πρὸς μέρος ἰδιάζουσαν κατὰ δόξαν καὶ τέχνην καὶ πάλιν τὴν παρέχουσαν ἰδίαν ἐπιστήμην , ποὶ μὲν πλοαὶ πεφύκασι , ποὶ
κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ : καὶ οὗτος
6442230 ἀκαρπον
, τὸ ζῷον , ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι
ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες ἄχρηστόν με ἀποκαλεῖτε καὶ ἄκαρπον ; „ ὁ μῦθος , ὅτι οὕτω καὶ τῶν
6331344 λευκην
, πλὴν τῷ χρώματι μόνον διαφέρειν τὴν ῥίζαν τοῦ μὲν λευκὴν τοῦ δὲ μέλαιναν : οἱ δὲ τοῦ μὲν μέλανος
πολὺ καπανικώτερα . Τί οὖν ποιῶμεν ; χλανίδ ' ἐχρῆν λευκὴν λαβεῖν : εἶτ ' ἰσθμιακὰ λαβόντες ὥσπερ οἱ χοροὶ
6245829 ἐχουσαν
τῷ προσώπῳ τὰς αὐγάς : προσενοχλεῖ γὰρ τὴν ὄψιν ἀσθενέως ἔχουσαν : πᾶσα δ ' ἱκανὴ πρόφασις ἀσθενέοντας ὀφθαλμοὺς ἐπιταράξαι
ἠπορήσθω διὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ δαιμονίου τοῦδε ἀνδρὸς τὸ διάφωνον ἔχουσαν ἐνιαχοῦ διὰ τὸ ἐγείρεσθαί τε ἅμα πρὸς τὴν πρεσβυτέραν
6034332 ὑγραν
ψυκτικόν τε ἅμα καὶ τονωτικὸν πλαδῶντός ἐστι στομάχου διάθεσιν ἔχοντος ὑγρὰν καὶ θερμήν . Ἄλλο : ῥόδων χλωρῶν τῶν φύλλων
δ ' ἡ τοῦ φθινοπώρου . χρὴ τοίνυν τὴν δίαιταν ὑγρὰν καὶ θερμὴν παρέχειν : εἴη δ ' ἂν πόνων
5849161 ξηραν
γίνεσθαι ξηραινομένην ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ ἡλίου καὶ τέλος ἔσεσθαί ποτε ξηράν . ταύτης τῆς δόξης ἐγένετο , ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος
κοσκίνῳ , ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ λείου ἅμα ἐπὶ πλείονα χρόνον ξηράν : εἶτα ἐπιβαλὼν τὸ ἔλαιον ἐν ἡλίῳ , ὅπως
5822317 παρεχον
τὸ δ ' εἰ ἀποκόπτοις , κακοηθέστερόν τε καὶ ὀδύνην παρέχον καὶ χορηγούμενον αἱματώδει ἰχῶρι : ἔστι δ ' οἷς
ἀποβαίνειν . Τὸ μέντοι εὔχρηστον εἰς τὰ ἔργα καὶ τὸ παρέχον τὰς τοῦ θεραπεύειν ἀφορμὰς , οὔτ ' ἀκατάληπτόν ἐστιν
5763955 βαθυγειον
Τῶν σπόρων ὁ πρωϊμώτερος πάντων καλλίων : μάλιστα δὲ τὴν βαθύγειον προλαμβάνειν χρή , εἰ ὀλίγου ἀέρος ἐπόμβρου εἴη τετυχηκυῖα
, δένδρα ὁ πάνσοφος ἐδημιούργει θεός . αὐτίκα τοίνυν ὥσπερ βαθύγειον χωρίον σῶμα τὸ ἡμέτερον λαβὼν δεξαμενὰς αὐτῷ τὰς αἰσθήσεις
5662382 μαλακην
καὶ περιττωματικὰϲ ἔχει τὰϲ ϲάρκαϲ . τὰ δὲ ἤτοι πάνυ μαλακὴν ἢ πάνυ ξηρὰν καὶ ἀπέριττον ἔχοντα τὴν ἕξιν τοῦ
τῶν μερῶν , τὰς μὲν ἶνας ἰσχυρὰς τὴν δὲ σάρκα μαλακὴν καὶ μανήν : δι ' ὃ τὸ μὲν βάρυ
5579145 παμφορον
δὲ τὸν Τίγριν προῆγεν ἐπὶ τὴν Οὐξίων χώραν , οὖσαν πάμφορον καὶ δαψιλέσιν ὕδασι διαρρεομένην καὶ πολλοὺς καὶ παντοδαποὺς ἐκφέρουσαν
εἰ βούλει καὶ τὸν Ὁμήρου λειμῶνα τὸν καλὸν ἐκεῖνον καὶ πάμφορον , ὃν Ἀχιλλέως ἀσπίδα φασὶν οἱ ποιηταί , καὶ
5560183 ἡδειαν
. μελιτόεσσαν εὐδίαν : ἀντὶ τοῦ , [ ἔχει ] ἡδεῖαν ἀνάπαυσιν . ἄλλως : ἀμφίβολον πότερον ὁ νικῶν τὰ
: ἐὰν δέ τις σὺν εὐτυχίᾳ εἴη τι πράττων , ἡδεῖαν πρόφασιν τοῖς τῶν Μουσῶν ῥεύμασιν ἔδωκε . ταὶ μεγάλαι
5558093 ἀγριαν
λεπτόφυλλον δάφνην ἀραιοτέραν εἶναί φησι , τὴν δὲ αὐτὴν καὶ ἀγρίαν καλεῖσθαι . ἀραιοτέρης οὖν τῆς λεπτοφύλλου . χραισμήεις :
οὐδεὶς οὐδ ' ἐπλήγη οὐδὲ ἐδέθη . τοιαύταις ἐπῳδαῖς τὴν ἀγρίαν τε καὶ χαλεπὴν ἐκείνην καὶ δεινὰ πάσχουσάν τε καὶ
5551399 λαμπραν
δὲ τῆς γεννήσεως τὸν γεννηθέντα τότε εὐγενῆ μὲν ἀπέδειξεν καὶ λαμπρὰν τὴν ἀρχήν του , πρὸς δὲ τὰ τέλη δύσκολον
ἵππον ἀνὰ κράτος παρῆν ἐπὶ τὸν χάρακα καὶ πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γενέσθαι καλέσας Μάρκον Ὁράτιον τὸν περιλειφθέντα ἐκ τῶν τριδύμων
5539946 πικραν
ξηραίνειν ἐκ τῆς δευτέρας ἀρχομένης . Χαμαίδρυς ἐπικρατοῦσαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα : ἔστι δὲ καὶ δριμεῖά πως καὶ τέμνει
ξηραίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν . Χαμαίδρυϲ ἐπικρατοῦϲαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα : ἐϲτὶ δὲ καὶ δριμεῖά πωϲ , ὅθεν
5522014 γυναικειαν
τὸν μέγιϲτον , εὖ γ ' Εὐριπίδηϲ εἴρηκεν εἶναι τὴν γυναικείαν φύϲιν πάντων μέγιϲτον τῶν ἐν ἀνθρώποιϲ κακῶν : ἂν
, ἀφελέσθαι τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἵππους , καὶ στολὴν γυναικείαν αὐτοὺς ἀναγκάσαι φορεῖν , καὶ μήτε τοξεύειν μήτε ἱππεύειν
5477049 ποικιλην
. Ἴσως δέ τινας τῶν ὀκνηροτέρων καὶ ἀσφαλεστέρων συμβαίνει λογίζεσθαι ποικίλην τινὰ καὶ πολυειδῆ τὴν τάξιν ταύτην εἶναι καὶ ἐντεῦθεν
. Τῇ καὶ τῇ κυανῇσι ] Τῷ εἰπεῖν κατάστικτον καὶ ποικίλην ἔδειξε πολλὰ χρώματα τῆς γῆς . Διάφορος γὰρ ἡ
5456267 θρεπτικην
τὸ ἔχον τρεῖς δυνάμεις , τὴν γεννητικὴν τὴν αὐξητικὴν τὴν θρεπτικήν . καὶ εὖγε τῆς δημιουργίας τῆς φύσεως : χαρισαμένη
δὲ καὶ αὔξεσθαι , φαμὲν πρὸς αὐτὸν ὡς ἀγνοεῖς τὴν θρεπτικήν τε καὶ αὐξητικὴν τῆς φύσεως δύναμιν : ἢ οὐχ
5452767 εὐωδιαν
δὲ τὸ ὄρος , ἀγέλας ἐσφαγμένας , αἵματος ῥύακας , εὐωδίαν εἰς αὐτὸν ἀνατρέχουσαν αἰθέρα . εὐξάσθων ὅμοια καὶ παρὰ
οὔτε γὰρ πυροῖ τὴν γεῦϲιν τὸ ἑλένιον , οὔτε τὴν εὐωδίαν εὔτονον καὶ πληκτικὴν παρέχει . Κρόκοϲ κάλλιϲτόϲ ἐϲτιν ὁ
5433758 ἐκτρεφειν
καὶ τῶν μάντεων , οἳ προηγόρευον τὴν κόρην ὡς κόρον ἐκτρέφειν , ἐψεύσατο τὸν Λάμπρον ἄρρεν λέγουσα τεκεῖν καὶ ἐξέτρεφεν
Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς Ῥέας ἐκτρέφειν πρὸς τὸν Κρόνον ζητοῦντα ἀπηρνήσατο . καὶ ἐντεῦθεν Ἄρνη
5393061 μεστην
: οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα . καὶ ἐν Ἱππίσκῳ : μεστὴν ἀκράτου θηρίκλειον ἔσπασε κοίλην ὑπερθύουσαν . . . Τίμαιος
. οὐ γάρ σε τραχεῖάν τινα οὐδὲ ὄρθιον καὶ ἱδρῶτος μεστὴν ἡμεῖς ἄξομεν , ὡς ἐκ μέσης αὐτῆς ἀναστρέψαι καμόντα
5380037 εὐφορον
καὶ θεαῖς , ἐλθεῖν αὐτῷ τὴν ἀρχαίαν πενίαν , τὴν εὔφορον ἐκείνην καὶ πάμφορον καὶ καρποτρόφον , τὸν δὲ χρυσὸν
ἀναπνοὴ θερμή τε καὶ ξηρή , δίψοϲ δριμύ , οὐκ εὔφορον πῦρ , τῷ πάντῃ ἐϲ θώρηκα ξυρρέειν : καὶ
5368907 ἐπιτηδειαν
ἡ δόξα γίνοιτο , διὰ τὸ τὴν φύσιν καὶ τροφὴν ἐπιτηδείαν ἐσχηκέναι , καὶ μὴ ἐκπλύνῃ αὐτῶν τὴν βαφὴν τὰ
ἄλλα : ἢ καὶ διὰ τὸ ἑξῆς μὲν αὐτοῖς ὕλην ἐπιτηδείαν μὴ εἶναι , ἐν δὲ τούτῳ τῷ τόπῳ ἐν
5349192 γλυκειαν
[ σὺν ] στεφάνοισιν . Καλεῖ δὲ Μοῦς ' αὐθιγενὴς γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάν , γεραίρους ' ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν
κακοῖς ἐξεταζόμενοι καὶ ἐλπίζοντες τὰ ἀγαθά : ἡδονὴν ἀπόλαυσιν : γλυκεῖαν μὲν , ἀλλὰ βλαβεράν : † ποτὲ μὲν ἐπ
5348888 εὐανθη
δ ' ἄρ ' Αἰσονίδῃ Μινύης λόχος εἵνεκα τιμῆς πλέξας εὐανθῆ στέφανον τανυφύλλου ἐλαίης . Αὐτὰρ ἐμοὶ μολπῆς γέρας ὤπασε
ῥόδων ἐν Ὀδυσσεῖ φησιν οὕτως : κόμαισιν Ὡρῶν ὄμματ ' εὐανθῆ ῥόδα εἶχον , τιθήνημ ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον . καὶ
5330120 κουφην
ἐχθρῶν ἢ ἀγνουμένων γοῦν τάξιν ἐμβιβάσαι . τοῦτο τὸ ἔργον κούφην εὐχέρειαν ἡμῶν αὐτῶν ἐλέγχει τὰς ἐξ ἀρχῆς ὑποθέσεις ἀδυνατούντων
ϲικύαν ἐπιτίθεμεν : εἰ δὲ ἀϲαρκότερον εἴη τὸ μέροϲ , κούφην προτέραν τὴν ϲικύαν κολλήϲωμεν , εἰϲ ὄγκον δὲ τοῦ
5268556 ποαν
χρηστὰ τῶν ὑδάτων καὶ ἐκεῖθεν ποτίζει , ἔπειτα τὴν λυσιτελεστάτην πόαν καὶ ἐν ἐκείνῃ βόσκει καὶ καθεύδειν τε καὶ μεσημβριάζειν
τὴν νομὴν δὲ διαφορὰ πλείϲτη ἐν τῷ γάλακτι εὑρίϲκεται . πόαν γὰρ ϲιτεῖται μὲν ἄλλα ἄλλην . καὶ ἡ μὲν
5265443 θερμην
ἀλήτην . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀλέα ὃ δηλοῖ τὴν θέρμην . ἡμέτερον : + τοιαῦτά τινα Τυδεὺς ἐδόκει πρὸς
πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ θέρμην , ὡς ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως κεχειμασμένου , ὃς ἐν
5212882 βρωσιν
, πεπλανημένοι . εἰ : εἴ πως . ἐδητύν : βρῶσιν . Κοπτομένη : διεγειρομένη , πληττομένη , βρασσομένη ,
τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν , καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ
5201899 κεκαλλωπισμενην
' ἕκαστον σκο - πῶμεν . οἰκίαν πρῶτον ὑπερβαλλούσῃ δαπάνῃ κεκαλλωπισμένην μᾶλλον ἡγῇ κόσμου ἄν σοι παρέχειν ἢ πᾶσαν τὴν
. ] ἐγκεκοισυρωμένην ] ⌈ περισσῶς κεκοσμημένην / ⌈ καὶ κεκαλλωπισμένην ⌈ ὁμοίως τῇ Κοισύρᾳ . / ⌈ Κοισύρα τις
5201803 πυκνην
ἔχουσι τὴν οὐσίαν σπέρμασιν . τῶν γοῦν πυρῶν ὅσοι μὲν πυκνὴν καὶ πεπιλημένην ἔχουσιν ὅλην ἑαυτῶν τὴν οὐσίαν , ὡς
καὶ τοξεύματα τοῖς θηρίοις , ἐπῆγε μετὰ ῥώμης καὶ βίας πυκνὴν καὶ συντεταγμένην τὴν δύναμιν . Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς
5180871 ῥινημα
: τὰ δίυγρα καὶ ἱκανὴν ἔχοντα ἰκμάδα . ἰχθύημα : ῥίνημα ἢ πρίσμα . ἱππάκη : ἵππιος τυρός . ἶνες
μετὰ νάρδου καὶ οἴνου . Καὶ τοῖϲ τὸ τοῦ μολίβδου ῥίνημα ἢ πλύμα πιοῦϲιν ϲυνεδρεύει τε τὰ παραπλήϲια καὶ βοηθεῖ
5156801 ἐλαφραν
. τὴν μὲν γὰρ θήλειαν βοῦν ἐργάτας τίκτειν καὶ τὴν ἐλαφρὰν τῆς γῆς ἀροῦν , τὰ δὲ πρόβατα δὶς μὲν
προχώσεως τῶν ποταμῶν , οἳ συνεχῆ καὶ μαλθακὴν καταφέροντες ἰλὺν ἐλαφρὰν καὶ τεναγώδη παρέχονται τὴν θάλασσαν : θήρα δὲ κἀνταῦθα
5145026 φερουσαν
ἐχώρησαν , ἔπειθ ' ὑποστρέψαντες ᾖσαν τὴν πρὸς τὸ ὄρος φέρουσαν ὁδὸν ἐς Ἐρύθρας καὶ Ὑσιάς , καὶ λαβόμενοι τῶν
εἰσορῶ γὰρ τήνδε πρόσπολόν τινα πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένωι κάραι φέρουσαν , ἑζώμεσθα κἀκπυθώμεθα δούλης γυναικός , ἤν τι δεξώμεσθ
5133744 φαιαν
γλυκεῖαν , λιγυράν , σαφῆ , διαφανῆ , μέλαιναν , φαιάν , σμικράν , στενήν , δυσήκοον , ἀσαφῆ ,
, ὅτι Ἕλληνες ἐπειδὰν ἀπαντήσωσι ταῖς Δαυνίαις ὑπεσταλμέναις μὲν ἐσθῆτα φαιάν , ἐζωσμέναις δὲ ταινίαις πλατείαις , ὑποδεδεμέναις δὲ τὰ
5133133 ἀμπελον
κερασέας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ κλαδεύειν χρὴ καὶ τὴν χαμῖτιν ἄμπελον , ὀξυτάτοις δρεπάνοις , φυλαττομένους ἡμέρας καὶ ὥρας εὐδινάς
ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες ὂν εὐοινοτάτην ἄμπελον τρέφει τὴν δενδρῖτιν . πόλεις δ ' ἐπὶ θαλάττῃ
5126195 οἰκουριαν
οὔθ ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς , οὔτε δείπνων † οἰκουριᾶν μεθ ' ἑταιρᾶν τέρψιας , ἀλλ ' ἀκόντεσσίν τε
, ἀπὸ κοινοῦ οὐχ εἵλετο , τὰς τέρψεις . δείπνων οἰκουριᾶν : οἰκοδεσποινῶν , οἱονεὶ τῶν ἤδη γεγαμημένων καὶ ἀρχουσῶν
5099277 δελεαρ
ὁ θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος
διάπειραν ὁ νόμος τῆς ἑκάστου τῶν πλεόντων γνώμης ποιούμενος ὥσπερ δέλεαρ τὴν ναῦν προσέθηκε τοὺς παντὸς κέρδους ἡττωμένους ἐλέγχειν βουλόμενος
5084627 δριμειαν
κεφαλὴ ἢ ἕτερον μόριον . οὔτε γὰρ τὴν θερμὴν καὶ δριμεῖαν ἔχει ποιότητα τοῦ ὀρροῦ τὸ ὀξύγαλα οὔτε τὴν λιπαρὰν
. Δεύτερον κεφάλαιόν ἐστιν ἐν ᾧ ὑποτίθεται τὴν ὕλην τὴν δριμεῖαν καὶ διαβρωτικὴν οὐκέτι τὴν κεφαλὴν ἐπηρεάζουσαν , ἀλλὰ φερομένην
5079381 στιλβουσαν
: κυανώσει γὰρ κέχρωσται , ὃ πορφύρας μέν ἐστι μελάντερον στίλβουσαν δ ' ἔχει τὴν ποιότητα : καὶ διὰ ταύτην
κωθωνόχειρον , ψηφοπεριβομβήτριαν , μέλαιναν , εὐκύκλωτον , ὀξυπίνδακα , στίλβουσαν , ἀνταυγοῦσαν , ἐκνενιμμένην , κισσῷ καταβρύουσαν , ἐπικαλούμενος
5050886 γεμουσαν
Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι . φασὶ δέ σε καὶ τὸν ἄρχοντα
τὸ δὲ τέλος πεδίον ὁμαλόν , περιπάτους ἔχουσαν , καρπῶν γέμουσαν ἄλσει , ἔνυδρον , ἵνα τὸ τῆς κακοπαθείας ἔλθῃ
5048807 παραπλησιαν
ἂν ὑπὸ πυρὸς ἅπαντα ταῦτα μεταβάλλειν , εἴπερ ὁμοίαν ἢ παραπλησίαν δεῖ τὴν ἐνταῦθα τῇ φυσικῇ νομίζειν . ἔστι δέ
πρότερον ὑφελέσθαι τὸ ἀλλότριον ἐσπουδακὼς εἰκότως καὶ νῦν ἐπὶ τὴν παραπλησίαν κεχώρηκε τῶν κακῶν παλαίστραν : ἀπὸ δὲ τοῦ μείζονος
5044746 καρποφορον
καὶ Δαλίδα καὶ Ὠκεανίδα . τὴν δὲ χώραν ὅλην εἶναι καρποφόρον , καὶ μάλιστα οἴνων παντοδαπῶν ἔχειν πλῆθος . εἶναι
ῥώμαις . ἀμφότεραι δ ' αἱ νῆσοι χώραν ἔχουσιν ἀγαθὴν καρποφόρον καὶ πλῆθος τῶν κατοικούντων ὑπὲρ τοὺς τρισμυρίους , τῶν
5028772 ὑγιεινην
δέον , καὶ ἃ παραφυλακτέον , καὶ διὰ πάντων τὴν ὑγιεινὴν πραγματείαν ὧδέ σοι ἐκτεθείκαμεν , ὡς ἂν ἑπόμενος ταύτῃ
μείζονες καὶ ὑγιεινότερον διαβιοῦσιν , ἀκόλουθόν ἐστιν καὶ ταῖς θηλείαις ὑγιεινὴν ἐν τῷ καθόλου συνομοταγεῖν τὴν παρθενίαν . αἱ γὰρ
5027501 εὐωδη
πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει . φύεται δ
εὔοσμα δὲ οὐδὲ μεγάλα τοῖς μεγέθεσιν . τὰ δὲ πεντάφυλλα εὐώδη μᾶλλον ὧν τραχὺ τὸ κάτω . εὐοσμότατα δὲ τὰ
5022268 χλωραν
δὲ εἶδος φυτοῦ ὅμοιον πεύκῃ . * ἔγχλοα : χλωρόν χλωράν κρότωνος : εἴρηται τὸν φλοιὸν ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν
τοῦ σφετέρου διατειχίσματος , πόαν εἴ τινα εὕροιεν ἢ φυλλάδα χλωράν , νεμόμενοι . καὶ τοὺς ἀποψύχοντας ὁ Λεύκιος ἐς
5019676 ὠχραν
γυμνάζοις , ἢ χυμῶν ἀπέπτων ἐμπλήσεις τὸ ζῷον ἢ τὴν ὠχρὰν χολὴν ἐπιτρέψεις γεννηθῆναι πλείονα . γνώρισμα δὲ τοῦ τοιούτου
καθαρὸν σῶμα καὶ πάντως ἄμεμπτον παραλάβοι , τὸ μὲν τὴν ὠχρὰν χολὴν εἴωθε πλείονα τοῦ δέοντος γεννᾶν , τὸ δὲ
5010120 παρεχομενον
κτῆμα οἴεσθαι . Καὶ γὰρ αὖ τὸ τὴν πολλὴν ἀπορίαν παρεχόμενον τοῦτό ἐστιν , ὅτι ἕκαστος τῶν ἀποδυθησομένων ἔχει τι
ἐπίτριτον ἐκεῖνον πυθμένα τὸν τῇ πεμπάδι συζευγνύμενον καὶ τὰς δύο παρεχόμενον ἁρμονίας . ἀσκῆσαι δέ φασιν αὐτὸν καὶ τὰς μετριοπαθείας
5008531 παντοιαν
δὲ κοῖλα πάντα τέλματα γίγνεται , ἡ γῆ δὲ ὕλην παντοίαν παρέχει , καθαίρειν δὲ δεῖ τὴν γῆν τὸν μέλλοντα
ἀφίϲταται τῶν ὑποκειμένων τὰ περιέχοντα . καὶ τοίνυν καὶ τμηθέντα παντοίαν ἰδέαν ὑγρῶν τε καὶ ϲτερεῶν ϲωμάτων ἐντὸϲ ἑαυτῶν ἔχοντα
4997868 ῥιζαν
ὅταν ξηρανθῇ , ἔκκλυζε . ἄλλο . σικύου ἀγρίου τὴν ῥίζαν καὶ συκῆς τοὺς ἀκρέμονας ἕψει ἐν ὄξει καὶ λείοις
Βοιωτίαν : εὐαυξεστάτην δὲ τὴν Κορινθίαν , ἣ καὶ τὴν ῥίζαν ἔχει γυμνήν : ὠθεῖται γὰρ εἰς τὸ ἄνω καὶ
4987177 μυρρινους
τῆς τυχούσης ἡ συκῆ . φυτεύειν δὲ ῥόας μὲν καὶ μυρρίνους καὶ δάφνας πυκνὰς κελεύουσι , μὴ πλέον διεστώσας ἢ
δι ' ὃ καὶ τὰς ῥόας πυκνὰς φυτεύουσι καὶ τοὺς μυρρίνους ἵνα συσκεπάζωσιν ἄλληλα καὶ προβολὴν ἔχωσι τοῦ ἡλίου :
4981256 λεπτην
καὶ τὰ παχέα δὲ καταξύσαντες . ἔχει δὲ καὶ ἐντεριώνην λεπτὴν ξανθήν , ᾗ κοιλαίνεται . ἴδιον δ ' αὐτῶν
εὐθείας συνέβαινε πρὸ τούτου πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐκτασσομένην μακρὰν καὶ λεπτὴν εὑρίσκεσθαι , ταύτην ἐν διπλῇ τάξει ἐποιήσαμεν , οὐ
4970814 καθαραν
, ὅταν [ ὁ ] καιρὸς [ ἐνδιδῶι ] [ καθαρὰν ] [ ἐπιλόγισιν ] ? [ , κοὔτως ]
, εἶτα κρινομένῳ τὴν τιμωρίαν ἐκφεύγειν οὐ προσῆκε , διότι καθαρὰν αἵματος ἔχει τὴν δεξιάν : εἶτα προσάγαγε τῇ ὑποθέσει
4965184 πλατειαν
. καὶ ὄνομα ποταμοῦ . ἀοιδήν γʹ : ᾠδήν . πλατεῖαν . καὶ φήμην . ἀοιδός δʹ σημαίνει : τὸν
ἄρθρον περιβάλλει τὸν βραχίονα καὶ κελεύϲαϲ ἱμάτιον ϲυνηγμένον ἐπίμηκεϲ ἢ πλατεῖαν ταινίαν περιειλῆϲαι ταῖϲ ἑαυτοῦ χερϲίν , ἅμα δηλονότι τῷ
4955256 χλοερας
εὐθαλέστερον καὶ ἀπαρενόχλητον , δενδρώδη καὶ κατάσκιον , εἰς ὃν χλοερᾶς βοτάνης παμποίκιλον ἄνθος ἐπηύξανεν καὶ διὰ τὴν παρακειμένην ὕλην
ἐπειδὰν πρὸς ὥραν ἀφίκηται , ἑτοίμως ἔχειν ἱζάνειν καὶ τῆς χλοερᾶς κόμης ἀπόνασθαι , ἀλλ ' οὖν τήν γε γλαῦκα
4947293 ὑγιειαν
αἱρεταί ; Ὥστε δι ' αὑτὰ αἱρετὰ ἡμῖν εἶναι τὴν ὑγίειαν , τὴν ἰσχύν , τὸ κάλλος , τὴν ποδώκειαν
ἡδονῇ ἐπιτρέψας ἐνταῦθα τετραμμένος ζήσει , ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς ὑγίειαν βλέπων , οὐδὲ τοῦτο πρεσβεύων , ὅπως ἰσχυρὸς ἢ
4945488 περιττην
καὶ αὐτὰ μόνα τὰ ἐπιτήδεια παρέχουσι περιτεμνόμενοι καὶ ἀποκόπτοντες τὴν περιττὴν καὶ ἀλυσιτελῆ πᾶσαν ἀφθονίαν , ἥτις ἀπορίας καὶ ἐνδείας
ζῆτε : καίτοι τοῦ ζῴου τούτου ἐν τέτταρσι τὴν φύσιν περιττὴν ἔχοντος , ὧνπερ ὑμεῖς τὰ χείρω μερισάμενοι τηρεῖτε .
4942434 ξηρανθεισαν
φυσικώτερον ἀνάγουσιν , Εὐριπίδης μὲν φάσκων ἐρᾶν μὲν ὄμβρου γαῖαν ξηρανθεῖσαν , ἐρᾶν δὲ σεμνὸν οὐρανὸν πληρούμενον ὄμβρου , πεσεῖν
τῆς καλῆς κράδης τὴν τριπετῆ τῶν σύκων πόσιν τὴν ἱκανῶς ξηρανθεῖσαν καὶ ὀμφαλόεσσαν ἐν νέκταρι μίξαις τριπετῆ οὖν οἱονεὶ τριπέτηλον
4937951 εὐβοτον
δὲ πεδίον μέγα καὶ ὑψηλὸν καὶ εὔκαρπον καὶ μεγαλόδενδρον καὶ εὔβοτον . ἔχει δὲ καὶ ὁ Ἄνας ἀνάπλουν , οὔτε
ἀρετῆς χώραν , ἣν ἐμπρεπὲς μόνῳ δωρεῖσθαι θεῷ , τὴν εὔβοτον , τὴν εὔγειον , τὴν καρποφόρον , εἶτα οἰκεῖα
4924249 ὀπτην
. ἐσθίουσι δ ' αὐτὴν καὶ ὠμὴν καὶ ἑφθὴν καὶ ὀπτήν , καὶ οἱ περὶ τὰ ἕλη τούτῳ σίτῳ χρῶνται
. ἐσθίουσι δ ' αὐτὴν καὶ ἑφθὴν καὶ ὠμὴν καὶ ὀπτήν , καὶ οἱ περὶ τὰ ἕλη τούτῳ σίτῳ χρῶνται
4923905 τραχειαν
ἔνδον ἦν , αἱ δὲ τοῦ Καίσαρος νῆες αὖθις περὶ τραχεῖαν ἀκτὴν καὶ δύσορμον ἀρασσόμεναι ταῖς τε πέτραις καὶ ἀλλήλαις
κέρδος : καίτοι ἑρπόντων ἐκ τῆς ἀδικίας πρὸς τὴν ἑξῆς τραχεῖαν ὁδὸν , ὅμως τὸ κέρδος τοῦ δικαίου προκρίνουσιν .
4921348 σμιλακα
φησιν : ἑρπετὰ τῶν αἰεὶ τετρίφαται λοφιαί σμῖλον ] τὴν σμίλακα μάρψαις ] λάβῃς Οἰταίην δέ , τὴν οἴτου αἰτίαν
ἐκέλευεν ὁ ὄνειρος , ἔνθα ἂν τῆς Ἰθώμης εὕρῃ πεφυκυῖαν σμίλακα καὶ μυρσίνην , τὸ μέσον ὀρύξαντα αὐτῶν ἀνασῶσαι τὴν
4914746 ἀγαθην
ἀποδέδειγμαι πράξεις καὶ πόσην δύναμιν ἐπάγομαι καὶ ὡς τὰ πολέμια ἀγαθήν . οἰόμενος δή σε τούτων ἕκαστον ἐπιλογιζόμενον μὴ περιμένειν
, ἢ ἁλμυράν , ἢ ἀσφαλτώδη , ἢ ἄλλως οὐκ ἀγαθήν , φεῦγε τὴν ταύτης φυτείαν . εἰ δὲ εὐώδη
4913496 μηλον
. ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “
πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός
4875009 μελαιναν
χυμῷ : εἰ δέ ποτε τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ ὑπεροπτηθείϲηϲ εἰϲ μέλαιναν ἡ μεταβολὴ γένηται , τὴν καλουμένην οἴϲει μανίαν ,
πρῶτον ἐν τοῖϲ οὔροιϲ νεφέλην μέλαιναν ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόϲταϲιν μέλαιναν , εἶναι δὲ καὶ ϲύμπαντα ϲημεῖα καὶ ϲυμπτώματα ὀλέθρια
4871292 νεαν
οἵου ' τράφης . Τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου , νέαν ψυχὴν ἀτάλλων , μητρὶ τῇδε χαρμονήν . Οὔτοι ς
καὶ θρύπτειν τὴν συνεστῶσαν καὶ ὁμαλύνειν ἀνακαινιζόντων αὖθις αὐτὴν καὶ νέαν ποιούντων . διὸ καὶ ἐπάγει νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι
4862820 σφενδαμνον
γένος : πλείστην δ ' ὀξύην ἔχει καὶ ἐλάτην , σφένδαμνόν τε καὶ ζυγίαν , ἔτι δὲ κυπάρισσον καὶ κέδρον
γένος : πλείστην δ ' ὀξύην ἔχει καὶ ἐλάτην , σφένδαμνόν τε καὶ ζυγίαν , ἔτι δὲ κυπάρισσον καὶ κέδρον
4852098 παχειαν
καθάπερ τὰ καρχαρόδοντα , τοὺς δὲ κάτω συνεχεῖς , γλῶτταν παχεῖαν καὶ πλατεῖαν , μαστοὺς τέσσαρας , δύο πρὸς τῇ
λόγος : ἐν δὲ ὀξεῖ νοσήματι οὐκ ἔστιν εὑρεῖν τοσαύτην παχεῖαν ὕλην ὥστε ποιῆσαι πλατεῖαν ἕλμινθα ἢ ἀσκαρίδας , ἀλλ
4852060 ὁρωσαν
τὴν ἀσπίδα εἰς τὸν Πηλέως οἶκον πρὸς τὸ μὴ λυπεῖσθαι ὁρῶσαν αὐτήν : ἀλλ ' ἀντὶ κέδρου : ἀντὶ σοροῦ
ὥστε τὰ ἐναντία ποιεῖν ἔδει λείπουσαν , ἐκεῖνον μετὰ φωτὸς ὁρῶσαν . Αὐτῇ μὲν οὖν ὅπως ἐχούσῃ οὐδὲν διαφέροι ἂν
4845884 βοτανην
καὶ τακέντος αὐτοῦ , ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίπασσε τὴν βοτάνην σεσησμένην , καὶ ἑνώσας κατάχεε ἐν θυίᾳ ψυχρὸν ὕδωρ
ὕδρας ὁ Ἴφικλος , καὶ ὁ Ἀσλκηπιὸς αὐτόθεν λαβὼν τὴν βοτάνην ἐπαμύνει αὐτῷ βεβλημένῳ , καὶ οὕτως ἰᾶται . .
4836634 πιειραν
χρόνον ἐμμένειν τὸ ὕδωρ , ὅπως ἰλὺν ποιήσῃ πολλήν : πίειραν γὰρ οὖσαν καὶ πυκνὴν τὴν γῆν δεῖ ποιῆσαι μανήν
αἱ φλέβες εὐρεῖαι γινόμεναι ποιεῦνται ἐν αὐτῷ ἐκ τῆς γῆς πίειραν καὶ παχείην τὴν ῥύσιν : ὁ δὲ ἥλιος διαχέων
4836242 μεγαλην
πωγωνοφόρου κυνικοῦ , τοῦ βακτροπροσαίτου , εἴδομεν ἐν δείπνῳ τὴν μεγάλην σοφίαν . θέρμων μὲν γὰρ πρῶτον ἀπέσχετο καὶ ῥαφανίδων
βίῳ διαλάμπει , ᾧ οὐκ ἦν τι τυχὸν καὶ οὐ μεγάλην ἔχον ἀξίαν . λόγου μὲν γὰρ καὶ φρονήσεως μικρά
4817055 διερευνωμενη
βλέπειν τε καὶ φοιτᾶν καὶ μετεωροπολοῦσα ἀεὶ καὶ τὰ θεῖα διερευνωμένη κάλλη χλεύην τίθεται τὰ ἐπίγεια , ταῦτα μὲν παιδιάν
ἡ κενὴ δόξα τὸν τῦφον ἄχρι καὶ βυθοῦ κατέβη θαλάττης διερευνωμένη , μή τι τῶν πρὸς αἴσθησιν ἀφανὲς ἐναπόκειταί που
4810140 ἀνθρωπειαν
ὑπομένουσαν . προφέροντες δ ' ὑμῖν ὁρκίους θεοὺς καὶ τύχην ἀνθρωπείαν καὶ τὴν φοβερωτάτην τοῖς εὐτυχοῦσι Νέμεσιν δεόμεθα μήτε ἐς
καὶ λευκὴ καὶ οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις
4809430 ἁπαλην
παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα
ἀέρα συστῆναι , καὶ ὑποστῆναι τὴν γῆν πηλώδη καὶ παντελῶς ἁπαλὴν , σηπεδονώδεις καὶ πομφολυγώδεις ὑμένας ἐκ ταύτης ἀναδοθῆναι :
4808823 ἁλσι
αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα τοῖς λεπτοτάτοις περιπαττόμενον σπαργανούσθω , ὅπως
γῆρας . χρώμεθα δ ' ἐπ ' αὐτῶν καὶ τοῖς ἁλσὶ τῆς θηριακῆς καὶ τῇ καλαμίνθῃ : ἀγαθὸν γὰρ καὶ
4786423 ἀνακαλουμενοι
τάσσονται , ἐκεῖνο τὸ σχῆμα αὐτοὶ φυλάττοντες καὶ συντόμως ἐντεῦθεν ἀνακαλούμενοι τὰς συμβαινούσας αὐτοῖς μερικὰς τροπὰς ἐν ταῖς μάχαις .
ἁρπάζειν τε καὶ ὑβρίζειν ἔς τε τὸ εὔτακτον καὶ κόσμιον ἀνακαλούμενοι , τὸ πρᾶον καὶ ἥμερον τῆς ἀρχῆς ὕβριν αὑτῶν
4781306 πηξαι
φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἀλλ
ἀύτει , ἑλκέμεναι μεμαώς , κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς , κακῶς
4777725 δρυν
περισκοποῦντας δρῦς , εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κενὲ , Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε , ἔλεγον . Ἀλώπηξ δωροδοκεῖται : ἐπὶ τῶν
δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούντων τι ἢ παρὰ
4757453 ἐξιλασαντο
τὴν ὁδὸν ἐκάθισαν αὑτοὺς ἐπὶ κόπρου , καὶ τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο τῷ ταπεινοῦσθαι σφόδρα . τοὺς τῆς γαμετῆς ὅρους ὑπερβαίνεις
κἀς τὴν ὁδὸν ἐκάθισαν αὑτοὺς ἐπὶ κόπρου καὶ τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο τῷ τεταπεινῶσθαι σφόδρα . † ἵν ' οὐχ ἑαυτῷ
4733516 ἱεραν
τε καὶ εὐγενές : εἶτα τὴν σμινύην καταφέρων ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα ἱερὰν καὶ ἀνθρώπων ἥκιστα ἐχθρὰν λαθὼν διέκοψε μέσην . καὶ
οὕτως οὖσα τρυφερά . Ἡράκλειος νόσος : Δικαίαρχος φησὶ τὴν ἱερὰν νόσον Ἡράκλειον ὀνομάζεσθαι . Εἰς ταύτην γὰρ ἐκ τῶν
4725154 ὡραιαν
] οὗτος Ἀθηναίων στρατηγός . ὡρικὴν ὑληφόρον : ἀντὶ τοῦ ὡραίαν καὶ ἀκμαίαν . ὥρα γὰρ ἡ ἀκμή . καὶ
μὲν αἰσχρὰν γήμῃς , ἕξεις ποινήν : ἐὰν δ ' ὡραίαν , ἕξεις κοινήν . . Τὸ γῆρας ἔλεγεν ὅρμον
4725081 ποσθην
ἢ ” διὰ τὴν τροφὴν ἕξεις πυγὴν μεγάλην “ . πόσθην : τὸ μόριον τοῦ ἀνδρός . σωφροσύνης σύμβολον .
αὐτῆς τῆς σαρκὸς πάσας τὰς ἐγχαράξεις τάξομεν , ἀποσύραντες τὴν πόσθην , τὰς δὲ μεταξὺ τῶν διαιρέσεων τῆς σαρκὸς ὑπεροχὰς
4704025 λειοτητα
ὀργιζομένους ἐμφαίνωμεν αὑτοὺς ἢ ἠδικημένους . ἡ δὲ περὶ τὴν λειότητα καὶ ἁρμονίαν φροντὶς οὐκ ὀργιζομένου , ἀλλὰ παίζοντός ἐστι
τοιοῦτόν ἐστιν , οἷον ἔχειν τέ τινα διόρθωσιν καὶ μετρίαν λειότητα κατὰ τὴν διαπόρησιν . ὅλως τε τοιούτων μὲν παραδειγμάτων
4703632 μικραν
κόκκους , τοσούτους νόμιζε ἑκάστην ἔχειν . τὸ γὰρ εἶναι μικρὰν ἢ μεγάλην τὴν ῥοιάν , οὐκ ἀπὸ τοῦ πλείονας
ἐξῆλθον ὅμου πρὸς θήραν τοῦ θηρεῦσαι . Καὶ δὴ οὐ μικρὰν συλλαβόμενοι θήραν , τὸν ὄνον προσέταξαν εἰς τρεῖς μερίσαι
4699986 ὀδμην
ὀδμήν . τὸ δὲ πνεῦμα ἀναπεμπόμενον εἰς τὸν ἀέρα τὴν ὀδμὴν ἐκεράννυε , καὶ ἦν ἄνεμος ἡδονῆς . τὰ δὲ
τὸν ἐν ταῖς ὀρχήστραις θυμιώμενον τοῖς Διονυσίοις , Φρύγιον ποιεῖν ὀδμὴν τοῖς αἰσθανομένοις . Τὸ δ ' ἀρχαῖον ἡ μουσικὴ
4687749 διακαιεσθαι
πλευρὰς καὶ τὰ σπλάγχνα καὶ τὸν θώρακα θερμὰ ἔχειν καὶ διακαίεσθαι : δηλοῖ γὰρ ἢ μεγάλην φλεγμονὴν ἢ ἐπιτεταμένην ὀδύνην
, τυχὸν τὰ ἄκρα κατεψυγμένα ἔχειν , τὸ δὲ βάθος διακαίεσθαι : δηλοῖ γὰρ ὅτι ἐλάχιστόν ἐστι τὸ ἔμφυτον θερμόν
4682353 σκληραν
τοῦ τῶν πλουσίων ἔλεγεν , ἐν ᾧ σφαιρίζουσιν ἐκεῖνοι τὴν σκληρὰν καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων . πολλάκις δὲ καὶ
θρόνον μου μὴ δυνηθεὶς ἐξελθεῖν : καὶ ἐπάταξέν με πληγὴν σκληρὰν ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς : καὶ ἐν μεγάλῃ ταραχῇ
4679324 ὀσμην
σύχν ' οἵου φασὶ τὰς περιστερὰς τρώγειν . διὰ τὴν ὀσμὴν δὲ τούτου πετόμεναι παρῆσαν οἷαί τ ' ἦσαν ἐπικαθιζάνειν
κινάδηι ἐστὶν ἡ κατοικίδιος γαλέα : ταύτης γὰρ οὔτε τὴν ὀσμὴν οὔτε τὸ εἶδος φέρει , ἀλλ ' εὐθὺς ἀπόλλυται
4672686 ἀποκρουστικην
δ ' ἡ ψυχρὰ δύναμις , λεπτομερὴς οὖσα : διόπερ ἀποκρουστικὴν ἔχει δύναμιν . Ἡ χρῆσις δ ' ὄξους πλείστη
τε καὶ μετὰ τὰς ὀδύνας . ἔχει μὲν γὰρ τὴν ἀποκρουστικὴν δύναμιν ὀλίγην τινὰ διὰ τοῦ κρόκου καὶ τοῦ ὄξους
4670793 ὀχληρως
ἀλύπως διαγένοιτο λευκὸν καθιέναι ψῆφον εἰς αὐτήν , εἰ δὲ ὀχληρῶς , μέλαιναν . ἀποθανόντος οὖν τὰς ψήφους ἐκ τῆς
αἰσθήσεις κατὰ τὴν διάθεσιν οὐχ ὅτι μὲν τὸ ὑποκείμενον ὁμολογοῦσιν ὀχληρῶς ἢ ἐπιτερπῶς διαφωνοῦσιν , ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ποιοῦνται κρίσιν
4658080 εὐμορφιαν
καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀρετὴν οὐκ αἰσχύνουσαν τὴν τοῦ σώματος εὐμορφίαν . μάτρῳ θ ' ὁμωνύμῳ : τοῦ Στρεψιάδου μήτρως
παλαιοὶ κορεῖν ἔλεγον . χάριν : ὡραιότητα : καλλονήν : εὐμορφίαν . χρυσῆν Ἀφροδίτην : Ἑστιαία ἡ γραμματική φησι ἐν
4657107 τεφραν
μὲν γὰρ συμπεράσματος αἴτιον τοῦ πῦρ ἐνταῦθα κεκαῦσθαι τὸ τὴν τέφραν ὑπολελεῖφθαι , ὡς [ τοῦ ] πράγματος δ '
καὶ / τὰς τοῦ πρωκτοῦ ⌈ καὶ τῆς πόσθης τρίχας τέφραν πυρὶ ζέουσαν ἐπάττετο : εἰσώθουν δὲ καὶ εἰς τὴν
4651265 πολυτελη
καὶ βασιλεῖς βάρβαροι φιλοτίμως πέμπουσι τῷ θεῷ ἑκάστου τοῦ ἔτους πολυτελῆ ἀναθήματα . ἄγαλμα μὲν οὖν , ὥσπερ παρ '
ἄνευ Μάνους οὐ δυνήσεται θαρρεῖν . ὅταν δὲ ποιήσας ἀλαζόνα πολυτελῆ δεισιδαίμονα δο - ξοκόπον ἄπληστον χρήματα πολλὰ διδῷς ,
4643607 γυναικειον
καὶ ἑψημάτων θεραπείαν , ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι , οὗ καὶ καταγελαστότατόν ἐστι πάντων ἡττώμενον
. Τό γε ἀνδρεῖον , ὦ βέλτιστε : τὸ μέντοι γυναικεῖον ἴσως πλεονάζει . ἀνὴρ δὲ καλὸς σπάνιον μὲν εἰ
4635973 εὐθετον
. καὶ ὁ τριπτὴρ δὲ κατασκεύασμά τί ἐστιν πρὸς πιεσμὸν εὔθετον . ἄλλως : κυρτὶς κατασκεύασμά τι , ἐν ᾧ
Οὔτε σῖτον ἄριστον ἐκ τοῦ καλλίστου πεδίου κρίνομεν ἀλλὰ τὸν εὔθετον πρὸς τὴν τροφήν , οὔτε ἄνδρα σπουδαῖον ἢ φίλον
4633429 πληρωσον
κολοκυνθίδα ἀγρίαν τρυπήσας κάθαρον τὰ ἔσω εὖ μάλα . εἶτα πλήρωσον αὐτὴν ἐλαίου δαφνίνου καὶ πρόβαλλε ὑοσκυάμου λευκοῦ σπέρματος μὴ
βάθους καὶ πλάτους τοῦ αὐτοῦ , ἢ καὶ πλέον , πλήρωσον χώματος μετὰ κόπρου μεμιγμένου ἀπὸ αἰγῶν , ἀπολιπὼν ἡμιπηχυαῖον
4628695 καρπους
καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὅταν ἅπαντας τοὺς ἐκ γῆς συγκομίσωσι καρπούς , καὶ τὸν τῶν Σαλίων καλουμένων διπλασιάσειν ἀριθμόν .
' ἄχρηστα , ἀλλὰ νομὰς παρέχει δαψιλεῖς ἢ ὕλην ἢ καρπούς τινας ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες
4622014 ἁλμυριδα
: ὅπου γὰρ ἂν σπαρῇ καὶ φυῇ πανταχοῦ λαμβάνει τὴν ἁλμυρίδα κἂν μὴ τὸ ἔδαφος ᾖ τοιοῦτον : ἐπεὶ καὶ
Ξανθίων αὐτοῦ πρὸς τὸν Ποσειδῶνα , πᾶν τὸ πεδίον ἐξήνθησεν ἁλμυρίδα , καὶ διέφθαρτο παντάπασι , τῆς γῆς πικρᾶς γενομένης
4612252 ἀπεικαζοντες
καὶ τὰ νέα καὶ τὰ παλαιὰ σώματα διὰ τῶν χρωμάτων ἀπεικάζοντες ἐκμιμεῖσθε . Ἀληθῆ λέγεις , ἔφη . Καὶ μὴν
ᾠδῇ τῇ ἐν τῷ παναρμονίῳ καὶ ἐν πᾶσι ῥυθμοῖς πεποιημένῃ ἀπεικάζοντες ὀρθῶς ἂν ἀπεικάζοιμεν . Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐκοῦν
4605169 ὀλιγην
τε ἄλλων πελατῶν καὶ ἑταίρων καὶ θεραπείας πιστῆς χεῖρα οὐκ ὀλίγην . Ἧκον δὲ καὶ οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν συνελθόντες
ἣ παρὰ τὸ ἱερὸν τῆς Ἑστίας ἀναδίδωσι λίμνην ποιοῦσα ἐμβύθιον ὀλίγην , πολλῶν αὐτοὺς περιστάντων καὶ εἴ τι φέρουσιν ἐπὶ
4596070 τικτειν
. Μέγα γὰρ δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις . Ἀλλὰ τὸ μὲν τίκτειν ἀνάγκης ἔργον ἐστί , τὸ ἐκτρέφειν δὲ φιλοστοργίας .
μήτραν ἀνοίγων , πατὴρ δὲ τῶν τέκνων , ᾧ ταῦτα τίκτειν λέγεται . ” Καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ

Back