ταράσσειν , ἑλκοῦν , ξέεν . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα ὡς κόφινος . Διασφάγες .
ἐτάραξεν . Γ ἐξεφύσησε γὰρ : ἀπὸ τοῦ σπινθῆρος τὸ φυσῆσαι ἔλαβεν . Γ ὥστε τῷ καπνῷ : “ καπνῷ
5198168 κατετεθη
σπείρειν , ποταμούς , κολυμβήθρας ὀρύσσειν καὶ ὅσα ἐν γῇ κατετέθη , ἱστουργεῖν , ἀκίνδυνον δὲ καὶ ταῖς ἐκτιτρωσκούσαις ,
' ἐπεβούλευς ' οὐδὲ εἷς . οὐ πρὸς Θεότιμον ] κατετέθη τὸ χρυσίον ; τί “ πρὸς Θεότιμον ] ”
5081274 καθειναι
' ἐβουλεύσαντο πιεῖν μὲν τοῦ ὕδατος , μὴ μέντοι καὶ καθεῖναι κατὰ τοῦ λαιμοῦ τοὺς δακτύλους , ἀλλ ' ἐπὶ
. ἀκήκοεν ὅτι λῃστεύεται ἡ ὁδός : μόνος οὐ τολμᾷ καθεῖναι , ἀλλὰ περιέμεινεν συνοδίαν ἢ πρεσβευτοῦ ἢ ταμίου ἢ
5063410 ξυλινον
ἀπέντας . Τοὺς ὦν δὴ τὰς νέας λέγοντας εἶναι τὸ ξύλινον τεῖχος ἔσφαλλε τὰ δύο τὰ τελευταῖα ῥηθέντα ὑπὸ τῆς
πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ
4906715 ὁρκιζειν
ἐκτιτρωσκούσαις : ὀμνύναι ἢ πράσσειν τι ἄδικον οὐκ ἐπιτήδειον , ὁρκίζειν δὲ καὶ πᾶν ὅπερ τοῦ δικαίου ἔχεται πράττειν ἀκώλυτον
, οὐκ ἐπιτήδειον δὲ ὀμνύναι ἢ πράσσειν τι ἄδικον , ὁρκίζειν δὲ καὶ πᾶν ὅπερ τοῦ δικαίου ἔχεται ποιεῖν ἀκώλυτόν
4795573 ποπανον
: εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένον , ὥσπερ καὶ τὸ πόπανον . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἀρέσκω , ὁ τοῖς
καὶ αἶγα ὁ αἰπόλος , ὁ δέ τις λιβανωτὸν ἢ πόπανον , ὁ δὲ πένης ἱλάσατο τὸν θεὸν κύσας μόνον
4763151 ἀνοιξαι
. τοῦτον μὲν δὴ οὕτω , τὸν δὲ ἄλλον χρόνον ἀνοῖξαι πειρώμενος ἀνοίξαις μὲν οὐκ ἄν , κατάξεις δὲ αὐτὴν
ἱερέα τοῦ Ἡρακλέους πάλαι προσυγκείμενον , τὸν μὲν νεὼν νύκτωρ ἀνοῖξαι , τὰ δὲ ἀνακείμενα ὅπλα καθελεῖν καὶ ἀποσμήξαντα παραθεῖναι
4751112 ἀναδουναι
νέκταρ εἰς τὴν γῆν ἐκχυθὲν τὸ ἄνθος τοῦ ῥόδου ἐρυθαινόμενον ἀναδοῦναι . Ἐὰν σκόροδα παραφυτεύσῃς τοῖς ῥόδοις , εὐωδέστερα ἔσται
ἕκαστος , ἀλλὰ ἢν ἅπαξ κελεύσῃ , αὐτίκα ἐγχέαι καὶ ἀναδοῦναι μεγάλην κύλικα ἐμπλησαμένους ὥσπερ τῷ δεσπότῃ . καὶ τὸν
4682357 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
4681148 λευκαινον
' ὕδατος ἐπιχρίεται , ἢ κυπρίνῃ κηρωτῇ μιγέν . Οὐλὰς λευκαῖνον . Σάπωνος , κυνείας λευκῆς , κηροῦ , ἐλαίου
ἔφερβον , ὠφέλημ ' ἐμοὶ μέγα . ὦ πρῶιρα καὶ λευκαῖνον ἐξ ἅλμης ὕδωρ Ἀργοῦς , ἰὼ παῖδ ' ,
4671529 κολυμβηθρας
, σπείρειν , μέταλλα ὀρύγειν , ποταμοὺς καὶ φρέατα καὶ κολυμβήθρας διορύσσειν , παρακαταθήκας γῇ διδόναι , χρέη λαμβάνειν ἢ
, ἕως πληρώσῃ τὸν περικείμενον ἀέρα , ὡς ἐπὶ τῆς κολυμβήθρας τῆς πληγείσης λίθῳ : καὶ αὕτη μὲν κυκλικῶς κινεῖται
4633137 ἀνοιγειν
τῶν ζωγράφων ἔργοις προσεοικέναι ; ἃ βούλεται μὲν καὶ πᾶσιν ἀνοίγειν θέλει τὸν ὀφθαλμόν , ὡς ζῶντα καὶ νοῦν ἔχοντα
δὲ συνέφευγον ἐς τὴν ἀγορὰν καὶ πλῆθος ἠθροίζοντο . Ἰφικράτης ἀνοίγειν ἐκέλευσε τὰς πύλας παρέχων αὐτοῖς ἀφορμὴν τοῦ φεύγειν ,
4583041 φρεαρ
. τράγος δὲ δίψῃ συνεχόμενος ὡς ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ , θεασάμενος αὐτὴν ἐπυνθάνετο , εἰ καλὸν εἴη τὸ
ἐπὶ τῶν συνελπιζόντων χρηματιεῖσθαι , διαμαρτανόντων δέ . Λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν πονούντων περί τι μάτην .
4561241 κλεισθηναι
στόμα . καὶ γὰρ καὶ τάχους δεῖ πρὸς τὸ ταχέως κλεισθῆναι τὰς διώρυγας καὶ μὴ πᾶν ἐκπεσεῖν ἐξ αὐτῶν τὸ
ἀπὸ τῆς πόλεως ἀγγέλων , οἷς ἐξεγένετο πρώτοις πρὶν ἢ κλεισθῆναι τὰς πύλας διαδρᾶναι , τοσοῦτο μόνον ἀπαγγελλόντων , ὅτι
4544410 ἀγλαφυρως
ὁ Σινωπεὺς ἐν Ἐπικλήρῳ περὶ τοῦ παρασιτεῖν καὶ αὐτὸς οὐκ ἀγλαφύρως τάδε φησίν : βούλομαι δεῖξαι σαφῶς ὡς σεμνόν ἐστι
στεφανώματα λέγεσθαι . ὁ δὲ Παγκράτης ἐν τῷ ποιήματι οὐκ ἀγλαφύρως εἴρηκεν : οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν κρίνον ἠδ '
4516956 ἰλλασιν
σκεπτόμενος . ἴλλε : ἀπόκλειε , ἔφελκε . ὅθεν “ ἰλλάσιν ” . ἀποχάλα ] ἐνδίδου καὶ ἐπάφιε . ζωΰφιον
, ὡς λάμπω λαμπάς , ἴλλω ἰλλάς : Ὅμηρος : ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα : οἱ δὲ παρὰ τὸ ψίσω τὸ
4515442 ἀνακειμενον
; οὐκ ἄλλου μὲν οὖν . τοιοῦτον εἴδομεν ποτήριον γραμματικὸν ἀνακείμενον ἐν Καπύῃ τῆς Καμπανίας τῇ Ἀρτέμιδι , ἀργυροῦν ,
τοῦ θεοῦ , βακχείαις καὶ ὀργίοις τοῖς τε θείοις ἔργοις ἀνακείμενον , εἶναι δὲ ἕτερον τὸν τὰ ἀνθρώπεια διοικοῦντα ,
4468084 κλεψυδρα
, ὅτι ⌈ οὐρεῖ [ οὔρει Γ ] ὡς ἡ κλεψύδρα . ἀμὶς γὰρ αὐτῷ ⌈ παράκειται Γ [ παρέκειτο
μέχρις ἂν καὶ τὸ ὕδωρ ἐκχυθῇ . ἐκ τούτου οὖν κλεψύδρα τὸ δικαστήριον εἴρηται . περὶ τὴν κλεψύδραν ] περὶ
4464704 Τειχος
: Θεσσύριος ποταμοῦ ἐκβολαί . . ο Ϛʹ μζ Καρτερὸν Τεῖχος . . . . . . . . .
ἐρχομένου δὲ πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : Τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν ,
4414166 πλινθους
πλινθεύειν , πλινθοφορεῖν : πλινθευταὶ δ ' ἦσαν οἱ τὰς πλίνθους πλάττοντες . χυτροπλάθος , κοροπλάθος : τῶν δὲ κοροπλάθων
θειοτέρῳ καταλαμβανομένης τῷ κατὰ διάνοιαν ὀφθαλμῷ . πυροῦντες δὲ τὰς πλίνθους εἰσάγονται συμβολικῶς , τὰ πάθη καὶ τὰς κακίας θερμῷ
4409166 βαθρον
ἔταξα ἐν μέσῳ τῷ τῶν διαπηγμάτων λεγομένῳ φωτί . καὶ βάθρον δέ τι τῶν σχολικῶν κατὰ τὸ ἓν πέρας τῆς
καταπίνονται καὶ εἰσβαίνουσι . παρὰ τὸ βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον καὶ Ἰακῶς βέρεθρον . ἢ
4383316 ὠνουμενον
' ἂν ἴδῃ πρῶτον πένητα καὶ νέον παρὰ Μικίωνος ἐγχέλεις ὠνούμενον , ἀπάγει λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον . παρὰ δ
ἄνδρα παῖδα Λαέρτα φίλον ; ἐν Πάρῳ σικυὸν μέγιστον σπερματίαν ὠνούμενον . Οὐκ ἰδίᾳ τάδ ' οὐκετόνθοι τἀπὶ Χαριξένης .
4366390 ἀναπετασαι
τῇ γῇ ἔχοι , μειδιᾷ καθορμιζομένου καὶ κελεύει τὸν Ἰσθμὸν ἀναπετάσαι τὰ στέρνα καὶ γενέσθαι τῷ Μελικέρτῃ οἶκον . ὁ
νῦν δὲ ἔτι ἀτονοῦμεν πρὸς τὴν ὄψιν καὶ οὔπω ἰσχύομεν ἀναπετάσαι ἡμῶν τοὺς τοῦ νοῦ ὀφβαλμούς , καὶ θεάσασθαι τὸ
4345729 οἰκημα
δὲ ἀράμενοι ἐκ τῶν ποδῶν κομίζουσιν ἄνω τῇ κλίμακι ἐς οἴκημα ὑπερῷον κἀκεῖ με ἄνω συγκλείουσιν . ὁ δὲ στρατιώτης
κλοπῆς : ἀδικηθείς , ὦ ἄνδρες . . . . οἴκημα : ἀντὶ τοῦ δεσμωτήριον Δείναρχος ἐν Τυρρηνικῷ ⌈ ⌉
4334447 κεραμον
Ἀργείους καὶ Αἰγινήτας Ἀττικὸν μηδὲν προσφέρειν εἰς τὰς θυσίας μηδὲ κέραμον , ἀλλ ' ἐκ χυτρίδων ἐπιχωρίων τὸ λοιπὸν αὐτόθι
συνῴκισε τὴν Κασάνδρειαν , φιλοδοξοῦντι καὶ βουλομένῳ ἴδιόν τινα εὑρέσθαι κέραμον διὰ τὸ πολὺν ἐξάγεσθαι τὸν Μενδαῖον οἶνον ἐκ τῆς
4298001 ἀκταινω
τὸ ἦκται ἀκτός καὶ ῥῆμα ἀκτῶ , ἀφ ' οὗ ἀκταίνω , μετοχὴ ἀκταίνων καὶ ἀκταῖνον μένος , τὸ ἀνάγον
, : ἀκταινῶσαι . . . . Αἰσχύλος οὐκέτ ' ἀκταίνω φησί , βαρυτόνως , οἷον οὐκέτι ὀρθοῦν δύναμαι ἐμαυτήν
4296783 ἀνακλιναι
σώματα ἀλλήλοιν περικείμενα . , . . Ἀνακλῖναι οἱ δὲ ἀνακλῖναι μὲν τὴν θύραν οὐκ ἐτόλμησαν οὐδ ' εἴσω παρελθεῖν
γὰρ τὸ κλεῖσαι ἐστὶ τὸ ἀσφαλίσαι : Ὅμηρος : ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ ' ἐπιθεῖναι . . . ἀναφορά
4290363 ἀγγειον
δὲ μὴ ἔχῃ , ἐπιπλέουσιν . Τὴν γύψον ἐμβλητέον εἰς ἀγγεῖον πλατύ , εἶτα καὶ γλεῦκος ἐπιχυτέον , ὥστε ὑπερέχειν
ἀγγείῳ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ὁ Περσεύς : τὸ δὲ ἀγγεῖον ἐκεῖνο ἔσκεπε τὸ μετάφρενον αὐτοῦ . . ΓΟΡΓΟΥΣ .
4267496 αἰδεσθητι
. ἰωνικόν . . . . ἀντιστροφὴ κώλων ιαʹ . αἰδέσθητι . αὐτόν . . . . στροφὴ ἑτέρα κώλων
καὶ φαῦλον Ὀρόντης πρὸς Βόσπορον , ἀλλὰ τάς γε Πηγὰς αἰδέσθητι καὶ τὰς πολλαχοῦ σοι χορευούσας Νύμφας ἔν τε τοῖς
4263124 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
4257445 λιμναζον
χαράδραν καὶ μετὰ ταύτην ἐν ἀριστερᾷ παρὰ τὸ ὕδωρ τὸ λιμνάζον : ἡ δὲ ἑτέρα τῶν ὁδῶν διαβάντι τὸ ὕδωρ
, ὥστε ἐς ἡμέραν Στυμφαλίοις ἐξήραντο ἅπαν τοῦ πεδίου τὸ λιμνάζον : καὶ ἀπὸ τούτου τῇ Ἀρτέμιδι τὴν ἑορτὴν φιλοτιμίᾳ
4243026 φυλασσομενον
ἢ νίτρον ἢ ἀφρόνιτρον λαβόντα δεῖ συμπάσσειν τὸ βρέφος , φυλασσόμενον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὸ στόμα : τὸ γὰρ παρεμπεσὸν
τὸν κύκλον τοῦ ἄστεως , καὶ αὐτοῦ τοῦ κύκλου τὸ φυλασσόμενον τρεῖς καὶ τεσσαράκοντα , τὰ δὲ μακρὰ τείχη πρὸς
4239585 περιφερειν
Ἢν δὲ μὴ δύνηται ἵστασθαι , ἐν τῇ κλίνῃ χρὴ περιφέρειν ὡς πυκνώτατα , ἀφ ' οὗ ἂν νοσέῃ ,
ἄριστος ” ἀγανακτήσας κατ ' αὐτῆς κατεδίκασε τὸν οἶκον βαστάζουσαν περιφέρειν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων
4239406 πεφυτευμενον
τὰ ῥήματα τοῦ Ψαλμοῦ καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον , ἕως τοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ , καὶ
πολλοὺς ἐπιέναι . ἄλσει : οὐ θαυμαστὸν εἰ τὸ μήπω πεφυτευμένον ἄλσος εἶπεν . Ἀριστόνικος προληπτικῶς φησιν εἰρῆσθαι : οἱ
4213672 βρετας
οὐ μόνον δὲ τῇ γλώττῃ προσέπαιξε , τῇ παρονομασίᾳ τοῦ βρέτας , ἀλλὰ καὶ φησὶν ὅτι εἰ μὴ ἦσαν θεοί
' ἐμμανῆ πλανώμενον . ἐλθὼν δ ' Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον : εἴρξει γάρ νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν ὥστε
4207556 Πολυϊδῳ
ἕλῃς ἄνευ δορός . οἶσθ ' οὖν ὃ δρᾶσον Εὐριπίδης Πολυΐδῳ . ὁ Εὐριπίδης ἀναλαμβάνει τὸ πρόσωπον τοῦ Μενελάου καὶ
τὰ ἐν Ἅιδου τῆς γῆς , ὡς καὶ αὐτὸς ἐν Πολυΐδῳ [ . ] τίς δ ' οἶδεν , εἰ
4192192 ναρθηκι
καὶ τῇ κινήϲει τὸ ἐφιϲτάμενον ἀποξύειν πάντοθεν : κινεῖν δὲ νάρθηκι λείῳ καὶ λεπτῷ καί , ἤν τι ζέϲῃ τοῖϲ
Προμηθέα κεκλοφέναι ἀπὸ τοῦ Διὸς τὸ πῦρ , βαλεῖν τε νάρθηκι καὶ τοῖς ἀνθρώποις καταγαγεῖν . τοῦτο δὲ μυθῶδες ,
4189770 ἱερειον
ἐλάττονι μέν , ἄρρενι δὲ καὶ τούτῳχίμαρος γάρ ἐστι τὸ ἱερεῖον , τὰ δὲ τοῦ ἰδιώτου καταδεεστέρῳ τὸ εἶδοςθῆλυ γὰρ
ὅτι φευκτόν . ὡς Πίττακόν φασι πέμψαντος αὐτῷ τοῦ Ἀμάσιδος ἱερεῖον καὶ ἀξιώσαντος ἀντιπέμψαι τῶν μορίων αὐτοῦ τὸ κάλλιστον ἅμα
4180913 Λυκαιον
: Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . Λυκαῖον : Ἀρκάδα : Λύκαιον Ἀρκαδίας ὄρος . ἀμφήριστον : ἀντὶ τοῦ ἀμφίλογον .
ὁ Καλλιστοῦς καὶ Διὸς γεγονώς , ᾤκησε δὲ περὶ τὸ Λύκαιον φθείραντος αὐτὴν Διός : οὗ προσποιησάμενος ὁ Λυκάων τὸν
4173471 εἰατε
κατὰ μὲν τοὺς πρώτους χρόνους οὐδ ' ἐπὶ τὰ ψηφίσματα εἰᾶτε τὸ Δημοσθένους ἐπιγράφειν ὄνομα , ἀλλὰ Ναυσικλεῖ τοῦτο προσετάττετε
ἕκαστοι ἐπὶ σφεά : τὸν δ ' ἐνὶ λέκτροις Ὑψιπύλης εἰᾶτε πανήμερον , εἰσόκε Λῆμνον παισὶν ἐπανδρώσῃ , μεγάλη τέ
4158392 κομισθεν
ἀπὸ τοῦ παρ ' ἑτέρων ἐλθεῖν τὸ σπέρμα τοῦ σίτου κομισθέν . οἱ δὲ Σικελιῶται , νῆσον ἱερὰν Δήμητρος καὶ
τε πάμπλειστα τῇ θεῷ ἐς προῖκα δὴ ἐπιδοῦναι ἐκέλευσε . κομισθέν τε τὸ ἄγαλμα συνῴκισε δὴ τῷ θεῷ , κελεύσας
4143250 κεκρυμμενον
παράγοντες ἡμεῖς Ἄμμωνα λέγομεν , Μανέθως μὲν ὁ Σεβεννύτης τὸ κεκρυμμένον οἴεται καὶ τὴν κρῦψιν ὑπὸ ταύτης δηλοῦσθαι τῆς φωνῆς
ἐπιστάτει καὶ ἐγχρίων μή ποτε ἀπείπῃς , ἕως ἐπὶ τὸ κεκρυμμένον ἱερῶν λόγων φέγγος ἡμᾶς μυσταγωγῶν ἐπιδείξῃς τὰ κατάκλειστα καὶ
4143001 δεσμωται
ὁ δὲ Κρόνος τετραγωνίζῃ , ἢ τὰ δεσμὰ συντρίψουσιν οἱ δεσμῶται ἢ τὸν τοῖχον τοῦ δεσμωτηρίου διορύξουσιν ἢ ἄλλο τι
ὁ δὲ Κρόνος τετραγωνίζῃ , ἢ τὰ δεσμὰ συντρίψουσιν οἱ δεσμῶται ἢ τὸν τοῖχον τοῦ δεσμωτηρίου διορύξουσιν ἢ ἄλλο τι
4135404 ὀρυττειν
δέ , ὅσον ἡ θερμότης τοῦ ἡλίου κάτεισι , τοσοῦτον ὀρύττειν καὶ φυτεύειν , πλέον δὲ τοῦ προειρημένου μέτρου μὴ
ὡς ἐπὶ τὸ πολύ , οἷον ἐάν τις ἐν τῷ ὀρύττειν καὶ φυτεύειν εὕρῃ θησαυρόν : οὔτε γὰρ ἐξ ἀνάγκης
4132019 ἀλαζονικον
ἀνάθεσιν ἐν θεάτρῳ . τὸν δὲ εἰς αὑτὸν ἐπίγραμμα ποιῆσαι ἀλαζονικὸν τοῦτο : Εἴθ ' ἐγὼ ἐν κείνοις γενόμην ,
ἐφόρει δὲ καὶ τόξα Σκυθικὰ καὶ ῥόπαλον ἐκράτει . ὅτι ἀλαζονικὸν πᾶν τὸ τῶν μαγείρων φῦλον . Ἡγήσανδρος οὖν παράγει
4115053 τριποσι
τὸν μέχρι τῶν ἀδύτων στρατεύσαντα , τὸν τοῖς ἱεροῖς σου τρίποσι τὸ πῦρ προσάγειν φιλονεικήσαντα , δι ' ὃν ἐκίνησας
κεκοσμημένον χαλκοῖς ἀναθήμασιν , οὐκ ἀνδριᾶσιν , ἀλλὰ λέβησι καὶ τρίποσι χαλκοῦ πεποιημένοις . Λακεδαιμόνιοι μὲν οὖν χρυσῶσαι βουλόμενοι τὸ
4105399 πυρ
γε τοῦτο καὶ ὕδατι : εἰ δὲ μή , τὸ πῦρ τό γε τῆς φλογὸς καὶ τοῦ ἄνθρακος ἐν ὑποκειμένῳ
θείου παρεχομένη τύφεται μὲν καὶ παρ ' ἑαυτῆς φύσει , πῦρ δ ' οὔπω ἐκδίδωσιν , εἰ δὲ σηραγγώδης τύχοι
4098546 Οἰτη
ναʹ ληʹ γʹʹ ιβʹʹ ἐφ ' ἧς γραμμῆς ἔστιν ἡ Οἴτη τὸ ὄρος , οὗ τὸ μέσον ἐπέχει μοίρας νʹ
ὁππότ ' ἔτλη μέγα ἔργον , ὅλη δ ' ἀμφέστενεν Οἴτη ζωοῦ καιομένοιο , μίγη δέ οἱ αἰθέρι θυμὸς ἄνδρα
4094995 σπηλαιον
πεδίου τὸ ὄρος ἐστὶν ἡ Ὀστρακίνα , ἐν δὲ αὐτῷ σπήλαιον , ἔνθα ᾤκησεν Ἀλκιμέδων , ἀνὴρ τῶν καλουμένων ἡρώων
τειχέων , ὡς τοῦ σηκοῦ πλησίον τοῦ τείχους ὄντος : σπήλαιον : μέλανα σκοτεινόν : ὁ Τειρεσίας : ἐκέλευσεν :
4087125 Καλλιχορον
τοῦ ἐλούσω . Ἀχελώϊον : ποταμὸς Αἰτωλίας . Καλλιχόρῳ : Καλλίχορον φρέαρ ἐκαλεῖτο ἐν Ἐλευσῖνι . Τριπτόλεμος : Τριπτόλεμον λέγουσιν
] [ ! ] ! ! ! [ ] [ Καλλίχορον ] ? φρέαρ [ ] [ α ] ?
4084694 θρεμμα
ἀλλ ' ὀλίγου καὶ εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θρέμμα : τί δή ποτ ' ἐστὶν ἄνθρωπος καὶ τί
αἱ τῶν ἀγρῶν χάριτες , ἐπέπραντο δὲ περιστεραί , δεινὸν θρέμμα καταδουλώσασθαι νέον , ἅμιλλαι δὲ ἵππων καὶ τὰ τῆς
4082535 ἐξεχεαν
, Δίων , ῥέξαντι καλῶν ἐπινίκιον ἔργων δαίμονες εὐρείας ἐλπίδας ἐξέχεαν . κεῖσαι δ ' εὐρυχόρῳ ἐν πατρίδι τίμιος ἀστοῖς
, Δίων , ῥέξαντι καλῶν ἐπινίκιον ἔργων δαίμονες εὐρείας ἐλπίδας ἐξέχεαν . κεῖσαι δ ' εὐρυχόρῳ ἐν πατρίδι τίμιος ἀστοῖς
4080897 ξοανον
θέας ἄξιος : ἐνταῦθα ἀναθήματα κεῖται καὶ ἄλλα καὶ Ζεὺς ξόανον , δύο μὲν ᾗ πεφύκαμεν ἔχον ὀφθαλμούς , τρίτον
, τὴν ἐν Λακεδαίμονι Ὀρθίαν τὸ ἐκ τῶν βαρβάρων εἶναι ξόανον : τοῦτο μὲν γὰρ Ἀστράβακος καὶ Ἀλώπεκος οἱ Ἴρβου
4078227 ποτηριον
. ΙΣΘΜΙΟΝ . Πάμφιλος ἐν τοῖς περὶ Ὀνομάτων Κυπρίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν . ΚΑΔΟΣ . Σιμμίας ποτήριον , παρατιθέμενος
πιεῖν . ΟΛΛΙΞ . Πάμφιλος ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι τὸ ξύλινον ποτήριον ἀποδίδωσι . ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΝ . Ποσειδώνιος ὁ φιλόσοφος ἐν ἕκτῃ
4075880 νιψον
ὕδωρ ἐπὶ τῆς λεκάνης βαλοῦσα , τοὺς πόδας τοῦ ξένου νίψον . ” διενοεῖτο γὰρ καθ ' αὑτὸν , ὡς
γῆς , κεκαρκινῶσθαί φασι : Φερεκράτης Αὐτομόλοις ὁπόταν σχολάζῃς , νίψον , ἵνα τὰ λήϊα συγκαρκινωθῇ . λέγεται καρκίνος καὶ
4065399 ὑψηλοτατον
ἐπὶ τὴν Κυλλήνην ἀναβαίνοντες , ὄρος δὲ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ὑψηλότατον , καὶ θύοντες τῷ καθωσιωμένῳ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ
ἄλσος Λητῷον : εἶτα Λώρυμα παραλία τραχεῖα , καὶ ὄρος ὑψηλότατον τῶν ταύτῃ Φοῖνιξ : πρόκειται δ ' ἡ Ἐλαιοῦσσα
4063469 Τριτογενει
τότε εἰς Σαλαμῖνα . ἔστι δὲ ὁ χρησμός “ τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρυόπα Ζεύς . ” ΓΘ περὶ τούτου
καὶ κατόπιν ἔπραξε . καὶ τοῖς Ἀθηναίοις χρησμὸς ἐδόθη τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς : ἐδήλου γὰρ ὡς διὰ
4056855 ἱερον
δὲ καὶ τὸ πρόσωπόν ἐστιν ἐλέφαντος . καὶ ἕτερον ἐνταῦθα ἱερὸν Ἀθηνᾶς πεποίηται καλουμένης Νίκης καὶ ἄλλο Αἰαντίδος : τὰ
ἔρημός ἐστιν ἀνθρώπων . Βαβυλῶνος δὲ τοῦ μὲν Βήλου τὸ ἱερὸν λείπεται , Βαβυλῶνος δὲ ταύτης , ἥντινα εἶδε πόλεων
4055437 δυσχειμερῳ
χειμῶνα , διὰ τὸ χειμῶνι ἀεὶ καλύπτεσθαι . . πρὸς δυσχειμέρῳ ] ἐν δυσχείμῳ . . ἀνάγκη ] ὑπάρχει .
] δεσμεῦσαι . . δῆσαι βίᾳ ] περιφραστικῶς . . δυσχειμέρῳ ] κακὸν ἐχούσῃ χειμῶνα , διὰ τὸ χειμῶνι ἀεὶ
4053319 μαντειον
δὲ τὴν Καρικὴν ἀπὸ Βράγχου τοῦ κτίσαντος τὸ ἐν Μιλήτῳ μαντεῖον . ὁ δὲ Νηλεὺς χρησμὸν εἰλήφει ἐκεῖ οἰκεῖν ,
Ἰαμιδῶν . ἵνα μάντιες ἄνδρες : διὰ τὸ τῶν Ἰαμιδῶν μαντεῖον . τὸ ἑξῆς : ὅπου μάντιες ἄνδρες τοῖς διὰ
4053166 πεδοι
: αἷμα μητρῷον χαμαὶ δυσαγκόμιστον , παπαῖ : τὸ διερὸν πέδοι χύμενον οἴχεται . ἀλλ ' ἀντιδοῦναι δεῖ ς '
ἔρριψ ' ἐμαυτὴν τῆσδ ' ἀπὸ στύφλου πέτρας , ὅπως πέδοι σκήψασα τῶν πάντων πόνων ἀπηλλάγην ; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ
4045988 ἀνελκυσαι
ἀνελεῖν : λέγεται ἐπὶ τῶν ἐκ Δελφῶν χρησμῶν , οἱονεὶ ἀνελκύσαι , ἀναπέμψαι : κοῖλον γὰρ ἦν τι ἐπὶ πολὺ
ἔν τινι ποταμῷ δέρματα βοῶν ἑωρακότες καὶ ταῦτα σπουδάζοντες ἐκεῖθεν ἀνελκύσαι τῆς τοῦ ποταμοῦ πλημμύρας βαθείας οὔσης κατατολμῆσαι οὐκ ἠδύναντο
4026579 εὐεξοδον
οὐδὲ δυνατόν . . ὀρθιάζοντες ] ἠχοῦντες . . οὐκ εὐέξοδον ] ἀλλὰ δυσέξοδον , ἤγουν ὅθεν οὐ δυνατὸν ταχέως
ταχέως ἐξιέναι . ἀπολογεῖται δὲ ὡς βραδύνας . . οὐκ εὐέξοδον ] τὸ πρὸς ἡμᾶς ἐλθεῖν . ἤγουν οὐκ ἔστιν
4023365 ἐνεον
λαβεῖν ἐξ αὐτῶν καὶ ἀπολῦσαι . μακκοᾷ : ἀνοηταίνει , ἐνεόν ἐστιν . ἔφαμεν δὲ ὅτι ἡ Μακκὼ ἐνεὰ ἦν
τοῦ σπληνὸς , εἰ μὴ ὁκόσον δὴ ἐν τοῖς ἀγγείοις ἐνεόν ἐστι τοῖσιν ἀπὸ τοῦ σπληνός : ἀλλ ' ἴα
4009253 αὐλουντα
Ἄνδρωνα τὸν Καταναῖον αὐλητὴν κινήσεις καὶ ῥυθμοὺς ποιῆσαι τῷ σώματι αὐλοῦντα : ὅθεν σικελίζειν τὸ ὀρχεῖσθαι παρὰ τοῖς παλαιοῖς :
ἐμπλήσαντα καὶ τὰς γνάθους ἑκατέρας μόλις ἔξω βαδίζειν , ὥσπερ αὐλοῦντα τὴν τῆς Σεμέλης ὠδῖνα , γέλωτα καὶ θέαν Κροίσῳ
4005219 Ἀγραις
, οἱ δὲ [ Φιλόχορος [ . ] τὴν ἐν Ἄγραις Ἄρτεμιν τῷ μελιλώτῳ στέφεσθαί φησιν ] ἐφ ' ἑαυτοῦ
ἔαρ ἀνθέων γεννητικόν : καίρων τῷ μελιλώτῳ στέφεσθαι τὴν ἐν Ἄγραις Ἄρτεμιν , Ἀπολλόδωρος δὲ παρὰ Κρησὶν δίκταμνον ἢ σχῖνον
3997823 ἀναπλαττειν
μελικράτῳ . βέλτιον δὲ ϲὺν ἑφθῷ μέλιτι εἰϲ καταπότια αὐτὸ ἀναπλάττειν . Χαμελαία . Καθεψηθεῖϲα ἐν μελικράτῳ καὶ πινομένη ὑδατώδη
ἀλλ ' ἐπομοσάμενος ἦ μὴν ἀληθῆ ἐρεῖν : ἄλλως γὰρ ἀναπλάττειν τὰ τοιαῦτα οὐ πάνυ χαλεπὸν καὶ ὁ ἔλεγχος ἀφανής
3995039 ἐπικατηγορουμενον
προστέθειται συνδέον τε αὐτά , ὡς εἴρηται πρότερον , καὶ ἐπικατηγορούμενον τοῦ ὑποκειμένου : τὸ ὅλον γοῦν τοῦτο λέγομεν περὶ
κατηγορουμένῳ συντάσσεται καὶ ἔστιν ἐν τοῖς συμπεράσμασι προσκατηγορούμενόν τε καὶ ἐπικατηγορούμενον . [ οὐκοῦν μὲν ] Οὔ φημι δὲ δεῖν
3994234 εἰσφερουσιν
εὐεργετεῖν . ἄλλοι μὲν γὰρ ἄλλων ἔρανοι , οὓς ἀναγκαίως εἰσφέρουσιν ἰδιῶται κατὰ πόλεις : ἄρχοντι δὲ οἰκειότατος ἔρανος ,
κρεμάννυσιν ἐν ἀρρίχοις καὶ οὔτε ῥαίνουσιν οὔθ ' ὕδωρ ὅλως εἰσφέρουσιν εἰς τὰ οἰκήματα . τῶν δὲ δὴ λοιπῶν καὶ
3993423 Ληθης
ἐκλανθάνουσι γὰρ πάντων οἱ ἐν αὐτῷ , ἤγουν τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ πίνοντες . τὸν ἐκλελάθοντα : τὸν λήθης αἴτιον
ἢ οὔ , καὶ ἐκ τοῦ μὴ πολὺ πόμα τῆς Λήθης πιεῖν , καὶ ἐκ τῆς τάξεως δὲ τοῦ παντὸς
3974295 μαντευεσθαι
καὶ μαντικῆς οὗτοι μοῦνοι Ἰνδῶν δαήμονες , οὐδὲ ἐφεῖται ἄλλῳ μαντεύεσθαι ὅτι μὴ σοφῷ ἀνδρί . Μαντεύουσι δὲ ὅσα ὑπὲρ
θύουσι τῷ Μελάμποδι καὶ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἑορτὴν ἄγουσι . μαντεύεσθαι δὲ οὔτε δι ' ὀνειράτων αὐτὸν οὔτε ἄλλως λέγουσι
3966374 τετμημενον
ἡγεμόνευε . δὸς δέ μοι , εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστί , σκηρίπτεσθ ' , ἐπεὶ ἦ φατ '
γὰρ ἄτμητος , τὸ δὲ θῆλυ ὁ ἄρτιος , ὡς τετμημένον ἔχοντι τὸ αἰδοῖον . ταῦτα γὰρ οὖν συντιθέμενα μετὰ
3965791 μηχανημα
, καὶ τοὺς ἀνέμους θεοῖσι βωθέοντας ἀνατρέψαι περὶ αὐτοῖσι τὸ μηχάνημα : τοῦ δὴ τὰ ἐρείπια λέγεσθαι Βαβυλῶνα . Τέως
ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη , ὥσπερ ἤδη εἴρηται , εὔχρηστον τὸ μηχάνημα : εἰ δέ τι τουτέων μὴ καλῶς ἕξει ,
3962148 πρυτανειον
ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν , ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον , ξυνῴκισε πάντας , καὶ νεμομένους τὰ αὑτῶν ἑκάστους
αὖθις δ ' ἵνα πᾶσιν ἐξῇ ἐντυγχάνειν , εἰς τὸ πρυτανεῖον καὶ τὴν ἀγορὰν μετεκομίσθησαν : διὰ τοῦτο ἔλεγον τὸν
3959362 χρησειν
αὐτῆς ὅσον οὔπω γενησόμενον θάνατον . ἴαμβοι . σύστημα . χρήσειν ] μαντεύσασθαι . ἔοικεν ] φαίνεται . ἀμφὶ ]
τῶν Σιφνίων δέκα τάλαντά σφι χρῆσαι : οὐ φασκόντων δὲ χρήσειν τῶν Σιφνίων αὐτοῖσι οἱ Σάμιοι τοὺς χώρους αὐτῶν ἐπόρθεον
3952859 ἀνειμενον
τὴν μεγίστην . , . . ῥᾳστώνη ῥᾳστώνῃ συζῶντας καὶ ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους . , . . ὑβρίζειν ὑπέλαβε πονηροὺς
μάχης ἀγών , τἄλλ ' ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες . ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο .
3950358 Ἀβωνου
. . . . . ξα ∠ ʹδ μδ δʹ Ἀβώνου τεῖχος . . . . . . . .
. ἐνθένδε εἰς Ζεφύριον ἑξήκοντα . ἀπὸ δὲ Ζεφυρίου εἰς Ἀβώνου τεῖχος , πόλιν σμικράν , πεντήκοντα καὶ ἑκατόν :
3948646 ὑδροφορει
Ἀπόλλωνος ἱερῷ τὸν Τρωικὸν μῦθον , ἐν ᾧ ὁ Ἐπειὸς ὑδροφορεῖ τοῖς Ἀτρείδαις , ὡς καὶ Στησίχορός φησιν : ᾤκτιρε
Ἀπόλλωνος ἱερῷ τὸν Τρωικὸν μῦθον , ἐν ᾧ ὁ Ἐπειὸς ὑδροφορεῖ τοῖς Ἀτρείδαις , ὡς καὶ Στησίχορός φησιν : ᾤκτειρε
3945743 τελμασιν
κόλπους . πελωρίδες ἢ μελαινίδες κάλλισται αἱ ἐμφερεῖς ὀστρέοις ἐν τέλμασιν ἰλύϊ τε βορβορώδει , ὅπου μίγνυται ὕδωρ γλυκύ :
ἐμπαταγούντων καὶ ἐπισοβούντων , ὡς ἂν μὴ ἐνίσχοιτο ἐν τοῖς τέλμασιν , ἐλθόντα δὲ ἐκεῖσε μόλις ποτὲ τοῦ ἀνακτόρου ,
3944619 σκαμβον
Τότ ' ᾄσονται κύκνοι , ὅταν κολοιοὶ σιωπήσωσι . Τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν : αὕτη δημώδης ἐστὶ καὶ
τοῦ τροχοῦ , εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται . τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτε ὀρθόν : αὕτη ἡ παροιμία δημώδης ἐστὶ
3936283 φαντασιωθηναι
ὄργανον γὰρ οὐδὲν ἐν ἑαυτοῖς ἔχομεν , ᾧ δυνησόμεθα ἐκεῖνο φαντασιωθῆναι , οὔτ ' αἴσθησιν αἰσθητὸν γὰρ οὐκ ἔστινοὔτε νοῦν
χαράξαντες . εἰ δέ τινες καὶ δι ' ἐπιστήμης ἴσχυσαν φαντασιωθῆναι τὸν ποιητὴν καὶ ἡγεμόνα τοῦ παντός , τὸ λεγόμενον
3920925 ἐλεφαντινον
δὲ ὁ τένθης Ἀρχέστρατος συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι ἐλεφάντινον τάριχος , διαβόητον ὄν : σκυτίνῃ ποτ ' ἐν
τοῦ φιλοσόφου ἐγκεχαράχθαι τῇ διανοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς Πελοπίδαις τὸν ἐλεφάντινον ὦμον . τί δὴ μετὰ ταῦτα ὁ πάνσοφος Πλάτων
3920531 πακτουν
βρέτας τῆς Ἀθηνᾶς . λαβεῖν : Ἀντὶ τοῦ καταλαβεῖν . πακτοῦν : Κλείειν , ἀσφαλίζεσθαι . Φιλοῦργε : Ἐὰν ᾖ
ἐς τὸν μοχλόν . τῷ δὲ κλεῖσαι ἴσον καὶ τὸ πακτοῦν καὶ τὸ ἐπιπακτοῦν τὰς θύρας ἐστίν , ὥσπερ τῷ
3918732 στεφειν
τὸν δὲ Πολυνείκους νέκυν : φανερώσεται κηρυχθήσεται : εἰώθασι γὰρ στέφειν τοὺς νεκρούς : ἀντὶ τῆς ταφῆς θάνατον λήψεται :
ἤ τι τῶν κερατοφόρων ἔστιν ὅτε χρυσοῦν τὰ κέρατα καὶ στέφειν τὴν κεφαλὴν αὐτῶν , ὃ λέγει ὁ ποιητής :
3914806 ποιεον
λαὸς Ἀχαιῶν , τύμβον δ ' ἀμφ ' αὐτὴν ἕνα ποίεον ἐξαγαγόντες ἄκριτον ἐκ πεδίου , ποτὶ δ ' αὐτὸν
' ἀγλαὸν Ἀπόλλωνι ἄλσει ἐνὶ σκιερῷ τέμενος σκιόεντά τε βωμόν ποίεον , Αἰγλήτην μὲν ἐυσκόπου εἵνεκεν αἴγλης Φοῖβον κεκλόμενοι ,
3913335 ψιας
δὲ ἀπὸ τοῦ ψίω τὸ λεπτύνω , ἐξ οὗ καὶ ψιὰς παρ ' Ὁμήρῳ . κυρίως δὲ λέγεται ψιθυρίζειν τὸ
τοῦ ψῶ ἢ ἀπὸ τοῦ ψαύω , ἀφ ' οὗ ψιὰς ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις , ὡς λάμπω
3902377 χαλκουν
σιδήρου καὶ ἐν τοῖς πολέμοις χρῆσιν . τοῦτο δὴ τὸ χαλκοῦν γένος ἐκ μελιᾶν εἶπε φῦναι , Δωρικῶς , ἀντὶ
τὸν θύλακον , ἀνέκραγ ' ὁ κῆρυξ μὴ δέχεσθαι μηδένα χαλκοῦν τὸ λοιπόν : “ ἀργύρῳ γὰρ χρώμεθα . ”
3902217 στεφεσθαι
ὁ δὲ Ἀπολλόδωρος καὶ τοὺς θεσμοθέτας φησὶ διὰ τοῦτο μυρσίνῃ στέφεσθαι , ὅτι οἰκείως ἔχει πρὸς τὸ φυτὸν ἡ θεὸς
αὐτὴν κατέπαυον . στέμματα δ ' αὐτῇ λευκὰ περίκεινται τῷ στέφεσθαι καὶ καλύπτεσθαι πανταχόθεν αὐτὴν ὑπὸ τοῦ λευκοτάτου στοιχείου .
3902000 διαγραφειν
καὶ σὲ ἐν κομψῷ στολίῳ ἢ τριβωναρίῳ ἀναβάντα ἐπὶ πούλβινον διαγράφειν , πῶς Ἀχιλλεὺς ἀπέθανεν ; παύσασθε , τοὺς θεοὺς
αὑτὰ μὲν ὑπάρχοντα καὶ τὰ κατ ' οὐσίαν κατηγορούμενα πειρῶνται διαγράφειν οἱ τὴν ἀντίφασιν λέγοντες συναληθεύειν , μόνας δὲ τὰς
3901369 ἐκχεαι
εἰς ὑδρεῖαν ἔδωκε τῷ Λάρκᾳ καὶ ἐκέλευσε φέροντα τὸ ὕδωρ ἐκχέαι εἰς τὸν κρατῆρα ὅθεν τῷ Φαλάνθῳ ᾠνοχοεῖτο . καὶ
ὁ πατὴρ δὲ ὑπὸ ἰδιωτείας ἐκέλευεν ἰᾶσθαι καὶ τὸ ὅμοιον ἐκχέαι φάρμακον : οἴεται γὰρ ἓν εἶναι μανίας εἶδος καὶ
3901039 ἱερῳ
χολωσαμένη πάσης ἐξήλασε νήσου : ἡ δ ' ἄρα Φαιήκων ἱερῷ ἐνὶ τηλόθεν ἄντρῳ νάσσατο , καὶ πόρεν ὄλβον ἀθέσφατον
δαιταλεύς . καὶ Δαιταλεῖς , δρᾶμα Ἀριστοφάνους . Ἐπειδὴ ἐν ἱερῷ Ἡρακλέους δειπνοῦντες καὶ ἀναστάντες , χοροὶ ἐγένοντο . Δαπάνη
3898928 Στυγος
' Ἄορνον ἀμφιτορνωτὴν βρόχῳ καὶ χεῦμα Κωκυτοῖο λαβρωθὲν σκότῳ , Στυγὸς κελαινῆς νασμόν , ἔνθα Τερμιεὺς ὁρκωμότους ἔτευξεν ἀφθίτοις ἕδρας
θνατοῖς ⌋ ἀρετᾶς : ἔλλαθι , [ βαθυπλοκάμου ] κούρα Στυγὸς [ ὀρθοδίκου ] : σέθεν δ ' ἕκατι καὶ
3894602 φοιβον
ἀπόλλωνι . ὡς καὶ καλλίμαχος . τέρπουσιν [ ] λιπαραὶ φοῖβον ὀνοσφαγίαι . δίδυμος δέ φησι : ταῦτα μετὰ τοῦ
' ἄλθεται ὕδατι νοῦσος . Ἀργείων τελέεσσιν ὅσοι Φυλάκηθεν ἕποντο φοῖβον ὕδωρ ἐπάγων κέρας ' Ὠκεανοῖο ῥοῇσι . Νίκανδρος ὁ
3893284 ἀμπεχομενον
τραγῳδιῶν ὑποκριτὴν , στατὸν καὶ ξυστίδα καὶ τὸν ἄλλον ἐναγώνιον ἀμπεχόμενον κόσμον , ἱστίῳ δ ' ἁλουργῷ τὴν ναυαρχίδα προσφέρεσθαι
αὐτῶν : τὸν γοῦν πατέρα εἶδον ἀκριβῶς αὐτὰ ἐκεῖνα ἔτι ἀμπεχόμενον ἐν οἷς αὐτὸν κατεθάψαμεν . ” “ Τί δὲ
3892077 ὀμνυναι
, ἀκλινής , ἀψευδέστατος , ἐρηρεισμένος ἀληθείᾳ . κἂν εἰ ὀμνύναι μέντοι βιάζοιντο αἱ χρεῖαι , πατρὸς ἢ μητρὸς ζώντων
, μόνον δὲ τὸν ἀναίμακτον βωμὸν προσκυνεῖν . Μηδ ' ὀμνύναι θεούς : ἀσκεῖν γὰρ αὑτὸν δεῖν ἀξιόπιστον παρέχειν .
3892062 λεπυριον
, ἐγὼ ἐρέω : οἷον εἴ τις ὠοῦ τὸ ἔξωθεν λεπύριον περιέλοι , ἐν δὲ τῷ ἐσωτάτῳ ὑμένι τὸ ὑγρὸν
καὶ οὗτοι ⌈ λοιπὸν μάρτυρες ἐκαλοῦντο . Γ τῶν τραγημάτων λεπύριον ἢ ὄστρακον . κελύφη : ⌈ ἀντὶ τοῦ καλύμματα
3891613 γενησομενον
γεύσαιο αὐτοῦ καὶ σπάσαις μικρὸν ὅσον , αὐτίκα σε πάνσοφον γενησόμενον ὥσπερ φασὶν ἐν Δελφοῖς τὴν πρόμαντιν , ἐπειδὰν πίῃ
ὡς ἀποτελεσθέντος ἑκάστου ζῴου τὸ περὶ τοῦτ ' ἀγγεῖον κεφαλὴν γενησόμενον : ὃ δ ' αὖ τὸ λοιπὸν καὶ θνητὸν
3889237 Ταυροπολου
Ἰφιγενείας κομίσαι δεῦρο ἀπὸ τῆς Ταυρικῆς Σκυθίας , τὰ τῆς Ταυροπόλου Ἀρτέμιδος , ἐνταῦθα δὲ καὶ τὴν πένθιμον κόμην ἀποθέσθαι
Ἴκαρον , καὶ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἅγιον ἐν αὐτῇ καὶ μαντεῖον Ταυροπόλου . Παραπλεύσαντι δὲ τῆς Ἀραβίας εἰς δισχιλίους καὶ τετρακοσίους
3888839 Τραχυ
: πλεῖστον οὖν καὶ ταῦτα τὸν ὠμὸν ἐργάζεται χυμόν . Τραχὺ καὶ λάμπον ἐν τῇ νυκτὶ τὸ δέρμα τῶν τοιούτων
μικροῦ βεβῶτα εὔεικτα καὶ μαλακὰ καὶ εὐμετάβολα ὄντα τυγχάνει . Τραχὺ δὲ εἴη ἂν τὸ ἀνώμαλον μετὰ σκληρότητος , λεῖον
3883907 καθαρευοντι
Ἀθηναίων οὐκ ἔξεστι τὸ ἱερὸν πῦρ φυσῆσαι , ὡς μὴ καθαρεύοντι τοῖς ἄνω μέρεσιν . Δοῦρις δὲ ἐν τῇ ιʹ
τυγχάνωσιν , μετὰ δὲ ταῦτα ἱερέας τε καὶ ἱερείας ὡς καθαρεύοντι τῷ τάφῳ ἕπεσθαι , ἐὰν ἄρα καὶ τῶν ἄλλων
3878316 κατεβαλλετο
χρυσίον . εἰ μὲν γὰρ ἡ μαρτυρία ἡ τοῦ Λάμπιδος κατεβάλλετο ἐνταῦθα , ἴσως ἂν ἔφασαν οὗτοι δίκαιον εἶναι ἐπισκήπτεσθαί
. καὶ γὰρ βοῦς ἐζεύγνυτο καὶ ἄροτρον εἵλκετο καὶ σπέρμα κατεβάλλετο καὶ ἀνῄει στάχυς , καὶ θεριστὴς καὶ ἅλως ,

Back