Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γαλῇ χιτών
τρίτον ἐκείνων ἀλλὰ κατ ' ἰδίαν Φιλάληθες ἢ Ἐνόδιον . Γαλῆ δὲ γυναῖκα σημαίνει πανοῦργον καὶ κακότροπον καὶ δίκην :
9028292 Γυμνοτερος
λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος
ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἐπὶ τῶν πάνυ πτωχῶν . Ἀντὶ τοῦ
8911263 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
8877763 ὀψαρτυσια
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
8871978 εὐπτερων
] ἐνδίδως . εὐσωματεῖ γὰρ ] ναὶ ἄκων ἐπιτρέπω . εὐπτέρων ] εὐγενῶν . Κοισύρας ] ἐκ ταύτης γὰρ ἡ
τὴν Μεγακλέους ἀστεϊζόμενος ὡς δραπέτας αὐτῆς αὐτοὺς διασύρειν θέλει . εὐπτέρων τῶν Κοισύρας : φρονουσῶν τὰ Κοισύρας : ἀντὶ τοῦ
8848817 Χοιρος
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν .
μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ
8820529 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
8819794 φριματτεσθαι
ζεῦγος χολικῶν ἐπιθυμῶν . φαυλία μὲν εἶδος . . . φριμάττεσθαι μὲν τὸν τράγον φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου
, γαυρίαμα , αὔχημα . καὶ φρυάττεσθαι , χρεμετίζειν , φριμάττεσθαι , φυσᾶν , ἀσθμαίνειν , ἐκπνεῖν , γαυριᾶν .
8802067 Βιοι
βδελυρώτερος , θρασύτερος , ἐπονείδιστος , ἐπίρρητος , ἐπίψογος . Βίοι ἐφ ' οἷς ἄν τις ὀνειδισθείη , πορνοβοσκός ,
τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ τῶν φιλολόγων . Βίοι ἀνθρώπων καὶ φυτῶν σπέρματα συνεξομοιοῦνται ταῖς χώραις . Βία
8801617 ὑπουργησω
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη .
8793074 ΑΥΤΕ
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα
8792507 Ἐλαφειος
κυβερνήτης ἐπὶ τῆς νηὸς καὶ ἡνίοχος ἐπὶ τῶν ἵππων . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ , ἐκ μεταφορᾶς τοῦ
: ἐν ταύτῃ γὰρ οἱ θεοὶ τοὺς Γίγαντας ἐνίκησαν . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ . Ἐλέφας μῦν οὐ
8774983 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
8770993 αἱρετεος
, ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν . . αἱρετέος , αἱρετός : αἱρετέος ὁ δι ' ἀπορίαν ,
ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν . . αἱρετέος , αἱρετός : αἱρετέος ὁ δι ' ἀπορίαν , αἱρετὸς ὁ δι '
8769979 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
8769880 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
8764014 Διωλυγιον
καλόν : ὅτι χρὴ περὶ τῶν καλῶν πολλάκις λέγειν . Διωλύγιον κακόν : ἐπὶ τῶν μέγα τι καὶ δεινὸν ὑφισταμένων
κύριον , ναύαρχος Ἀθηναίων . Διόφαντος : ὄνομα κύριον . Διωλύγιον : Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ” πράγματα διωλύγια
8760449 σφυραινα
κέστραν μὲν ὔμμες ὡττικοὶ κικλῄσκετε . Ἀντιφάνης : πάνυ συχνὴ σφύραινα , κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . σηπία . ἡ
, οὓς βόσκεθ ' ὑμεῖς ἕνεκα τῶν ὠκυπτέρων . ἡ σφύραινα δ ' ἐστὶ τίς ; κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ
8759358 Ταρτησια
ὡς καὶ τὸ νίτρον λίτρον . . . . . Ταρτησία μύραινα : Μύραινα , δαίμων φοβερά : παρὰ τὸ
γέρων : ἐπὶ τῶν δι ' ἀσθένειαν ἡσυχαζόντων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γλαὺξ ἵπταται :
8758559 ἑρμαφροδιτος
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ
8757754 εὐπαιδευσια
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ
8753661 κακοχρασμων
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς
8749137 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
8747162 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
8746439 Ἐκπαγλως
πνεούσης . ἔξοχα : πλέον . δαιτός : εὐωχίας . Ἐκπάγλως : λίαν , ἐξόχως . ἐπιτέρπεται : ἐπιχαίρει .
, χαριέστατον . ὕδωρ : καὶ ἡ θάλασσα ἐκείνη . Ἐκπάγλως : ἐξόχως , ἔξω πάσης γλώττης , λίαν ,
8740480 Κλεπτης
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς ,
8739592 μειρακισκη
ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ
. ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ
8737878 Γαμηλια
χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος .
Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος
8735880 Βοστρηνος
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
8734013 μυξινοι
οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
, οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
8729562 Τελληνος
Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ ποιητὴς ὢν
σοι γεγονέναι τὸν δασμόν . οὐδὲ γάρ , εἰ τὰ Τέλληνος ᾄδοι τις , οἷός τε ἔσται πρὸς αὑτόν σε
8726369 κρεαγρα
. . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν . . . καὶ κρεάγρα . . . καὶ ἐξαυστήρ . . . .
, ἀνιμῶσα τὰ ζεστὰ διὰ τὸ τὰς χεῖρας καίεσθαι . κρεάγρα δὲ εἴρηται ἀπὸ τοῦ τὰ κρέα τὰ ἐπὶ τοῖς
8725479 ἐψοφησεν
“ ἀρνῶν πρωτογόνων . ” ἀρτεμέα ὑγιῆ . ἀράβησεν οἷον ἐψόφησεν . ἀργειφόντης ἢ ὁ ἀργὸς φόνου καὶ καθαρός .
μάτην . κλαυσιᾷ : Ἠχεῖ . Θ . . ματαίως ἐψόφησεν . . . σέ τοι λέγω : Τὸ λέγω
8721968 ἐπιλησμοτατον
οἴμοι , τίς ἦν ; οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ , ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ; οἴμοι . τί οὖν δῆθ
. τὴν κάρδοπόν φησιν . ὥσπερ ἐπιλαθόμενος ταῦτα λέγει . ἐπιλησμότατον : ἔδει εἰπεῖν ἐπιλησμονέστατον . Ἄλεξις δὲ “ ἐπιλήσμη
8717532 ὑηνια
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ
8716507 ἠπουγε
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία :
8712975 ἀμφικαυστις
, ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ
περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν
8712042 καπνιας
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι :
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς
8708489 ἐθερισεν
Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν , ἔκοψεν . Οἰκτρόν : ἐλεεινὸν , ἐλέους ἄξιον
τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . ἀμάλη γὰρ λέγεται τὸ χερόβολον τῶν ἀσταχύων .
8706961 Ἀειδε
Μαιανδρίου . : Ὅμηρος γοῦν φησιν ἐπ ' Ἀχιλλέως : Ἄειδε δ ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν ἡρώων : καὶ τὸν
οὐκέτι τῶν νεοθηρεύτων ἰχθύων ἥπτετο . Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ
8704893 ἠλασκαζω
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων .
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ
8703454 κατοχου
τῆς ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος . εἴδη δὲ κατόχου τρία . ὁ μὲν γὰρ ὑπνώδης ὃς παράκειται τῷ
ζʹ περὶ κάρου . ηʹ περὶ κώματος . θʹ περὶ κατόχου . ιʹ περὶ ἀγρύπνου κώματος . ιαʹ περὶ φρενίτιδος
8701991 ἀναγαργαριζεσθω
. θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος
πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς
8698767 ΓΕΝΟΣ
' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν
τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ
8697248 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
8696116 Ἰτεαιος
ἀπέφευγεν , ὡς καὶ Θεοδέκτης ἐν τῇ Σωκράτους ἀπολογίᾳ . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
Κολλυτῷ καταπεσεῖν , καθά φησι Δημοχάρης ἐν τοῖς Διαλόγοις . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
8694464 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .
8690354 κοτταβειον
Ἔγνωκ ' ἐγὼ δὲ χαλκίον τοῦτό γ ' ἐς τὸ κοτταβεῖον ἱστάναι καὶ μυρρίνας . Ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
ἀποκοτταβίζειν , ἀπ ' ἀγκύλης βάλλειν . καὶ τὸ μὲν κοτταβεῖον ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὀρόφου ὕπτιόν τε καὶ λεῖον ,
8687841 μελαμφυλλον
ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει :
ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ
8682220 Καειρα
λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα , ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη
ρ : οἷον , σώτειρα : εὐπάτειρα : δότειρα : Κάειρα : μάκαιρα : ἀντιάνειρα : κυδιάνειρα : κτεάνειρα .
8681933 ἐξαυστηρ
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα
8677679 αἰρομαι
λάβοιτο τοῦ Σικελοῦ κάτω θέμενος : ἄνω γὰρ ὥσπερ κοττάβιον αἴρομαι . Ἀντιφάνης : κότταβος τὸ λυχνίον ἐστί : πρόσεχε
λάβοιτο τοῦ σκέλους κάτωθέ μοι ; ἄνω γὰρ ὥσπερ κοττάβειον αἴρομαι . ὕπνος αὐτὸν ὄντα κακόσιτον τρέφει . δίπυρον καὶ
8673033 Καυλωνιατης
ὃν ἐπόλισαν Κροτωνιᾶται , ἥτις ὠνομάσθη Καυλωνία . τὸ ἐθνικὸν Καυλωνιάτης . Αὐσεῖς , ἔθνος Λιβύης . Ἀπολλόδωρος δευτέρᾳ περὶ
. Θεόπομπος Φιλιππικῶν τριακοστῷ ἐνάτῳ . τὸ ἐθνικὸν Ξιφωνιάτης ὡς Καυλωνιάτης . Ξόϊς , πόλις καὶ νῆσος Αἰγυπτία ἐν τῇ
8671814 Ποικιλωτερος
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ ,
8668783 εὐφιληταν
εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην
ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν
8667558 λεπαδνον
ὡς γὰρ κόπτω κόπανον , οὕτω λέπω λέπανον , καὶ λέπαδνον . Λέξασθαι , τὸ κοιμηθῆναι . παρὰ τὸ λέχριον
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . .
8665083 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
8664006 ὀστρακινος
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος
8662252 ΔΕΥΤΕΡΟΝ
, περὶ τὰς θεὰς ἐξαμαρτήσας καὶ τὰ μυστήρια . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ . Ἐγὼ μὲν οὖν καὶ νῦν ἀπὸ τῶν ἱερῶν
ἠδίκησαν , καὶ ἀποστερήσαντες τῆς τιμῆς καὶ φόνου γραφόμενοι . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ : Θαυμάζωμεν οὖν καὶ τοὺς πεπεισμένους τότε τῶν
8662006 ΔΗΖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν
8658140 ἐλεησει
κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ
: ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη
8655519 Ἀσσιου
καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ
μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β ,
8654794 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
8654755 Τιη
μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος
μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς ,
8653643 λιστριον
λάσανα : ὡς ἡμεῖς , ἐφ ' ὧν ἀποπατοῦμεν . λίστριον : τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος
κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον . ἔοικεν οὖν τὸ πρῶτον τοιοῦτο
8653161 Ὑπερφυως
ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς
ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων
8652958 Ἀνδανιος
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη :
8652690 χασκεις
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ '
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις
8650375 ΑΥΤΑΡ
ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν
ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ
8648087 Ἀτταται
, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον
κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς
8647474 μεταγωγη
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους
8646235 βληχω
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί .
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία
8645516 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
8645402 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
8643890 λεπιζω
ἐκ δερμάτων μασχαλιστῆρες τῶν ἵππων , παρὰ τὸ λέπω τὸ λεπίζω καὶ ἐκδέρω . οἱ δὲ τοὺς τῶν ζυγῶν φασι
πρὸς τὸν ζυγόν . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς
8642986 κυους
. τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ
ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . Ἥ τις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . Ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν
8641829 Τραγικος
ἰσχυρῶς νοσούντων . εἰώθασι γὰρ στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τραγικὸς πίθηκος : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν σεμνυνομένων .
ἀπελευθερωσάντων , ἐν δὲ τῷ τέως δουλεύοντες ἔτι συνῴκουν . Τραγικὸς πίθηκος : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . ἔοικε
8639470 ἐρξω
γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν .
] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ]
8639335 ἀλγησον
. Ὀνειροπολοῦσαι διώκειν Ὀρέστην ἐοίκασιν . κλαγγαίνεις ] βοᾶις . ἄλγησον ] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα
πόνος , μηδ ' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται
8639284 ἀντιβολια
κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν
' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι
8638514 Μαρμαρον
γίνονται ιθʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν Ϛʹ , πλάτος ποδῶν εʹ , πάχος
μετρήσεως τῶν μαρμάρων καὶ ξύλων καὶ λοιπῶν ἐλθεῖν ἀναγκαῖον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν ιγʹ , πλάτος ποδῶν δʹ , πάχος
8636342 Βιθυνοπολις
Βιθυνιαπολίτης παρὰ Ἀρριανῷ ἐν πέμπτῳ Βιθυνικῶν . δεῖ δὲ τοῦ Βιθυνόπολις εἶναι Βιθυνοπολίτης . . . , . , .
Βιθυνιαπολίτης παρὰ Ἀρριανῶι ἐν ε Βιθυνιακῶν . δεῖ δὲ τοῦ Βιθυνόπολις εἶναι Βιθυνοπολίτης . . . . Μεγαρικόν : πολίχνιον
8634645 περιστερον
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις
8633720 κιμβιξ
καὶ ἐκτοπιστικὸν εἶναι τὴν θυννίδα . Ἀρχέστρατος δ ' ὁ κίμβιξ φησί : καὶ θύννης οὐραῖον ἔχειντὴν θυννίδα φωνῶ τὴν
, ὀβολοστάτης , καὶ ἡ γυνὴ ὀβολοστάτις : ὁ γὰρ κίμβιξ καὶ κυμινοπρίστης οὐκ ἀνεκτά . φαίης δ ' ἂν
8632416 καταβριθοντες
πλευραῖς . βράβιλα τὰ κοκκύμηλα , ἤτοι Δαμασκηνά . βραβίλοισι καταβρίθοντες : κοκκυμήλοις , ἤγουν Δαμασκηνοῖς . ἑπτάενες : οἱ
: τὰ καλούμενα Δαμασκηνά : Θεόκριτος : ὅρπακες † βραβήλοισι καταβρίθοντες ἔραζε . Ἀθήναιος δὲ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Δειπνοσοφιστῶν
8631343 κωμῳδουσι
ἔτνους : Ὀσπρίου πισίνου . ὡς ἀδηφάγον δὲ τὸν Ἡρακλέα κωμῳδοῦσι . 〚 οἱ δὲ ἀνδρεῖοι καὶ πρὸς τὰς μάχας
' Αἰσχύλου † πολλάκις † κληθέντος ἱππαλεκτρυόνος , ὃν ἀεὶ κωμῳδοῦσι , † λεχθέντος † ἐν Μυρμιδόσιν . ὥσπερ κτλ
8630561 Αἰδεσια
τινὰς ἐκφερομυθεῖν τὰ τῆς φιλοσοφίας ἀπόρρητα . , . . Αἰδεσία ταύτης δὲ παῖδες ἀπὸ τοῦ Ἑρμείου νεώτερος μὲν Ἡλιόδωρος
φάναι θεοφιλής , ὥστε πολλῶν ἐπιφανειῶν ἀξιοῦσθαι . ἡ δὲ Αἰδεσία τοιαύτη ἦν καὶ διεβίω πάντα τὸν βίον ὑπὸ θεῶν
8630424 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
8629339 Βεροιαιος
. καὶ γὰρ ὁ τύπος συνήθης , ὡς Πελλαῖος καὶ Βεροιαῖος . Ἀρρεντία , πόλις Ἰταλίας . ὁ πολίτης Ἀρρεντῖνος
τὸ ἐθνικὸν Αἰαναῖος . Ἰχναῖος γὰρ λέγουσι καὶ Ἐδεσσαῖος καὶ Βεροιαῖος . Αἰανῖτις , Ναβαταίων χώρα . Οὐράνιος Ἀραβικῶν δευτέρῳ
8627264 ἀλευσον
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον
8623167 ποδανιπτρον
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους
8620549 Ἰαλεμου
φρουρὰν τοῦ σώματος κατὰ τὸν ὁρῶντα τῶν ὀφθαλμῶν λαμβάνοντες . Ἰαλέμου ψυχρότερος : Ἰάλεμον τὸν θρῆνον φασί . λέγουσι δὲ
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γυμνότερος Ἰαλέμου : ἐπίῤῥημα θρήνου . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν οἰκτρῶν
8617766 μσ
. τὸν ἀπὸ τοῦ μσ . , τῆς ὑπεροχῆς τοῦ μσ . καὶ τοῦ ἐλ . εἶναι γπλ . ,
ὑπερέχει ὁ ἀπὸ τοῦ μγ . ⃞ος τοῦ ἀπὸ τοῦ μσ . ⃞ου , τῆς ὑπεροχῆς ἧς ὑπερέχει ὁ μσ
8616072 φρυαττεσθαι
φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ τὸν ἵππον τὸν φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν
συκοφαντεῖν συμβόλαια σύσσημον Τεμβρίειον Τίβιον τρίγωνον τρόπαιον τύντλος ὑπόθεσιν φερνήν φρυάττεσθαι χλωρόν ὅταν τις ἡμῶν ἀμέριμνον ἔχῃ βίον , οὐκ
8614657 Λευκωσια
προκειμένην εἰς θάλασσαν . λέγει δὲ τὸ Ποσείδειον ἄκρον . Λευκωσία δὲ ὀνομάζεται ἡ σειρὴν ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
. εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ τριπλῶς ταύτας φασίν .
8614221 Ἐσχε
καὶ ἀστρολογούμενα καὶ γεωμετρούμενα καὶ ἕτερ ' ἄττα ἀξιόλογα . Ἔσχε δὲ καὶ θυγατέρας τρεῖς , Ἀκτίδα , Δελφίδα ,
καὶ ὕμνῳ . Ἕλῃ ] Ἐπικρατὴς γένηται . Δέδεκται ] Ἔσχε καὶ ἔλαβεν . Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πόλεως τοῦ
8612477 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
8611618 γαλεαγρα
πως καὶ ἀμελέστερον χρῆσθαι , ὥσπερ ὅταν μονώτατος λέγῃ καὶ γαλεάγρα καὶ ἐκκοκκύζειν καὶ ἐστηλοκόπηται καὶ ἐπήβολος καὶ ὅσα τοιαῦτα
ἐπιπλέων μόρος , ὄρνεον ξύλινον , πελάγιος ἵππος , ἠνεωγμένη γαλεάγρα , ἄδηλος σωτηρία , προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος
8609243 ὀλολυζω
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή .
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα
8608796 Ἀπληστος
. λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀνέμους γεωργεῖς :
αὐτὸς ἐλθὼν ἐπρίατο : ἐπὶ τῶν κακὰ ἑαυτοῖς ἐπισπωμένων . Ἄπληστος πίθος . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ
8608032 Ῥαμνος
καὶ διαφορητικῆς τῶν ἐκ τοῦ βάθους ἐστὶν ἡ ζύμη . Ῥάμνος ξηραίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόστασιν , ψύχει δὲ
Ἥλιος ἡνίχ ' ὁδεύῃ ἕβδομον ἱππεύσας τετράζυγον ἄντυγα πώλων . Ῥάμνος ἔχει πανάκειαν ἐν οἴκοισιν παναρίστην φυομένη φραγμοῖσιν ἀκανθῆεν πετάλειον

Back