τι ὀργίλος ἐστίν , μή τι μηνιτής , μή τι μεμψίμοιρος ; ἂν αὐτῷ φανῇ , πατάσσει τὰς κεφαλὰς τῶν | ||
τὰ περὶ τῆς Ἀρτέμιδός σοι πιθανὰ ἔδοξεν , ὡς ἐκείνη μεμψίμοιρος οὖσα ἠγανάκτησεν οὐ κληθεῖσα ἐφ ' ἑστίασιν ὑπὸ τοῦ |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
. πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ | ||
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής , | ||
θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν . ] Ἡ δὲ ἀγροικία δόξειεν ἂν εἶναι ἀμαθία ἀσχήμων , ὁ δὲ ἄγροικος | ||
οἱ φίλιπποι . Γεωργικὰ ὀνόματα : γῆ , γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , |
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα | ||
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ; |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
τὸν μὴ δυνάμενον ἐν συμποσίῳ ᾆσαι , δάφνης κλάδον ἢ μυρίνης λαβόντα , πρὸς τοῦτον ᾄδειν . Ἀιδώνιδος κῆπος : | ||
μυρίνης δὲ οἶνος κεῖται παρὰ Ποσειδίππῳ : διψηρὸς ἄτοπος ὁ μυρίνης ὁ τίμιος . καὶ Ἑρμῆς δ ' εἶδος πόσεως |
: ὁ δὲ τοιοῦτος πεφυγάδευται θείου χοροῦ , καθάπερ ὁ λεπρὸς καὶ γονορρυής , ὁ μὲν θεὸν καὶ γένεσιν , | ||
δέρμα τοῦ ὄφεως : λεκτίκιον : λεπὶς ἡ φολίς : λεπρὸς ὁ διάλευκος : λεαίνω τὸ ὁμαλίζω : λέγυνον τὸ |
Οἷς μὲν δίδωσιν , οἷς δ ' ἀφαιρεῖται τύχη . Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά . Ὁ μηδὲν εἰδὼς | ||
αὐτοῦ . καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων , Ὀργὴ μεγάλη καθ ' ὑμῶν , καὶ κατὰ τῶν υἱῶν |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς | ||
ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος |
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
οὕτως . Ἔτι καὶ τοῦτον ἐνδιαστέλλομαι τὸν τρόπον : Πλάτων πολύφωνος ὤν , οὐχ ὥς τινες οἴονται πολύδοξος , πολλαχῶς | ||
λαμπρόφωνος καὶ ὡς Δημοσθένης λαμπροφωνότατος , δύσφωνος , ἰσχνόφωνος , πολύφωνος , ἡδύφωνος , χαλκόφωνος , βαρβαρόφωνος , βαρύφωνος , |
δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής | ||
. φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν . |
ὅπως θαρρῶμεν πρὸς αὐτά . πϚʹ . Μακεδόνι . Τῆς ὀξυθυμίας τὸ ἄνθος μανία . πζʹ . Ἀριστοκλεῖ . Τὸ | ||
ὡς Ἰσαῖος , θυμόσοφος , βαρύθυμος , ὀξύθυμος , καὶ ὀξυθυμίας , καὶ ὠξυθυμήθη παρ ' Ἀριστοφάνει . τάχα δὲ |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ | ||
. ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ |
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν | ||
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ |
ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος | ||
, ἐς μέρη πολλὰ διασπώμενος ὑπὸ τῆς δυσχωρίας , ὡς εὐεπιχείρητος ἄν , εἴ τις ᾔσθετο , γενέσθαι . περὶ |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
δὲ τοῦ πολυ τάδε σύνθετα . πολυπράγμων , πολυλόγος , πολυήκοος , πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ , | ||
ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας . , ; , . . πολυήκοος ἀγχίσποροι οὐδὲ ἦν τῶν βιβλίων πολυήκοος , ἀλλὰ ῥώμῃ |
καθιεμένην εἰς τὸ μύρον Ἀριστοφάνης εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν . λυχνοποιός λυχνοπώλης , λύχνος λυχνοῦχος , λύχνιον ἐλλύχνιον , λυχνοκαυτεῖν , | ||
τὰ ξύλινα ἀγγεῖα . Θ ἐπώλει τοὺς λύχνους : ὅτι λυχνοπώλης ἦν . Θ καθελκύσας ] εἰς τὴν θάλασσαν . |
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις | ||
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ | ||
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν |
. ἔνθεν Ἀλεξανδρεῖς ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω | ||
λίθων ἄνευ πηλῶν κατεσκευασμένους ἢ τοὺς ἀπὸ ἀκανθῶν πεφραγμένους . Αἱμύλος , ὁ ἔμπειρος ἢ ἡδὺς ἐν τῷ ἀπατᾷν καὶ |
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν | ||
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ |
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ | ||
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς , |
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι | ||
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος |
, ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
τριάκοντα χαλάσας . δεύτερον δὲ τὸν ἔρωτα βασανίζει , πότερον ἐπιμανὴς καὶ ἁψίκορος καὶ ὅλος τοῦ πάθους ἐστὶν ἢ μετέχει | ||
βασιλέως διάνοιαν , ὡς οὐκ ἐπιφανὴς , ἀλλ ' ὄντως ἐπιμανὴς ὑπῆρχε , προσέθηκεν ὁ Μασούριος περὶ τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ |
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι | ||
: . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . . |
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός | ||
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς : |
ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος [ ἄπιστος ] ἀπειθὴς ἀφηνιαστὴς γόης εἴρων κέρκωψ δυσυπονόητος δυσώνυμος δυσεύρετος δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος | ||
. . πουλύπους ὥσπερ πέτρας ἔχεται . γόης τις ἢ κέρκωψ λόγων ἀργύριον εἶχεν οὐδ ' ὅσον . ἐσθὴς δὲ |
. ἀργὸς ] ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια “ , ἀμελής . τὸ σπαθᾶν ἀπὸ . . . ἐργάζεσθαι εἴληπται | ||
τύχῃ ληρεῖ , τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἐπιδεικνύμενος ὡς οὐδὲ ὁδῷ βαδίζων ἀμελής ἐστι τῶν Μουσῶν , ἀλλ ' εἰς καλὸν τὴν |
μαντικήν . ἐπώπτευσας ] εἶδες . φοιτὰς ] μανική . ἐκπράξας ] ἤγουν φονεύσας . ἀντεπίξηνον ] ἐναντίον , διάδοχον | ||
ὀφειλέτω : πραττέσθω δὲ ὁ ταμίας τῆς θεοῦ , μὴ ἐκπράξας δὲ αὐτὸς ὀφειλέτω καὶ ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου |
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ | ||
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
. ἐὰν δὲ ἡ Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος | ||
ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἔσται εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους |
πολυτελῆ νεκρόν : εἰς τὸν ἴσον ὄγκον τῶι σφόδρ ' ἔρχετ ' εὐτελεῖ . ὅς ' ἐστὶ μαλακὰ συλλαβὼν ἐκ | ||
ἐν ᾧ γὰρ ἂν τούτων τις ἀπολειφθεὶς τύχῃ , οὐκ ἔρχετ ' ἐπὶ τὸ τέρμα τοῦ προκειμένου . φύσις θέλησις |
[ ἀρρενικῶς καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται | ||
. ἀποπεφασμένος κίναιδος ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ | ||
τὸ ἀχειρούργητον , δυσχείρωτα δὲ Δημοσθένης , ἐγχειρίθετον Ἡρόδοτος , ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης , ἐπιχειρηταὶ δὲ Θουκυδίδης , |
ὁ δ ' ὡς ἐπ ' αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ δάμαρτα καὶ παῖδ ' ἑνὶ | ||
ἐν τῇ ὑπωρείᾳ πιναρὸς ὅλος καὶ αὐχμῶν καὶ ὑποδίφθερος ; σκάπτει δὲ οἶμαι ἐπικεκυφώς : λάλος ἅνθρωπος καὶ θρασύς . |
! αις ξιφοκτον [ ὥσπερ ? καὶ Τελαμων ? [ αὐτοκτόνος ] ? ? ὤλετο [ [ ] ! ! | ||
καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος ὑπάρχει . Ξ ὁμαίμοιν ] ἀδελφοῖν . αὐτοκτόνος ] αὐτοχειρίᾳ γενόμενος . Ξ διαπαντὸς αἰσθήσεται τὸ μίασμα |
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη | ||
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς |
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ | ||
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ] |
πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ τοῦ σαθροῦ . Κακοὶ πίνουσι τῆς | ||
τρέχοντας καὶ τοὺς ἄλλους ἀγωνιστὰς γέλωτος χάριν . λέγεται καὶ Κεραμεὺς Ἀθηναίων νομοθέτης καὶ κεραμικὴ μάστιξ ἡ δι ' ὀστράκου |
οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν | ||
τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως |
δὲ μεθῆκεν : τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ | ||
, εἰκῇ συμπεφορημένος , κρατεραύχην , βραχυτράχηλος , σιμοπρόσωπος , μελάγχρως , γλαυκόμματος , ὕφαιμος , ὕβρεως καὶ ἀλαζονείας ἑταῖρος |
τὸ μετὰ τοὺς ἀστραγάλους πᾶν : ἀφ ' οὗ ὀνόματα εὔπους ὠκύπους ταχύπους καὶ ὡς Πλάτων ἀντίπους , εὐποδία ἀποδία | ||
καὶ αὕτη ὠκεῖά τε ἦν καὶ φιλόπονος καὶ εὔψυχος καὶ εὔπους , ὥστε καὶ τέτταρσιν ἤδη ποτὲ λαγωοῖς ἐφ ' |
: τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ η | ||
ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη |
, ἡ κοινῶς ῥύμη . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος : Πλάτων δὲ | ||
ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος . Πλάτων δὲ |
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής , | ||
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ |
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , | ||
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι |
Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γαλῇ χιτών | ||
τρίτον ἐκείνων ἀλλὰ κατ ' ἰδίαν Φιλάληθες ἢ Ἐνόδιον . Γαλῆ δὲ γυναῖκα σημαίνει πανοῦργον καὶ κακότροπον καὶ δίκην : |
ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός , | ||
καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , |
τοῦ κτείναντος ἄνθρωπον οὐχ ὅσιον . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ κτήνους κύριος ἄγριον εἰδὼς καὶ ἀτίθασον μήτε καταδήσῃ μήτε κατακλείσας | ||
τὸ πονεῖν πρόθυμος ὢν ἤδη τὴν ἑαυτοῦ τιμὴν ἐξέτισε : κτήνους γὰρ φόρτον ἤρατο ” . ἐπεὶ δὲ ὥρας οὔσης |
ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ ἴδιον | ||
κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ Κύπριον τὸ ποικίλον ἐνταῦθα |
ὀξυτέρω τριβόλων ἀρυτήμενοι . . . ἀμμετέρων ἀχέων ἂπ πατέρων μάθος Ἄρευος στροτιωτέροις γᾶς γὰρ πέλεται σέος δέξαι με κωμάσδοντα | ||
ὡς γὰρ τὸ ῥέος καὶ τὸ βλέπος οὕτω καὶ τὸ μάθος καὶ ἔτι τὸ δίψος καὶ τὸ βλάβος καὶ τὸ |
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά | ||
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά |
κατεσθίων τὰς τρίχας . Γ τὴν μίμαρκυν : κυρίως μὲν μίμαρκυς ἡ λαγῴα χορδὴ ἡ ἐκ τῶν ἐντέρων . χρῶνται | ||
οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο |
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ] | ||
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν : | ||
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα |
τὴν Παφίην . Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . | ||
Πραξιτέλης ; Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο , οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη |
, εἴγε παντὶ συνθέτῳ τὸ τοιοῦτο παρακολουθεῖἐν . γὰρ τῷ μισογύνης καὶ τὸ μισεῖν ἔγκειται καὶ ἡ γυνή , καὶ | ||
, μισολόγος , μισοπόνηρος , μίσεργος , μισάνθρωπος μισόθεος , μισογύνης μισότεκνος , μίσιππος , μισόθηρος , μισοφίλιππος μισαλέξανδρος , |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
τῶν ψηφιζομένων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον . ἀκράχολος δέ , εἰς ὀργὴν εὔκολος . κυαμοτρώξ : τρεφόμενος | ||
σοι δράσω , κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; καὶ κύων ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων |
ἔχουσα καὶ ἐρύθημα καὶ ἀλγηδόνα σύντονον . τερηδὼν ὀστῶν φθορὰ ἀπροφάσιστος , μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν . ἀχὼρ ἕλκος περὶ | ||
ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ διὰ τέλους . ἐρᾷς , συνεραστὴς ἀπροφάσιστος γίγνεται . πράσσεις τι , πράξει συμπαρὼν ὅ τι |
ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ | ||
δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : |