αὐτῶι πορφύραν ἀποστείλωσιν : ἤθελεν γὰρ τοὺς ἑταίρους ἅπαντας ἁλουργὰς ἐνδῦσαι στολάς . ἀναγνωσθείσης δὲ τῆς ἐπιστολῆς Χίοις παρὼν Θεό | ||
: καὶ σφᾶς αὐτοί τε οἱ Τεγεᾶται καὶ γυναῖκες ὅπλα ἐνδῦσαι μάχῃ νικῶσι , καὶ τόν τε ἄλλον στρατὸν καὶ |
οὐ προείπομέν σοι ταῦτα ; Ὁ δὲ ἱκετεύων ἔλεγεν : Ἐλέησόν με καὶ μὴ ταῖς Ἀγαρηνῶν χερσὶ παραδοθῆναι ἐάσῃς με | ||
ἐκείνην εἰς τὸν κριτήν : ἔλεγεν δὲ ἡ ψυχή : Ἐλέησόν με , κύριε . καὶ εἶπεν ὁ κριτής : |
αὐτῇ προςῆκεν ἐπιθεῖναι τὸ ξίφος : εἶτα μετὰ τὴν μετάληψιν λῦσον εὐθὺς τὴν ἀπὸ τοῦ νόμου διάνοιαν : οἷον , | ||
εἴτε δειλίᾳ καὶ τῷ φοβεῖσθαι μὴ πάλιν ἐλθὼν ἀπέλθῃ , λῦσον τὸν φόβον καὶ τὸ ταχέως προσέστω . πάντως καὶ |
δ ' ἔμ ' ἔσκηψεν [ τάδε . κἄπειτ ' ἀυτεῖς καὶ σὺ μαρτύρηι θεοὺς αὐτὸς τάδ ' ἔρξας καὶ | ||
τίν ' , ὦ τεκοῦσα μῆτερ , ἔκπληξιν νέαν φίλοις ἀυτεῖς τῶνδε δωμάτων πάρος ; ὦ θύγατερ , ἔρρει σῶν |
τρίτην μισθόν , τὰ ὐπέρθυρ ' ὀπτά . δεῦρο , Μυρτάλη , καὶ σύ : δεῖξον σεωυτὴν πᾶσι : μηδέν | ||
, μὴ πάντα δέ . Νῦν με ἀποκλείεις , ὦ Μυρτάλη , νῦν , ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ , |
σοι τοὺς πέλας , καὶ σὺ χρῶ αὐτοῖς . ἃ ψέγεις , μηδὲ ποίει . μηδείς σε πειθέτω ποιεῖν τι | ||
ὥστ ' , εἰ παρῆσθα , τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε . ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι |
, Δημέα , βοᾶις ; τί βοᾶις , ἀνόητε ; κάτεχε σαυτόν , καρτέρει . οὐδὲν γὰρ ἀδικεῖ Μοσχίων σε | ||
τὸ παρακατέχω , ὡς τό : φύλασσε ἀκακίαν , ἢ κάτεχε . φυλάσσω τὸ ἀσφαλίζω , καὶ τὸ ἀπέχω : |
καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κἆτ ' ἐκπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω . καὶ πάλιν : | ||
Πύλῳ στρατηγούς ” , οὕτω καὶ οὗτος ἐχρήσατο τῷ “ λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω : |
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν | ||
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας |
προτέρην ἡμέρην πάντα σφι κακὰ ἔχειν , τὴν δὲ τότε παρεοῦσαν πάντα ἀγαθά . Παραλαβὼν δὲ τοῦτο τὸ ἔπος ὁ | ||
τέχνης ἐξευρήματα , σώζων οὐκ ἀλλοιῶν φύσιν , ἀποίσει τὴν παρεοῦσαν πικρίην ἢ τὴν παραυτίκα ἀπιστίην . Ἡ γὰρ τοῦ |
οὐγγίας στ , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος οὐγγίας β καὶ χρῶ . Κυνείαν λευκὴν κόπρον λεάνας καὶ ἀναλαβὼν τερεβινθίνῃ ἀρκούσῃ ἐπιτίθει . | ||
ξηρὰ λειότατα καὶ ἑνώσας , ψύξας , μαλάξας χρῶ . Κυνείαν λευκὴν λειοτάτην ἀναλαβὼν τερεβινθίνῃ χρῶ . Μαλακτικὸν κάλλιστον , |
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ | ||
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι |
ἐκείνῃ ἐπιμελεῖσθαι τῆς θύρας , καταβὰς σιωπῇ ἐξέρχομαι , καὶ ἀφικνοῦμαι ὡς τὸν καὶ τόν , καὶ τοὺς μὲν οὐκ | ||
ἀνεχώρει . ἐγὼ δὲ τῇ ὑστεραίᾳ εἰς τὸν Ἀττήλα περίβολον ἀφικνοῦμαι δῶρα τῇ αὐτοῦ κομίζων γαμετῇ , ἐξ ἧς αὐτῷ |
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς | ||
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν |
περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους τὸ | ||
περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους τὸ |
εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ξεʹ ὧν τελευταῖος : αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης . τοιαύτας ] κοινή . τοιαύτης ] | ||
τὸ ἀγγεῖον ὅτι οὐ τέτρηται καὶ ὄψει , πῶς οὐκ ἀναμένω ἵνα μοι σὺ πιστεύσῃς τὰ σαυτοῦ , ἀλλ ' |
. Ἕπου θεῷ . Νόμῳ πείθου . Θεοὺς σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου . Γνῶθι μαθών . | ||
Μίσει διαβολάς . Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν |
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον | ||
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ |
. ταῦτα κατιδὼν ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκισα : εἶτα νῦν ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον . ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ | ||
μῆλον αἰδεσθεῖσα καὶ χαλεπῶς ἤνεγκεν , ὥσπερ ὅτε Κυδίππην Ἀκόντιος ἐξηπάτησεν . Ἑρμοχάρει δὲ αἰτησαμένῳ κατῄνεσε τὸν γάμον ὁ πατὴρ |
καὶ ταῦτα ἔνοπλον : ἦ που στρατόπεδον , οὐ κεφαλὴν ἐλελήθεις ἔχων . ἡ δὲ πηδᾷ καὶ πυρριχίζει καὶ τὴν | ||
τε καὶ εὔνους ὤν . Πολύστρατε , οἷος ὢν ῥήτωρ ἐλελήθεις με . ῥῆσιν γοῦν οὕτω μακρὰν καὶ κατηγορίαν τοσαύτην |
, ἔα ] φεῦ , φεῦ . ἐπιρρηματικόν . . ἄπεχε ] ἀποχώρει . . οὔποτ ' ] οὐδέποτε . | ||
. ” καὶ ἀεικίην τὴν αἰκίαν : “ πᾶσαν ἀεικίην ἄπεχε χρωτὶ φῶτ ' ἐλεαίρων . ” καὶ ἀεικιῶ αἰκιοῦμαι |
ὅπερ οὐκέτ ' ἔστιν ἐπὶ τῆς κατὰ τὰς αὐξήσεις ἢ θρέψεις ἑτεροιώσεως συνεξακούειν . Ἀλλ ' ἡ μὲν φαντασία κατὰ | ||
οὐκ ἔχεις ἐσχάτην καλήν α ὑβρισθήσῃ δεινῶς β τὸ γεννηθὲν θρέψεις γ σώζῃ τῆς κατηγορίας δ δίδεις [ τοὺς ] |
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ | ||
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ * |
λεγούσης μοι : ἐλέησον ἡμᾶς , ἐκλεκτὲ τοῦ θεοῦ , Ἐσδράμ . τότε ἠρξάμην λέγειν : οὐαὶ τοὺς ἁμαρτωλούς , | ||
ἐμοῦ τε καὶ σοῦ , ἵνα παραδέξητε . καὶ εἶπεν Ἐσδράμ : ἐπὶ τὸ οὖς σου δικασώμεθα . καὶ εἶπεν |
σοὶ μετὰ τῶν δικαίων ἔθος ἑστάναι . καὶ ἅμα δεῖ νεῦσαι καὶ τοὺς νῦν ὑβρίζοντας ὄψεταί τις μετρίους . ἐστὸν | ||
μῆκος . τοῖς γὰρ οὕτως ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους ἀρκεῖ καὶ νεῦσαι . οὔκουν δεῖ προσθήκης , ἀλλ ' ἀπολογίας μᾶλλον |
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
καὶ ὃς μηδαμῶς , εἶπεν , οὐ γὰρ οὕτως ἐμὲ εὐφρανεῖ ὡς σὲ λυπήσει . ὥσπερ γὰρ ἦν ἐρωτικὸς ὁ | ||
ἄτακτος . ἀπὸ τοῦ κρούειν τὰς χεῖρας . Γέρων ἐρινὸς εὐφρανεῖ τοὺς γείτονας : ὁ λόγος ἐπὶ γεγαμηκότος γέροντος . |
οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν | ||
. ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : |
λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ | ||
τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ |
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ | ||
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς |
καρποῖς ἡ πάχνη λυμαίνεται , καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῖς ἀνέμοις χαρίζομαι . ἄνδρες δικασταί φθεγγομένους διηνεκῶς ἡ τῶν γεωργῶν τάξις | ||
πράξω δὲ ὅμως τὸ τοιοῦτον , εἰ καὶ μὴ πᾶσι χαρίζομαι . σπουδάζουσιν εἰς ὑπεροχὴν ἔχειν : διὸ οὐδ ' |
ἀπάρχομαι μέν , ἀλλὰ τῆς ἀτολμίας τὰ κέντρα κεντεῖ καὶ βιάζει τὸν λόγον . σὺ δὸς τὸ τολμᾶν , ἐξάνοιγε | ||
] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει ] βιάζει . ἐπισπέρχει ] ἐπισπεύδει . θ θεὸς ] ἡ |
συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ , ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων . φαίνεται | ||
τοιαῦτα . ΤΕτάρτην θήσεις ἀντεγκληματικήν : ἀξίαν αὐτὴν σὺ τοσούτου ἔκρινας . ἫΝ λύσεις ἐνστατικῶς τῷ πάθει , ὅτι μὴ |
δ ' ἄλλοις μήτε ἅπτεσθαι ἀκολουθεῖν τε τῷ ἡγουμένῳ . Ὥρα ἂν εἴη , ἔφη , ὁρίζεσθαι . Ἴθι δή | ||
τὸν κατάπτυστον καὶ ἀλαζόνα , τὸν τῶν ἀλλοτρίων λόγων ὑποκριτήν Ὥρα ἡμῖν , ἔφη πρός τινα τῶν ἑταίρων , ἐκτρέπεσθαι |
ἀλλήλας οὐκ ἀγεννῶς ἠμφισβήτουν περὶ τοῦ τίνι τούτων νυμφίος ὁ νεώνητος ἔσται . τῆς δὲ τοῦ Ξάνθου γυναικὸς εἴσω κληθῆναι | ||
ἐμαυτῇ . “ καὶ ἐξέρχεται καί φησιν ” ποῦ ὁ νεώνητος ; “ ἐπιστραφεὶς ὁ Αἴσωπος λέγει ” ὧδε , |
ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαίως τὸ γεγονὸς ὀψόμενος . τῶν δὲ ὑποτυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν : „ | ||
Κατῆλθε μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ αἰπόλιον τάς τε αἶγας ὀψόμενος καὶ τὸν νέμοντα . Χλόη μὲν οὖν εἰς τὴν |
, ὅπου λεπτὸς ἡδυτάτην ἀναπνεῖ Ζέφυρος αὔρην , κλῆμά τε Βάκχιον ἰδεῖν χὐπὸ τὰ πέταλα δῦναι ἁπαλὴν παῖδα κατέχων Κύπριν | ||
ἀμείψασα θοάζω Βρομίωι πόνον ἡδὺν κάματόν τ ' εὐκάματον , Βάκχιον εὐαζομένα . τίς ὁδῶι , τίς ὁδῶι ; τίς |
α οὐκ ἀγορανομήσεις β οὐ κληρονομήσεις τὸν φίλον . μὴ ἔλπιζε γ ἕξεις ἐσχάτην καλήν , ὀλίγην δέ δ οὐχ | ||
, ἄρτι δὲ οὔ ε οὐ πρεσβεύσεις μόνος . μὴ ἔλπιζε Ϛ οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ ζ οὐ γενήσῃ |
ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ , δεδιέναι σκηπτόμενος : ὁ δὲ ἔπεισι γαῦρος , οἷα δήπου κρατῶν | ||
οὗτος ὁ τρόπος Θεοδώρου : ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε , ἵνα μὴ καὶ ἀναγκασθῇ μαρτυρεῖνπάντως |
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν | ||
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι |
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | ||
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις |
λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας | ||
πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας |
† πατρὸς † ἀγαθόν † , ἀφ ' οὗ καὶ μητραλοίαν φαμὲν καὶ πατραλοίαν . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις | ||
κατεπολέμησας . τοκεῦσιν ] συλληπτικῶς . συλληπτικῶς χρὴ λέγεσθαι τὸν μητραλοίαν . ἔτυψεν ] ὡς ἡνίοχος ἔτυψέ με . οὕτως |
δὲ τῶν ὁμοδούλων τὴν ὥραν : ἐκποδὼν δὲ τὸν ἄνδρα βουλευσαμένη ποιήσασθαι : μόλις ταύτην ἐξεύρηκε μηχανήν : ἐξαπατᾷ γὰρ | ||
ἀμφοῖν ἐγγύθεν ἡ προτέρα κρίσις , ἐσκόπει τε ὅ τι βουλευσαμένη πρῶτον ἀντεκπλήξει τὸν βάρβαρον : καὶ παρῆλθέ γε αὐτὸν |
Νὺξ μὲν ἀναπαύει , ἡμέρα δ ' ἔργον ποιεῖ . Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις . Νόμιζε πάντα κοινὰ | ||
βροτοῖσι περίοδον τ ' ἔχει Χρόνος διοικῶν ἀστέρων γνωρίσματα . Νικᾷ δὲ τούτων οὐθεὶς ἕτερον , ἀλλ ' ἀεί Ἥκει |
κἀγὼ , τὸν αὐτὸν ἄρ ' , ἔφην , ἐμοὶ βουκολεῖς , ὥστ ' εἰ νικῴη μ ' , οὐκ | ||
ἐγώ . πῶς λέγεις ; ὥσπερ πέπρακται . μή με βουκολεῖς ὅρα . οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι ; καὶ τί |
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ | ||
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων . |
ἣν εἶχον ἐν χερσίν , ὑπεσχόμην τε ποιήσειν , ὡς προῃροῦ , καὶ τελέσας τὴν ὑπόσχεσιν ἀποδίδωμι . Μέλλων δὲ | ||
ποτ ' ἀφῆκας , οὐδ ' , ὅτ ' Εὐέργῳ προῃροῦ λαγχάνειν , εἴασας ἐμέ , οὐδὲ πρατῆρ ' ἠξίωσας |
[ σεαυτοῦ καὶ πάντων ? [ τῶν ] σου . θῦσον [ . Φιλέας εἶπεν : Φειδόμενος [ ] ἐμαυτοῦ | ||
ἐδείπνησε , προσελθὼν τῷ σιτευταρίῳ ἔλεγεν : Ἕωλον μοι ὄρνιν θῦσον . Σχολαστικὸς ἀπὸ πολλῶν μιλίων χωρίον ἔχων , ἵν |
λέξον μοι , τίνος ἐσσὶ μάκαιρα τὺ καὶ τίνα παίδων κοσμεῖς ; ἁ πυγὰ δ ' εἶπε : „ Μενεκράτεος | ||
. καίτοι εἰ μὲν μηδεὶς ῥήτωρ ἐπιεικὴς , τί τοῦτον κοσμεῖς ; εἰ δ ' οὗτός γε σαφῶς δίκαιος , |
, χαρήσεται δὲ κατὰ ψυχήν , οὕτως καὶ ἡμεῖς αὐτῆς ἱκετευούσης προσποιησόμεθα λυπεῖσθαι ἔνδοθεν χαίροντες ἐπὶ τῷ μέλλειν ἀναιρεῖν αὐτήν | ||
' ἀκρασίαν ὡς τοὺς ἄνδρας ἁλίσκονται : ἐγκαρτεροῦσι δὲ Λυσιστράτης ἱκετευούσης . Κινησίας τις τῶν πολιτῶν , ἀκρατῶς ἔχων τῆς |
ἱκανὸν γὰρ ἦν εἰπεῖν : Εἰς Ἀΐδαο δόμον κατέβη . Μιν ] Αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα : τὸ δὲ χόλος μέχρι | ||
ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : ἑλκύσας . Ἀνέδυ : |
ποταμόν , αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ ἔχων δέλφακα ζωὴν ταύτην τύπτει . ἐπακούσας δὲ τῆς φωνῆς ὁ | ||
κεφαλὴν ἐκπηδῶν , τὸ δὲ μέγεθός ἐστι τοῦ τικτομένου κατὰ δέλφακα τὴν μεγίστην . μιᾷ δὲ μητρὶ πλείω ἐλεφαντίσκια ἕπεται |
, καὶ τὸν νέον δοὺς τὸ νῦν εἶναι τοῖς λόγοις ἀπάλλαξον τοὺς οἰκέτας τῆς διαχειρίσεως . Ἀλλ ' ἔγωγε παραπλήσιον | ||
. [ ἐπεὶ δὲ εἶπεν ὁ Κρέων καί μ ' ἀπάλλαξον πόνων φησί : ποίων πόνων ; ἐγὼ γάρ εἰμι |
ἀνέγνως ἢ Ἀντίπατρον . εἰ μὲν γὰρ καὶ Ἀρχέδημον , ἀπέχεις ἅπαντα . , . καὶ μὴν ἐγὼ ὑμῖν ἐξηγήσομαι | ||
σὴ χάρις ἡμῖν καὶ ὠφέλεια ; ἀλλὰ σύ γε τοσοῦτον ἀπέχεις τοῦ πράττειν καὶ συγκατορθοῦν ἡμῖν τι τῶν κοινῇ χρησίμων |
πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ | ||
ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι |
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ | ||
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς . |
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς , | ||
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς |
ζ μετὰ χρόνου εὐτυχήσεις καὶ γηράσεις η ἀνοίξεις ἐργαστήριον καὶ πλουτήσεις θ οὐ σωθήσῃ τῆς ἀρρωστίας σου ι οὐ σοφιστεύσεις | ||
. ἀλλ ' ἀπελθὼν δὸς αὐτὸν τῷ ἀρχιερεῖ καὶ σφόδρα πλουτήσεις . τοῦ δὲ ἀπερχομένου , ἄγγελος κυρίου εἶπε πρὸς |
, ὄντα ἐτῶν ἑκατὸν τριάκοντα , Ῥουβὶν ἐτῶν μεʹ , Συμεῶνα ἐτῶν μδʹ , Λευῒν ἐτῶν μγʹ , Ἰούδαν ἐτῶν | ||
ὠρώρει τοῖσιν μεμελημένα ἔργα . Τὸν οὖν Λευὶν καὶ τὸν Συμεῶνα εἰς τὴν πόλιν καθωπλισμένους ἐλθεῖν , καὶ πρῶτα μὲν |
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις : | ||
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε |
αἴτιος , τοῦ θανάτου δέ σοι οὐδένα ἄλλον , ὦ Πρωτεσίλαε , ἢ σεαυτόν , ὃς ἐκλαθόμενος τῆς νεογάμου γυναικός | ||
ὀλίγον ὀφθεὶς αὐτῇ καταβῆναι πάλιν . Οὐκ ἔπιες , ὦ Πρωτεσίλαε , τὸ Λήθης ὕδωρ ; Καὶ μάλα , ὦ |
λαβών ; ὁ ἐπαγγειλάμενος ἀπε - κρίνατο οἷς με σὺ ηὔφρανας λόγοις , τοῖς αὐτοῖς κἀγώ σε : ὁποιαοῦν δέδωκας | ||
: ὅσον τόδε διαφέρει , τοσοῦτον καὶ σὺ φανεὶς ἐμὲ ηὔφρανας , ὥστε καλλίων εἶ παρὼν ἢ ἀπών . τόσσον |
αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς δὲ ἐν Κωμικοῖς ὑπὸ Δαιδάλου ἀναιρεθέντα Πέρδικα εἶναι τοὔνομα φησί . Περιαγειρόμενος φύλλοις βάλλεται καὶ ἄνθεσιν | ||
κακῶν , ὅπως τῆς ῥίζης κοπείσης οἱ κλάδοι ξηρανθῶσιν . Πέρδικα δέ τις κυνηγέτης ἀγρεύσας ἔμελλεν αὐτὸς τοῦ καταθῦσαι ταύτην |
χαρᾶς . Εὔβουλος : εἶτ ' εὐθὺς ἐξεπήδησα πέττουσα τὸν χαρίσιον . ἐκ τῶν ἀποθετῶν τοῖς Ὁμηρίδαις ἀνασπάσας , φησίν | ||
. . . . . ἐξεπήδης ' ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον . . . . . . . . . |
καὶ καλῶς βιώσῃ καὶ εὐδαιμόνως τεθνήξῃ τῆς ψυχῆς σου μὴ ἀγνοούσης ποῦ αὐτὴν δεῖ ἀναπτῆναι . αὕτη γὰρ μόνη ἐστίν | ||
τις τὸ αἷμα αὐτῆς κροκύδι δεξάμενος ἀποθῆται πρὸς κεφαλὴν γυναικὸς ἀγνοούσης καὶ συγγένηται αὐτῇ , εὐθέως συλλήψεται . Ἔχει δὲ |
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων | ||
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς |
ῥύου με κἀκφύλασσε : μηδέ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς . Ἥκω γὰρ ἱερὸς εὐσεβής τε καὶ φέρων ὄνησιν | ||
] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ κωμικοὶ ποιηταί , |
παραλαβὼν δὲ ὀκτακισχίλια τάλαντα μισθοφόρους ἤθροιζε καὶ δυνάμεις παρεσκευάζετο : συνέτρεχε δὲ καὶ φίλων πλῆθος πρὸς αὐτὸν διὰ τὴν ἐπιείκειαν | ||
ἅρμα τοῦ Οἰνομάου τὸ πτερωτὸν καὶ ταχύτατον . οὗτος γὰρ συνέτρεχε τοῖς ἑαυτοῦ γαμβροῖς γενησομένοις ἐπὶ τῇ Ἱπποδαμείᾳ καὶ νικῶν |
πρυμνόθεν ἀρτήσας . Κάλεεν δ ' ἐπὶ μόχθον ἱκάνειν πάντας κυδαίνων . Οἱ δ ' ἐσσυμένως ὑπάκουσαν : τεύχεα δ | ||
κλῆρον : οὐσίαν . ἐφόρεις : ἔκλεπτες : ἀνήλισκες . κυδαίνων βασιλῆας : τιμῶν , δωροδοκῶν ἄρχοντας . * δωροφάγους |
ᾧ ἐφύρα , οὗτος λέγει . ἐς κόρακάς γε : ἀπόφερε τὴν ἀντλίαν καὶ σεαυτόν . ὑμῶν δέ γ ' | ||
ἀνθύπατος . τίνι νομίσματι χρῆται ; ἀργυρίῳ . δεῖξον καὶ ἀπόφερε ὃ θέλεις . ἐλήλυθεν μοιχός . τίνι νομίσματι χρῆται |
ἐγώ , ἐπειδὴ καὶ πρεσβύτης εἰμί , παρακινδυνεύειν ἕτοιμος καὶ παραδίδωμι ἐμαυτὸν Διονυσοδώρῳ τούτῳ ὥσπερ τῇ Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ . | ||
ἐστὶν οὗ ' μνήσθην ἐγώ . Τὴν μὲν γὰρ Ἥραν παραδίδωμι τῷ Διί , τὴν δὲ Βασιλείαν τὴν κόρην γυναῖκ |
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν | ||
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην |
γὰρ ἄλλους νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τὸ δεῖνα δ ' ἐσθίεις ; τουτι κακόνωτα πλοῖα Κωπᾷδας λέγεις ; ἀγρίως γε | ||
γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων ἐπτισμένῃ καὶ ἡψημένῃ κρίθῃ ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ |
οὐδαμῶς ἄλλως ἐλέγχειν ἢ ἐξ ὧν τοὺς ἄλλους ὁ κατήγορος ἀπολύων αὐτὸν τὸν θάνατόν φησι μηνύειν ἐμὲ τὸν φονέα ὄντα | ||
ἀρετῆς ἄξιον , ἐγώ σοι τοῦτ ' ἔχω μαρτυρεῖν . ἀπολύων δέ σε τοῦ τότε συναδικεῖν ἡμᾶς μέμφομαι τοῦ νῦν |
ἂν πρὸς τὰς ἀνατολὰς περιχωρήσασα ἡ σελήνη ζῴδιον τοῦ ὁρίζοντος ἀπόσχῃ , μένειν δὲ μέχρι ἂν ζῴδιον ὑπὲρ γῆς μετεωρισθῇ | ||
Ξέρξην , ἀπίστους ποιήσῃ τοὺς Ἴωνας καὶ τῶν ναυμαχιέων αὐτοὺς ἀπόσχῃ . Θεμιστοκλέης μὲν ταῦτα ἐνέγραψε . Τοῖσι δὲ βαρβάροισι |
νυκτὶ Ἑκάβην ἀπάγχουσαν αὐτὸν καὶ λέγουσαν : οὐκ ἐγώ σε ἐρρυσάμην ἐκ τῶν χειρῶν τῶν Τρώων ; διὰ τί μὴ | ||
' Αἰγύπτιον . ἰδὼν δ ' ἐρήμους καὶ παρόντα μηδένα ἐρρυσάμην ἀδελφόν , ὃν δ ' ἔκτειν ' ἐγώ , |
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
ἐγκόνει : ἀντὶ τοῦ σπεῦδε . μέλλοντας γὰρ αὐτοὺς δειπνεῖν ἐπέχεις . Γ ἐγκόνει ] σπεῦδε . κατακωλύεις ] ἤγουν | ||
' οἵου . ὦ νεφέλη καὶ σκοτόμαινα , ἣ νῦν ἐπέχεις τὴν Ἑλλάδα . ὦ Δήμητερ , ἣ πάλαι μὲν |
' ἐφηψάμαν ἅμα . δεινότατον παθέων ἔρεξα . λαβοῦ , κάλυπτε μέλεα ματέρος πέπλοις καὶ καθάρμοσον σφαγάς . φονέας ἔτικτες | ||
, δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης : δήθυνεν δὲ πάγοισι , κάλυπτε δ ' ἐρίσπορον αἶαν οὔτι θέλων προλιπεῖν δυσέρωτα πόθον |
ὡς ὁπόταν φῇ : τὴν δὲ θεῷ ἑπομένην τε καὶ εἰκασμένην ψυχὴν καὶ τὰ τούτοις ἑξῆς . Καὶ γάρ τοι | ||
τῷ φρέατι καθῆσθαι Δήμητρα μετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς παιδὸς γραῒ εἰκασμένην : ἐντεῦθεν δὲ αὐτὴν ἅτε γυναῖκα Ἀργείαν ὑπὸ τῶν |
. οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ ' ἐγὼ θάψω χερί , φέρους ' ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ | ||
κόσμον ἐκ τῶν αἰχμαλωτίδων , ἐὰν ἔχωσί τι , καὶ θάψω κοσμίως καὶ πλουσίως τὴν Πολυξένην , μετέγνω καί φησιν |
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα | ||
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον |
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | ||
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . |
περιβόλοις κάνναισι . Φέρε δὴ κατακλινῶ : σὺ δὲ τράπεζαν εἴσφερε , καὶ κύλικα κἀντραγεῖν , ἵν ' ἥδιον πίω | ||
ὥσπερ τέως ἦν , ἀλλὰ καινῶν πραγμάτων . Τράπεζαν ἡμῖν εἴσφερε τρεῖς πόδας ἔχουσαν , τέτταρας δὲ μὴ ' χέτω |
λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν κατάβαλε , μή που τις καὶ Τρῶας ἐγείρῃσιν θεὸς ἄλλος | ||
οἰνοχοήσειν ἡμῖν ἀπ ' αὐτοῦ . Τὸν μὲν εἴρωνα πεδοῖ κατάβαλε : σὺ δὲ εὔπορα ποιήσας τὰ ὦτα ἤδη ἄκουε |
. Σελήνης [ ἐν τῷ ] Ταύρῳ οὔσης μαγείρους δούλους ἀγόραζε . Σελήνης [ ἐν τῷ ] Ζυγῷ [ ἢ | ||
τὸ νόμισμα καὶ πώλησόν μοι τὸ πραγμάτιον . δὸς καὶ ἀγόραζε . ἄλλος περὶ παιδάρια ἐσπούδακεν . δὸς αὐτῷ τὸ |
, ἀπέδωκα κἀγὼ σοὶ πρόθυμ ' ἐς παῖδε σώ . σῴζου δὲ δὴ σύ , σφὼ δὲ τήνδε μητέρα , | ||
γὰρ ἔσχον νῦν ἐλεύθερον στόμα . Ξύμφημι κἀγώ : τοιγαροῦν σῴζου τόδε . Τί δρῶσα ; Οὗ μή ' στι |
κεφαλὴν καὶ εὑρὼν αὐτὴν ψιλὴν ἔφη : Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . | ||
γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης , κοσκινοποιός , κηπεύς , κουρεύς . φῷδες δὲ αἱ ἀπὸ τῆς φλογὸς φλύκταιναι , |
δ ' ὀλόλυξεν ἰδοῖσα , φᾶ δὲ καθαπτομένα βρέφεος χείρεσσι φίλῃσιν : ὄλβιε κοῦρε γένοιο , τίοις δέ με τόσσον | ||
Ὀδυσσεὺς δύσετ ' . ἄφαρ δ ' εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν εὐρεῖαν : φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή , |
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ | ||
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [ |
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ; | ||
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ |
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν | ||
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν |
εἰς ἀπόδειξιν ἀρετῆς . ὅτι μὲν οὖν τῷ πόνῳ μὲν μιμῇ τὸν Ἡρακλέα , τῷ τάχει δὲ τὸν Περσέα , | ||
, ὡς τεχνικήν τε ἅμα καὶ προνοητικὴν τοῦ ζῴου , μιμῇ δ ' αὐτὴν οὐδαμῶς . παμπόλλων γὰρ ὄντων δογμάτων |
πανηγύρει καὶ τῇ τῶν Ποσειδωνίων ἐν ὄψει τῶν Πανελλήνων πάντων ἀποθεμένη θοἰμάτιον καὶ λύσασα τὰς κόμας ἐνέβαινε τῇ θαλάττῃ : | ||
ἡ δὲ Εὐάδνη τὴν ἐκ φοινικῆς κρόκης ζώνην λύσασα καὶ ἀποθεμένη , ἀποθεμένη δὲ καὶ τὴν κάλπιν , οὕτω λοιπὸν |
ἀκούεται εἰσέτι κύκνος . Εὐρώπην σὺ φέρεις ? ? εἰς οἰκίον , οὐκ ἐπὶ πόντον ? [ , ] Λήδης | ||
πλοκῇ τρέψας τε δείξω οἶκον ἔκλαμπρον μένειν εἰς αὐτὸν ὡς οἰκίον ἀμφοῖν ἄξιον τοῦ πνεύματός τε καὶ καθαρτικῆς ψυχῆς . |
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
θέλει συμβοηθῆσαι αὐτῷ καὶ τὴν Ἀφροδίτην : σὺ δὲ μὴ ἀπορρίψῃς τὴν τοῦ Διὸς συνουσίαν , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς | ||
μίξιν καὶ συνελθεῖν . . ἀπολακτίσῃς ] ἀποφύγῃς . . ἀπορρίψῃς , ἀτιμάσῃς . . Λέρνη ] πηγὴ Ἄργους . |
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας | ||
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας |
τὸν ἥλιον ἐλευθέρως βλέπειν , ἀντὶ τῶν ἐκδεδωκότων ὁ πειρώμενος ἀνασώζειν αἰσχυνόμενος . Ἐνταῦθα δὴ τοῦ λόγου γενόμενος Ὅμηρος μὲν | ||
τί ἑκάτερος προείλετο πράττειν ; ἐγὼ μὲν τοίνυν τοὺς αἰχμαλώτους ἀνασώζειν καὶ ἀναζητεῖν καὶ παρ ' ἐμοῦ χρήματα ἀναλίσκειν , |