τὰ ῥήματα τοῦ Ψαλμοῦ καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον , ἕως τοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ , καὶ
πολλοὺς ἐπιέναι . ἄλσει : οὐ θαυμαστὸν εἰ τὸ μήπω πεφυτευμένον ἄλσος εἶπεν . Ἀριστόνικος προληπτικῶς φησιν εἰρῆσθαι : οἱ
4923465 ἠθμῳ
τοῖς ποσίν , εἶτα ὕδωρ ἐπιχέοντας ἀναιρεῖσθαι τὸ ἐφιστάμενον πίτυρον ἠθμῷ καὶ τὸ λοιπὸν διηθήσαντας βάλλειν εἰς ὑλιστῆρα , διυλίσαντας
Διόδωρός φησι : φιάλαι ποιαί , ὧν ὁ ὀμφαλὸς παραπλήσιος ἠθμῷ . ὁ δὲ Μυρλεανὸς Ἀσκληπιάδης ἐν τοῖς περὶ .
4577192 θρηνουσας
ᾔσθετο δακρυόντων , τοῖς μὲν μικροψυχίαν ὠνείδισε , τὰς δὲ θρηνούσας ἐξέπεμψε γυναῖκας , ἵνα μὴ τοιαῦτα , φησί ,
μῦθος πέπεικεν , αἰγείρους ἐπὶ τῷ Ἠριδανῷ ποταμῷ δακρύειν αὐτὸ θρηνούσας τὸν Φαέθοντα , καὶ ἀδελφάς γε εἶναι τὰς αἰγείρους
4571008 νεμοντι
εἰσφέρουσιν ἄρτους ἐν ἀρριχίδι καὶ κρέας ἑκάστῳ : καὶ τῷ νέμοντι τὰς μοίρας ἀκολουθῶν ὁ διάκονος κηρύττει τὸ ἄϊκλον προστιθεὶς
ὡς ἤκουσε τῆς φωνῆς , ἦν γὰρ τοῦτο ὄνομα τῷ νέμοντι τὰς αἶγας , ἐπέδραμεν ὀτραλέως , τάς τε κύνας
4530153 ἀνοθευτον
ζηλότυποι τῶν ἀνδρῶν δρεπόμενοι ῥίπτουσι περὶ τὸν παρθένιον θάλαμον καὶ ἀνόθευτον τηροῦσι τὸν γάμον . Ἐάν [ γὰρ ] τις
γὰρ αὐτὸν χωνευθῆναι ἅπτουσι τὴν βοτάνην : καὶ ἐὰν μὲν ἀνόθευτον τὸ χρυσίον ᾖ , τὰ φύλλα χρυσοῦται , καὶ
4443416 γλυφουσι
τῶν δυώδεκα θεῶν φασι γενέσθαι : γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοὶ τοῦ Πανὸς τὤγαλμα κατά
τὰς σφραγῖδας . . . Καὶ πάλιν ὁ λίθος ᾧ γλύφουσι τὰς σφραγῖδας ἐκ τούτου ἐστὶν ἐξ οὗπερ αἱ ἀκόναι
4433973 τρεφομενας
προσόντα ἀφαιρεῖται . κολοιὸς ἔν τινι περιστερεῶνι περιστερὰς ἰδὼν καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἦλθεν ὡς καὶ αὐτὸς τῆς αὐτῆς διαίτης
τῶν παίδων τἀδελφῷ πειθόμενον ὄνομα Φαυστίνῳ τὰς περὶ τὸν Αὐεντῖνον τρεφομένας τοῦ Νεμέτορος ἀγέλας ἐπιτροπεύοντι : τήν τε τιθηνησαμένην τὰ
4395114 ἑψηθωσιν
ἐκ τῶν ὀρεινῶν μᾶλλον ληφθεῖσαν τόπων . ἐπειδὰν οὖν καλῶς ἑψηθῶσιν αἱ βοτάναι καὶ πᾶσαν αὐτῶν ἀπολύσωσι τὴν δύναμιν ,
τὰ τοιαῦτά ἐστιν , ὅταν εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ ὕδατος ἑψηθῶσιν αἱ κωδύαι . καὶ διὰ τοῦ γλυκέος δὲ σιραίου
4350364 φιαλας
τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας , ἐδεόμην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι ,
, ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας , οἱ δὲ φιάλας , οἱ δὲ θηρικλείους μεγάλας , πάντα χρυσᾶ .
4327400 ἐκλεψαν
δὲ οὐ διὰ τοῦτο , ἀλλ ' ὅτι τῶν ἀναθημάτων ἔκλεψάν τινα τοῦ Ἀλφειοῦ : ἔχει γὰρ τιμὰς ὁ Ἀλφειὸς
καινῶν τυμβωρύχων : τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸν χρυσὸν φυλάξαντες μόνην ἔκλεψάν μου τὴν θυγατέρα . ” συνήχησαν δὲ αἰγιαλοὶ καὶ
4314932 ἀναδουναι
νέκταρ εἰς τὴν γῆν ἐκχυθὲν τὸ ἄνθος τοῦ ῥόδου ἐρυθαινόμενον ἀναδοῦναι . Ἐὰν σκόροδα παραφυτεύσῃς τοῖς ῥόδοις , εὐωδέστερα ἔσται
ἕκαστος , ἀλλὰ ἢν ἅπαξ κελεύσῃ , αὐτίκα ἐγχέαι καὶ ἀναδοῦναι μεγάλην κύλικα ἐμπλησαμένους ὥσπερ τῷ δεσπότῃ . καὶ τὸν
4311828 ἑστιαι
βίου , οὔτ ' ἐν στέγηι τις ἥμενος παρ ' ἑστίαι φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον . ἐν δὲ
? βιωτικὴν γινομένη χρῆσιν ἐπὶ γῆς : τὰ δὲ πολυτελῆ ἑστίαι : τὸ δὲ μέγαρον ἡ περιῳκοδομη - μένη ἑστία
4306051 φαρμακιδες
τε νεκρούς ἀμφί τε δυσπαλέας ῥίζας χθονός , οἷα γυναῖκες φαρμακίδες : τρομερῷ δ ' ὑπὸ δείματι πάλλετο θυμός τὴν
καὶ καταδήσομαι , ἤγουν καταμαγεύσω : δεσμεύειν γάρ φασιν αἱ φαρμακίδες , ὅταν πρὸς κατοχήν τινα παρ ' αὐταῖς καταμαγεύσωσιν
4285681 ἀμπελους
δὲ τὰ ἄχυρα καὶ τὴν ὀπώραν , καὶ μάλιστα τὰς ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ
γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς ' ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους , τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ' φύτευον ὢν
4253938 ὑπερσοφον
, ὦ πᾶσα πόλι , τὸν φρόνιμον ἄνδρα , τὸν ὑπέρσοφον , οἷ ' ἔχει σπεισάμενος ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν ,
: ἐπὶ τῶν κοσμίων καὶ σοφῶν : οἱ γὰρ Ἀττικοὶ ὑπέρσοφον καὶ ἔννουν εἶχον τὸ βλέμμα . Ἀτενὲς ὁρᾷς :
4251596 βοταναι
ζῷα οἴδασιν ἀφ ' ἑαυτῶν οὐ μόνον τίνες αἱ βλαβεραὶ βοτάναι καὶ τίνες αἱ ὠφέλιμοι , ἀλλὰ καὶ ποία ποίῳ
εἰς σύμφωνον χλόη . ῥεέθροις : ῥεύμασιν . Ποῖαι : βοτάναι . χθαμαλαί : σμικραὶ , ἁπαλαί . ποῖαί τε
4250589 κοτινοις
εὐρύοπα Ζεὺς , οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς καταπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις
διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς περιπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις
4239406 φυσησαι
ταράσσειν , ἑλκοῦν , ξέεν . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα ὡς κόφινος . Διασφάγες .
ἐτάραξεν . Γ ἐξεφύσησε γὰρ : ἀπὸ τοῦ σπινθῆρος τὸ φυσῆσαι ἔλαβεν . Γ ὥστε τῷ καπνῷ : “ καπνῷ
4219581 μελιττουργοι
μὲν δεδίασι ταῦ - τα , οἱ δ ' οὖν μελιττουργοὶ ἐλαύνουσιν αὐτὰ ἀπ ' αὐτῶν ἢ κόνυζαν ἐπιθυμιάσαντες ἢ
ἡ θήρα ταῖς ἀνθρωπίναις ψυχαῖς ἐλευθερία γίγνεται . Ἤδη δὲ μελιττουργοὶ τῆς μελίττης ἀπολιπούσης μηχανῶνται τοιόνδε : εἰς οἰκίσκον βοῦν
4211664 χλαμυδες
ποικιλίαν ὀπίσω καὶ ἔμπροσθεν ἐνιέντες οἱ τεχνῖται . αἱ δὲ χλαμύδες αὐτοῦ ἦσαν ὄρφνινον ἔχουσαι τὸ φέγγος τῆς χρόας ,
μὲν τὰ ἀμφιέσματα οὐ διαφέρονται , εἴτε Ἑλληνικὰ εἴη εἴτε χλαμύδες , τὰ σώματα δὲ αὐτὰ ἐξετάζουσιν ὧν ἐρῶσι .
4179671 ψυλλαι
ψύλλας . εἴ ποτε δὲ εἰσέρχῃ ἐν τόπῳ ἔνθα εἰσὶ ψύλλαι , λέγε ὢχ ὤχ , καὶ οὐχ ἅψονταί σου
ῥύπου τε καὶ ψόθου πλέως Αἰσχύλος Θεωροῖς . ψύλλα καὶ ψύλλαι : θηλυκῶς . παρὰ δὲ Ἡροδότῳ Ψύλλοι , ἔθνος
4168564 βαφαι
εὔχρουν καὶ ἐρυθρὰν πάνυ ” . διαφέρουσι γὰρ αἱ λυδικαὶ βαφαί , ὡς καὶ Ὅμηρος ὡς δ ' ὅτε τις
ὡς τάχος σημαινέτω : ὥρα ταχύνειν , ἐλελελεῦ Πελεός Ταραντῖναι βαφαί × – ἐδεξιοῦτο Βιβλίνου μέθης ἐκπώματι × – ˘
4147003 σεληναι
ἥλιον . Ἴβυκος δὲ πάντα τὰ ἄστρα σείρια λέγει . σελῆναι : πέμματα πλατέα κυκλοτερῆ . σηκός : σημαίνει μὲν
τοῖς θεοῖς καὶ μετὰ τῶν σπλάγχνων ἔθυον . αἱ δὲ σελῆναι πέμματα ἦσαν πλατέα κυκλοτερῆ . πέλανοι δὲ πέμματα ἐκ
4135650 βωλοι
: παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω : αἱ γὰρ βῶλοι τῶν καρπῶν τὰς ἀναδόσεις ποιοῦνται : ὅθεν Ὅμηρος „
μικρᾶς ἀποκαθάρσεως δεόμεναι . τὸ δὲ λοιπὸν ψῆγμά ἐστι καὶ βῶλοι , καὶ αὗται κατεργασίαν οὐ πολλὴν ἔχουσαι . ἡ
4112385 θηκαι
οὕτω τεταγμένων ἐκπέμπεσθαι τὸν ἦχον . ὑπὲρ δὲ τοῦ Μεμνονίου θῆκαι βασιλέων ἐν σπηλαίοις λατομηταὶ περὶ τετταράκοντα , θαυμαστῶς κατεσκευασμέναι
ποιεῖ Καλλίμαχος ἐν τῷ περὶ ἀγώνων . Ἀλαβαστοθῆκαι : αἱ θῆκαι τῶν ἀλαβάστων , ἃς ἐν τῇ συνηθείᾳ μυροθήκας καλοῦσι
4102733 περιειχον
τὰ ἄκρα σιδηροῖς δεσμοῖς , οἳ καὶ τὰς λεπίδας ἅμα περιεῖχον κύκλῳ πρὸς τὸ μὴ πονέσαι τὸ πλινθίον . [
ἡμέραν ἐπιτάσεις ἀλγηδόνων , ἔπειτα σηπεδόνες ἀνίατοι πάντῃ τοὺς ὀδόντας περιεῖχον . ἐπὶ δὲ τῆς τελευτῆς γενόμενος ἐκκλησιάσας τὸν λαὸν
4072884 καταδυσεις
ἐν τῇ προειρημένῃ τοῦ κόσμου ἐγκλίσει , περὶ δὲ τὰς καταδύσεις τὰ τοιαῦτα . Τοῦ Βοώτου δύνοντος συγκαταδύνει μὲν αὐτῷ
ἤδη νῦν παραχρῆμα ὅτε : ὅστις * εἰλυθμούς : τὰς καταδύσεις * ἐνδυκές : συνεχῶς ἐπιμελῶς διόλου ἀντὶ τοῦ διόλου
4060530 ἀνθρωπιον
δύο μὲν Λακεδαιμονίων μοίρας κατακόψας ἄνοπλος , ἓν δὲ μιαρὸν ἀνθρώπιον μὴ ἐπιτρίψας : μάτην γὰρ ἂν εἴην καὶ νενικηκὼς
„ . κἀκεῖνος : ” οὔκουν ἐνετειλάμην σοι , κατάρατον ἀνθρώπιον , πᾶν ὅ τι χρηστότατόν τε καὶ ἄριστον ὀψωνῆσαι
4042225 εἰσφερουσιν
εὐεργετεῖν . ἄλλοι μὲν γὰρ ἄλλων ἔρανοι , οὓς ἀναγκαίως εἰσφέρουσιν ἰδιῶται κατὰ πόλεις : ἄρχοντι δὲ οἰκειότατος ἔρανος ,
κρεμάννυσιν ἐν ἀρρίχοις καὶ οὔτε ῥαίνουσιν οὔθ ' ὕδωρ ὅλως εἰσφέρουσιν εἰς τὰ οἰκήματα . τῶν δὲ δὴ λοιπῶν καὶ
4008089 Ἀπτερα
. περὶ δὲ Κρήτην ταῦτα γεγόνασιν , ὅθεν καὶ πόλις Ἀπτέρα τῆς Κρήτης παρὰ τὸ ἐκεῖ τὰ πτερὰ νικηθείσας ἀποβαλεῖν
ὁ θρασύλογος καὶ ὑβριστής , . , . * ? Ἀπτέρα : πόλις Κρήτης : ἐκλήθη δὲ Ἀπτέρα , ὅτι
3929412 ᾠαι
λαιὰ μέρη , τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἡ κεφαλὴ καὶ αἱ ᾦαι τοῦ ἥπατος καὶ ὁ πνεύμων , Ἑρμῇ δὲ τὰ
, τουτέστι τὸ ἀπολῆγον τοῦ ἱματίου . λέγναι γὰρ αἱ ᾦαι , τὰ λώματα , οἱ κροσσοί , ἅπερ Ὅμηρος
3925464 πεδαι
σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο . Αἱ δὲ πέδαι αὗται ἐν τῇσι ἐδεδέατο ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν
. , ἐκ δίκας δὲ καταδίκα , ἐκ δὲ καταδίκας πέδαι τε καὶ σφαλὸς καὶ ζαμία . Πανύασις δ '
3922160 ἀπορρυησεται
εὔδηλον δ ' , ὅτι τούτου γενομένου πάντως τι καὶ ἀπορρυήσεται εἰς τοὐκτὸς πληρωθέντος ὅλου τοῦ ἀκουστικοῦ πόρου . τοῦτο
. Ἀπορρυήσεται : οἷον : καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται . ἀπὸ τοῦ ῥύω ῥυήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος
3909482 ὑποπτερα
αἳ ἔχουσι τὴν Ἄϊδος κυνῆν , καὶ τὰ πέδιλα τὰ ὑπόπτερα , καὶ τὴν κίβησιν . Αἱ δὲ αὐτῷ φράζουσι
Νύμφας σὺν Ἑρμῇ , αἰτήσας τε καὶ λαβὼν ὑποδεσμεῖται τὰ ὑπόπτερα πέδιλα καὶ τὴν κίβισιν περιβάλλει κατὰ τῶν ὤμων καὶ
3902715 ἀποφυαδας
δ ' ἐστὶ καὶ κερασφόρον : ἔχει δὲ τὸ κέρας ἀποφυάδας ὥσπερ τὸ ἐλάφου , καὶ τριχωτόν ἐστι δι '
ὑπολιπάροις : καυλὸν δ ' ἀνίησι λεπτόν , δισπίθαμον , ἀποφυάδας ὀλίγας ἔχοντα : καὶ περὶ ὅλον αὐτὸν καρπὸς ὑπόπλατυς
3897660 παρεθεντο
μὲν Ἰλλυριοὶ λαβόντες εἰς ὁμηρίαν Φίλιππον τὸν νεώτατον τῶν υἱῶν παρέθεντο τοῖς Θηβαίοις . οὗτοι δὲ τῷ Ἐπαμεινώνδου πατρὶ παρέθεντο
. οἱ δὲ Τάφιοι τὰς βοῦς ἐλάσαντες Πολυξένῳ τῷ Ἠλείων παρέθεντο βασιλεῖ , Ἀμφιτρύων δὲ παρὰ Πολυξένου λαβὼν ἦγεν εἰς
3896841 Σηρες
οὗτοι μὲν δὴ τοῦ Αἰθιόπων γένους αὐτοί τέ εἰσιν οἱ Σῆρες καὶ ὅσοι τὰς προσεχεῖς αὐτῇ νέμονται νήσους , Ἄβασαν
: ἐν ἐκείνῳ γὰρ οὐχ ὁρᾶται σκιά . Οἱ δὲ Σῆρες οὗτοι τὸ σηρικὸν πωλοῦντες ἀποκρούονται τὸ τίμημα ἐπιγράψαντες τοῖς
3871530 κλειομεν
, ἐπειδὰν κάμνωμεν ἐν λαμπραῖς αὐγαῖς , αὐτίκα τὰ βλέφαρα κλείομεν , ἐπὶ τὸ σύμφυτον ἴαμα σπεύδοντες . ἐγὼ μὲν
τε ὑπὸ τὸν αὐχένα τοῦ ζῴου καὶ ᾗ τὰς θύρας κλείομεν : ἐνταῦθα γὰρ διὰ τὸ πολλὴν εἶναι τῶν πραγμάτων
3868696 Ἠοιας
δὲ Ἀρέστορος τὰ ἔπη λέγει , ἃ δὴ Ἕλληνες καλοῦσιν Ἠοίας μεγάλας : ἀπὸ ταύτης οὖν γεγονέναι καὶ τὸ ὄνομα
εἶναι . μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ τὰ ἔπη τὰς μεγάλας Ἠοίας ποιήσας : Φύλας δ ' ὤπυιεν κούρην κλειτοῦ Ἰολάου
3860583 βαψῃ
καὶ ὄπτησον , καὶ ἐπίβαλλε ὕλῃ ξανθὸν γενόμενον , καὶ βάψῃ : ἡ γὰρ φύσις τῇ φύσει τέρπεται . Πυρίτην
γυνὴ φοίνικι μιήνῃ : ἀντὶ ἐλεφάντινον ὀστοῦν τῷ φοινικῷ χρώματι βάψῃ . Φαίδιμος ] * Ἀπὸ τοῦ φαίνω φαινός ,
3853992 ἀποσβεσθῃ
καὶ τὸ ἱππομάραθρον καὶ τὸ ἱπποσέλινον συνεψόμενα . Ἢν γάλα ἀποσβεσθῇ , πράσα τρίψας , διεὶς ὕδατι , δοῦναι πιεῖν
ἐπιχέας ὅσον ἔλαιον , ἅψαι τὸν λύχνον , καὶ ἐὰν ἀποσβεσθῇ , πρὸς τὰς ῥῖνας πρόσαγε : ἢ βόρβορον ὡς
3850999 κεκωλυμενον
γαλακτώδους τροφῆς ἀμέτοχον , τὸ χρησμῷ θείῳ καταβαίνειν εἰς Αἴγυπτον κεκωλυμένον καὶ τῆς σαρκὸς ἐντυγχάνειν δελεαζούσαις ἡδοναῖς , ἐπίκλησιν Ἰσαάκ
οὖν οὕτως μᾶλλον εἰπεῖν : ἢ γὰρ ἐρεῖ τι πεποιηκέναι κεκωλυμένον ὁ φεύγων , ἢ οὔ : οὕτω γὰρ τήν
3850812 ἐπεθυον
κατὰ δήμους Διονύσια Θεοίνια ἐλέγετο , ἐν οἷς οἱ γεννῆται ἐπέθυον : τὸν γὰρ Διόνυσον Θέοινον ἔλεγον , ὡς δηλοῖ
τὰ ὅπλα οἷς εἰώθει χρῆσθαι καὶ κειμένης ἐσχάρας ἐχούσης πῦρ ἐπέθυον ἐκ κιβωτίου χρυσοῦ πάντες οἱ ἡγεμόνες τόν τε λιβανωτὸν
3842398 καμπαι
δὲ τὰς ἐλάας , ὅταν ὦσι περὶ τὸ ἀνθεῖν , κάμπαι κατεσθίουσιν , αἱ μὲν τὰ φύλλα αἱ δὲ τὰ
αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται : ἀλλὰ καὶ τὰ φυτευόμενα οὐ βλάπτουσι κάμπαι ἢ σκώληκες , ἐὰν σικύου ἀγρίου ῥίζαν ἀποβρέξας ἐν
3821166 μετεμψυχωσεις
Νεάνθης οἱ τὰ κατὰ τὸν ἄνδρα ἀναγράψαντες σιϚʹ ἔτεσι τὰς μετεμψυχώσεις τὰς αὐτῷ συμβεβηκυίας ἔφασαν γεγονέναι . μετὰ τοσαῦτα γοῦν
Νεάνθης οἱ τὰ κατὰ τὸν ἄνδρα ἀναγράψαντες σιϚʹ ἔτεσι τὰς μετεμψυχώσεις τὰς αὐτῷ συμβεβηκυίας ἔφασαν γεγονέναι . μετὰ τοσαῦτα γοῦν
3812485 ἀχειρ
? [ ! ! ] ? [ ! ] ἀμάθυνεν ἀχειρ ? ? ? [ ] [ ! ! !
? [ ! ! ] ? [ ! ] ἀμάθυνεν ἀχειρ ? ? ? [ ] [ ! ! !
3807843 φερετωσαν
κείσθω τὰ διτρόχια : ἐπὶ ταῦτα δὲ καὶ αἱ λινέαι φερέτωσαν . τὸ δὲ σχῆμα οἷόν ἐστιν ὑπογέγραπται . Τούτου
δῶρον μὴ δοκείτω , μηδὲ τὰς Κρονικὰς δωρεὰς εἰς γέλωτα φερέτωσαν . Ἀντιπεμπέτω δὲ ὁ πένης τῷ πλουσίῳ ὁ μὲν
3785279 προσβασεις
ὃς τὰ δεινὰ τῆιδ ' ἐφυβρίζει πόλει Καπανεύς ; ἐκεῖνος προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων , ἄνω τε καὶ κάτω τείχη μετρῶν
ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα . ἡ δ ' ἀνωτάτω στέγη προσβάσεις κλιμακωτὰς ἔχει , παρακειμένους δ ' αὐταῖς καὶ κοχλίας
3784751 κεραμον
Ἀργείους καὶ Αἰγινήτας Ἀττικὸν μηδὲν προσφέρειν εἰς τὰς θυσίας μηδὲ κέραμον , ἀλλ ' ἐκ χυτρίδων ἐπιχωρίων τὸ λοιπὸν αὐτόθι
συνῴκισε τὴν Κασάνδρειαν , φιλοδοξοῦντι καὶ βουλομένῳ ἴδιόν τινα εὑρέσθαι κέραμον διὰ τὸ πολὺν ἐξάγεσθαι τὸν Μενδαῖον οἶνον ἐκ τῆς
3782315 καθιερωσε
' ἐν καθαρῷ διέκρινε : τὴν μὲν Ἦλιν ἢ Ἄλτιν καθιέρωσε τῷ θεῷ , τὸ δὲ κύκλῳ δάπεδον αὐτῆς εἰς
, ἱδρύσατο τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν καὶ τὸ ἄγαλμα τῆς θεοῦ καθιέρωσε . τῶν δὲ τοῦ Δαναοῦ θυγατέρων τρεῖς ἐτελεύτησαν κατὰ
3769110 ἀφιερωμενον
. α . . Ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένον , ὥσπερ καὶ τὸ πόπανον . εἴρηται δὲ παρὰ
, Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀνειμένον ἄλσος . τὸ τῷ θεῷ ἀφιερωμένον . Ἀνελευθερία Πλάτων Πολιτείας δευτέρῳ . Ἀνεμιαῖον ὠόν Πλάτων
3752620 ἐκτεμνει
τὸν πατέρα λοχήσας ἐν τόπωι τινὶ μεσογείωι καὶ λαβὼν ὑποχείριον ἐκτέμνει αὐτοῦ τὰ αἰδοῖα σύνεγγυς πηγῶν τε καὶ ποταμῶν ,
οὐ πειθομένων δέ , ὢ τῆς ἀσεβείας , θεοφιλῆ γλῶτταν ἐκτέμνει , καθάπερ ὁ τοῦ μύθου Τηρεὺς βεβιασμένης παρθένου προανελεῖν
3750079 ἀτρακτος
Ἀτρεύς , οἱονεὶ ὁ ἄφοβος ' . . . . ἄτρακτος : κυρίως ἐπὶ βέλους : τὸν γὰρ βαλόντα ἄτρακτον
Ἀταλάντῃ ἁρπεδόνην τε λύσιν ἱστοῦ : τοῦτο δὲ τραγικώτερον . ἄτρακτος , σφόνδυλος , κλωστήρ . οὕτω δὲ καὶ τὴν
3744889 Φορμος
Φρενήρης . σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες
κοιμωμένους δακνομένους ὑπὸ τῶν κόρεων . Θ . φορμὸν : Φορμός πᾶν πλεκτὸν , ἐνταῦθα δὲ τὸ ψιάθιον . .
3741539 κατεβαλλετο
χρυσίον . εἰ μὲν γὰρ ἡ μαρτυρία ἡ τοῦ Λάμπιδος κατεβάλλετο ἐνταῦθα , ἴσως ἂν ἔφασαν οὗτοι δίκαιον εἶναι ἐπισκήπτεσθαί
. καὶ γὰρ βοῦς ἐζεύγνυτο καὶ ἄροτρον εἵλκετο καὶ σπέρμα κατεβάλλετο καὶ ἀνῄει στάχυς , καὶ θεριστὴς καὶ ἅλως ,
3737338 ἐξεφωνησε
Αἰθίοπι : ἀγανακτῶν οὖν ὁ ἀνὴρ ἐπὶ τῷ γενομένῳ , ἐξεφώνησε τὸ προκείμενον , καὶ παρήχθη εἰς παροιμίαν . Ἕκτη
πρὸς Ἀν - τίοχον τὸν πραιπόσιτον , διαβληθέντα εἰς καθοσίωσιν ἐξεφώνησε διάταξιν , εὐνοῦχον ἐν τοῖς πατρικίοις μὴ τελεῖν ,
3728660 Ἡλιαδας
ὅστις οὐκ ἀκοῇ μὲν ἤρα , ἀκοῇ δὲ ἀνιάσεται . Ἡλιάδας μὲν δὴ λέγεται πενθούσας τὸν ἀδελφὸν τελευτώσας αἰγείρων ἀλλάξασθαι
τὴν φωνὴν δι ' ὧν καταδέχονται , τὰς δὲ ὁράσεις Ἡλιάδας κούρας κέκληκε , δώματα μὲν Νυκτὸς ἀπολιπούσας διὰ τὸ
3726243 Γορδιον
[ ] χώρας τὴν ἀκέραιον . ἀφικόμενος δὲ πάλιν πρὸς Γόρδιον , χωρίον | ἐπὶ χώματος ᾠκοδομημένον καὶ κατεσκευασμένον καλῶς
: καὶ τῷ μὲν ἀροτριᾶν , τῷ δὲ ἁμαξεύειν τὸν Γόρδιον . καί ποτε ἀροῦντος αὐτοῦ ἐπιστῆναι ἐπὶ τὸν ζυγὸν
3724520 ἀποκοψον
κλάδων ταῖς χερσὶν ἕλκυσον ἰσχυρῶς : ὅταν δὲ σφηνωθῇ , ἀπόκοψον ἀπὸ ἑκατέρων μερῶν τὰ περιττά , τουτέστι τὰ ἐξέχοντα
ὑπτίαν ποιήσας καὶ ἀναστρέψας ἐπὶ νῶτον , τὴν κεφαλὴν αὐτῆς ἀπόκοψον χαλκῇ μαχαίρᾳ . ἀπὸ θυμὸν οὖν ἀράξαι ἀντὶ τοῦ
3713514 Ἀμαλθειας
τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον ἡ τύχη . τὸ δὲ τῆς Ἀμαλθείας κέρας μηνύει τὴν τῶν ἀγαθῶν δόσιν τε καὶ εὐδαιμονίαν
[ νῦν ] τραπέζας δευτέρας , ἀθάνατοι δέ τ ' Ἀμαλθείας κέρας . ταῖσιν δὲ μέσσαις ἐγκαθιδρύθη μέγα χάρμα βροτοῖς
3711274 γραμματιστου
; Πάνυ γε , ἔφη . Πότερον οὖν κάλλιστον ἐν γραμματιστοῦ τὰ ὅμοια γράμματα γράφειν ταχὺ ἢ ἡσυχῇ ; Ταχύ
σὺ τυγχάνεις αἰτούμενος , ὥσπερ ἂν εἰ πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ φοιτῶν θύρας ἀντιβολοίης σοι δοῦναι γραμματικὴν ἐπιστήμην μηδὲν ἄλλο
3711193 Φαλακρας
τιμᾶσθαι οὗτος δὲ τὸν πέλεκυν Φαλακραῖον δὲ κλάδον τὸ ἀπὸ Φαλάκρας δόρυ . Φαλάκρα δὲ ὄρος Τροίας , ἀφ '
Φαλακραίῃς ἐνὶ βήσσῃς ] καὶ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς τόποις τῆς Φαλάκρας θηλυφόνον : ὅτι ἐὰν ἅψηται μορίου θήλεος , διαφθείρει
3701746 ποπανον
: εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένον , ὥσπερ καὶ τὸ πόπανον . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἀρέσκω , ὁ τοῖς
καὶ αἶγα ὁ αἰπόλος , ὁ δέ τις λιβανωτὸν ἢ πόπανον , ὁ δὲ πένης ἱλάσατο τὸν θεὸν κύσας μόνον
3701578 Σεραφιμ
πτέρυξι σὺν ἤχῳ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ : καὶ ἔστιν χαρὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν
, παρακαλῶ , περὶ τῆς φωνῆς τῆς γλυκείας τῶν δύο Σεραφίμ , παρακαλῶ , περὶ ἄλλης εὐωδίας θυμιάματος . Καὶ
3701304 φυλλαδες
ἔχων τὰ ἄρθρα διῃρημένα , ἐξ ὧν ἄρθρων αἱ τριχώδεις φυλλάδες πέφυκαν . ἐκ τοῦ δὲ εἶναι , αὐτὸ σαλπίγγιον
που ταμίσοιο ποτὸν διεχεύατο θρόμβους , καὶ χλοεραὶ μίνθης ἄπο φυλλάδες ἠὲ μελίσσης ἠὲ καὶ ἐνστύφοντι ποτῷ μεμορυχμέναι ὄξευς .
3699053 ξυλον
τέκτονος πρὸς τὴν τῆς θύρας γένεσιν . ὥσπερ οὖν τὸ ξύλον πρὶν εἰδοποιηθῆναι οὐκ ἄν τις ὀνομάσοι θύραν , οὕτως
ἂν ἐκ κλίνης , εἰ λάβῃ σηπεδόνα βλάστημα , τὸ ξύλον οὐ κλίνη , γίνεται δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος
3692994 προχυμα
μήκει πόδα , ἵνα συναγωγὴν ἔχῃ τὸ ἔργον καὶ μὴ πρόχυμα , ἵνα μὴ ἀκροβαρῆσαν περινεύσῃ , ἀλλ ' ἕδραν
: δῖνος ἀγγεῖόν τι κεράμειον ⌈ οἴνου ⌈ , οἷον πρόχυμα , βάσιν οὐκ ἔχον , ἀλλὰ ⌈ κάτωθεν ὑπότροχον
3690239 βαφας
. βίᾳ χαλινῶν δ ' , ἀναύδῳ μένει , κρόκου βαφὰς [ δ ' ] ἐς πέδον χέουσα , ἔβαλλ
δὲ τὸ πηκτόν : τὸ δ ' ἑφθὸν πρὸς μὲν βαφὰς καὶ μελάσματα ἐπιτηδειότερον δοκεῖ τῶν ἄλλων εἶναι , πρὸς
3690077 ἀγαλματος
κοράκων κατῆρε τότε ἐς Δελφούς , καὶ περιέκοπτόν τε τοῦ ἀγάλματος τούτου καὶ ἀπέρρησσον τοῖς ῥάμφεσιν ἀπ ' αὐτοῦ τὸν
ὅτι ἀπρὶξ ἄν μου ἐλάβεσθε καὶ περιείχεσθε μᾶλλον ἢ τοῦ ἀγάλματος τῆς Αὐξησίας οἱ Αἰγινῆται . Καὶ νῦν δὴ οὕτω
3684261 λογοποιημα
θεούς . ἐγὼ τέως μὲν ᾠόμην τὰς Γοργόνας εἶναί τι λογοποίημα , πρὸς ἀγορὰν δ ' ὅταν ἔλθω , πεπίστευκ
ἐσφάλησαν , εἰκόνα δ ' αὐτοῦ τις τῶν ὑπερεθιζόντων τὸ λογοποίημα τῆς βασιλείας ἐστεφάνωσε δάφναις , ἀναπεπλεγμένης ταινίας λευκῆς :
3668080 Νεμειον
κατείργασται πόσει , ὕδραν ἕλειον εἰ διώλεσε κτανὼν ἢ τὸν Νέμειον θῆρ ' , ὃν ἐν βρόχοις ἑλὼν βραχίονός φης
ἑλίσσων κυμοκτύπος ἀχεῖ , δεῦρ ' ὅτ ' ἂν λειμῶνα Νέμειον [ ] ἐπάγει χαλκέοισιν ὅπλοις Ἀργεῖον πεδίον παρεὶς [
3657056 μαστιξον
, παράσχισον χρηστῶς , διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ σιλφίῳ μάστιξον εὖ τε καὶ καλῶς , τυρῷ τε σάξον ἁλσί
, παράσχισον χρηστῶς , διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ σιλφίῳ μάστιξον εὖ τε καὶ καλῶς , τυρῷ τε σάξον ἁλσί
3657007 ὑπηνας
' εὐγενεῖς τὰς μὲν παρειὰς ἀπολειαίνουσι , τὰς δ ' ὑπήνας ἀνειμένας ἐῶσιν , ὥστε τὰ στόματα αὐτῶν ἐπικαλύπτεσθαι .
δοκεῖ σαφέστερον τοῦτο ὀψώμεθα . Φασί τινες τῶν τὰς βαθείας ὑπήνας ἑλκόντων δικανικὸν εἶναι τὸν λόγον . πρῶτον μὲν ἐκ
3656640 χρυσουν
πολεμικῶς κεκοσμημένος , κλίνη χρυσῆ στρωμναῖς πολυανθέσι κατεστρωμένη , φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν , ἐφ ' οἷς Περσεὺς ὁ δυστυχὴς
πεμφθῆναι κριὸν τοῖς παισί φασιν ὑπὸ Διὸς ἔχοντα τὸ ἔριον χρυσοῦν , καὶ ἀποδρᾶναι σφᾶς ἐπὶ τοῦ κριοῦ τούτου .
3651873 ἡρμοσαντο
. διὰ τοῦτο καὶ τῶν φιλοσόφων ἔνιοι πρὸς λύραν αὑτοὺς ἡρμόσαντο ἕωθεν , ἀποπαύοντες τῆς διὰ τῶν ὀνειράτων ταραχῆς .
οὖν ἐκεῖνοι λέγειν ταῦτα τὰ ζῷα τὸν χρησμόν , καὶ ἡρμόσαντο τὰς Θερσάνδρου τοῦ Κλεωνύμου θυγατέρας δοκίμου ἀνδρός . εἰ
3649929 τἀναλωματα
ἐξαπατηθέντες . ἐροῦς ' ὅτι ταῦθ ' ἱερῶν ἐστιν ἅπαντα τἀναλώματα [ αἱ χορηγίαι καὶ αἱ γυμνασιαρχίαι ] : δεινὸν
μοι ἀκριβῶς ἐγέγραπτο , ὥστ ' οὐ μόνον αὐτά μοι τἀναλώματα ἐγέγραπτο , ἀλλὰ καὶ ὅποι ἀνηλώθη καὶ ὅ τι
3626346 χειρομακτρα
” λίθος ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη , ὥστε τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι , ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι
Ἀσίαι ἐπιγραφομένηι : γυναῖκες δ ' ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσι χειρόμακτρα . . . . Εὐέλγεια : πόλις * *
3626030 ἐπιβαθραι
ὁ Πυθαγόρας οὕτω διορίζεται : τέσσαρες μὲν καὶ ταὶ σοφίας ἐπιβάθραι , ἀριθμητικὰ μωσικὰ γεωμετρία σφαιρικά , αʹ βʹ γʹ
. ἵνα δὲ μὴ ἐμπίπρηται μήτε τὰ μηχανήματα μήτε αἱ ἐπιβάθραι μήτε αἱ χελῶναι , ταῖς σιδηραῖς καὶ χαλκαῖς χρηστέον
3621597 ἀναθημα
ἐμάχοντο . ἀποπέμπει δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει : καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι
ἐξήλαυνε [ τῶν ἐκ Σικελίας ] . τὸ δ ' ἀνάθημα τῆς πόλεως τίς ἀνέτρεψεν ; οὐ μὲν οὖν στρόβιλος
3599796 ἠνοιξε
φῇ : ” ἰδὼν δὲ κύριος ὅτι μισεῖται Λεία , ἤνοιξε τὴν μήτραν αὐτῆς , Ῥαχὴλ δὲ ἦν στεῖρα ”
τῶν ὑδάτων καὶ τῶν μεγίστων κυμάτων σεσωσμένους , μέσον σταθεὶς ἤνοιξε πρὸς θεὸν στόμα : Ἰδοὺ τὸ σὸν στράτευμα τοῖς
3598885 ἐξαιρουσι
εἶτα τῶν κρεῶν τὰ μὲν δοκοῦντά σφισιν ἐς ἐδωδὴν ἐπιτήδεια ἐξαιροῦσι , τὰ δὲ λοιπὰ τοῖς κυσὶν ἀποκρίνουσι , καὶ
ἐπὰν δὲ σαπῇ τὸ κέλυφος , ἐν τῷ ποταμῷ κλύζοντες ἐξαιροῦσι τὸν καρπόν , ξηράναντες δὲ καὶ πτίσαντες ἄρτους ποιοῦσι
3594108 εὑρεθηι
σῶμα παράσημα τὰ παραπλήσια τῶι προυπάρξαντι . ὅταν δ ' εὑρεθῆι , τὰ μὲν πλήθη τοῦ πένθους ἀπολύεται , τῶν
' ἐστὶ τὰ περὶ τὴν κεκτημένην : ταχέως ἐὰν γὰρ εὑρεθῆι πατρὸς κόρη ἐλευθέρου μήτηρ τε τοῦ νῦν παιδίου γεγονυῖ
3590457 ἁγιοι
οἱ οἰκοδομοῦντες τίνες εἰσίν , κυρία ; Οὗτοί εἰσιν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τοῦ θεοῦ οἱ πρῶτοι κτισθέντες , οἷς παρέδωκεν
ὑπὸ σκωλήκων μέλλω ἀναλίσκεσθαι . κλαύσατέ με , πάντες οἱ ἅγιοι καὶ δίκαιοι , τὸν πολλὰ δικασάμενον καὶ θανάτῳ παραδιδόμενον
3588478 γαμουμενας
τοὺς δὲ πελάτας ἔδει τοῖς ἑαυτῶν προστάταις θυγατέρας τε συνεκδίδοσθαι γαμουμένας , εἰ σπανίζοιεν οἱ πατέρες χρημάτων , καὶ λύτρα
ὠνόμασται . οἱ δέ , ὅτι τὸ παλαιὸν τὰς παρθένους γαμουμένας ἐπὶ ὀχήματος ἦγον , ὅθεν καὶ παρόχους † τοὺς
3586268 ζωσας
ἀποθνήσκουσαι ἀνεμοῦσι τοῦτο : διὸ καὶ σπουδάζουσιν αὐτὰς οἱ πορφυροβάφοι ζώσας κόπτειν πρὶν ἢ ἐμέσαι τὸ ἄνθος , καὶ ἀποτίθενται
, ἣν ὑγιὴς γενόμενος ἔγημε : τὰς δ ' ἄλλας ζώσας ἐν κώμηι τινὶ κατέκαυσεν , ἣν Αἰγύπτιοι διὰ τὸ
3583282 γυψι
ἐχθρὸν δὲ αὐτοῖς τὸ μύρον , καθάπερ ἄρα πέφυκε καὶ γυψί : ταῦτα δὲ καὶ περὶ ἰκτίδος οἱ πολλοὶ λέγουσιν
αὐτὴν κατακειμένην εὖ μάλα συρράψαντες ῥίψωμεν ἔξω ἄμφω ταῦτα τοῖς γυψί , καινῶς τοῦτο ἐσκευασμένον ἄριστον . σκοπεῖτε δέ ,
3579766 ἀκανθας
διδάσκῃς . ἐξελὼν τὰ βράγχια , πλύνας , περικόψας τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ παράσχισον χρηστῶς διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ
ἄλκιμα μὲν οὔ φασιν εἶναι , λοφιὰν δὲ ὑποφαίνει καὶ ἀκάνθας ὑπερμήκεις , ὡς καὶ πολλάκις ὁρᾶσθαι ἐξάλους αὐτάς .
3567239 μετακερας
ἡ μὲν τὸ θερμόν , ἡ δ ' ἑτέρα τὸ μετάκερας . Εἶτ ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν ὑπεναντιωτάτοις
πρόσεχε δή . Ἀνεβόης ' ὕδωρ ἐνεγκεῖν θερμόν , ἄλλος μετάκερας . Πῖνε , παῖζε : θνητὸς ὁ βίος ,
3559542 κρεατων
οἱ θεοὶ περὶ Σικυῶνα τὴν πόλιν τὸν Προμηθέα μεριστὴν τῶν κρεάτων ἐποίησαν : οὗτος δ ' ὀστᾶ μόνα τῇ πιμελῇ
. εἰ γὰρ εἴδατα παρέθηκεν ἡ ταμίη , δῆλον ὡς κρεάτων λείψανα τυγχάνοντα , τὸν δαιτρὸν οὐκ ἔδει παρεισφέρειν .
3546449 δεξομενος
τρία ταῦτα ἀναγκαῖα πρῶτα πρὸς εὐπορίαν : ὁ οἶκος ὡς δεξόμενος , ἡ γυνὴ ὡς φυλάξουσα , ὁ βοῦς ὡς
κατέστην , ὥσθ ' ὑπεῖχον τὰς χεῖρας , ὡς ἀεὶ δεξόμενος . τροφῆς δὲ καὶ παντάπασιν ἀπεκεκλείμην , ὅτι μὴ
3538651 ῥητινας
ἐπίπασσε τὸ ἀμμωνιακὸν σεσησμένον , καὶ διαλυθέντος αὐτοῦ ἐπίβαλλε τὰς ῥητίνας καὶ ἐπ ' ἀνθράκων ἕψε : καὶ ἄρας ἀπὸ
καθάπερ ἡ πεύκη δᾳδουργουμένη , καὶ ἐξ ὧν δὴ τὰς ῥητίνας συλλέγουσιν , οἷον ἐλάτης τερμίνθου : καὶ γὰρ δὴ
3537524 ἠλειφον
μνημονεύει καὶ Ἱππῶναξ διὰ τούτων : βακκάρι δὲ τὰς ῥῖνας ἤλειφον : ἐσθ ' οἵη περ κρόκος . Ἀχαιὸς δ
οὐδὲ βαδίζειν δυναμένου ; κἀν τοῖς ἀλείμμασι καὶ λουτροῖς ἑαυτοὺς ἤλειφον , ἐπισκώπτοντος τοῦ Σκιπίωνος , ὡς αἱ ἡμίονοι ,
3535970 κατιουσαν
ἀποπληρωτὴς τῶν βίων τῆς ψυχῆς , εἰς τὸ σῶμά τε κατιοῦσαν αὐτὴν συνδεῖ πρὸς τὸ σῶμα , καὶ τὸ κοινὸν
διακόπτουσι τὴν πῆξιν τοῦ ὕδατος , καὶ τάφρον κυκλοτερῆ ἐργάζονται κατιοῦσαν ἐς τὸ ὕδωρ : εἴποις ἂν ἢ φρέατος εἶναι
3529732 Λεγουσιν
μηδαμῶς εὑρίσκονται , ἐνεργείᾳ δὲ οὐκέτι , ἀλλὰ δυνάμει . Λέγουσιν ὅτι κακῶς εἶπεν οὔτε πάσας τὰς ἀντικειμένας : ὡς
Μῆλα Ἑσπερίδων μοι ἐδωρήσω : ἐπὶ τῶν πολυτελῆ χαριζόντων : Λέγουσιν ὅτι γυναῖκές τινες ἦσαν Ἑσπερίτιδες : ταύταις δ '
3523770 ἐτυμολογιαι
ἄνω θεῖν ἐν τῇ αὐξήσει : οὐκ ἀναστρέφουσι δὲ αἱ ἐτυμολογίαι . . . . . ἡ γὰρ δίκταμνος βοτάνη
καὶ τρέχειν ἐν τῷ αὔξεσθαι . οὐκ ἀναστρέφουσι δὲ αἱ ἐτυμολογίαι : οὐ γὰρ εἴ τι ἄνω θεῖ καὶ αὔξεται
3522107 λεγουσας
ὅπερ ἀρχαιότατόν ἐστι τοῖς Χαλκηδονίοις , κατορύττουσι δέλτους χαλκᾶς , λεγούσας ὡς αὐτίκα μάλα ὁ Ἀσκληπιὸς σὺν τῷ πατρὶ Ἀπόλλωνι
τε αὖ τῷ Μενάνδρῳ μυρία ἂν εὕροις τοιαῦτα καὶ γυναῖκας λεγούσας καὶ νεανίσκους ἐρῶντας καὶ μαγείρους καί τινας ἄλλους .
3515618 ἐλεφαντινον
δὲ ὁ τένθης Ἀρχέστρατος συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι ἐλεφάντινον τάριχος , διαβόητον ὄν : σκυτίνῃ ποτ ' ἐν
τοῦ φιλοσόφου ἐγκεχαράχθαι τῇ διανοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς Πελοπίδαις τὸν ἐλεφάντινον ὦμον . τί δὴ μετὰ ταῦτα ὁ πάνσοφος Πλάτων
3515263 τρυγωντες
πραγμάτων ἐπ ' αὐτοὺς ἐδέησεν , ἀλλ ' ἔμενον ὀρφανίας τρυγῶντες οἵ τε ὀρχούμενοι οἵ τε μιμούμενοι αἵ τε μιμούμεναι
πιεζόμενον τριπτήρ , ἐν ᾧ δὲ τὰς σταφυλὰς βάλλουσιν οἱ τρυγῶντες σταφυλοβολεῖον : ὁμοίως δὲ ᾧ ἐμπατοῦνται ληνός . τὰ
3511972 ῥωστικον
τῶν κωδυῶν ἑψήσεως : ποριμώτερον γάρ ἐστι μετὰ τοῦ τὸ ῥωστικὸν ἔχειν . ἀλλὰ κἀπὶ τοῦ πυκνοτέρου δέρματος ἄμεινον ἀρήγει
ὑγρὸν τοῦ θείου καὶ ὄπτα ἐπιστάσιμον , καὶ εὑρήσεις σῶμα ῥωστικὸν , ἢ κινναβαρίζον , ἢ κοραλλικὸν , ἢ σινωπιτικόν
3507903 ὑλαι
' ὅτι τοῦτο ληφθὲν τὰς δύο προτάσεις ἐποίησεν , αἳ ὗλαί εἰσι τοῦ συλλογισμοῦ . ὡς συλλογισμοῦ οὖν ὕλη ἀλλ
δ ' ἡ Νομαντία ποταμοῖς δύο καὶ φάραγξιν ἀπόκρημνος , ὗλαί τε αὐτῇ πυκναὶ περιέκειντο , καὶ μία κάθοδος ἦν
3502341 καταπινουσι
ὠμὸν καὶ ἑφθὸν καὶ ὀπτόν : καὶ τὸν μὲν χυλὸν καταπίνουσι , τὸ δὲ μάσημα ἐκβάλλουσιν . ὁ μὲν οὖν
ἀπορραίνουσι κατ ' ὀλίγους τῶν κέγχρων , οἱ δὲ ἔρσενες καταπίνουσι ἑπόμενοι . Εἰσὶ δὲ οἱ κέγχροι οὗτοι ἰχθύες :

Back