. τὴν μὲν γὰρ θήλειαν βοῦν ἐργάτας τίκτειν καὶ τὴν ἐλαφρὰν τῆς γῆς ἀροῦν , τὰ δὲ πρόβατα δὶς μὲν
προχώσεως τῶν ποταμῶν , οἳ συνεχῆ καὶ μαλθακὴν καταφέροντες ἰλὺν ἐλαφρὰν καὶ τεναγώδη παρέχονται τὴν θάλασσαν : θήρα δὲ κἀνταῦθα
7350746 ξηραν
γίνεσθαι ξηραινομένην ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ ἡλίου καὶ τέλος ἔσεσθαί ποτε ξηράν . ταύτης τῆς δόξης ἐγένετο , ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος
κοσκίνῳ , ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ λείου ἅμα ἐπὶ πλείονα χρόνον ξηράν : εἶτα ἐπιβαλὼν τὸ ἔλαιον ἐν ἡλίῳ , ὅπως
7273618 λεπτην
καὶ τὰ παχέα δὲ καταξύσαντες . ἔχει δὲ καὶ ἐντεριώνην λεπτὴν ξανθήν , ᾗ κοιλαίνεται . ἴδιον δ ' αὐτῶν
εὐθείας συνέβαινε πρὸ τούτου πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐκτασσομένην μακρὰν καὶ λεπτὴν εὑρίσκεσθαι , ταύτην ἐν διπλῇ τάξει ἐποιήσαμεν , οὐ
7057084 πυκνην
ἔχουσι τὴν οὐσίαν σπέρμασιν . τῶν γοῦν πυρῶν ὅσοι μὲν πυκνὴν καὶ πεπιλημένην ἔχουσιν ὅλην ἑαυτῶν τὴν οὐσίαν , ὡς
καὶ τοξεύματα τοῖς θηρίοις , ἐπῆγε μετὰ ῥώμης καὶ βίας πυκνὴν καὶ συντεταγμένην τὴν δύναμιν . Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς
6925827 λευκην
, πλὴν τῷ χρώματι μόνον διαφέρειν τὴν ῥίζαν τοῦ μὲν λευκὴν τοῦ δὲ μέλαιναν : οἱ δὲ τοῦ μὲν μέλανος
πολὺ καπανικώτερα . Τί οὖν ποιῶμεν ; χλανίδ ' ἐχρῆν λευκὴν λαβεῖν : εἶτ ' ἰσθμιακὰ λαβόντες ὥσπερ οἱ χοροὶ
6893976 σαρκα
παμμυρίων ἄλλων ὑπάρχουσαν ἔτι καθαιρεῖν ἐπὶ τὸ ἔλαττον οὖσαν ἔτι σάρκα : τοῦτο γὰρ θαυμαστόν . ἀλλ ' ἴσως φαίη
τὴν λεπτότητα καὶ τὴν παχύτητα : θερμαίνει τε γὰρ τὴν σάρκα καὶ τὸ ὕδωρ ἡ τῶν καλάμων τάχιστα διὰ τὴν
6790546 μαλακην
καὶ περιττωματικὰϲ ἔχει τὰϲ ϲάρκαϲ . τὰ δὲ ἤτοι πάνυ μαλακὴν ἢ πάνυ ξηρὰν καὶ ἀπέριττον ἔχοντα τὴν ἕξιν τοῦ
τῶν μερῶν , τὰς μὲν ἶνας ἰσχυρὰς τὴν δὲ σάρκα μαλακὴν καὶ μανήν : δι ' ὃ τὸ μὲν βάρυ
6682579 στενην
. * Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον , ὡς ἐρρέθη . * στενὴν δὲ Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον λέγει : οὕτως γὰρ ἐκαλεῖτο
εὐρὺς τῷ σώματι , καὶ πῶς δυνήσομαι εἰσελθεῖν εἰς τὴν στενὴν πύλην , εἰς ἣν οὐ δύναται ἐλθεῖν παιδίον πέντε
6673184 ψαμμον
στρατηλάτην σῦν , καρτερὸν Γόργης τόκον , τῇ μὲν Λίβυσσαν ψάμμον ἄξουσι πνοαὶ Θρῇσσαι ποδωτοῖς ἐμφορούμεναι λίνοις , τῇ δ
ἓν ἄγειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν θεριστῶν : οὕτως οὖν ἐνταῦθα ψάμμον οἱ ἰχθύες ἀμᾶσθαι λέγονται ἀντὶ τοῦ ἐπισωρεύειν , ὥστε
6631036 κουφην
ἐχθρῶν ἢ ἀγνουμένων γοῦν τάξιν ἐμβιβάσαι . τοῦτο τὸ ἔργον κούφην εὐχέρειαν ἡμῶν αὐτῶν ἐλέγχει τὰς ἐξ ἀρχῆς ὑποθέσεις ἀδυνατούντων
ϲικύαν ἐπιτίθεμεν : εἰ δὲ ἀϲαρκότερον εἴη τὸ μέροϲ , κούφην προτέραν τὴν ϲικύαν κολλήϲωμεν , εἰϲ ὄγκον δὲ τοῦ
6555443 ἰριν
πάντων ὁμοῦ ξυμμεμειγμένων , ὡϲ δοκέειν τὴν ἐν οὐρανῷ τετανύϲθαι ἶριν : ἦχοι ὤτων , βαρυοδμίη : ὀργίλοι , πικρόχολοι
θύμον , γλήχωνα , καρπηϲίαν καὶ κύπερον , πολυπόδιον , ἶριν , κνῆκον , ἐρυθρόδανον , ἄκανθαν Αἰγυπτίαν μετὰ πεπέρεωϲ
6542410 παραπλησιαν
ἂν ὑπὸ πυρὸς ἅπαντα ταῦτα μεταβάλλειν , εἴπερ ὁμοίαν ἢ παραπλησίαν δεῖ τὴν ἐνταῦθα τῇ φυσικῇ νομίζειν . ἔστι δέ
πρότερον ὑφελέσθαι τὸ ἀλλότριον ἐσπουδακὼς εἰκότως καὶ νῦν ἐπὶ τὴν παραπλησίαν κεχώρηκε τῶν κακῶν παλαίστραν : ἀπὸ δὲ τοῦ μείζονος
6409395 φυσαν
τοῦ διὰ τόδε . ὑπερακήκοα : οἷον ἄκρως ἀκήκοα . φυσᾶν δίκτυον : παροιμία ἐπὶ τῶν μάτην τι ποιούντων ,
σώματος , οὐκ εἶναι δ ' ἄξιον τὸ ἱερὸν πῦρ φυσᾶν , ὑπερβεβηκέναι δὲ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τὰ Βότρυος ὑπομνήματα καὶ
6389393 ὑγραν
ψυκτικόν τε ἅμα καὶ τονωτικὸν πλαδῶντός ἐστι στομάχου διάθεσιν ἔχοντος ὑγρὰν καὶ θερμήν . Ἄλλο : ῥόδων χλωρῶν τῶν φύλλων
δ ' ἡ τοῦ φθινοπώρου . χρὴ τοίνυν τὴν δίαιταν ὑγρὰν καὶ θερμὴν παρέχειν : εἴη δ ' ἂν πόνων
6360243 ὀθονην
ἀρθῇ , τότε ὑμεῖς μὲν ὑπ ' ἀγνοίας κελεύετε τὴν ὀθόνην στεῖλαι ἢ ἐνδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδὸς ἢ συνεκδραμεῖν τῷ
τὸ ἕσασθαι , ἐσθόναι τινὲς οὖσαι . ὁ δὲ Ἀπίων ὀθόνην τὴν ζώνην ἀποδέδωκεν . οἰήϊα τοὺς οἴακας , τὰ
6322560 πλατειαν
. καὶ ὄνομα ποταμοῦ . ἀοιδήν γʹ : ᾠδήν . πλατεῖαν . καὶ φήμην . ἀοιδός δʹ σημαίνει : τὸν
ἄρθρον περιβάλλει τὸν βραχίονα καὶ κελεύϲαϲ ἱμάτιον ϲυνηγμένον ἐπίμηκεϲ ἢ πλατεῖαν ταινίαν περιειλῆϲαι ταῖϲ ἑαυτοῦ χερϲίν , ἅμα δηλονότι τῷ
6253644 κοπρον
, εἶτα προσχωννύουσιν ἐλαφρῶς τῇ γῇ παρακειμένῃ , μίξαντες ὀλίγην κόπρον , καὶ ὅταν οἱ βλαστοὶ φύωσι , τοὺς μὲν
λείοιϲ κατάπλαϲϲε ἢ ἀνδράχνην τρίψαϲ μετὰ ἀλφίτων κατάπλαϲϲε ἢ περιϲτερᾶϲ κόπρον εἰϲ ὀθόνιον ἐνειλήϲαϲ κατάκαυϲον καὶ διεὶϲ ἐλαίῳ τὴν τέφραν
6243555 σκληραν
τοῦ τῶν πλουσίων ἔλεγεν , ἐν ᾧ σφαιρίζουσιν ἐκεῖνοι τὴν σκληρὰν καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων . πολλάκις δὲ καὶ
θρόνον μου μὴ δυνηθεὶς ἐξελθεῖν : καὶ ἐπάταξέν με πληγὴν σκληρὰν ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς : καὶ ἐν μεγάλῃ ταραχῇ
6212665 λευκοτητα
τῶν ἑπτὰ εἰδῶν τοῦ ποσοῦ κατηγορεῖται , οἷον πολλὴν λέγομεν λευκότητα διὰ μέσου τῆς ἐπιφανείας : πολὺ γὰρ τὸ λευκὸν
λευκόν , ὅπερ ἐστὶν οὐσία : οὐδὲ γὰρ δύνανται τὴν λευκότητα διελεῖν εἰς ψιμύθιον καὶ κύκνον καὶ χιόνα , ἐπειδὴ
6197954 μαλθακην
καὶ εὔστοχον λόγον . ἐκ μαλθακᾶς : ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν μαλθακὴν φρένα , ἐπεὶ παρέβαλε τῷ τόξῳ καὶ τοῖς βέλεσι
πρὸς ὑγίειαν ταῖς πόλεσιν οὐδαμῶς συμφέρει , πρὸς δέ τινα μαλθακὴν ἕξιν ταῖς ψυχαῖς τῶν ἐνοικούντων εἴωθε ποιεῖν , προκαλούμενον
6183225 μολιβδον
ἢ κατακόψας λεῖα , ἔλαιον παραχέειν , καὶ παραπάσσειν τὸν μόλιβδον ξὺν τῇ σποδῷ , καὶ λωτοῦ ἰχθυημάτων τὸ ἥμισυ
] ἐχρῆτο πρὸς τὴν τῶν λύχνων κατασκευήν , ἀλλὰ καὶ μόλιβδον ἐνετίθει ἐντός , ἵνα πολὺ βάρος ⌈ ἔχοντες [
6154939 θερμην
ἀλήτην . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀλέα ὃ δηλοῖ τὴν θέρμην . ἡμέτερον : + τοιαῦτά τινα Τυδεὺς ἐδόκει πρὸς
πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ θέρμην , ὡς ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως κεχειμασμένου , ὃς ἐν
6149391 ταχειαν
τῶν δένδρων μεταβάλλει καὶ χείρω ποιεῖ , καὶ τὰ μὲν ταχεῖαν ἀποδίδωσι τὴν τελείωσιν τὰ δὲ χρόνιον καὶ βραδεῖαν .
ἰσημερινοῦ μέσου τῶν τροπικῶν ὄντος καὶ πρὸς ὀλίγον ἀφίσταται καὶ ταχεῖαν τὴν ἐπ ' αὐτὸν ὑποστροφὴν ποιεῖται . Καὶ τὰ
6148317 εὐογκον
τὴν ψιλοκιθαριστικήν , μακροὺς τοὺς τόνους ἐντείνας καὶ τὴν φωνὴν εὔογκον ποιήσας , καὶ τὴν ἔναυλον κιθάρισιν , ᾗ πρῶτοι
καὶ τὸ ὑπογάστριον πλατέα ἔχουσαν , γλουτοὺς ἐξέχοντας , ἐπιγάστριον εὔογκον , στέρνον στενόν , καὶ τιτθοὺς μείζονας , αἱ
6122530 δριμειαν
κεφαλὴ ἢ ἕτερον μόριον . οὔτε γὰρ τὴν θερμὴν καὶ δριμεῖαν ἔχει ποιότητα τοῦ ὀρροῦ τὸ ὀξύγαλα οὔτε τὴν λιπαρὰν
. Δεύτερον κεφάλαιόν ἐστιν ἐν ᾧ ὑποτίθεται τὴν ὕλην τὴν δριμεῖαν καὶ διαβρωτικὴν οὐκέτι τὴν κεφαλὴν ἐπηρεάζουσαν , ἀλλὰ φερομένην
6048532 ῥινα
δὲ τοῦ παντὸς προσώπου περιγραφὴν καὶ παρειῶν τὸ ἁπαλὸν καὶ ῥῖνα σύμμετρον ἡ Λημνία παρέξει καὶ Φειδίας : ἔτι καὶ
δέ , ὡς ὅταν τὴν κεφαλὴν εἰς ὦτα , εἰς ῥῖνα , εἰς ὀφθαλμούς : ταῦτα γὰρ οὔτε ἀπὸ τοῦ
6038080 χελωνην
: ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον καὶ ἀπ ' αὐτῆς λέγεται
χρὴ πράττειν , τὸ ταύτης καὶ λαμβάνειν αἷμα : τὴν χελώνην τὸ μὲν πρῶτον ἐκβάλλειν δεῖ τῆς θαλάττης ἔξω ,
6011880 ἀτμιδα
τῶν σκόρδων ξύλα χωρὶς τῶν κεφαλῶν θυμιάζων , ὡς τὴν ἀτμίδα εἰς ὅλον τὸν κῆπον περιελθεῖν . Κοιλίαν προβάτου νεαράν
: οἷον θερμὸν ἐκ τῆς χύτρας ἀνῃρημένον , ἔτι τὴν ἀτμίδα ἀναβάλλον . ἀκοῦσαι ὀργῶ : σημαίνει τὸ πάνυ ἐπαίρομαι
6007385 ὀσφυν
ἐστὶν εἴδη , καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὸ τὰ μὲν ὀσφὺν μᾶλλον ἢ χεῖρας ἢ σκέλη διαπονεῖν , τὰ δὲ
τὸ μὲν μέγεθος μικραί , ἀπὸ δὲ κεφαλῆς ἐπὶ τὴν ὀσφὺν μακραὶ καὶ σιμαί , κέρατα οὐκ ἔχουσαι , ὀστέα
6004016 εὐρυτερα
συνεχῶς ὑγραινομένας : εὐσταθεῖς δὲ τὴν διάνοιαν καὶ ἱλαράς : εὐρύτερα τὰ περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ τὸ ἐπιγάστριον ἐχούσας ,
πρόσωπον ἐπέραστος , ὁ ἀριστερὸς ὀφθαλμὸς ὑποκέχυται , τὰ στήθη εὐρύτερα , εὔτολμος τὴν ψυχήν , σημεῖον ἕξει περὶ τὴν
5996626 εὐωδιαν
δὲ τὸ ὄρος , ἀγέλας ἐσφαγμένας , αἵματος ῥύακας , εὐωδίαν εἰς αὐτὸν ἀνατρέχουσαν αἰθέρα . εὐξάσθων ὅμοια καὶ παρὰ
οὔτε γὰρ πυροῖ τὴν γεῦϲιν τὸ ἑλένιον , οὔτε τὴν εὐωδίαν εὔτονον καὶ πληκτικὴν παρέχει . Κρόκοϲ κάλλιϲτόϲ ἐϲτιν ὁ
5991080 ἐπικειμενην
, κοιμηθεὶς ἐπὶ τοῦ τάφου , ὄρθρου πολλοῦ φιλήσας τὴν ἐπικειμένην αὐτῷ κόνιν , πολλὰ δὲ περιασπασάμενος πάσῃ φιλότητι ᾤχετο
τοίχους οὐ πρότερον ἔληξεν , ἕως διχόθεν ἀνέβη καὶ τὴν ἐπικειμένην τῇ θυρίδι κατείληφε ζώνην οὐδὲ ταύτην ἑτέρας οὖσαν πλακός
5963284 ὀσμην
σύχν ' οἵου φασὶ τὰς περιστερὰς τρώγειν . διὰ τὴν ὀσμὴν δὲ τούτου πετόμεναι παρῆσαν οἷαί τ ' ἦσαν ἐπικαθιζάνειν
κινάδηι ἐστὶν ἡ κατοικίδιος γαλέα : ταύτης γὰρ οὔτε τὴν ὀσμὴν οὔτε τὸ εἶδος φέρει , ἀλλ ' εὐθὺς ἀπόλλυται
5961445 ψαυουσαν
. χὠ μὲν ἐναυάγει γαίης ἔπι , τὴν δὲ θαλάσσης ψαύουσαν πρηεῖς εἴχοσαν αἰγιαλοί . νῦν δ ' ἴσος ἀμφοτέροις
. χὠ μὲν ἐναυάγει γαίης ἔπι , τὴν δὲ θαλάσσης ψαύουσαν πρηεῖς εἴχοσαν αἰγιαλοί . νῦν δ ' ἴσος ἀμφοτέροις
5937907 διοδον
τούτῳ μὲν συναπέστειλε τοὺς ἱκανοὺς στρατιώτας , αὐτὸς δὲ τὴν δίοδον κατασκευάσας ἐφ ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον ἐκ διαδοχῆς προσέβαλε
ἡ πίττα τούτου συμβάντος . ὑφάπτουσι δὲ κατὰ τὴν ὑπολειπομένην δίοδον : εἶτα δὲ καὶ ταῦτα ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ καὶ
5935487 ὑγροτητα
. κοιμώμενος . ποταπόν ; εὔχυτον , * * ἢ ὑγρότητά τινα ἐμφαῖνον ἔχειν . χαλᾷ , * * ἢ
οἴδημα τὸ χρονιώτερον οὐ λύει , ἐπειδὴ τῷ χρόνῳ προσλαμβάνει ὑγρότητά τινα . ἀλλὰ δεῖ αὐτό , ὡς εἴρηται ,
5932213 παραλελυσθαι
ἐν τῷ ἄνω , ἢ ἐν τῷ κάτω βλεφάρῳ . παραλελύσθαι δὲ λέγεται ὁ ὀφθαλμὸς , ὅταν αὐτὸν ἐπιλείπωσιν αἱ
ἢ εὐπρεπῆ ἢ ἰσχυρὸν ἐπίσης τῷ αἰσχρὸν εἶναι δοκεῖν ἢ παραλελύσθαι ἢ μὴ ἰσχύειν ἀποβαίνει . ἃ δὴ πάντα θάνατον
5926841 χιονα
μηχανώμεθα , τὸ καλὸν δὲ χρῶμα δευσοποιῷ χρώζομεν . καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν
μέλλον προεγνωκέναι . ἴσασι γοῦν καὶ χειμῶνα μέλλοντα , καὶ χιόνα ἐσομένην προμηθέστατα ἐφυλάξαντο . καὶ τοῦ καταληφθῆναι δέει ἀποδιδράσκουσιν
5915458 πηλῳ
οὗτος , ὁ ἔξω φημί , κατεσκευάζετο μὲν τῷ αὐτῷ πηλῷ : ἦν δὲ ὅλος διόλου διεζωσμένος τε καὶ κατησφαλισμένος
κοτύλης δέκατον μέρος , ἐπιχέας τρία ἡμιχόεα , ἕψε , πηλῷ τριχώδεϊ καταλείψας , ἄζεστον , ἕως τρίτον μέρος λείπῃς
5914290 λειοτητα
ὀργιζομένους ἐμφαίνωμεν αὑτοὺς ἢ ἠδικημένους . ἡ δὲ περὶ τὴν λειότητα καὶ ἁρμονίαν φροντὶς οὐκ ὀργιζομένου , ἀλλὰ παίζοντός ἐστι
τοιοῦτόν ἐστιν , οἷον ἔχειν τέ τινα διόρθωσιν καὶ μετρίαν λειότητα κατὰ τὴν διαπόρησιν . ὅλως τε τοιούτων μὲν παραδειγμάτων
5910593 δρεπανῳ
στάχυν ἢ μήκωνα , πάρος καρποῖο τυχῆσαι , κέρσῃ τις δρεπάνῳ νεοθηγέι , μηδ ' ἄρ ' ἐάσῃ ἐς τέλος
, εἰδώς γε μὴν κακὸν θηρίον τὸν ὄφιν , τῷ δρεπάνῳ τῷ προειρημένῳ διακόπτει τὸν θῆρα , καὶ μέντοι καὶ
5898818 ποαν
χρηστὰ τῶν ὑδάτων καὶ ἐκεῖθεν ποτίζει , ἔπειτα τὴν λυσιτελεστάτην πόαν καὶ ἐν ἐκείνῃ βόσκει καὶ καθεύδειν τε καὶ μεσημβριάζειν
τὴν νομὴν δὲ διαφορὰ πλείϲτη ἐν τῷ γάλακτι εὑρίϲκεται . πόαν γὰρ ϲιτεῖται μὲν ἄλλα ἄλλην . καὶ ἡ μὲν
5892116 προσπταιον
ἱδρῶτες περὶ τὸν τράχηλον , καὶ διαπορήματα , καὶ πνεῦμα προσπταῖον ἐν τῇ ἄνω φορῇ πυκνὸν ἢ μέγα λίην ,
, καὶ γνώμη καταπλὴξ , ἀναυδίη , περίψυξις , πνεῦμα προσπταῖον , ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα
5885711 κομην
' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . .
χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι
5861179 τραχειαν
ἔνδον ἦν , αἱ δὲ τοῦ Καίσαρος νῆες αὖθις περὶ τραχεῖαν ἀκτὴν καὶ δύσορμον ἀρασσόμεναι ταῖς τε πέτραις καὶ ἀλλήλαις
κέρδος : καίτοι ἑρπόντων ἐκ τῆς ἀδικίας πρὸς τὴν ἑξῆς τραχεῖαν ὁδὸν , ὅμως τὸ κέρδος τοῦ δικαίου προκρίνουσιν .
5827472 τεμνειν
σὺν ὄγκοις ψυχροῖς τῶν φλεγματικῶν . χρὴ δὲ προλεπτύνειν καὶ τέμνειν τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους χυμοὺς καὶ τοὺς πόρους ,
οὖσα θεωρεῖται ἡ διαφορά : τὰ μὲν γὰρ ἔχει τὸ τέμνειν μετὰ τοῦ δύνασθαι πάνυ θερμαίνειν , τινὰ δὲ τέμνειν
5798296 χολην
αἰδοῖον μακρὸν καὶ νευρῶδες , ὅμοιον καμήλου . διοιχθεῖσα δὲ χολὴν μὲν οὐκ ἔχει , αἱ δὲ λεγόμεναι ἀχαΐναι ἐν
μεταφέρωμεν , ὡς ἔχει τὸ τοιοῦτον , καὶ οὐδεὶς ἡμῶν χολὴν οὐδ ' ὀργὴν εὑρεθήσεται ἔχων , ἐφ ' οἷς
5792019 ὑπτιαν
τοῦ μύρου συμπλέκου τῷ ἀνταγωνιστῇ : δύο μηρῶν σπάσας κλῖνον ὑπτίαν , ἔπειτα ἀνώτερος ὑποβάλλων διὰ μηρῶν καὶ διαστείλας αἰώρει
ἡ λέξις ὡς ἂν τύχῃ προάγεσθαι [ ἀλλ ' ] ὑπτίαν ἐμφαίνουσα καὶ μηδεμίαν ἐπιτήδευσιν τῆς λέξεως . ἔτι ἐν
5775595 βαθειαν
ὀστοῦν . συμβάλλει δὲ ἐπικεκαμμένῃ μετρίως τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ εἰς βαθεῖαν κοτύλην τοῦ ἰσχίου καὶ νεύρῳ ἀπήρτηται ἐκφυομένῳ ἐκ μέσης
: Ἀριστομένης δὲ ἔχων τοὺς λογάδας τὴν μὲν ἔξοδον περὶ βαθεῖαν ἐποιήσατο ἑσπέραν , ἔφθη δὲ ὑπὸ τάχους τὴν ἐς
5754496 πιμελην
τοῦ τραύματοϲ μέγεθοϲ τυφλαγκίϲτρῳ ἢ κοπαρίῳ τοὺϲ ὑμέναϲ καὶ τὴν πιμελὴν ὑποδέροντεϲ ϲμίλῃ διατέμνομεν . γυμνωθέντοϲ δὲ πανταχόθεν τοῦ περιτοναίου
φαίνεται πολὺ σκληρότερον τῆς πιμελῆς . ὗς μὲν οὖν εὐτροφῶν πιμελὴν πλείστην ἔχει διὰ τὴν φυσικὴν τῆς κράσεως ὑγρότητα ,
5752119 ὑγρασιαν
ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρέα δ ' ἔσται τ '
χρυσοῦται : ἐὰν δ ' ἐφθαρμένον ὑπάρχῃ , τὴν ἠλλαγμένην ὑγρασίαν ἀποπτύει , καὶ διατηρεῖ τῆς ὕλης τὴν οὐσίαν ,
5738918 ἀνεμειν
ἐσθίειν , καὶ τὸ μέν τι τῆς τροφῆς τὸ ἐπιπολάζον ἀνεμεῖν , τὰ δὲ περιττὰ κάτωθεν ἀποκρίνεσθαι : ἐντεῦθεν καὶ
καὶ ἱδροῦν ἐν ὀπισθοτόνῳ καὶ τὸ σῶμα διαλύεσθαι , καὶ ἀνεμεῖν ὀπισθοτόνῳ διὰ ῥινῶν , ἢ ἐξ ἀρχῆς ἄφωνον ἐόντα
5731598 ἀκαρπον
, τὸ ζῷον , ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι
ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες ἄχρηστόν με ἀποκαλεῖτε καὶ ἄκαρπον ; „ ὁ μῦθος , ὅτι οὕτω καὶ τῶν
5730540 δεχηται
Τὸ δὲ δίκαιον μὴ δεχόμενον καὶ ὃ ἂν μουσικὸν μὴ δέχηται ; Ἄμουσον , ἔφη , τὸ δὲ ἄδικον .
. ἀτὰρ καὶ ἐπίβλημα ἔϲτω κοῦφον , παλαιόν , ὡϲ δέχηται μὲν τὸν ἠέρα , διαπνέῃ δὲ τοῦ θώρηκοϲ τὴν
5729630 παχυτεραν
τε καὶ δριμυτέρας οἱ νεφροὶ κράσεως , ἀναγκαῖόν ἐστι τὴν παχυτέραν ὕλην θερμαινομένην τε καὶ ξηραινομένην εἰς ἰδέαν ψάμμων τε
Τοῖς δ ' ἀσθενῶς κάρτα ἔχουσι καὶ μὴ δυναμένοις προσδέχεσθαι παχυτέραν ὕδατος τροφὴν ἀποβρέχειν κράτιστον καὶ ἑψεῖν καὶ τρίβειν τὴν
5729073 περιφερη
ἑξήκοντα ψήφοις . πόπανα : πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ . πρεσβύτερος Κόδρου : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ παλαιῶν
αὐτοῦ ἱστορεῖ οὕτως : πόα θαμνοειδής , ὀλίγα φύλλα ἔχουσα περιφερῆ , μείζονα ἡδυόσμου , μέλανα , λιπαρά , ἐγγίζοντα
5728533 πυκνοτητα
κυανέας , ἤγουν ὑποκάτω δένδρων σκιᾶς βαθείας ποιητικῶν διὰ τὴν πυκνότητα ἔτεκεν υἱὸν θεόφρονα , ἤγουν ἐνθέου φρονήσεως δεκτικόν .
, καίπερ οὔσῃ καλῇ , διὰ τὸ λίπος ἔχειν καὶ πυκνότητα καὶ λειότητα . τὸ γὰρ ἠρέμα τραχῶδες καὶ ἀλιπὲς
5725428 ὁμαλην
διὰ τὴν ἐνάργειαν , τῶν καλουμένων σφαιρῶν τῶν ἀνελιττουσῶν τὴν ὁμαλὴν κίνησιν σῳζουσῶν : καὶ ἐν ταῖς Κατηγορίαις κατασκευάζει τὰς
πρὸς αἷς τοῦτο γίνεται , τὴν μὲν τοῦ ἐκκέντρου καὶ ὁμαλὴν μοιρῶν Ϙβ κγ ἀπὸ τοῦ ἀπογείου , τὴν δὲ
5717581 ὀδυνην
πεπληροφόρηκε , καὶ σιωπώντων ἡμῶν τὰ πράγματα παριστῶσα καὶ τὴν ὀδύνην τῶν ψυχῶν ταῖς μορφαῖς ἐξελέγχουσα . ἐξ οὗ δὴ
τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εἰρημένον ὑπὸ Ἱπποκράτους , ἐς νεφρὸν ὀδύνην βαρεῖαν . ἑτέρου δέ ἐστι λόγου καὶ παραβέβληται .
5717083 λειην
ἐπιμηνίων ἐμφαινομένων , ὁκόταν ᾖ τριταίη ἢ τεταρταίη , στυπτηρίην λείην τρίψας , διεὶς μύρῳ , εἰρίῳ ἀνασπογγίζων , προστίθει
, καὶ ξηρήνας ἐν σκιᾷ , προστίθει . Γλήχωνα ξηρὴν λείην ποιήσας , μέλιτι δεύσας , προστιθέναι ἐν εἰρίῳ .
5705739 λεπιδα
: εἰ γάρ τις ἐπιπάσσοι τὸν οὕτω δεδολωμένον ἰὸν ἐπὶ λεπίδα ἢ ὄστρακον , ἔπειτα τούτων τὸ ἕτερον ἐπὶ τῆς
Ὄλπις δὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁλιέως , ἤγουν παρὰ τὴν λεπίδα τῶν ἰχθύων . ἢ παρὰ τὴν τοῦ σώματος σχέσιν
5679378 φρυγανα
, ἀλλὰ πλοῖον ἐδόκουν βλέπειν . ἐξενεχθέντα δ ' αὐτὰ φρύγανα ὄντα ἰδόντες πρὸς ἀλλήλους ἔφασαν : ” ὡς ἄρα
καὶ ἐκείνῳ παρέχει περιπλέξαι τὴν προβοσκίδα : οἱ δὲ ἄλλοι φρύγανα ἐμβάλλουσι καὶ ξύλα , ὧν ἐπιβαίνων ἀνασπᾶται ῥᾳδίως .
5676945 ῥιζαν
ὅταν ξηρανθῇ , ἔκκλυζε . ἄλλο . σικύου ἀγρίου τὴν ῥίζαν καὶ συκῆς τοὺς ἀκρέμονας ἕψει ἐν ὄξει καὶ λείοις
Βοιωτίαν : εὐαυξεστάτην δὲ τὴν Κορινθίαν , ἣ καὶ τὴν ῥίζαν ἔχει γυμνήν : ὠθεῖται γὰρ εἰς τὸ ἄνω καὶ
5669900 εὐπαγη
οἶστρόν φασιν ὅμοιον εἶναι μυίᾳ μεγίστῃ καὶ εἶναι στερεὸν καὶ εὐπαγῆ καὶ ἔχειν κέντρον ἰσχυρὸν ἠρτημένον τοῦ σώματος , προΐεσθαι
: ἀπὸ τῆς στάσεως ἐσχημάτισται . τινὲς δὲ στάδιον τὸν εὐπαγῆ , ὃν καὶ ὁ Καλλίμαχος λέγει : στάδιον δ
5662878 χλωραν
δὲ εἶδος φυτοῦ ὅμοιον πεύκῃ . * ἔγχλοα : χλωρόν χλωράν κρότωνος : εἴρηται τὸν φλοιὸν ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν
τοῦ σφετέρου διατειχίσματος , πόαν εἴ τινα εὕροιεν ἢ φυλλάδα χλωράν , νεμόμενοι . καὶ τοὺς ἀποψύχοντας ὁ Λεύκιος ἐς
5662686 εὐμεγεθη
τοῖς δικτύοις φασὶ τοὺς προειρημένους περιλαμβάνειν ἀγκῶσι μεγάλοις αἰγιαλοῦ κύκλον εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ
τοσαύτης εὐδαιμονίας . Φιλοτησίαι τὸ ἐπὶ τούτῳ , καὶ σκύφον εὐμεγέθη τινὰ αἰτήσας προὔπιέν σοι τῷ διδασκάλῳ , ἢ ὁτιδήποτε
5661446 ἐπιτηδειαν
ἡ δόξα γίνοιτο , διὰ τὸ τὴν φύσιν καὶ τροφὴν ἐπιτηδείαν ἐσχηκέναι , καὶ μὴ ἐκπλύνῃ αὐτῶν τὴν βαφὴν τὰ
ἄλλα : ἢ καὶ διὰ τὸ ἑξῆς μὲν αὐτοῖς ὕλην ἐπιτηδείαν μὴ εἶναι , ἐν δὲ τούτῳ τῷ τόπῳ ἐν
5654425 δυσωδη
οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν
νεμόμενα εἴη τὰ ἕλκη , ὕφαιμα συνεκκρίνεται καὶ ἰχωρώδη καὶ δυσώδη , σὺν δὲ τούτοις δυσουρία τε καὶ τοῦ αἰδοίου
5649757 καλαμον
τὸ ἐπίθεμα , καὶ ἐνθέντα κάλαμον πυριῇν : τὸν δὲ κάλαμον σὺν τῷ ἐπιθέματι ἀφαιρέεσθαι : ἢν γὰρ ἄνευ τοῦ
τοῦ ἐντέρου συνεὶς ἔχε - σθαι τὴν ἔγχελυν , τὸν κάλαμον ᾧ τὸ ἔντερον προσήρτηται ἐνθεὶς τῷ ἑαυτοῦ στόματι καὶ
5640574 ἀναπτομενην
Π . ἀοργησίας : καθάπερ οὖν τὴν φλόγα θριξὶ λαγώιαις ἀναπτομένην καὶ θρυαλλίσι καὶ συρφετῶι ῥάιδιόν ἐστιν ἐπισχεῖν , ἐὰν
ἀσπίδι αὐτοῦ ἐζωγραφημένον γυμνὸν ἄνθρωπον , κατέχοντα τῇ χειρὶ λαμπάδα ἀναπτομένην : οὐκ ἄλλο τι δηλοῦντος τοῦ σημείου ἢ ὥσπερ
5639549 ἐμφερη
δὲ ποταμοὺς ἔχειν φασὶ καὶ κροκοδείλους καὶ ἄλλα γένη ζῴων ἐμφερῆ τοῖς ἐν τῷ Νείλῳ : τινὲς δὲ καὶ τὰς
' Ἀμπελίτιδος γῆς τὴν μέλαιναν προκριτέον , πευκίνοις ἄνθραξι μακροῖς ἐμφερῆ , στίλβουσαν . Διφρυγοῦς προκριτέον τὸ τῇ γεύσει ἔγχαλκον
5634718 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
5627947 θλιψιν
' ἐφ ' ἑνὸς σχήματος , ὥστε πολλάκις διὰ τὴν θλίψιν προκακοπαθοῦν ναρκᾶν τε καὶ φαύλως διατίθεσθαι τὸ νευρῶδες .
. ὅτι μὲν οὖν θλίβεται , γνωρίσομεν τῷ δακτύλῳ τὴν θλίψιν τῶν τελαμώνων καταλαμβάνοντες καὶ πελιούμενον ἄκρον ἰδόντες ἢ μὴ
5624016 ταφρον
ὕπερθεν εὐρύ , τὸ ποιήσαντο νεῶν ὕπερ , ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν : οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας : ὄφρά
, , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ λεξάσθωσαν . .
5621264 μελαινει
καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀπορούμενον , διὰ τί ὁ μὲν ἥλιος μελαίνει τὴν σάρκα , τὸ δὲ πῦρ οὔ . συμβαίνει
: θεῖον ἐπὶ τέλει : ἡ δ ' ἕψησις αὐτοῦ μελαίνει τὰς ἐμπλάστρους . Γῆ πᾶσα καὶ λίθοι ἐμβάλλονται ἐπὶ
5612630 δησασα
. Ὅσοισι μέντοι ξὺν φλεγμονῇ μύξα ὑπογίνεται , ἡ φλεγμονὴ δήσασα ἔχει τὸ ἄρθρον : διὰ τοῦτο οὐ μάλα ἐκπίπτει
ἀοιδοί καὶ πόντου Σκυθικοῖο πέραν καὶ ὅθι πλατὺ τεῖχος ἀσφάλτῳ δήσασα Σεμίραμις ἐμβασίλευεν . εἷς μὲν ἐγώ , πολλοὺς δὲ
5610158 ἀραιοτεραν
μᾶλλον ἢ ἧττον γίγνεϲθαι τὰϲ διαπνοὰϲ ἐκ τοῦ πυκνοτέραν ἢ ἀραιοτέραν εἶναι τὴν ἕξιν τοῦ πάϲχοντοϲ ϲώματοϲ . πλῆθοϲ δέ
ἀτόμων συγκεῖσθαι , λεπτοτέρων δὲ τὴν λίθον , καὶ ἐκείνου ἀραιοτέραν τε καὶ πολυκενωτέραν αὐτὴν εἶναι καὶ διὰ τοῦτ '
5605629 πυρωδη
, ἀλλὰ μᾶλλον τῇ ὅλῃ κράσει . τὴν ἐξ ἀρχῆς πυρώδη δυσκρασίαν ἦν ἐσχηκὼς , ἣν ἄλλοι ὀλίγου δεῖν ἅπαντες
, ταριχευόμενος ἐν καρδάμῳ . Σκίλλα δύναμιν ἔχει δριμεῖαν , πυρώδη : πολύχρηστος δὲ γίνεται ὀπτηθεῖσα , στέατι δ '
5601426 ἁλμυριδα
: ὅπου γὰρ ἂν σπαρῇ καὶ φυῇ πανταχοῦ λαμβάνει τὴν ἁλμυρίδα κἂν μὴ τὸ ἔδαφος ᾖ τοιοῦτον : ἐπεὶ καὶ
Ξανθίων αὐτοῦ πρὸς τὸν Ποσειδῶνα , πᾶν τὸ πεδίον ἐξήνθησεν ἁλμυρίδα , καὶ διέφθαρτο παντάπασι , τῆς γῆς πικρᾶς γενομένης
5596440 ἑλκουσαν
γάρ ἐστιν , ὃς ἔχων τὴν ἐπιθυμίαν πρὸς ἀπόλαυσιν ἡδέος ἕλκουσαν μάχεται μὲν αὐτῇ , οὐκ εἰς τέλος δὲ τηρεῖ
τὴν μάχαιραν ἔφθασε προπηδήσας καὶ τῇ μὲν εὐωνύμῳ κατέλαβε τὴν ἕλκουσαν τὸ ξίφος χεῖρα , τῇ δ ' ἄλλῃ κινήσας
5592150 χρισαντες
λίμνης λουτρὸν εἶναι τοῖς ἐκεῖ , καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντες τὸ σῶμα πρὸς δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντες τοῖς
, καὶ εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον μεταχέουσιν . ἄλλοι μελίλωτα ἐλαίῳ χρίσαντες ἐμβάλλουσι τῷ ἐλαίῳ νυχθήμερον . Βαλὼν τὸ ἔλαιον εἰς
5591509 παχειαν
καθάπερ τὰ καρχαρόδοντα , τοὺς δὲ κάτω συνεχεῖς , γλῶτταν παχεῖαν καὶ πλατεῖαν , μαστοὺς τέσσαρας , δύο πρὸς τῇ
λόγος : ἐν δὲ ὀξεῖ νοσήματι οὐκ ἔστιν εὑρεῖν τοσαύτην παχεῖαν ὕλην ὥστε ποιῆσαι πλατεῖαν ἕλμινθα ἢ ἀσκαρίδας , ἀλλ
5588735 κοιλοτητα
τὸ αὐτὸ παραληφθῆναι λέγομεν , ὅτι ῥὶς σιμή ἐστι ῥὶς κοιλότητα ἔχουσα ἐν ῥινί . * * * τῇ ῥινὶ
διαφορήσεως γινομένης , ὥστε μηδὲ τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἐν αὐτοῖς κοιλότητα διαφαίνεσθαι . οὐκοῦν οὐδὲ οἱ σφυγμοὶ μειωθήσονται , τῆς
5588197 ἀναντη
. θεραπεύειν . τὴν μὲν κακότητα κτλ . Ἡσιόδου . ἀνάντη . τραχεῖαν . λιστοί . ἀντὶ λιταζόμενοι , λιταῖς
τῶν ἀναδουμένων τὰς ναῦς καὶ ἐκ τῆς γῆς ἐφελκόντων πρὸς ἀνάντη καὶ πολὺν ἐμπίπτοντα τὸν ῥοῦν βιάζεται , ἔστι δ
5579447 ἰκμαδα
διὰ τὴν ζέσιν τῆς φλεγμονῆς τῆς ἐν ἥπατι ἐξαναλισκούσης τὴν ἰκμάδα τὴν ἐν γαστρί , καὶ ἐξ ἀναγκῆς ξηραίνεται ἡ
δύναιτο : παρέχει δὲ νοηθῆναι ὅτι , εἰ μὴ ἔχει ἰκμάδα κατὰ φύσιν τὸ φυτὸν , οὐ βλαστάνει τὴν ἀρχήν
5571636 προσοψιν
τὸ βλέπειν : καὶ βλοσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , . , , . . β . .
βλέπειν . καὶ † βλοσσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , ὡς βοῶπις γλαυκῶπις , , . . .
5565410 μικραν
κόκκους , τοσούτους νόμιζε ἑκάστην ἔχειν . τὸ γὰρ εἶναι μικρὰν ἢ μεγάλην τὴν ῥοιάν , οὐκ ἀπὸ τοῦ πλείονας
ἐξῆλθον ὅμου πρὸς θήραν τοῦ θηρεῦσαι . Καὶ δὴ οὐ μικρὰν συλλαβόμενοι θήραν , τὸν ὄνον προσέταξαν εἰς τρεῖς μερίσαι
5564282 σκεπην
, ὅτι μίτοις καὶ στημονίοις σὺν ὕφει ἐσθήματα ἐργασάμενος , σκέπην ὁμοῦ ποριεῖ καὶ εὐσχημοσύνην τοῖς σώμασιν : τέκτων δὲ
τὸ πολὺ οἱ ψιλοὶ τάττονται , ὡς αὐτοῖς μὲν τὴν σκέπην ἐκ τῶν ὅπλων εἶναι , τοῖς δὲ ὁπλίταις αὖ
5561755 καιεσθαι
. Ἀρεταῖος δὲ προστίθησι καὶ ταῦτα : Τὰ σπλάγχνα αὐτοῖς καίεσθαι δοκοῦσιν , ἀσώδεις , ἄποροι , οὐκ εἰς μακρὸν
ἔχουσιν αἱ κανηφόροι ἀπιοῦσαι εἰς τὰ Ἐλευσίνια ὑπὲρ τοῦ μὴ καίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου . δίδωσι δὲ αὐτῷ τοῦτο ,
5560914 μελαιναν
χυμῷ : εἰ δέ ποτε τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ ὑπεροπτηθείϲηϲ εἰϲ μέλαιναν ἡ μεταβολὴ γένηται , τὴν καλουμένην οἴϲει μανίαν ,
πρῶτον ἐν τοῖϲ οὔροιϲ νεφέλην μέλαιναν ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόϲταϲιν μέλαιναν , εἶναι δὲ καὶ ϲύμπαντα ϲημεῖα καὶ ϲυμπτώματα ὀλέθρια
5558647 κοιλιαν
ἀσπάραγοι κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι οὖρά τε καὶ κοιλίαν κινοῦσιν . δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ἡ
ὑμῶν . Μηδείς με ἐνταφιάσῃ πολυτελῇ ἐσθῆτι , ἢ τὴν κοιλίαν μου ἀναρήξει , ὅτι ταῦτα μέλλουσι ποιεῖν οἱ βασιλεύοντες
5558629 γαλακτωδες
δ ' ἀγωνιστικῶς ἐπὶ τῶν καυσωδῶν πυρετῶν διδόμενον ψυχρὸν ἢ γαλακτῶδες ἢ παγόλυτον ἐν τοῖς θεραπευτικοῖς τεύξεται λόγου . ἔστω
κωνικὸν ἔχουσαν τὸ σχῆμα , καὶ ὁ διορίζων δὲ τὸ γαλακτῶδες , ὅ ἐστιν ἐκ τῆς προσλάμψεως ἡλίου , καὶ
5554572 βαλανον
τι μᾶλλον ξυνεστήκει , καὶ οὐδὲν διῄει , εἰ μὴ βάλανον πρόσθοιτο : νύκτα ὕπνωσεν . Πεμπταίῃ τό τε πυρέτιον
παρὰ στρατηγοῦ ἐμβαλεῖν , ἐντεμὼν λάθρᾳ σμίλῃ ἢ ῥίνῃ τὴν βάλανον , βρόχον λίνου περιβαλὼν ἐνέβαλεν , εἶτα μετ '
5552222 πετρωδη
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς
5552036 ὀρεινην
: ἀπάνθρωπον : εἰς ὄρη : ῥῖψαι κυσὶ δαῖτα καὶ ὀρεινὴν ἀποβολήν : † πᾷ στῶ : ἐπὶ ταύτην δηλονότι
ἀφθονίας οὔσης τῶν ἐπιτηδείων . Ἴδιον δέ τι κατὰ τὴν ὀρεινὴν τὴν πλησίον ὑπῆρχε . χωρὶς γὰρ τῆς πρὸς ναυπηγίαν
5548375 καθιεναι
Καὶ εἰ μὲν διεστὼς εὑρεθῇ τὸ στόμιον τῆς μήτρας , καθιέναι τὴν χεῖραν καὶ ὡς προείρηται πειρᾶσθαι ἐξέλκειν , εἰ
, ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ πρόϲωπον εἰϲ θάλαϲϲαν χλιαρὰν ὅλον καθιέναι . ταῦτα μὲν κοινὰ πάϲηϲ ἀμαυρώϲεωϲ . ἰδίωϲ δὲ
5545285 ἐντεριωνην
ἀγαρικὸν , ἔρις , ῥέον δὲ Ἰνδικὸν , στάχυς : ἐντεριώνην δὲ κολοκυνθίδος , τραγάκανθα : σκαμμωνίαν δὲ , ἀλόη
λευκὰ δὲ ϲφόδρα ἔνδοθεν , ἐκτὸϲ δὲ ὠχρότερα ὑπάρχει βαρέα ἐντεριώνην ἔχοντα εὔθρυπτα , οὐ καμπτόμενα διὰ μαλακότητα ἀλλὰ καταγνύμενα
5540535 ποικιλην
. Ἴσως δέ τινας τῶν ὀκνηροτέρων καὶ ἀσφαλεστέρων συμβαίνει λογίζεσθαι ποικίλην τινὰ καὶ πολυειδῆ τὴν τάξιν ταύτην εἶναι καὶ ἐντεῦθεν
. Τῇ καὶ τῇ κυανῇσι ] Τῷ εἰπεῖν κατάστικτον καὶ ποικίλην ἔδειξε πολλὰ χρώματα τῆς γῆς . Διάφορος γὰρ ἡ
5528565 πνοην
, οἷον ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν . ὑπεράει ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν . ὑπεροπλίσαιτο . ἡ λέξις ἐν τῇ Ρ τῆς
μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῆ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης
5525663 καταπνεοντος
ἤδη δικαιοῦσι , τοῦ θεοῦ τὴν ὀργὴν τὴν δικαίαν αὐτοῖς καταπνέοντος . λέγει δὲ καὶ Ἐμπεδοκλῆς τὴν ἀρίστην εἶναι μετοίκησιν
Οἱ Κᾶρες αἱροῦσι τοὺς σαργοὺς τὸν τρόπον τοῦτον . νότου καταπνέοντος ἡσυχῆ καὶ προσβάλλοντος αὔρας μαλακωτέρας καὶ τοῦ κύματος στορεσθέντος
5519510 ὀσφρησιν
τὰς ἰσαρίθμους αἰσθήσεις , ὅρασιν , ἀκοήν , γεῦσιν , ὄσφρησιν , ἁφήν . τρόπον γάρ τινα βασιλεύουσι καὶ ἄρχουσιν
λέγει ὕδωρ τὸ μὴ δυσῶδες , τὸ μὴ ἔχον βαρεῖαν ὄσφρησιν : γεύσει δὲ τὸ πότιμον , τὸ γλυκύ .

Back