εἴη καὶ ἥμερος : ἀλλ ' ὅταν ἐκεῖνο τὸ ὄμμα γαλήνην ἔχῃ , Ὧι λαοί τ ' ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα
, καὶ ἡμέρας διὰ τὴν ἐν ταῖς νήσοις ἡσυχίαν καὶ γαλήνην ἀφικόμεναι κοιμῶνται , καὶ τοῦτο ποιοῦσι πρὸς τὸν ἥλιον
7406444 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
7139655 χερσον
ἐχόμενα , τὰ δὲ καὶ ὑπὸ χειμώνων σκληρῶν ἐς τὴν χέρσον ἐξωθέεσθαι , καὶ οὕτω δὴ καὐτὰ σηπόμενα ἀπόλλυσθαί τε
. ὅταν οὖν τὰ ἀεροπόρα αἰθεροβατεῖν ὀφείλοντα καταβαίνῃ , πρὸς χέρσον ἀφικνούμενα τῷ κατὰ φύσιν ἀδυνατεῖ χρῆσθαι βίῳ . τοὐναντίον
7100566 βαθειαν
ὀστοῦν . συμβάλλει δὲ ἐπικεκαμμένῃ μετρίως τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ εἰς βαθεῖαν κοτύλην τοῦ ἰσχίου καὶ νεύρῳ ἀπήρτηται ἐκφυομένῳ ἐκ μέσης
: Ἀριστομένης δὲ ἔχων τοὺς λογάδας τὴν μὲν ἔξοδον περὶ βαθεῖαν ἐποιήσατο ἑσπέραν , ἔφθη δὲ ὑπὸ τάχους τὴν ἐς
7094160 κλυδων
περὶ γλαύκου τοῦ ἰχθύος ἐπιφέρει : αἱ ξανθοχρῶτες , ἃς κλύδων Αἰξωνικὸς πασῶν ἀρίστας ἐντόπους παιδεύεται : αἷς καὶ θεὰν
δ ' οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς κλύδων ' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον . Ἤλαυνε δ '
7018695 εὐδιαν
Φίλτατοι δ ' εἰσὶν οἱ ἐρῳδιοὶ τοῖς ἀνθρώποις καὶ προσημαίνουσιν εὐδίαν τε καὶ χειμῶνα , μάλιστα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος
. . . . . ἐνάλιος θεωρία , χραίνοντες οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός . ἀπομνημονεύσω δέ σοι ἃ περὶ ἑκάστου ἔλεξαν
6872006 σκοτεινην
πυλωροῦ . Ἄλλα τε οὖν προσυνέθεντο καὶ νύκτα ἀσέληνον καὶ σκοτεινήν , ἐν ᾗ ἔδει τὸν μὲν ἀνοῖξαι , τὸν
. μελάγκροκον ] τὴν διάγουσαν τοὺς νεκρούς . μελάγκροκον ] σκοτεινήν . μελάγκροκον ] μέλαιναν . μελάγκροκον ] τὴν μέλανα
6803874 κυμα
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ
6761685 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
6670137 ἀγριαις
βάρος μ ' ἔχων ἔπαισεν , ἐν δ ' ἔσεισεν ἀγρίαις ὁδοῖς , οἴμοι , λεωπάτητον ἀντρέπων χαράν . Φεῦ
ἐντολαῖς πορευόμενοι τοῦ διαβόλου , ταῖς δυσκόλοις καὶ πικραῖς καὶ ἀγρίαις καὶ ἀσελγέσι , καὶ μὴ φοβήθητε τὸν διάβολον ,
6669983 κυματων
τὸ βρέμειν κυρίως ἐπὶ πυρὸς λέγεται καὶ ἀνέμων καὶ ἐπὶ κυμάτων : τροπικῶς δὲ καὶ ὁ ἀλαζὼν βαρὺ βρέμειν λέγεται
ἐν πρύμνᾳ πατέρ ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα , καὶ ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου
6628713 οὐριῳ
τῷ Θερσάνδρῳ λόγος πρὸς ἡμᾶς ἦν , νεὼς ἐπιβάντες καὶ οὐρίῳ χρησάμενοι πνεύματι κατήραμεν εἰς τὸ Βυζάντιον , κἀκεῖ τοὺς
ἤκουον : πέπλον μὲν ἀνῆφθαι τῆς νεὼς ἡδίω γραφῆς ξὺν οὐρίῳ τῷ κόλπῳ , δραμεῖν δὲ τὴν ναῦν οὐχ ὑποζυγίων
6628492 κοιτον
ἐστὶ νόσος ἢ θάνατος ἐπεγίνωσκον , ἀλλ ' ὡς ἐπὶ κοῖτον ἐπὶ τὴν γῆν πίπτοντες ἀπέψυχον οὐκ εἰδότες ὃ πάσχουσι
, ἀλλ ' οὐκ εὔχαρι ὄν . χειμῶνος οὖν τὸν κοῖτον ἐν τοῖς προσηλίοις τίθεται : δῆλα γὰρ δὴ ὅτι
6622132 κλυδωνα
δὲ τοῖς θείοις ὅροις ἐμμένοντες τὸν τῆς ἀλογίας ἂν ἀποφύγοιμεν κλύδωνα . ἀπὸ ταύτης γὰρ δεῖ καθήρασθαι τὴν λογικὴν ἡμῶν
μηδέποτε εἴκειν τὸν ὄγκον μηδὲ κοιλαίνεσθαι μηδὲ ἦχον τυμπανώδη ἢ κλύδωνα γίνεσθαι κατὰ τὸν τῆς χειρὸς ῥαπισμόν , ὥσπερ ἐπὶ
6610137 ἀχλυος
καὶ αἰγιαλὸν πολλάκις ἐξενεχθῆναι πλείστης αὐτῷ κατὰ τῶν ὀμμάτων ἐσκεδασμένης ἀχλύος . Ἔχονται δὴ προσευξάμενοι τότε τῆς θήρας ὡς οἱ
μὲν ἐπάλληλα πυκνώματα τῶν νεφῶν ἐκμελαίνεται , καὶ μετὰ θολερᾶς ἀχλύος κατηφὴς ἅπας ὁ οὐρανὸς ἀμαυροῦται , τοῦ δὲ ἀέρος
6595846 ἀρουραν
, τουτέστιν ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς ἀξιῶν . Ὀρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν : προείρηται , ὅτι αὐτὸς μὲν Θηβαῖος , ὁ
ὁ ἔρως ξυναγαγόντες οἷον ἀπὸ δένδρων καρπὸν καταδρέψαντες ὡς εἰς ἄρουραν τὴν μήτραν ἀόρατα ὑπὸ σμικρότητος καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα κατασπείραντες
6593224 ἀνεμῳ
Εἰδόμενος : ὁμοιούμενος . πρηστῆρι : ἀνέμῳ , κεραυνῷ , ἀνέμῳ φυσητῆρι : πρηστὴρ ἀπὸ τοῦ πρήθω τὸ καίω .
Βαλίαν , τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην , τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη βοσκομένη λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο . ἐν
6592489 αὐραν
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται
6578353 κυματος
ταθείς : ἄχναν δ ' ὕπερθε τεᾶν κομᾶν βαθεῖαν παριόντος κύματος οὐκ ἀλέγεις , οὐδ ' ἀνέμου φθόγγον , πορφυρέαι
δ ' ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς πνέων ἐσᾴξειν , ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς , τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον
6550879 ἀνεμος
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ
6547605 γαληνης
: καί σοι τοῦ κράτους ὁ χρόνος φαιδρὸν μειδιῶν καὶ γαλήνης ἀνάπλεως . Ἀμέλει καὶ αὐτὸς τὰ θηρευτικὰ ταῦτα προσᾴδω
ἄτας : βοηθὸς παυστικός . ἡ γὰρ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς γαλήνης τῆς γινομένης μετὰ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης : ἄλλως
6530102 ζαλην
καὶ εἰς δάκρυα ἐμβάλλομαι διηγουμένη τὴν ἐκ θεῶν ἐπελθοῦσάν μοι ζάλην καὶ τὸν κλύδωνα τῶν συμφορῶν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν τῆς
. κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην . νεφέλαν ] θλῖψιν . νεφέλαν ] τὴν τῆς
6488942 ἱλαραν
Τῇ δὲ τρίτῃ ὁράσει εἶδες αὐτὴν νεωτέραν καὶ καλὴν καὶ ἱλαρὰν καὶ καλὴν τὴν μορφὴν αὐτῆς : ὡς ἐὰν γάρ
εἰσιόντ ' εἰς οἰκίαν οὐκ ἀσφαλῆ τὴν κτῆσιν οὐδ ' ἱλαρὰν ἔχει . τὸ γαμεῖν , ἐάν τις τὴν ἀλήθειαν
6475628 ποντιον
. οὐδὲ γὰρ γεωργίᾳ προσέχουσιν ἀναταράσσοντες τὴν γῆν : οὐδὲ πόντιον ὕδωρ : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ταράσσοντες : ἀντὶ τοῦ
δὲ τοῦ φλοιοῦ φοινικοῦν . Ὁ δὲ φοῖνίξ ἐστι μὲν πόντιον βραχυστέλεχες δὲ σφόδρα , καὶ σχεδὸν εὐθεῖαι αἱ ἐκφύσεις
6459032 κυμασι
: σὲ δὲ καὶ Νηρηΐδων ἁλιπορφύρων χοροὶ ἄκροις ἐπισκιρτῶντες τοῖς κύμασι κύκλῳ περὶ πᾶσαν χορεύουσι : σὸς ἐραστὴς οὐ ποταμός
: συστροφαῖς . παλιῤῥοίαις : ταῖς ὑποστροφαῖς τῶν κυμάτων , κύμασι , ταῖς εἰς τοὐπίσω ῥεύσεσιν , ἢ ταῖς ἀναστροφαῖς
6448905 αὐραις
ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω
αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ
6437202 κυματα
αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς
εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ
6432307 ῥοθιοισι
ῥεύμασιν . . ἀκριτόφυρτος ] ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ
, παῖδες δ ' ἐπ ' ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν ς ' , ἄναξ . ἤδη δὲ
6425790 πνεων
] ] ] ς ἄκαιρα μωμένους ] νικον ? ? πνέων [ ] ! δε [ ! ! ] ]
κατέσχε πρῶτος , ἀπῆλθεν ἀψάλακτος , ἀλλ ' ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί , σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον
6423957 ἀητας
τὸν οἶνον , ἀπορίπτονται μέριμναι πολυφρόντιδές τε βουλαί ἐς ἁλικτύπους ἀήτας . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , λυσιπήμων
ὑπὸ τῷ μεγίστῳ καὶ φιλανθρωποτάτῳ τῶν κυβερνητῶν , ὃς ἡμῖν ἀήτας ἀνεῖχε τὸ μὴ καταδῦναι . μόνοι δὲ ὧν ἴσμεν
6423061 θεουσαν
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος
6413599 μακρην
ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν , ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν : ἐκ δέ οἱ
, βοόωσι δὲ πάντοθεν ἄκραι πόντου ἐρευγομένοιο ποτὶ χθονὸς ᾐόνα μακρήν . Ὣς ἥ γ ' ἑσπομένη Δαναῶν ἐδάιζε φάλαγγας
6381003 κυμασιν
καχλάζον . . . μυδαλέοι : διάβροχοι . ῥοθίοισιν : κύμασιν . ὠρέξαντο : ἐλάβοντο . οἷά τε πολλά :
καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ μαινόμενοι τῷ τύμματι αὐτοῦ ἐν τοῖς κύμασιν ἀτάκτως νήχονται , πολλάκις δὲ καὶ ἐπιπηδῶσι καὶ ταῖς
6380108 οἰστρον
περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα
ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ ,
6370996 ἀλιμενον
Ἐντεῦθέν ἐστιν ἰσθμὸς εἰς τὴν Ἐρυθρὰν κατὰ πόλιν Βερενίκην , ἀλίμενον μὲν τῇ δ ' εὐκαιρίᾳ τοῦ ἰσθμοῦ καταγωγὰς ἐπιτηδείους
αὐτὰ τετείχισται τοῖς ὄρεσι δυσβάτοις οὖσι . δεύτερον δὲ τὸ ἀλίμενον κατὰ τὸ πλεῖστον καὶ τὸ τοὺς ὄντας λιμένας μεγάλους
6358696 ἀφρῳ
ὀργὴ περιϋλακτοῦσα τὴν καρδίαν ἐπικλύζει τὸν λογισμὸν τῷ τῆς μανίας ἀφρῷ . λόγος δὲ τούτων ἁπάντων πατήρ , καὶ ἔοικεν
φησὶν ἀντὶ τοῦ μαθεῖν ἐποίησαν . πολιαινομένας : ἀφριζομένης τῷ ἀφρῷ τῆς κωπηλασίας . λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις .
6342668 κορυσσεται
ῥιπίζεται , καὶ γαληνὸς ἢν τύχηι πως , πνεῦμα βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν
προτέροισι κυλίνδει ἲς ἀνέμου , τὰ δέ τ ' ἄλλα κορύσσεται αὖτις ἐπ ' ἄλλοις : τόσς ' αἰεὶ μετόπισθε
6339655 ἐτιναξε
ὑπερπτάμενον νεφέων σχεδόν , ἀλλὰ καὶ ἔμπης λαίφεα πάντ ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσιν : οὐ γὰρ ὅγ ' αἰθερίοιο φυὴν
. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει γῆν δ ' ἐτίναξε : οὐκ εὖ : ταύτην γὰρ ἐπισείων ἀνέμους ποιεῖ
6324622 σκεπας
βυθός ἐστι θαλάσσης . ἔνθα τε νῆας ἦγον , ὀιόμενοι σκέπας εἶναι αὐτοφυοῦς ὅρμοιο , κακῷ δ ' ἐνέκυρσαν ἑτοίμῳ
δὲ θυμὸν ἔχουσιν ἀμήχανον ἀδρανέοντες , ὄφρα περὶ μελέεσσι νέον σκέπας ἀμφιπαγείη . ὡς δέ τις ἰητὴρ νουσαχθέα φῶτα κομίζων
6320628 καματον
, τὸν μετὰ πολλοῦ καμάτου γεγενημένον , ἢ τὸν πολὺν κάματον παρέχοντα . πόνος τὸ ἐνέργημα . πολύαινε Ἀρίσταρχος πολλοῦ
, οἱ δ ' ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ ' ἀμῶνται : ὣς δ '
6305957 αὐρας
τιθέασιν ἐπὶ τοῦ ταχέως καὶ τάχα . οὐκ ἀπὸ τῆς αὔρας , ἀλλὰ κατά τινα βαρβαρικὴν λέξιν : τάχα δὲ
ναύταις : οἰστρομανὲς παλεομίσημ ' ἄπιστόν τ ' ἀγκάλισμα κλυσιδρομάδος αὔρας . φάτ ' ἄσθματι στρευγόμενος , βλοσυρὰν δ '
6281808 ὀλοην
ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης , ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ . Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες
. ἀλλ ' ἔμπης μετὰ φῦλον ἐφημερίων ἀλεγεινῶν θηρσὶ Θυεστείην ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν
6276006 ῥοθιον
κρότου , ἐκ τούτου Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπῆγε μὲν τὸ ῥόθιον καθ ' ἅπερ ἐκώλυον , καὶ ἅμα ταῖς σάλπιγξιν
πολεμίων κοπίδα διηρμένος , ὥστε τοὺς Μάχλυας μηδὲ ὑποστῆναι τὸ ῥόθιον τοῦ θυμοῦ , ἀλλὰ διαιρεθέντες ἔδωκαν αὐτῷ διεξελθεῖν .
6271987 λιπαραν
εἶπον , πυκνοὶ ἐμπησσέσθωσαν ἧλοι πλατυκέφαλοι , οἳ γῆν καθέξουσι λιπαρὰν μεμαλαγμένην μὴ ἔλαττον δακτύλων δ τὸ πάχος ἐπικεχρισμένην ταῖς
ὀμβροφόροι “ ὅμοιον τῷ αʹ : τὸ βʹ ” ἔλθωμεν λιπαρὰν “ ὅμοιον τῷ βʹ : τὸ γʹ ” χθόνα
6266166 χειματος
ἀρηρομένῃ δ ' ἐνὶ γαίῃ καὶ θέρεος βαρύθουσι πόδες καὶ χείματος ὥρῃ ἄχρις ἐπισφυρίων ὀλοὴν κρηπῖδα φέρουσιν . Ἤν ποτ
! ! ! ! ] ν ! ἐλπὶς ὡρίου ] χείματος [ ] [ ! ! ! ! ] ερ
6254538 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
6252422 χειμεριην
πολύθηρον . τὴν δὲ πρόσω ἔτι ἐπ ' ἄρκτον ἰόντων χειμερίην τε καὶ νιφετώδεα * * * , ὥστε πρέσβεις
κρυμώδεας ὄχθας τέμνοις κρυστάλλου καθαρὸν λίθον , οἷά τε πάχνην χειμερίην : δήεις δὲ καὶ ὑδατόεσσαν ἴασπιν . Ἶρις δ
6243926 ἀστονον
τούτου πρὸς τὸν Ἅιδην χωρεῖ : ἣν ναῦν θεωρίδα καλεῖ ἄστονον , ἤτοι κακοστένακτον , ἢ ἄστολον καὶ κακῶς ἐσταλμένον
] διέρχεται . θ ἀμείβεται ] + διαβιβάζει . τὰν ἄστονον ] τὴν πολύστονον . ναύστολον θεωρίδα : τὴν τοῦ
6231591 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
6214237 χθονα
ἐν ταῖς Βάκχαις ὁ Διόνυσος ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα : οὔποτ ' ἐκ φρενῶν : τὸ ἑξῆς :
ὁρκωμοτεῖν . ὁ δ ' ὅρκος ἔσται μήποτ ' Ἀργείους χθόνα ἐς τήνδ ' ἐποίσειν πολέμιον παντευχίαν ἄλλων τ '
6211795 Παφιην
μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν ἤδη . φθονερὴν ἔχεις δὲ τέχνην , ὅτι
, Παφίης μελῶν , Ἀθήνη , ἐρατοὺς χοροὺς μετέρχου . Παφίην μόνην Ἀθήνης κρατέειν ῥόδον διδάσκει . Δότε μοι ῥόδον
6210588 κομιζει
, λανθάνει ἀφικόμενος παρὰ Παρμενίωνα : καὶ γράμματα μὲν οὐ κομίζει παρὰ Ἀλεξάνδρου : οὐ γὰρ ἔδοξε γράφειν ὑπὲρ οὐδενὸς
αὐτῷ καὶ ἔδει τῆς τοῦ κρινοῦντος εὐνοίας . οὗτός μοι κομίζει γράμματα σά τε καὶ οὐ σά . τῆς μὲν
6199689 λαβρον
ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν . κῶμον : πόλεμον , ἐρωτικὴν
Μούσας , προσεχέτω τῷ Πρόκλῳ . οὐδὲν γὰρ ἡμεῖς τοιοῦτο λαβρὸν οὐδὲ σοφὸν ἐπιστάμεθα , ἀλλὰ σαφές τε καὶ σύντομον
6193274 πετρας
δὲ φεύγουσα ἐς θάλασσαν αὑτὴν καὶ τὸν παῖδα ἀπὸ τῆς πέτρας τῆς Μολουρίδος ἀφίησιν , ἐξενεχθέντος δὲ ἐς τὸν Κορινθίων
Ἀσίαν . πανταχοῦ δὲ τὰ μὲν ὄρη καὶ τὰς ἀπορρῶγας πέτρας διακόπτουσα κατεσκεύασεν ὁδοὺς πολυτελεῖς , ἐν δὲ τοῖς πεδίοις
6183830 βρεχει
εἰ δὲ ἀπορία εἴη , ὡς Ἀριστοτέλης λέγει , ἑαυτὴν βρέχει , καὶ ἐς κόνιν ἐμπεσοῦσα φύρει τὰ πτερά ,
] εἰπέ , ἀπόδειξαι . , ἀπόδειξον . ὕει ] βρέχει . . . δήπου ] περισσόν , ὁμολογουμένως .
6176100 ὀμβρον
παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην . ἣ
ὡς δ ' οὔ μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα
6158045 γαληνη
ἐρατεινήν : Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν , ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο ,
στησόμεθα : δώσω δὲ ἐγὼ τοῦ χοροῦ τὸ σύνθημα . γαλήνη μὲν ἔχει τοὺς ἀρχομένους ἅπαντας , καθάπερ ἐκ τρικυμίας
6156382 χαλαζαν
τοῖς πρὸς βορρᾶν ἐστραμμένοις μέρεσι τῆς Ἰνδικῆς ὡρισμένοις καιροῖς καὶ χάλαζαν ἄπιστον τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος καταράττειν , καὶ
ὀλιγάκις καὶ ὅταν ἧττον ᾖ ψῦχος . εἶναι δὲ τὴν χάλαζαν τοῦ καταφερομένου πῆξιν ἐκ τῶν νεφῶν ὕδατος . ἐκ
6151169 ἑλισσων
ἔστιν Ἑλένης πρόσπολ ' εἰπεῖν Ἴλιον Ἴλιον : ταυρόκρανος ἀγκάλαις ἑλίσσων κυκλοῖ χθόνα : τοῦτο ἔξωθεν ὁ ποιητὴς πρὸς ἀναπλήρωσιν
φησίν , ὦ Πόσειδον Ἐλέλιχθον , ἤγουν ὁ τὴν γῆν ἑλίσσων καὶ κινῶν , προσέρχεται καὶ ἀποδεκτὸς καὶ ἀρεστός ἐστι
6138757 στελλεται
ἵλεως δύναμις αὐτοῦ . τοῦτον τὸν τρόπον ὁ ἀρχιερεὺς διακοσμηθεὶς στέλλεται πρὸς τὰς ἱερουργίας , ἵν ' , ὅταν εἰσίῃ
καὶ τὴν χώραν , εἰς ἣν ἐκ προσώπου γενόμενος θεοῦ στέλλεται : ἔστι δὲ ἣ καλεῖται σάλος , δηλοῦντος τοῦ
6135464 συριζων
: οὐδὲ ὁ Πὰν ἠμέλητο : ἐκαθέζετο δὲ καὶ αὐτὸς συρίζων ἐπὶ πέτρας , ὅμοιος ἐνδιδόντι κοινὸν μέλος καὶ τοῖς
καταπληκτικαῖς γνάθοις . συρίζων ] ἐκπνέων . εἰκότως εἶπε τὸ συρίζων , ἐπειδὴ ὀφέων κεφαλὰς εἶχε , τούτων δέ ἐστι
6134349 κτυπον
λέβητα , καὶ τὸ λείψανον τοῦ πόματος ἐνέβαλλον , καὶ κτύπον μέγαν ἀπετέλουν ἐν τούτῳ . πότων : ἀντὶ τοῦ
λεγομένων Νέστορός ἐστι , καθὸ καὶ τὸ Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄϊε φωνῆς . . ὅ με προἕηκε πυθέσθαι ὅν
6133972 χελιδονα
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς
6129500 αἰγλην
εἶχε τὸ σῶμα , πυρὸς δ ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλην . οὐκ ἠστόχει δὲ οὔτε τοξεύων οὔτε ἀκοντίζων .
δὲ πολύσκιον ἄλσος Ἄρηος . ὡς δὲ σεληναίης διχομήνιδα παρθένος αἴγλην ὑψόθεν † ἀνέχουσαν ὑπωρόφιον θαλάμοιο λεπταλέῳ ἑανῷ ὑποΐσχεται ,
6127260 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
6121526 ῥοιζῳ
τούτων δυστυχοῦντας . θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν , ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ῥύμης
νεῦρα βόεια λᾶα βάλῃ κατέναντα , διασκεδάσῃ δ ' ὑπὸ ῥοίζῳ ἠέρι πεπταμένας δολιχὰς στίχας , αἳ δὲ φέβονται ,
6119988 ζεφυρου
: ἐξ οὗ μυθολογεῖται πάντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους κυΐσκεσθαι χωρὶς ζεφύρου καὶ βορέου : θεογενεῖς γὰρ οὗτοι . εἶτα Προμηθεὺς
ὁπόσαι ὑπὸ ἡλίῳ εἰσί , καὶ τὸ πέλαγος οἰκειοῦται , ζεφύρου τε πηγὰς ἔχει , ἀλλ ' ἀνδράσιν ἐστεφανῶσθαι αὐτὴν
6118211 θαλλοντα
τοῖς αὐτοῖς δένδρα τε ἀναδραμόντα καὶ ὑπὸ τοῖς δένδρεσι λήια θάλλοντα , μᾶλλον δὲ καὶ μεμερισμένως ταῦτα δείκνυσι καὶ κατὰ
πεφύκει , κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ ' ἀδίαντον καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις . ὕδατι δ ' ἐν
6114015 ἀστιβη
οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων , ἀλλ ' ὁ Χάρων . ἀστιβῆ ] ἀδιόδευτον . ἀστιβῆ ] ἀπόρευτον . θ ἀστιβῆ
θεωρίδα τὴν τοὺς νεκροὺς διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην , τὴν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι , εἰς ἣν οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων ἀλλ
6112943 προσβαλλει
αὐτοὺς εἰς τέλος , ὅτι πᾶν πνεῦμα πονηρὸν εἰς αὐτὸν προσβάλλει . Καὶ μετὰ ταῦτα ὥσπερ ἔξυπνος γενόμενος εὐλόγησα τὸν
δ ' ἄλλο γε ἢ οἱ κωμάζοντες ; ἢ οὐ προσβάλλει σε κρόταλα καὶ θροῦς ἔναυλος καὶ ᾠδὴ ἄτακτος ;
6112918 χαλκηλατῳ
φηγότευκτον , ὡς λυκοψίαν κόρη κνεφαίαν , ἄγχι παμφαλώμενος , χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη . Πολλοὶ δ ' ἀγῶνες καὶ φόνοι
ἐνώμα καὶ ἐκίνει καὶ ἔφερε προσμεμηχανημένην καὶ κατεσκευασμένην ἐν σάκει χαλκηλάτῳ γόμφοις , ἤτοι διαπεπερονημένῳ τοῖς ἥλοις τῷ τοῦ σώματος
6106979 βυθον
ἀγκυρῶν διεσάλευεν : ἀσθενέστερον δὲ ἔχων τὸ κῦμα διὰ τὸν βυθόν , εἰρεσίᾳ ὅμως καὶ πρὸς τόδε ἐνίστατο καρτερᾷ μὴ
οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς κάτω γῆς . ὅταν
6101892 ῥιπαις
ἔτι σοι φίλος , ἀλλ ' ἅμα πάντα ἐχθρὰ Τύχης ῥιπαῖς συμμεταβαλλόμενα . Οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι Φύσις χαλεπώτερον εὗρεν ἀνθρώπου
Ἄρεος εἰκών . δένδρον δ ' ὡς ἕστηκε σιδηρείαις ὑπὸ ῥιπαῖς κοὐκ ἐθέλει πεσέειν , τάχα δ ' ἔρχεται ἔνδοθι
6092486 λαβρος
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά .
6088201 χειμεριον
δυσφεγγές , ἀνήλιον , ἄκρατον , ἄνισον ταῖς ὥραις , χειμέριον δυσχείμερον , κρυῶδες κρυμῶδες , παγετῶδες , κάτομβρον ,
ὁδὸν ψαμμώδη καὶ ἄνυδρον : εἰ γάρ τι καὶ νᾶμα χειμέριον ἦν , ἐξήραντο ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ ἡλίου ,
6080825 αὐγην
τῷ στιβαδίῳ δεῖσαι , δόξαντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Μαρίου πυρὸς αὐγὴν καὶ φλόγα ἀφιέναι : ὡς δὲ καὶ ὁ Μάριος
χρὴ τοίνυν κατακλίναντας τὸν κάμνοντα καὶ σχηματίσαντας , ὅπως πρὸς αὐγὴν ᾖ τὸ χειριζόμενον μέρος , διδόναι διαίρεσιν εὐθεῖαν ἐν
6080639 εὐρειας
. μῆκός τε σώματος εἴληχε πόδα , πλάτος δὲ ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν :
ἡ Ἄρτεμις καὶ ὁ Ἀπόλλων Πτῶος ἐκλήθη . λευρᾶς λίαν εὐρείας . ἀλλὰ κἂν τὰς λέξεις ἄνωθεν τῶν στίχων γράφε
6077766 χὐπο
δ ' ἔκυρσα δαίμονος , πρὶν ἐς πόλιν μολεῖν Ἀθηνῶν χὐπὸ μητρυιὰν πεσεῖν . ἐν συμμάχοις γὰρ ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς
: ἀλλ ' ὁ μυρίος χρόνος τὰ πάντ ' ἀμαυροῖ χὐπὸ χεῖρα λαμβάνει ὦ καλλιφεγγῆ λαμπάδ ' εἱλίσσων φλογός Ἥλιε
6076122 πεσουσα
διατρίβοντες νοσοῦσι τὸν πλεῖστον χρόνον , οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ πεσοῦσα ἐν τῇ ὕλῃ τὸν πλεῖστον χρόνον τὴν ἀπάτην νοσεῖ
τύχην : συνεζεύχθην : τὸ ἑξῆς : εἰς δούλειον ἦμαρ πεσοῦσα ἀναξίως : χρὴ δ ' οὔποτ ' εἰπεῖν :
6075008 ζειδωρον
δ ' ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη , κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν . ὀχθήσας δ ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν
αὐτὴν θεασάμενος , καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἐπιφωνήσεις “ κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν ” , “ χαίρων ᾗ γαίῃ πατρῴῃ ”
6072383 πνοιαις
, κυκλόθεν ἀδοκήτοις ἐρρίπιζον [ ] ἀῆται ? ? ? πνοιαῖς ? ? ? , οἱ μὲν ψιλοὺς πνεύματος [
ἀκάθαρτον : καὶ γὰρ ὑφάλοις χοιράσι καὶ ῥαχίαις ἐκτετράχυνται καὶ πνοιαῖς καταιγιζούσαις τὸ πλέον . ἐνταῦθα δὲ ἱδρῦσθαι Βερενίκην πόλιν
6068728 αὐλακας
ἀπεφύσων . Ὀρθὰς δ ' αὔλακας ] * Τὸ ὀρθὰς αὔλακας πρὸς τὸ ἤλαυνε συναπτέον , τὸ δὲ ἐντανύσας διὰ
. Πνέον ] Ἔπεμπον , ἀπεφύσων . Ὀρθὰς δ ' αὔλακας ] * Τὸ ὀρθὰς αὔλακας πρὸς τὸ ἤλαυνε συναπτέον
6067368 ἐκπνεων
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν ,
6067360 σκοτιαν
λεύσσειν πτώματα νεκρῶν τρισσῶν ἤδη τάδε πρὸς μελάθροις κοινῶι θανάτωι σκοτίαν αἰῶνα λαχόντων . οὐ προκαλυπτομένα βοτρυώδεος ἁβρὰ παρῆιδος οὐδ
αἰθέρ ' ἵκανεν . ” ὅτε δὲ θηλυκῶς , τὴν σκοτίαν σημαίνει : “ ἀὴρ γὰρ παρὰ νηυσὶ βαθείη ,
6064808 ἀνηλιον
. Πρῶτον μὲν γὰρ οὐ καθάπερ παρ ' ἡμῖν φῶς ἀνήλιον ἕωθεν ὁρῶμεν ἐπὶ χρόνον οὐκ ὀλίγον , εἶτα τὴν
πάθος , οἷον ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τόπον ἀλαμπῆ καὶ ἀνήλιον : συμβαίνει γὰρ μηδὲν ὁρᾶν διὰ τὴν ὑποῦσαν κίνησιν
6057636 πευκας
ἴσην Ῥόδῳ , ἣν Πεύκην λέγεσθαι διὰ τὸ πολλὰς ἔχειν πεύκας . ἀμφὶ δὲ δοιαί : περὶ τὸν περὶ τὴν
καὶ σύνεσιν ἔχοντας ἀνδρῶν . τῶν δὲ Κενταύρων οἱ μὲν πεύκας αὐτορρίζους ἔχοντες ἐπῇσαν , οἱ δὲ πέτρας μεγάλας ,
6056985 ἐπικλυσασα
δεκάτην . ὡς δὲ ὑπὸ ἀπληστίας ἐξέλιπον τὴν φοράν , ἐπικλύσασα ἡ θάλασσα ἀφανῆ τὰ μέταλλά σφισιν ἐποίησεν . ἀνέθεσαν
τὴν φορὰν τὴν τῆς ἀπαρχῆς ἐξέλιπον , θάλαττα ἐπιρρεύσασα καὶ ἐπικλύσασα ἠφάνισεν αὐτοῖς τὴν τοῦ πλούτου χορηγίαν , περιῆλθόν τε
6047060 ὠδινα
τηνίκα , λοιγὸν ἄγει γὰρ ἀνάρσιον : εἰ δὲ τύχῃσιν ὠδῖνα ζωοῖσιν ἐπὶ βρεφέεσσι λύεσθαι , ἦ τ ' ἂν
κατ ' ἀρχάς . κρύπτουσα . τοῦ Ἀπόλλωνος . τὴν ὠδῖνα , τὸ σπέρμα . ὁ Αἴπυτος . † *
6045610 ἐμβαλλει
τὸ λοιπὸν τοῦ ταρσοῦ μέρος ἥμισυ τὸ καθ ' ἑαυτὸν ἐμβάλλει . καὶ τοίνυν ὅταν μὲν ὁ πρότερος εἰρημένος ἐνεργῇ
δὲ Χαδισίου εἰς Ἀγκῶνος λιμένα , ἐν ᾧ καὶ Ἶρις ἐμβάλλει , στάδια ρʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ
6043581 μυχατην
δὲ ζωοῖσιν ἀλευομένοισιν ὁμοῖα : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσχαλόων μυχάτην πάλιν ἵεται ἅλμην , πολλὰς δὲ στροφάλιγγας ἑλίσσεται ,
ἐγκλίνουσι καὶ φεύγουσιν . Ἀσχαλόων : ἀμηχανῶν , λυπούμενος . μυχάτην : βαθεῖαν . Ἑλίσσεται : ποιεῖ . Ἑκών :
6042189 ὀρφνης
πόθεν νιν κυρήσω ; τίνι προσεικάσω , ὅστις δι ' ὄρφνης ἦλθ ' ἀδειμάντωι ποδὶ διά τε τάξεων καὶ φυλάκων
ἱπτάμεναι προθέουσιν ὁμόζυγες : ἀρχομένη δὲ πρώτη ἀναθρώσκουσα λιπόσκιος ἐγγύθεν ὄρφνης ἀκροφαὴς δροσόεσσα χαράσσεται ὄρθριος Ὥρη , λείψανα νυκτὸς ἔχουσα
6038104 θηκτον
ἄπεισι τόλμας , ἇι νῦν ἐλπὶς ἐφαίνετ ' , ἢ θηκτὸν ξίφος ἢ λαιμῶν ἐξάψει βροχὸν ἀμφὶ δειράν , πάθεσι
, φίλαι : πότερον ὑφάψω δῶμα νυμφικὸν πυρί , ἢ θηκτὸν ὤσω φάσγανον δι ' ἥπατος , σιγῆι δόμους ἐσβᾶς
6034682 θαλασσας
καὶ νιφετῶν πλῆθος οὐκ ἀγαθῶν , περὶ δὲ ποταμοὺς καὶ θαλάσσας χειμῶνας καὶ στόλων ναυάγια , ἰδίως δὲ θαλάσσαις ἀμπώτεις
εἴασεν : ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν ' αὐτὸς ὁρᾶν ἔνδον θαλάσσας αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις .
6029782 οἰμον
ἄδην ἐπάτησε κοθόρνῳ . Προπρὸ δέ μιν δασπλῆτες ὀφειλομένην ἄγον οἶμον γήλοφον εἰς ἀργῆτα θυγατριδέαι Φόρκυνος Εὐμενίδες ναρκίσσου ἐπιστεφέες πλοκαμῖδας
κατ ' ὀρθὸν εὐδρομεῖ , τὸ δ ' ἔργον ἄλλην οἶμον ἐκπορεύεται . ὁ μὴ φρονῶν μέν , πολλὰ δ
6027595 παχνη
: δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν
σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ
6027372 ἀγαλλομενη
τύπον ἀναλάβῃ , ἀλλὰ καὶ κυβερνωμένη ὑπὸ τῶν οὐρανίων καὶ ἀγαλλομένη τοῖς περὶ αὐτὴν ἀγαθοῖς καὶ ἀγλαοφοροῦσα καὶ χρωμάτων εἴδεσι
Λύκιοι Σαρπηδόνα , τόν ποτε μήτηρ ἐς Τροίην μὲν ἔπεμψεν ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ , δουρὶ δὲ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο πεσόντα αἵματι
6025136 σκαφος
δὲ καὶ κυβερνήτης [ οἰακονόμος ] οἰακονομεῖ κατὰ πλοῦν τὸ σκάφος . ἀρετὴ καὶ οἰκίας καὶ πόλιν καὶ χώραν βέλτιον
δὴ σπασάμενοι τὰ ξίφη , τὸν ὄχλον σκεδάσαντες , εἰς σκάφος ἐμβαλόντες ἐπ ' Αἰγίνης ἀνήγοντο . Ἱππίας δὲ ,
6023937 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
6021480 γλυκειαν
[ σὺν ] στεφάνοισιν . Καλεῖ δὲ Μοῦς ' αὐθιγενὴς γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάν , γεραίρους ' ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν
κακοῖς ἐξεταζόμενοι καὶ ἐλπίζοντες τὰ ἀγαθά : ἡδονὴν ἀπόλαυσιν : γλυκεῖαν μὲν , ἀλλὰ βλαβεράν : † ποτὲ μὲν ἐπ
6017713 ἀνοιγει
καὶ τῷ Ζωπύρῳ τὴν πόλιν ἐπιτρέπουσιν . ὁ δὲ νύκτωρ ἀνοίγει τὰς πύλας . καὶ Δαρεῖος κρατήσας Βαβυλῶνος ἐκεῖνο δὴ
ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις ἀφανίσας ἀνοίγει τὸ σκεῦος , καὶ ἔγωγε εἶδον τὸν σαῦρον ἐμβλέποντα
6014570 λαβρῳ
ἐοῦσαν , τῆς δ ' ἄρα θεινομένης ἀνέμῳ καὶ κύματι λάβρῳ χηραμὰ κοιλαίνονται ὑποβρωθέντα θαλάσσῃ : ὣς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος
' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος , πίσυνοι λεπτοδόμοις πείσμασι λαοπόροις τε

Back