. καὶ τραγικὸς δέ τίς φησι : ἴσχειν κελεύω χεῖρα διψῶσαν φόνου . καὶ ὁ Κῦρος παρὰ Ξενοφῶντί φησι :
τὸν Ἀταρνέα ἐγένετο , ἰδὼν πόλιν ὀλίγην ἀρετῆς καὶ σοφίας διψῶσαν ἅπασαν , οὐ παρῆλθε σιγῇ , βραχεῖ δὲ βιβλίῳ
6864155 θανουσαν
πῶς ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν :
δὲ μῦθος καὶ ὅτι Μέροψ Κῷος ἀπαύστως τὴν γυναῖκα πενθῶν θανοῦσαν , ξενίσας Ῥέαν μετεβλήθη εἰς ἀετὸν καὶ σύνεστιν ἀεὶ
6642457 ἐκπνεων
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν ,
6557185 καραι
ὕπο . κόμιζ ' , Ὀδυσσεῦ , μ ' ἀμφιθεὶς κάραι πέπλους , ὡς πρὶν σφαγῆναί γ ' ἐκτέτηκα καρδίαν
] ὑπό . Ἐναγής , φησίν , ὢν ἐν τῶι κάραι αὐτοῦ ἕτερον μιάστορα λήψεται , καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ
6445214 νοτιδα
τὴν πλησιάζουσαν ἐπισπᾶται τροφήν , ἐκβοσκόμενον αὐτῆς ἅπασαν τὴν χρηστὴν νοτίδα , μέχρις ἂν ἱκανῶς κορεσθῇ , καὶ ταύτην ἐναποτίθεται
νῦν λεγόμενον . τοῦτο δὲ διὰ τὴν περὶ τὸν ἐγκέφαλον νοτίδα συνιὸν αὐτὸ πρὸς αὑτὸ καὶ βλαστάνον κύκλῳ περιημφιέννυεν τὴν
6427072 Δωρι
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν .
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν
6425128 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
6423253 ἀκαληφην
, ὃ δή τινες κνῆστρον καλοῦσιν , ἄλλοι δὲ τὴν ἀκαλήφην , ἤγουν τὴν ἀγρίαν κνίζαν . ἡ δὲ πριόνεσσι
. Χρύσιππός τέ φησι : μήποτ ' ἐλαίαν ἔσθιε , ἀκαλήφην ἔχων . χειμῶνος ὥρᾳ βολβοφακῆν , βαβαί . βολβοφακῆ
6409621 ἑρπετον
ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως
κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ
6382255 ταλαιναν
ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει . ἀλλ ' ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ , πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ
ὁμολογούμενα . κοὐ προστίθημι τἄλλα , διότι πανταχοῦ διὰ τὴν τάλαιναν πάντα ταύτην γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον
6342423 ἐνθῃς
ψυχρόν , ξυνιεῖς , εἶτα θερμὴν τὴν χύτραν εἰς τοὔξος ἐνθῇς : διάπυρος γὰρ οὖς ' ἔτι ἕλξει δι '
ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν τὴν χύτραν εἰς τοὔξος ἐνθῇς : διάπυρος γὰρ οὖς ' ἔτι ἕλξει δι '
6335745 δερηι
: οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν
σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος ,
6326640 ἁλιπορφυρον
μ ' ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . ἴδιον μὲν δήπου δελφίνων πρὸς τοῖς
' ὡς ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . κεμὰς ὠκίστη , θυέλλης δίκην ,
6306339 χερα
† δύστλητον † Ἐτεοκλῆς ἄναξ ἤκουσε μητρός , κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα φωνὴν μὲν οὐκ ἀφῆκεν , ὀμμάτων δ ' ἄπο
] ! ιπργον [ ! ! ! ! ! ] χέρα [ ] οῦν ἐνδίκως ? κικλήσκεται ? [ ]
6301929 ἀσιν
αὐξητικόν , Κρυσηὶς διὰ τὸ κρυερόν , Ἀσίη διὰ τὴν ἄσιν καὶ τὸν ῥύπον , ὃν φέρει , ἢ παρὰ
οὔτινα , φημί , χερειοτέρῃσιν ἐδωδαῖς τέρπεσθαι : πᾶσαν γὰρ ἄσιν ἁλός , ἥν κε κίχῃσι , φέρβεται : ἱμείρει
6289766 τετοκυιαν
' ἐστὶ τῷ παιδίῳ καὶ τὸ τὴν τιτθὴν μὴ πάλαι τετοκυῖαν εἶναι καὶ ἄρρεν μᾶλλον . φυλασσέσθω δὲ καὶ τὰ
στεῤῥὰν εἶναι καὶ εὔτονον . ἀφ ' οὗ τὴν μὴ τετοκυῖαν ἔλεγον , διὰ τὸ στερεωτέραν εἶναι τῆς τετοκυίας .
6282256 πρησαι
πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ πρῆσαι κατάκρας , ἠθέλησε δ ' αἵματος κοινοῦ πάσασθαι ,
. εὐπηγέες εὖ τεθραμμένοι . εὔπρηστον εὐφύσητον , ἀπὸ τοῦ πρῆσαι . εὐράξ πλαγίως . Εὖρος ὃν ἡμεῖς Ἀπηλιώτην καλοῦμεν
6254989 ἀειζων
. . γίνεται ἡ αἰτιατικὴ ζών , καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀείζων , ὡς Αἰσχύλος Γλαύκωι Ποντίωι : ὁ τὴν ἀείζων
δ ' ἐστὶ τοῦ θυμοῦ τροφή . ἐν βροτοῖς αὐδώμενος ἀείζων πένθος ἀντίον δορὸς ὀρνύμενος Ἀχιλλέως μισῶ παρ ' ἐχθρῶν
6253757 ἀειραι
, προσάγεται , ἐπιπόνως δὲ τοῦτο . ἄνω τὴν χεῖρα ἀεῖραι εὐθεῖαν παρὰ τὸ οὖς ἐκτεταμένου τοῦ ἀγκῶνος οὐ μᾶλλον
κεν Βέβρυξι πελάσσῃ , πρὶν χείρεσσιν ἐμῇσιν ἑὰς ἀνὰ χεῖρας ἀεῖραι . τῶ καί μοι τὸν ἄριστον ἀποκριδὸν οἶον ὁμίλου
6247506 χελιδονα
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς
6223743 αὐραν
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται
6220078 βορας
φρονεῖν κακῶς . ἤδη νυν αὔχει καὶ δι ' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ ' Ὀρφέα τ ' ἄνακτ ' ἔχων
σοῖς ψεύσμασι : καθαρὸς ἄχραντος : καὶ δι ' ἀψύχου βορᾶς : τῆς δι ' ὀρνέων τροφῆς : σίτοις καπήλευ
6215195 χυτον
καὶ τὴν ἐπίνοιαν τῶν ποιημάτων καρπὸν εἶπε φρενός . νέκταρ χυτόν : καὶ ἐγὼ τὴν τῶν Μουσῶν δόσιν , ἥτις
παρ ' αὐτῷ κινουμένην ποιῆσαι τὴν ξυλίνην Ἀφροδίτην ἐγχέας ἄργυρον χυτόν . ταὐτὸν δὴ καὶ οὗτοι λέγουσι . καίτοι γε
6214638 ἀνασχων
Τίγρις , δύνων πολλὸς ἔνερθε : πάλιν δ ' ἐξαῦτις ἀνασχών , ὀξύτερον προΐησι κάτω ῥόον : οὐκ ἂν ἐκείνου
βίον γίνεσθαι ἔφη Δ . . . . ὁ ἥλιος ἀνασχών . . . συνώρμησε τῶι φωτὶ τὰς πράξεις καὶ
6210137 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
6200076 κακαν
λειμώνι ' ἔπαυλα μηνῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐνῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος , κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ ' ἀνύσειν τὸν
ἀπὸ λόγων ποριζομένοις ἀγαθὸν εἶναι . ἡμεῖς δὲ ἐτηρήσαμεν πᾶσι κακὰν τὸ τοιοῦτο γενόμενον : οὐδὲν γὰρ τῶν μὴ ἀργῶν
6197441 λωβην
κινήσοις ὄφρ ' ἂν ὑπεξερύγῃσι : ὡς ἂν ἐμέσῃ τὴν λώβην , δαμαζόμενος καὶ νικώμενος τῇ χειρί σου διὰ τοῦ
ἐς Ἀχαιούς , νῦν μὲν δὴ τοῦ πατρὸς ἀεικέα τίσετε λώβην . Ἦ , καὶ Πείσανδρον μὲν ἀφ ' ἵππων
6192480 ὑνιν
ἀγροῖς ἄφετος , ἀτριβὴς ζεύγλης , κάμνοντι καὶ σύροντι τὴν ὕνιν ταύρῳ “ τάλας ” ἐφώνει “ μόχθον οἷον ὀτλεύεις
γύροις ὑποδέξεαι ἔρνεα καλά , εὖ δ ' ἐν ἀεργηλοῖσιν ὕνιν πήξειας ἀρούραις . αὕτως δ ' εἰαρινοῖσιν ἐν Ἰχθύσιν
6182030 ἁπαλην
παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα
ἀέρα συστῆναι , καὶ ὑποστῆναι τὴν γῆν πηλώδη καὶ παντελῶς ἁπαλὴν , σηπεδονώδεις καὶ πομφολυγώδεις ὑμένας ἐκ ταύτης ἀναδοθῆναι :
6179151 νεανιᾳ
κτεάνων καχλάζοισαν ἔνδον ἐν δρόσῳ τῆς ἀμπέλου προπίνων δωρήσεται τῷ νεανίᾳ γαμβρῷ οἴκοθεν οἴκαδε διὰ τὴν ὁμόφρονα εὐνήν , τιμήσας
σκοπεῖν οὖν , ὦ Θεαίτητε , χρὴ τί τις τῷ νεανίᾳ πρὸς τὸ ἐρωτώμενον ἀποκρινεῖται . Δῆλον ὅτι φήσομεν τά
6178948 προσφιλεστατην
, φασί , τοσοῦτον μετέβαλεν ὥστε οἴκτιστα ἀνελεῖν τὴν ἁπασῶν προσφιλεστάτην δι ' ἑνὸς ἀνδρὸς ἁμαρτίαν , εἴπερ ἥμαρτεν .
. , : Ἰνδοὶ συγκατακαίουσιν ὅταν τελευτήσωσι τῶν γυναικῶν τὴν προσφιλεστάτην . Αὐτῶν δὲ ἐκείνων ἀγὼν μέγιστος γίγνεται , σπουδαζόντων
6175669 Φερσεφονας
Τιμάδος ἅδε κόνις , τὰν δὴ πρὸ γάμοιο θανοῦσαν δέξατο Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος , ἇς καὶ ἀποφθιμένας πᾶσαι νεοθᾶγι σιδάρῳ
' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι . μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ ' , Ἀχοῖ , πατρὶ κˈλυτὰν φέροις '
6169701 ἀναρρηξας
γάμον ἐκτελέσαντα . ἦ γὰρ ὅγε στήλην Ἀφαρηίου ἐξανέχουσαν τύμβου ἀναρρήξας ταχέως Μεσσήνιος Ἴδας μέλλε κασιγνήτοιο βαλεῖν σφετέροιο φονῆα :
τὰς τοῦ πληττομένου , ἢ τοῦ οἰκείου χαλινοῦ . * ἀναρρήξας : διασχίσας σχίσας σκολιήν : ἤτοι καμπὰς ἔχουσαν ὁδόν
6168603 δαμαρτα
' εὐδαιμονεῖν . σπάνιον δὲ θήρευμ ' ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν δάμαρτα : φλαύραν δ ' οὐ σπάνις γυναῖκ ' ἔχειν
θαυμάσαντ ] ' ἀνιστορεῖ [ [ καὶ ] ? ? δάμαρτα καὶ τέκνα [ ] ος ? , ἀλλὰ τἀγάθ
6167915 πλοκον
, ἀλλ ' ἢ σάφ ' ᾔνει τόνδ ' ἀποπτύσαι πλόκον , εἴπερ γ ' ἀπ ' ἐχθροῦ κρατὸς ἦν
τεὰν τελετὰν ? [ ] ? ? μελίζοι [ ] πλόκον στεφάνων [ ] κισσίνων [ ] κρόταφον [ ]
6164643 κοιταν
φᾶρος στέλλων , ἐπὶ τάνδε συθεὶς τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν ; ὦ τλῆμον , ὥς σοι δύσφορ ' εἴργασται
τῷδ ' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς
6156526 προχοην
καὶ δέμας ἕλκει ὄρθιος αὐτοχάρακτος ἀκύμονος ἐγγύθεν ὄχθης , καὶ προχοὴν νύττουσα κεράατι κῦμα χαράσσει . καί τις λευκοπάρηιος ἐρέσσεται
ὦ πάτερ , ἀχράντου λοχίης αὐτόσπορε ποιμήν , πέμπε μέλους προχοὴν νοερώτερον ἆσθμα κορύσσων , ζωγρήσας ἐπέεσσιν ἐμὴν φύσιν ἄρσενι
6151110 σποδον
καὶ τῶν ἀθέων τε καὶ ἀσεβῶν καὶ ἐκτεθηλυμμένων στιγμάτων τὴν σποδὸν ἀναδεύσει κηρῷ ὑγρῷ , καὶ ἐπιπλασάμενος τὴν νηδὺν καὶ
τῷ Βήλῳ Σαρδαναπάλλου κρατηθέντος καὶ τῶν βασιλείων ἐμπυρισθέντων ἀποκομιεῖν τὴν σποδὸν τὴν ἐκ τούτων εἰς Βαβυλῶνα , καὶ πλησίον τοῦ
6146722 ὀσσων
ὡς ἔχω , τὸν ἄθλιον ; ὁρῶ : κατ ' ὄσσων δ ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ . οὐκ ἔστι
Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς πτερύγων ῥιπαῖς κατὰ
6144413 λυγρου
σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ τε βίου πλήρωσε γενέθλην . ἔξοχα δ ' οὖν
καὶ ὠχροῦ καὶ κατ ' Αἰσχύλον ἐξ ὀσφυαλγοῦς καὶ ὀδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος εὐπρεπής , θεοειδής , καλλίμορφος . . .
6119281 νουσον
χρόνῳ ἀνάγκη κρατηθῆναι τὸ σῶμα ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς καὶ ἐς νοῦσον ἀφικέσθαι . Τοῖσι μὲν οὖν ἄλλοισι μέχρι τούτου ἐπικεχείρηται
καλλισφύρου ἄλκιμος υἱὸς Ἡρακλέης ἔκτεινε , κακὴν δ ' ἀπὸ νοῦσον ἄλαλκεν Ἰαπετιονίδῃ καὶ ἐλύσατο δυσφροσυνάων , οὐκ ἀέκητι Ζηνὸς
6118340 εὐνην
καὶ νενικηκότα , ἀλλὰ καὶ διερευνώμενον ἔρχεσθαι ἐπί τε τὴν εὐνὴν καὶ τοὺς χηραμοὺς τῶν ἀσπίδων , ἵνα δὴ αὐταὶ
προσέδησε καὶ κατεταρτάρωσε . μετὰ δὲ ταῦτα ἡ Γῆ πρὸς εὐνὴν μιγεῖσα τῷ Ταρτάρῳ τὸν ἑκατοντακέφαλον Τυφῶνα ἐγέννησεν , ἁπάντων
6116925 αἱματοεσσαν
πανώλεις , ῥητέον οὕτω : μητρὸς σπείρας ἄρουραν , ῥίζαν αἱματόεσσαν , συνήγαγε νυμφίους πανώλεις , ἑαυτὸν δηλαδὴ καὶ τὴν
. Σὺν δ ' ἔβαλον θήρεσσιν ἐοικότες ὠμοβόροισι δῆριν ἐς αἱματόεσσαν , ὁμοῦ δ ' ἔχον ἔντεα καλά , ἔγχεα
6113906 ὠγυγιαν
οἰκτρὸν ] ἐλέους ἄξιον . πόλιν ] τὴν ἡμετέραν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν ἢ τὴν μεγάλην ἀπὸ Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος
Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος ἐκεῖσε . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν . θ ὠγυγίαν ] τὴν παλαιάν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν καὶ παλαιὰν
6107845 δερην
μὴ κρατῶν φρονήματος κτείνηι σε , καὶ σὺ σφάζε παρθένου δέρην . καί νιν δοκῶ , τὸ πρῶτον ἢν πολὺς
ὤλεσεν κλέος ; φασίν , βρόχωι γ ' ἅψασαν εὐγενῆ δέρην . οἱ Τυνδάρειοι δ ' εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν
6100665 ἀμμον
σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης „ . εὖ
σκιερῷ τόπῳ ὀρύξας τάφρον ἐπὶ πήχεις βάθους δύο , καὶ ἄμμον ἐπιβαλὼν χάρακας κατάπηξον , καὶ τὰ κλήματα λυγίζων ἐπίστρεψον
6082205 φασγανωι
ὦ γεραιέ , μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν '
, μὴ δόλος τις ἦι . ὡπλισμένος δὲ χεῖρα τῶιδε φασγάνωι τὰ πίστ ' ἐμαυτῶι τοῦ θράσους παρέξομαι . ὠή
6080868 ἀμολυντον
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς
6079872 βαλειν
. Τεῦκρος δ ' Ἱππομέδοντος ἀμύμονος υἷα Μενοίτην ἐσσυμένως ὥρμαινε βαλεῖν ἐπιόντα βελέμνῳ : καί ῥα νόῳ καὶ χερσὶ καὶ
Ἀπολλώνιος ἑκουσίως φησὶ τὸν Εὔφημον ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν βῶλον βαλεῖν συμβουλίᾳ Ἰάσονος . Καλλίστη : ἡ καὶ Θήρα κληθεῖσα
6069485 τροχωι
τὸ φῶς σχῆμα ἔχοντα τροχοῦ . ὥσπερ γὰρ ἐν τῶι τροχῶι κοίλη ἐστὶν ἡ πλήμνη , ἔχει δὲ ἀπ '
περιφερείας ἕρπων ἀπὸ δυσμῶν ἐπ ' ἀνατολὰς τὴν ἐναντίαν τῶι τροχῶι ποιούμενος πορείαν , συμβήσεται αὐτὸν ὑπὸ μὲν τῆς τοῦ
6067614 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
6066782 αἰρου
τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος , κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . Οὔτ ' ἀλφίτοισι χαίρομεν
: οἱ δὲ διῄρουν . Κατάβαλλε τἀκάτια , καὶ κυλίκια αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν
6059665 ἁψαμενη
ὄσσε δακρυόφιν πλῆσθεν , θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή . ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν : ἦ μάλ ' Ὀδυσσεύς
ἕπεται τιμωρὸς δίκη καὶ ἐχεμυθοῦσι [ καὶ ] τοὐναντίον . ἁψαμένη δὲ τῶν περὶ γαστέρα παρέχεται γαστριμάργους , ἀκορέστους ,
6057663 τανυσσει
διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν
εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα
6057044 καλυψον
ἐπιμελῶς , ἔμβαλε εἰς τὸν πίθον ὥστε ἐπιπλεῖν , εἶτα κάλυψον τὸν πίθον : καὶ ταῦτά σοι διαμένει , οἷα
νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ : ἤγουν σχίσας τὴν γῆν κάλυψον
6055853 πορτιν
βούτας ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα πόρτιν ἄμελγε καὶ παίδων ἐδίδασκε φιλήματα καὶ τὸν Ἔρωτα ἔτρεφεν
αἰθέρα μακρὰ βοῶσα : ἠύτε βοῦς ἐν ὄρεσσιν ἀπειρέσιον μεμακυῖα πόρτιν ἑὴν δίζηται ἐν ἄγκεσιν , ἀμφὶ δὲ μακρὰ οὔρεος
6052524 αἰθαλοεν
τοὺς ὀρόφους ἀντὶ τῶν κεράμων πολλοὶ χρῶνται . οἱ δὲ αἰθαλόεν πέτευρον τὴν δοκὸν λέγουσιν , ὡς καὶ Ὅμηρος :
” ἢ πρὸς τὸ “ δός με βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν . ” ἀκουστέον δὲ ὥστε αἰ - θαλόεν ποιῆσαι
6047129 θυμε
χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος
μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων .
6043133 ἀσκοπον
, ἀσφαλές , τάχα καὶ ἀστραβές , ὡς τὸ ἐναντίον ἄσκοπον , ἄστοχον , ἀτυχές δυστυχές , διημαρτημένον , ἐσφαλμένον
μηδέ ς ' ἔθος πολύπερον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ
6037313 πεπειρον
γεῦσιν ἔχοντα , σταφυλῇ παρόμοιον . Ἐκ ταύτης τῆς ὀπώρας πέπειρον ἐάν τις καθελὼν ὀνομάσῃ τὸν Ἄρη , γίνεται κρατούμενος
κατὰ τοῦτο τῆϲ ἄλληϲ ὀπώραϲ ἧττον βλάπτει . τὸ δὲ πέπειρον ἀκριβῶϲ ϲῦκον ἐγγὺϲ τοῦ μηδόλωϲ βλάπτειν ἥκει . τὰ
6028013 γερανος
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ
6018392 χλωραν
δὲ εἶδος φυτοῦ ὅμοιον πεύκῃ . * ἔγχλοα : χλωρόν χλωράν κρότωνος : εἴρηται τὸν φλοιὸν ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν
τοῦ σφετέρου διατειχίσματος , πόαν εἴ τινα εὕροιεν ἢ φυλλάδα χλωράν , νεμόμενοι . καὶ τοὺς ἀποψύχοντας ὁ Λεύκιος ἐς
6018075 λοπαδα
θεῖον καὶ τὸ αὐτὸ ποίει , ἄχρις ἂν πληρώσῃς τὴν λοπάδα , εἶθ ' ὑπόκαε : ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου
τοιοῦτος : μετὰ τὸ ἐξυμενιάσαι τὸ στέαρ λεαίνεται καὶ εἰς λοπάδα ἐμβληθὲν τήκεται , ἁλὸς ὀλίγου καὶ λεπτοῦ προσεμπασθέντος ,
6008714 ἀργην
μὴ θεῶν μακάρων κατ ' οὐρανόν , οὐδαμῶς ἀκίνητον οὐδὲ ἀργήν , ἀλλὰ σφοδρὰν οὖσαν καὶ πορευομένην , τῶν μὲν
ταύτην τὴν ἀντιποίησιν , λέγοντες τοὐναντίον αὐτὴν ἀσύμφορον εἶναι καὶ ἀργήν , φίλοινον , χρημάτων ἀτημελῆ . εὐήθεις δέ εἰσι
6005808 χρυσεην
χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , ἀντὶ τοῦ χρυσέην πανοπλίαν . ἢ ἀπὸ τοῦ προηγουμένου τὸ ἀκόλουθον ,
καμεῖν περικαλλέα κόσμον [ , ] δῶκε δέ οἱ ῥάβδον χρυσέην διακοσμήτειραν , πάσης εὐέργοιο νοήμονα μητέρα τέχνης . σὺν
6001299 ἀργαλεην
βαθὺ λαῖτμα πόροιο Θρήϊκες ἀγρώσσουσιν ἀπηνέϊ χείματος ὥρῃ , θήρην ἀργαλέην καὶ ἀτερπέα , δηϊοτῆτος θεσμὸν ὑφ ' αἱματόεντα καὶ
βρωμήτορος , ἤγουν τοῦ ὀγκηστικοῦ παρὰ τὸ βρωμᾶσθαι . * ἀργαλέην : κακήν ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ :
5999393 δικελλαν
προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη τὸ σῶμα
ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν , αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους
5998364 θερευς
μεν ? νέφος [ ] πορσύνεται [ ] ! αι θέρευς [ ] ! ν κα ! [ † ἐπ
, κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ δ '
5994304 γαληνην
εἴη καὶ ἥμερος : ἀλλ ' ὅταν ἐκεῖνο τὸ ὄμμα γαλήνην ἔχῃ , Ὧι λαοί τ ' ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα
, καὶ ἡμέρας διὰ τὴν ἐν ταῖς νήσοις ἡσυχίαν καὶ γαλήνην ἀφικόμεναι κοιμῶνται , καὶ τοῦτο ποιοῦσι πρὸς τὸν ἥλιον
5990675 πιειραν
χρόνον ἐμμένειν τὸ ὕδωρ , ὅπως ἰλὺν ποιήσῃ πολλήν : πίειραν γὰρ οὖσαν καὶ πυκνὴν τὴν γῆν δεῖ ποιῆσαι μανήν
αἱ φλέβες εὐρεῖαι γινόμεναι ποιεῦνται ἐν αὐτῷ ἐκ τῆς γῆς πίειραν καὶ παχείην τὴν ῥύσιν : ὁ δὲ ἥλιος διαχέων
5987663 θεουσαν
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος
5981410 Χλοην
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν ,
5981088 τυμβωι
δὲ παρθένος μένειν ἀεί . ] ἃ δ ' ἀμφὶ τύμβωι τῶιδ ' ὀνειδίζεις πατρός , ἡμῖν ὅδ ' αὑτὸς
, εὔψυχον ἄνδρα πολεμίων θανόνθ ' ὕπο κούφηι καταμπίσχουσιν ἐν τύμβωι χθονί , κακοὺς δ ' ἐφ ' ἕρμα στερεὸν
5978287 ἀχραδα
, καὶ εἰς ἀμυγδαλῆν . τὰ δαμασκηνὰ ἐγκεντρίζεται εἰς πᾶσαν ἀχράδα , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ εἰς μῆλα .
βάκχης : Ἑρμῶναξ ἐν ταῖς Κρητικαῖς λέξεσι τὴν ἀγρίαν ἄπιον ἀχράδα φησὶν εἶναι . ἡ δὲ ἄπιος εἰς πολλὰ διαιρεῖται
5977436 σκιπωνι
ἑπτά , κἠγώ σοι δίδωμ ' ἀριστῆιον Θαλῆς δὲ τῶι σκίπωνι τοὔδαφος ψήσας καὶ τὴν ὑπήνην τἠτέρηι λαβὼν χειρὶ ἐξεῖπε
σιναρῷ ἐπὶ τὴν γῆν , ἀλλὰ , μετέωρον ἔχων , σκίπωνι ἀντερείδηται , οὕτω δὲ καρτερὸν γίνεται τὸ ὑγιὲς σκέλος
5977014 συγγονου
ἀμνημόνευτος θεὰν προδοῦς ' ἁλίσκεται . ὦ τλῆμον Ἰφιγένεια , συγγόνου μέτα θανῆι πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας . ὦ πάντες
γε συμφορὰς εὐκλεᾶ με θήσει . τάλαιν ' ἐγὼ σῶν συγγόνου θ ' ὑβρισμάτων , ὃς ἐκ δόμων νέκυς ἄθαπτος
5975530 πηγῳ
ἀλύξας . ἔνθα δύω νύκτας δύο τ ' ἤματα κύματι πηγῷ πλάζετο , πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ ' ὄλεθρον
ἀλλ ' οὐκ * ἐν * Τροίᾳ ἐτιμᾶτο . * πηγῷ τῷ μέλανι καὶ εὐτραφεῖ ἀλλαχοῦ νῦν δὲ τῷ λευκῷ
5974818 καμνε
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
5974601 ἐκελευ
παῖδ ' ἀλείμματα παρὰ τῆς θεοῦ λαβοῦσαν εἶτα τοὺς πόδας ἐκέλευ ' ἀλείφειν πρῶτον , εἶτα τὰ νόνατα . ὡς
λέγεται τὸ προστάσσω , ὁ παρατατικὸς ἐκελόμην ἐκέλου καὶ Αἰολικῶς ἐκέλευ : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ου εἰς ευ τρέπουσιν
5972174 ἀνυμφον
ἀρμένων . πολύνυμφον λέγει δὲ τὴν Ἑλένην . καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν καὶ τὴν πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος
ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς
5970063 ἀρουραν
, τουτέστιν ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς ἀξιῶν . Ὀρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν : προείρηται , ὅτι αὐτὸς μὲν Θηβαῖος , ὁ
ὁ ἔρως ξυναγαγόντες οἷον ἀπὸ δένδρων καρπὸν καταδρέψαντες ὡς εἰς ἄρουραν τὴν μήτραν ἀόρατα ὑπὸ σμικρότητος καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα κατασπείραντες
5960197 δενδροφορον
ἱερὰς κατ ' ἀλωάς „ . ἢ τὴν ἀμπελόφυτον καὶ δενδροφόρον γῆν , ὡς ” οὐδ ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει
λέγεται τῷ τὴν μὲν πίειραν ἀμείνω σιτοφόρον τὴν δὲ λεπτοτέραν δενδροφόρον εἶναι . Λαμβάνει γὰρ ὥσπερ καὶ πρότερον εἴπομεν ὁ
5954129 πεμπεις
τοιαύτης δέομαι μαντικῆς , ᾗ πεισθεὶς βιώσομαι ἀσφαλῶς . Ποῖ πέμπεις τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ; τίνας ὁδούς ; ἐπὶ
προσπόλους φέρειν τάδε . τί δ ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης πέμπεις δέμας ; ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν .
5953866 γλαυκωπιν
Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἑρμῆν ὑπηνήτην καὶ τὸν Ποσειδῶνα κυανοχαίτην καὶ γλαυκῶπιν τὴν Ἀθηνᾶν . ὅμως δ ' οὖν οἱ παριόντες
, οὐδὲν τῶν Ὁμήρου ἐπῶν φαυλοτέραν , παρθένον καλήν , γλαυκῶπιν , ὑψηλήν , αἰγίδα ἀνεζωσμένην , κόρυν φέρουσαν ,
5953703 ἐναλιον
τῇ θαλαττίᾳ μυραίνῃ συμπλακησόμενος , καὶ οὐδὲν ὅτι μὴ γένος ἐνάλιον ἐπ ' ἀφροδίτην γίνεται καὶ φιλόγαμον : ἐν ἔαρι
, ὅπερ ἔνιοι λιθόδενδρον ἐκάλεσαν , δοκεῖ μὲν εἶναι φυτὸν ἐνάλιον , στερροποιεῖσθαι δ ' ὅταν ἐκ τοῦ βυθοῦ ἑλκυσθῇ
5952440 ἀφερτον
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν :
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν
5941707 τεφρην
οὔτ ' ἀσκόπῳ οὔτ ' ἀκυλίστῳ Πρωταγόρῃ . ἔθελον δὲ τέφρην συγγράμματα θεῖναι , ὅττι θεοὺς κατέγραψ ' οὔτ '
χαίτην θεράπευε , καὶ σμύρνην λίβανόν τε πυρὸς μαλερὴν ἐπὶ τέφρην βάλλε πανημέριος , Συρίης εὐώδεα καρπόν . ἐμπίνοντι δέ
5939378 νειον
, στόματι φλόγα φυσιόωντε : τοὺς ἐλάω ζεύξας στυφελὴν κατὰ νειὸν Ἄρηος τετράγυον , τὴν αἶψα ταμὼν ἐπὶ τέλσον ἀρότρῳ
' ἦμαρ σὰς ἀρετὰς ἤειδεν , ἀεὶ δ ' ἐλλίσσετο νειὸν ὅππηι σοι δείμειεν ἀριφραδέως καταλέξαι ἔννυχον ὑπνώοντι , διηνεκὲς
5936945 παρηιδα
Αὖλιν , ἔνθ ' ὑπερτείνας πυρᾶς λευκὴν διήμης ' Ἰφιγόνης παρηίδα . κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος ἢ δῶμ '
κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα κλαίουσα ; πότερον ἐννύχοις πεπεισμένη στένεις ὀνείροις ἢ φάτιν
5934933 θἀτερᾳ
. Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον
Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς
5934457 ποτˈνια
ἀπορία τελέθει , τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις
ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ ' αὐτῷ . πότˈνια δ ' ὀξυτάτων βελέων ποικίλαν ἴϋγγα τετˈράκˈναμον Οὐλυμπόθεν ἐν
5934303 ὀρσαι
λίθοιο . εἰ γὰρ ἄτερ κρατεροῦ ἐθέλοις πυρὸς ἐκ φλόγας ὄρσαι , κέκλομαι αὐαλέων μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι : αὐτὰρ
, Ἰνοῦς . Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ σύριγγες οιεσππτξ ! [ ! ]
5931777 δαλον
. Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν ἀπωλείᾳ τὸν δαλὸν ἧψε , καὶ ὁ Μελέαγρος ἐξαίφνης ἀπέθανεν . οἱ
ἅλις ἐλᾳδίῳ διεὶς ἐσπαργάνωσα περιπάσας ὀρίγανον ἐνέκρυψά θ ' ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν . ἀφύαν θ ' ἅμ '
5925906 κονι
γε χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ , ἐν κόνι ἄγχι πυρός , κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷται :
κλισίῃ παυέσκετο , τὸν δὲ δ ' ἔασκεν . ἐν κόνι ἐκτανύσας προπρηνέα : τοῖο δ ' Ἀπόλλων πᾶσαν ἀεικείην
5920167 χλαιναν
, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω , ] χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν , ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι . τοιῶνδ
τῶν μικρῶν καταφρονεῖν ἐν τῷ ἀμφισβητεῖν . Ἐν θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβεις : ἐπὶ τῶν μὴ καθ ' ὥραν τοῖς
5919388 στερνοισιν
φέροντο . Κατεκλάσθη δ ' ἄρ ' Ἀχαιῶν θυμὸς ἐνὶ στέρνοισιν , ἐπεὶ νέας ἄλλοτε μέν που ὑψηλὸν φέρε κῦμα
ἥ μιν ἐδάμνα . Εἰ γάρ μοι κέαρ ἔνδον ἐνὶ στέρνοισιν ἐώλπει κεῖνον ἀλαστήσειν καθ ' ἑὸν νόον , οὔτ
5918878 παμφαες
, πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς
τ ' ἀνθεμουργοῦ ] τῆς ἐξ ἀνθέων ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς
5915158 ὑπερβολικην
ἐστιν . εἰ γάρ τινα ἴδωμεν ἀκρατευόμενον δι ' ἐπιθυμίαν ὑπερβολικὴν χρημάτων καὶ κέρδους καὶ ἀφροδισίων , μᾶλλον ὀργιζόμεθα κατ
τὸ κατὰ ἀρετὴν ἐνεργεῖν . λοιπὸν οὐ δεῖ τὸν εὐδαίμονα ὑπερβολικὴν εὐτυχίαν ζητεῖν , καὶ ἴσως οὐ δίκαιόν ἐστιν τὴν
5913046 ὠτειλην
γὰρ τὰ μέχριϲ ὀϲτέων ὀνίνηϲι ἰήματα . ἢν δὲ ἐϲ ὠτειλὴν ἥκῃ τὰ τρώματα , τὰϲ ἀρτηρίαϲ ἐκτάμνειν . διπλαῖ
ἕλκος τὸ δι ' ἐπιρροὴν πολλῶν ἢ δριμέων κωλυόμενον εἰς ὠτειλὴν ἰέναι διὰ τὸ καθυγραίνεσθαί τε καὶ προσαναβιβρώσκεσθαι ὑπὸ τοῦ
5911334 ἀνοιξον
ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας τὸ ὀστοῦν , καὶ ἠρέμα ἄνοιξον , καὶ τὴν εὑρισκομένην ἔνδοθεν τοῦ ὀστέου ἀμυγδάλην λαβών
! ! ! ! ] ἐκείνηϲ : ου ! [ ἄνοιξον , εἴ τι καὶ φυλάττει χρήϲιμον ? [ ἵν
5909490 Παφιην
μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν ἤδη . φθονερὴν ἔχεις δὲ τέχνην , ὅτι
, Παφίης μελῶν , Ἀθήνη , ἐρατοὺς χοροὺς μετέρχου . Παφίην μόνην Ἀθήνης κρατέειν ῥόδον διδάσκει . Δότε μοι ῥόδον

Back