. πορφύρας ] πέπλα πορφυρᾶ . νιν ] αὐτήν . κατασβέσει ] παύσει τοῦ τρέφειν . σημείωσαι . πορφύρας ]
οὕτως : τὴν τῆς μητρὸς πηγὴν ἤτοι τὰ δάκρυα τίς κατασβέσει τιμωρία καὶ ἐκδικήσει ; μητρός ] τῶν Θηβαίων .
7703138 Ἀμπελος
νεʹ δʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ἐρυθραῖον ἄκρον νεʹ γʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ἄμπελος ἄκρα νεʹ ∠ ʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἰτανὸς πόλις νεʹ
οἱ ἀσπάραγοι ἑφθοὶ ἐσθίονται , οὔρησιν καὶ κοιλίαν κινοῦντες . Ἄμπελος μέλαινα , ἣν ἰδίως βρυωνίαν καλοῦσί τινες , οἱ
7663787 Διιπολεια
ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο
ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν
7646985 εὐνοει
δὸς τὰ μέρη τῇ εὐνοούσῃ , νῦν ὄψεται τίς αὐτῷ εὐνοεῖ . ” παραγενάμενος δὲ ὁ Αἴσωπος καὶ εἰσελθὼν εἰς
” ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με
7640834 Κορωνην
. γελῶ τὸ πρὸς τὸν Κύπριον ἐννοούμενος . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν
πάλαι τηροῦντ ' ἐνεδρεύσας πάντ ' ἔχει . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν
7626809 Περδικα
αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς δὲ ἐν Κωμικοῖς ὑπὸ Δαιδάλου ἀναιρεθέντα Πέρδικα εἶναι τοὔνομα φησί . Περιαγειρόμενος φύλλοις βάλλεται καὶ ἄνθεσιν
κακῶν , ὅπως τῆς ῥίζης κοπείσης οἱ κλάδοι ξηρανθῶσιν . Πέρδικα δέ τις κυνηγέτης ἀγρεύσας ἔμελλεν αὐτὸς τοῦ καταθῦσαι ταύτην
7613348 Ἡκε
καί τι τοιοῦτον μέμνημαι ἰδὼν περὶ τὸ ἰατρεῖον θαμίζων . Ἧκέ τις ἀμίδα κομίζων , ἐν ᾗ φαιόν τε καὶ
ἁνύσας τι ; Ταῦτ ' , ὦ δέσποθ ' . Ἧκέ νυν ταχύ . Ὦνδρες , τι πεισόμεσθα ; Νῦν
7602069 Ἀχιλλειου
καὶ πολλῶν ὕπερ : ἧι παῖς μὲν ἀμφὶ μνῆμ ' Ἀχιλλείου τάφου λάθραι τέθνηκε τλημόνως Πολυξένη : φροῦδος δὲ Πρίαμος
κατ ' ἄκρα Νηρῆιδες ἕστασαν θεαί , πρύμναις σῆμ ' Ἀχιλλείου στρατοῦ . Ἀργείων δὲ ταῖσδ ' ἰσήρετμοι νᾶες ἕστασαν
7591575 παιδισκη
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ;
7568426 ταυροπαρθενον
ἔχει ὅτι οἰστρηθεῖσα ὑπ ' ἔρωτος δίκην βοὸς ἐπλανᾶτο . ταυροπάρθενον σόλοικον φαίνεται , εἰ μὴ οὕτως εἴπῃ τις *
ταυρομόρφῳ πλοίῳ . οὐ γὰρ ἀρρενόθηλυς ἦν ὥστε λέγειν αὐτὴν ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς .
7567299 Λευκωσια
προκειμένην εἰς θάλασσαν . λέγει δὲ τὸ Ποσείδειον ἄκρον . Λευκωσία δὲ ὀνομάζεται ἡ σειρὴν ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
. εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ τριπλῶς ταύτας φασίν .
7524708 ἡρπακας
οὐ τοιοῦτον : Ὃ σὺ ὑπονοεῖς . Θ . . ἥρπακας : Κατεδυνάστευσας . κακοδαιμονᾷς : Μαίνῃ , ἄθλιος εἶ
' ἑτέρως ἔχον . Μῶν οὐ κέκλοφας , ἀλλ ' ἥρπακας ; Κακοδαιμονᾷς . Ἀλλ ' οὐδὲ μὴν ἀπεστέρηκάς γ
7515750 ἐκκενουμενα
βοᾷ ] ἠχεῖ . βοᾷ ] ἐν τῇ ἁλώσει . ἐκκενουμένα ] ἀφανιζομένη . ἐκκενουμένα ] πορθουμένη . ἐκκενουμένα ]
. . περιερρηγμένων ] ἐσχισμένων . . βοᾷ δ ' ἐκκενουμένα ] θρηνεῖ δὲ ἡ πόλις ἐκκενουμένη , τῆς λαΐδος
7485801 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
7480614 ὀψαρτυσια
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
7479665 ὀλωλαμεν
τὰ δ ' ἐκ θεῶν του : πανταχῆι δ ' ὀλώλαμεν . τίς οὖν ἂν εἴη μὴ πεφυκότων γέ πω
ὄγκος καὶ δόμων εὐδοξία : ἡμεῖς δ ' ἀβούλως κἀκλεῶς ὀλώλαμεν . ἐπεὶ γὰρ ἡμᾶς ηὔνας ' Ἑκτόρεια χείρ ,
7475665 Σαρων
ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σάρωνος ναυτικώτερος : οὗτος ὁ Σάρων δαίμων ἦν ναυτικώτατος : ἐξ οὗ καὶ πέλαγος Σαρωνικὸν
ἐπίσημα ἔχει τρίαιναν καὶ Ἀθηνᾶς πρόσωπον . μετὰ δὲ Ἄλθηπον Σάρων ἐβασίλευσεν . ἔλεγον δὲ ὅτι οὗτος τῇ Σαρωνίδι τὸ
7466122 Θρᾳκικη
Ἀβαντιάδα φησὶ καὶ Καλλίμαχος . Πεπάρηθος ] πόλις δέ ἐστι Θρᾳκικὴ , ἥτις οὐ κεῖται ἐν τῷ τῆς χωρογραφίας πίνακι
ἑκατέρας ἀπὸ τούτων σημαίνων . ἐκαλεῖτο δὲ Σάος ἡ ὅλη Θρᾳκικὴ Σάμος : καὶ Μόσυχλον δὲ τὰ ὄρη τῆς Λήμνου
7463532 εἰσεληλυθ
τῶν σελίνων μαχόμεθ ' , ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' : εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ
περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ
7455832 εὐοφθαλμος
. ἐὰν δὲ ἡ Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος
ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἔσται εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους
7447496 Θρᾳττα
καὶ Ἀρία . τὸ ἐθνικὸν Θρᾷξ καὶ Θρᾷσσα . καὶ Θρᾷττα ἀττικῶς , καὶ ἡ ἀπὸ Θρᾴκης δούλη καὶ εἶδος
, κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . Μήτηρ τις αὐτῷ Θρᾷττα ταινιόπωλις ἦν . Τὸ δεῖν ' ἀκούεις ; Ἡράκλεις
7439415 σχηματισθεισα
ταῦτα χώραν λαβόντων . ἀγκυλωτέρα μὲν οὖν ἡ φράσις οὕτω σχηματισθεῖσα γέγονε καὶ δεινοτέρα , σαφεστέρα δὲ καὶ ἡδίων ἐκείνως
λικνίτης καὶ ὁπλίτης . Ἄσκρη , πόλις Βοιωτίας , ἰωνικῶς σχηματισθεῖσα , ὡς κόρη , Τερψιχόρη . τὸ ἐθνικὸν Ἀσκραῖος
7434248 Κασσανδρα
ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε Κασσάνδρα τέ μοι . . . χαίρουσιν ἄλλοι , μητρὶ
αὐτῶι ἑτέρα ἀπήνη , ἔνθα ἦν τὰ λάφυρα καὶ ἡ Κασσάνδρα . αὐτὸς μὲν οὖν προεισέρχεται εἰς τὸν οἶκον σὺν
7432235 Ἑλικωνιας
Λυρνήσσιος , καὶ θηλυκὸν Τελμησσιάς , ὡς τοῦ Ἑλικώνιος τὸ Ἑλικωνιάς . ἔστι καὶ ἄκρα Λυκίας οὕτω λεγομένη Τελμησσιάς ,
καὶ Κασσώπιος καὶ Κασσωπία . ἀπὸ τοῦ Κασσώπιος Κασσωπιάς ὡς Ἑλικωνιάς . Ἡρόδωρος δὲ Κασσωποὺς αὐτούς φησιν , ἴσως κακῶς
7431152 κακοχρασμων
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς
7417508 Ἀνια
. ιγʹ Ὀδύνη δὲ λύπη εἰσδύνουσα καὶ ὀξεῖα . ιδʹ Ἀνία δὲ λύπη ἐξ ἀναλογισμῶν . ιεʹ Μεταμέλεια δὲ λύπη
' ὃν ἀμπαύεται Λύπα , δι ' ὃν εὐνάζετ ' Ἀνία . τὸ μὲν οὖν πῶμα κερασθέν ἁπαλοὶ φέρουσι παῖδες
7416664 ἐλεησει
κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ
: ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη
7410874 ὁμοδουλος
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος ,
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας
7409817 Αἰδεσια
τινὰς ἐκφερομυθεῖν τὰ τῆς φιλοσοφίας ἀπόρρητα . , . . Αἰδεσία ταύτης δὲ παῖδες ἀπὸ τοῦ Ἑρμείου νεώτερος μὲν Ἡλιόδωρος
φάναι θεοφιλής , ὥστε πολλῶν ἐπιφανειῶν ἀξιοῦσθαι . ἡ δὲ Αἰδεσία τοιαύτη ἦν καὶ διεβίω πάντα τὸν βίον ὑπὸ θεῶν
7395479 ὀβριμα
οὖν ὡς ἐγχωρίαν θεὸν ἐπικαλεῖται αὐτὴν ὁ εὐνοῦχος : ὀβρίμα ὀβρίμα : ὀβρίμαν αὐτήν φησιν , ἐπεὶ λέουσιν ὀχεῖται :
τοὐπὶ τῶιδε συμφορᾶς ἐγίγνετο ; Ἰδαία μᾶτερ μᾶτερ , ὀβρίμα ὀβρίμα Ἀνταία , φονίων παθέων ἀνόμων τε κακῶν ἅπερ ἔδρακον
7390379 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
7388769 κυος
κύημα , τρόφιμον , βιώσιμον . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί
τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ
7382547 Τορωνης
, Ἑλένης εἴδωλον ἔσχον . Τορώνη πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Τορώνης τῆς Πρωτέως γυναικὸς καὶ θυγατρὸς Ποσειδῶνος καὶ Φοινίκης .
ὠλέναισι δέμνια . ὁ γάρ σε συλλέκτροιο Φλεγραίας πόσις στυγνὸς Τορώνης , ᾧ γέλως ἀπέχθεται καὶ δάκρυ , νῆις δ
7377094 ἑξετει
ἑξέτει ] οὕτω βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “ ἑξέτει ” . τραυλίσαντι : ψελλίσαντι , ἄσημον ἀφέντι φωνήν
τὸ “ τοι ” ἀντὶ τοῦ “ δή ” . ἑξέτει ] οὕτω βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “
7375961 Ἁλιαρτος
λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Κῶπαι ναʹ ∠ ʹʹγʹʹ ληʹ ιβʹʹ Ἁλίαρτος ναʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Πλαταιαί νβʹ
λέγουσιν . ἀπὸ δὲ Θεσπίας ἰόντι ἄνω πρὸς ἤπειρον ἔστιν Ἁλίαρτος . ὅστις δὲ Ἁλιάρτου γέγονε καὶ Κορωνείας οἰκιστής ,
7371908 Κλεπτης
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς ,
7351121 Ὀνῳ
ἂν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀλλήλους ἐπὶ κακίᾳ γινωσκόντων . Ὄνῳ τὶς ἔλεγε μῦθον : ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει
περιπεσόντων . Ὄνος λύρας ἀκούων : ἐπὶ τῶν ἀξυνέτων . Ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον , ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐπέσειεν
7350298 Σχολαστικῳ
νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς
Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον
7335417 χλουνης
λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , κάπροι δὲ συνεχῶς εὐνουχίζονται . ἀκρωνία
. . . Ι : ὅτι δὲ καὶ ἐντομίαν ὁ χλούνης δηλοῖ , οὐ μόνον Αἰσχύλος δίδωσι χρῆσιν , ἀλλὰ
7335221 Διδου
ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο :
καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς ,
7335090 τεραμνων
τλήμων ἡ γάμους ἀρνουμένη ἐν παρθενῶνος λαΐνου τυκίσμασιν , ἄνις τεράμνων , εἰς ἀνώροφον στέγην εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας ,
ἐκ τούτων ὑπερπεπηδηκὼς τὰς ὑψηλὰς στέγας . ἀντὶ τοῦ ὑπὲρ τεράμνων . ταῦτα οὖν φησιν , ὡς ὑπερπεπηδηκὼς τῶν ἔσω
7335032 ἀναριτης
τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται
Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς
7334151 πωλουσα
πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα . . ἐνέκραγες :
, εἷς ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα .
7332662 πανδοκευτρια
. ὅτε ἦλθεν ἐπὶ τὸν Κέρβερον . . ἡ ἑτέρα πανδοκεύτρια . . τῷ Διονύσῳ δηλονότι . . . ἀντὶ
οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ διὰ τοῦ κ , πανδοκεῖον καὶ πανδοκεύτρια καὶ πανδοκεύς . Τὴν φθεῖρα λέγουσί τινες καὶ τὴν
7332327 βοσκου
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ .
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν
7330703 ΑΥΤΑΡ
ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν
ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ
7327063 στραβος
στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς
στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ ' οὐχὶ στραβός . σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι .
7324876 ἀππιδια
, ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ
χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα μὴ ἔχει ἔξωθέν τι
7324696 Πυθιονικη
δύο σκόμβρους ξενίσῃ μεγάλους ἡδομένη . καὶ πάλιν : ἡ Πυθιονίκη δ ' ἀσμένως σε δέξεται καὶ σοῦ κατέδεται τυχὸν
Νάννιον , Πλαγγών , Λύκα , Γνάθαινα , Φρύνη , Πυθιονίκη , Μυρρίνη , Χρυσίς , Κοναλίς , Ἱερόκλεια ,
7319240 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
7317461 ψυχω
, τεῦχος τευχῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : στείχω τεύχω ψύχω τρύχω λείχω γλίχω . οὐκ ἀντιπίπτει τὸ αὐχῶ :
διὰ τοῦ υχω διὰ τοῦ Υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον ψύχω , τρύχω , σμύχω , βρύχω , ὃ σημαίνει
7315361 Μιδεα
σταδίους : ἔρημος δ ' ἐστὶ κἀκείνη καὶ ἡ πλησίον Μιδέα , ἑτέρα οὖσα τῆς Βοιωτικῆς : ἐκείνη γὰρ ἔστι
† γενομένης γενόμενον Ἠλεκτρύωνι : ἀφ ' ἧς καὶ πόλις Μιδέα ἐν Ἄργει : ὃν ἀνεῖλεν ὁ Τληπόλεμος . οἱ
7313194 ἀλδαινειν
κατὰ τὴν αὔξησιν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀλδαίνειν : τὸ αὐξάνειν : παρὰ τὸ ἅλλεσθαι κατὰ τὴν
] στωμυλευομένην . ῥέουσαν ] + χέουσαν , πέμπουσαν . ἀλδαίνειν ] αὔξειν . ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . θΞ τὸ
7309838 χαρισμα
Ἀναβάλλομαι χορεύειν λιγυροῖς μίτοισι κρούων γαμικὸν μέλισμα σεμνόν , βιοτῆς χάρισμα πρῶτον . Τί γάρ , εἰπέ μοι , τίς
χάριν ὄντα τοῦ θεοῦ τὰ σύμπαντα , γενέσεως δὲ οὐδὲν χάρισμα , ὅτι γε οὐδὲ κτῆμα , θεοῦ δὲ κτῆμα
7309638 Ἀχαιας
ὁ στρομιλικός . φησὶ δὲ Δημήτριος ὁ Σκήψιος ὅτι πόλις Ἀχαίας Στρομίλεια , περὶ ἣν γίνεται τυρὸς αἴγειος ἥδιστος ,
Ἀκαρνανίας , ἡ παλαιὰ λεγομένη . ἔστι καὶ τρίτη τῆς Ἀχαίας . ὁ πολίτης ὤφειλεν εἶναι Ψωφίτης . . .
7308065 Τοιαυτη
μὴ διαλύεσθαι καὶ γενέσθαι καὶ τοῦ θανάτου κρείττους γίνεσθαι . Τοιαύτη προῆλθεν ἡ ἀνθρώπου ψυχή , οὐσία λογική , ἀεικίνητος
τῆς Λιβύης τὸν πλατὺν αὐτῆς κόλπον ἀμφέλκεται ἢ περισύρεται . Τοιαύτη μὲν τῆς Λιβύης ἡ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμά ἐστιν
7307441 ἀπορριψασα
ὄψεως ] ἐμμανὴς οὖσα : τὴν κροκοειδῆ στολὴν ἀποβαλοῦσα , ἀπορρίψασα τῆς τρυφῆς : στολίδα κροκόεσσαν : τὴν ἐκ κρόκης
καὶ πορεύῃ „ ; τὰ ἄδηλα μετατρέχεις , τὰ ὁμολογούμενα ἀπορρίψασα . καλὸν οὖν αὐτὴν ἐπαινέσαι χαίρουσαν ἐπὶ νουθεσίᾳ :
7305812 οἰωνιζομαι
ἀστειεύομαι , ἀστειεύομαι , εἰκαιολογῶ , ὀσφραίνομαι , οἴομαι , οἰωνίζομαι , βοηθῶ , διαμαρτύρομαι , ἐργάζομαι , καταφιλῶ ,
πίνειν δεήσει τήμερον πρὸς κλεψύδραν κρουνιζόμενον . ἀμφότερα δ ' οἰωνίζομαι : ἔστιν δ ' ἐλέφας . ἐλέφαντας περιάγει ;
7304715 Ὑμην
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν
7301386 Ἐλεησον
οὐ προείπομέν σοι ταῦτα ; Ὁ δὲ ἱκετεύων ἔλεγεν : Ἐλέησόν με καὶ μὴ ταῖς Ἀγαρηνῶν χερσὶ παραδοθῆναι ἐάσῃς με
ἐκείνην εἰς τὸν κριτήν : ἔλεγεν δὲ ἡ ψυχή : Ἐλέησόν με , κύριε . καὶ εἶπεν ὁ κριτής :
7300958 Παρθενοπη
τὰ ὀνόματα τῶν Σειρήνων ταῦτα , ὡς καὶ Λυκόφρων , Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια . Πρὸς δὲ νότον ]
, οὔτε δέ τις τῶν ἑταίρων αὐτοῦ , τηνικαῦτα ἡ Παρθενόπη , μία δὲ ἦν τῶν Σειρήνων , μανεῖσα ,
7299504 ἀτρομον
τιμὴν ἑλικώπιδι Νηρηίνῃ . Ζεὺς δὲ μέγ ' Ἀργείοισι καὶ ἄτρομον ἔμβαλε θάρσος , ὄφρα μὴ ἐσθλὸν ὅμιλον ὑποδδείσωσι θεάων
ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι μάλ ' ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσιν , ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσι λίην καὶ χάλκεος
7299104 ὑπουργησω
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη .
7297338 Τηλε
παραβολή . τηλύγετον : γνήσιον . ἀκοίτην : σύζυγον . Τῆλε : μακράν . ἰόντα : πορευόμενον , ἀποδημοῦντα .
παίζη . Δονεῖται : κινεῖται Νηπαθές : χωρὶς πάθους . Τῆλε πέρας : ἤγουν χωρὶς πέρατος . Πευκεδανούς : πυρόεντας
7292173 θυας
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ
7290696 Ἀρουρα
ἄρουρα , ἤγουν ἡ τὰ πρὸς ζωὴν δωρουμένη γῆ . Ἄρουρα γὰρ κυρίως ἡ ἠροτριασμένη γῆ . . ὩΣΤΕ ΘΕΟΙ
εἰς τὸ φρύγειν καὶ καίειν ἐπιτήδεια . οὕτως Εἰρηναῖος . Ἄρουρα : Ὠρίωνος παρὰ τὸ ἀρεοῦσθαι τὴν γεωργουμένην γῆν .
7290619 ἐξημαρτανες
: ἄλλως : λέγοι ἄν τις καὶ ἐρωτήσειεν πῶς ταῦτα ἐξημάρτανες δεδοικυῖα τὸν ἄνδρα , ἵν ' ᾖ τὸ ὡς
ἐκεῖν ' ἐπήινεσα , ὅτ ' ἐς γυναῖκα Τρωιάδ ' ἐξημάρτανες , οὔτ ' αὖ τὸ νῦν σου δεῖμ '
7285940 πενθηρης
ὑπηκόων παραλίων . μελαγχίτων ] ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης , ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ παρὰ τὸ ”
εἰς ἐμὴν χάριν . ὁ θρῆνος . ἐπεκτεταμένως θρήνει . πενθήρης . οἱ γὰρ Μυσοὶ καὶ οἱ Φρύγες εἰσὶ μάλιστα
7283849 Χρυσιδα
κατὰ τῆς γῆς καὶ τὰ ἄλλα φάσματα ἠφανίσθη καὶ τὴν Χρυσίδα ἐξεπέμψαμεν περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ λυκαυγές . εἰ
. Μένανδρος δ ' ἐν Κόλακι τάσδε καταλέγει ἑταίρας : Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον
7282603 λυῃ
βουλομένῳ Ἀθηναίων λύειν , ἕτερον τιθέντι ἀνθ ' ὅτου ἂν λύῃ . διαχειροτονίαν δὲ ποιεῖν τοὺς προέδρους περὶ τούτων τῶν
καὶ Ἀθηνᾶν κοινωνοὺς πολιτείας ἀτιμάζων , βραχὺ κέρδος ἀγαπῶν , λύῃ μεγάλας κοινωνίας , νόμος ὁ βοηθῶν ἔστω τῷ τῆς
7282154 Φιλος
. Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον . Φίλος φίλῳ γὰρ συμπονῶν αὑτῷ πονεῖ . Φίλων τρόπους γίνωσκε
ὡς θνητὸς ὢν δυνήσεται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν , ἐπένθει . Φίλος δὲ αὐτοῦ τις , Δημέας ὀνόματι , παρακαλέσας τοὺς
7281817 πεπρακεν
δὶς ] ? ὅστις οὗτος εὔχεται , κακὸν ] [ πέπρακεν ] ? [ ] [ ἡδονῆς ] μικρᾶς [
οἱ δὲ τελῶναι ἀκούσαντες ὅτι σωμάτια πέπρανται παραγενάμενοι ἐπηρώτων τίς πέπρακεν ἢ τίς ὁ ἀγοράσας . διετρέπετο δὲ εἰπεῖν ὁ
7279534 Μελιταια
Τίμαιος , τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας , καὶ κυνάρια Μελιταῖα , ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια .
] καλουˈμένου πατέρα . . . . . , : Μελιταῖα κυνίδια : λέγεται ὅτι πλησίον Ἰταλίας νῆσός ἐστι Μελίτη
7276093 ὀρνιθοσκοπος
οἰκτείροντος . ὀρνιθευτὴς ὀρνιθοσκόπου διαφέρει . ὀρνιθευτὴς ὁ θηρεύων , ὀρνιθοσκόπος ὁ μάντις . οὗτος καὶ οὑτοσὶ διαφέρει . οὑτοσὶ
τὸ „ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων .
7275996 θεραπαινις
διὰ τὸ νυμφεύω νυμφίος . . . . ἀμφίπολος : θεραπαινίς : παρὰ τὴν ἀμφί πρόθεσιν καὶ τὸ πολῶ ,
κεκλεισμένον , ἤρασσε μετὰ σπουδῆς . ἐπεὶ δὲ ἀνέῳξεν ἡ θεραπαινίς , ἐπιπεσὼν τῇ Καλλιρόῃ τὴν ὀργὴν μετέβαλεν εἰς λύπην
7275919 ἐψοφησεν
“ ἀρνῶν πρωτογόνων . ” ἀρτεμέα ὑγιῆ . ἀράβησεν οἷον ἐψόφησεν . ἀργειφόντης ἢ ὁ ἀργὸς φόνου καὶ καθαρός .
μάτην . κλαυσιᾷ : Ἠχεῖ . Θ . . ματαίως ἐψόφησεν . . . σέ τοι λέγω : Τὸ λέγω
7271452 Γαλη
Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γαλῇ χιτών
τρίτον ἐκείνων ἀλλὰ κατ ' ἰδίαν Φιλάληθες ἢ Ἐνόδιον . Γαλῆ δὲ γυναῖκα σημαίνει πανοῦργον καὶ κακότροπον καὶ δίκην :
7270016 Ἀπαιολη
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
7269844 Λιγυρων
καθ ' ἡμᾶς Πλαδαραῖος καὶ Πλαδαρίτης . Πλακεντία , πόλις Λιγύρων . τὸ ἐθνικὸν Πλακεντῖνος . Πλάκη , πόλις Ἑλλησποντία
Νάνος ἐκαλεῖτο , εἶτα ἐκλήθη Ὀδυσσεὺς ὥσπερ ὁ Ἀχιλεὺς πρότερον Λιγύρων καὶ Πυρίσσοος καὶ ἕτεροι ἑτέρως ἐκαλοῦντο . δίπτυχοι δὲ
7269538 Ἀγχου
φέρουσι τῷ ἀνθρώπῳ , κἢν αὐανθέωσιν , ἀπέθανεν ὥνθρωπος . Ἀγχοῦ δὲ τῆς ἐκφύσιος τῶν φλεβῶν σώματα τῇσι κοιλίῃσιν ἀμφιβεβήκασι
Ὀσφῦς : ἡ ζῶσις . Πρωτεῦ : ὄνομα κύριον . Ἀγχοῦ : πλησίον . Θαλέας : ὄνομα κύριον . Σιμόεις
7269164 κατερρυη
Μίλητον ἔθεον . ὡς δὲ ὑπήχθησαν ἡδονῆι καὶ τρυφῆι , κατερρύη τὸ τῆς πόλεως ἀνδρεῖον , φησὶν ὁ Ἀριστοτέλης ,
ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος ἀκληρήματα εἰς τὰς τῆς Βοιωτίας πόλεις κατερρύη . Ὁ στίχος Φερεκράτους : Ἄνπερ φρονῇς εὖ ,
7268290 Θεσσαλικη
. τὸ ἐθνικὸν Πρυμνησιεύς ὡς Θεοδοσιεύς . Πρώανα , πόλις Θεσσαλική , οὐδετέρως λεγομένη . τὸ ἐθνικὸν Πρωανεύς ὡς Τυανεύς
: βαθεῖα ἢ μέλαινα . καὶ ποικίλη . καὶ πόλις Θεσσαλική . γλήνη γʹ : κόρη . καὶ ἡ κόρη
7268173 καλλωπισμος
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ]
7266465 νεωνητος
ἀλλήλας οὐκ ἀγεννῶς ἠμφισβήτουν περὶ τοῦ τίνι τούτων νυμφίος ὁ νεώνητος ἔσται . τῆς δὲ τοῦ Ξάνθου γυναικὸς εἴσω κληθῆναι
ἐμαυτῇ . “ καὶ ἐξέρχεται καί φησιν ” ποῦ ὁ νεώνητος ; “ ἐπιστραφεὶς ὁ Αἴσωπος λέγει ” ὧδε ,
7264767 ΖΕΒ
ὑπὸ ΕΖΗ γωνία δοθεῖσα : ὥστε καὶ λοιπὴ ἡ ὑπὸ ΖΕΒ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . εἰ δὲ οὔ , συμπιπτέτωσαν
ὑπὸ ΔΖΚ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΕΒ , αἱ δὲ ὑπὸ ΖΕΒ , ΘΕΒ δύο ὀρθαῖς ἴσαι , καὶ αἱ ὑπὸ
7262977 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
7259076 δοξαζῃ
ἄλογος λέγεται διότι αἰτίας ἐστέρηται , οἷον ὡς ὅταν τις δοξάζῃ τὴν ψυχὴν ἀθάνατον εἶναι , μὴ λέγων αἰτίαν ,
καὶ οὐχ ὑπ ' αὐτοῦ , ὅταν μέντοι αὐτὸς οὕτως δοξάζῃ , τὸ ἔστι προστίθησιν , ὡς ἥτις οὐδὲ καθ
7257801 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
7257320 καταβαινοντα
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ
7256418 παμβασιλει
, ἀρτίως δὲ ἀντὶ τοῦ ” πρὸ ὀλίγου “ . παμβασίλει ' Ἀπαιόλη : πέπλακεν ὄνομα δαίμονος , σωματοποιήσας αὐτήν
. εὖ γ ' ] καλῶς ἔχει τὰ ἐμά . παμβασίλει ' ] πάντων βασιλεύουσα ἰσχύουσα , βασίλισσα τοῦ παντός
7254209 πανακεια
καὶ εὐπατόριον ἡμέρα Ϛʹ , ὥρα αʹ , Ἀφροδίτης , πανάκεια καὶ περιστερεών ἡμέρα ζʹ , ὥρα αʹ , Κρόνου
' ἀρνογλώσσου κατάπλασμα δοκιμαζέσθω ἢ ἡ Ἱκεσίου ἔμπλαστρος , ἢ πανάκεια μέλαινα εὐαφεστάτως σκευαζομένη , ἢ ἑτέρα τῶν παραπλησίων ἐπιτιθέσθω
7251078 ἀποσοβησις
τῶν πολεμίων τείνει καὶ τείνεται ἀλκὴ καὶ βοήθεια ἡμῶν καὶ ἀποσόβησις τῶν πολεμίων δι ' ὀλίγου : τίς δέ ἐστιν
φθόνου , καταλειφθήσονται τοῖς θνητοῖς ἀνθρώποις : τοῦ κακοῦ δὲ ἀποσόβησις οὐκ ἔσται . ΙΤΟΝ , ἀντὶ τοῦ ἐλεύσονται .
7251069 ἐκνιψασθαι
μὲν σώματα λουτροῖς καὶ καθαρσίοις ἀπορρύπτονται , τὰ δὲ ψυχῆς ἐκνίψασθαι πάθη , οἷς καταρρυπαίνεται ὁ βίος , οὔτε βούλονται
' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν ἐπηρεασθεῖσαν μὲν ὑπὸ φωνῆς , διακόνοις
7250413 Μαστιηνων
. ἔστι καὶ Μαιναλία πόλις Γαλατίας . Μαινόβωρα , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . τὸ ἐθνικὸν Μαινοβωραῖος . Μαιονία
εἴρηται δὲ ἀπὸ Μαστίας πόλεως . . Μαινοβώρα : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . τὸ ἐθνικὸν Μαινοβωραῖος . .
7246621 Νωνακρις
τὸ ἐθνικὸν Νωμεντανός . Διονύσιος ἐν δευτέρῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . Νώνακρις , πόλις Ἀρκαδίας . Ῥιανὸς ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ .
προσεγένετο δὲ καὶ Τρίπολις ὀνομαζομένη , Καλλία καὶ Δίποινα καὶ Νώνακρις . τὸ μὲν δὴ ἄλλο Ἀρκαδικὸν οὔτε τι παρέλυε
7245191 Κωνσταντινα
μνᾶ . τὰ δὲ Ἰταλικὰ προπερισπῶνται : Σαβῖνα Φαυστῖνα Ἰουστῖνα Κωνσταντῖνα . Τὰ εἰς ΡΑ δισύλλαβα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Α
Νικάτορος . τὸ ἐθνικὸν Νικατορίτης . Νικηφόριον . οὕτως ἡ Κωνσταντῖνα ἡ περὶ Ἔδεσσαν πόλις , ὡς Οὐράνιος . τὸ
7244233 πανδοκευς
, ἀλλὰ διὰ τοῦ κ , πανδοκεῖον καὶ πανδοκεύτρια καὶ πανδοκεύς . Τὴν φθεῖρα λέγουσί τινες καὶ τὴν κόριν :
. πανήμερος πάννυχος : τοῦτον δὲ πανεύφρονα Κρατῖνος καλεῖ . πανδοκεύς πανδοκεύτρια . καὶ ὡς Κρατῖνος παναγάθη , καὶ ὡς
7242570 Ὁμολογω
ἐξουσία ᾖ πάντα ταῦτα ποιεῖν ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον ; Ὁμολογῶ . Καὶ ὅς , εἰρωνικῶς πάνυ ἐπισχὼν ὥς τι
οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γειναμένοις . Ὁμολογῶ , φάναι τὸν Σωκράτην , περί γε παιδείας :
7242557 ΖΑΕΒ
κύκλος ὁ ΑΓΒΔ κύκλον τινὰ τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ τὸν ΖΑΕΒ διὰ τῶν πόλων τέμνει , δίχα τε αὐτὸν τεμεῖ
τῶν ΖΑΕΒ , ΖΔΕΓ κύκλων , καὶ ἑκάτερος ἄρα τῶν ΖΑΕΒ , ΖΔΕΓ ὀρθός ἐστι πρὸς τὸν ΑΓΒΔ κύκλον .
7241424 Καρις
. Σαρπίς : ὁ σάρπος . Ῥιπίς : ῥιπίδιον . Καρίς : ἢ καριδάριον . Ψάρ : ὄνομα ἔθνους .
τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς . Καρίς . παρὰ τὸ σκαίρειν , σκαρίς τις οὖσα .
7240209 καπνιας
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι :
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς

Back