ἀπιστῶν οὔποτ ' ἂν πάθοις βλάβην . ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον . θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ .
ἀρχῆς πρῶτα μὲν τὴν Πλαγγόνα , ἥτις ὥσπερ ἡ Χίμαιρα πυρπολεῖ τοὺς βαρβάρους . εἷς μόνος δ ' ἱππεύς τις
6694711 Πλαγγονα
. ἔστι δὲ σκοπεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πρῶτα μὲν τὴν Πλαγγόνα , ἥτις ὥσπερ ἡ Χίμαιρα πυρπολεῖ τοὺς βαρβάρους :
αὐτῆς . “ ἀσμένως ” εἶπεν ὁ Διονύσιος “ ἀμείβομαι Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν
6050683 εἰληχει
Ἆρ ' οὖν τοῦτό ἐστιν ὁ δαίμων , ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ; Ἢ οὔ , ἀλλὰ τὸ πρὸ αὐτοῦ :
ὑπὸ τὸν Ἀντώνιον οὐ πολεμουμένων , Καίσαρι δέ , ἃ εἰλήχει , πάντα χωρὶς Σαρδοῦς ἐπολεμεῖτο , ὅθεν ἐκ τῶν
6029734 ἰησθαι
κατὰ τὸ βρέγμα , τρυπῆσαι πρὸς τὸν ἐγκέφαλον , καὶ ἰῆσθαι ὡς πρίσμα . Ἄλλη νοῦσος : ῥῖγος καὶ ὀδύνη
τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον . Ἑτέρη κυνάγχη : φλεγμαίνει τοὔπισθεν τῆς
6022896 ἀπεκτονε
ἢ πρὸς τὸ ἀπέπνευσε . Ζαμενὴς δὲ ἡ μανικωτάτη : ἀπέκτονε γὰρ τοὺς αὑτῆς παῖδας καὶ τὸν ἀδελφὸν ἄψαρτον .
Νεμέας , Ἀφέσας τις ὤν Θεσσαλίας . . . . ἀπέκτονε : κτείνω κτενῶ , ὁ μέσος παρακείμενος ἔκτονα καὶ
5954266 ἐγκαιρα
ἀντὶ τοῦ καὶ λέγειν . . τὰ καίρια ] τὰ ἔγκαιρα , τὰ ὠφέλιμα παρασιγᾶν . . τὸ καὶ περὶ
ἀμείνον ' ] κρείττονα . . οὐκ ἄκαιρα ] ἀλλὰ ἔγκαιρα . . ἀνάρμοστα . . ἐρευνᾶν ] ζητεῖν .
5859241 κατασβεσει
. πορφύρας ] πέπλα πορφυρᾶ . νιν ] αὐτήν . κατασβέσει ] παύσει τοῦ τρέφειν . σημείωσαι . πορφύρας ]
οὕτως : τὴν τῆς μητρὸς πηγὴν ἤτοι τὰ δάκρυα τίς κατασβέσει τιμωρία καὶ ἐκδικήσει ; μητρός ] τῶν Θηβαίων .
5855538 αἰδουμεθα
φεῦ τλήμων . μαῖα , πάλιν μου κρύψον κεφαλήν , αἰδούμεθα γὰρ τὰ λελεγμένα μοι . κρύπτε : κατ '
. αἰδοῖα : παρὰ τὴν αἰδῶ : γυμνῶσαι γὰρ ταῦτα αἰδούμεθα αἰδοῖα . οὕτως Ὠρίων . . . . αἰδοιέστατον
5823975 οἰκιη
οὐκ ἐπιτέτραπται ; ὅτι , ἔφην , ἢ ἀγροὶ ἢ οἰκίη ἢ τέκνα ἢ δάνεια ἢ νοῦσοι ἢ θάνατοι ἢ
ἀλλ ' ἐκ μέσου κατῆστο . Καὶ νῦν αὕτη ἡ οἰκίη διατελέει μούνη ἐλευθέρη ἐοῦσα Περσέων καὶ ἄρχεται τοσαῦτα ὅσα
5795113 τιμωρουμενη
δὴ πληρώσει ; ἐπιβᾶσα ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐμοῦ ἡ δύσζηλος τιμωρουμένη καὶ τιμωροῦσα πολυστένακτα ἢ δίχα στεναγμοῦ καὶ ἐλέους ὡς
ὀξεῖ ' Ἐρινύς : ἤτοι ὀξέως βλέπουσα , ἢ ὀξέως τιμωρουμένη . ἐστύγησεν ὥστε ἀλληλοφονίαν γενέσθαι τοῦ γένους αὐτοῦ .
5786483 ληρουντων
προδοσίας δικαίως κρινοίμην , οὐδὲ δικαστὴς εὖ φρονῶν ἀνέξεται τοιαῦτα ληρούντων : τῶν γὰρ πραττομένων ἕκαστον ἐφ ' ἑαυτὸ δεῖ
σέ . Γ τῇ Κεχηναίων πόλει : Ἀθηναίων , ὡς ληρούντων αὐτῶν . ἔπαιξε παρὰ τὸ “ Ἀθηναίων ” .
5778983 Χιμαιρα
δὴ καὶ πῦρ ἀναφέρεται . τούτῳ τῷ ὄρει ὄνομά ἐστι Χίμαιρα . τότε δὲ ἦν , ὡς λέγουσιν οἱ προσχώριοι
τῆς Χιμαίρας : ἔστι δ ' οὐκ ἄπωθεν καὶ ἡ Χίμαιρα φάραγξ τις ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀνατείνουσα . ὑπόκειται δὲ
5729440 κεκτησεται
ὄνομα ποτηρίου . Κρατῖνος : οὐδ ' ὀξύβαφον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται . Ἀντιφάνης δὲ εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας αὐτὸ παρίστησιν
ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον . ὀξύβαφον ,
5721748 σκοποιτο
θεωρηθείη , εἴ τις αὐτὸν πρὸς αὑτὸν τὸν ἄνθρωπον παραβάλλων σκοποῖτο ὁποτέρα τῶν ἕξεων βελτίων , πότερον ὅταν τύχῃ νοσῶν
ἄνδρας , πάντα δι ' ὧν τὸν αἰῶνα διεξελήλυθε , σκοποῖτο δ ' αὐτὴν , ὥσπερ τὰς νῦν φρονούσας ἐφ
5717591 ἐκρατυνετο
. ὃ δὲ αἰσθόμενος ἐξέφυγέν τε καὶ τὴν πατρῴαν ἀρχὴν ἐκρατύνετο , ἱππέας ἀθροίζων , οἷς ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς
πεντακισχιλίας . ὧδε μὲν ὁ Καῖσαρ δαψιλείᾳ δωρεῶν τοὺς μισθοφόρους ἐκρατύνετο . Καὶ τάδε μὲν ἦν ἀνὰ τὴν Ἰταλίαν ,
5684526 ἀνελκε
, τὰ κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον
ἥρωϊ ἄνακτι ὀξὺ δόρυ κραδάων : ὃ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε . τὼ δ ' ἄρ ' ὁμαρτήδην ὃ μὲν
5676748 περιεισι
τὰς Προυρίδας καλουμένας πύλας : εἶτ ' ἔξω τοῦ τείχους περίεισι κύκλῳ περικαθαίρων αὐτῷ τὴν πόλιν , καὶ τότε ὑπὸ
οὕτως ἔχει , ἀλλὰ τὸν μὲν κύκλον ἐν ἄλλῳ χρόνῳ περίεισι , τὴν δὲ κατὰ πλάτος παραχώρησιν ἐν ἄλλῳ τῳ
5655329 κατηκολουθησε
ὀφθῆναι ὑπὸ Λυγκέως : τῇ δὲ αὐτῇ γραφῇ καὶ Ἀπολλόδωρος κατηκολούθησε . πρὸς οὕς φησι Δίδυμος : ἀμφοτέρων ὑπὸ τῇ
καὶ τὴν τοῦ Καρακάλλου προςωνυμίαν , τῷ πατρὶ πρὸς ἅπαντα κατηκολούθησε τὸ πρῶτον : προϊὼν δὲ ἐχώρησέ τε εἰς ὠμότητα
5648895 ἑτοιμοτεραν
ἐνεργείαϲ τήν τε ὁλκὴν ἰϲχυροτέραν τῆϲ τροφῆϲ καὶ τὴν ἀλλοίωϲιν ἑτοιμοτέραν καὶ τὴν θρέψιν βελτίονα ἐργάζεται διὰ τὴν γινομένην θερμότητα
ἐνεργείας τήν τε ὁλκὴν ἰσχυροτέραν τῆς τροφῆς καὶ τὴν ἀλλοίωσιν ἑτοιμοτέραν καὶ τὴν ὄρεξιν βελτίονα διὰ τὴν γινομένην θερμότητα :
5635042 ἐξενεγκε
τράπεζαν λήψομαι ; καὶ ἐν Ἐκκλησιαζούσαις καὶ τὼ τρίποδ ' ἐξένεγκε καὶ τὴν λήκυθον . εἴρηνται δὲ οἱ τρίποδες καὶ
, βούλει μὴ βλέπειν εἰς τὰς κίχλας ; Τὸ λοφεῖον ἐξένεγκε τῶν τριῶν λόφων . Κἀμοὶ λεκάνιον τῶν λαγῴων δὸς
5633739 ϲιτωδη
παλαιῷ θερμῷ ἢ Ϲικυωνίῳ πλὴν τῆϲ κεφαλῆϲ τροφήν τε προϲάγειν ϲιτώδη χυλὸν ἔχουϲάν τινοϲ τῶν αὐϲτηρῶν , οἷον ῥοιᾶϲ ,
οἶνον κεκραμένον : ἤδη δὲ τοῦ βρέφουϲ λαμβάνοντοϲ ἀδεῶϲ τὴν ϲιτώδη τροφήν , ὅπερ ὡϲ ἐπὶ τὸ πολὺ γίγνεται περὶ
5632043 Κυννοι
ὤϊκται κἀνεῖτ ' ὀ παστός . οὐκ ὀρῆις , φίλη Κυννοῖ ; οἶ ' ἔργα κεῖ ' νῆν : ταῦτ
ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὀρῆις , Κυννοῖ , ὄκως βέβηκεν ? ? ? ? ? ?
5624310 ἐπετυχε
ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἐπρέσβευσεν εἰς Δημητριάδα πρὸς Ἀντίγονον καὶ οὐκ ἐπέτυχε . τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ τὸν
περὶ δὲ τὴν τῶν βουκολικῶν ποίησιν εὐφυὴς γενόμενος πολλῆς δόξης ἐπέτυχε . κατὰ γοῦν τινας Μόσχος καλούμενος Θεόκριτος ὠνομάσθη .
5620957 ἐννοησας
τοιαύτης ἀγῶνα ἐνθυμηθεὶς μὲν Δημόκριτον ἐλευθερώσαντα λοιμοῦ ποτε Ἀβδηρίτας , ἐννοήσας δὲ Σοφοκλέα τὸν Ἀθηναῖον , ὃς λέγεται καὶ ἀνέμους
δὲ ᾔσθετο παιδίον ἄῤῥεν ἐξ αὐτῆς γεννηθὲν , τὸν χρησμὸν ἐννοήσας , τὰ τούτου σφυρὰ διέτρησε , καὶ εἰς ὄρος
5618046 γλαυκωσεις
τὰ πλεῖστα ἐξαίφνης οὐ μόνον χρονίας ὀφθαλμίας , ἀλλὰ καὶ γλαυκώσεις καὶ ὑποχύσεις ἔσθ ' ὅτε καὶ κατεργάζεται . ἀρχομένας
⌋ προσκλύσματι : παραχρῆμα γὰρ ἵστησι . πρὸς δὲ τὰς γλαυκώσεις καὶ ὑποχύσεις καὶ τὰς ἀπεγνωσ - μένας διαθέσεις ὑγρὰ
5616228 ἐρευνωμεν
γένη καὶ δεσποτικὰ γράμματα καὶ συνόλως σώματα παρελθόντες ψυχῆς φύσιν ἐρευνῶμεν . εἰ μὲν γὰρ πρὸς ἐπιθυμίας ἐλαύνεται ἢ ὑφ
' ἄν , τοῦτο δὴ τὰ νῦν λέγωμέν τε καὶ ἐρευνῶμεν . Οὐκέτι νόμους , ὦ Μέγιλλε καὶ Κλεινία ,
5608266 μιμῃ
εἰς ἀπόδειξιν ἀρετῆς . ὅτι μὲν οὖν τῷ πόνῳ μὲν μιμῇ τὸν Ἡρακλέα , τῷ τάχει δὲ τὸν Περσέα ,
, ὡς τεχνικήν τε ἅμα καὶ προνοητικὴν τοῦ ζῴου , μιμῇ δ ' αὐτὴν οὐδαμῶς . παμπόλλων γὰρ ὄντων δογμάτων
5600318 συνεχομενην
τὴν πόλιν , οὕτω κοινῷ πολέμῳ βαρβάρων τε καὶ Ἑλλήνων συνεχομένην : οἱ δ ' οὕτω μετέστησαν τὰ πράγματα ὥσπερ
τοῖς ἀνδράσι διδόναι . λιμενήοχον ἄκρην : ἐὰν μὲν τὴν συνεχομένην , προπαροξυτόνως : ἐὰν δὲ τὴν συνέχουσαν τὸν λιμένα
5596588 αὐτοδηλα
δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα
χορὸς ὁρᾷ βασταζόμενα . τάδ ' ] τὰ πήματα . αὐτόδηλα ] φανερά . αὐτόδηλα ] φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα
5591586 ἀφωρισε
εἰ σύμμαχοι Λακεδαιμονίων γένοιντο . Ὅτι καὶ Τιμόθεος πόλιν περιστρατοπεδεύσας ἀφώρισε τόπον τοῖς στρατιώταις προνομεύειν , τὸ δὲ λοιπὸν παραφυλάττειν
ὑπὸ τῶν ἐν τῇδε τοὺς ἐν ἐκείνῃ . Παρμενίδης πρῶτος ἀφώρισε τῆς γῆς τοὺς οἰκουμένους τόπους ὑπὸ ταῖς δυσὶ ζώναις
5591276 ἐπουρισας
οἴκους λαβεῖν . ἀλλ ' οὔτι ταύτηι σὸν φρόνημ ' ἐπούρισας , ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας παίδων τ '
μετετράπη : ἐκφαυλίσαντα : πόλεμον : λείπει τὸ ὥστε : ἐπούρισας : ἔστησας ἐφώρμισας . ἢ ἐστήριξας , ἀπὸ τῶν
5589698 ἀποσπασθεισα
ἡμᾶς καλῶς ἐκμήναντα θεόν , ὡς ἐγὼ καὶ βραχύ τι ἀποσπασθεῖσα σοῦ οὔτε ζήσομαι οὔτε τὸν ἥλιον ὄψομαι . Ταῦτα
φρένες . τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν ; ποίας δ ' ἀποσπασθεῖσα φύτˈλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων , γεύεται δ '
5584018 ἐβλεπες
κάρτ ' ] λίαν . παρεσκόπης ] ἔξω βλέπεις ἢ ἔβλεπες . ξυνῆκα ] ἐνόησα . Ἕλλην ' ] Ἑλληνικήν
ὡς ] ὄντος . ἕως ] μέχρις . ἔλευσσες ] ἔβλεπες . αὐγὰς ] † ἤγουν τὸν ἥλιον περιφανῶς .
5572182 ἑσταθι
ὀλίγον . Φωσφόρος , ὦ σώτειρ ' , ἐπὶ Πόλλιδος ἕσταθι κλήρων , Ἄρτεμι , καὶ χαρίεν φῶς ἑὸν ἀνδρὶ
τοῦ θεοῦ ταύτην λαβεῖν καὶ περίθετον πρόσωπον , ὃ λαβὼν ἕσταθι . πάντα ἔχουσα τὰ τοιαῦτα ἐν ἑαυτῇ . τῆς
5568337 περσικη
καὶ ὁ καρπὸς μῆλα περσικά , τὰ λεγόμενα βερίκοκκα : περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν
πᾶσαν ὥραν βλαστάνει τε καὶ ἀνθεῖ καὶ καρποτοκεῖ καθάπερ ἡ περσικὴ μηλέα καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον ἀπορήσειεν ἄν τις
5563781 ἐμιμησαμην
προσέοικε τἀγαθά . ταῦτα μὲν οὖν ὡς οἷόν τε ἦν ἐμιμησάμην , ἅτε οὐκ ἔχων ὀνομάσαι . συνεχῶς δὲ ἀστράπτοντα
' ἑκάστην εὐχόμενος , τοιαύτην ὑπόθεσιν γράφω , σὲ ζηλῶν ἐμιμησάμην τοὺς πολεμίους κατὰ τοῦ γένους , καὶ πρᾶξιν ἀνήκεστον
5557883 ἀπολυων
οὐδαμῶς ἄλλως ἐλέγχειν ἢ ἐξ ὧν τοὺς ἄλλους ὁ κατήγορος ἀπολύων αὐτὸν τὸν θάνατόν φησι μηνύειν ἐμὲ τὸν φονέα ὄντα
ἀρετῆς ἄξιον , ἐγώ σοι τοῦτ ' ἔχω μαρτυρεῖν . ἀπολύων δέ σε τοῦ τότε συναδικεῖν ἡμᾶς μέμφομαι τοῦ νῦν
5556394 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
5546855 χλευασαι
ἄκρως . διασιλλοῦν καὶ διασιλλῶσαι : σημαίνει τὸ διασῦραι καὶ χλευάσαι . σίλλοι γὰρ ᾄσματα χλευαστικά . δημοφανὲς πρᾶγμα :
ἰδίαν ἐπιστήμην ἀποφῆναι περιβόητον , ὡς ἐπὶ τῷ διασῦραι καὶ χλευάσαι τὰ γινόμενα ; καὶ γὰρ τὰς βακτηρίας εἰς δρακόντων
5545164 Βλεπε
ξένος , ὅτι νῦν καταπιπράσκει τὴν τρίχα ἀντὶ ἄρτων . Βλέπε τίς εἶχεν τὸν νιπτῆρα τῶν ποδῶν χρυσοῦ καὶ ἀργύρου
, ἕως ἂν λευκανθῇ : ἕως οὗ γένηται λευκόν . Βλέπε οὖν μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεως :
5544999 μανῃ
συμμιγέντος , Ἥρα ἀπεθηρίωσεν αὐτήν , καὶ ὅτι ἡνίκα ἂν μανῇ , τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξαιρεῖ καὶ εἰς κοτύλην βάλλει ,
. ἐν δὲ τοῖς πνευματώδεσι καὶ ψυχροῖς καὶ τῇ φυτείᾳ μανῇ ἀναυξέστερα μέν , πυκνότερα δὲ καὶ ξηρότερα . συνίστησι
5544088 μεταβεβληται
παλαιὸς νῦν μεθέστηκε ] ἤγουν ἡ παλαιὰ εὐτυχία τῶν Περσῶν μεταβέβληται , ἣν ἐν τοῖς πολέμοις εἶχον , καὶ πάντων
ἦν , οὔτε τὸ μὴ μένον : ἔφθαρται γὰρ καὶ μεταβέβληται , ἀλλ ' οὐ μεταβάλλει . οἷον εἰ μεταβάλλει
5542796 διοικουμενα
ἀλλ ' ὡς ἔτυχεν , ὁπουδήποτε ἦσαν ἐῤῥιμμένα , μὴ διοικούμενα ὑπὸ δυνάμεως : ὃν ἐξ ὀρεοτυπίης παρὰ τὴν γέφυραν
ἔχει φύσιν ἐπινεύειν καὶ ἐπιστρέφεσθαι πρὸς τὰ γιγνόμενά τε καὶ διοικούμενα . Καὶ τὸ μὲν ἀρχικὸν καὶ αἴτιον προκατάρχει πάντων
5541889 διαθεις
καλῶς ἔχον ὁρῶ , μή μέ τις μέμψηται , εἰ διαθεὶς Ἀθηναίοις ἰσοπολιτείαν , καὶ παρὸν τυραννεῖν αὐτὸς οὐκ ἀξιώσας
τῷ πλησιάσαι τοῖς τείχεσιν αἱρεῖ κατὰ κράτος . καὶ ταὐτὰ διαθεὶς ὅσα τὰς πρότερον ἁλούσας ἕωθεν εὐθὺς ἀναστήσας τὴν δύναμιν
5539876 βρωτοισι
' ἔχων , μισῶ δ ' ὅσοι χρήιζουσιν ἐκτείνειν βίον βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασιν παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν
κάλλιον . Ἔχει δὲ καὶ τόδε ὧδε : ἐν τοῖσι βρωτοῖσι καὶ τοῖσι ποτοῖσιν ἔνεστι πᾶσι καὶ χολώδεός τι καὶ
5530116 ῥιψῃ
κινουμένας ὀχλιζομένας ] φερομένας ῥόος ] τὸ ῥεῦμα ὤσῃ ] ῥίψῃ ὤσῃ ] ἄξῃ ἀθρόα ] πολύ ἀθρόα ] ἐξαίφνης
φλοιοῦ τῆς ῥίζης βραχὺ διαμασησάμενος τὸν σίελον καταπίῃ αὐτὸ δὲ ῥίψῃ , ἐκ διαρροίας ὁ τοιοῦτος κινδυνεύσει . Πρὸς δὲ
5527931 κατεσφαξε
: ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ καιρῷ κατέσφαξε καὶ εὐτρέπισεν ἐς τὸ δεῖπνον , καὶ ἦν ὥσπερ
κατέφυγε , Πελίας δὲ ἐπ ' αὐτῶν τῶν βωμῶν αὐτὴν κατέσφαξε , καὶ καθόλου διετέλει τὴν Ἥραν ἀτιμάζων . ἐστασίασαν
5527051 ἀποκειμενην
ἔσπευδε ξενίας διδόναι ἢ πάντως τινὰ χάριν εἰς αὐτὴν ἔχειν ἀποκειμένην . Καὶ οἱ μὲν ἦσαν ἐν τούτοις : ὁ
. . ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΕΥΣ ΚΕΡΑΜΕΙ ΚΟΤΕΕΙ . Ἤγουν ἀγανάκτησιν ἔχει ἀποκειμένην , βλάβης καιρὸν παρατηροῦσαν , καὶ τέκτονι τέκτων κοτέει
5525735 Κωλα
ἀντείποι . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου . Κῶλα δὲ καὶ συνθήκη ἀνάπαυσίς τε καὶ τὸ ἐκ τούτων
καὶ ὅσα τοιαῦτα . Ἀλλὰ σχήματα μὲν ταῦτα λαμπρότητος . Κῶλα δὲ τὰ μέλλοντα ποιήσειν τὸν λόγον λαμπρὸν μακρότερα εἶναι
5525711 σκωπτοντας
ἐνδόξων τε καὶ πλουσίων , διαβληθέντας αὐτῷ ὡς ἀπαρεσκομένους καὶ σκώπτοντας αὐτοῦ τὸν βίον . ἠγάγετο δὲ γυναῖκα τὴν εὐγενεστάτην
μὲν τὸν Διόνυσον , ὡραίαν δὲ τὴν Ἀριάδνην , οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας , πάντες
5524738 ἀλαζονια
ἐστὶ προσποίησις ἀδυναμίας ὧν δύναταί τις ποιεῖν , ἧς ἐναντίον ἀλαζονία , προσποίησις δυναμέως ὧν οὐ δύναταί τις ποιεῖν .
ἀπάτῃ ἣν περὶ Διὸς λέγεις . γνωμικόν αὐθαδία ] ἡ ἀλαζονία φρονοῦντι μὴ καλῶς ] ἤγουν τῷ ἄφρονι αὐτὴ καθ
5511214 εὐπαιδευτος
καθάριος , ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ
ἐστιν Αἰσχύλος ὁ καὶ τὰ Μεσσηνιακὰ ἔπη συνθείς , ἀνὴρ εὐπαίδευτος . ὅταν δ ' ἔρωτος ἐνδεθῶμεν ἄρκυσιν θᾶσσον θυραίοις
5506820 Ἱππομενης
βασιλεῖς ᾑροῦντο διὰ τὸ δοκεῖν τρυφᾶν καὶ μαλακοὺς γεγονέναι . Ἱππομένης δὲ εἷς τῶν Κοδριδῶν βουλόμενος ἀπώσασθαι τὴν διαβολήν ,
τοῦ πλησιάσω . ἐντεῦθεν ἄρχεται τῆς ᾠδῆς . Ἱππομένης : Ἱππομένης ὁ υἱὸς Μεγαρέως τῆς Σχοινέως Ἀταλάντης τῆς δρομαίας ἐρασθεὶς
5506149 ἐκτανες
' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει
οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες
5501278 ἀπεκτειναμεν
: καὶ συνήψαμεν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀπὸ Σηλὼμ συμμάχους αὐτῶν ἀπεκτείναμεν : καὶ οὐκ ἐδώκαμεν αὐτοῖς διέξοδον τοῦ εἰσελθεῖν πρὸς
. ταῦτα κατέστησεν ἀήττητον ἐκείνῳ τὸ πάθος , τούτοις αὐτὸν ἀπεκτείναμεν . εἰ μὲν γὰρ παράδοξον ἦν αὐτόχειρα γεγενῆσθαι ,
5496664 ἐμεμψω
πολὺ πάντων ἀνθρώπων ἀμείνους , οἷς πειθόμενος οὐδὲν οὐδέποτε σαυτὸν ἐμέμψω : εἰ δέ σοι δεῖ καὶ ἀνθρώπων φωνῆς ,
τότε σοι τῆς βασιλείας ἡμέρα παραπώλετο : ἣν γὰρ ἔνδειαν ἐμέμψω τῷ λόγῳ , ταύτην σοι ὁ λόγος αὐτὸς ἀνεσώσατο
5490932 κεκλεισμενα
μήτε νεφέλη μήτε ἀχλύς . ὡς γὰρ οὐχ ἡδὺ θέαμα κεκλεισμένα ὄμματα , οὕτως οὐδὲ γένεια καλοῦ κομῶντα . εἴτε
ὑστεραίας ἦλθεν ἐπὶ τὰ βασίλεια , ζητῶν τὴν γυναῖκα . κεκλεισμένα δὲ ἰδὼν καὶ πολλοὺς ἐπὶ θύραις τοὺς φυλάσσοντας περιῄει
5489595 ἐμπλαϲτροιϲ
μεθ ' ἣν λύϲαντα καὶ λουτρῷ χρηϲάμενον ἀποθεραπεύειν ταῖϲ καταγματικαῖϲ ἐμπλάϲτροιϲ προϲήκει . οὗτοϲ ὁ τρόποϲ τοῦ χειριϲμοῦ πᾶϲιν τοῖϲ
μολυβδαίνῃ δύναμιν : ϲτυπτικὴ γάρ ἐϲτι καὶ ἐπιϲπαϲτική : ὅθεν ἐμπλάϲτροιϲ φαιαῖϲ τε καὶ ἀφουλωτικαῖϲ μίγνυται . Ἐλλέβοροϲ ἑκάτεροϲ θερμαίνει
5484793 παρεδωκα
νεὼς διηγησάμην τοῖς ἐγγυηταῖς τῆς τραπέζης τὴν πρᾶξιν , καὶ παρέδωκα τὸ ἐνέχυρον , εἰπὼν αὐτοῖς ὅτι δέκα μναῖ ἐνείησαν
παρὰ τοῦδ ' ἔγωγε μᾶλλον . ὅστις γ ' αὐτοῖς παρέδωκα τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας . τῶν θεατῶν δ ' οἷστισι
5482963 εὐφρανας
ἔχειν πυνθάνεσθαι ταύτην λίαν ἔχομεν ἐρωτικῶς . Ἄλλη . Συνήθως εὔφρανας , δέσποτα , τῇ τῶν γραμμάτων διαδοχῇ σωματικὴν ἡμῖν
ταῖς θείαις γοναῖς . κατὰ πάντων δὲ ἀπὸ κοινοῦ τὸ εὔφρανας ἀκουστέον . ἢ ὅτ ' ἀμφὶ Τειρεσίαο : ἢ
5482830 πορθει
Φίλιππος ἃς μὲν κατείληφε πόλεις τῶν ἀστυγειτόνων , τινὰς δὲ πορθεῖ , κεφαλαίῳ δ ' ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν παρασκευάζεται παραγίγνεσθαι
οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ ' ἔβλαστε : τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ , τόδ ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων , τόδ '
5477145 κατεσκαψεν
' ἐν εἰρήνῃ Νάξον καὶ Κατάνην παρασπονδῶν ἐξανδραποδισάμενος ἣν μὲν κατέσκαψεν , ἣν δὲ τοῖς ἐξ Ἰταλίας Καμπανοῖς οἰκητήριον ἔδωκεν
ἀπονοίας ἀντιστᾶσαν ἡβηδὸν ἔκτεινε καὶ πόλιν αὐτῶν Σάγγαλα τὴν καρτερωτάτην κατέσκαψεν . διῆκε τοὺς Ἰνδοὺς φήμη πονηρὰ ὡς Ἀλεξάνδρου φονικῶς
5472990 νεωνητος
ἀλλήλας οὐκ ἀγεννῶς ἠμφισβήτουν περὶ τοῦ τίνι τούτων νυμφίος ὁ νεώνητος ἔσται . τῆς δὲ τοῦ Ξάνθου γυναικὸς εἴσω κληθῆναι
ἐμαυτῇ . “ καὶ ἐξέρχεται καί φησιν ” ποῦ ὁ νεώνητος ; “ ἐπιστραφεὶς ὁ Αἴσωπος λέγει ” ὧδε ,
5472433 ληϊζομενος
τοῦτο ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς Πελοποννήσου προὐχώρει καταστρεφόμενός τε καὶ ληϊζόμενος πάντα τὰ ἐν ποσὶ τά τε ἀνάντη καὶ δύσβατα
πλοῦτον καὶ πρᾶγμα λαμβάνεις πορνοβοσκῶν , ἢ καπηλεύων , ἢ ληϊζόμενος , ἢ πανουργῶν , ἢ ψευδομαρτυρῶν , ἢ συκοφαντῶν
5466360 ἀνιστορεις
ὡς κηρύσσεται ; ὡς πάνθ ' ἅπαξ με συλλαβοῦς ' ἀνιστορεῖς . πρὶν γὰρ θανεῖν σε , τοῦδ ' ἐπαυρέσθαι
ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις ; Ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς . Ἄρχεις δ ' ἐκείνῃ ταὐτὰ γῆς ἴσον νέμων
5465436 ξυνιημ
μέγας γ ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι . Μέγας , ξυνίημ ' : ἀλλὰ τῆς ζώσης φόβος . Ποίας δὲ
σκαιός τ ' ἔγωγε ? ? καὶ ο [ ὧδε ξυνίημ ' ἀστέρ [ τώδ ' αὐτὸς εἶδον : κ
5464712 ὑπομνησον
ἔχεις , κίνησον λογικῇ διαθέσει λογικὴν διάθεσιν , δεῖξον , ὑπόμνησον : εἰ γὰρ ἐπαΐει , θεραπεύσεις καὶ οὐ χρεία
ὑπεράγουσιν τὴν χρηστότητάν μου . καὶ εἶπεν ὁ προφήτης : ὑπόμνησον τῶν γραφῶν , ὁ πατήρ μου ὁ ἐκμετρήσας τὴν
5462959 τελειουσα
οὕτως , ἀλληγορικῶς δὲ ἡ πάντα ἀνύουσα καὶ τρέφουσα καὶ τελειοῦσα : ἡ αὐτὴ γάρ ἐστι τῷ συμμιγεῖ καὶ εὐκράτῳ
τὸ κρεῖττον τὸ εὖ εἶναι ἑαυτῇ παρέχουσα καὶ ἀνεγείρουσα καὶ τελειοῦσα ἑαυτὴν , πολλῷ πλέον τὸ ἔλαττον τὸ εἶναι ἑαυτῇ
5462551 ἐλανθανεν
ἔτος . οὐ γὰρ δὴ ἔστιν εἰπεῖν , ὡς λεγόμενον ἐλάνθανεν , ὥσπερ οὐδὲ τἄλλα . τῆς τε γὰρ τῶν
Ἑλλησποντιακαὶ πόλεις ἑκοῦσαι . τοῦτο δ ' αὖ οὕτω τρεφόμενον ἐλάνθανεν αὐτῷ τὸ στράτευμα . Ἀρίστιππος δὲ ὁ Θετταλὸς ξένος
5461424 ᾐτιασω
ἀναγνώσομαι ἤδη ξυγγεγραμμένον . Ἀνάγνωθι : οὐ πάντα γὰρ ἀλόγως ᾐτιάσω . καὶ δεῖ τὰ πολλὰ αὐτῶν ἐπισχεῖν , ὡς
ὅ γε Περικλῆς ὑπεύθυνος ἦν , ὃν σὺ μάλιστα πάντων ᾐτιάσω καὶ τοῖς κακοῖς ἐπιμεληταῖς τῶν ὄνων τε καὶ βοῶν
5460839 ἱεροπρεπης
λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . ἐγὼ δ '
ἐμοῦ δικαίως : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῶιος διέφυγεν . ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη . [ ] ς
5460324 ἠβουλου
γὰρ δήπου τὸν ἐντυχόντα , ἀλλ ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὃν ἠβούλου . ἦ γάρ ; Ναί . Οὐκοῦν καὶ εἰ
; Ἄτοπον . Ἄγε , σὺ δ ' ἂν νοσῶν ἠβούλου φιλοστόργους οὕτως ἔχειν τοὺς προσήκοντας τούς τ ' ἄλλους
5459067 ἀποδιωκει
δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον
ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ
5457804 ἐφηκε
βασιλέων ἤθη . Ἀρχιερεὺς δὲ ἀναρρηθεὶς ἐς τὰ οἴκοι πάτρια ἐφῆκε μὲν κατὰ τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων νόμους , ὡς
μὴ ἀδίκως αὐτὸ πάσχωσιν : καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐλευθέραν ἐφῆκε γίγνεσθαι οὐδὲ ἄκριτον τὴν τιμωρίαν , ἀλλ ' ἐς
5455018 Ἀμηστρις
συμβουλεύουσιν Ἀρτοξάρης τε ὁ Παφλαγὼν εὐνοῦχος , ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς
τὴν δὲ τοῦ βασιλέως θυγατέρα ὁ τοῦ Ἰδέρνεω υἱός . Ἀμῆστρις ἦν ἡ θυγάτηρ , τῶι δὲ ταύτης νυμφίωι ὄνομα
5453915 ἀπεικαστεον
ἐοίκοι ἂν ὥσπερ τυφλοῦ πορείᾳ . ἀλλ ' οὐ μὴν ἀπεικαστέον τόν γε τέχνῃ μετιόντα ὁτιοῦν τυφλῷ οὐδὲ κωφῷ ,
ἀπεικαστέον Ἀλλὰ τὸν τέχνῃ μετιόντα τὰ πράγματα καὶ ἐπιστήμῃ οὐκ ἀπεικαστέον τυφλῷ , ἀλλὰ φωτεινῷ καὶ νοερῷ ἀνθρώπῳ . σκαʹ
5453426 κατεφαγε
τῆς ἀγέλης . αὐτὸς οὖν ὁ Ἴδας τὴν ἰδίαν μερίδα κατέφαγε καὶ τὴν τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοὺς βόας ἤλασεν εἰς
, καὶ ἀναπεπτωκότες κάθησθε καὶ τὸ ἐκνενευρισμένοι καὶ τὸ κατεσθίων κατέφαγε καὶ τὸ διορωρυγμένοι κατὰ πόλεις καὶ τὸ περικόπτων καὶ
5452670 Μασιστεω
παιδὶ τῷ ἑωυτοῦ Δαρείῳ , θυγατέρα τῆς γυναικὸς ταύτης καὶ Μασίστεω , δοκέων αὐτὴν μᾶλλον λάμψεσθαι ἢν ταῦτα ποιήσῃ .
μητέρα αὐτῆς εἶναι αἰτίην καὶ ταῦτα ἐκείνην πρήσσειν , τῇ Μασίστεω γυναικὶ ἐβούλευε ὄλεθρον . Φυλάξασα δὲ τὸν ἄνδρα τὸν
5449902 ἀγροικως
ἀμφιβάλλου σφυροῖς : οὐ καθήσεις , τάλαν , μηδ ' ἀγροίκως ἄνω γόνατος ἀμφέξει ; Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον τὸν
βουκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι , τάλαν ; οὐ μεμάθηκα ἀγροίκως φιλέειν , ἀλλ ' ἀστικὰ χείλεα θλίβειν . μὴ
5447782 Νυκτευς
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ χώραν . Μαθὼν δὲ ὁ Νυκτεὺς βασιλεὺς , ὁ ταύτης πατὴρ , ὅτι ἐφθάρη ,
κἀκεῖθεν ἐλέγετο βάκχη . Ὁ δὲ αὐτῆς πατὴρ , ὁ Νυκτεὺς , εἶχεν ἀδελφὸν ὀνόματι Λύκον , βασιλέα τοῦ Ἄργους
5447377 Ἐλλεβορον
κοιλίην σκληρύνει : μίξις τὰ κατὰ τὴν γαστέρα σκληρύνει . Ἐλλέβορον πιόντα θᾶσσον καθαίρειν ἢν θέλῃς , λούειν ἢ φαγεῖν
σκληροτέρα ἀπὸ τῆς ψύξεως γίνεται ἡ κόπρος . κγʹ . Ἐλλέβορον πιόντα θᾶσσον καθαίρειν ἢν ἐθέλῃς , λούειν ἢ φαγέειν
5445863 πιστευσει
, ὃν οὔτε εἰπεῖν ῥᾴδιον , οὔτε ἀκούσας τις ἴσως πιστεύσει πρὶν αὐτόπτης γενέσθαι τοῦ θεάματος . εἰς γὰρ τὸν
ἔργα . Ἀλλὰ ἐσθὴς ἐνέκειτο καὶ ἄργυρος : καὶ τίς πιστεύσει νοῦν ἔχων ὅτι τοσαῦτα φέρουσα ναῦς πεῖσμα εἶχε λύγον
5443349 λυῃ
βουλομένῳ Ἀθηναίων λύειν , ἕτερον τιθέντι ἀνθ ' ὅτου ἂν λύῃ . διαχειροτονίαν δὲ ποιεῖν τοὺς προέδρους περὶ τούτων τῶν
καὶ Ἀθηνᾶν κοινωνοὺς πολιτείας ἀτιμάζων , βραχὺ κέρδος ἀγαπῶν , λύῃ μεγάλας κοινωνίας , νόμος ὁ βοηθῶν ἔστω τῷ τῆς
5440098 εὐχεσθω
καὶ τοῖσι τῆς φωνῆς πόνοισι χρεέσθω , καὶ τοῖσι θεοῖσιν εὐχέσθω , καὶ καταστήσεται αὐτῷ ἡ ταραχή . Ἥλιον δὲ
δεσπόζοντι οἰκίας ἡ ταύτης κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἀνῆπται φροντίς . εὐχέσθω δὴ πᾶς θεῷ , ὅτῳ τὸ θεοφιλὲς ὤμβρησεν ἀγαθόν
5437526 ἀνελουσα
. εἰκότως δὲ τοῦτο ἔπαθεν : ἡ γὰρ ἐξ αὑτῆς ἀνελοῦσα ψυχὴ τὸ φιλάρετον καὶ φιλόθεον δόγμα τὸν ἀρετῆς τέθνηκε
καὶ Σικελίας ἁρπάσασα τῶν ταύρων τινὰς ἡ ῥηθεῖσα Σκύλλα καὶ ἀνελοῦσα καὶ αὐτὴ ὑφ ' Ἡρακλέος ἀναιρεῖται , ὕστερον δὲ
5435852 παρεσσεται
δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται : καί ποτέ τοι τρὶς τόσσα παρέσσεται ἀγλαὰ δῶρα ὕβριος εἵνεκα τῆσδε : σὺ δ '
: διὰ παντὸς ἐξέσται σοὶ οὕτως τυγχάνειν ἄγρας τοιαύτης . παρέσσεται : ἔσεται , ὑπάρξει , γενήσεται . εὔστοχος :
5432450 πυργηρουμενοις
τύχης ἔχει τὰ πράγματα . . χρόνον ] κατά . πυργηρουμένοις ] πολιορκουμένοις . . περικυκλουμένοις καὶ φυλασσομένοις . .
περικυκλουμένοις . πυργηρουμένοις ] ἡμῖν . πυργηρουμένοις ] φυλασσομένοις . πυργηρουμένοις ] κυκλουμένοις . πυργηρουμένοις ] ὑπὸ ταύτης , ἢ
5430998 δεικνυουσα
ἐν εὐρύτητι τὰ μέρη τοῦ ὅρου ἐξετάζουσα καὶ ἕκαστον τούτων δεικνύουσα καλῶς εἰλημμένον ἐν τῇ περιγραφῇ , οἷον ὡς ἐπὶ
καὶ τὴν Διονυσιακὴν ἐλευθερίαν καταχεῖν αὐτῶν , ἄρτι μὲν ἀεροβατοῦντας δεικνύουσα καὶ νεφέλαις ξυνόντας , ἄρτι δὲ ψυλλῶν πηδήματα διαμετροῦντας
5430279 παρεστηκα
] διωγμοῖς [ καὶ θλίψεσιν ] καὶ κινδύνοις ? [ παρεστηκα - ] [ ! ! ! ! ! !
] διωγμοῖς [ καὶ θλίψεσιν ] καὶ κινδύνοις ? [ παρεστηκα - ] [ ! ! ! ! ! !
5427013 ἀφειμενα
αὐτοῦ εἰπόντος περὶ ἀρετῆς , κράτιστον εἰκῆ ταῦτ ' ἐᾶν ἀφειμένα , ἀναστὰς ἐξῆλθε , φήσας γελοῖον εἶναι ἀνδράποδον μὲν
καὶ καθαρὰ ἀνιχνεύοντές τε καὶ διαμώμενοι ἐκ πηγῶν ἀρχαίων εὑρίσκομεν ἀφειμένα . ἀλλ ' ἵνα μή τις ἡμᾶς ἑνί που
5425904 λαχανοισι
καὶ τῶν λοιπῶν τοιούτων ὀρνίθων , ὀπτοῖσι καὶ ἑφθοῖσι : λαχάνοισι δὲ ὡς ἥκιστα : οἴνῳ δὲ μέλανι ἀκρητεστέρῳ αὐστηρῷ
τοῖσι δὲ χοιρείοισι μὴ πολλοῖσι καὶ σκυλάκων μηδὲ ἐρίφων : λαχάνοισι δὲ πράσοισί τε καὶ σκορόδοισιν ἑφθοῖσι καὶ ὠμοῖσι ,
5422137 πρεσβευω
. καὶ διαπρεσβεύομαι . πρεσβεύω δὲ τὸ πρέσβις πέμπομαι . πρεσβεύω λέγεται καὶ τὸ τιμῶ . ὡς παρ ' Ἀριστείδῃ
πρὸς τὸν Πέρσην τὸ πρέσβεις πέμπω . καὶ διαπρεσβεύομαι . πρεσβεύω δὲ τὸ πρέσβις πέμπομαι . πρεσβεύω λέγεται καὶ τὸ
5421998 θεσμοθετης
τοῦ ἀπολογουμένου ῥάβδον κατέχει παρεστὼς ὁ κῆρυξ ἢ ⌈ ὁ θεσμοθέτης καὶ Γ τοῦτο ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς καταψηφισθέντας , Γ
τοῦ δικαστηρίου ὡς βραδέως ἥκοντα . θεσμοθέτης : ὅτι καὶ θεσμοθέτης παρετύγχανε καὶ ἔβλεπε τὰ δικαστήρια . Γ θεσμοθέτης ]
5421539 Πανιωνιος
ἴδμεν . Ἁλόντα γὰρ αὐτὸν ὑπὸ πολεμίων καὶ πωλεόμενον ὠνέεται Πανιώνιος , ἀνὴρ Χῖος , ὃς τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ
ὠνείδισε , ἀχθέντων τῶν παίδων ἐς ὄψιν , ἠναγκάζετο ὁ Πανιώνιος τῶν ἑωυτοῦ παίδων , τεσσέρων ἐόντων , τὰ αἰδοῖα
5420801 ἐνδυσαι
αὐτῶι πορφύραν ἀποστείλωσιν : ἤθελεν γὰρ τοὺς ἑταίρους ἅπαντας ἁλουργὰς ἐνδῦσαι στολάς . ἀναγνωσθείσης δὲ τῆς ἐπιστολῆς Χίοις παρὼν Θεό
: καὶ σφᾶς αὐτοί τε οἱ Τεγεᾶται καὶ γυναῖκες ὅπλα ἐνδῦσαι μάχῃ νικῶσι , καὶ τόν τε ἄλλον στρατὸν καὶ
5417549 συνειλεκτο
ἀναμνήσας , τὰ δὲ ἀπειλήσας ἀπῆλθε . καὶ ἤδη δύναμις συνείλεκτό τις , ἧς οὐ τὸ πλῆθος μᾶλλον ἄν τις
ἀναμνήσας , τὰ δὲ ἀπειλήσας ἀπῆλθε . καὶ ἤδη δύναμις συνείλεκτό τις , ἧς οὐ τὸ πλῆθος μᾶλλον ἄν τις
5415183 εἰσηξε
μεγάλην δαμάσιππον . “ Παλλάδα περσέπτολιν : Κύδοιπός τις ποιητὴς εἰσῆξέ τινα λέγοντα ἐν τῷ ἑαυτοῦ ποιήματι τὸ παρὸν ᾆσμα
κωμικὸς ποιητής , ὃς πάντα , ἃ παρακατιών φησιν , εἰσῆξέ τινας ἀσέμνως ποιοῦντας ἔν τινι αὐτοῦ δράματι καὶ σκώπτοντας
5414672 βαρυοσμος
, λεῖος , λιπαρός , εὔθρυπτος , τάχιστα διιέμενος , βαρύοσμος . Πεπέρεως ἐκλέγου τὸ βαρύτατον καὶ πλῆρες , μέλαν
σκίδναται : διαμερίζεται * ἐμβαρύθουσα : βαρύοσμος ἡ βοτάνη αὕτη βαρύοσμος μέσον δ ' ὡς ἀχράδα καρπὸν ἤτοι ἕως τῆς
5412484 ἐπιμελῃ
ὦ Ἰσχόμαχε , ἀφ ' ὧνπερ ἤρξω , πῶς ὑγιείας ἐπιμελῇ ; πῶς τῆς τοῦ σώματος ῥώμης ; πῶς θέμις
εὐθὺς ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἀρχίδαμον εἶπεν : Ὅτι μὲν ἡμῶν ἐπιμελῇ ἤδη ἴσμεν : εὖ δ ' ἐπίστω , Ἀρχίδαμε
5408396 καταπατησας
ἐκεῖνα αὐτῷ προσθεῖναι ; οὐχὶ δὲ πάντας τοὺς λόγους τούτους καταπατήσας ἐπηρμένος ἡμῖν καὶ πεφυσημένος περιπατεῖ μηδ ' ἀνεχόμενος ,
ἐν καλοῖς καὶ ἐπιτηδεύοι τὰ τοιαῦτα πάντα , ὡς μεγαλοπρεπῶς καταπατήσας ' ἅπαντ ' αὐτὰ οὐδὲν φροντίζει ἐξ ὁποίων ἄν
5408021 συνηναγκασε
τινα ἐπιβουλὴν μηχανήσηται , φθάσας αὐτὸν συνέλαβε καὶ πιεῖν κώνιον συνηνάγκασε . τοὺς δὲ συνηκολουθηκότας στρατιώτας ἐπαγγελίαις δημαγωγήσας κατέμιξε τοῖς
νικήσας , καὶ τοὺς μὲν ἀνελὼν τοὺς δὲ διώξας , συνηνάγκασε τὸν Διονύσιον γυμνὸν διανήξασθαι τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ καὶ

Back