λέβητα , καὶ τὸ λείψανον τοῦ πόματος ἐνέβαλλον , καὶ κτύπον μέγαν ἀπετέλουν ἐν τούτῳ . πότων : ἀντὶ τοῦ | ||
λεγομένων Νέστορός ἐστι , καθὸ καὶ τὸ Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄϊε φωνῆς . . ὅ με προἕηκε πυθέσθαι ὅν |
σωληναρίῳ χρυσῷ καὶ φορῇ , οὐ βλαβήσεται ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς . περίαπτον δὲ πρὸς κεραυνὸν ἕξεις ἐὰν λίθον κεραύνιον | ||
δὲ ὁ Θέρσανδρος τὸ κάλλος ἐκ παραδρομῆς , ὡς ἁρπαζομένης ἀστραπῆς ἀφῆκε τὴν ψυχὴν ἐπ ' αὐτὴν καὶ εἱστήκει τῇ |
ἀψύχοις δόξαις , λέγω δὲ „ βατράχοις „ , πιεσθεὶς ἦχον καὶ ψόφον ἔρημον καὶ κενὸν πραγμάτων ἀποτελούσαις , εἰπόντος | ||
χρυσοῖ γὰρ κώδωνες περὶ τὸν ποδήρη εἰσὶν αὐτοῦ , μέλους ἦχον ἀνιέντες ἰδιάζοντα : παρ ' ἑκάτερον δὲ τούτων ἄνθεσι |
οὐδὲν ἀριστήσετε , ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον . εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις , ἔν τί | ||
παρὰ τὸ μᾶλλον , καὶ διὰ τοῦτο χαλκός τε ξύλου ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ καὶ χορδὴ λίνου , πυκνότερα γάρ , |
κρότου , ἐκ τούτου Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπῆγε μὲν τὸ ῥόθιον καθ ' ἅπερ ἐκώλυον , καὶ ἅμα ταῖς σάλπιγξιν | ||
πολεμίων κοπίδα διηρμένος , ὥστε τοὺς Μάχλυας μηδὲ ὑποστῆναι τὸ ῥόθιον τοῦ θυμοῦ , ἀλλὰ διαιρεθέντες ἔδωκαν αὐτῷ διεξελθεῖν . |
τὸ βρέμειν κυρίως ἐπὶ πυρὸς λέγεται καὶ ἀνέμων καὶ ἐπὶ κυμάτων : τροπικῶς δὲ καὶ ὁ ἀλαζὼν βαρὺ βρέμειν λέγεται | ||
ἐν πρύμνᾳ πατέρ ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα , καὶ ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου |
ἔτι σοι φίλος , ἀλλ ' ἅμα πάντα ἐχθρὰ Τύχης ῥιπαῖς συμμεταβαλλόμενα . Οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι Φύσις χαλεπώτερον εὗρεν ἀνθρώπου | ||
Ἄρεος εἰκών . δένδρον δ ' ὡς ἕστηκε σιδηρείαις ὑπὸ ῥιπαῖς κοὐκ ἐθέλει πεσέειν , τάχα δ ' ἔρχεται ἔνδοθι |
λέγειν καὶ χρεμετισμοὺς ἵππων καὶ φριμαγμοὺς τράγων , πυρός τε βρόμον καὶ πάταγον ἀνέμων καὶ συριγμὸν κάλων καὶ ἄλλα τούτοις | ||
: παρὰ τὸν βρόμον ἦχος . ἐγὼ οὖν νομίζω τὸν βρόμον παρὰ τὸ βρέμω εἶναι . . . . βρενθύεται |
δὲ τοῖς θείοις ὅροις ἐμμένοντες τὸν τῆς ἀλογίας ἂν ἀποφύγοιμεν κλύδωνα . ἀπὸ ταύτης γὰρ δεῖ καθήρασθαι τὴν λογικὴν ἡμῶν | ||
μηδέποτε εἴκειν τὸν ὄγκον μηδὲ κοιλαίνεσθαι μηδὲ ἦχον τυμπανώδη ἢ κλύδωνα γίνεσθαι κατὰ τὸν τῆς χειρὸς ῥαπισμόν , ὥσπερ ἐπὶ |
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ | ||
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ |
ὀρόβων ξήριον μετὰ μέλιτοϲ . Ἄλλο . χολὴν χοίρου ὑπὲρ καπνὸν ξηράναϲ λείου καὶ ἐπιτίθει τῷ ἡλκωμένῳ αἰγίλωπι . Ἄλλο | ||
καὶ Δημοσθένην μετὰ τὴν ὁδὸν τὸ Θηβαίων ὄρος ἐδέχετο , καπνὸν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐταραττόμην θεώμενος . εἶτα αὔξησον ὡς |
ὅταν δὲ ἄθρουν ἐκπέσῃ τὸ πνεῦμα καὶ ἧττον πεπυρωμένον , πρηστῆρα γίνεσθαι : ὅταν δ ' ἔτι ἧττον ᾗ πεπυρωμένον | ||
, βίαιον καὶ πνευματώδη ἢ πνεῦμα καπνῶδες ἐρρωγότος νέφους : πρηστῆρα δὲ νέφος περισχισθὲν πυρὶ μετὰ πνεύματος . σεισμοὺς δὲ |
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα | ||
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ |
. οὐδὲ γὰρ γεωργίᾳ προσέχουσιν ἀναταράσσοντες τὴν γῆν : οὐδὲ πόντιον ὕδωρ : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ταράσσοντες : ἀντὶ τοῦ | ||
δὲ τοῦ φλοιοῦ φοινικοῦν . Ὁ δὲ φοῖνίξ ἐστι μὲν πόντιον βραχυστέλεχες δὲ σφόδρα , καὶ σχεδὸν εὐθεῖαι αἱ ἐκφύσεις |
ἀμήχανοι , οὐδέ τις ἀλκή πήματος , ἀλλ ' αὔτως φλέγει ἔμπεδον . ὡς ὄφελόν γε Ἀρτέμιδος κραιπνοῖσι πάρος βελέεσσι | ||
ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν : ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει , τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ ' ἀγˈλαῶν δενδρέων , |
ἐν τοῖς πολέμοις παρατάξεις τυμπάνοις καὶ κυμβάλοις κεχρῆσθαι , μήπω σάλπιγγος εὑρημένης . βασιλεύσαντα δὲ πάσης τῆς Ἰνδικῆς ἔτη δύο | ||
τὸν μουσικὸν καταστῆσαι τὸν ἐξιστάμενον ἐν Θήβαις ὑπὸ τὴν τῆς σάλπιγγος φωνήν : ἐπὶ τοσοῦτον γὰρ ἐβόησεν ἀκούων ὥστε ἀσχημονεῖν |
: καὶ τἄλλα διὰ τὸ πλῆθος ἐῶ : σεσημείωται τὸ λαῖφος καὶ αἶσχος διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενα : γέγονε | ||
ἔτος : θέρος : μέγεθος : στέλεχος : σεσημείωται τὸ λαῖφος , ὃ δηλοῖ τὸ ἱμάτιον : καὶ τὸ αἶσχος |
: ἔνσεισον , ὦναξ , ἐγκατάσκηψον βέλος , πάτερ , κεραυνοῦ . Δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν , ἤνθηκεν , ἐξώρμηκεν | ||
ἐν οἷς ἐστιν : οὐ γὰρ ἄν τις ὑπομείνειε πλησίον κεραυνοῦ . εἰ δὲ ἔμπροσθεν πέσοι , κωλύει προϊέναι εἰς |
ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν . κῶμον : πόλεμον , ἐρωτικὴν | ||
Μούσας , προσεχέτω τῷ Πρόκλῳ . οὐδὲν γὰρ ἡμεῖς τοιοῦτο λαβρὸν οὐδὲ σοφὸν ἐπιστάμεθα , ἀλλὰ σαφές τε καὶ σύντομον |
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί | ||
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ |
οὐχ ὑλάουσιν , ἀλλὰ περισσαίνουσι : ποδῶν δ ' ὑπὸ δοῦπον ἀκούω . οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος , ὅτε οἱ | ||
ἀχαιϊνέης . Ἀζαλέοιο : μεγάλου . Καναχήποδος : ὁ ποιῶν δοῦπον μετὰ ποδῶν . Ὠτίς : ὄνομα θηρός . Ἐπέχραον |
κωμῳδίαις τὰ καλούμενα ἠχεῖα , ὧν ὁ κτύπος σχηματίζεται εἰς βροντῆς ἀπήχησιν . μυκησαμένης ] ἠχησάσης . ὑπὸ θεῶν καταπεμφθείσης | ||
τέρας : ὃς δὴ κεραυνοῦ κρείσσον ' εὑρήσει φλόγα , βροντῆς θ ' ὑπερβάλλοντα καρτερὸν κτύπον , θαλασσίαν τε γῆς |
ἢ καὶ τὰ Πύθια , καὶ ἐν μυχῷ Μαραθῶνος , περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ἐν Μαραθῶνι , ἀπὸ κοινοῦ , ἔχεις | ||
οὐ τὸ κοίλωμα τοῦ θώρακος ἀλλὰ τὸ ὅλον κύτος , περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ὅλον τὸν θώρακα . ὅταν οὖν λέγῃ |
τοῦ βάθους , ἐκ βάθους τῆς καρδίας . οἰμωγήν : στεναγμὸν , φέρει . σπλάγχνοις : ἐν , σπλάγχνων . | ||
σεβασμία . θ ἔλακον ἀξόνων : ἀκούω , φησί , στεναγμὸν τῶν χνοῶν . λέγουσι καὶ μετὰ τοῦ ι οἱ |
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ | ||
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ |
διώκεται . , Ἡ δὲ Κυνὸς μεγάλοιο κατ ' οὐρὴν ἕλκεται Ἀργὼ πρυμνόθεν . Καί οἱ πηδάλιον κεχαλασμένον ἐστήρικται ποσσὶν | ||
τὴν πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίαν , ὡς ἐκεῖνός φησιν , ἕλκεται ταχέως , ὥσθ ' , ὅσῳπερ ἂν ᾖ λεπτομερεστέρα |
ἀδικημάτων κἂν ἐπιμήκιστα ὄντα ἀνυπαίτια καὶ καθαρά , τὸ συνειδὸς βαρὺν κατήγορον οὐκ ἔχοντα , τὰ δὲ ἑκούσια , κἂν | ||
ἐκολάκευσεν ὁρμάς : οἱ δὲ δημοτικοὶ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τοῖς ὀνειδισμοῖς βαρὺν καὶ πικρὸν καὶ πολεμίων ἁπάντων ἔχθιστον αὐτὸν ἀπεκάλουν . |
ἀγκυρῶν διεσάλευεν : ἀσθενέστερον δὲ ἔχων τὸ κῦμα διὰ τὸν βυθόν , εἰρεσίᾳ ὅμως καὶ πρὸς τόδε ἐνίστατο καρτερᾷ μὴ | ||
οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς κάτω γῆς . ὅταν |
τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ | ||
θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται |
ταθείς : ἄχναν δ ' ὕπερθε τεᾶν κομᾶν βαθεῖαν παριόντος κύματος οὐκ ἀλέγεις , οὐδ ' ἀνέμου φθόγγον , πορφυρέαι | ||
δ ' ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς πνέων ἐσᾴξειν , ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς , τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον |
βυθός ἐστι θαλάσσης . ἔνθα τε νῆας ἦγον , ὀιόμενοι σκέπας εἶναι αὐτοφυοῦς ὅρμοιο , κακῷ δ ' ἐνέκυρσαν ἑτοίμῳ | ||
δὲ θυμὸν ἔχουσιν ἀμήχανον ἀδρανέοντες , ὄφρα περὶ μελέεσσι νέον σκέπας ἀμφιπαγείη . ὡς δέ τις ἰητὴρ νουσαχθέα φῶτα κομίζων |
παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην . ἣ | ||
ὡς δ ' οὔ μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα |
ἐχόμενα , τὰ δὲ καὶ ὑπὸ χειμώνων σκληρῶν ἐς τὴν χέρσον ἐξωθέεσθαι , καὶ οὕτω δὴ καὐτὰ σηπόμενα ἀπόλλυσθαί τε | ||
. ὅταν οὖν τὰ ἀεροπόρα αἰθεροβατεῖν ὀφείλοντα καταβαίνῃ , πρὸς χέρσον ἀφικνούμενα τῷ κατὰ φύσιν ἀδυνατεῖ χρῆσθαι βίῳ . τοὐναντίον |
ὁ πᾶς στόλος ἐπεξεχώρει , καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν : Ὦ παῖδες Ἑλλήνων , ἴτε , ἐλευθεροῦτε πατρίδ | ||
μᾶλλον : ἢ οὐκ ἠκούσατε Αἴαντος , οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν ; Ἰώ μοί μοι . Ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν |
εἴδη τρία , ἰσόπλευρον , ἰσοσκελές , σκαληνόν . οὐ χαμαὶ πεσεῖται . παροιμία : οὐ μὴ χαμαὶ πέσῃ , | ||
παρ ' ὀμφαλόν , ἐκ δ ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν ἀσθμαίνοντ ' |
τὸ πῦρ προτεῖνον , τουτέστι τὸ πυρῶδες , λέγω τὸν κεραυνὸν τὸν καυστικόν , τὸν ἀρηρότα , ἤγουν τὸν ἁρμόζοντα | ||
Ἀργείοισιν ὄρινον . Ὣς εἰπὼν στεροπήν τε θοὴν ὀλοόν τε κεραυνὸν καὶ βροντὴν στονόεσσαν ἀταρβέος ἀγχόθι κούρης θήκατο : τῆς |
ὀφθαλμοὺς , τὸ δὲ στόμα ἐν μέσῳ τῶν ὀφθαλμῶν . Λάβρον : λαίμαργον . Αἰεί : διηνεκῶς . ψαμάθοισι : | ||
ἀποπέμψῃ , ὑπαντλήσῃ . ἀέξῃ : σωρεύσῃ , συναθροίσῃ . Λάβρον : σφοδρὸν , πολὺν , βαρὺν , μέγαν : |
σῇσι θεοπροπίῃσιν ἐνίσπες , εἰ καὶ ἐμοὶ τοιόνδε θεοὶ τελέουσιν ὄλεθρον οἷον Ἀλωιάδῃσι πατὴρ τεὸς ἐγγυάλιξε : φράζεο δ ' | ||
τῶν ὀλέθρου ἀξίων . ἤγουν καταπόντισον . βάλλ ' ἐς ὄλεθρον : καὶ , βάλλ ' ἐς φθόρον : καὶ |
βάρος μ ' ἔχων ἔπαισεν , ἐν δ ' ἔσεισεν ἀγρίαις ὁδοῖς , οἴμοι , λεωπάτητον ἀντρέπων χαράν . Φεῦ | ||
ἐντολαῖς πορευόμενοι τοῦ διαβόλου , ταῖς δυσκόλοις καὶ πικραῖς καὶ ἀγρίαις καὶ ἀσελγέσι , καὶ μὴ φοβήθητε τὸν διάβολον , |
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς | ||
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν |
τὸ διὰ στόμα πρὸς τὸ πηδαλίων , οὐ πρὸς τὸ χαλινῶν ὡς οἴονταί τινες . θΞ ἀύπνων ] τῶν μὴ | ||
καὶ τῶν μὴ ἐώντων ἐμὲ ἠρεμεῖν ἐν ὕπνῳ , τῶν χαλινῶν λέγω τῶν πυριγενετῶν , ἤτοι τῶν ἐν τῷ πυρὶ |
τὸ προσαγορευόμενον Χελιδόνιον τεῖχος , ὅπερ ἐπέχει τοῦ ὕδατος τὸν ῥοῖζον καὶ οὐκ ἐᾷ κατακλυσμῷ φθείρεσθαι τὴν χώραν , καθὼς | ||
ἐν κύκλῳ τοῦ ἡλίου γένηται . νῦν δὲ λέγει τὸν ῥοῖζον καὶ τὴν συνεχῆ κίνησιν τῆς ἀσπίδος : κινήσαντος οὖν |
ἔγχωρα ια τίφη καὶ πέδον ιβ χραίνῃ ι φόνῳ ιγ λευρᾶς κζ βοώτης κε γατομῶν κδ δι ' αὔλακος . | ||
δὲ καὶ ἡ Ἄρτεμις καὶ ὁ Ἀπόλλων Πτῶος ἐκλήθη . λευρᾶς λίαν εὐρείας . ἀλλὰ κἂν τὰς λέξεις ἄνωθεν τῶν |
τοῦ λαμπτῆρος φῶς , καὶ τοῦ γίνεσθαι , ὡς τὴν βροντήν , τήν τε ὑλικὴν καὶ τὴν τελικήν , πλεῖστα | ||
μάταιον σημαίνει , ὅτι μετὰ τὴν ἀστραπὴν προσδοκήσειεν ἄν τις βροντήν , ἣ διὰ τὸν ψόφον οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ |
, τὸν μετὰ πολλοῦ καμάτου γεγενημένον , ἢ τὸν πολὺν κάματον παρέχοντα . πόνος τὸ ἐνέργημα . πολύαινε Ἀρίσταρχος πολλοῦ | ||
, οἱ δ ' ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ ' ἀμῶνται : ὣς δ ' |
αἰχμὴν τὴν συμφυῆ , ἀποσπάσαι δὲ αὑτὸν πειρωμένου ὑπὸ τῆς ῥύμης τῆς πολλῆς σχισθῆναι μὲν ἀπὸ τοῦ τένοντος τὸ πᾶν | ||
τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν , ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ῥύμης ἐκπεσὼν εἴς τινα νῆσον . ὑπὸ δὲ τῆς ὁμοίας |
καταπνεόντων εἰς αὐτὴν παθῶν τε καὶ ἀδικημάτων ἀντιρρεπούσης καὶ κλινομένης ἐξαιρόμενον ἐπιβαίνῃ τὸ κῦμα , τόθ ' ὡς εἰκὸς ὑπέραντλος | ||
εἰς τοὐναντίον δὲ μέρος ὁρμήσας καὶ κρυπτομένην ἔχων διὰ τὸν ἐξαιρόμενον κονιορτὸν τὴν ἰδίαν ἀποχώρησιν ἀκινδύνως αὐτός τε διέφυγεν τούς |
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ | ||
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος |
εἴπερ οἱ αὐτόχειρες ἑαυτῶν γινόμενοι ὃν ἔδησεν ὁ δημιουργὸς λύουσι δεσμόν , οἱ δὲ φιλόσοφοι ὃν ἔδησαν δεσμὸν αὐτοὶ καὶ | ||
ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν . λόγος δὲ περὶ τῆς ἁμάξης ἐκείνης παρὰ τοῖς |
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ ' | ||
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι |
καὶ καμπυλώδεις [ εἰσὶ ] στυφὸν ἦθος καὶ βλοσυρὸν καὶ καταπληκτικόν . αἱ δὲ πρὸς τοὺς κροτάφους ἐπικεκλιμέναι εἴρωνας δηλοῦσι | ||
: Θεόκριτος . ἐπὶ τῶν ἀνοήτων . Τιτανῶδες βλέπει : καταπληκτικόν , φοβερόν . Τίκτει κόρος ὅταν κακῷ ἀνδρὶ παρείη |
δὲ εὕρωσι τοῦ πρώτου , [ τὲ ] πρὸς δεύτερον ἵενται , καὶ πρὸς ἄλλο αὖθις καὶ πάλιν ἕτερον : | ||
ἁρπάξωσι γένυν γναμπτοῖο δόλοιο , ῥίμφα τιταινόμενοι νεάτην ὑπὸ βύσσαν ἵενται , χεῖρα βιαζόμενοι θηρήτορος : ἢν δ ' ἀνύσωσιν |
τῶν ἁμαρτανόντων κολαστήρια , ὡς στρατηγοῖς καὶ ἡγεμόσι ὕστριχας ἢ σίδηρον : οὗ χάριν , ἠρεμοῦντα τὸν ἄλλον χρόνον ἀνερεθίζεσθαι | ||
Μαγνῆτίς ἐστιν , ἀγνοῶ : εἰ δὲ ἴδω ταύτην ἕλκουσαν σίδηρον , εὐθὺς γινώσκω ἀπὸ τοῦ καθόλου ταύτην εἶναι Μαγνῆτιν |
, κελεύεις με φωνεῖν , ὡς ψιθυρίζει τῇ τοῦ ἀνέμου πνοῇ κάλαμος : ἐγὼ δὲ καὶ ἐλάττονα τούτου φέρω βοὴν | ||
κυκλόσε περιίσταται περὶ τὸν ὑμένα ἔξω . Ἅμα δὲ τῇ πνοῇ ἑλκομένου εἴσω τοῦ αἵματος διὰ τοῦ ὑμένος , κατὰ |
καὶ χρίειν αὐτῶν τοὺς μυκτῆρας , καὶ οὕτω τῇ δυσωδίᾳ πταρμὸν κινεῖν , τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ λύειν τὸ πάθος | ||
, φύλλα κισσοῦ τὰ ἁπαλά . ἔνια δὲ τούτων καὶ πταρμὸν εἴωθε κινεῖν . Ἀπὸ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν ὑγρασίαν ἄγει |
φυλάττουσιν : οὐ γὰρ συναγελάζονται ἀλλὰ χωρὶς ἀλλήλων νεμόμεναι κατὰ κρημνῶν καὶ πετρῶν αὐταί τε πράγματα ἔχουσι καὶ τῷ ποιμένι | ||
ἴσον ἐστὶ τὸ φονεῦσαι τῷ συγχωρῆσαί τινα καὶ ἀφεῖναι κατὰ κρημνῶν φερόμενον : καὶ ἴσον ἐστὶ κατασκευάσαι φάρμακον δηλητήριον τῷ |
οὑγὼ πέπονθα καί με † συμφοροῦσα † βαθεῖα κηλὶς ἐκ βυθῶν ἀναστρέφει λύσσης πικροῖς κέντροισιν ἠρεθισμένον οὗτοι γάρ , οὗτοι | ||
ἔν γε μὴν τοῖς τοῦ πίνακος τέρμασιν Ἀμφιτρίτη τις ἐκ βυθῶν ἀνέβη ἄγριόν τι καὶ φρικῶδες ὁρῶσα καὶ γλαυκόν τι |
. ποιηταῖς ] τοῖς ἄλλοις . ψόφου ] ματαίου . κτύπου . , κρότου . πλέων ] πλήρη , πλέον | ||
ἑκατέρωθεν τοῦ ποταμοῦ τῇ τε ἐρημίᾳ καὶ τῇ ἀντιπέμψει τοῦ κτύπου καὶ αὗται ξυνεπελάμβανον : οἵ τε ἵπποι διαφαινόμενοι διὰ |
τῷ ἡγεμόνι Αἰγύπτου καὶ τοῖς ὑπ ' αὐτὸν δεινὰ καὶ θόρυβον σημαίνει . ἐν δὲ Ὑδροχόῳ γενόμενος ἐρυθρὸς ἐπιθήσεσθαι τὰ | ||
] κρεμαμένην . κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην . νεφέλαν ] θλῖψιν . νεφέλαν ] |
, κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν βάλλει μ ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου , χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γάνει σπορητὸς | ||
ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ , ἴδεσθέ μ ' οἷον ἄρτι κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης ἀμφίδρομον κυκλεῖται . Οἴμ ' ὡς ἔοικας |
ἐν πυρὶ τὴν χθόνα θάλπει . Ἀρχαῖς γὰρ τρισὶ ταῖσδε λάβροις δουλεύει ἅπαντα . . . . κρηνήϊος ἀρχή . | ||
ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῦς μελῶν ἔστιν εὑρεῖν ἀμφὶ λάβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσεν : καὶ φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια |
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε | ||
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον |
ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης , ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ . Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες | ||
. ἀλλ ' ἔμπης μετὰ φῦλον ἐφημερίων ἀλεγεινῶν θηρσὶ Θυεστείην ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν |
τὴν ἄδικον κρίσιν αὐτῶν . . ῬΟΘΟΣ ἙΛΚΟΜΕΝΗΣ . Τὸν ῥόθον οἱ μὲν ἤκουσαν τὸν ψόφον , ὅθεν καὶ ῥόθιον | ||
, αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης ῥαιβοῖσι δὲ |
' ὅταν κατ ' ἀνέμου πνοὰς ἐξαίρῃ τὰς πτέρυγας , ὑπεξάγει καθαπερεί τις ναῦς ἱστιοδρομοῦσα : τοὺς δὲ διώκοντας ἀμύνεται | ||
γὰρ φλεγμονή τις εἴη εἴτε χυμὸς οἱοσδήποτε , ἀφελεῖ καὶ ὑπεξάγει τοῦτον καὶ τὰς ὀδύνας ἐκκόπτει . Ἀλόης . . |
εἴη καὶ ἥμερος : ἀλλ ' ὅταν ἐκεῖνο τὸ ὄμμα γαλήνην ἔχῃ , Ὧι λαοί τ ' ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα | ||
, καὶ ἡμέρας διὰ τὴν ἐν ταῖς νήσοις ἡσυχίαν καὶ γαλήνην ἀφικόμεναι κοιμῶνται , καὶ τοῦτο ποιοῦσι πρὸς τὸν ἥλιον |
αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς | ||
εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ |
περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα | ||
ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ , |
κασίγνητ ' , ὄμμα σὸν ταράσσεται , ταχὺς δὲ μετέθου λύσσαν , ἄρτι σωφρονῶν . ὦ μῆτερ , ἱκετεύω σε | ||
δαῖτας . Καὶ τότε δή ῥα κακοῖσι κακὸς φθόνος ἔνβαλε λύσσαν ἀνδράσιν οἵ ῥα δίκηι ἀνεμωλίωι ἐκλήισσαν δοιὼ σὸν θεράποντα |
οὐρανόν , καὶ εἰσῆλθον μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς κύκλῳ αὐτῶν : καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν | ||
ἤτοι ὑπὸ κάμπης ἢ ἀκρίδος ἢ μυῶν ἢ κατακλυσμῶν ἢ χαλάζης καὶ τῶν τοιούτων . Ὁ δὲ τοῦ Διὸς ὁμοίως |
χειμεριναὶ καταιγίδες καὶ πνοαί . ὅθεν Ὅμηρος ἐν συνωνυμίᾳ τίθησι θυέλλας τε καὶ ἁρπυίας ἀντὶ τοῦ καταιγιδώδεις πνοάς , ἀπὸ | ||
καὶ περιελιγμούς : λέγει δὲ τὰς νεφέλας . πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς |
αἱ ἑλίξεις τῶν ἀνέμων ἑλίσσουσι καὶ συστρέφουσι τὴν κόνιν : σκιρτᾷ δὲ τῶν ἀνέμων πάντων τὰ πνεύματα , ἀποδεικνύντα πρὸς | ||
: ἔνθεν τοι καὶ κοῦφον αὐτὸν εἶναι οὐκ ἀπεικός . σκιρτᾷ γοῦν τὰ πρῶτα ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πηδᾷ , |
ἄγειν τὸ σκάφος καὶ εὐθύνειν καὶ ὀρθοῦν , τοῦ δὲ ἐπιβάτου πάσχειν ὅσα ἂν ἡ ναῦς ὑπομένῃ . παρὸ καὶ | ||
καὶ φανερῶς , ἀντικρὺ δὲ τὸ ἐξ ἐναντίας . ἀναβάτης ἐπιβάτου διαφέρει . ἀναβάτης μὲν ἐπὶ ἵππου , ἐπιβάτης δὲ |
ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται . ἠχὼ πετραίαν χυτρόπωλιν συνδήσας ἄρα τὼ χεῖρε μηδὲ σὺ ζήτει | ||
ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακὰ , ἐκ βάθους θρηνῶν . ἥτις ἠχὼ μινύθει καὶ ἐλαττοῦται ἐμοῦ θρηνούσης , ἕνεκα τῶν δύο |
τὰ μὲν ἄλλα τὸν Φθιώτην ἀποδεχομένου , δύσκολον δὲ καὶ τραχὺν ὀνομάζοντος τεκμηρίῳ χρωμένου τῇ κατὰ τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τῆς | ||
καὶ τῷ γεγωνιωμένα τυγχάνειν , γνωϲτέον μὲν αὐτὰ τῷ τε τραχὺν καὶ ἀνώμαλον ὑποπίπτειν τὸν ὄγκον καὶ τῷ μὴ πάντωϲ |
τούτου πρὸς τὸν Ἅιδην χωρεῖ : ἣν ναῦν θεωρίδα καλεῖ ἄστονον , ἤτοι κακοστένακτον , ἢ ἄστολον καὶ κακῶς ἐσταλμένον | ||
] διέρχεται . θ ἀμείβεται ] + διαβιβάζει . τὰν ἄστονον ] τὴν πολύστονον . ναύστολον θεωρίδα : τὴν τοῦ |
ἀπειθοῦντος ; Δῆλον ὅτι εἰς τὸ σῶμα : τοῦτο γὰρ διόλλυσι . Καλῶς λέγεις . οὐκοῦν καὶ τἆλλα , ὦ | ||
θερμοῦ κατάχυσις , ᾗ πάντες χρῶνται , τὰς μὲν τυχούσας διόλλυσι , τῆς δὲ αὖθις ὀξείας γεννήσεως αὐταῖς κώλυμα οὐ |
τοῖς πρὸς βορρᾶν ἐστραμμένοις μέρεσι τῆς Ἰνδικῆς ὡρισμένοις καιροῖς καὶ χάλαζαν ἄπιστον τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος καταράττειν , καὶ | ||
ὀλιγάκις καὶ ὅταν ἧττον ᾖ ψῦχος . εἶναι δὲ τὴν χάλαζαν τοῦ καταφερομένου πῆξιν ἐκ τῶν νεφῶν ὕδατος . ἐκ |
θεοῦ . αἰχμὴν ] + ἤγουν τὸ δόρυ αὐτοῦ . αἰχμὴν ] καὶ τὸν κοντόν . Ξ ἔχει ] βαστάζει | ||
ἀσθενὴς μάχη . ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο . μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ |
ἐν ἀγορᾷ κείμενον . τὸ δὲ εἰς σίδηρον μεταβάλλειν συμφορὰς ἀτλήτους σημαίνει , ἃς ὑπομείνας ὁ ἰδὼν εἰς γῆρας ἀφίξεται | ||
οὐδὲν ἐπίρρημα σχηματίζεται . κεδαιόμενος : διακοπτόμενος , μεριζόμενος . ἀτλήτους μελεδῶνας : ἀνυποστάτους μερίμνας ἔχω , ἀνυπομονήτους καὶ μεγάλας |
ἐοῦσαν , τῆς δ ' ἄρα θεινομένης ἀνέμῳ καὶ κύματι λάβρῳ χηραμὰ κοιλαίνονται ὑποβρωθέντα θαλάσσῃ : ὣς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος | ||
' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος , πίσυνοι λεπτοδόμοις πείσμασι λαοπόροις τε |
ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο : αὐτὰρ ἐγὼν ὑπέμεινα , ὀϊσάμενος δόλον εἶναι . οἱ δ ' ἅμ ' ἀϊστώθησαν ἀολλέες | ||
ἐς φόβον οὐχ ὁρόωσιν , οὔ τιν ' ὀϊόμενοι μερόπων δόλον , οὐδέ τιν ' ἄτην ἵξεσθαι , σαίνουσι δ |
τὸ σπέρμα καὶ διὰ φόβον καὶ διὰ λύπην καὶ χαρὰν αἰφνίδιον καὶ καθόλου διανοίας ἰσχυρὰν ταραχὴν καὶ γυμνασίαν | σφοδρὰν | ||
, χειρωσάμενος δὲ τὸν ταῦρον ἐπανῄει ὡς τὴν Ἑκάλην : αἰφνίδιον ? ? δὲ ? ταύτην εὑρὼν τεθνηκυῖαν ἐπιστενάξας [ |
] ἄπισχε , μηδὲ τοῦτον ἐμβάληις [ ] ν ἵσταται κυκώμενον [ ] χης ? ? : ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι | ||
καὶ λόχον ἀνδροφόνων φεύγειν ἄπο ληϊστήρων , καὶ πολιὸν Νηρῆα κυκώμενον ἐξυπαλύξαι ἐσθλὴ κουραλίοιο βίη θνητοῖσιν ὀπάσσει . Γλαυκὴν δ |
ἐπαγγέλλονται : ἄστατα γὰρ τὰ τυχηρῶς γινόμενα , τῶν δὲ ἀστάτων καὶ ἄλλοτε ἄλλως ἐκβαινόντων οὐκ ἔστιν ἑστῶσαν ποιεῖσθαι τὴν | ||
σκιά : ἐπὶ τῶν λίαν ἰσχνῶν , καὶ ἐπὶ τῶν ἀστάτων καὶ ἀφανῶν . Καρκίνου πορεία : ἡ ἀργὴ καὶ |
οὐκ ἐπιγράψαι τὸ ὄνομα τῶν πολεμίων σφᾶς τῷ ἀπὸ Λακεδαιμονίων δείματι , ἐπεὶ Οἰνιαδῶν γε καὶ Ἀκαρνάνων οὐδένα ἔχειν φόβον | ||
τε φαεννότατον ξένοισι . κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον , γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν : ὁ |
ἀμφέπλεξεν , ἐπ ' αὐχένι πάννυχα δεσμὰ ἀργεννοῖς ἑκάτερθε βραχίοσι γυρώσασα : ὣς τότε κερδαλέαι περὶ σηπίαι εἱλίσσονται ἀλλήλαις : | ||
λακοῦσα , αὐχένα δ ' ὑψός ' ἄειρεν ἐς ἠέρα γυρώσασα καὶ πάσαις ἑκάτερθε θοῶς ἔφριξεν ἐθείραις καὶ πτερὰ πάντα |
τῇ ἄκρᾳ λουτρὰ τῇ Μακρίᾳ , τὰ μὲν ἐπὶ τῷ κλύδωνι ἐν πέτρας χηραμῷ , τὰ δὲ καὶ ἐς ἐπίδειξιν | ||
διὰ τούτου ποριζομένων : καὶ γὰρ ὁ φεύγων ὥσπερ ἐν κλύδωνι τῷ δικαστηρίῳ κινδυνεύων λαμβάνεται τῆς ἀντιλήψεως : ἔστι δὲ |
. Ἔρως θεῶν πανουργότατε , τοῖς μὲν ὀφθαλμοῖς ἥδιστε , ἐκπέμπων δὲ ἀφανῶς δι ' αὐτῶν ἐπὶ τὴν ψυχὴν τὸ | ||
ὑψηλοῖς καὶ τῆς γῆς ὑπεραιρομένοις τόποις πιστὸς καὶ θαρρῶν καὶ ἐκπέμπων βέλος πύρπνοον , καὶ πυρὸς πνέον . οὐδὲν γὰρ |
τῷ ὀνόματι , ἵνα ἀκολούθως ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ τῶν ἀνέμων ἀποκρίνεσθαι καὶ αὐτὸς δοκῇ . ἡ δὲ Ποτιδαία πόλις | ||
μηδὲν γενναῖον πράττειν δυναμένων . Ἄλλοτ ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετῶν ἀνέμων . Ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅγε κύρεται , ἄλλοτε |
ξυμβολαῖς ὁ στρατός , ἐς τοσόνδε ὁ ἀπὸ τοῦ ῥοῦ κτύπος κατεῖχεν , ὥστε ἐπέστησαν τὰς εἰρεσίας οἱ ναῦται , | ||
γὰρ ἠχώ τις ἁρμάτων προσβαλεῖν ἔοικεν : ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει : καί μοι δοκῶ βασιλέως ἀκούειν λέγοντος |
λέγει δὲ καὶ τοῦ φυσέλου , οὗ τὴν ὑπερβολὴν εἴκασε βροντῇ , φαντασίαις τε βροντῶν ἢ ἤχων θαλασσίων , ἢ | ||
αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα καὶ πέτραι |
περὶ γλαύκου τοῦ ἰχθύος ἐπιφέρει : αἱ ξανθοχρῶτες , ἃς κλύδων Αἰξωνικὸς πασῶν ἀρίστας ἐντόπους παιδεύεται : αἷς καὶ θεὰν | ||
δ ' οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς κλύδων ' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον . Ἤλαυνε δ ' |
ἐγώ ποτε ταῖς Ἰσοκράτους παραινέσεσιν ἔθρεψα : σὲ δὲ οὐ κατέκλυσεν ἡ συμφορά , μένεις δὲ ἐν τοῖς φιλοσοφίας νόμοις | ||
καὶ Ἀπόλλωνος . ἠμάθυνεν * ἄμαθον * ἄμμον ἐποίησε , κατέκλυσεν . ἄμαθος δὲ δι ' ἑνὸς μ γράφεται ἐκ |
γὰρ ἀνθρώπου καὶ πολὺ ἔτι ἀπέχουσα , ὥς φασι , καταδύεται δὲ ἐς φάραγγας καὶ σπήλαια τὰ βαθύτατα . οἱ | ||
Ἔλαφον διώκει λέων : ἡ δὲ φεύγουσα ὑπεξάγει , καὶ καταδύεται εἰς δρυμὸν βαθύν : ὁ δὲ λέων ἐπιστὰς τῷ |
πάλιν μεθ ' ἧς ὕστερον ἐχρῶντο μανίας , ἀλλά τινι λύσσῃ φόβῳ συγκεκραμένῃ πλησίον γενόμενοι ταῖς ἀπὸ τῶν βελῶν νιφάσι | ||
ὡς ἔστιν εἰκάσαι τῆς μελαίνης καὶ μέθης παρατροπαῖς καὶ τῇ λύσσῃ τῇ ἀπὸ τῶν λυσσώντων κυνῶν συμβαινούσῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν ἀπεικάζει |
? ? ? δῶρον . ἐκ σέθεν ἡγητείρας ? ? ἀθέσφατον [ ] [ ἔπλετο ] ὕδωρ , Νεῖλος ἀρουραβάτης | ||
” αἵ τ ' ἐπεὶ „ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον , κλαγγῇ ” ταί γε πέτονται ἐπ ' |
ἔδεις ' ] ἐφοβήθην . ἀκούσασα ] συνίουσα . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον . | ||
] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν γεγονότα ἀπὸ ἵππων τῶν ἁρμάτων . τὸν |
παρεκελεύοντο σημαίνειν καὶ τὸ παρ ' ἑκατέροις πλῆθος ἐναλλὰξ ἐπαλαλάζον ἐξαίσιον ἐποίει βοήν : πάντες δὲ μετὰ σπουδῆς ἐλαύνοντες τὸ | ||
νεῶν θραυομένων , αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβολῶν ἀναρρηττόμεναι λακίδες ἐξαίσιον ἐποιοῦντο ψόφον , ὁ δὲ παρὰ τὴν μάχην παρήκων |
ἄκρου : καί ῥ ' ἡ μὲν ζωῇ ἐναλίγκιος ἐν ῥοθίοισιν ἑλκομένη θήλεια τιταίνεται ἐξ ἁλιῆος . τέτρατος αὖ κύρτοιο | ||
μεταπνεύσῃ : ἐκπνεύσῃ . μετεκπνεύσῃ : εἰσπνεύσῃ , εἰσβάλῃ . ῥοθίοισιν : κύμασι , ῥεύμασιν . Ἔνθα : ὅπου , |
ὀργὴ περιϋλακτοῦσα τὴν καρδίαν ἐπικλύζει τὸν λογισμὸν τῷ τῆς μανίας ἀφρῷ . λόγος δὲ τούτων ἁπάντων πατήρ , καὶ ἔοικεν | ||
φησὶν ἀντὶ τοῦ μαθεῖν ἐποίησαν . πολιαινομένας : ἀφριζομένης τῷ ἀφρῷ τῆς κωπηλασίας . λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις . |