάχυς τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν

Back