| δὶς ] ? ὅστις οὗτος εὔχεται , κακὸν ] [ πέπρακεν ] ? [ ] [ ἡδονῆς ] μικρᾶς [ | ||
| οἱ δὲ τελῶναι ἀκούσαντες ὅτι σωμάτια πέπρανται παραγενάμενοι ἐπηρώτων τίς πέπρακεν ἢ τίς ὁ ἀγοράσας . διετρέπετο δὲ εἰπεῖν ὁ |
| Ἀναβάλλομαι χορεύειν λιγυροῖς μίτοισι κρούων γαμικὸν μέλισμα σεμνόν , βιοτῆς χάρισμα πρῶτον . Τί γάρ , εἰπέ μοι , τίς | ||
| χάριν ὄντα τοῦ θεοῦ τὰ σύμπαντα , γενέσεως δὲ οὐδὲν χάρισμα , ὅτι γε οὐδὲ κτῆμα , θεοῦ δὲ κτῆμα |
| λυγρῇ : οὐδέ κεν ἔνθα τεόν γε μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο . εἴ περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης | ||
| κατ ' ἔχθραν δηλονότι : τίς γὰρ τοὺς ἄνδρας δεσπότας ὄνοιτο ; εἴπερ . . . ἦν ] συνέπρασσον ὑμῖν |
| αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς δὲ ἐν Κωμικοῖς ὑπὸ Δαιδάλου ἀναιρεθέντα Πέρδικα εἶναι τοὔνομα φησί . Περιαγειρόμενος φύλλοις βάλλεται καὶ ἄνθεσιν | ||
| κακῶν , ὅπως τῆς ῥίζης κοπείσης οἱ κλάδοι ξηρανθῶσιν . Πέρδικα δέ τις κυνηγέτης ἀγρεύσας ἔμελλεν αὐτὸς τοῦ καταθῦσαι ταύτην |
| οὐ τοιοῦτον : Ὃ σὺ ὑπονοεῖς . Θ . . ἥρπακας : Κατεδυνάστευσας . κακοδαιμονᾷς : Μαίνῃ , ἄθλιος εἶ | ||
| ' ἑτέρως ἔχον . Μῶν οὐ κέκλοφας , ἀλλ ' ἥρπακας ; Κακοδαιμονᾷς . Ἀλλ ' οὐδὲ μὴν ἀπεστέρηκάς γ |
| εὐσεβίας εἰς ἀνθρώπους ἐπόνησα . αἰαῖ αἰαῖ : καὶ νῦν ὀδύνα μ ' ὀδύνα βαίνει : μέθετέ με τάλανα , | ||
| , φεῦ . τίς μ ' ὑποδύεται πλευράς , τίς ὀδύνα θυμόν ; ἄιε , μᾶτερ Νύξ : ἀπὸ γὰρ |
| οὐ Συνθετικὰ ἐπέγραψεν οὐδὲ Εὑρετικὰ ἀλλὰ Ἀναλυτικά ; τίς ἡ ἀποκλήρωσις ; καὶ λέγομεν ὅτι ἀπὸ τοῦ ἐπιστημονικωτέρου καὶ τοῦ | ||
| τοῦτο δὲ ἐνταῦθα ζητήσεως οὐκ ἔστιν ἄξιον . τίς γὰρ ἀποκλήρωσις τὴν μὲν ἄνθρωπος οὐ δίκαιός ἐστι κατάφασιν εἶναι , |
| μηχαναῖς . δολόμητιν δ ' ἀπάταν θεοῦ τίς ἀνὴρ θνατὸς ἀλύξει ; τίς ὁ κραιπνῷ ποδὶ πηδήματος εὐπετέος ἀνάσσων ; | ||
| πᾶσι μάλ ' , οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει . ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια |
| ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ | ||
| δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς : |
| που ] ἴσως . δαίμων ] ἔφορος τῶν κακῶν . ξυνήψατο ] συνεπελάβετο . μέγας ] ἤγουν δεινός , βαρύς | ||
| ; ὧδ ' ἔχει : γνώμης δέ πού τις δαιμόνων ξυνήψατο . φεῦ , μέγας τις ἦλθε δαίμων , ὥστε |
| . πορφύρας ] πέπλα πορφυρᾶ . νιν ] αὐτήν . κατασβέσει ] παύσει τοῦ τρέφειν . σημείωσαι . πορφύρας ] | ||
| οὕτως : τὴν τῆς μητρὸς πηγὴν ἤτοι τὰ δάκρυα τίς κατασβέσει τιμωρία καὶ ἐκδικήσει ; μητρός ] τῶν Θηβαίων . |
| σίδηρος , ἠέρ ' ἀναθρῴσκουσι , ἢ Αἴτνην ψολόεσσαν , ἐναύλιον Ἀστερόποιο . Ἵκετο μὴν Τίρυνθα παλιγκότῳ Εὐρυσθῆι ζωὸς ὑπὲξ | ||
| δάφνης , ὁ Φοῖβος οὐ προσῳδά : τήν τ ' ἐναύλιον ὠθῶν τις ἐξέκλαξε σύγκοιτον φίλην . Ἐξυβρίσας πειθαρχεῖν οὐκέτι |
| ἀπὸ στομάτων , θηρεύων βαλιοὺς συνομήλικας ἐν νομῷ ὕλης : ᾤχεο γὰρ πυμάταν εἰς Ἀχέροντος ὁδόν . Ὕστατα δὴ τάδ | ||
| ἀπὸ στομάτων , θηρεύων βαλιοὺς συνομήλικας ἐν νομῷ ὕλης : ᾤχεο γὰρ πυμάταν εἰς Ἀχέροντος ὁδόν . Ὕστατα δὴ τάδ |
| κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ | ||
| : ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη |
| νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς | ||
| Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον |
| κύημα , τρόφιμον , βιώσιμον . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί | ||
| τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ |
| καλύψω τῷδε παμπήδην , ἐπεὶ οὐδεὶς ἂν ὅστις καὶ φίλος τλαίη βλέπειν φυσῶντ ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας | ||
| μὲν ἱέμενοι : τίς δ ' ἂν τόσον οἶδμα περῆσαι τλαίη ἑκὼν ὀθνεῖον ἐπὶ κτέρας ; ἀλλά με δαίμων καὶ |
| λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
| δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
| οὐκ ἐκφορά . Καὶ μὴν ὁπότε τι σκευάριον τοῦ δεσπότου ὑφέλοι ' , ἐγώ ς ' ἂν λανθάνειν ἐποίουν ἀεί | ||
| οὐ σωματικῇ οὔσῃφέρε , εἴ τις τὸν ὄγκον τοῦ σώματος ὑφέλοι , τηροῖ δὲ τὴν τοῦ φωτὸς δύναμιν , ἆρ |
| , μετεξετέροιϲι δὲ καὶ οὖρα καὶ κόπριον : ἢν δέ κοθεν ἐϲ τὸ πᾶν διαθέον ἥκῃ , ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ | ||
| , μετεξετέροιϲι δὲ καὶ οὖρα καὶ κόπριον : ἢν δέ κοθεν ἐϲ τὸ πᾶν διαθέον ἥκῃ , ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ |
| καί τι τοιοῦτον μέμνημαι ἰδὼν περὶ τὸ ἰατρεῖον θαμίζων . Ἧκέ τις ἀμίδα κομίζων , ἐν ᾗ φαιόν τε καὶ | ||
| ἁνύσας τι ; Ταῦτ ' , ὦ δέσποθ ' . Ἧκέ νυν ταχύ . Ὦνδρες , τι πεισόμεσθα ; Νῦν |
| , ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
| ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
| δὸς τὰ μέρη τῇ εὐνοούσῃ , νῦν ὄψεται τίς αὐτῷ εὐνοεῖ . ” παραγενάμενος δὲ ὁ Αἴσωπος καὶ εἰσελθὼν εἰς | ||
| ” ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με |
| δώματ ' Ὀδυσσῆος θείοιο , εἷος Πηνελόπειαν ὀδυρομένην γοόωσαν παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος . ἐς θάλαμον δ ' εἰσῆλθε | ||
| ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν . ἀλλ ' ἴσχευ κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος . ἐκ γάρ τοι ἐρέω : |
| γαίηι μὲν γάρ , φησί , γαῖαν . . . λυγρῶι . γαίηι μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ | ||
| ἀίδηλον , στοργὴν δὲ στοργῆι , νεῖκος δέ τε νείκεϊ λυγρῶι . . . δοκῆι δὲ ἐκεῖ φαίνεσθαι : οὐ |
| καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ | ||
| καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ |
| γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με ὀλίγον καὶ | ||
| καταπλήξει ἐπράυνα . “ ὁ Ξάνθος εἶπεν ” οὐᾶ , δραπέτα . “ Ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν ” Αἴσωπε |
| τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ | ||
| Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς , |
| παρὰ ποσσὶ δὲ λύραν [ ] . αὔλει μοι . Μέτρα τίς [ ] ἀν ? ? πλούτου , τίς | ||
| μοι , παρὰ ποσσὶ δὲ λύραν . Αὔλει μοι . Μέτρα τίς ἀν πλούτου , τίς ἀνεύρατο μέτρα πενίας , |
| ἐκτρέπω τὸ μεταποιῶ καὶ μεταβάλλω ἐκ τούτου εἰς τοῦτο . εὐσωματεῖ ] ἰσχυρός ἐστιν , γενναῖον σῶμα , πιαίνει τὸ | ||
| λέγειν . ἐπιτρέπεις ] ἀντὶ τοῦ “ συγχωρεῖς ” . εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ : ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκατατίθεται : |
| [ ´τεχαρα ? ] ? [ [ ] ιδι ? δοῖς [ [ ] δεν ἀμες [ [ ] ος | ||
| τὰς ἀρχὰς γίγνονται . πρῶτον στάσις ἔμπεσε . πρωτοεμπε . δοῖς . ὧδέ πως κτλ . . ιθ . περὶ |
| ἐξ ἴσου καταστήσονται τοῖς ὀρθῶς φιλοσοφοῦσιν , οὐδέ τις ὁ δικάσων καὶ διακρινῶν τὰ τοιαῦτα ἔσται , ἢν μόνον τὰ | ||
| γλῶτταν ἢ τὴν δεξιὰν ἀποτετμῆσθαι δέοι . τίς οὖν ὁ δικάσων ἐστίν ; Οὐδὲ εἷς : οὐ γὰρ ἐκαθίσαμέν τινα |
| καὶ μάλιϲτα τῶν ὀδοντοφυούντων παιδίων , καὶ τὰ κατὰ θώρακα ἐκλειχόμενον ϲυμπέττει . Βούφθαλμον ὅμοιον μὲν ἔχει τῷ χαμαιμήλῳ τὸ | ||
| , μετὰ τοῦ καὶ πέττειν . αὐτὸ μὲν οὖν μόνον ἐκλειχόμενον πέττει μὲν μᾶλλον , ἀνάγει δὲ ἧττον , ἅμα |
| . ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό | ||
| ' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ |
| ποσὶ καὶ παρέχων τὸ οὖς ἁπαλόν τε καὶ πρᾷον . Τοὐμὸν ἦθος ἑρμηνεύει σοι , ξένε , καὶ ὅτι πρὸς | ||
| δίδασχ ' ἃ χρή με δρᾶν . Ὀκνοῦντ ' ἀνάγκη Τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ . Οὐκ οἶσθ ' ἀπειλάς Οἶδ |
| ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ | ||
| ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ] |
| τῶν σελίνων μαχόμεθ ' , ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' : εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ | ||
| περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ |
| . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ | ||
| ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . Ἥ τις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . Ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν |
| τι ὀργίλος ἐστίν , μή τι μηνιτής , μή τι μεμψίμοιρος ; ἂν αὐτῷ φανῇ , πατάσσει τὰς κεφαλὰς τῶν | ||
| τὰ περὶ τῆς Ἀρτέμιδός σοι πιθανὰ ἔδοξεν , ὡς ἐκείνη μεμψίμοιρος οὖσα ἠγανάκτησεν οὐ κληθεῖσα ἐφ ' ἑστίασιν ὑπὸ τοῦ |
| δή . Νῦν ἄρα οὐχ ὡς προσήκει αὐτῷ προσωμίλησας . Φαίνομαι , εἰπεῖν . Εἰ οὖν ὡς μὴ προσήκει ὁμιλοῦντός | ||
| . Τί οὖν ; τὰ λεχθέντα πότερος ἡμῶν εἴρηκεν ; Φαίνομαι μέν , ὦ Σώκρατες , ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἐγώ |
| τὸν νόμον καὶ τὴν ἐκείνου φωνὴν ἐπὶ τοῦ παρόντος ὑποκρινάμενος εἰπάτω , δουλείαν ὀνομάζει τὰ γράμματα . δεχέσθω , φησὶν | ||
| νῦν , οὐ λέγει τις τὰ βέλτιστα : ἀναστὰς ἄλλος εἰπάτω , μὴ τοῦτον αἰτιάσθω . ἕτερος λέγει τις βελτίω |
| παρὰ ῥῆμα ἢ θηλυκά , οἷον ὀλυμπιονίκης μισογύνης μυροπώλης οἰνοπράτης σκυτοδέψης . Σεσημείωται τὸ ἀγκυλοχείλης : ἔχει δὲ ἀπολογίαν , | ||
| , πανδοκεύς , πορθμεύς , μαστροπός , ὑπηρέτης , βυρσοδέψης σκυτοδέψης , ἀλλαντοπώλης . εἰ δὲ καὶ μὴ διὰ πασῶν |
| γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν | ||
| , καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος |
| τοῖς τὰ τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . περὶ μὲν οὖν Κινησίου ταῦτα ὁ ῥήτωρ εἴρηκεν . λεπτότερος δ ' ἦν | ||
| ? ] ] ! [ σκηνὴ μέν * τοῦ χοροκτόνου Κινησίου . , . . . . Μυῖα φύλλιδι χαίρειν |
| ἀγαθόν † , ἀφ ' οὗ καὶ μητραλοίαν φαμὲν καὶ πατραλοίαν . ἀλλοίωσις ἑτεροιώσεως διαφέρει . ἀλλοίωσις μὲν γὰρ οὐ | ||
| τὴν πόλιν ἐγένετο , καὶ ὅτι εἶπον ἄν τινες καὶ πατραλοίαν με ὡς ἀληθῶς , ὅτι τυπτόμενον τὸν πατέρα παρεῖδον |
| θεοῦ ἐπιβουλὴ τὰ τῆς νίκης ἀναβάλλεται . τίς οὖν ὁ νικήσων θεόν ; καὶ ποῖος ἄνθρωπος ἐκφύγῃ τὴν ἐπιβουλὴν τὴν | ||
| νῦν γεγονότων . ἥκω δὲ οὐ λῃστεύσων ἔγωγε , ἀλλὰ νικήσων οὐδὲ χρηματιούμενος πρὸ τῆς νίκης , ἀλλὰ τοὺς ἐχθροὺς |
| , σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν | ||
| καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι , |
| ποίων τινῶν Λακεδαιμονίων τυγχάνοντας ; καὶ γὰρ εἴ τις ὑμῶν ἀχθεσθήσεται παραιτοῦμαι : τὰ γὰρ ὄντα λέξω . Πρῶτον μὲν | ||
| . ἄφυκτον Ἀττικοί , ἄφευκτον Ἕλληνες . ἀχθέσεται Ἀττικοί , ἀχθεσθήσεται Ἕλληνες . ἀπελαθείς Ἀττικοί , μετὰ δὲ τοῦ σ |
| τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ | ||
| τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου |
| Τροίαν στρατεύεσθαι , ὑπεκρίθη μαίνεσθαι ζεύξας βοῦν σὺν ὄνῳ καὶ ἀροτριῶν . ἀναγκαζομένων τῶν Ἑλλήνων Παλαμήδης λαβὼν τὸν υἱὸν Τηλέμαχον | ||
| ἀπολέσασα καθ ' ἡμέραν πρὸς τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔκλαιεν . ἀροτριῶν δέ τις σύνεγγυς ἐπεθύμησε μετ ' αὐτῆς συγγενέσθαι . |
| τὰ γὰρ ἄλλα ζῷα ᾗ γέγονεν αὖ , διὰ βραχέων ἐπιμνηστέον , ὃ μή τις ἀνάγκη μηκύνειν : οὕτω γὰρ | ||
| πρόβυσον λέγουσιν . ἔτι δὲ καὶ μύρων ἐν τοῖς συμποσίοις ἐπιμνηστέον . ἰστέον μύρον Μεγάλλειον ἀπὸ Μεγάλλου Σικελιώτου καὶ Πλαγγόνιον |
| δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη : „ ὦ πίθηκε , τοιαύτην μωρὰν ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων βασιλεύεις ; ” ὁ μῦθος | ||
| φρενῶν δὲ οὐ μετέχουσαν . ὁ δὲ ἀσσιδάριος ἀργὴν καὶ μωρὰν εἶναι τὴν γυναῖκα σημαίνει , ὁ δὲ προβοκάτωρ εὔμορφον |
| τοῦ η , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης , λίθος τίς ὄζησεν τεθυμιαμένος . Τὰ εἰς ζω λήγοντα ὑπεσταλμένον , πλὴν τοῦ | ||
| ἐγώ σοι συγγενής , ὦ φαρμακέ ; λίθος τις ὤζησεν τεθυμιαμένος . ᾤμην δ ' ἔγωγε τὸν Κυκλοβόρον κατιέναι . |
| ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς | ||
| . Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων |
| τετύφετε , προσθέσει δὲ τῆς σαν τὸ τρίτον ποιεῖ , τυπτέτω τυπτέτωσαν , βοάτω βοάτωσαν . Ἑνικά . Τέτυφε : | ||
| ὅτι ἱπὸ Φιλίππου λοιδορεῖται εἶπεν : ” ἀπόντα με καὶ τυπτέτω ” . Ὁ αὐτὸς εὐχερῶς αὐτῷ ἀργύριον χρήσαντός τινος |
| οἰκτείροντος . ὀρνιθευτὴς ὀρνιθοσκόπου διαφέρει . ὀρνιθευτὴς ὁ θηρεύων , ὀρνιθοσκόπος ὁ μάντις . οὗτος καὶ οὑτοσὶ διαφέρει . οὑτοσὶ | ||
| τὸ „ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων . |
| ? καὶ δι ! [ ] ! ν ἐγὼ ] μελετήσας ὧν τότ ? [ ' ἐνόουν ! ! ] | ||
| , ἣν ὁ ῥήτωρ ἐμελέτησεν πολλάκις τὰ πρῶτα τεταγμένα ὕστερα μελετήσας : νῦν δὲ περὶ τῆς τεχνικῆς διαλαμβάνοντες διαιρέσεως εἴπωμεν |
| Μυκήναις τῶι λόγωι . πατὴρ δέ νιν θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε : Ὦ παῖ , τί πάσχεις ; τίς | ||
| ἐρχόμεσθ ' Ὀλυμπίωι Διί . κλύων δὲ ταῦτ ' Αἴγισθος ἐννέπει τάδε : Νῦν μὲν παρ ' ἡμῖν χρὴ συνεστίους |
| μὴ τὸ σκάφιον αὐτῇ παρῆν ; ἄμφω δὲ παράλληλα ἐν Πολυίδῳ Ἀριστοφάνης σκάφιον Ξένυλλ ' ᾔτησεν : οὐ γὰρ ἦν | ||
| εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι τῷ Πολυίδῳ λέγει ὅτι ἀπέδρα ἡ Ἀνθία , κἀκεῖνος ἐκ τῶν |
| κακός . ! ! ! σοι φρ ! ! [ Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν . μὴ πᾶσιν εἰκῆ | ||
| τὸ σοφὸν οὐκ αἰνῶ τόδε . Ἐκ τοῦ Ῥήσου : Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν . Ἐκ |
| Φήμιος . αὐτὰρ ὁ χειρὸς ἑλὼν προσέειπε συβώτην : “ Εὔμαι ' , ἦ μάλα δὴ τάδε δώματα κάλ ' | ||
| : αἶψα δ ' ἂρ Εὔμαιον προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : Εὔμαι ' , ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ ' |
| βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν | ||
| πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος |
| εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ | ||
| Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν |
| ἔμεινεν . “ ἡ δέ φησι ” τὸν νεώνητόν τις καλεσάτω . “ μία οὖν καπριῶσα , τῶν ἄλλων μαχομένων | ||
| Μενεξένῳ μὲν γὰρ δὴ πάντων μάλιστα ἑταῖρος ὢν τυγχάνει . καλεσάτω οὖν οὗτος αὐτόν , ἐὰν ἄρα μὴ προσίῃ αὐτός |
| αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται , ὄρχαμε λαῶν , ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ ' , ὡς | ||
| κρατερὴ δ ' ἐπικείσετ ' ἀνάγκη : καί ποτέ τις εἴπῃσιν ἰδὼν κατὰ δάκρυ χέουσαν : Ἕκτορος ἧδε γυνὴ ὃς |
| , ληφθείς γ ' ὑπὸ λῃστῶν ἐσθίοι κριθὰς μόνας . Κεἴ τις στρατηγεῖν βουλόμενος μὴ ξυλλάβοι ἢ δοῦλος αὐτομολεῖν παρεσκευασμένος | ||
| οὖν ἡμῖν δοκεῖ ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ |
| τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν . ἡ οὖν Πενία ἐπιβουλεύουσα διὰ τὴν αὑτῆς ἀπορίαν παιδίον ποιήσασθαι ἐκ τοῦ | ||
| κύφωνες : τοῦτο δὲ λέγει , ὅτι τούτων ἀξία ἡ Πενία . . κολαστήρια ὄργανα τά τε τύμπανα καὶ οἱ |
| ῥηματικὰ ὄντα βαρύτονα διὰ τοῦ ο κλίνεται , οἷον κτήσω ἀκτήμων ἀκτήμονος , Εὐκτήμων Εὐκτήμονος , τλήσω τλήμων τλήμονος , | ||
| λίμνην . ζῇ ὡς ἀληθῶς θεῷ ὁμοίως ὁ αὐτάρκης καὶ ἀκτήμων καὶ φιλόσοφος καὶ πλοῦτον ἡγεῖται μέγιστον τὸ μὴ δεῖσθαι |
| ἂν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀλλήλους ἐπὶ κακίᾳ γινωσκόντων . Ὄνῳ τὶς ἔλεγε μῦθον : ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει | ||
| περιπεσόντων . Ὄνος λύρας ἀκούων : ἐπὶ τῶν ἀξυνέτων . Ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον , ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐπέσειεν |
| ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
| ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
| ἀγγέλου ὡς Ἀμφιάραος εἶπεν ὅτι ὑπὸ γῆν κρυβήσεται καὶ ταύτην δοξάσει , Ἐτεοκλῆς τῷ μὲν περὶ τοῦ μάντεως θανάτῳ πιστεύει | ||
| χρὴ γράφειν ; Οὐδέτερα . Οὔτε ἄρα εἴσεται οὔτε ὀρθὰ δοξάσει ὁ μιμητὴς περὶ ὧν ἂν μιμῆται πρὸς κάλλος ἢ |
| ἀλλὰ τὴν δίψαν πεφοβημένος . Οὐδὲ τὸν ἐλλέβορον , ὦ Μένιππε , ἀναίνομαι πιεῖν , γένοιτό μοι μόνον . Θάρρει | ||
| Ὀδυσσέα ἢ Ὀρφέα . Ὡς δὴ τί τοῦτο , ὦ Μένιππε ; οὐ γὰρ συνίημι τὴν αἰτίαν οὔτε τοῦ σχήματος |
| ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ | ||
| καὶ μὴ δείκνυε συκοφάντην , ἵνα μὴ τὴν Ἀθηναίων ψῆφον ὑβρίσῃς . οὐ μικρόν σοι γυμνάσιον τὸν Μαραθῶνα κατέλιπον . |
| τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
| Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |
| τις , ⌊ οἵ τ ' ἀργίλοφον ⌋ πὰρ ⌊ Ζεφυρίου ⌋ κολώναν ⌊ ⌋ νὑπὲρ [ ! ! ! | ||
| ἐστι παντὶ ἀνέμῳ : καὶ ὕδωρ ἔχει . Ἀπὸ τοῦ Ζεφυρίου καὶ τῶν Δελφίνων ἐπὶ τὸν Ἆπιν στάδιοι λʹ : |
| συντελὴς ] ἡ συντελέσασα καὶ συμπράξασα αὐτῶι . ἐξεύχεται ] καυχᾶται . τὸ δρᾶμα ] ἤγουν ὅτι πλέον ἔδρασεν ἢ | ||
| καύχησις καὶ ἡ ὑπόσχεσις καὶ ἡ προσευχή . ἐπεύχεται ] καυχᾶται . ἐπεύχεται ] + καυχᾶται ἢ ἀρᾶται . καὶ |
| οὐκ ἐς γάμους σοὺς συμφορὰν κτήσηι γόοις . ἦ γὰρ γαμοῦμαι ζῶσα παιδὶ σῶι ποτε ; πολλή ς ' ἀνάγκη | ||
| ! ! ! μὰ τὴν ] Ἄρτεμιν , Ἀκοντίῳ [ γαμοῦμαι ! ! ! ! ! ! ! ! ] |
| καὶ δῆλα . ἐὰν παιδεραστῇς , ἐὰν μοιχεύῃς , ἐὰν βιάσῃ παῖδα , ἄρρενα μὲν μηδὲ λέγε , ἀλλὰ κἂν | ||
| τῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀδικημάτων . καὶ ἐκ τοῦ ἀπολογουμένου βιάσῃ λέγων συνήδεσθαι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι καιρῷ , |
| λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας , | ||
| ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη : |
| , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . Ἰὼ δυσπότμων γάμων , κασίγνητε , κυρήσας , θανὼν ἔτ ' | ||
| ' ἐμοὶ ] τὰ περισσότερα τὰ ἐπελθόντα ἐμοί . . δυσπότμων ] αὕτη ἡ γενικὴ πρὸς τὸ ἀρχηγέτα . κακῶν |
| . πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
| Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
| Παιδίῳ εἴ τις δικαστὴς ἢ διαιτητὴς θεῶν . διέφθαρται καὶ διέφθορε διαφέρει . διέφθαρται μὲν γὰρ ὑφ ' ἑτέρου , | ||
| πατρῷα πρός σε καταδιέφθορα „ . ὅμοιον γάρ ἐστι τὸ διέφθορε τῷ ἀπέκτονε καὶ κατέσπορεν . δίψος καὶ δίψα , |
| : ἀντιβολῶ , Κράτεια , σέ , μή μ ' ἐγκαταλίπηις ? [ ] ? ? : παρθένον ς ' | ||
| ' ἐμοί ; τεθνηκότα πεύσει μ ' ἐάν μ ' ἐγκαταλίπηις : οὐδ ' ἀπόκρισις ? . τί πότ ? |
| . ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
| ' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
| ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
| ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
| ἀνατραπῆναι ] ἀφανισθῆναι . ἀνατραπῆναι ] ἀνάστατον γενέσθαι . θ ἀλλοδαπῷ ] ἀλλοτρίῳ . ἀλλοδαπῷ ] ξένῳ . παρατέλευτον μονόμετρον | ||
| δάκρυον εἴβει χήτεϊ τοιοῦδ ' υἷος : ὃ δ ' ἀλλοδαπῷ ἐνὶ δήμῳ εἵνεκα ῥιγεδανῆς Ἑλένης Τρωσὶν πολεμίζω : ἠὲ |
| καὶ μνῆμα τῷ Πύρρωνι οὐ πόρρω τοῦ Ἠλείων ἄστεως : Πέτρα μὲν τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα , λέγεται δὲ ὡς | ||
| γʹ καὶ ιεʹ : Τῆς δὲ Πετραίας Ἀραβίας ἡ μὲν Πέτρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ , καὶ διέστηκεν |
| ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ | ||
| ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ |
| ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ | ||
| . τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς |
| συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
| οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
| ἐν ταῖς ὕλαις , ἃ οὐκ ἦν ἐνεγκεῖν ἐπιόντα . Φήσει τις μεγάλῳ ἔργῳ , τοῖς πολεμικοῖς , ἐπιστατεῖν τὸν | ||
| ὡρισμένον , ὀρθῶς ἄρα ὡρισμένων προσώπων παραστατικὴ ἡ ἀντωνυμία . Φήσει τις : τί οὖν ; οὐχὶ καὶ τὰ ῥήματα |
| συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : βουλή . ἐπίκλοπος : δολία , δολερά . Ἐξαπάτησαν : ἐπλάνησαν . | ||
| ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον : “ ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων : ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ |
| εἵματ ' ἔχοντα , πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο : | ||
| ἀμελείᾳ καὶ τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα . νοσεῖν τινα νόσον σκηπτόμενον . Ἐρασίστρατον δὲ τὸν ἰατρὸν αἰσθέσθαι μὲν οὐ χαλεπῶς |
| παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ ἀπαίδευτος : Ὅμηρος ἦ δὴ ἀλιτρός τ | ||
| δειλαίων εἷλεν ἀπὸ πραπίδων . Οὐ μέ τις ἐξ ὀρέων ἀποφώλιος ἀγροιώτης αἱρήσει κλήθρην αἰρόμενος μακέλην , ἀλλ ' ἐπέων |
| προφέρει , παρὰ τυραννίδι , χὠπόταν ὁ λάβˈρος στρατός , χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι . χρὴ δὲ πρὸς θεὸν | ||
| σφηκιὰν ἐκθύψομεν . σιγᾶτέ νυν : δόλον γὰρ ἐξεπίστασαι : χὤταν κελεύω , τοῖσιν ἀρχιτέκτοσιν πείθεσθ ' . ἐγὼ γὰρ |
| ” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ ' | ||
| μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις |
| , ἥκων παρρησιάζῃ ” φησί “ καὶ κατακρώζεις ; ” Υἱὸν μονογενῆ δειλὸς εἶχε πρεσβύτης γενναῖον ἄλλως καὶ θέλοντα θηρεύειν | ||
| δὲ τόπος ἐστὶν Ἀπόλλωνος ἱερὸς ἐν Κολοφῶνι τῆς Ἰωνίας . Υἱὸν δέ φησιν αὑτὸν Δαμαίου οὕτω λέγων : . αἰνήσεις |
| πρεσβεύουσα κἀντὶ τῆς ἐμῆς ψυχῆς καταστήσασα φῶς τόδ ' εἰσορᾶν θνήισκω , παρόν μοι μὴ θανεῖν , ὑπὲρ σέθεν , | ||
| ' ἐγὼ κορεύματ ' ἐκ τοῦδ ' ἀνδρός , οὗ θνήισκω πάρος , χαῖρ ' : οὐ γὰρ ἐχθαίρω ς |
| ἔσομαι , λέγε , παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις | ||
| κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων , παισὶν οὐ κατειδὼς ὄλεθρον βιοτᾶι προσάγεις ἀλόχωι τε σᾶι στυγερὸν θάνατον . δύστανε , μοίρας ὅσον |
| ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα , | ||
| εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε , |
| γε αὐτὸ μὴ φοβώμεθα , μηδέ τις ἡμᾶς λόγος θορυβείτω δεδιττόμενος , ὡς οὐ τὸν φύσει καὶ θείᾳ μοίρᾳ κατορθοῦντα | ||
| ἔθνη τὰ ἀγχοῦ πάντα ἐπιὼν ὑπήγετο , ἢ πείθων ἢ δεδιττόμενος ἢ καταστρεφόμενος , καὶ στρατιὰν πολλὴν συνέλεγεν , τὴν |