| τύχη . θεῶν ] τὰ τῶν . ὠτίοις . * ἦχος . ἀλλὰ φθαρτικὸς . τοιαύτη . ἡμετέρας . ἀντὶ | ||
| ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε . Ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος τοῖς κατοιχομένοις . Φησὶν Ἀπολλόδωρος Ἀθήνησι τὸν ἱεροφάντην |
| , λέγων οὕτως : τάδ ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος : τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι καὶ βαλόντι χάλκειον κάρα | ||
| πλεονασμῷ τοῦ β βόλβιτον . . . . βόμβος : ψόφος τις ἐξ αὐτοῦ . . . . Βομβύκη : |
| ξυμβολαῖς ὁ στρατός , ἐς τοσόνδε ὁ ἀπὸ τοῦ ῥοῦ κτύπος κατεῖχεν , ὥστε ἐπέστησαν τὰς εἰρεσίας οἱ ναῦται , | ||
| γὰρ ἠχώ τις ἁρμάτων προσβαλεῖν ἔοικεν : ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει : καί μοι δοκῶ βασιλέως ἀκούειν λέγοντος |
| : Ἑσπέρα , φησίν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ : τὸ δὲ | ||
| . . . δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη |
| , ἤγουν ἐπιστημόνως “ εἶδον , ἠρεύνησα . ” . σφάκελος νόσος καὶ σφακελίζω καὶ σφακελισμὸς ἡ παραπληξία καὶ ἡ | ||
| λίαν γὰρ οὖτος χαίνει πλέον τῶν ἄλλων . ὁ τρίτος σφάκελος εἴρηται , λέγεται δὲ σφάκελος καὶ ὁ σπασμός , |
| ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος | ||
| ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα |
| δικαστῶν . καὶ ἀπολύουσι δικασταὶ ὤνιοι αὐτόν . ἄφνω πάταγος ἀκούεται τῶν θυρῶν . πελαργιδεῖς . τὸν βωμόν , ἐφ | ||
| συγκατασπαρθῇ δὲ καὶ ἀὴρ μᾶλλον ἐν ταῖς συμμίξεσιν . ἔτι ἀκούεται ἐν ἀέρι καὶ ὕδατι . οὐκ ἔστι δὲ ψόφου |
| ἄτοπον . εἰ δὲ καὶ διὰ κένωσιν ἢ πυρετὸν ὁ λυγμός ἐστι , δηλονότι καὶ ἐπίμονος εἴη γεγενημένος : τηνικαῦτα | ||
| παλαιῷ ἐλαίῳ . ὅταν δ ' ὑπὸ πληρώσεως ὑγρῶν γένηται λυγμός , τοὐπίπαν δ ' οὕτω συνίσταται , βιαίας δεῖται |
| γράφονται : οἷον , σμοῖος τὸ ἐπιθετικόν : σκοῖος ὁ σκολιός : δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ | ||
| τὰ μέτρα τῆς ζωῆς . νγʹ Ὃ δ ' αὖ σκολιός Εἰπὼν περὶ τοῦ εὐγενεστέρου τῶν ἵππων , λοιπὸν τὰ |
| μυελοῦ , καὶ ὁ σπασμὸς , καὶ τῶν ὀστῶν ἡ σῆψις , λέγεται δὲ καὶ ὅλος ὁ μέσος τῆς χειρὸς | ||
| , ταράσσει . σφακέλῳ : ἐπιληψίᾳ , σφακελισμὸς , ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ , ὁ σπασμὸς , ὁ παλμὸς , |
| κωμῳδίαις τὰ καλούμενα ἠχεῖα , ὧν ὁ κτύπος σχηματίζεται εἰς βροντῆς ἀπήχησιν . μυκησαμένης ] ἠχησάσης . ὑπὸ θεῶν καταπεμφθείσης | ||
| τέρας : ὃς δὴ κεραυνοῦ κρείσσον ' εὑρήσει φλόγα , βροντῆς θ ' ὑπερβάλλοντα καρτερὸν κτύπον , θαλασσίαν τε γῆς |
| μάλιστα τῆς τάξεως ἀπολέλαυκεν : ἡ ταραχὴ δὲ καὶ ὁ κλόνος καὶ ὁ κυδοιμὸς ἐν σμικρῷ μορίῳ τοῦ ὄντος , | ||
| χειμῶνα γεννᾶν ἤρξατο πρὸ τῆς μάχης καὶ δυσμενῶν ἦν συμφορὰ κλόνος , στόνος , λαῶν δὲ τῶν σῶν χαρμονὴ νικηφόρος |
| δὲ ἀπαθὴς καὶ ἄμικτος τῷ σώματι καὶ χωριστός , οἷον πρόδρομος τοῦ ποιητικοῦ , ὥσπερ ἡ αὐγὴ τοῦ φωτός , | ||
| ὡς ἄλλων ἐφεπομένων : ὁ γὰρ πρόδρομός τινων ἀκολοθούντων ἐστὶ πρόδρομος καὶ οὐδὲ πάνυ πολὺ τὸ μέσον τοῦ προδρόμου καὶ |
| , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
| στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
| θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ , τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ . δυνάμει γὰρ λέγει ὅτι τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ | ||
| ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται , θερμοτέραν μὲν ὁ πρηστήρ , παχυτέραν δὲ ὁ τυφών . . , : |
| εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται , | ||
| ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία : |
| ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι | ||
| ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις |
| ὁριζόμενοι λέγομεν , ἄλλως δ ' ἀποδεικνύντες . ἀποδεικνύντες γὰρ βροντή ἐστι πυρὸς ἀπόσβεσις ἐν νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς | ||
| τοῦ πνεύματος πειρωμένου διαφορηθῆναι , κτύπος γίνεται , καὶ καλεῖται βροντή . ἐκεῖνο δὲ τὸ πνεῦμα ἐν τῷ μέσῳ τῶν |
| τρίμετροι ἀκατάληκτοι . ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς . 〛 πόλεμος αἴρεται : Διὰ τὴν ὑπερβολὴν ἀντὶ τοῦ ἐγείρεται καὶ μετεωρίζεται | ||
| . . ὥστε ἐλπίζειν τὴν ἅλωσιν . . 〚 πόλεμος αἴρεται : Εἴσθεσις χοροῦ ἐπῳδικὴ κώλων τροχαϊκῶν ἐπιμεμιγμένων χορείοις ἤτοι |
| , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν δὲ ” ἀστραπὴ “ καλλωπισθεῖσα κέκληται . Τί δὲ τὸ πῦρ καὶ | ||
| ῥάβδῳ τῇ βασιλικῇ , πλὴν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπὴ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φέγγος ἡλίου καὶ αἱ |
| ὑπηρετούντων κακίᾳ . Καὶ ὁ μὲν ἐν τούτοις ἦν , βοὴ δὲ ἐξαίφνης ἐν ἱπποδρόμῳ δήμου πεινῶντος , ὡς τῆς | ||
| σμερδαλέον κυρίως τὸ τῇ ὄψει καταπληκτικὸν , λέγεται δὲ καὶ βοὴ σμερδαλέα καὶ δοῦπος καὶ ἄλλα τοιαῦτα . μέρδω τὸ |
| , παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι | ||
| Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . |
| δ ' αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος ἠδὲ καὶ οἰῶν , μυκηθμὸς δέ τε πουλὺς ὀρίνεται ἔνθα καὶ ἔνθα μισγομένων , | ||
| καὶ ὑισμὸν εἶπον καὶ ὑίζειν ὑίζοντες . βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι . |
| ὀφθαλμὸν , ὅταν ὁ διατείνων ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ μήνιγγος πόρος ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποῤῥαγῇ , ὡς ἀβλεψίαν τελείαν γενέσθαι | ||
| πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή , ἔρανος , συλλογή , σύστασις : |
| δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν | ||
| ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ |
| ἁλιευτικῆς , δι ' ἀγκίστρων , διὰ δικτύων , διὰ κύρτων , διὰ τριαίνης : τούτων δὲ τῶν τεσσάρων ὁ | ||
| Ἰλ β ρλε : σπάρτοι δὲ λέλυνται . εἰς δὲ κύρτων πλοκὴν ἔτι χρησιμώτερον ἡ σπάρτη : εἰ δὲ μὴ |
| . ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ | ||
| εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς |
| τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ | ||
| ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ |
| ] συρόμενον ἆσθμα ] ἡ ἀναπνοή πολλάκι δ ' ἠὲ πελιδνός : πολλάκις δὲ καὶ οἱ ὄνυχες πελιδνοὶ γινόμενοι ὡς | ||
| τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν μὲν |
| ἡμετέρᾳ δεσμὸς τὸ σῶμα , καὶ τῇ τοῦ παντὸς ἔσται δεσμός , καὶ εἴπερ ἡ μεριστὴ ψυχὴ πρὸς τὸ σῶμα | ||
| τοῦ ι γράφονται : οἷον , κτένιον : πέδιον ὁ δεσμός : ἐπὶ γὰρ τῆς γῆς παροξύνεται : πτύχιον : |
| καὶ εἴσω καὶ ἔξω ποιέεσθαι τὸ πρῶτον : καὶ ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην | ||
| τὴν ἔμμηνον κάθαρϲιν , εἴ γε διὰ παντὸϲ εἴη διαφράττων ὑμὴν ἢ ϲάρξ : ἐπί τινων γὰρ ἐν τῷ μέϲῳ |
| ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ | ||
| πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν |
| βδόλος : τὸ ῥῆμα ὄζει βδεῖ , ὡς τὸ ῥοῖζος ῥοῖβδος , ῥοιζῶ ῥοιβδῶ καὶ ἀναρροιβδῶ , τροπῇ τοῦ ζ | ||
| καὶ σπῶντας ἐν χηλαῖσιν ἀλλήλους φοναῖς ἔγνων : πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν . Εὐθὺς δὲ δείσας ἐμπύρων ἐγευόμην |
| ἐλλείπων , πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , Λάμπων , Κύκλωπες , | ||
| καγχαλόωντες , θρώσκοντες θύνουσι χοροιτυπέουσιν ὁμοῖοι . εἴαρι δὲ γλυκὺς οἶστρος ἀναγκαίης Ἀφροδίτης καὶ γάμοι ἡβώωσι καὶ ἀλλήλων φιλότητες πᾶσιν |
| αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς | ||
| φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ . |
| ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς ἐπιγίνεται καὶ ῥῖγος καὶ πυρετός . Γίνεται δὲ τὸ | ||
| , καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς , κακόν . Ἐπὶ εἰλεῷ ἔμετος , ἢ λὺγξ |
| μέσης αὐτῆς ὄρη χθαμαλώτερα . ὁ δὲ ἀὴρ ὁ ἐνταῦθα θολερός τε ὡς ἐπίπαν ἐστὶ καὶ νοσώδης : αἴτιοι δὲ | ||
| μαντεύεται ἐπ ' ὠφελείᾳ τῶν ἐνοικούντων , τεταραγμένος δὲ καὶ θολερός , καὶ μάλιστα ἐάν τι σίνηται τῶν ἐν τῇ |
| . . φρὴν δὲ ἐστὶν ὑμήν τις διήκων ἀπὸ τοῦ φάρυγγος μέχρι τῶν ὑπογαστρίων μερῶν . διερχόμενος οὖν ἔνθεν κἀκεῖθεν | ||
| τὸ πλέον καὶ φλεγμονὰς ἐργάζονται . Τῶν μὲν ἐντὸς τοῦ φάρυγγος μυῶν φλεγμαινόντων , συνάγχη λέγεται τὸ πάθος , τῶν |
| μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει , σύμπασιν δ ' ὑμῖν κοῦφος ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς | ||
| οὐ πολλὰ δὲ ἔτη λευκὸς γίνεται : ἐστὶ δὲ λίαν κοῦφος καὶ τρυφερός . ὁ Μασσαλιήτης καλός : ὀλίγος δὲ |
| τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ | ||
| περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν |
| τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ , ἐπεί τοι , εἰ ψυχρὸς ἦν ὁ ἐν τοῖς ὄμμασιν ἀτμός , διειστήκει ἂν | ||
| ' εἰ κατὰ κρᾶσιν , ποιός τις ἂν γίγνοιτο , ψυχρὸς ἢ θερμός : εἰ δὲ ὡς εἶδος , κἂν |
| ἀκούσιος ἐπαιρομένων τε καὶ καταφερομένων τῶν παλλομένων μερῶν . ἢ παλμός ἐστι μὲν διαστολὴ παρὰ φύσιν , ἐν ἅπασι δὲ | ||
| τέλους συλλαβὴν εἰς Λ καταλήγουσαν ὀξύνεται . ὀφθαλμός τιλμός ψαλμός παλμός ἰνδαλμός . τὸ δὲ Ἄλμος τὸ κύριον καὶ τὸ |
| λεγομένων τότε ἐξάκουστος ἐγένετο κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν αὐλῶν τε βόμβος καὶ κυμβάλων ἦχος ἔτι τε τυμπάνων κτύπος μετὰ ᾠδῆς | ||
| ἵπταται , μυκᾶται δὲ βροντὴν οὐρανὸς καὶ τὸν ἀέρα γεμίζει βόμβος , ἀντεβόμβει δὲ κάτωθεν τῶν κυμάτων ἡ στάσις , |
| ἀφόρητος ὥσπερ ἀνθρώπων ὀπτωμένων , καὶ ὁ ἀὴρ ζοφερὸς καὶ ὁμιχλώδης , καὶ κατέσταζεν ἐξ αὐτοῦ δρόσος πιττίνη : ἠκούομεν | ||
| πνιγετός . ιϚʹ . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ νότος , ἀὴρ ὁμιχλώδης . ιζʹ . Αἰγυπτίοις καῦμα μέγα καὶ πνιγετός . |
| οὕτως : ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ αἴθων καὶ πρόθυμος καὶ διάπυρος τέτακται ἐν βίᾳ ἤτοι ἐν δυνάμει Πολυφόντου , περιφραστικῶς | ||
| ὑπὸ ψύχους μὲν ὠσθεῖς ' ἀνέμους ἐμποιεῖ , ἐμπίπτουσα δὲ διάπυρος γενομένη κεραυνούς , ἀθρόα δὲ φερομένη ἡμίπυρος οὖσα πρηστῆρας |
| ἦχον τινὰ ἐκ τούτου ἀποτελῇ , ὁ τοιοῦτος ἦχος ἢ τρισμὸς κλαυσιᾷν λέγεται . . τουτί τί ἦν : Ὃ | ||
| ἀφωνία , βαρύπνοια , κατάληψις αἰσθήσεως , συνέρεισις ὀδόντων καὶ τρισμὸς σπασμώδης συνολκή τε τῶν ἄκρων , ὑποχονδρίων | μετεωρισμός |
| ἐν τοῖς δεινοῖς ἐπιδεικνυμένων . . θειασμός : Ἀρριανός : κρότος τε ἀθρόος καὶ ἐπιθειασμοὶ ὡρμήθησαν ὑπέρ τε αὐτοῦ τοῦ | ||
| ὑπὸ γλωσσῶν κροτεῖσθαι : αἱ γὰρ παρὰ τῶν πολλῶν εὐφημίαι κρότος γλωσσῶν . ἀφῆκας οὖν καὶ τὸ δοξάριον : τί |
| ταχέως δύνειν . τῆμος ἀδηκτοτάτη : ἀβρωτάτη , ὅτι τότε σκώληξ οὐκ ἐσθίει τὴν ὕλην , ἀλλὰ παραμονωτέρα ἐστί , | ||
| αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων θυμὸν ἀποπνείων , ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς : ἐκ δ ' αἷμα |
| θώρακος διόγκωσις , τῶν καταπλεκόντων τὸ πρόσωπον ἀγγείων κύρτωσις , περίψυξις , περιίδρωσις , ἀσφυξία παντελὴς ἢ βραχὺς ἄγαν ὁ | ||
| τὴν πρώτην ἡμέραν εὐθύς , ἀλλὰ καὶ προήκοντος τοῦ χρόνου περίψυξις μᾶλλον ἢ ῥῖγος γίνεται : δυσεκθέρμαντος δ ' ἐστὶ |
| κρεῶν χύτραν λέγω . καὶ πάλιν : ξουθῆς μελίσσης νάμασι συμμιγὴς μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρους θρόμβος , ἐγκαθήμενος εἰς πλατὺ στέγαστρον | ||
| , καὶ διδάσκαλον τῶν ἔργων , Ἱστὸς δὲ , ἡ συμμιγὴς καὶ πολυμερὴς πασῶν τῶν τεχνῶν πολυπλήθεια . , ΑΜΦΙΧΕΑΙ |
| . εἰ δὲ μετ ' ἐγκεφάλου τρωθείηϲαν , κατάπτωϲιϲ , ἀφωνία , διαϲτροφὴ προϲώπου , χολεμεϲία , αἵματοϲ ἀπόκριϲιϲ διὰ | ||
| ὡς γαλήνην ἄγουσι καὶ κελαρύζει σφῶν οὐδεμία , ” ἡ ἀφωνία ” εἶπεν „ ἡ ἐνταῦθα οὐδὲ ταῖς πηγαῖς ξυγχωρεῖ |
| ποτὲ μὲν κυκλοειδεῖς φαίνονται , ποτὲ δὲ παρεσπασμένοι . ἔστω τροχὸς ὁ ΑΒΓΔ , καὶ διήχθωσαν διάμετροι αἱ ΒΑ , | ||
| . Ἔστι καὶ ἰχθὺς ῥόμβος λεγόμενος : ἔστι καί τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν |
| γὰρ φωνηέντων τὰς παραλλήλους θέσεις ὡς ἐκλυούσας τὴν ἁρμονίαν τῶν ἤχων καὶ τὴν λειότητα τῶν φθόγγων λυμαινομένας ἐξίσταται περιόδῳ τε | ||
| πάθος . ἔπειθ ' αἱ μετὰ τοῦτο γινόμεναι συγκοπαὶ τῶν ἤχων , τοῦ τε ν καὶ τοῦ π καὶ τοῦ |
| τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ πρόσωπον τοῦ μέσου ἀορίστου | ||
| θαλάσσης πόρον ἀπέκλειον . ἐφέρετο δὲ πολλὴ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν ὁμίχλη πολὺς δὲ πάταγος , ἦν δὲ ἀδύνατον καὶ τοῖς |
| αἱ ἀποκρίσεις , διψῶσι γλῶσσα τραχεῖα , σφυγμὸς μικρὸς καὶ ἀμυδρός : ἅτε ἔστω νενευκότος τοῦ θερμοῦ . ρϞαʹ . | ||
| μετὰ παλμῶν καὶ ἐξαναστάσεων ἀλόγων , καὶ σφυγμὸς ἀνώμαλος , ἀμυδρός , ἐκλείπων καὶ παλινδρομῶν , ἐνίοις δὲ καὶ ἀνορεξία |
| καρπαλίμως οἴμησαν ἐοικότες ἰρήκεσσι : τῶν δὲ καὶ ἀμφήριστος ἔην δρόμος : οἳ δ ' ἑκάτερθεν Ἀργεῖοι λεύσσοντες ἐπίαχον ἄλλυδις | ||
| ᾠήθην τῇ πόλει συμφέρειν . ὡς γὰρ τῶν πολεμίων ὁ δρόμος οὐ δέδωκε τῇ Φήμῃ καιρὸν ἀγγελίας , ἀλλ ' |
| καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
| τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
| ; βρασμώδης στενοχωρία τοῖς ἔνδοθεν ἐπιγίνεται σπλάγχνοις , ἐξ ἧς ἀναθυμίασις πλείστη ὑγρῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον γίνεται . ὁ δὲ | ||
| τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ τὸ |
| πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ | ||
| φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος , |
| τοι λέγω , “ ἔφη Πίνδαρος . ἔστιν γὰρ χρόα ἀπορροὴ σχημάτων ὄψει σύμμετρος καὶ αἰσθητός . Ἄριστά μοι δοκεῖς | ||
| κατόπτρῳ καὶ ἀναπλάττει τὴν μορφήν : ἡ δὲ τοῦ κάλλους ἀπορροὴ δι ' ἀφανῶν ἀκτίνων ἐπὶ τὴν ἐρωτικὴν ἑλκομένη καρδίαν |
| : ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . | ||
| τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε |
| δόντες τὸ λοιπὸν εὐτυχῆ με θήσετε . Φοίνισσα Σιδωνιὰς ὦ ταχεῖα κώπα , ῥοθίοισι Νηρέως εἰρεσία φίλα , χοραγὲ τῶν | ||
| στρατιὰν τὸν ἕτερον τῶν ὑπάτων Σερούιον Φούριον : καὶ ἐγίνετο ταχεῖα ἀμφοῖν ἡ ἔξοδος . οἱ δ ' Αἰκανοὶ μαθόντες |
| ὀδυνήφατα φάρμακα Ὅμηρος . καὶ σφύζειν καὶ σφακελίζειν σφαδᾴζειν καὶ σφακελισμός , σφαδᾳσμός , καὶ ὅσα ἄλλα ὑπὸ τῶν ἰατρῶν | ||
| ζηλοτυπία : δυσθυμία : συμφορά : ἄχθος : ἄχος : σφακελισμός : πένθος : δυσχέρανσις : ὄχλησις : ὀδύνη : |
| ἤως μία καὶ ἡ αὐτή . κέλευθος : ὁδὸς , ὁδοιπορία . Πομπή : πρόοδος , κίνησις . ῥιπή : | ||
| τοῦ βίου , ὡς περίπατος , ὡς πλοῦς , ὡς ὁδοιπορία , οὕτως καὶ πυρετός . μή τι περιπατῶν ἀναγιγνώσκεις |
| ' ἔχει κεράων σκαιὸς πόρος , ὅστ ' ἐπὶ δισσὴν εἱλεῖται στροφάλιγγα , βιοῦ κεράεσσιν ἐοικώς . τοῦ καὶ πρὸς | ||
| τῇ ἀστραπῇ τῶν ὅπλων : κατόπιν δὲ αὐτοῦ ζάλη ἀνέμου εἱλεῖται πομπὸς τοῦ εἰδώλου . ἐπιλείψει με ἡ φωνή , |
| τὸ λαμπρὸν καὶ ἐπιφανές . . ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰγίδος τοῦτό | ||
| σὺ λέγειν φαίνει . τί γάρ ἐστιν δῆθ ' ὁ κεραυνός ; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ , |
| γὰρ λέγεις . ἃ καὶ ποήσω καὶ δέδοκταί μοι πάλαι ἱδρώς , ἀπορίανὴ Δί ' εὖ γ ' ὦ Μυρρίνη | ||
| τὸν ὕπνον ἐκπέττειν : ἐκ ξηροῦ δ ' οὐκ ἔστιν ἱδρώς . Ἄτοπον δ ' ἂν ἐκεῖνο δόξειε καὶ ὥσπερ |
| οὐρανόν , καὶ εἰσῆλθον μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς κύκλῳ αὐτῶν : καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν | ||
| ἤτοι ὑπὸ κάμπης ἢ ἀκρίδος ἢ μυῶν ἢ κατακλυσμῶν ἢ χαλάζης καὶ τῶν τοιούτων . Ὁ δὲ τοῦ Διὸς ὁμοίως |
| καρδίᾳ αὑτοῦ ὀργὴν ἀμείλιχον καὶ ἰταμωτάτην , τουτέστιν ἐάν τις ταραχώδης καὶ ὑβριστής ἐστιν , ὑπαντιάξασα αὐτῷ σύ , ὦ | ||
| : διψώδης , ἀσώδης τὸ πουλύ : κοιλίη πεπλανημένως , ταραχώδης , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα |
| , κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν σημαῖνον τὸ ἀκούομεν ἢ τὸ ἠκούετο ἐν τῷ πευθόμεθ ' ᾗχι ἕκαστος καὶ πεύθετο γὰρ | ||
| καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν : μαστίγων τε γὰρ ὁμοῦ ψόφος ἠκούετο καὶ οἰμωγὴ τῶν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὀπτωμένων καὶ στρέβλαι |
| τις τῶν ἀρχαίων , ἐκμαγεῖον , σκληρὰ μὲν οὖσα καὶ ἀντίτυπος ἀπωθεῖ καὶ ἀποσείεται τοὺς ἐπιφερομένους χαρακτῆρας καὶ ἀσχημάτιστος ἐξ | ||
| εἰργασμένος εὔπλαστος μὲν καὶ εὐάγωγος καὶ μὴ σκληρὸς μηδ ' ἀντίτυπος μηδὲ ἀτέραμνος , μηδὲ αὖ μαλακός τε καὶ διαρρέων |
| Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ | ||
| ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης |
| δεῖ αὐτὸ ὑπερβατῶς ἀναγνῶναι . πολλαχοῦ γὰρ γίνεται , ὅταν φυσᾶται ἡ γαστὴρ ἐξ ὑποχονδρίου πάθους , ὥσπερ φόβος γίνεται | ||
| ἅμα καὶ ἀπόστασίς ἐστιν . Οἷσιν , ὅταν ἀφροδισιάζωσι , φυσᾶται ἡ γαστὴρ , ὡς Δαμναγόρᾳ : οἷσι δ ' |
| , δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
| ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
| εὐρέα Αἴγυπτος , ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς . Ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης | ||
| ' ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες φησὶν διὰ τοῦ ἐκ τοῦ ἰλύς ἰλύος . Ἑφθὸν λέγεται τὸ δι ' ὑγροῦ ἑψόμενον |
| Ἐμπορίαν αἰτεῖς ; ἣν δίδωσιν ναῦς καὶ θάλαττα καὶ πνευμάτων φορά : ἀγορὰ πρόκειται : ὤνιον τὸ χρῆμα . Τί | ||
| πάλιν ἠρεμεῖν : οὐ ταὐτὸν δέ ἐστιν περιφορά τε καὶ φορά . δοκεῖ δέ τι μέγα εἶναι καὶ χαλεπὸν γνωσθῆναι |
| καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηὶ ἠθύμουν . ἐν τοσούτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ | ||
| τὰς τευθίδας καὶ τὰ παραπλήσια . πολὺς δὲ καὶ ὁ θύννος συνελαύνεται δεῦρο ἀπὸ τῆς ἄλλης τῆς ἔξωθεν παραλίας πίων |
| ἀφελκοῦσι . πλὴν ἐκεῖνό γε φανερὸν ὅτι ὧν αὐτόματος ἡ πῆξις τούτων πλείων ἡ ἐπιρροὴ τῆς ὑγρότητος . οὐ τὴν | ||
| εἶπε , τῷ δὲ κατηγορουμένῳ , τῷ φυλλορροεῖν , ἡ πῆξις τοῦ ὑγροῦ , ὅπερ καὶ ὁρισμός ἐστι τοῦ κατηγορουμένου |
| τῆς εὐωδίας ἕλκεται , καὶ γίνεται πλησίον : ἣ δὲ ἐκπηδᾷ καὶ ἔχει τὸ θήραμα . Πυνθάνομαι τῶν ζῴων τὰ | ||
| τῆς εὐωδίας ἕλκεται , καὶ πλησίον γίνεται : ἡ δὲ ἐκπηδᾷ καὶ ἔχει τὸ θήραμα . Τὰ ἄλογα καὶ τῶν |
| μὲν ἐπ ' ἐμοὶ ἡ ἑλικοειδὴς τοῦ πυρὸς καταφορά . ἀμφήκης δέ ἐστιν ὁ ὀξύς . ὁ αἰθὴρ δὲ καὶ | ||
| ἐκείνου ὃν τῷ Λυδῷ ὁ Πύθιος ἔχρησεν , ὃς ἀκριβῶς ἀμφήκης ἦν καὶ διπρόσωπος , οἷοί εἰσι τῶν Ἑρμῶν ἔνιοι |
| περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ | ||
| : ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας . |
| τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς | ||
| , καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι |
| ὡς ἐπὶ τῆς ὑλακῆς τῶν κυνῶν : αὕτη γὰρ καὶ ἄναρθρός ἐστι , καθὸ οὐκ ἔστιν ἀνθρώπου φωνή , καὶ | ||
| ἢ ἄναρθρος . ἔναρθρός ἐστιν ἣ γράμμασιν καταληφθῆναι δύναται . ἄναρθρός ἐστιν ἥτις γράφεσθαι οὐ δύναται . , . ; |
| τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
| , δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
| ἀσήμαντος ὡς τὸ σκινδαψὸς τὸ κλίτηρι καὶ τὰ τοιαῦτα : ἔναρθρος δὲ σημαντικὴ ὡς ὕδωρ , θάλασσα καὶ ὅσα κατὰ | ||
| δὲ ἀσήμαντος , ὡς ὁ ἐκ λίθων ἦχος γινόμενος , ἔναρθρος δὲ ἀσήμαντος ὡς τὸ σκινδαψὸς τὸ κλίτηρι καὶ τὰ |
| κίθαρις ] ὕμνοισιν ἀναμέλπεται : ὁ δὲ [ τεχνιτῶν ] πρόπας ἑσμὸς Ἀθθίδα λαχὼν [ ] [ τὸν κιθαρίσει ] | ||
| πόποι , ἀνάριθμα γὰρ φέρω πήματα : νοσεῖ δέ μοι πρόπας στόλος , οὐδ ' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις |
| γενεῆς δὲ , βραχυτέρη ἡ χεὶρ γίνεται , καὶ ἡ μινύθησις σαρκῶν μάλιστα τἀναντία , ἢ ὡς τὸ ἔκπτωμα : | ||
| καὶ ἧσσον , τριχῶν αὔξησις , παχυσμὸς , κρατυσμὸς , μινύθησις . ιηʹ . Τὸ ξυγγενές , καὶ τὸ καθ |
| ἐφέλκεται , θερμοτέραν μὲν ὁ πρηστήρ , παχυτέραν δὲ ὁ τυφών . . , : χωρεῖ δὲ τὰ διεφθαρμένα τῶν | ||
| . τινὲς ἐκ τοῦ Τυφῶνος ἐξεδέξαντο ἑνὸς τῶν γιγάντων : τυφών : τεράστιος δαίμων . λέγεται δὲ καὶ τὸ σφοδρὸν |
| κεφαλῆς , ἐν ᾧ καὶ δυσκινησία τῶν μελῶν πάντων καὶ δυσθυμία καὶ πρὸς τροφὴν ὑπτίωσις καὶ δίψος μὴ παρηγορούμενον ποτῷ | ||
| ἐπαίρεσθαι . Ἔλεος : φθόνος : ζῆλος : ζηλοτυπία : δυσθυμία : συμφορά : ἄχθος : ἄχος : σφακελισμός : |
| τῷ οὔρῳ ὑφίσταται οἷον ὀρόβιον πυῤῥὸν , καὶ πυρετὸς καὶ φρίκη βληχρὴ ἔχει : ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ ἱμάτιον οὐκ | ||
| τοῦ ι γράφονται : οἷον , νίκη : δίκη : φρίκη : σεσημείωται τὸ βήκη διὰ τοῦ η γραφόμενον , |
| ἂν εἴποι τις διαύλοις . τὰ γὰρ κύματα ἐκχεῖται καὶ ὑπονοστεῖ . . ἁλίδονα ] ἐν τῇ θαλάσσῃ φερόμενα . | ||
| ὑποστρέψαν τὸ κῦμα ἐπισύρει ἰχθύων τῶν προειρημένων πλῆθος ἄμαχον , ὑπονοστεῖ δὲ αὖθις , καὶ ὑπολείπονται πολλοὶ χρυσόφρυες ἐν ὀλίγῳ |
| παραμυκᾶται ] † ἤγουν μύκημα βροντῆς ἠχεῖ ἕλικες ] συστροφαί στεροπῆς ] ἀστραπῆς ζάπυροι ] λίαν καυστικαί στρόμβοι ] στροφαὶ | ||
| πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων χαλκοῦ τε στεροπῆς . ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι |
| λέγει δὲ καὶ τοῦ φυσέλου , οὗ τὴν ὑπερβολὴν εἴκασε βροντῇ , φαντασίαις τε βροντῶν ἢ ἤχων θαλασσίων , ἢ | ||
| αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα καὶ πέτραι |
| ὀϊστοῖς καὶ δορατίοις καὶ λίθοις σφοδρῶς καὶ μάλιστα ἐπιτυγχάνοντες , κραυγή τε πολλὴ καὶ τραύματα καὶ φόνος παρ ' ἀμφοτέρων | ||
| ζώου , ἥντινα καλοῦσιν ἀλωποχῆνα . Ἀϋτή : βοή . κραυγή . Ἐΐσκω : ἀπεικάζω . Ἄσιος : ὁ ξηρός |
| πελιδνὸν ποιεῖ τὸν τόπον , καὶ ἐπ ' αὐτῷ ὄγκος ἐγείρεται : φλύκταιναι δὲ καὶ μᾶλλον ταῖς ἀπὸ τῶν ὄμβρων | ||
| κεφαλὴν τοῦ τροπαιούχου ἄνωθεν ὁρμήσαντος καὶ ὑπὸ δέους ἀπράκτου μείναντος ἐγείρεται πᾶς ἀνὴρ πρὸς τὴν χεῖρα καὶ μυρία καμὼν καὶ |
| ἄλλων : οἷον διόγκωσις , πόνοι συνεχεῖς , πυρώδης καὶ πελιὸς ὁ τόπος καὶ τρυγώδης : ἴλιγγος , ἐκλύσεις , | ||
| αὐτὸς ἐμέοι , ὀλέθριον : τάχιστον δὲ θάνατον σημαίνει ὁ πελιὸς καὶ κακώδης : ἐστὶ δὲ θανάσιμος ὁ ἐρυθρὸς ἔμετος |
| προφυλακήν , ὅταν εἰς πυρίαν εἰσέλθῃ τις : σπογγίον τῶν πυκνῶν καὶ κοίλων βρέξας εἰς ὕδωρ καὶ ἐκπιέσας σφόδρα ἐπιτίθει | ||
| ἐστι ψιλή . εἰ γὰρ ἀσπίδι πολλῇ καὶ βελῶν ἀφέσει πυκνῶν ἱππέων τε καταλόγοις καὶ πᾶσι στρατοπέδου πληρώμασιν αἱ πρὸς |
| περιέπεσε τῷ δυστυχήματι : ἀπέβη γὰρ ἐκείνη εἰς ἔσχατον πορνείας ἐκπίπτουσα . ] Ὄνοι φέροντες μέν τι ἄχθος καὶ πειθόμενοι | ||
| μὲν γὰρ ἀκρασία ψέγεται οὐ μόνον ὡς ἁμαρτία καὶ ὡς ἐκπίπτουσα τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἀλλὰ καὶ ὡς κακία , ἢ |
| ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
| , ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
| ἐν τῷ μεταξὺ καθεστηκὸς ὡς ὁδοιπορεῖν ἐπὶ τὴν νέκρωσιν ὀνομάζεται γάγγραινα . θεραπεία δ ' αὐτοῦ γίνεται , κενωσάντων ἡμῶν | ||
| νέκρωσις μεθ ' ἑλκώσεως καὶ δίχα ἑλκώσεως . γίνεται δὲ γάγγραινα ἤτοι πληγῆς προηγησαμένης ἢ νεκρώσεως γιγνομένης ἢ φλεγμονῆς ἐκ |
| . πατουμένων δὲ τῶν ἁλισκομένων καὶ ἀλοωμένων τοῖς γόνασιν , ἄραβος πολὺς τῶν ὀστέων συντριβομένων ἀκούεται καὶ πόρρωθεν , τὰ | ||
| . Τὸ Α ἐπαγομένου τοῦ Ρ μετὰ φωνήεντος ψιλοῦται : ἄραβος ἀρετή ἀριθμός . τὸ δὲ χεῖρα ἁραιήν δασύνεται . |