καχλάζον . . . μυδαλέοι : διάβροχοι . ῥοθίοισιν : κύμασιν . ὠρέξαντο : ἐλάβοντο . οἷά τε πολλά :
καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ μαινόμενοι τῷ τύμματι αὐτοῦ ἐν τοῖς κύμασιν ἀτάκτως νήχονται , πολλάκις δὲ καὶ ἐπιπηδῶσι καὶ ταῖς
8933887 κυμασι
: σὲ δὲ καὶ Νηρηΐδων ἁλιπορφύρων χοροὶ ἄκροις ἐπισκιρτῶντες τοῖς κύμασι κύκλῳ περὶ πᾶσαν χορεύουσι : σὸς ἐραστὴς οὐ ποταμός
: συστροφαῖς . παλιῤῥοίαις : ταῖς ὑποστροφαῖς τῶν κυμάτων , κύμασι , ταῖς εἰς τοὐπίσω ῥεύσεσιν , ἢ ταῖς ἀναστροφαῖς
8186806 νωτοις
δοκοῦσιν οὐρανῷ συνημμένην . ἐντεῦθεν οὖν Ἕλλησιν ἡ μυθουργία Ἄτλαντα νώτοις εἰσαεὶ πόλον φέρειν . . : πόλον ] Πόλος
. συνέφυσε δ ' ἡ φύσις αὐτὴν τοῖς τῶν γλουτίων νώτοις συνδέσμοις , οὓς οἱ περὶ τὰς ἀνατομὰς δεινοὶ τένοντας
8102659 ἀνεμοις
Ἀγχίαλον πόλιν , ἔχουσαν καὶ λιμένα τοῖς ἀφ ' ἑσπέρας ἀνέμοις , στάδιοι οʹ , μίλια θʹ , γʹ .
: κόμαι δὲ κηρόχρωτος ὡς ἀγάλματος αὐτοῖσι βοστρύχοισιν ἐκπεπλασμένου ξουθοῖσιν ἀνέμοις ἐνετρύφων φορούμεναι : ΑΧΙΛΛΕΥΣ , ΦΟΙΝΙΞ , ΘΕΡΣΙΤΑΣ ,
7971229 στερνοις
ἐπ ' αὐτῇ γενομένη ξόανον ἐκείνης ὅμοιον κατασκευάσασα περιέθετο τοῖς στέρνοις * ὃ λέγουσιν * αἰγίδα καὶ ἐτίμα ἱδρυσαμένη παρὰ
τίπτε δεδάκρυσαι , φίλε Σώκρατες ; ἦ ς ' ἀνακινεῖ στέρνοις ἐνναίων σκηπτὸς πόθος ὄμμασι θραυσθεὶς παιδὸς ἀνικήτου ; τὸν
7900893 ναυταις
τὸ κατακλυσθεῖσαν . Ὄτρυνον θαμὰ ] * Ἤγουν πλεῖστα τοῖς ναύταις παρεκελευόμην φροντίδα τῆς βώλου ποιεῖσθαι καὶ φυλάττειν . Δέον
: καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ
7748102 ποσι
ἦ τ ' ἂν κρυπταδίην εὐήρεα φύξιν ἕλοιτο ὀτρηρὸς θεράπων ποσὶ καρπαλίμοισι πιθήσας . μὴ μὲν ἀταρτηρῇσιν ἐνὶ φρεσὶ μητίσαιτο
χαλκῷ οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν ἀμύμονες οὐδὲ παλαισταί , οὐδὲ ποσὶ κραιπνῶς θέομεν . ἄγρια τῶν παρασίτων φῦλα ἕσπετε νῦν
7716831 θεουσαν
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος
7714715 βουσι
, ἀνταποδοτικαὶ μὲν αἱ τοιαῦται , ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξει πόρτιος ἠὲ βοός , καὶ
ἐπὶ ἡμιόνων κομίζων τὰς ὕλας ἢ ὁ ἀροτὴρ ὁ τοῖς βουσὶ τέμνων καὶ καίνων τὴν γῆν . [ λέγεται ὑποκοριστικῶς
7647053 ἰχνεσι
δ ' οὐχ εὕρισκεν ἐπὶ τὸ σπήλαιον ἀφικνεῖται τοῖς μὲν ἴχνεσι διαρτώμενος , οὐδὲν δὲ ἧττον οἰόμενος δεῖν διερευνήσασθαι τὸν
, οὐδὲ θοοὺς βάπτεν πόδας , ἀλλ ' ὅσον ἄκροις ἴχνεσι τεγγόμενος διερῇ πεφόρητο κελεύθῳ : καὶ δ ' ἄλλω
7623745 ὀμμασιν
τῶν ἀστέρων καὶ ἡλίου καὶ σελήνης τὰ προαπαντῶντα φωτίσματα τοῖς ὄμμασιν ἡμῶν , εἰς στενόν τι καὶ ἀμυδρὸν συνελαύνεται καὶ
τ ' ἔφυν εὐκάρδιος . Οἶμαι γὰρ οὐδ ' ἂν ὄμμασιν μόνην θέαν ἄλλον λαβόντα πλὴν ἐμοῦ τλῆναι τάδε :
7588940 λαιλαπι
] τὸ ἑξῆς οὕτως : πέμψατε πόντονδε , ἔνθα ἀντήσαντες λαίλαπι χειμωνοτύπωι , βροντῆι , στεροπῆι τε , ὀμβροφόροισί τε
ἡ διπλῆ ὅτι ] ἐλλείπει ἡ σύν πρόθεσις , σὺν λαίλαπι . . . . . Μ . ὀρώρει δ
7577721 θαμεεσσι
ἄκρης ὑψηλὴ ψαύουσα πρὸς οὐρανόν . Ἀμφὶ δὲ πάντῃ ἀτραπιτοὶ θαμέεσσι διειργόμεναι σκολόπεσσιν ἀνθρώπων ἀπέρυκον ἐὺν πάτον , οὕνεκα πολλοὶ
, βαθυτάτοις τόποις , λάκκοις . διαῤῥωγάδας : ἐσχισμένας . θαμέεσσι : ἐν , πυκνοῖς . Δουρί : τῇ νηῒ
7574763 θαμνοις
ἡμέρῳ ἀμπέλῳ : δασύτεροι δὲ πάντες καὶ ἐμπλέκονται τοῖς παρακειμένοις θάμνοις ταῖς ἕλιξιν : καρπὸν δ ' ἔχει βοτρυώδη ,
ταύτης ἐπιβάλλειν σε χρῆ , ἀβροτόνου τε δὴ καυλία ἐν θάμνοις ἔτι τυγχανούσης , πρασίου τε ὁμοίως τῆς καὶ μελιφύλλου
7566352 ναμασι
, τὰ ὦτά σου κεκαθαρμένα : καθαρθήσεται δέ , ἐὰν νάμασι σπουδαίων λόγων συνεχῶς ἐπαντλῆται , τὰς ματαίους καὶ πεπατημένας
, . Ν Ναΐδες : πηγαί . νύμφαι παρὰ τοῖς νάμασι διατρίβουσαι . . , . νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις
7558905 ἀηται
ἔρωτες : “ Χαλκιόπη , περί μοι παίδων σέο θυμὸς ἄηται , μή σφε πατὴρ ξείνοισι σὺν ἀνδράσιν αὐτίκ '
αὔτως ὕδρῳ ἐισκόμενος : τὸ δ ' ἀπὸ χροὸς ἐχθρὸν ἄηται οἷον ὅτε πλαδόωντα περὶ σκύλα καὶ δέρε ' ἵππων
7557197 λαοις
λαμπρῷ , τῷ καλῷ γεννήματι , τῷ Γορδιανῷ . Καὶ λαοῖς σύμπασιν : ὧδε ὁ ποιητὴς τὸν ἑαυτοῦ αὐτοκράτορα εὔχεται
νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσε : τούνεκα γὰρ βασιλῆες ἐχέφρονες , οὕνεκα λαοῖς βλαπτομένοις ἀγορῆφι μετάτροπα ἔργα τελεῦσι ῥηιδίως , μαλακοῖσι παραιφάμενοι
7556752 πνεων
] ] ] ς ἄκαιρα μωμένους ] νικον ? ? πνέων [ ] ! δε [ ! ! ] ]
κατέσχε πρῶτος , ἀπῆλθεν ἀψάλακτος , ἀλλ ' ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί , σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον
7556429 ὠμοις
ἄεθλον αὕτως , οὔ τι καμόντι βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ὤμοις , ἀλλ ' ἄρ ' ἀναιμωτὶ προγενέστερον ἄνδρα τίοντες
βορειότεροι ἀεὶ φέρονται τοῦ ἀεὶ φανεροῦ κύκλου οἱ ἐν τοῖς ὤμοις κείμενοι τοῦ Κηφέως λαμπροὶ ἀστέρες ἤ , ὥς τινές
7556091 ποσιν
προσεπέλασαν . σημαίνει καὶ τὸ ἐπληροῦντο . ποδάρκης ὁ τοῖς ποσὶν ἐπαρκούμενος , ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς συμμάχοις ἐπαρκῶν ,
ψεύσματα . ἀναρριχώμενοι , ἀναλαμβόμενοι : πρὸς ὕψος ἀνερχώμενοι : ποσὶν ἢ χερσὶν , ἐπὶ τύχων ἢ δένδρων Ἀριστοφάνης εἰρήνη
7538799 κελευθοις
γὰρ κατὰ τὴν σελήνην ἐμέτρουν τὸν ἐνιαυτόν ἐνιχρίμπτουσα ] προσπελάζουσα κελεύθοις ] ταῖς ὁδοῖς θρόον ] λαλιάν θρόον ] θόρυβον
μελέεσσι καὶ ὄμμασιν ἀδρανέοντα ἐνδυκέως μεθέπων προσπτύσσεται , ἔν τε κελεύθοις χεῖρ ' ὀρέγων καὶ πᾶσιν ἐν ἔργμασιν αὐτὸς ἀμύνων
7532270 ἰχθυσιν
ἰχθύες ἐκ τῶν λεγομένων σελαχείων , καὶ τῶν ἐν τοῖς ἰχθύσιν ἀναστρεφομένων βασιλέων δελφίνων , πρὸς δὲ καὶ τῆς φώκης
τὴν προσηγορίαν ἐντεῦθεν . τοῖς μεγάλοις δ ' οὐκ ἐπιχειροῦσιν ἰχθύσιν , ἀλλ ' ἀπόχρη θήρα καρκινάδος αὐτοῖς ἢ συλλαβεῖν
7529285 λαβρον
ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν . κῶμον : πόλεμον , ἐρωτικὴν
Μούσας , προσεχέτω τῷ Πρόκλῳ . οὐδὲν γὰρ ἡμεῖς τοιοῦτο λαβρὸν οὐδὲ σοφὸν ἐπιστάμεθα , ἀλλὰ σαφές τε καὶ σύντομον
7505173 ψαμαθοισι
δ ' ἰοφόρον τοίαις ἐδαμάσσατο βουλαῖς . πᾶν δέμας ἐν ψαμάθοισι καλύψατο θῆρα δοκεύων , νόσφι μόνης οὐρῆς τε καὶ
αὐτόθι λεῖπεν , ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν
7495890 σαλωι
δ ' ἐπ ' ἀκταῖς , ἄλλοτ ' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος :
ἄτας : ὀρχεῖται δὲ πόλεος [ ] ? ? πέδον σάλωι : [ ] ! ἐμβάλλει ? Ποσειδῶν πόλει ?
7495048 οἰδμα
! ! ! ! ! ! ] ως ? ? οἶδμα ? ? πολυπλάγκτοιο θαλάσσης [ ] [ ! !
νησιάζεται γὰρ , ὡς καὶ ἑξῆς [ ] : Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου :
7477882 πεπλοις
. πᾶσα μὲν ἐσφήκωτο καλυψαμένη [ ] χρόα [ ] πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ
ἄλλην ὀμπνίαν κειμηλίων , σὺν τῷ γεραιῷ πατρὶ πρεσβειώσεται , πέπλοις περισχών , ἦμος αἰχμηταὶ κύνες , τὰ πάντα πάτρας
7468038 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
7462265 ἀνεμοιο
ἀλλήλοις περὶ πρέμνα , τὰ δ ' οὔ ποτε ἲς ἀνέμοιο σφῶν ἀπὸ νόσφι βαλέσθαι ἐπισθένει : ὣς ἄρα τώ
νεφέων ἀνεμοτρεφές , ἡ δέ τε πᾶσα ἄχνῃ ὑπεκρύφθη , ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἱστίῳ ἐμβρέμεται , τρομέουσι δέ τε
7458722 κυμα
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ
7439019 ἑζομενος
ῥ ' ἄμφω συνέεργον ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστόν , ἑζόμενος δ ' ἐπὶ τοῖς φερόμην ὀλοοῖς ' ἀνέμοισιν .
μάλ ' , ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται , αἴ κε θέῃσιν : ἄλλοτε δ
7419092 ῥειθροις
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν .
7403367 βαλλων
γογγύλων πέτρων ὑπόσκιον θήσει χθόν ' : οἷς ἔπειτα σὺ βάλλων διώξῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν Ἀγρεὺς δ ' Ἀπόλλων ὀρθὸν
Χρυσίδι σπένδων γέγραφε τοῖς ὄφεσι πιεῖν διδούς . Καὶ δρόσον βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . Ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει
7402950 γομφοις
τὸ θέαμα . δύο μὲν οἱ μέγιστοι κύκλοι σανίδι καὶ γόμφοις συναπτόμενοι , ὥστε ἕνα τοῖς ἔξωθεν θεωμένοις δοκεῖν εἶναι
. ἐπειδὰν οὖν οὗτος ἐν ἐλύματι πήξῃ τὸν γύην καὶ γόμφοις ἑνώσας αὐτὸν πρὸς τὸν γύην τὸ ἔλυμα ἁρμόσῃ ,
7395078 κνεφας
μέθυ ἡδύ . ἦμος δ ' ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν , οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα .
μετ ' ἠὼ πιόμενον : τοὶ δ ' αἶψα κατὰ κνέφας ὁρμηθέντες ἀγρευτῆρες ἄγουσιν ἐείκοσιν ἀμφιφορῆας οἴνου νηδυμίοιο , τὸν
7394155 ὀλοον
σπαράξομαι κόμαν , οὐκ ἐμῶι ' πιθήσομαι κάραι κτύπημα χειρὸς ὀλοόν ; ὦ πόλις , διπλῶν τέκνων μ ' ἐστέρησε
ἢ τανύει τὸ ἄκρον ἐκτείνει * ἄκρην : οὐράν * ὀλοόν : φθαρτικόν * ἐπώδυνον : ὀδυνηρόν * ἔπλετο :
7392989 ὁδευων
ἀεὶ δεῖ τὰ ὅμοια . ὁ μὲν γὰρ πελαγίζων ἢ ὁδεύων διὰ χώρας πεδιάδος κοιναῖς τισι φαντασίαις ἄγεται , καθ
εἰ μὴ Μάμερκος , ἕτερος Ῥωμαίων στρατηγός , ἐπὶ Σαυνίτας ὁδεύων ἔμαθε τὸ βούλευμα τῶν φυλάκων καὶ ἐπικρύψας τοὺς μὲν
7386934 κλαδοις
: τῆς ὥρας ἤδη τῆς χειμερινῆς ἐπελθούσης , δένδρον τι κλάδοις τε καὶ φύλλοις ἀλλοτρίοις ἐπικαλύψαντες καί τινας μεταξὺ τῶν
: θάνατον γὰρ σημαίνει . στεφανοῦν δὲ θεοὺς ἄνθεσι καὶ κλάδοις τοῖς προσήκουσι καὶ νενομισμένοις ὁσίοις εἶναι ἀγαθὸν πᾶσιν ,
7384267 ποντιον
. οὐδὲ γὰρ γεωργίᾳ προσέχουσιν ἀναταράσσοντες τὴν γῆν : οὐδὲ πόντιον ὕδωρ : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ταράσσοντες : ἀντὶ τοῦ
δὲ τοῦ φλοιοῦ φοινικοῦν . Ὁ δὲ φοῖνίξ ἐστι μὲν πόντιον βραχυστέλεχες δὲ σφόδρα , καὶ σχεδὸν εὐθεῖαι αἱ ἐκφύσεις
7384194 τημος
, τοῖσι δ ' ὁμοῦ βεβαῶσι Κρόνος τετράγωνος ὁρῆται , τῆμος ἐνὶ στέρνοισι χολὴ ζείουσα μέλαινα ἀνθρώποις παρέπλαγξε νόον ,
διὰ τὸ πρὸς μεσημβρίαν ἀνατέλλειν αὐτὸν καὶ ταχέως δύνειν . τῆμος ἀδηκτοτάτη : ἀβρωτάτη , ὅτι τότε σκώληξ οὐκ ἐσθίει
7378682 ὑδασιν
ὁμοιότητας , ὅτι παραπλήσια συμβαίνει τὰ φαντάσματα τοῖς ἐν τοῖς ὕδασιν εἰδώλοις , καθάπερ καὶ πρότερον εἴρηται . ἐκεῖ γὰρ
τάξει ἄγεις : ῥευμάτων : πύργοις συνεχής : ἄφθονος τοῖς ὕδασιν . ὁ δὲ νοῦς : εἴπερ ὅλως ὕδατος ἐπιθυμεῖς
7377974 τιναξας
: κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι τοῦ πόντου :
λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος
7374157 κλυδων
περὶ γλαύκου τοῦ ἰχθύος ἐπιφέρει : αἱ ξανθοχρῶτες , ἃς κλύδων Αἰξωνικὸς πασῶν ἀρίστας ἐντόπους παιδεύεται : αἷς καὶ θεὰν
δ ' οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς κλύδων ' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον . Ἤλαυνε δ '
7366981 κονιῃσι
' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλθεν : ὃ δ ' ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν αἴγειρος ὣς ἥ ῥά τ ' ἐν
μετόπισθε δ ' ἐπισπόμενος κεράιζε . Πολλοὶ δ ' ἐν κονίῃσι καὶ αἵματι θυμὸν ἔλειπον Αἰθιόπων ὑπὸ χερσί , λύθρῳ
7366030 κυκωμενον
] ἄπισχε , μηδὲ τοῦτον ἐμβάληις [ ] ν ἵσταται κυκώμενον [ ] χης ? ? : ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι
καὶ λόχον ἀνδροφόνων φεύγειν ἄπο ληϊστήρων , καὶ πολιὸν Νηρῆα κυκώμενον ἐξυπαλύξαι ἐσθλὴ κουραλίοιο βίη θνητοῖσιν ὀπάσσει . Γλαυκὴν δ
7363908 νεφεων
, ] εἰ μὴ Ἀθήνη λάβρον [ ἐπεβρόντησε ] διὲκ νεφέων καταβᾶσα [ ] : πληξαμένη θέναρι [ ] δ
, θηροτρόφε , ὑγροκέλευθε , μήτηρ μὲν Κύπριδος , μήτηρ νεφέων ἐρεβεννῶν καὶ πάσης πηγῆς νυμφῶν νασμοῖσι βρυούσης : κλῦθί
7363228 μακρην
ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν , ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν : ἐκ δέ οἱ
, βοόωσι δὲ πάντοθεν ἄκραι πόντου ἐρευγομένοιο ποτὶ χθονὸς ᾐόνα μακρήν . Ὣς ἥ γ ' ἑσπομένη Δαναῶν ἐδάιζε φάλαγγας
7362963 ποσσιν
' ἀπίθησε διάκτορος Ἀργεϊφόντης . αὐτίκ ' ἔπειθ ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν
κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο , ὅσς ' Ἀγαμέμνονος ἵπποι ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο . δώσει δ ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα
7361805 κοιλοις
γὰρ καθύγροις καὶ ἰκμάδα ἔχουσι τόποις χαίρουσι . Κάνναβις δὲ κοίλοις τόποις χαίρει , καὶ διαπαντὸς ἐνίκμοις . σπείρεται δὲ
ἄκαρπον ἀλλὰ μόνον ἀνθεῖ , τὸ δ ' ἐν τοῖς κοίλοις τόποις οὐδ ' ἀνθεῖ πλὴν κακῶς . δοκεῖ δ
7354035 πετρῃ
Ἁλιευτικῷ : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ ιγʹ τῶν
τῇ λιθίνῃ ἴγδῃ . κεάσας ἤγουν τρίψας . * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ
7348593 ὑψου
κόμην ὑψοῦ ἔχουσι . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ ὑπέρφρονες , ὑψοῦ τὴν γνώμην αἴροντες . 〛 τοῦτο δὲ διὰ μέσου
τάχιον οἱ Κόλχοι σὺν Ἀψύρτῳ ἔπλευσαν . οἱ δ ' ὑψοῦ νήσοιο : οἱ περὶ τὸν Ἰάσονα ἄνωθεν τῆς νήσου
7336530 δασκιον
ῥινοῖο τέτανται . Ὑστρίγγων δ ' οὔπω τι πέλει κατὰ δάσκιον ὕλην ῥίγιον εἰσιδέειν οὔτ ' ἀργαλεώτερον ἄλλο : τῶν
' ἐρημαίην περιμύρεται ἀμφὶ καλιὴν πολλὰ μάλ ' ἀχνυμένη κατὰ δάσκιον ἄγκος ἀηδών , ἧς ἔτι νήπια τέκνα , πάρος
7325304 ποροιο
καιρός . Πρῶτον : πρώτως . ἐπιψαίρωσι : κινηθῶσιν . πόροιο : τοῦ πόντου . πειρήσονται : δοκιμάσωσι , δοκίμασον
μὲν ἔχηι κατὰ βένθεα χαλκοῦ πορθμοῦ χωσθέντος βροτέωι χροῒ ἠδὲ πόροιο , αἰθὴρ δ ' ἐκτὸς ἔσω λελιημένος ὄμβρον ἐρύκει
7305426 πτερυγεσσιν
τε ζώει τε καὶ ἕρπει , εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν . Ἷξε δ ' ὑπὸ στυφελῶν Κόλχων εὐανθέα χῶρον
Πολλάκι δ ' ἀγριάδες νῆσσαι ἢ εἰναλιδῖναι αἴθυιαι χερσαῖα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ νεφέλη ὄρεος μηκύνεται ἐν κορυφῇσιν . Ἤδη
7303091 ἀνορουσε
θάλασσάν φησιν Ὅμηρος [ γ ] : Ἠέλιος δ ' ἀνόρουσε λιπὼν περικαλλέα λίμνην : κῦμα , οἴδημά τι ὄν
] κἀλέφαις . ὢς εἶπ ' : ὀτραλέως δ ' ἀνόρουσε πάτηρ [ ] ? φίλος : φάμα δ '
7302966 ἐδαινυτο
ἱερῶν τραπεζώσεις τοῦτο εἶχον : ἀπαρξάμενοι γὰρ ἀπ ' αὐτῶν ἐδαίνυτο . χρῆναι δὲ καὶ ἐπὶ τῶν λουτρῶν τὸ αὐτὸ
δὲ πυρὸς γεραρώτερος οἶκος ἰδέσθαι . εἰσελθὼν δὲ καὶ κατακλιθεὶς ἐδαίνυτο μετὰ τῶν φρατόρων : καὶ αὐτὸν ἐτίμων καὶ ἐν
7296032 χειλεσι
οἶνον μὴ παραπόλλυε , μόνου δὲ ἐμβαλοῦσα ὕδατος καὶ τοῖς χείλεσι προσφέρουσα πλήρου φιλημάτων τὸ ἔκπωμα καὶ οὕτως δίδου τοῖς
πεπόνθαμεν , οἷον εἴ τις ἀνδρὸς διψῶντος καὶ προσάγοντος τοῖς χείλεσι φιάλην ψυχροῦ τε καὶ διαφανοῦς ὕδατος γευσαμένου τὸ πρῶτον
7292121 βελεσιν
: τοιούτους ἀγρευτῆρας , ἰοχέαιρα : ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς βέλεσιν . Ἰόντων : πορευομένων . Ἱσταμένοιο : ἀρχομένου .
δουλείαν ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκαθείρξαντες ἔπειτα ἐπάλξεσι καὶ πύργοις καὶ βέλεσιν ἠμύνοντο , ὅπως μὴ εἰσίοι ἔξωθεν παρ ' αὐτούς
7290335 νηχομενοις
κατενεχθείη , ἐπιδεὴς ὁ ποταμὸς ῥείθρων οἰκείων ἔσται , τοῖς νηχομένοις ἐν αὐτῷ ὄλεθρος μέγας πέλει . εἰ δὲ καὶ
σαίνοντες βασιλῆα : κατ ' ἠερόεν δ ' ἁλὸς οἶδμα νηχομένοις εἴδοντο καὶ ἀργύρεοί περ ἐόντες . Ἄλλα δὲ μυρία
7283219 ἀσπετον
ποικίλου * . στόμα παρὰ τὸ τέμνειν τὰ σιτία . ἄσπετον ἀπλήρωτον πολύν . * . . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον
ὑπ ' ἄνθεσι βεβριθυῖα : ὣς τῆμος Νιρῆος ἐπὶ χθονὸς ἄσπετον οὖδας ἐξεχύθη δέμας ἠὺ καὶ ἀγλαΐη ἐρατεινή . Τῷ
7281213 οὐρεσι
συντεθέντος τινὸς ποιήματος : ἦ γάρ σοι δισσοῖσιν ὑπ ' οὔρεσι διττὸς ἐραστὴς ἔφθιτο καὶ νεάτην μοῖραν ἔθηκε φύσιν .
ἑοῖο κακὴν τίνεσκεν ἀμοιβήν ἀμπλακίης . ὁ γὰρ οἶος ἐν οὔρεσι δένδρεα τάμνων δή ποθ ' ἁμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων
7278721 Νοτος
δὲ ὁ Βορέας πνεῦσον ἐν Λυδίᾳ , σὺ δὲ ὁ Νότος ἡσυχίαν ἄγε , ὁ δὲ Ζέφυρος τὸν Ἀδρίαν διακυμαινέτω
λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος ὑγρὸς ἄῃσιν : ἐς Νοτίην δὲ θάλασσαν ἐπειγομένου Βορέαο
7273119 ἱστατο
[ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ στεῦτο ] νῦν ἀντὶ τοῦ ἵστατο ἐπὶ τῶν ποδῶν . κέχρηται δὲ τῇ λέξει ὁ
βαθείῃσιν μεγάλῃσι . δεινὸν δ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος
7270542 βλεφαροις
τῶν παρθένων καὶ παίδων , τουτέστι τοῖς παιδικοῖς , τὸ βλεφάροις ἀκουστέον , ἵν ' ᾖ τὸ τῆς ἑρμηνείας κατάλληλον
. Ἐκ τοῦ Αἰλιανοῦ . Ὅτι ὁ λαγὼς ἐκπεπταμένοις τοῖς βλεφάροις καθεύδει . κατηγορεῖ δὲ αὑτοῦ τὰ ἔτη τρώγλας τινὰς
7266332 Βορεαο
αὖθι λέλειπτο . τάων δ ' αὖ κατόπισθε δύω υἷες Βορέαο φάσγαν ' ἐπισχόμενοι ἐπ ' ἴσῳ θέον , ἐν
: ἴχνια γὰρ νυχίοισιν ἐπηλίνδητ ' ἀνέμοισιν κινυμένης ἀμάθου . Βορέαο μὲν ὡρμήθησαν υἷε δύω πτερύγεσσι πεποιθότε , ποσσὶ δὲ
7261538 βουσιν
ἄνθρωπε , ἐν παντὶ γένει φύεταί τι ἐξαίρετον : ἐν βουσίν , ἐν κυσίν , ἐν μελίσσαις , ἐν ἵπποις
: βοτάνη συνουσιαστική τὰ δὲ σκύρα ὄρεξιν ἀφροδισίων παρέχει ταῖς βουσίν . ὡς οὖν τῶν βουκόλων ἐπεχόντων τὰς βοῦς καὶ
7257047 λαιφος
: καὶ τἄλλα διὰ τὸ πλῆθος ἐῶ : σεσημείωται τὸ λαῖφος καὶ αἶσχος διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενα : γέγονε
ἔτος : θέρος : μέγεθος : στέλεχος : σεσημείωται τὸ λαῖφος , ὃ δηλοῖ τὸ ἱμάτιον : καὶ τὸ αἶσχος
7253215 ὀμβρῳ
. . . . . . δινήεις προΐησιν ἀεξόμενος Διὸς ὄμβρῳ . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἀταρβέος ἵκετο
αὐγήν , καταπέμπει εἰς τὴν θάλασσαν σκιὰν ἐρυθράν : καὶ ὄμβρῳ δὲ κατακλυσθέντων τῶν ὀρέων κάτω συρρέοντι εἰς θάλασσαν ,
7243717 ἰκελοι
ἀεικελιᾶν † νούσων εἰσὶ καὶ † ἄνατοι , οὐδὲν ἀνθρώποις ἴκελοι θνατοῖσι δ ' οὐκ αὐθαίρετοι οὔτ ' ὄλβος οὔτ
ἐκείνοιν , οἳ ἡνίκα ἦσαν καθεστηκότες , τοῖς τοῦ Διὸς ἴκελοι ἐνομίζοντο , ἐμπεσόντες δὲ εἰς τὴν ὀργὴν οὐκέτι Διός
7216666 ἠμος
μινύθοντας ἡρῶσσαι Λιβύης τιμήοροι , αἵ ποτ ' Ἀθήνην , ἦμος ὅτ ' ἐκ πατρὸς κεφαλῆς θόρε παμφαίνουσα , ἀντόμεναι
ὄψ ' ἀρόσῃς , τόδε κέν τοι φάρμακον εἴη : ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον , τέρπει
7215395 ὀλοην
ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης , ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ . Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες
. ἀλλ ' ἔμπης μετὰ φῦλον ἐφημερίων ἀλεγεινῶν θηρσὶ Θυεστείην ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν
7205523 ὑψοθεν
θεοὶ δόσαν εὐμενέοντες : τρήρων μὲν φεύγουσα βίην κίρκοιο πελειάς ὑψόθεν Αἰσονίδεω πεφοβημένη ἔμπεσε κόλπῳ , κίρκος δ ' ἀφλάστῳ
μέλος ἢ τὸ καταχές τῆν ' ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ . αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον
7204482 ἀγρης
σφίσι τέλλεται ἄκρης ἐκ κεφαλῆς : λάβραξ δὲ φίλης κεκορημένος ἄγρης νύγματος οὐκ ἀλέγει : τὸ δέ μιν νέμεταί τε
, ] [ οὐδέ ] μιν ἰσχανόωσι κύνες δεδαημένοι [ ἄγρης ] [ δύμεναι ] ? ἕρκεα πυκνά , τεθήπασιν
7203643 κορυσσεται
ῥιπίζεται , καὶ γαληνὸς ἢν τύχηι πως , πνεῦμα βραχὺ κορύσσεται , κἤν τις αἰτία γένηται , τὸν πολίτην κατέπιεν
προτέροισι κυλίνδει ἲς ἀνέμου , τὰ δέ τ ' ἄλλα κορύσσεται αὖτις ἐπ ' ἄλλοις : τόσς ' αἰεὶ μετόπισθε
7201667 αἰετος
κα περκνὸς ζ αἰχμητὴς θ χάρων πτεροῖσι κβ χέρσον κη αἰετὸς η διαγράφων λ ῥαιβῷ λβ τυπωτὴν λα τόρμαν κθ
δύεται σημεῖα καὶ ἑπτάποροι Πλειάδες αἰθέριαι : μέσα δ ' αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται . ἔγρεσθε : τί μέλλετε ; κοιτᾶν
7200729 χειματος
ἀρηρομένῃ δ ' ἐνὶ γαίῃ καὶ θέρεος βαρύθουσι πόδες καὶ χείματος ὥρῃ ἄχρις ἐπισφυρίων ὀλοὴν κρηπῖδα φέρουσιν . Ἤν ποτ
! ! ! ! ] ν ! ἐλπὶς ὡρίου ] χείματος [ ] [ ! ! ! ! ] ερ
7199950 ῥοθιοισιν
ἄκρου : καί ῥ ' ἡ μὲν ζωῇ ἐναλίγκιος ἐν ῥοθίοισιν ἑλκομένη θήλεια τιταίνεται ἐξ ἁλιῆος . τέτρατος αὖ κύρτοιο
μεταπνεύσῃ : ἐκπνεύσῃ . μετεκπνεύσῃ : εἰσπνεύσῃ , εἰσβάλῃ . ῥοθίοισιν : κύμασι , ῥεύμασιν . Ἔνθα : ὅπου ,
7197084 μελαινῃ
ἄσπετα κεῖται . ἦ μέν μιν λοχόωσι νέοι σὺν νηῒ μελαίνῃ , ἱέμενοι κτεῖναι , πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι :
ἀδικεῖ ” ἔφη „ Ῥήγιλλαν Ἡρώδης λευκὰς ῥαφανῖδας σιτούμενος ἐν μελαίνῃ οἰκίᾳ . „ ταῦτα ὡς ἤκουσεν ἐσαγγελθέντα ὁ Ἡρώδης
7192481 πρηνης
. αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν , αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε , χεῖρε πετάσσας , νηχέμεναι μεμαώς .
ὄχθης [ ἀκροτάτης ] κεφαλῆς κατὰ ἰνίον οὔτασε χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ]
7190531 Ἠως
ἐπὶ δὲ τῆς σωματοειδοῦς ἀλλ ' ἤτοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠώς . ἦις , ἦσθα , φησίν , διαφέρει παρὰ
φάω φάσω φαλὸς καὶ φαλιός : „ φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς „ . . . . . φλόξ , ,
7182906 παγοις
πατρὸς Ὠκεανοῦ , μέγα πρεσβεύων Ἄργους τε γύαις Ἥρας τε πάγοις , καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς . Τυρρηνίας μὲν γὰρ δὴ
δὲ τὴν συνεχῶς χιονιζομένην γῆν , διὰ τὸ φθείρεσθαι τοῖς πάγοις τινὰ τῶν σπερμάτων , μικρὸν πυκνότερον σπαρτέον . Τὴν
7172287 νερθε
ὧν εἶ ; καὶ λέληθας ἐχθρὸς ὢν τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω . Καί ς ' ἀμφιπλὴξ μητρός
δὲ βρόντησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε ὑψόθεν : αὐτὰρ νέρθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν ἀπειρεσίην ὀρέων τ ' αἰπεινὰ κάρηνα
7171997 νεφεεσσι
Κρονίδης ἕλετ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην , Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν , ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ ' ἔκτυπε ,
ἄν κε περισκέψαιο μάλιστα εἰς αὐτὰς ὁρόων : ἀτὰρ εἰ νεφέεσσι μέλαιναι γίνοιντ ' ἢ ὄρεος κεκρυμμέναι ἀντέλλοιεν , σήματ
7171463 ῥιμφα
ὡς δ ' ὅτ ' ἀεθλοφόροι περὶ τέρματα μώνυχες ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι : τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον ἢ
χαλεπά , καὶ “ ῥιγεδανῆς Ἑλένης ” τῆς φρικώδους . ῥίμφα ταχέως . ῥινός ἐπὶ μὲν τοῦ δέρματος τοῦ μυκτῆρος
7169661 τυψε
. Ὃς δὲ καὶ οὐτάμενός περ ἀταρβέι μάρνατο θυμῷ , τύψε δ ' ἄρ ' Αἰακίδαο βραχίονα δουρὶ κραταιῷ :
ὣς φάτο , τὸν δ ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν : αὐτίκα δ ' εἷλ ' Ἄτην κεφαλῆς
7168867 ἀελλαις
ἐγγὺς ἕπονται : ἔξοχα δ ' , ὁππότε νῆα διαραισθεῖσαν ἀέλλαις , αἰνὰ Ποσειδάωνος ἀμειλίκτοιο τυχοῦσαν , δασσάμενον μέγα κῦμα
δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης ,
7167864 ποντου
πόρον , ἤγουν πρὸς τὰ ἀριστερὰ μέρη , τοῦ Εὐξείνου πόντου ἐξ ἐναντίας τοῦ Βορυσθένους ποταμοῦ μεγαλώνυμος καὶ ἔνδοξός τις
τυρὸν καὶ σίλφιον . ἅττα τε σάρκα μὴ πίειραν ἔχῃ πόντου τέκνα , τῷδε τρόπῳ χρὴ σκευάζειν . ἤδη σοι
7160109 ῥοθιοις
πόλεσιν ἄγεται τὰ ἐπιτήδεια . ῥοθίοις ] ῥεύμασι . Ξ ῥοθίοις ] κύμασι . ῥοθίοις ] κινήμασι . ῥοθίοισι ]
δ ' ἀνάγονται ὑπ ' εἰρεσίας ἀνέμων τ ' εὐαέσσιν ῥοθίοις ἀνὰ δ ' ἱστία . . . . .
7156879 προτερωσε
ἔσω ἁλός . οἱ δέ μιν αὖθι ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν : σκαλμοῖς δ ' ἀμφὶς ἐρετμὰ κατήρτυον ,
δ ' ἀκτὴν Ἀφέτας Ἀργοῦς ἔτι κικλήσκουσιν . Ἔνθεν δὲ προτέρωσε παρεξέθεον Μελίβοιαν , ἀκτήν τ ' αἰγιαλόν τε δυσήνεμον
7151909 ἀφαρ
' ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν : αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς , θῖν ' ἔφ ' ἁλὸς
Αὐτὰρ ὃ οἷς ἑτάροισιν ἐπισπέρχων ἐκέλευεν ὕδατος ἐν πυρὶ θέντας ἄφαρ κρυεροῖο λέβητας θερμῆναι λοῦσαί τε νέκυν περί θ '
7149144 χευμα
, τόν ῥ ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα . Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον
ἀπολέσθαι . . . Μηδέ ποτ ' ἐκ λήθης ῥεύσωμεν χεῦμα ταπεινόν . ἧς κατασύρονται πολλοὶ σκολιοῖσι ῥεέθροις . .
7147783 ὁμαρτει
δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον ἐρειδόμενος μετόπισθε δειρὴν ἠδὲ κάρηνον ὁμαρτεῖ ποντοπορεύων : ἄλλος δ ' ἄλλον ἔπειτα φέρων τέμνουσι
: εἴρηται δέ , ὅτι ταῖς Βρίσαις οὕτως καλουμέναις νύμφαις ὁμαρτεῖ . καὶ Νεάνθης ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ τελετῶν φησι
7144941 γαιῃ
ἀναδέξασθαι , ἐν γὰρ ἁπάσαις ἦν τὸ ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ , ὑπολαβόντα τὸ ἑαυτῆς νοεῖσθαι ἐκ τοῦ ἑῇ ,
δὲ καὶ μεσσηγύ , πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν , ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι . Τὸν δ ' ὡς
7144817 ἐφεζομενος
τρύφος ἔμπεσε πόντῳ , τῷ ῥ ' Αἴας τὸ πρῶτον ἐφεζόμενος μέγ ' ἀάσθη : τὸν δ ' ἐφόρει κατὰ
θόρε δίφρου . ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ ὄζῳ ἐφεζόμενος θέρος ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ
7140794 ποντοιο
ἀελλόποδες δέ μιν ἵπποι , ὡς ἐτεόν , σπεύδοντες ὑπὲρ πόντοιο φέρεσκον χρυσείῃ μάστιγι πεπληγότες : ἀμφὶ δὲ κῦμα στόρνυτ
βαλλόμενον , κἂν λίθος εἴη : “ ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα . ” βεβολημένος ὥσπερ
7139224 γυιοις
δὲ σαρκί πυθεδόνας κατέχευε δυσαλθέας , αἱ δ ' ἐπὶ γυίοις ἰοβόροι βόσκονται : ἀεὶ δ ' ὑπὸ νηδύσιν ὕδρωψ
τελίσκει : ἀντὶ τοῦ ὑγραίνων καὶ σκορπίζων τὸν σπόρον τοῖς γυίοις ἤγουν τοῖς μέλεσιν , ἀποτελεῖ ἀγόνους τοὺς φαρμακευθέντας ,
7135638 κυματος
ταθείς : ἄχναν δ ' ὕπερθε τεᾶν κομᾶν βαθεῖαν παριόντος κύματος οὐκ ἀλέγεις , οὐδ ' ἀνέμου φθόγγον , πορφυρέαι
δ ' ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς πνέων ἐσᾴξειν , ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς , τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον
7135122 ἀσπετος
Ὀλυμπίου εἰσὶν ἀοιδοί , ἃς ἐν χέρσῳ θρέψε Διὸς παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν
ἂν δ ' ὀλοὸν σύριγξ ' ἐπὶ δ ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ : Δένδρεα δ ' ἐσμαράγησε , κραδαινόμεν '
7131333 μενοινων
προσέννεπεν ἀκάματος Ζεύς . Ἧστο γὰρ ἀχνύμενος κραδίην καὶ πολλὰ μενοινῶν , οὕνεκεν ἤμελλον Πριάμου πόλιν ἐξαλαπάξειν Ἀργεῖοι , τοῖς
ἄγγος ὕπερθε κοῖλον ἐπεσμαράγησεν , ὁ δ ' οὐκέτι πολλὰ μενοινῶν ἐκφυγέειν δύναται στιβαρὸν σκέπας , ὄφρα ἑ κοῦρος μάρψῃ
7130601 κυμ
ἔξω δ ' ἐγενόμην γνώμης ἐμῆς . κακῶν γὰρ ἄρτι κῦμ ' ὑπεξαντλῶν φρενί , πρύμνηθεν αἴρει μ ' ἄλλο
? [ ἴσα ] κἀς [ ] πολίας ? ? κῦμ ' ἄλος [ ] ἐσβάλην ? ? [ ]
7130123 ἠριγενεια
πρωΐας : “ ἀλλὰ μάλλ ' ἦρι νέονται . ” ἠριγένεια ἤτοι ἡ τὸ ἦρι γεννῶσα ἢ ἐν τῷ ἦρι
τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς , βάν ῥ ' ἴμεν ἐς

Back