κωμῳδίαις τὰ καλούμενα ἠχεῖα , ὧν ὁ κτύπος σχηματίζεται εἰς βροντῆς ἀπήχησιν . μυκησαμένης ] ἠχησάσης . ὑπὸ θεῶν καταπεμφθείσης
τέρας : ὃς δὴ κεραυνοῦ κρείσσον ' εὑρήσει φλόγα , βροντῆς θ ' ὑπερβάλλοντα καρτερὸν κτύπον , θαλασσίαν τε γῆς
8289528 ἀστραπης
σωληναρίῳ χρυσῷ καὶ φορῇ , οὐ βλαβήσεται ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς . περίαπτον δὲ πρὸς κεραυνὸν ἕξεις ἐὰν λίθον κεραύνιον
δὲ ὁ Θέρσανδρος τὸ κάλλος ἐκ παραδρομῆς , ὡς ἁρπαζομένης ἀστραπῆς ἀφῆκε τὴν ψυχὴν ἐπ ' αὐτὴν καὶ εἱστήκει τῇ
7393674 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
7324268 χαλαζης
οὐρανόν , καὶ εἰσῆλθον μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς κύκλῳ αὐτῶν : καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν
ἤτοι ὑπὸ κάμπης ἢ ἀκρίδος ἢ μυῶν ἢ κατακλυσμῶν ἢ χαλάζης καὶ τῶν τοιούτων . Ὁ δὲ τοῦ Διὸς ὁμοίως
7307870 κεραυνου
: ἔνσεισον , ὦναξ , ἐγκατάσκηψον βέλος , πάτερ , κεραυνοῦ . Δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν , ἤνθηκεν , ἐξώρμηκεν
ἐν οἷς ἐστιν : οὐ γὰρ ἄν τις ὑπομείνειε πλησίον κεραυνοῦ . εἰ δὲ ἔμπροσθεν πέσοι , κωλύει προϊέναι εἰς
7296501 νεφους
Β , τὴν τοῦ πυρὸς ἀπόσβεσιν , τοῦ Γ τοῦ νέφους , ὡς ἐν αὐτῷ τοῦ πυρὸς ἀποσβεννυμένου . τούτου
. Σοφοκλῆς Πολυξένῃ : ἀπ ' αἰθέρος δὲ κἀπὸ λυγαίου νέφους . Ἄργος δὲ παροίτατος : εἷς τῶν Φρίξου παίδων
7272149 ἀναθυμιασεως
καὶ πλειόνων κατὰ συναυγασμόν . Ἀριστοτέλης τῆς ξηρᾶς ἐκ γῆς ἀναθυμιάσεως διάπυρον σύστασιν . Στράτων ἄστρου φῶς περιληφθὲν νέφει πυκνῷ
κόλπων ἢ ἐκ πελάγους γεννώμενα , τινὰ δ ' ἐξ ἀναθυμιάσεως γῆς ἀποτελούμενα , τὰ μὲν χρηστά , τὰ δὲ
7256864 φλογος
ὥςπερ [ ] ἐξομοιούμενον . ἀὴρ ὅλως δὲ θερμὸς ἐκκαύσει φλογὸς ἑφθεὶς πῦρ ἔσται τῇ πυρώσει καὶ ζέσει . οὐ
καλάμη ἀναφλεγείη , ὁ δὲ πυρὸς κατ ' ὀλίγον οὔτε φλογὸς μεγάλης ἀνισταμένης οὔτε ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ , ἀλλὰ
7194285 βροντη
ὁριζόμενοι λέγομεν , ἄλλως δ ' ἀποδεικνύντες . ἀποδεικνύντες γὰρ βροντή ἐστι πυρὸς ἀπόσβεσις ἐν νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς
τοῦ πνεύματος πειρωμένου διαφορηθῆναι , κτύπος γίνεται , καὶ καλεῖται βροντή . ἐκεῖνο δὲ τὸ πνεῦμα ἐν τῷ μέσῳ τῶν
7093504 χιονος
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη
6950571 ἑλκεται
διώκεται . , Ἡ δὲ Κυνὸς μεγάλοιο κατ ' οὐρὴν ἕλκεται Ἀργὼ πρυμνόθεν . Καί οἱ πηδάλιον κεχαλασμένον ἐστήρικται ποσσὶν
τὴν πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίαν , ὡς ἐκεῖνός φησιν , ἕλκεται ταχέως , ὥσθ ' , ὅσῳπερ ἂν ᾖ λεπτομερεστέρα
6932947 νεφελης
μεγέθη λουτρῶν , ἔδεισα δὲ οἰκίας πλὴν τῆς ἐμαυτοῦ πάσας νεφέλης μὲν ἐπὶ τὰ ὄμματα ἐρχομένης , τοῦ πνεύματος δὲ
νοῦς : ὅντινα τὸν ὕμνον οὔτε ὁ χειμὼν τῆς μεγαλοήχου νεφέλης ἀπηνὴς στρατὸς ἐπελθὼν οὔτε ἄνεμοι ταῖς πνοαῖς τύπτοντες καὶ
6866057 ἑδρας
, μερόπων ἀρχὰ καὶ τέρμα , τὺ καὶ Σοφίας θακεῖς ἕδρας καὶ τιμὰν βροτέοις ἐπέθηκας ἔργοις : καὶ τὸ καλὸν
καὶ τὰ πατρῷα χαριεῖται πάντα , καθάπερ καὶ τῷ τὰς ἕδρας τοῦ πάθους καὶ βάσεις πτερνίζοντι Ἰακώβ , ὃς ὡμολόγησεν
6858416 πληγης
αὐτῷ τὸν κόνδυλον . ] ἠστειεύσατο διὰ τὸ δριμὺ τῆς πληγῆς καὶ τῶν σκορόδων . ἀλετρίβανον ] οἱ μὲν δασέως
πρότερον δὲ ἄρα ὕπνος ἐπέλαβεν αὐτὸν ὑπὸ τοῦ λίθου τῆς πληγῆς : Ἀθηνᾶν δὲ εἶναι τὴν ἐπαφεῖσάν οἱ τὸν λίθον
6853430 κυματων
τὸ βρέμειν κυρίως ἐπὶ πυρὸς λέγεται καὶ ἀνέμων καὶ ἐπὶ κυμάτων : τροπικῶς δὲ καὶ ὁ ἀλαζὼν βαρὺ βρέμειν λέγεται
ἐν πρύμνᾳ πατέρ ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα , καὶ ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου
6836708 ἠχος
τύχη . θεῶν ] τὰ τῶν . ὠτίοις . * ἦχος . ἀλλὰ φθαρτικὸς . τοιαύτη . ἡμετέρας . ἀντὶ
ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε . Ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος τοῖς κατοιχομένοις . Φησὶν Ἀπολλόδωρος Ἀθήνησι τὸν ἱεροφάντην
6796285 ὑετου
οὐχ ὑπὸ τοῦ συμμάχου καθῃρῆσθαι Ποσειδῶνος : ἀλλ ' ὡς ὑετοῦ δαψιλοῦς γενομένου καὶ τῶν ἀπ ' Ἴδης ποταμῶν πλημμυράντων
ἐν δὲ τοῖς Μετεώροις τὸ τῆς ψεκάδος καὶ τὸ τοῦ ὑετοῦ , καὶ ὅσα μέντοι τιθέντα αὐτὸν ὀνόματα ἴσμεν ,
6729417 φαρυγγος
. . φρὴν δὲ ἐστὶν ὑμήν τις διήκων ἀπὸ τοῦ φάρυγγος μέχρι τῶν ὑπογαστρίων μερῶν . διερχόμενος οὖν ἔνθεν κἀκεῖθεν
τὸ πλέον καὶ φλεγμονὰς ἐργάζονται . Τῶν μὲν ἐντὸς τοῦ φάρυγγος μυῶν φλεγμαινόντων , συνάγχη λέγεται τὸ πάθος , τῶν
6698173 πνοης
ὑπὸ τῶν ὀνομαζομένων Ὑπερβορέων ἀπὸ τοῦ πορρωτέρω κεῖσθαι τῆς βορείου πνοῆς : οὖσαν δ ' αὐτὴν εὔγειόν τε καὶ πάμφορον
δὲ βράσσηται ἀντὶ τοῦ ἀναδίδοται καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀνέμου πνοῆς ἐκ παντὸς εἴδους ἀναδιδόμενος ῥύπος ἀκαθαρσίας . ἀφυσγετός :
6692555 ὁμιχλης
ὅτι ὅσαι βλάπτεσθαι εἰώθασιν ἄμπελοι ὑπὸ ἀνέμων τοιούτων , ἢ ὁμίχλης , ἢ ἐρυσίβης , δένδροις ἐπιτεθεῖσαι οὐ βλαβήσονται ,
ταῖς ἐκλείψεσιν , ἀλλ ' ἄλλον τινὰ τρόπον καινότατον ὥσπερ ὁμίχλης τινὸς ἢ νέφους ἀχλυώδους καὶ σκοτεινοῦ ὑποτρέχοντος αὐτὸν καὶ
6666424 ψοφος
, λέγων οὕτως : τάδ ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος : τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι καὶ βαλόντι χάλκειον κάρα
πλεονασμῷ τοῦ β βόλβιτον . . . . βόμβος : ψόφος τις ἐξ αὐτοῦ . . . . Βομβύκη :
6636603 Αἰτνης
ἀσκεῖσθαι τὸ ναυτικὸν διατρίβειν ῥύαξ : περὶ τῆς ἐν Σικελίᾳ Αἴτνης ξυνέγραψε : τῶν εἰς ιγʹ τέλος τῆς εʹ καὶ
ἐπὶ πήγματος γάρ τινος ὑψηλοῦ τεθεὶς ὡς ἂν ἐπὶ τῆς Αἴτνης , διαλυθέντος αἰφνιδίως καὶ συμπεσόντος κατηνέχθη καὶ αὐτὸς εἰς
6622491 γαληνης
: καί σοι τοῦ κράτους ὁ χρόνος φαιδρὸν μειδιῶν καὶ γαλήνης ἀνάπλεως . Ἀμέλει καὶ αὐτὸς τὰ θηρευτικὰ ταῦτα προσᾴδω
ἄτας : βοηθὸς παυστικός . ἡ γὰρ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς γαλήνης τῆς γινομένης μετὰ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης : ἄλλως
6620470 καπνος
δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν
ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ
6617814 δροσου
ἑκάστου ἔτους τὸν βασιλέα τῶν Σεληνιτῶν τῷ βασιλεῖ τῶν Ἡλιωτῶν δρόσου ἀμφορέας μυρίους , καὶ ὁμήρους δὲ σφῶν αὐτῶν δοῦναι
ἐνετειλάμην αὐτοῖς , καὶ ὡς ἐκπιόντα ἀκηράτου χρωτὸς τῆς σῆς δρόσου κατέσχον τὴν ψυχὴν ἐξιοῦσαν καὶ δυσανασχετοῦσαν . καλῶς ἐποιήσατε
6605036 πετρας
δὲ φεύγουσα ἐς θάλασσαν αὑτὴν καὶ τὸν παῖδα ἀπὸ τῆς πέτρας τῆς Μολουρίδος ἀφίησιν , ἐξενεχθέντος δὲ ἐς τὸν Κορινθίων
Ἀσίαν . πανταχοῦ δὲ τὰ μὲν ὄρη καὶ τὰς ἀπορρῶγας πέτρας διακόπτουσα κατεσκεύασεν ὁδοὺς πολυτελεῖς , ἐν δὲ τοῖς πεδίοις
6574638 ἠχει
: Ἑσπέρα , φησίν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ : τὸ δὲ
. . . δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη
6572127 τριχος
Καιροῦ πλοκάμων ἐλεύθερα μόνην τὴν ἐκ γενέσεως βλάστην ἐπιφαίνοντα τῆς τριχός . ἡμεῖς μὲν οὖν ἀφασίᾳ πληγέντες πρὸς τὴν θέαν
ἀνιστάντα δεῖ τὴν τρίχα σοβεῖν τὴν κόνιν κατὰ φύσιν τῆς τριχός : τῶν δ ' ἐν τῇ ῥάχει τριχῶν ἄλλῳ
6570123 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
6562738 κτυπον
λέβητα , καὶ τὸ λείψανον τοῦ πόματος ἐνέβαλλον , καὶ κτύπον μέγαν ἀπετέλουν ἐν τούτῳ . πότων : ἀντὶ τοῦ
λεγομένων Νέστορός ἐστι , καθὸ καὶ τὸ Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄϊε φωνῆς . . ὅ με προἕηκε πυθέσθαι ὅν
6556160 παρατριψεως
, οἳ δὲ ἐκ νεφῶν περιπεφωτισμένων , ἄλλοι δὲ ἐκ παρατρίψεως αὐτοὺς φωτίζεσθαι λέγουσιν . οὐ φαίνονται δὲ ἀεί ,
συναντῶσι δὲ καὶ βῆχες τούτοις , διὰ τὴν ἐκ τῆς παρατρίψεως θερμασίαν , πλειόνων συνδιδομένων ὄγκων εἰς τὰς τῶν βρόγχων
6546407 ἀστραπη
, ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν δὲ ” ἀστραπὴ “ καλλωπισθεῖσα κέκληται . Τί δὲ τὸ πῦρ καὶ
ῥάβδῳ τῇ βασιλικῇ , πλὴν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπὴ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φέγγος ἡλίου καὶ αἱ
6545980 ἀναπνοης
θρομβοῦται τὸ αἷμα , ἐμφράσσονται δὲ οἱ πόροι οἱ τῆς ἀναπνοῆς , εἶτα , τοῦ πνεύματος ἔνδον ἀποθλιβομένου , ἐπὶ
ἀὴρ σύμμετρος πρὸς τὴν κατάψυξιν ἢ ὁτιδήποτέ ἐστιν ἐκ τῆς ἀναπνοῆς γινόμενον , ὁτὲ δὲ τὸ ὑγρόν : οὐ γὰρ
6540572 πτησεως
περιφέρεται , τὴν μάχην τῶν γεννησάντων τῷ τρόπῳ δεικνῦσα τῆς πτήσεως . διὰ τί ποτὲ μὲν μετὰ ὑετὸν ἄνεμοι γίνονται
μετὰ τῶν ἀνέμων παραγίνεται χώρας , τῇ μὲν δυνάμει τῆς πτήσεως τῶν ὀρνίθων μικρὸν παραλλάττον , μακρὸν δὲ τῷ σώματι
6503939 αὐγης
γυῖα ] τὰ μέλη , τὰ κρέατα καταθρύπτῃσι ] ἑψηθῶσι αὐγῆς ] φλογός καί τε βοὸς νέα γέντα : καὶ
ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον ; καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι , αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ ' ἂν
6495953 βροντην
τοῦ λαμπτῆρος φῶς , καὶ τοῦ γίνεσθαι , ὡς τὴν βροντήν , τήν τε ὑλικὴν καὶ τὴν τελικήν , πλεῖστα
μάταιον σημαίνει , ὅτι μετὰ τὴν ἀστραπὴν προσδοκήσειεν ἄν τις βροντήν , ἣ διὰ τὸν ψόφον οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ
6492525 λαβρων
περὶ πάσας τὰς ἐπισημασίας καὶ ἀπὸ καύματος καὶ ψύχους ἢ λάβρων ὄμβρων , ἢ διὰ βίαιον πνεῦμα , ἢ σκληρὰν
καὶ κεραυνοὶ φρικώδεις καὶ σέλας ὁρώμενον καὶ πνεύματα βίαια καὶ λάβρων ὑετῶν ἐπικλύσεις τε καὶ καταφοραί , ἔτι δὲ ἀστέρων
6485138 ἐγειρεται
πελιδνὸν ποιεῖ τὸν τόπον , καὶ ἐπ ' αὐτῷ ὄγκος ἐγείρεται : φλύκταιναι δὲ καὶ μᾶλλον ταῖς ἀπὸ τῶν ὄμβρων
κεφαλὴν τοῦ τροπαιούχου ἄνωθεν ὁρμήσαντος καὶ ὑπὸ δέους ἀπράκτου μείναντος ἐγείρεται πᾶς ἀνὴρ πρὸς τὴν χεῖρα καὶ μυρία καμὼν καὶ
6462632 καρδιας
μόνῃ τῶν πεπονθότων ἀλλήλων διαλλάττοντα . Ἴδια δὲ ἑκάστου , καρδίας μὲν ψύξεις τε καὶ θερμότητες ἑκτικαὶ πρώτως αὐτῇ γινόμεναι
] τὸ ἐν ταῖς ἀρτηρίαις τῶι πολὺ κεχωρίσθαι ταύτας τῆς καρδίας . καὶ πάλι πρώτη πληρωθήσεται αἵματος ⌈ πρὸς [
6459955 καπνωδους
, ὡς τὰ Μετεωρολογικὰ αὐτοῦ , ἔνθα διαλέγεται περὶ τῆς καπνώδους ἀτμίδος καὶ αὐχμηρώδους , περὶ βροντῆς τε καὶ ἀστραπῆς
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἀπὸ τῆς ἀναθυμιάσεως ταῦτα τῆς ξηρᾶς καὶ καπνώδους . εὑρίσκεται δὴ πάντ ' ἐν τοῖς μετάλλοις τοῖς
6431248 ὀσμης
τὴν ἀκμήν . Οὐ γὰρ ἴσως ἡ αὐτὴ χυλοῦ καὶ ὀσμῆς πέψις . Τὸ μὲν γὰρ νέον ἅτε πλείω τροφὴν
αὐτὴν καὶ τὰ γνωρίσματα προέρχεται τά τε τῆς χρόας καὶ ὀσμῆς καὶ συστάσεως . κρατησάσης μὲν οὖν ἀκριβῶς τῆς φύσεως
6427362 πρηστηρ
θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ , τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ . δυνάμει γὰρ λέγει ὅτι τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ
ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται , θερμοτέραν μὲν ὁ πρηστήρ , παχυτέραν δὲ ὁ τυφών . . , :
6426111 ἀκτινος
ἕως ἂν ἀποχωρήσαντος τοῦ ἀστέρος ἢ τῆς ἀπ ' αὐτοῦ ἀκτῖνος τῇ δύσει εἰς τὸ μηδὲν καταντήσῃ : καὶ οἱ
. βλάστουσι ] πολλὰ τίκτει ὁ ἀὴρ ἐκ τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος πτηνὰ καὶ ἑρπετά : εἰσὶ γὰρ ὄφεις ἐξ ἀέρος
6384532 ἰλυος
γῆ καὶ λόφοι ἦσαν , ἐμοὶ δοκεῖν , ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα . ὕλη γοῦν ἐπ ' αὐτῆς
ὁμοίως ἡμῖν τὴν ἀκατέργαστον . χέραδος σωρὸς λίθων μετ ' ἰλύος . χερνῆτις ἡ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶσα . χεῦαι
6384380 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
6375973 ἀναβλυζον
ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον . Ἐκ πηγῆς ἀναβλύζον ὕδωρ ῥεῖθρον ἐποίει χεόμενον , ὥστε καὶ λειμὼν πάνυ
κατὰ μέσον ἔρρει τοῦ λειμῶνος τῆς γραφῆς , τὸ μὲν ἀναβλύζον κάτωθεν ἀπὸ τῆς γῆς , τὸ δὲ τοῖς ἄνθεσι
6364742 ῥυμης
αἰχμὴν τὴν συμφυῆ , ἀποσπάσαι δὲ αὑτὸν πειρωμένου ὑπὸ τῆς ῥύμης τῆς πολλῆς σχισθῆναι μὲν ἀπὸ τοῦ τένοντος τὸ πᾶν
τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν , ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ῥύμης ἐκπεσὼν εἴς τινα νῆσον . ὑπὸ δὲ τῆς ὁμοίας
6361663 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
6354068 ῥαγεισης
δὲ τὰς Ῥάγας τὰς κατὰ Μηδίαν ὠνομάσθαι φησὶν ὑπὸ σεισμῶν ῥαγείσης τῆς περὶ τὰς Κασπίας πύλας γῆς , ὥστε ἀνατραπῆναι
αἷμα ῥέῃ , φλεβός τινος ἢ ἀρτηρίας δι ' ὁποιανδήτινα ῥαγείσης αἰτίαν . ἤτοι γὰρ διὰ πτῶμα ἢ πληγήν ,
6353071 ἀνεμων
τῷ ὀνόματι , ἵνα ἀκολούθως ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ τῶν ἀνέμων ἀποκρίνεσθαι καὶ αὐτὸς δοκῇ . ἡ δὲ Ποτιδαία πόλις
μηδὲν γενναῖον πράττειν δυναμένων . Ἄλλοτ ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετῶν ἀνέμων . Ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅγε κύρεται , ἄλλοτε
6351649 σαρκος
δοτέον . εἰ δὲ μηκέτι θερμαινομένης ἢ καὶ ψυχομένης τῆς σαρκὸς διὰ τοὺς ἐκκριθέντας ἱδρῶτας αἰσθάνοιντο , λεγέτωσαν : οἱ
, ἀεὶ φάσκουσα ὅτι μετῳκισάμην τοῦ σώματος , ἡνίκα τῆς σαρκὸς ἠλόγουν ἤδη , καὶ τῆς αἰσθήσεως , ὁπότε τὰ
6341532 ἀτμος
ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος
ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα
6324092 φλεβος
ἐν ἑαυτῷ περιέχον αἵματος ἐπιρρύτου τινὸς ἔξωθεν ἐκ τῆς παρακειμένης φλεβὸς τῆς ἀληθινῆς αἵματος ἑτέρου , ἀλλ ' ἱκανὸν αὐτῷ
ἐστιν , ὅταν ἐκ τοῦ δακτυλίου κενῶται αἷμα , ἀναστομουμένης φλεβὸς , διὰ μηνὸς καὶ διὰ δύο μηνῶν , ὅπερ
6311095 ἀνεμος
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ
6310150 κυματος
ταθείς : ἄχναν δ ' ὕπερθε τεᾶν κομᾶν βαθεῖαν παριόντος κύματος οὐκ ἀλέγεις , οὐδ ' ἀνέμου φθόγγον , πορφυρέαι
δ ' ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς πνέων ἐσᾴξειν , ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς , τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον
6307152 αὐρας
τιθέασιν ἐπὶ τοῦ ταχέως καὶ τάχα . οὐκ ἀπὸ τῆς αὔρας , ἀλλὰ κατά τινα βαρβαρικὴν λέξιν : τάχα δὲ
ναύταις : οἰστρομανὲς παλεομίσημ ' ἄπιστόν τ ' ἀγκάλισμα κλυσιδρομάδος αὔρας . φάτ ' ἄσθματι στρευγόμενος , βλοσυρὰν δ '
6304691 νεφων
γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ ἐς αὑτὴν ἄλλα ἐπαγομένη τῶν νεφῶν ὑετὸν τοῖς Ἀρκάσιν ἐς τὴν γῆν κατιέναι ποιεῖ .
τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες διικνούμεναι φῶς πέμπουσιν , ὥσπερ διὰ τῶν νεφῶν παχυτέρων τῆς σελήνης ὄντων . Ὁ οὖν Ποσειδώνιός φησιν
6285765 ὑετων
, τοῖς δικαίοις δὲ εἰς γεωργίαν τῆς ἀμοιβῆς οὔσης , ὑετῶν μὲν ἐκ τοῦ Διὸς ἐπιχεομένων ἡμέρων , δρυῶν δὲ
πολλὰ καὶ ἀθρόα γινόμενα ἀπεργάζεται ὑετούς . καὶ ἐκ τῶν ὑετῶν τούτων ὁ Νεῖλος πλημμυρεῖ , τοῦ θέρους , ἀπὸ
6277376 βροντῃ
λέγει δὲ καὶ τοῦ φυσέλου , οὗ τὴν ὑπερβολὴν εἴκασε βροντῇ , φαντασίαις τε βροντῶν ἢ ἤχων θαλασσίων , ἢ
αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα καὶ πέτραι
6271447 αἰθεριου
ἐνιαυτῶν περιόδοις . ὅταν μὲν οὖν ἔμπρησις καταλαμβάνῃ , ῥεῦμα αἰθερίου πυρὸς ἄνωθεν ἐκχεόμενον πολλαχῇ σκεδάννυσθαι , μεγάλα κλίματα τῆς
πνευμάτων πλήρη καὶ ὑγρᾶς ὄντα συστάσεως , ἐκ δὲ τῆς αἰθερίου ζωῆς τὴν ἐνέργειαν ποριζόμενον , ἀμφοτέροις τοῖς ὀργάνοις ἐμπνευστοῖς
6266639 παχνη
: δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν
σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ
6264596 ἐπιρροης
ἐν τῇ Ῥωμαίων πόλει , γίνεσθαι δέ μοι δοκοῦσιν ἐξ ἐπιρροῆς μὲν αἵματος , καθάπερ ἡ φλεγμονή , μὴ μέντοι
καὶ ἐρυθριάσαν τὸ πῦρ τὴν πρᾶξιν τοῦ υἱοῦ ἀνεκόπη τῆς ἐπιρροῆς . καὶ παρῆλθον ὁ παῖς καὶ ὁ πατὴρ ἀβλαβεῖς
6261547 φαραγγος
πρὸς μυκτῆρας ἠρεθισμένη ᾄσσει : μεμαγμένη δὲ Δήμητρος κόρη κοίλη φάραγγος δακτύλου πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον
αὐτὴν διὰ νειόθι τέμνων ἄκρην , ἐκ μεγάλης προχοὰς ἵησι φάραγγος . ἀγχίμολον δ ' ἐπὶ τῇ πολέας παρανεῖσθε κολωνούς
6261528 αἰθερος
, φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν , αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος , ἔνθα ποθ ' ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ . τὸ δὲ θερμὸν τοῦ αἰθέρος , μιγνύμενον τῷ ἀέρι , ζωογονεῖ ὅθεν μυθεύονται τὰ
6258129 κεραυνος
τὸ λαμπρὸν καὶ ἐπιφανές . . ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰγίδος τοῦτό
σὺ λέγειν φαίνει . τί γάρ ἐστιν δῆθ ' ὁ κεραυνός ; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ ,
6256793 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
6254283 θηλης
βίαι ἐκμυζῶντος ἔτι τοῦ παιδίου , ὥστε τὸ ἐκ τῆς θηλῆς ῥέον τῶι οὐρανῶι κύκλωι περιχυθὲν ἐκτυπῶσαι τὸ σχῆμα τῆς
, καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος ,
6245402 ἀλγηδονος
μεμνῆται δὲ τῶν ἡδέων ὧν γενομένων παύοιτ ' ἂν τῆς ἀλγηδόνος , πληρῶται δὲ μήπω : τί τότε ; φῶμεν
ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν ἀφῆκε καὶ εἰς ὄρος
6243527 ἀλεας
πειρῶνται τοῦ μετοικισμοῦ καὶ τῆς ἐπὶ τὸν Νεῖλον ὁρμῆς , ἀλέας τε καὶ χειμερίου συντροφίας πόθῳ τῆς ἐκεῖθι . μελλουσῶν
ἢ εἰς ἣν χαλᾶται ὁ μῦς : ἢ ἀπὸ τῆς ἀλέας τῆς διὰ τὴν καμπὴν τοῦ σώματος . οὕτω Σωρανός
6241934 ἀναθυμιασις
; βρασμώδης στενοχωρία τοῖς ἔνδοθεν ἐπιγίνεται σπλάγχνοις , ἐξ ἧς ἀναθυμίασις πλείστη ὑγρῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον γίνεται . ὁ δὲ
τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ τὸ
6239379 ἀνεμου
κλάδων , πετάσαντες τὰ ἱστία καθάπερ ἐν θαλάττῃ ἐπλέομεν τοῦ ἀνέμου προωθοῦντος ἐπισυρόμενοι : ἔνθα δὴ καὶ τὸ Ἀντιμάχου τοῦ
: θύραι δ ' ἐπέκειντο φαειναί . ἡ δ ' ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης , στῆ δ '
6238229 φλογες
Λιπάρας ἐκ Σικελίας πλέουσιν εὐώνυμός ἐστι . πολλάκις δὲ καὶ φλόγες εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ πελάγους τοῦ περὶ τὰς νήσους
καρποῖο μελιχροτέρου πλήθουσαν . θρίων δ ' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαί πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ
6228108 αἰρεται
τρίμετροι ἀκατάληκτοι . ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς . 〛 πόλεμος αἴρεται : Διὰ τὴν ὑπερβολὴν ἀντὶ τοῦ ἐγείρεται καὶ μετεωρίζεται
. . ὥστε ἐλπίζειν τὴν ἅλωσιν . . 〚 πόλεμος αἴρεται : Εἴσθεσις χοροῦ ἐπῳδικὴ κώλων τροχαϊκῶν ἐπιμεμιγμένων χορείοις ἤτοι
6206869 φλεγει
ἀμήχανοι , οὐδέ τις ἀλκή πήματος , ἀλλ ' αὔτως φλέγει ἔμπεδον . ὡς ὄφελόν γε Ἀρτέμιδος κραιπνοῖσι πάρος βελέεσσι
ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν : ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει , τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ ' ἀγˈλαῶν δενδρέων ,
6205328 καιομενος
φασὶν εἰπεῖν , ὅτι τότε τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν
πᾶσαν ὥραν . Ἀπόλλων δὲ καὶ αὐτὸς τῆς παιδὸς πόθῳ καιόμενος ὀργῇ τε καὶ φθόνῳ εἴχετο τοῦ Λευκίππου συνόντος καὶ
6200206 ἀχλυωδες
. Ὄμμα ἀμαυρούμενον , φλαῦρον , καὶ τὸ πεπηγὸς καὶ ἀχλυῶδες , κακόν . Ὀξυφωνίη κλαγγώδης , πονηρόν . Ὀδόντων
, οὐδὲ μὴν ὁμοίως ἔχοντος τοῦ νέφους . ὅταν γὰρ ἀχλυῶδες ᾖ καὶ ὁμαλές , πρὸς δὲ τούτοις ὑδατῶδες καὶ
6199887 ῥεον
, παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν
. λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει .
6185258 ἰουσης
οὐ συνίστανται . Παχύνεσθαι χρὴ τὸ διαχώρημα πρὸς τὴν κρίσιν ἰούσης τῆς νόσου [ . . ] : καλῶς ἔφη
οὕτω καὶ τὸ παχὺ δεῖ λεπτύνεσθαι , ἐν τῇ κρίσει ἰούσης τῆς νόσου . ἡ γὰρ φύσις ἐκ τῶν ἀντικειμένων
6165885 ὁρασεως
κάτοπτρον σχέσιν . εἰ δέ τι τῶν ἐνταῦθα λεγομένων περὶ ὁράσεως μὴ συνᾴδει τοῖς ἔμπροσθεν , οὐ δεῖ θαυμάζειν :
καὶ διὰ βρωτῶν καὶ ποτῶν καὶ ἁφῶν καὶ ἀκοῆς καὶ ὁράσεως νομικῶς . Τὸ γὰρ καθόλου πάντα πρὸς τὸν φυσικὸν
6165378 ζαλης
τοῦ χρειώδους πυρὸς τὸ φέγγος τὸ μὲν ὑπὸ τῆς κατεχούσης ζάλης ἐσβέννυτο , τὸ δὲ τῷ βάθει τοῦ σκότους ἀμαυρούμενον
ἀνήρ : ὁ βέβαιος φίλος κρείσσων ἐστὶ τῆς ὁρωμένης ἐκ ζάλης τοῖς ναυτίλοις γαλήνης : θᾶσσον ἤ μ ' ἐχρῆν
6149589 αἰθριης
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν οὔτ ' ἐπινεφέλων ἐόντων αἰθρίης τε τὰ μάλιστα , ἀντὶ ἡμέρης τε νὺξ ἐγένετο
Ταύτην μὲν τὴν εὐφρόνην οὕτω . Ἅμα δὲ ὄρθρῳ ἐξ αἰθρίης τε καὶ νηνεμίης , τῆς θαλάσσης ζεσάσης , ἐπέπεσέ
6147780 πηγης
τοῦ ψεύδους ἀρχήν , ἀτυφίαν δὲ ἀληθείας , ἑκάτερον δὲ πηγῆς λόγον ἔχον : ῥέουσι γὰρ ἀπὸ μὲν τοῦ ψεύδους
σεμνοὶ καὶ ἀξιόπιστοι μάρτυρες , ἐμοὶ δοκεῖν οὐ πιόντες τῆς πηγῆς : οὐ γὰρ ἂν ἐμέμνηντο αὐτῶν . Ὁ μὲν
6142916 παλιρροιας
διῳκοδόμηται δ ' εἰς αὐτοὺς σῦριγξ . περὶ δὲ τῆς παλιρροίας τοῦ Εὐρίπου τοσοῦτον μόνον εἰπεῖν ἱκανόν , ὅτι ἑπτάκις
χειμῶνας καὶ πλοίων ναυάγια , ἰδίως δὲ θαλάσσης ἀμπώτεις καὶ παλιρροίας καὶ ποταμῶν ὑπερμετρίαν καὶ κάκωσιν , περὶ δὲ τοὺς
6118553 πεμφιξ
Ξαντρίαις ἐπὶ τῶν ἀκτίνων . . . , . : πέμφιξ : πνοή , ψυχή . καὶ αἱ τοῦ ἡλίου
Συναγ . λέξ . χρησίμ . . , . : πέμφιξ : πνοή . Αἰσχύλος Ξαντρίαις ἐπὶ τῶν ἀκτίνων .
6116590 πυκνωσεως
ἀπὸ τοῦ πρὸς ταῖς ἄρκτοις ἀέρος * * * τῆς πυκνώσεως ἰσχυρότερον ποιεῖ . Ἐμπεδοκλῆς ὑπὸ τῆς περιεχούσης αὐτὸν σφαίρας
ἢ βαρύτητα γίνεσθαι , συνεργούσης καὶ τῆς ἐκ τοῦ ὕπνου πυκνώσεως . Διὰ τί ἠρέμα μὲν τῇ κινήσει χρώμενοι ,
6110347 ἀχλυος
καὶ αἰγιαλὸν πολλάκις ἐξενεχθῆναι πλείστης αὐτῷ κατὰ τῶν ὀμμάτων ἐσκεδασμένης ἀχλύος . Ἔχονται δὴ προσευξάμενοι τότε τῆς θήρας ὡς οἱ
μὲν ἐπάλληλα πυκνώματα τῶν νεφῶν ἐκμελαίνεται , καὶ μετὰ θολερᾶς ἀχλύος κατηφὴς ἅπας ὁ οὐρανὸς ἀμαυροῦται , τοῦ δὲ ἀέρος
6108269 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
6095322 σηπεδονος
πολλῷ χρόνῳ θερμαινόμενον , ὁκόσον μὲν ἐτύγχανεν ἐκ τῆς γαίης σηπεδόνος λιπαρόν τε ἐὸν καὶ ὀλίγιστον τοῦ ὑγροῦ ἔχον ,
καὶ μὴν καὶ ζῷα πολλάκις εὕρηται σχεδὸν ἅπασι τοῖς ἐκ σηπεδόνος ἔχουσι τὴν γένεσιν ὁμοιότατα . ἀλλὰ ταῦτα μὲν σπανιώτερα
6085277 αἰθριας
ἄρα στενάξας , καὶ ἐς τρὶς ἐκάλεσε τὸν Σόλωνα . αἰθρίας γὰρ οὔσης καὶ πανηλίου ἡμέρας ἄφνω καὶ ἀδοκήτως νέφη
ὀλίγον οἶνον ὑπολελειμμένον , ἐπλήρωσεν ὕδατος . γενομένης δ ' αἰθρίας εἰς τὸν αὐτὸν ὑποστρέψαντες τόπον , γευσάμενοι τοῦ μίγματος
6075142 θερμοτητος
πνεύματα οὐδὲ τὴν ἀρχὴν λαμβάνουσι τῆς συστάσεως ὑπὸ τῆς φυσικῆς θερμότητος ἐκνικώμενα , δῆλον ἂν εἴη , ὡς κατά τι
ὅσον ἂν ὁ ἥλιος ἐπέλθῃ ταχὺ προηλλοίωσεν , βραχείας δεόμενον θερμότητος : ἅμα δὲ καὶ ἐν αὐτῷ συνεργάζεται δύναμις ἰσχυρὰ
6068486 πληγη
ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι
ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις
6067995 ὑγροτητος
: ὅταν δ ' εἰς τὸν καρπὸν ἔλθῃ πλείονος τῆς ὑγρότητος οὔσης οὐκέτι διαμένει τὸ τῆς ὀσμῆς ἐφ ' ὧν
ποιεῖν , ὡς ἤδη καὶ τῆς θέρμης ληγούσης καὶ τῆς ὑγρότητος . ἐν δὲ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦτο προτρέπει διὰ τὸ
6065834 πυρος
. σῖτος : πᾶς ὁ σιτικὸς καρπός , οὐχ ὁ πυρὸς μόνον . καὶ αὐτὰ τὰ σιτία . Θουκυδίδης τετάρτῃ
' ἐπὶ πλεῖον κρατηθείη ἡ τοῦ ὕδατος δύναμις ὑπὸ τοῦ πυρὸς , ὀξυτέρην μὲν τοσούτῳ ἀνάγκη εἶναι τὴν ψυχὴν ὅσῳ
6059415 λαμπαδος
ποῖός σοί τις δοκεῖ εἶναι ; ” Φανὸς ἐπὶ τῆς λαμπάδος , ἀλλὰ μὴ ἐπὶ τοῦ κερατίνου λέγε : τοῦτο
Ἀνδροκλέης πολεμαρχεῖ τίς δέ ς ' ἐτύφλωσεν ; τίς ἀφείλετο λαμπάδος αὐγάς ; Ἐπειοῦ δειλότερος κεράμιον οἰνηρόν κυρηβάσασθαι Κἀγὼ γὰρ
6056742 κυμα
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ
6050495 νεφει
ἡλίου φωτίζεσθαι . , . : Στράτων ἄστρου φῶς περιληφθὲν νέφει πυκνῷ , καθάπερ ἐπὶ τῶν λαμπτήρων γίνεται . ,
νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς ἐν νέφει ψόφος ἐστὶν ἐν νέφει , βροντὴ ἄρα ἐστὶ ψόφος ἐν νέφει ἢ συνείροντες
6046043 λαβρον
ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν . κῶμον : πόλεμον , ἐρωτικὴν
Μούσας , προσεχέτω τῷ Πρόκλῳ . οὐδὲν γὰρ ἡμεῖς τοιοῦτο λαβρὸν οὐδὲ σοφὸν ἐπιστάμεθα , ἀλλὰ σαφές τε καὶ σύντομον
6043159 τρομεραν
θανοῦσι δ ' αὐτοῖς συνθανοῦσα κείσομαι . αἰαῖ αἰαῖ , τρομερὰν φρίκαι τρομερὰν φρέν ' ἔχω : διὰ σάρκα δ
μονομαχεῖον : οὐ κατασχετέον : ἐν πολλοῖς οὐ φέρεται : τρομερὰν φρίκα : ἀντὶ τοῦ φρίκην τρόμου παραιτίαν . καὶ
6039848 πνοη
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται ,
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία :
6034865 ἀτμιδος
τινος : ἀνάγκη γὰρ ἐκ τοῦ ἀέρος ἢ ἐκ τῆς ἀτμίδος τῆς ἀναφερομένης ἢ κατὰ τὰς ῥίζας ἑλκυσθὲν ἐξανθεῖν οἷον
παραλλακτοὺς δέ . τὰ νέφη συνίστασθαι τῆς ἀφ ' ἡλίου ἀτμίδος ἀναφερομένης καὶ αἰρούσης αὐτὰ εἰς τὸ περιέχον . οὐσίαν
6031285 πεπηγος
Ἥρων ἐν μηχανικοῖς καὶ καταπαλτικοῖς . ] Ἔστω οὖν πλινθίον πεπηγὸς τὸ ΑΒΓΔ , καὶ ἐν αὐτῷ τρίγωνα ὀρθογώνια ἴσα
, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γὰρ αἷμα συνεστραμμένον καὶ πεπηγὸς τίκτει , ὕστερον δὲ τοῦτο θαλπόμενον ἐν τοῖς ἰδίοις

Back