: πλεῖστον οὖν καὶ ταῦτα τὸν ὠμὸν ἐργάζεται χυμόν . Τραχὺ καὶ λάμπον ἐν τῇ νυκτὶ τὸ δέρμα τῶν τοιούτων
μικροῦ βεβῶτα εὔεικτα καὶ μαλακὰ καὶ εὐμετάβολα ὄντα τυγχάνει . Τραχὺ δὲ εἴη ἂν τὸ ἀνώμαλον μετὰ σκληρότητος , λεῖον
5681915 ἐφυδρον
ᾖ , διαφυτεύεται πάλιν τοῦ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακὸν καὶ ἔφυδρον καὶ οὐ λίαν λεπτόν : φιλεῖ γὰρ τὰ τοιαῦτα
ᾖ , διαφυτεύεται πάλιν τοῦ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακὸν καὶ ἔφυδρον καὶ οὐ λίαν λεπτόν . φέρει δὲ τὰ μῆλα
5591442 λυκοφως
. * . . [ Ἄγχαυρον : τὸ καλούμενον ] λυκόφως : [ σημαίνει δὲ ] τὴν ὀρθρινὴν [ τὴν
ἀμῶντας : οὐκ ἀσκόπως : ὁ γὰρ κορυδαλλὸς περὶ τὸ λυκόφως ἐξέρχεται εἰς τὰς νομάς , ὅτε καὶ τοῖς θερισταῖς
5590657 λιμναζον
χαράδραν καὶ μετὰ ταύτην ἐν ἀριστερᾷ παρὰ τὸ ὕδωρ τὸ λιμνάζον : ἡ δὲ ἑτέρα τῶν ὁδῶν διαβάντι τὸ ὕδωρ
, ὥστε ἐς ἡμέραν Στυμφαλίοις ἐξήραντο ἅπαν τοῦ πεδίου τὸ λιμνάζον : καὶ ἀπὸ τούτου τῇ Ἀρτέμιδι τὴν ἑορτὴν φιλοτιμίᾳ
5587332 παγηναι
εἰς τὰ κοῖλα τῶν χωρίων . Ποσειδώνιος δὲ λίμνην οὖσαν παγῆναι μετὰ κλυδασμοῦ , καὶ διὰ τοῦτο εἰς πλείονας μερισθῆναι
καὶ ἀρθείϲηϲ πτερῷ τῆϲ ἐπινηχομένηϲ ῥυπαρίαϲ : μετὰ δὲ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται ἐν ὀϲτρακίνῳ καινῷ ἀγγείῳ , ἀποξυομένηϲ ἐπιμελῶϲ τῆϲ
5548559 ἀποκρημνον
τοὺς βαρβάρους Γηρῶντας αὐτῶν τοὺς γενάρχας ἐσχάτως Ἄγειν λαβόντας εἰς ἀπόκρημνον τόπον : Κτείνειν τε τούτους ἐν ῥοπάλοις καὶ λίθοις
τὸ ἱερὸν τῆς Ἀφροδίτης στενοχωρίας ἀναγκαζούσης ἐπὶ τὸ τῆς πέτρας ἀπόκρημνον ποιήσασθαι τὴν οἰκοδομίαν , κατεσκεύασεν ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ
5523429 ἐκχεομενον
τὸ σῶμα , ἢ διὰ τὸ πλείονα χρόνον ὑγρὸν διαμένειν ἐκχεόμενον . ὑδατοτρεφέων ὕδατι τρεφομένων . ὑδρηλοί μαλακοί , κάθυγροι
ἐγγὺς ἐγένετο τῶν πυλῶν , ἄλλον τε ὄχλον ὁρᾷ παντοδαπὸν ἐκχεόμενον ἐκ τῆς πόλεως καὶ δὴ καὶ τὴν ἀδελφὴν προστρέχουσαν
5485184 ἑλος
κόσμον ἀμφιθεῖσά μοι , παρ ' ἄκρα ποταμοῦ λάσιον εἰς ἕλος δασύ : Μαριὰμ δ ' ἀδελφή μου κατώπτευεν πέλας
, πρῶτος ὁ Μαξιμῖνος ἅμα τῷ ἵππῳ ἐμβαλὼν ἐς τὸ ἕλος , καίτοι ὑπὲρ γαστέρα τοῦ ἵππου βρεχομένου , τοὺς
5408313 μεσυμνιον
. . † τὰ δύο ταῦτα κῶλα καλεῖται ἐφύμνιον ἢ μεσύμνιον . ὀρθά . . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ . ἀντὶ
τὸ τέλος κῶλά ἐστι δύο , ἃ καλεῖται ἐφύμνιον ἢ μεσύμνιον , ὥς φασιν . τῆς δευτέρας στροφῆς τὰ κῶλα
5352515 ἑλωδες
δὲ καὶ πρὸς τὴν τῶν χωρίων φύσιν , κἂν μὲν ἑλῶδες ᾖ , τοὺς ἑλείους , ἐὰν δὲ τραχύ ,
ἄνθρωποι μάλιστα , καὶ τὸ χωρίον ἅμα ἐν ᾧ ἐστρατοπεδεύοντο ἑλῶδες καὶ χαλεπὸν ἦν , τά τε ἄλλα ὅτι ἀνέλπιστα
5338070 κρημνωδες
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον .
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν
5303830 ηὐλισατο
ὅσον ἦν διὰ τῆς ἀτραποῦ τῆς λεπτῆς ὀγδοήκοντα στάδια προελθὼν ηὐλίσατο πυκαζόμενος ὕλῃ δασυτάτῃ . μέσης δὲ νυκτὸς περιελθὼν ἐπέστη
Μυκαλησσόν . καὶ τὴν μὲν νύκτα λαθὼν πρὸς τῷ Ἑρμαίῳ ηὐλίσατο , ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ πόλει προσέκειτο οὔσῃ
5299180 δινον
, ἀλλ ' ἐγὼ τοῦτ ' ᾠόμην διὰ τουτονὶ τὸν δῖνον . ὤμοι δείλαιος , ὅτε καὶ σὲ χυτρεοῦν ὄντα
πείθονται . Ὅταν ἀλοητὸς ᾖ , καὶ στρέφωνται περὶ τὸν δῖνον οἱ βόες , καὶ πεπληρωμένη τῶν δραγμάτων ἡ ἅλως
5250948 καταφερεσθαι
θλίβοντος ἢ καὶ ἀθρόως προϊόντος . καὶ παρὰ τὸ μὴ καταφέρεσθαι τὸ αἷμα διὰ τῆς μήτρας εἰς τὸ χόριον ,
! ! ! ! ! ! ] πάλιν ? ? καταφέρεσθαι , [ μὴ ] δυναμένην ? ? ? ?
5201208 καιομενον
εἰ δὲ χρονίϲοι , καὶ αὐτοῦ τοῦ δέρματοϲ ἅπτεται , καιόμενον δὲ λεπτομερέϲτερον γίνεται . Ἀρτεμιϲίαι ἀμφότεραι θερμαίνουϲι μὲν κατὰ
κτήμασι τοῦ δυνατοῦ πλούτου οὕτω διαλάμπει ὡς ἐν νυκτὶ πῦρ καιόμενον . ἄριστον μὲν ὕδωρ : ἀρχὴ γὰρ τῶν ὅλων
5183782 Ἡφαιστειον
ἀρσενικὰ : Ἡράκλειον Αἰάκειον Διοσκό - ρειον . τὸ δὲ Ἡφαιστεῖον προπερισπᾶται καὶ τὸ Κορυβαντεῖον . Τὰ εἰς ΟΝ καθαρὸν
εἱστήκεσαν , ὅς ἐστι πλησίον τῆς ἀγορᾶς , ἔνθα τὸ Ἡφαιστεῖον καὶ τὸ Εὐρυσάκειόν ἐστιν : ἐκαλεῖτο δὲ ὁ Κολωνὸς
5174829 ὀμβρια
εὐλιπῆ στελγίσματα τηροῦσιν , ἅλμης οὐδὲ φοιβάζει κλύδων οὐδ ' ὀμβρία σμήχουσα δηναιὸν νιφάς . Ἄλλους δὲ θῖνες οἵ τε
τοῦ ξένου ; μή τις Διὸς κεραυνός , ἤ τις ὀμβρία χάλαζ ' ἐπιρράξασα ; πάντα γὰρ θεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος
5101884 ἐρεφω
τεῦχος . . . , : Ἔρεβος : παρὰ τὸ ἐρέφω τροπῇ τοῦ φ εἰς β : τὸ κατεστεγασμένον ὑπὸ
Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ . . , : ὄρφνη : παρὰ τὸ ἐρέφω , ὅ ἐστι σκέπω , γίνεται ὀροφή , πλεονασμῷ
5097436 θερμαινομενον
ἀρίστων ὁ Ἱπποκράτης , ἔνθα φησίν : ὕδωρ τὸ ταχέως θερμαινόμενον καὶ ψυχόμενον κουφότατον . οὐ γὰρ ἐπὶ τῶν βορβορωδῶν
ψυχῆς θερμῷ καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ
5087069 Τουτο
ἔμπαλιν ἐντυγχάνει τῷ ἀληθεῖ αὐτῷ , ἀφεμένη τῶν εἰδώλων ; Τοῦτο ἔοικεν μὲν ὕπνῳ καλῷ καὶ μεστῷ ἐναργῶν ὀνειράτων :
, ἐναλλασσομένους κατ ' ἔτος , διανέμειν τοῖς πένησι . Τοῦτο δ ' ἦν , ὃ μάλιστα ἠνώχλει τοὺς πλουσίους
5077965 πνεειν
αὐτῇ διαίτῃ χρέεσθαι . Μετὰ δὲ ταῦτα ὥρη ἤδη ζέφυρον πνέειν , καὶ μαλακωτέρη ἡ ὥρη : χρὴ δὴ καὶ
. τῇ κϚʹ τοῦ Ἰουλίου , οἱ ἐτησίαι ἄνεμοι ἄρχονται πνέειν . τῇ λʹ τοῦ Ἰουλίου , ὁ λαμπρὸς ἀστὴρ
5077428 εἰσδυεται
, ἀναφερομένης γὰρ τῆς τοιαύτης ἀναθυμιάσεως ἕλκεται τῇ πνοῇ καὶ εἰσδύεται πόρρω . διὸ καὶ βαρύνει τὰς κεφαλὰς καὶ ὅλα
καὶ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν θερμότατον ὂν τῶν λοιπῶν . εἰσδύεται γὰρ μάλιστα καὶ πλεῖστον , ὥστε θιγγάνειν τῆς ἀρχῆς
5076462 δρυμῳ
πλείους , κεχρισμένους τῇ χολῇ τῶν ὄφεων , ἑστᾶσιν ἐν δρυμῷ παρὰ τὰς τῶν θηρίων διεξόδους . ἐπὰν οὖν προσάγῃ
τὸ ἀρχαῖον ὡς λέγεται σπήλαιον ὑπὸ τῷ λόφῳ μέγα , δρυμῷ λασίῳ κατηρεφές , καὶ κρηνίδες ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐμβύθιοι
5074841 σχιζεσθαι
τῶν Ῥιπαίων ὀρῶν : γενόμενον δὲ μεταξὺ Σκυθῶν καὶ Θρᾳκῶν σχίζεσθαι , καὶ τὸ μὲν εἰς τὴν καθ ' ἡμᾶς
καὶ γὰρ συνέρχεται αὐτόματος : φασὶ δὲ καὶ τὴν ἄπιον σχίζεσθαι : περὶ μὲν οὖν τούτων σκεπτέον . Ἡ δὲ
5071151 διαυγες
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ :
5065570 καρποφορου
γὰρ περιττὸν ἀναχυθείη τὸ ῥεῦμα , λιμνῶδες καὶ τελματῶδες ἀντὶ καρποφόρου γῆς ἔσται τὸ πεδίον . πρὸς εὐφορίαν οὖν μεμετρημένης
αὐτῶν ἀκμαζούσας ἤδη σπορολογεῖσθαι τὰς ἀρούρας καὶ τὰ κράτιστα τῆς καρποφόρου ἐλωβήσαντο . . Ὅτι Κοίντου Σερουιλίου τὸ τρίτον [
5064587 ὑφυδροι
σπογγοκολυμβηταὶ δὲ Λυκοῦργος εἴρηκεν ἐν τῷ κατὰ Μενεσαίχμου . κολυμβηταὶ ὕφυδροι , κολυμβηταὶ δυόμενοι : ὁ γὰρ δύτης εὐτελές ,
. ἀγώνισμα δὲ ἄρα ποιοῦνται συλλαβεῖν αὐτὸν οἱ κολυμβηταὶ οἱ ὕφυδροι : τούτου γὰρ ᾑρημένου καὶ τὴν ἀγέλην αἱροῦσι πᾶσαν
5063448 Κιρραιον
ΦΩΚΕΙΣ . Μετὰ δὲ Λοκρούς εἰσιν Φωκεῖς ἔθνος κατὰ τὸ Κιρραῖον πεδίον , καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δελφοὶ
Κιρραῖονπεδίον ] Κίρρα πόλις τῆς Φωκίδος , παρ ' ἧς Κιρραῖον ὀνομαζόμενον ἱερὸν τοῦ θεοῦ , ἐπάρατον καλούμενον . ἦν
5059209 ψυχομενον
τῷ ψύχει μᾶλλον πήσσεσθαι , ὅπερ καὶ περὶ πᾶν αἷμα ψυχόμενον συμβαίνει . μήποτε οὖν , φησίν , ἐξ ὕδατος
, καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει . τὸ δὲ ἑξῆς * οὕτως * :
5052233 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
5049906 ὑψηλοτατον
ἐπὶ τὴν Κυλλήνην ἀναβαίνοντες , ὄρος δὲ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ὑψηλότατον , καὶ θύοντες τῷ καθωσιωμένῳ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ
ἄλσος Λητῷον : εἶτα Λώρυμα παραλία τραχεῖα , καὶ ὄρος ὑψηλότατον τῶν ταύτῃ Φοῖνιξ : πρόκειται δ ' ἡ Ἐλαιοῦσσα
5048306 βληθηναι
μέλι Ἀττικὸν ἔγχεε εἰς τὸν πυθμένα τοῦ κεραμίου , πρὶν βληθῆναι τὸν οἶνον : διαμένει γὰρ ἐπὶ πλεῖστον χρόνον .
τοῦ κράνους Ἀλέξανδρον καὶ ἰλιγγιάσαντα πεσεῖν , αὖθις δὲ ἀναστάντα βληθῆναι βέλει διὰ τοῦ θώρακος ἐς τὸ στῆθος : Πτολεμαῖος
5044463 ἐπιμαχωτατον
Ἑλλήνων ἐπορεύοντο εὐθὺς πρὸς τοὺς πολεμίους ἐπὶ χωρίον ὃ ἐδόκει ἐπιμαχώτατον εἶναι . ᾠκεῖτο δὲ τοῦτο πρὸ τῆς πόλεως τῆς
μέρος τῆς πόλεως κατασκοπῶν τὸ ταύτῃ τεῖχος , ᾗ τε ἐπιμαχώτατον εἴη ἐς προσβολὴν ᾗ τε ἀπόμαχον καὶ ᾗ δεῖ
5043216 Κωπαϊς
ἡ ἔνυδρις . ἔστι δὲ ἰχθυοφάγον . Γ Κωπαΐδας : Κωπαῒς λίμνη ἐν Βοιωτίᾳ , ἐν ᾗ ἐγχελεῖς πλεῖσται .
καθ ' ἑκάστην πρὸς αὐτῇ κατοικίαν ἐκείνης ἐπώνυμος ἐλέγετο , Κωπαῒς μὲν τῶν Κωπῶν , Ἁλιαρτὶς δὲ Ἁλιάρτου , καὶ
5037541 ἐκβιβασαντες
αὐτὸν εὔνοιαν ἀπήγγειλαν , καὶ τοὺς μετὰ Χειρισόφου πεζοὺς ὀκτακοσίους ἐκβιβάσαντες παρέδωκαν . τούτους δὲ προσεποιοῦντο μὲν οἱ φίλοι τοῦ
ἀποκλίνων καὶ ἐκτρεπόμενος . οἱ δὲ γῆς παῖδες τὸν νοῦν ἐκβιβάσαντες τοῦ λογίζεσθαι καὶ | μεταλλοιώσαντες εἰς τὴν ἄψυχον καὶ
5034558 μεσονυκτιον
ἕξει , οὗ ἐνδοτέρω ἀμήχανον , πάλιν τὸ τῆς τετάρτης μεσονύκτιον εἰς τὴν τῆς ἕκτης εὐθὺς πρωΐαν , ὥστε τὴν
τοσοῦτον οὖν καὶ ὁ ἥλιος ἀφίσταται τοῦ ὁρίζοντος κατὰ τὸ μεσονύκτιον . καὶ παρ ' ἡμῖν δὲ τοσοῦτον τοῦ ὁρίζοντος
5031957 στερφος
ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸ σῶμα . ὅθεν καὶ τὸ κεράμιον στέρφος λέγεται . ἀμφιλαφής : ἀντὶ τοῦ ποικίλος ἢ μέγας
σκέπειν τὸ σῶμα , ἔρεφος , καὶ στέρεφος , καὶ στέρφος . οἱ δὲ παρὰ τὸ στέφειν , ὅ ἐστι
5031242 ἀνυδριαν
. Παραπλήσιον δὲ τὸ συμβαῖνον καὶ ὅταν ἐξαυχμῶσι δι ' ἀνυδρίαν , οὐδὲ γὰρ τότε διαδιδόασιν . Βοήθεια δὲ καὶ
: σπανία δὲ καὶ αὕτη διὰ τὰ καύματα καὶ τὴν ἀνυδρίαν : οὐχ ὕει γὰρ ἀλλ ' ἢ δι '
5030522 ἐκπιπτοντος
, ἐὰν μὲν ὑπὸ ἀδήλων σημαίνεσθαι λέγηται , εἰς ἄπειρον ἐκπίπτοντος τοῦ λόγου ἀκατάληπτα εὑρίσκεται καὶ διὰ τοῦτο ἀνύπαρκτα ,
ἐκπρεπὲς καὶ πηγὰς ἑπτὰ ποταμίου ὕδατος εὐθὺς εἰς τὴν θάλατταν ἐκπίπτοντος , πλατεῖ καὶ βαθεῖ ποταμῷ . Πολύβιος δ '
5023659 Αἰτνη
τοῖς προσαγορευομένοις Σάλπης . . . , : Ἡ δὲ Αἴτνη Σικελίας ὄρος ἐστὶν , ἀπὸ Αἴτνης τῆς Οὐρανοῦ καὶ
κακῷ ἐξελθεῖν που . ὑπερμεγέθη : μέγιστον γὰρ ὄρος ἡ Αἴτνη . ἢ ὅτι διάφοροι κάνθαροι ἐκεῖ εὑρίσκονται . αἰτναῖον
5016741 ηὐλιζοντο
κάππεσε δούπῳ . Κεῖνο μὲν οὖν Κρήτῃ ἐνὶ δὴ κνέφας ηὐλίζοντο ἥρωες : μετὰ δ ' οἵγε νέον φαέθουσαν ἐς
τὰς ἁμάξας , αἳ ἔτι ἐγγὺς ἐλθοῦσαι πρὸς τὰς πύλας ηὐλίζοντο , ὡς φοβούμεναι πολεμίους . Ἃς ἔδει ἐν καιρῷ
5011399 θερμανθεν
ῥίψαντος ἔσχεν , ὥσπερ καὶ τὸ ὕδωρ ὑπὸ τοῦ πυρὸς θερμανθὲν καὶ ἀπελθόντος τοῦ πυρὸς οὐκ αὐτὸ μόνον θερμόν ἐστιν
, ἀλλ ' οὖν παύεται καὶ ψύχεται τὸ σῶμα τὸ θερμανθὲν ἀποστάντος τοῦ πυρός . Εἰ δὲ καὶ οὗτοι ταύτας
5008365 ἐρφος
: Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες
ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ]
5003052 ἀσηπτον
μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ ὑγρῶν μόνων ἐθέλοι καταβαφὴν
οὐ ⌋ σὴς οὐδὲ ⌊ ⌋ κὶς δάμναται , ὡς ἄσηπτον : ἐγγίνεται δ ' οὖν τὰ τοιαῦτα θηρίδια τοῖς
5000381 ψοφειν
τῆς λέξεως διαίρεσιν . διαψαίρειν δὲ τὸ ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν καὶ ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ ,
τὸ , τίς ἔσθ ' ὁ κόψας τὴν θύραν ; ψοφεῖν δὲ , ὅταν ἐξερχόμενός τις αὐτὴν ὑπανοίγοι καὶ ἦχον
4997534 λικνον
† ὑπερεδύοντο ” καὶ τὰ ἑξῆς . κέρνον : τὸ λίκνον , ὅ ἐστι τὸ πτύον . χαίροντα . ἀντὶ
. ἔστι καὶ οὐδέτερον . τὸ ἐθνικὸν Ἀσκλίτης , ὡς λίκνον λικνίτης καὶ ὁπλίτης . Ἄσκρη , πόλις Βοιωτίας ,
4990654 προσελθον
δὴ τὸ ἀπὸ τοῦ πυρετοῦ θερμὸν τὸ ἀπὸ τοῦ φαρμάκου προσελθὸν μανίην ποιέει . Θανάσιμα τρώματα : ἐφ ' ᾧ
ἐστι τὸ μήτε ὑπάρχον μήτε μὴ ὑπάρχον τῷ μὲν ὑπάρχοντι προσελθὸν ἀνυπαρξίαν ποιεῖν , τῷ δὲ ἀνυπάρκτῳ ὕπαρξιν . τὰ
4990014 πεδιον
δειδυῖα . νειὸν Ἄρηος : τὸ ἀρούμενον ὑπὸ τῶν ταύρων πεδίον . ἔθυιεν : ὥρμα , ἐκινεῖτο . ἔνθεν καὶ
τὴν μεγάλην θάλασσαν ὁ Ἰνδὸς ποταμὸς ἀποτέμνεται . καὶ ἔστι πεδίον ἡ πολλὴ αὐτῆς , καὶ τοῦτο , ὡς εἰκάζουσιν
4983603 Τυφλοτερος
ὄρους τοῦ ἐν Βερεκυντίᾳ Καβείρου . . . , : Τυφλότερος ἀσπάλακος : τοῦτο τὸ ζῷον οὐκ ἔχει ὀφθαλμούς :
κακόν τι ἐκείνῳ γίνεται . Γυμνότερος λεβηρίδος : Ἀριστοφάνης φησὶ Τυφλότερος λεβηρίδος . Λεβηρὶς δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα
4975675 ἀνυδρον
ὁδὸν ἐποίησεν ἐν ἀρχαῖς τραχεῖαν καὶ δυσέκβατον καὶ ἀπόκρημνον καὶ ἄνυδρον , τριβόλων τε γέμουσαν , ὅλην ἐπικίνδυνον , τὸ
ὕδατος κατασκεψάμενοι πηγὴν ἀνὰ τῆς Λιβύης τὸ αὐχμηρόν τε καὶ ἄνυδρον , οὐ λάβρον ἀνιεῖσαν ἐκ βάθους τὸ ὕδωρ καὶ
4975085 οἰκοδομημα
ἐστι λουτρὰ ἐπώνυμα αὐτοῦ καὶ θέατρον μέγα κυκλοτερὲς πανταχόθεν καὶ οἰκοδόμημα ἐς ἵππων δρόμους προῆκον καὶ ἐς δύο σταδίων μῆκος
εἰκόνας ἀναθεῖναι μόνων . τοῦ δὲ ἱεροῦ τοῦ Ἀπόλλωνός ἐστιν οἰκοδόμημα ἔμπροσθεν , Ὀρέστου καλούμενον σκηνή . πρὶν γὰρ ἐπὶ
4974572 φωτιζεσθαι
καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον , οὐκ οἶδ ' ὅπως αὐτοῖς φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸς τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον :
σωματικῶν ἡδυπαθειῶν ἀμβλυῶττον καὶ ἐπισκοτιζόμενον διὰ τῆς φιλοσοφίας ἐγείρεσθαι καὶ φωτίζεσθαι πέφυκεν . αὕτη δὲ ἡ περὶ τὴν ψυχὴν ἐνέργεια
4969664 ὑπεραντλον
ἐναυβάρει , δέος παρασχὼν τοῖς συμπλέουσι , μὴ τὸ σκάφος ὑπέραντλον γένηται . κἀγὼ διὰ τοῦτο μετανέστην , ὕψει καὶ
φύσεως , οἶδε καὶ νόσου παῦλαν . ἐὰν δὲ φθάσαν ὑπέραντλον γένηται τὸ σῶμα , δύσεται εἰς τὸ εἱμαρμένον .
4960076 ἐμειναμεν
αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος
νομάδες ἄνθρωποι Λιξῖται βοσκήματ ' ἔνεμον , παρ ' οἷς ἐμείναμεν ἄχρι τινὸς , φίλοι γενόμενοι . Τούτων δὲ καθύπερθεν
4958498 κυλινδεισθαι
, εἰς πολύν τε καὶ ῥυπαρὸν βόρβορον , ἔπειτα ἐάσῃ κυλινδεῖσθαι μετὰ τῶν στεφάνων καὶ τοῦ κροκωτοῦ . τοιούτῳ δεσπότῃ
καταιγίζει πνεῦμα βίαιον καὶ φρικῶδες : φασὶ γοῦν σύρεσθαι καὶ κυλινδεῖσθαι τῶν λίθων ἐνίους , καταφλᾶσθαι δὲ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ
4956385 ἀειν
θεῖον ἀπάνθισμα τῶν ἡρώων . καὶ εἴρηται ἄωτος ἀπὸ τοῦ ἄειν , ὅ ἐστι πνεῖν καὶ ὀδωδέναι . νότῳ τρίτον
: αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος † ἀμερθείς . παρὰ τὸ ἄειν , ὅ ἐστι πνέειν , σημαίνει δὲ τὸ αἰών
4954262 Παταληνην
Καρμανοί . Παταλήνην ὡς τὸ Πριήνην : τινὲς δὲ ὀξυτόνως Παταληνήν φασιν . Παρνησοῖο ] Τὰ κρείττονα τῶν ἀντιγράφων ἢ
Καρμανοί . Παταλήνην ὡς τὸ Πριήνην : τινὲς δὲ ὀξυτόνως Παταληνήν φασιν . Παρνησοῖο ] Τὰ κρείττονα τῶν ἀντιγράφων ἢ
4951515 Κολχικον
ἐν χρονικῶν τρίτῃ Ἀμαξιτηνούς φησιν . Ἀμαραντοί , ὀξυτόνως , Κολχικὸν ἔθνος , ἀφ ' ὧν ὁ Φᾶσις ῥεῖ ,
ἑλλέβοροϲ , ἀγαρικὸν τὸ μέλαν , ἐφήμερον , ὃ ἔνιοι Κολχικὸν καλοῦϲι διὰ τὸ ἐν Κολχίδι φύεϲθαι , ἐρνωδῶν δὲ
4949987 ἐπλεομεν
ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ πάλιν ὁμοίως καθέντες τὴν ναῦν ἐπλέομεν διὰ καθαροῦ καὶ διαυγοῦς ὕδατος , ἄχρι δὴ ἐπέστημεν
' ἀνάγκῃ καὶ τοῦτο ἐγίγνετο . Ἐν ᾧ μὲν γὰρ ἐπλέομεν , ἀστέγαστον ἦν τὸ πλοῖον , εἰς ὃ δὲ
4946300 Κοπτον
τῆς Ἰνδικῆς εἰς Μυὸς ὅρμον : εἶθ ' ὑπέρθεσις εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καμήλοις ἐν διώρυγι τοῦ Νείλου κειμένην :
ἰατρόν , τούτους μὲν ἀνεῖλεν , αὐτὴν δὲ ἐξέπεμψεν εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καὶ τὴν οἰκείαν ἀδελφὴν Ἀρσινόην ἔγημε καὶ
4941902 ὁμιχλης
ὅτι ὅσαι βλάπτεσθαι εἰώθασιν ἄμπελοι ὑπὸ ἀνέμων τοιούτων , ἢ ὁμίχλης , ἢ ἐρυσίβης , δένδροις ἐπιτεθεῖσαι οὐ βλαβήσονται ,
ταῖς ἐκλείψεσιν , ἀλλ ' ἄλλον τινὰ τρόπον καινότατον ὥσπερ ὁμίχλης τινὸς ἢ νέφους ἀχλυώδους καὶ σκοτεινοῦ ὑποτρέχοντος αὐτὸν καὶ
4936406 μεμετρημενον
ὄντιἢ ἐν μεμετρημένῳ : ἀλλ ' οὐχ οἷόν τε τὸ μεμετρημένον ἀμετρίαν ἔχειν καθ ' ὃ μεμέτρηται . Καὶ οὖν
ἀκρίτοις καὶ ἀφειδέσι μεγαλοδωρίαις ἐντρυφᾶν τὴν ἐς τὸ σωφρονέστερον καὶ μεμετρημένον διὰ σπάνιν χρημάτων μεταβολὴν οὐ φειδὼ σώφρονα οὐδὲ σύμμετρον
4936275 σπηλαιον
πεδίου τὸ ὄρος ἐστὶν ἡ Ὀστρακίνα , ἐν δὲ αὐτῷ σπήλαιον , ἔνθα ᾤκησεν Ἀλκιμέδων , ἀνὴρ τῶν καλουμένων ἡρώων
τειχέων , ὡς τοῦ σηκοῦ πλησίον τοῦ τείχους ὄντος : σπήλαιον : μέλανα σκοτεινόν : ὁ Τειρεσίας : ἐκέλευσεν :
4925168 λαταγη
ἐστι παιδιά , ταύτην πρώτων εὑρόντων Σικελῶν . καὶ ἡ λατάγη δὲ Σικελικόν ἐστιν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶ
περὶ Ἀλκαίου καὶ τὴν λατάγην φησὶν εἶναι Σικελικὸν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶν τὸ ὑπολειπόμενον ἀπὸ τοῦ ἐκποθέντος ποτηρίου
4924650 κοπτομεν
. . . . . δειπνήσαντες οὖν ἤδη συσκοτάζοντος ἐλθόντες κόπτομεν τὴν θύραν . οἳ δ ' ἡμᾶς ἐκέλευον εἰσιέναι
μετὰ χόνδρου ἄλικοϲ ἢ μάζηϲ ἀλφίτων : τὸ δὲ λεπτὸν κόπτομεν καὶ ϲήθομεν ἀκριβῶϲ , κἄπειτα ϲὺν μέλιτι κατέφθῳ ϲτερεωτάτῳ
4920972 ἀναπεπταμενον
̈ , . Βόηθος δὲ πρὸς τὴν φαντασίαν δέχεται τὸ ἀναπεπταμένον , οὐ κατὰ τὴν ὑπόστασιν . ̈ , .
ἐθελήσωσιν αἰφνιδίους ἐπιθέσεις . αἱ δ ' εὐρυχωρίαι καὶ τὸ ἀναπεπταμένον καὶ τὸ ἀνειμένον πάντῃ , μηδενὸς τὰς ὄψεις ἐμποδίζοντος
4920566 οὐροδοχον
Μεθόδιος , . . . + . Ἀμίς : τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον : Ἀριστοφάνης : εἶτ ' ᾔτησεν ἀμίδα .
σπουδαίως , αὐτοῦ . . . . ἀμίς : τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον : παρὰ τὸ ὀμιχῶ , τὸ οὐρῶ .
4918970 σφοδροτατου
: ἐπλεύσαμεν ἐλάτῃ Ζεφύρου πνεύσαντος ἄνωθεν ἐξ αἰθέρος διὰ τοῦ σφοδροτάτου πελάγους τῆς Σικελίας περὶ τὸ στενὸν , ὅ ἐστι
μὴ μόνον ὀξὺ πάθος ᾖ , ἀλλὰ καὶ μετὰ πυρετοῦ σφοδροτάτου , εὐλαβητέον ἐστὶ τὴν δόσιν τοῦ καθαίροντος φαρμάκου ,
4909359 τυφλωθηναι
πυρετοῦ ἐπιγενομένου , λύσις : εἰ δὲ μὴ , κίνδυνος τυφλωθῆναι , ἢ ἀπολέσθαι , ἢ ἀμφότερα . Οἷσιν ὀφθαλμιῶσι
ὀφθαλμούς : φησὶ δ ' αὐτὸ Στησίμβροτος ὑπὸ τῆς Γῆς τυφλωθῆναι διὰ τὸ φθείρειν τοὺς καρπούς . . . ,
4905908 στενοχωρειται
στενοχωρίαν ἐν τῇ παρόδῳ τῶν σιτίων . πῶς οὖν οὐ στενοχωρεῖται καταπινόντων ; πῶς δ ' ἄλλως ἢ κατασπωμένου μὲν
γαστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι ἔστι μὲν ἐκδέξασθαι καὶ τὸ στενοχωρεῖται ὥστε καταστρέφειν εἰς τὸ βαρύνεται : βέλτιον δὲ παρεμπεπτωκέναι
4899419 ἰεσθαι
διὰ τοῦ ἕως ταύτης ἡμᾶς κατακεκρῖσθαι . ἡ διὰ τὸ ἴεσθαι ἡμᾶς ἐν ταύτῃ . Ἐπηγκενίδες . αἱ πλατεῖαι σανίδες
ταύτης πάσης κινήσεως : διὸ καὶ Ἰαπετὸν κληθῆναι παρὰ τὸ ἴεσθαι καὶ πέτεσθαι , ὑπὸ τῶν θεολόγων . Τούτου δὲ
4898985 ἐκπυρουσθαι
ἀπογεοῦσθαι τὸν κόσμον εἶπεν , ὥστ ' εἰκὸς ἦν μηδὲ ἐκπυροῦσθαι φάναι . Χρὴ μέντοι καὶ τὴν ἐνυπάρχουσαν ἰσονομίαν τῷ
ἐφ ' ἡμῶν γίνεται , φασίν . ἄρχεται μὲν γὰρ ἐκπυροῦσθαι τὸ πνεῦμα καὶ ἐκκαίεσθαι , οὐ γὰρ δὴ σήπεσθαι
4891345 νηχεσθαι
πλωίδες δὲ ὄρνιθες καλοῦνται διὰ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτὰς νήχεσθαι τῆς Ἀρκαδίας , ἃς Ἡρακλῆς ἀπεδίωξεν . Στύμφηλος δὲ
. ῥητέον τοίνυν νεῖν διανεῖν , παρανεῖν καὶ παρανέοντες , νήχεσθαι παρανήχεσθαι διανήχεσθαι , διακολυμβᾶν κατακολυμβᾶν , ἐπικυματίζειν , ἐπιπολάζειν
4890512 περιτειχισμα
τῆς μάχης . ἡνίκα δὲ ἐθεάσατο ἤδη μέλλοντας ἐναποκλείειν τὸ περιτείχισμα , τοῦτον ἔφη τὸν καιρὸν εἶναι , ὡς κατὰ
αὐτῆς πεζῇ κατὰ χαράδραν τινά , ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ περιτείχισμα , διαλαθὼν ἐσέρχεται ἐς τὴν Μυτιλήνην , καὶ ἔλεγε
4886485 φορμηδον
, λέγει ἐν τῷ μέσῳ τό , ἐπεγένετο γὰρ νύξ φορμηδόν : ὡς ἐάν τις πλέξῃ φορμούς , τοὺς καλουμένους
μέρει τινί αἵρεσιν : πόρθησιν . Κιθαιρῶνος : ὄρος Βοιωτίας φορμηδόν : ψιαθηδόν : φορμὸς γὰρ ὁ ψίαθος ὅστις ἐναλλὰξ
4885664 Ἀργαιος
πατὴρ ἦν Ἀέροπος , τοῦ δὲ Φίλιππος , Φιλίππου δὲ Ἀργαῖος , τοῦ δὲ Περδίκκης ὁ κτησάμενος τὴν ἀρχήν .
ναυμαχίαν . ἀνέκειτο δὲ εἰς τὸν παρθενῶνα τῆς Ἀθηνᾶς . Ἀργαῖος : Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Ἀριστοκράτους . περὶ
4881685 ἐξελκοντες
τοὺς ἐς τὸ Ἀρτεμίσιον καταφυγόντας , συμπλεκομένους τοῖς ἀγάλμασιν , ἐξέλκοντες ἔκτεινον . Περγαμηνοὶ τοὺς ἐς τὸ Ἀσκληπιεῖον συμφυγόντας ,
τῶν κάτω διαιρέσεων , οὐκέτι μὲν ἀποκόπτοντες τὸν κιρσόν , ἐξέλκοντες δὲ μόνον , κἄπειτα ἐπὶ τὴν τρίτην τε καὶ
4880612 τηγανον
, τέκω , τέκανον : ἀποβολῆ τοῦ α τέκνον . τήγανον , παρὰ τὸ τήκω τήκανον : καὶ τροπῆ τοῦ
: Τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ , τὴν λοπάδα τήγανον προσαγορεύων . : Ἡγήσανδρος δὲ ὁ Δελφὸς , τρίγλην
4877724 ἀφανιζεσθαι
] τῶν ἐσθλῶν κάτοχ ' ] κεκρατημένα . ἀμαυροῦσθαι ] ἀφανίζεσθαι . σκότῳ ] ἐν . θυμόμαντις ] ἤγουν οὐ
' ἐμπεσόντας ἂν αὐτόθι κρυφθῆναι , ὥσπερ τὸν Εὐφράτην προϊόντα ἀφανίζεσθαι λόγος . νῦν δ ' ὥσπερ τῶν πυραμίδων τὰς
4874754 Ἰθωμης
, καθὸ τῆς τε πόλεως μεταξὺ ἦν καὶ ἄκρας τῆς Ἰθώμης . ὡς δὲ ἡμέρα τε ἐπέσχε καὶ ἤδη τοῖς
ἄρχειν ὀκνοῦντες μάχης . ἔτει δὲ ἕκτῳ μετὰ τὸν ἐξ Ἰθώμης Λυκίσκου δρασμὸν οἱ Λακεδαιμόνιοιτὰ γὰρ ἱερὰ ἐγίνετο αὐτοῖς αἴσια
4873687 ἐπιλαμποντος
, οἷον ἡλίου [ ὄντος ] ἐν ἐπιφανείᾳ τῶν σωμάτων ἐπιλάμποντος , τοῦ μεταξὺ ὄντος κενοῦ καὶ νῦν κατὰ συμβεβηκός
ἀνάπλεα πάντα διὰ πάντων , ἡλίου μὲν ἕωθεν εἰς ἑσπέραν ἐπιλάμποντος , σελήνης δὲ ἀφ ' ἑσπέρας ἄχρι τῆς ἕω
4868531 στιλβον
ἔχων , κροτάφους δασεῖς , ὄμμα λι - παρὸν καὶ στίλβον καὶ ἀμαρύσσον . ὁ τοιοῦτος φιλόκυβος , φιλορχηστής ,
ὑγρὸν τὸ πρῶτόν ἐστι τῆς ὄψεως ὄργανον , λευκὸν καὶ στίλβον καὶ λαμπρὸν καὶ καθαρὸν γενόμενον : μόνως γὰρ οὕτως
4868053 κοπεισας
χρόνον καθαίρεται : ἀνάγκη γὰρ τὰς σάρκας τὰς φλασθείσας καὶ κοπείσας πῦον γενομένας ἐκτακῆναι . Τὰ δὲ βέλεα τὰ προμήκεα
γὰρ φλεγμαίνει : καὶ ἀνάγκη τὰς σάρκας τὰς φλασθείσας καὶ κοπείσας σαπείσας καὶ πῦον γενομένας ἐκτακῆναι , ἔπειτα βλαστάνειν νέας
4867326 ψυχροτατον
, ὅτι ἴσως οὐκ ἠκριβολογήσατο ἐνταῦθα Ἱππο - κράτης , ψυχρότατον βρῶμα εἰπὼν τὴν φακήν . ἤρκει γὰρ εἰπεῖν ψυχράν
ψυχρὸν τὸ ὕδωρ γευσαμένῳ τε καὶ ἔτι μᾶλλον ἁψαμένῳ οἷον ψυχρότατον : ἐγκλίναντος δὲ τοῦ ἡλίου ἐς ἑσπέραν θερμότερον ,
4863130 καχλαζειν
, τὸ δὲ παφλάζω ἐπὶ τοῦ πυρός . καχλάζοντα : καχλάζειν κυρίως τὸ κῦμα λέγεται τὸ ἐπὶ τοὺς κάχληκας φερόμενον
εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ ἤχου λεβήτων θερμὸν ἀναζέοντος
4860273 συρεσθαι
κατακλυσμοῦ : ἀσυρία δὲ ἐκ τοῦ ἐναντίου διὰ τὸ μὴ σύρεσθαι . σπόγγος , εἰ μὲν διὰ τὸ π παρὰ
ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχοντα παρέχειν ἑαυτὸν ἕλκεσθαι καὶ σύρεσθαι καθάπερ ὑπὸ κλοιῷ τινι χρυσῷ τὸν αὐχένα δεθέντα ;
4859692 Κασιον
κγʹ τοῦ Ξανθικοῦ μηνὸς ἦλθε θυσιάσαι εἰς τὸ ὄρος τὸ Κάσιον Διὶ Κασίῳ : καὶ πληρώσας τὴν θυσίαν καὶ κόψας
Ἄμμωνος καὶ τῆς Αἰγύπτου ῥηθεῖσιν , ὅτι δοκοίη καὶ τὸ Κάσιον ὄρος περικλύζεσθαι θαλάττῃ καὶ πάντα τὸν τόπον , ὅπου
4859501 Κλειτους
λεγόμενα ἐν τῷ Κριτίᾳ διαρρήδην ἱστόρηται . Ποσειδῶνος δὲ καὶ Κλειτοῦς οὗτοι , ὧν ὁ πρῶτος , ὡς ὁ Πρόκλος
. ἄληθες ὦ παῖ : ὅτι δὲ λαχανοπώλιδος υἱὸς ἦν Κλειτοῦς ὁ Εὐριπίδης , ἄληθες ὦ παῖ τῆς θαλασσίας θεοῦ
4856444 εἱλησιν
ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ , ] τὴν εἵλησιν . αἱ δὲ αὖραι διακινοῦσι τὴν πλεκτάνην τοῦ καπνοῦ
τὸ χαλῶ , καὶ συγκοπῇ , χλῶ . τὸ κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος
4850257 πηγμα
μανικῶς κινεῖται . Ὀκνεῖ . εὐλαβῶς ἔχει . Ὀκρίβας . πῆγμα τὸ ἐν τῷ θεάτρῳ τιθέμενον , ἐφ ' οὗ
τῶν προτετελεσμένων ἔργων αἵ τε διαιρέσεις τῶν μοχλῶν καὶ τὸ πῆγμα τῆς σχεδίας ἐτηρεῖτο καὶ τῶν ἐντιθεμένων πετρῶν ἠσφαλίζετο τὸ
4835714 ἐπιμαχον
δὲ Μήλης κατὰ τὸ ἄλλο τεῖχος περιενείκας , τῇ ἦν ἐπίμαχον [ τὸ χωρίον ] τῆς ἀκροπόλιος , κατηλόγησε τοῦτο
τῶν ταύτῃ φυλάκων ἐτάξαντο παρὰ πᾶν ὡς ἀμυνούμενοι ᾗπερ ἦν ἐπίμαχον . καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπισπόμενοι περίοδον μὲν αὐτῶν καὶ
4832749 ἰνδικον
τοὺϲ πτίλουϲ καὶ τὰ περιβεβρωμένα βλέφαρα ἀμόργη ἡψημένη , λύκιον ἰνδικόν , ἀρμένιον , ᾧ χρῶνται οἱ ζωγράφοι : ϲὺν
. Ξυλάλοχον , οἱ δὲ ξυλαλόην φασί , ξύλον ἐστὶν ἰνδικόν , ἡδύπνοόν τε καὶ εὐωδέστατον , ὃ διαμασώμενον πρὸς
4831838 ἀπογαλακτιζειν
μετὰ τὸ παύϲαϲθαι τὴν νόϲον ἀναλαβεῖν τὸ ϲωμάτιον καὶ οὕτωϲ ἀπογαλακτίζειν . Δίαιτα μετὰ τὸν ἀπογαλακτιϲμὸν τῶν νηπίων καὶ τῶν
. οὐ προσεκτέον δὲ Μνησιθέῳ τε καὶ Ἀριστάνακτι βράδιον ἀξιοῦσιν ἀπογαλακτίζειν ἓξ μησὶ τὸ θῆλυ διὰ τὸ ἀσθενέστερον ὑπάρχειν :
4828225 ἐσκεδασμενων
αὐτὸς ἠναγκάσθη πρότερος ἄρχειν λόγων διαλλακτηρίων διὰ τοιαύτην αἰτίαν : ἐσκεδασμένων ἀνὰ τὴν χώραν τῶν στρατιωτῶν καὶ τὰς ἀγομένας εἰς
παραγενόμενος ἵππον ἔχων , οὗτος δὲ ὅπλα . ἀνεχώρει οὖν ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνθρώπων οὗτός τε ἅμα καὶ Λάχης :
4826185 ἀσεληνου
περὶ τὴν κατὰ τὴν ἀκρόπολιν φυλακὴν εὑρών , ὥρμησε νυκτὸς ἀσελήνου καὶ χειμερίου πρὸς τοὺς ἀνωτάτω τόπους . πολλὰ δὲ
τὸν ἐπίπλουν ταῖς πολεμίαις ναυσὶ ποιήσασθαι , αὐτὸς δ ' ἀσελήνου τῆς νυκτὸς οὔσης περιήγαγε τὴν δύναμιν , καὶ περιελθὼν
4823610 κλεψυδρα
, ὅτι ⌈ οὐρεῖ [ οὔρει Γ ] ὡς ἡ κλεψύδρα . ἀμὶς γὰρ αὐτῷ ⌈ παράκειται Γ [ παρέκειτο
μέχρις ἂν καὶ τὸ ὕδωρ ἐκχυθῇ . ἐκ τούτου οὖν κλεψύδρα τὸ δικαστήριον εἴρηται . περὶ τὴν κλεψύδραν ] περὶ
4818651 πομπιλον
ἰχθύος φερόμενος εἴρηκε ἱερὸν ἰχθύν , καθάπερ τινὲς ἀποδεδώκασι τὸν πομπίλον , οἱ δὲ τὸν κάλλιχθυν : ἀλλὰ κοινότερον τὸν
πελάγους προπέμπειν τὰς ναῦς ἕως εἰς λιμένα : διὸ καὶ πομπίλον καλεῖσθαι , χρύσοφρυν ὄντα . καὶ Ἐρατοσθένης δ '
4817085 ΒΕΛ
ὀρθὴ ἡ ὑπὸ ΕΛΒ . δοθὲν ἄρα ἔσται καὶ τὸ ΒΕΛ τρίγωνον . καὶ ἐπεὶ τῆς ὑπὸ τῶν ΒΕ ,
αὐτῆς περιφέρεια τοιούτων ι λ , οἵων ὁ περὶ τὸ ΒΕΛ ὀρθογώνιον κύκλος τξ : ὥστε καὶ ἡ ὑπὸ ΕΒΖ
4816929 χωρουν
δεῖ πλείω λέγειν : κινεῖται γὰρ ἤδη τὸ βάρβαρον στράτευμα χωροῦν ἐφ ' ἡμᾶς . ἀλλ ' ἄπιτε καὶ καθίστασθε
τὸν τόπον εἶναι σῶμα : ἔσται γὰρ σῶμα διὰ σώματος χωροῦν , εἰ τὰ κινούμενα ἐν τόπῳ κινεῖται . ἀλλὰ
4816839 σωματωδες
ἄνθρακες δὲ ὅλως οὐ γίνονται διὰ τὸ μὴ ἔχειν τὸ σωματῶδες . Τέμνουσι δὲ καὶ ζητοῦσι εἰς τὰς ἀνθρακιὰς τὰ
, τοῖς δὲ τελείοις μέγα . καὶ μέντοι καὶ τὸ σωματῶδες τῆς σκίλλης κόψας , λειώσας , μετὰ μέλιτος δίδωμι
4814562 καθαρωτατον
πανσέληνος αὐτὴ πάντων ἐσόπτρων ὁμαλότητι καὶ στιλπνότητι κάλλιστόν ἐστι καὶ καθαρώτατον . ὥσπερ οὖν τὴν ἶριν οἴεσθε ὑμεῖς ἀνακλωμένης ἐπὶ
πάνδημος Πολέμωνος ἐκπεσόντες τῆς ψυχῆς ἠμελήθησαν , ὁ δὲ τὸ καθαρώτατον τῆς φιλοσοφίας ἀντιλαβὼν εἰς τοσοῦτον τῷ πόθῳ προὔκοψεν ὥστε

Back