θλίβοντος ἢ καὶ ἀθρόως προϊόντος . καὶ παρὰ τὸ μὴ καταφέρεσθαι τὸ αἷμα διὰ τῆς μήτρας εἰς τὸ χόριον ,
! ! ! ! ! ! ] πάλιν ? ? καταφέρεσθαι , [ μὴ ] δυναμένην ? ? ? ?
7093618 πνειν
τερπνῷ , ψυχαγωγίας γέμοντι καὶ ῥᾳστώνης , ἔνθα μετρίας τε πνεῖν αὔρας εἰκὸς καὶ πηγὰς καθαρὰς καὶ διαφανῆ νάματα ῥεῖν
. . Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος ἀρχή : ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν καὶ ἐνίοτε χειμών . . ιδ : Αἰγυπτίοις καὶ
7018481 ὀμβρους
ὑδρεῖα , χειμῶνος δ ' ἐπιλείπειν : πίπτειν δὲ τοὺς ὄμβρους ἐν τοῖς ἄνω μέρεσι τοῖς προσαρκτίοις καὶ ἐγγὺς τῶν
διὰ τὴν λεπτομέρειαν διακρινόμενον νέφη τε συνιστάνειν ὁμιχλούμενον καὶ καταστάζειν ὄμβρους ὑπὸ πιλήσεως καὶ διατμίζειν τὰ πνεύματα . γράφει γὰρ
6874684 ἀφανιζεσθαι
] τῶν ἐσθλῶν κάτοχ ' ] κεκρατημένα . ἀμαυροῦσθαι ] ἀφανίζεσθαι . σκότῳ ] ἐν . θυμόμαντις ] ἤγουν οὐ
' ἐμπεσόντας ἂν αὐτόθι κρυφθῆναι , ὥσπερ τὸν Εὐφράτην προϊόντα ἀφανίζεσθαι λόγος . νῦν δ ' ὥσπερ τῶν πυραμίδων τὰς
6837245 Νειλον
, εἴ τις φαίνοιτο , οἱ μηνύσειαν , ἀνέπλει τὸν Νεῖλον καὶ τὰς πόλεις διηρεύνα καὶ ἐνενόει μέχρις Αἰθιοπίας ἐλθεῖν
ἔθνεσι τούτοις , ταῦτα δ ' ἐστὶ τὰ περὶ τὸν Νεῖλον , ἐκθετέον : μετὰ δὲ ταῦτα τὴν Λιβύην ἔπιμεν
6812453 χαλαζαν
τοῖς πρὸς βορρᾶν ἐστραμμένοις μέρεσι τῆς Ἰνδικῆς ὡρισμένοις καιροῖς καὶ χάλαζαν ἄπιστον τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος καταράττειν , καὶ
ὀλιγάκις καὶ ὅταν ἧττον ᾖ ψῦχος . εἶναι δὲ τὴν χάλαζαν τοῦ καταφερομένου πῆξιν ἐκ τῶν νεφῶν ὕδατος . ἐκ
6613191 πληρουσθαι
καὶ ὠμὰ κενωθὲν τὸ σῶμα : τῷ γὰρ κενῷ ἑτοιμότατον πληροῦσθαι . διὰ ταῦτα ἐπὶ ταῖς κενώσεσι μετριάζειν συμφέρει ,
τῆς κατὰ γῆν ἀπαναλώσεως γινομένης ἐν τοῖς κατὰ βάθος τόποις πληροῦσθαι τὴν κατὰ φύσιν αὐτοῦ ῥύσιν ἀνεμποδίστως . . .
6603973 ῥειν
ἐστιν ὅτε τοσοῦτον ὑπερβλύζει ὥστε καὶ ποταμηδὸν φέρεσθαι , καὶ ῥεῖν ὡς ὕδωρ μετὰ τῆς ἀναδιδομένης πυρώδους ὕλης . ἔστι
διὰ τοῦτο ὑγρότερον : διὸ τῆς ὑγρότητος πλεοναζούσης ἕπεται μᾶλλον ῥεῖν καὶ τὸν ποταμόν . μήποτε δὲ καὶ τρία εἴη
6492132 ὁμιχλης
ὅτι ὅσαι βλάπτεσθαι εἰώθασιν ἄμπελοι ὑπὸ ἀνέμων τοιούτων , ἢ ὁμίχλης , ἢ ἐρυσίβης , δένδροις ἐπιτεθεῖσαι οὐ βλαβήσονται ,
ταῖς ἐκλείψεσιν , ἀλλ ' ἄλλον τινὰ τρόπον καινότατον ὥσπερ ὁμίχλης τινὸς ἢ νέφους ἀχλυώδους καὶ σκοτεινοῦ ὑποτρέχοντος αὐτὸν καὶ
6490324 ἀνηλιον
. Πρῶτον μὲν γὰρ οὐ καθάπερ παρ ' ἡμῖν φῶς ἀνήλιον ἕωθεν ὁρῶμεν ἐπὶ χρόνον οὐκ ὀλίγον , εἶτα τὴν
πάθος , οἷον ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τόπον ἀλαμπῆ καὶ ἀνήλιον : συμβαίνει γὰρ μηδὲν ὁρᾶν διὰ τὴν ὑποῦσαν κίνησιν
6463570 βορειους
τὴν βλάστησιν : δι ' ὃ τούς τε ὄμβρους συμφέρει βορείους μὴ νοτίους εἶναι καὶ πλῆθος χιόνος ὅπως τηκομένη κατὰ
μεσημβρινωτέρων ἡμῶν ὄντων πάντας οὕτω καλέσας , ὥσπερ καὶ τοὺς βορείους πάντας διὰ τῶν Ἑλλήνων ἐσήμηνε : βράδιον δὲ φαίνει
6396748 σεισμον
μετοπωρίζοντος ἢ μετοπώρου ἐαρίζοντος : ἤδη δὲ καὶ κλόνον καὶ σεισμὸν γῆς ἐκ τῶν κατ ' οὐρανὸν κινήσεων στοχασμῷ προεσήμηνάν
τὰ ὄμματα τύχης φερόντων τὴν παραμυθίαν . κακὸν δὲ ἕτερον σεισμὸν ἐπενεγκὸν τῇ τέχνῃ , φυγὴ μὲν ἀπὸ τῆς τῶν
6378779 διακοπτειν
κατὰ σκηνὴν ἐμβαλεῖν εἰς τὰ σιτία πόαν τινὰ φαρμακώδη δυναμένην διακόπτειν τὰς κοιλίας καὶ διακαθαίρειν . γενομένου δὲ τούτου οἱ
τὰ τοῦ αἰδοίου πτερυγώματα διαστῆλαι τοῖς δακτύλοις , ἔπειτα σμιλίῳ διακόπτειν τὸ ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ
6372079 ἀνεχειν
. σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἀναχώρησιν . καὶ ἀνοκωχεύειν τὸ ἀνέχειν . ἀνταίρεταί σοι ὅπλα : Ξενοφῶν Κύρου Παιδείᾳς [
δρᾶν ἐν αὐτῇ , πάντων δὲ μικρῶν καὶ μεγάλων ἔργων ἀνέχειν διείρηται , συγκομίζειν οὐ δυναμένοις τότε τὰ ἐπιτήδεια πρὸ
6260783 ταπεινουσθαι
ἐν ταύτηι ποιεῖσθαι : διόπερ ἀπὸ τούτων τῶν χρόνων ἤρξατο ταπεινοῦσθαι μὲν τὰ περὶ τὰς Θήβας , αὔξεσθαι δὲ τὰ
γὰρ ἐν τοῖς καύμασιν αὔξεσθαι , κατὰ τὸν χειμῶνα δὲ ταπεινοῦσθαι διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν . ῥητέον οὖν καὶ πρὸς
6251231 Αἰθιοπιαν
χειμάζειν . Οὐδὲν οὖν εἶναι παράδοξον εἰ καὶ κατὰ τὴν Αἰθιοπίαν τὴν κειμένην ὑπὲρ Αἰγύπτου συνεχεῖς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὄμβροι
φάναι , ταῖς ἀρκτικαῖς , θερμαῖς δὲ ταῖς κατὰ τὴν Αἰθιοπίαν καὶ Ἰνδίαν καί , συνελόντι φάναι , ταῖς μεσημβριναῖς
6242878 ἀναδιδωσι
τὰ μὲν κυδώνια στρυφνοτέρους , τὰ δὲ στρουθία χυμοὺς ἐλάττους ἀναδίδωσι καὶ στρυφνοτέρους ἧττον πέττεσθαί τε μᾶλλον δύναται . Γλαυκίδης
τὴν διέξοδον διότι ταχεῖαν ποιεῖται . χυμὸν δ ' ἁλυκὸν ἀναδίδωσι , διότι τὸ μὲν νιτρῶδες ἀπεδείχθη τὰ σῦκα ἔχοντα
6238151 ῥεειν
: ἔνθα πρὶν ἱερὸν ἦν Κρόνου . διὰ τὸ πλησίον ῥέειν τῆς Πίσης . μεγαλόῤῥουν . * Κρητικόν . Ἴδη
. Πιάδες γὰρ αἱ αὐτοῦ γραμμαὶ λέγονται . Παρὰ τὸ ῥέειν τὴν αὐτοῦ γραμμὴν κάτω . Παρὰ τὸ κεῖσθαι αὐτῷ
6224006 κατερχομενον
ἐστι καὶ θερμότερον καὶ ἡ κράσις τότε θερμὴ καθέστηκε , κατερχόμενον ἐκ τῶν μορίων τὸ σπέρμα ἀραιοῖ τὴν ἐπιδερματίδα αὐτῶν
δὲ ἡμεῖς ὅτι τὸ ἐγχώριον σπέρμα τῆς κεφαλῆς ἐστι τὸ κατερχόμενον καὶ ἀραιοῦν τὸ δέρμα τῇ παρόδῳ τῆς κάτω γένυος
6204256 πρηστηρων
πιμπράμενον καὶ ἀνοιδαῖνον πρηστὴρ ὀνομάζεται , τὸ δὲ ἐν μέσῳ πρηστήρων τε καὶ φάρυγγος ἀγκτήρ . ἀφ ' οὗ τὸ
ἕω ὀφθῆναι ὕδωρ ἄνω ἀναφυσώμενον τῆς θαλάσσης οἷά περ ἐκ πρηστήρων βίᾳ ἀναφερόμενον , ἐκπλαγέντας δὲ σφᾶς πυνθάνεσθαι τῶν κατηγεομένων
6203257 νεφων
γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ ἐς αὑτὴν ἄλλα ἐπαγομένη τῶν νεφῶν ὑετὸν τοῖς Ἀρκάσιν ἐς τὴν γῆν κατιέναι ποιεῖ .
τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες διικνούμεναι φῶς πέμπουσιν , ὥσπερ διὰ τῶν νεφῶν παχυτέρων τῆς σελήνης ὄντων . Ὁ οὖν Ποσειδώνιός φησιν
6184130 χιονα
μηχανώμεθα , τὸ καλὸν δὲ χρῶμα δευσοποιῷ χρώζομεν . καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν
μέλλον προεγνωκέναι . ἴσασι γοῦν καὶ χειμῶνα μέλλοντα , καὶ χιόνα ἐσομένην προμηθέστατα ἐφυλάξαντο . καὶ τοῦ καταληφθῆναι δέει ἀποδιδράσκουσιν
6182400 λευκαινεσθαι
ἀπεφαίνετο τὴν εἱμαρμένην . . , . . ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου . . . , , .
ἐφεξῆς αἱ κινήσεις , ἐπεὶ πῶς ἂν εἴη πέρας τοῦ λευκαίνεσθαι καὶ μελαίνεσθαι ἓν καὶ ταὐτό ; οὔτε γὰρ τὸ
6168917 Βορεαν
εἰς Ζέφυρον , ὁ δὲ Ζέφυρος ἔτι μᾶλλον λεπτυνόμενος εἰς Βορέαν ἀποκαθαίρεται : διὸ καὶ λέγει ὦρσε δ ' ἐπὶ
θάλασσαν ἐπιρρεῖν ἕως εἰς τὴν Λιβύην ἐστραμμένην τε εἶναι πρὸς Βορέαν τε καὶ Ἄρκτους , καὶ τὸν μὲν ἄλλον χρόνον
6155953 δυεσθαι
συμμύειν ἀλλὰ καὶ τὸν καυλὸν ὁτὲ μὲν ἀναβαίνειν ὁτὲ δὲ δύεσθαι καὶ καταβαίνειν ἀπὸ δυσμῶν μέχρι μέσων νυκτῶν , ὡσαύτως
ἀλλὰ τὰ μὲν πρῶτα σημεῖα [ τῆς φυλακῆς ] φησι δύεσθαι , τὰς δὲ Πλειάδας ἀνατέλλειν . πῶς γὰρ ἂν
6152516 στενου
φρενῶ : ἑνὸς , ἑνῶ : ξένου , ξενῶ : στενοῦ , στενῶ τὸ περισπώμενον , οὗ τὸ δεύτερον στενοῖς
γὰρ τὸ μὴ κατ ' αὐχένα εἶναι διαβατὴν μηδὲ ἀπὸ στενοῦ τινος ὡρμῆσθαι , ἀλλ ' ἐπὶ μήκους παρατείνουσαν τὴν
6145140 καταφερομενον
αἱ βλένναι γλίϲχραι τε καὶ παχεῖαι . τὸ δὲ ὑπόλοιπον καταφερόμενον ἐκκενοῦται διὰ τῶν μυκτήρων . ϲυνεργοῦμεν δὲ ταῖϲ διὰ
οὗτος μέτριος εἴη . περὶ δὲ τὴν ἀκμὴν ἤν τε καταφερόμενον τὸν ἄῤῥωστον ἢ παραπαίοντα ἢ ἀλύοντα βλέπῃς ἢ τοῦ
6139198 σχιζεσθαι
τῶν Ῥιπαίων ὀρῶν : γενόμενον δὲ μεταξὺ Σκυθῶν καὶ Θρᾳκῶν σχίζεσθαι , καὶ τὸ μὲν εἰς τὴν καθ ' ἡμᾶς
καὶ γὰρ συνέρχεται αὐτόματος : φασὶ δὲ καὶ τὴν ἄπιον σχίζεσθαι : περὶ μὲν οὖν τούτων σκεπτέον . Ἡ δὲ
6137127 ἀρκτουρου
, προσαγορευόμενον Μυτιστράτιον : πλησίον δὲ εἶναι τὴν ἀπὸ μὲν ἀρκτούρου μέχρι πλειάδος ἀναβάλλουσαν οὐδενὸς χεῖρον τῶν ἄλλων ὑδάτων ,
ἀκρόνυχοι ὅταν ἅμα δυομένῳ ἀνατέλλῃ . Αἱ μὲν οὖν τοῦ ἀρκτούρου λεγόμεναι ἀνατολαὶ ἀμφοτέρως συμβαίνουσιν : ἡ μὲν γὰρ τοῦ
6132731 πετεσθαι
' ὅπως σιγήσομ ' , ἢν μή μοι φράσῃς ὅποι πέτεσθαι διανοεῖ . Τί δ ' ἄλλο γ ' ἢ
: ὅταν οὖν ὑπὸ τοῦ γήρως ἀσθενήσωσιν καὶ μηκέτι δύνωνται πέτεσθαι , φέρουσιν αὐτοὺς αἱ θήλειαι ἐπὶ τῶν πτερῶν λαβοῦσαι
6121505 καιεσθαι
. Ἀρεταῖος δὲ προστίθησι καὶ ταῦτα : Τὰ σπλάγχνα αὐτοῖς καίεσθαι δοκοῦσιν , ἀσώδεις , ἄποροι , οὐκ εἰς μακρὸν
ἔχουσιν αἱ κανηφόροι ἀπιοῦσαι εἰς τὰ Ἐλευσίνια ὑπὲρ τοῦ μὴ καίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου . δίδωσι δὲ αὐτῷ τοῦτο ,
6093646 ῥουν
τρίτωι τῶν Τρωικῶν : πλῆθος δὴ νεκρῶν ἐσωρεύθη κατὰ τὸν ῥοῦν : εἶτα ἀνακοπτομένου τοῦ ῥεύματος διὰ τὸ ἀποπεφράχθαι τὸν
λευκὴν ἔχουϲα ῥίζαν νυμφαία ϲφοδροτέραϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ , ὥϲτε καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἰᾶϲθαι . πίνεται δὲ καὶ αὕτη καὶ ἡ
6091229 σεισμους
: Μιμνήσκεται δὲ πρὸς ταῦτα τῶν ὑπὸ Δημοκλέους λεγομένων , σεισμούς τινας μεγάλους , τοὺς μὲν πάλαι περὶ Λυδίαν γενομένους
χρησμολόγους , ταῖς πόλεσι προλέγων λοιμοὺς καὶ πυρκαϊὰς φυλάσσεσθαι καὶ σεισμούς : καὶ ἀσφαλῶς βοηθήσειν , ὡς μὴ γένοιτό τι
6074690 μετεωρους
ψυχὰς δύ ' ἢ τρεῖς Γ : διαβάλλει αὐτοὺς ὡς μετεώρους , ἐπεὶ περὶ τῶν νεφελῶν λέγουσι πολλά . Γ
ἄνδρας οὐ νωθροὺς οὐδὲ σχολὴν ἄγοντας ἀκροᾶσθαι λόγων , ἀλλὰ μετεώρους καὶ ἀγωνιῶντας καθάπερ ἵππους ἀγωνιστὰς ἐπὶ τῶν ὑσπλήγων ,
6074462 εὐτονους
ἄλλως τὴν κάθαρσιν γενέσθαι καὶ πνιγώδη . Τοὺς μέλλοντας ἐλλεβορίζεσθαι εὐτόνους κατὰ σῶμα καὶ εὐψύχους δεῖ κατεσκευάσθαι , τοῖς ὑγροῖς
ἑξαγώνους πλευράς , καὶ μάλιστα ὅταν μόναι χρηματίζωσιν , ὡς εὐτόνους καὶ εὐεργετικάς . ἐπὶ μέντοι τῶν νηπίων γενέσεων χρὴ
6058776 ἀνεμον
χωρία οἰκημένοι . Ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἔμαθον τὸν ἄνεμον καὶ τοῖσι οὕτω εἶχε ὅρμου , οἱ δ '
καὶ τρόπον τινὰ τοῦτο ἕρμα ἑαυταῖς ἐπιτεχνῶνται πρὸς τὸν ἐμπίπτοντα ἄνεμον τά τε ἄλλα καὶ ἵνα μὴ παρατρέψῃ τῆς ὁ
6050418 ὑετον
ἐπίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν ποιεῖν ὡς τῶν φυλάκων διὰ τὸν ὑετὸν ἀναχωρούντων . Ὅτι κατόπιν τῆς πέτρας τοὺς κρημνοβατεῖν ἐπιτηδείους
ἐτησίων γένεσιν . ἡ δὲ φύσις οὐ ματαιουργός , ὡς ὑετὸν χορηγεῖν μὴ δεομένῃ γῇ , καὶ | ἅμα χαίρει
6035705 κατιον
Κερχνείας ῥέος ] Κέρχνη κρήνη Ἄργους . τὸ ἀπὸ Κέρχνης κατιόν , ὅ ἐστιν ὄρος . καὶ ἡ ἄκρα δὲ
Κερχνείας ῥέος ] Κέρχνη κρήνη Ἄργους . τὸ ἀπὸ Κέρχνης κατιόν , ὅ ἐστιν ὄρος . καὶ ἡ ἄκρα δὲ
6009615 αὐξεσθαι
βούλεται τιμὰς ἔχειν κοινάς , διαριθμῶν δ ' οὐδέν ' αὔξεσθαι θέλει . ἐπεὶ σὺ φέγγος , Τειρεσία , τόδ
. Βλαστός : παρὰ τὸ βλώσκειν , ὃ σημαίνει τὸ αὔξεσθαι , . , . , . Βλάσφημος : παρὰ
6004175 ἀρθηναι
τὸν Βαβυλωνίων καὶ Σελευκέων τύραννον Ἵμερον μετὰ τὸ τὰς τραπέζας ἀρθῆναι τετράμνουν ἑκάστῳ τῶν σὺν αὐτῷ τριακοσίων ὄντων ἔκπωμα δοῦναι
. Θαψία ἐμπάσσεται τελευταία . Βδέλλιον λειοτριβηθὲν ἐμπάσσεται μετὰ τὸ ἀρθῆναι τὴν ἔμπλαστρον ἐκ τοῦ πυρός : εἰ δὲ λιπαρὸν
5992771 κυματουται
ἐδύνατο , σῶσαι αὐτὸν ἐκ τῶν καθεστώτων κακῶν . Κἀνταῦθα κυματοῦται μὲν ὁ Νεῖλος , ἐπιπίπτει δὲ τῇ πυρᾷ τὸ
ὅλου μηδὲν κενὸν ἔχοντα : ἐπειδὰν δὲ πληγῇ πνεύματι , κυματοῦται κατὰ κύκλους ὀρθοὺς εἰς ἄπειρον , ἕως πληρώσῃ τὸν
5989281 ἀναβαινειν
, μηδὲ τῇσι χερσὶ ταλαιπωρέειν , μηδὲ ἐπ ' ὄχημα ἀναβαίνειν , ἀλλὰ παχύνειν αὐτὸν ὡς μάλιστα τὸ σῶμα .
οἱ φύλαρχοι , τούς τε μαθητὰς τοὺς ὡραίους , οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων καὶ καταβαίνειν : οἶσθ
5982727 παγεντος
τῶν ὀφθαλμῶν τὸ πάθος , ὅπερ οὖν ὑγροῦ ἐπικλύσαντος καὶ παγέντος ἀφαιρεῖ τὴν ὄψιν αὐτούς . Κόχλος ἐστὶ θαλάττιος ,
τὰς Ἀθήνας στρατεῦσαι , Ἑλλάνικος δὲ ὁ Λέσβιός φησιν ὅτι παγέντος τοῦ Κιμμερικοῦ Βοσπόρου διέβησαν αὐτὸν καὶ ἦλθον εἰς τὴν
5975492 περιπλευσαι
. ἐκεῖθεν δὲ διακοσίας τριήρεις ἐξέπεμψε , προστάξας τοῖς ἡγεμόσι περιπλεῦσαι καὶ τὴν Εὔβοιαν δεξιὰν λαβόντας κυκλώσασθαι τοὺς πολεμίους .
τὰ πρὸς ἕω τῆς νήσου , ἀλλ ' ἀρξάμενος αὐτόθεν περιπλεῦσαι κύκλῳ πᾶν τὸ ὁρώμενον , καὶ κατὰ τὴν ἑτέραν
5969006 ἐκθλιβεσθαι
ἢ ἐὰν φυραθεῖσα καὶ πυρουμένη . Συμβαίνει δὲ ὥσπερ καὶ ἐκθλίβεσθαι μᾶλλον ἐκ τῶν προπεφυραμένων διὰ τὸ ἧττον ἀναδέχεσθαι καὶ
κινήσεως τῶν ἀρτηριῶν καὶ ἓν ἀπὸ τῶν ἀριθμῶν ἢ δεύτερον ἐκθλίβεσθαι , πρὸ τοῦ ἀριθμῆσαι τὰ τέσσαρα φθανούσης τῆς ἀρτηρίας
5963164 ἀνυδρον
ὁδὸν ἐποίησεν ἐν ἀρχαῖς τραχεῖαν καὶ δυσέκβατον καὶ ἀπόκρημνον καὶ ἄνυδρον , τριβόλων τε γέμουσαν , ὅλην ἐπικίνδυνον , τὸ
ὕδατος κατασκεψάμενοι πηγὴν ἀνὰ τῆς Λιβύης τὸ αὐχμηρόν τε καὶ ἄνυδρον , οὐ λάβρον ἀνιεῖσαν ἐκ βάθους τὸ ὕδωρ καὶ
5928620 ἀνενεχθηναι
ἐκπεσοῦσαν εἰς τὸν ποταμὸν ἐνόμισαν [ ἐν Ὀλυμπίαι ] δεῦρο ἀνενεχθῆναι εἰς τὴν κρήνην , καὶ θολοῦσθαι ἀπὸ τῶν ἐν
τῶν θεδων ! [ ! ! ! ] ? [ ἀνενεχθῆναι [ λέγειν ] [ ἐς ] ? [ Αἴγυπτον
5924411 ῥεοντα
ἐπὶ τῶν ἐπαγγελλομένων παντὶ σθένει σπουδάσειν : ὡς κἂν εἰς ῥέοντα πλοῖα ἐμβῆναι οὐκ ὀκνησάντων . Ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε ,
ἤδη καὶ οὐδένα νόον ἐχόντως ἐξηγησάμενον , οἳ Ὠκεανόν τε ῥέοντα γράφουσι πέριξ τὴν γῆν , ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ
5904377 ῥυηναι
ἀναζέσαι πολὺ ἐκ τῆς γῆς , ἐπὶ δὲ τούτῳ μαρανθέντι ῥυῆναι τὸ ὕδωρ , ὃ δὴ καὶ ἐς ἡμᾶς ἄνεισι
ἀπὸ ἐλαττόνων . Πρώτῃ καὶ ὀγδοηκοστῇ Ὀλυμπιάδι φασὶ τὴν Αἴτνην ῥυῆναι , ὅτε καὶ Φιλόνομος καὶ Καλλίας οἱ Καταναῖοι τοὺς
5893714 πετρινον
τοὺς θαμνώδεις ἢ τὸ ἄν - τρον τὸ γλαφυρὸν καὶ πέτρινον τὴν νιφάδα φεύγοντας , ἐοικότας γέροντι τρίποδιτρίπους γὰρ ὁ
φόνον πτεροῖς ἐρέσσει , μητέρ ' ἀγκάλαις ἐμὴν ἔχουσα , πέτρινον ἄχθος , ὡς ἐπεμβάληι . οἴμοι , κτενεῖ με
5888870 παμμεγεθεις
ταύτῃ καὶ ἐπὶ τῶν ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντων . Κολλᾷ τοὺς παμμεγέθεις τῶν κόλπων καὶ τοῖς γεγυμνωμένοις νεύροις ἁρμόττει ἐπὶ ταῖς
δὲ ταπεινοῦ καὶ ὀλιγίστους οἰκήτορας ἔχοντος . ἐνταῦθα ἰδόντες δράκοντας παμμεγέθεις , ἡμέρους πάνυ καὶ τιθασούς , ὡς καὶ ὑπὸ
5886466 χεισθαι
καὶ πλείω : καὶ ἐκ τῶν νεφῶν δὲ ἑφθὸν ἤδη χεῖσθαι τὸ ὕδωρ . Τοῦτο δ ' οἱ μὲν περὶ
φευκτικόν φυγῆς ποιητικόν χηραμὰ δὲ τὰ κοιλώματα , παρὰ τὸ χεῖσθαι καὶ χωρεῖν ἐν αὐτοῖς . * χηραμά : τὰς
5862976 βιαζομενον
ὅλως τὸ φωτιζόμενον ἔσται τόδε ἕλκον ἀπὸ τοῦ φωτίζοντος καὶ βιαζόμενον προελθεῖν : ἐπεὶ οὐδὲ συμβεβηκός , ὥστε πάντως ἐπ
φεύγειν αὐτὸν ὡς ἐν ἀπόροις , ἄνω διὰ τῶν κρημνῶν βιαζόμενον , καὶ μετεπήδων ἐπὶ τὴν φαντασίαν τοῦ πυρὸς καταθέοντες
5861195 καθυγρους
θάλπουσαι θερμαίνουσαι * θρυόεντας ἰάμνους : παρὰ τοὺς θρυώδεις καὶ καθύγρους τόπους τοὺς κλάδους ; . . ἰαμεναὶ οἱ ὑλώδεις
οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους τόπους . * ἰάμνους : καθύγρους τόπους βοτάνας * τῆμος : τότε * ἀζαλέων :
5857575 ὑετων
, τοῖς δικαίοις δὲ εἰς γεωργίαν τῆς ἀμοιβῆς οὔσης , ὑετῶν μὲν ἐκ τοῦ Διὸς ἐπιχεομένων ἡμέρων , δρυῶν δὲ
πολλὰ καὶ ἀθρόα γινόμενα ἀπεργάζεται ὑετούς . καὶ ἐκ τῶν ὑετῶν τούτων ὁ Νεῖλος πλημμυρεῖ , τοῦ θέρους , ἀπὸ
5856418 ἀναθυμιασιν
τοῖς χείλεσιν αἱ λίμναι τελματοῦνται διὰ τὴν ἐκ τῶν ἡλίων ἀναθυμίασιν : βορβορώδους οὖν ἀναφερομένης τοσαύτης ἰκμάδος , νοσώδης ὁ
τροφήν : ὅσοις γὰρ συνέστηκεν ἡ φύσις , ὥστε πολλὴν ἀναθυμίασιν πρὸς τὸν ἄνω τόπον ἀναφέρεσθαι , ἣ καταφερομένη ποιεῖ
5851529 ἀθρουν
τέμνεσθαι , κινεῖσθαί τε τὸ κινούμενον ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ ὅλον ἄθρουν μεριστὸν διάστημα καὶ οὐ κατὰ τὸ πρότερον πρότερον .
ὑμῖν φέρῃ , καθάπερ φασὶ Λυδοῖς πρότερον , ἀλλ ' ἄθρουν ὥσπερ ἰλύν , μηδ ' ἂν Αἴγυπτον ἢ Βαβυλῶνα
5846975 παραλυσεως
τὸ . [ Ἀσσίων πόλισμα ] ? Ἤδη δὲ ὑπὸ παραλύσεως καὶ τὸ σῶμα διέφθαρτο , καὶ πρὸς Ξενοκράτην διεπέμπετο
Γυμνάζειν δὲ καὶ ἀνατρίβειν τὰ μέρη ὥσπερ ἐν τῷ Περὶ παραλύσεως χωρίῳ προείρηταις , οὐρητικά τε μὴ προσφέρειν . Ἡ
5844485 τεκμηραμενος
ἐκέλευεν ἡμέρᾳ μιᾷ πάντας ἀποδοῦναι : καὶ ὥριζε τὴν ἡμέραν τεκμηράμενος , ὅτε μάλιστα ἐς τὴν πορρωτάτω πόλιν ἀφίξονται .
νομίζων ἀνάγκας εἴτε καὶ τῆς Καίσαρος γνώμης τι προμαθὼν ἢ τεκμηράμενος . καὶ Μηνόδωρος μὲν αὖθις ηὐτομόλει καὶ τὸν Καίσαρα
5837248 ὀμβρων
καὶ τὸν πλάγιον ἡ ἴυγξ αὐλόν : βούλεται δὲ τῶν ὄμβρων μιμεῖσθαι τὰς σταγόνας ὁ κόραξ . Σκορπίων μὲν ὁ
τῶν τοιούτων ἀφορμῶν οὐ τελέως ἐναργὴς ἦν ἡ περὶ τῶν ὄμβρων ἱστορία τοῖς τότε , καὶ ταῦτα τῶν ἱερέων φιλοπραγμονέστερον
5835640 παγων
τόπους ἄπλωτός ἐστι κοὐ περάσιμος : ὑπὸ χιόνος γὰρ καὶ πάγων ἐξείργεται . Ἀχίλλειος δρόμος , ὅπερ ἐστὶν ᾐὼν σφόδρα
, ἐν δὲ τῷ θέρει διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι , καὶ διὰ τοῦτο πολλὰ γεννᾶσθαι
5834620 χουν
ταύτῃ τάφρον μεγάλην ὀρύξαντες ἀμφορέας κεινοὺς ἐς αὐτὴν κατέθηκαν , χοῦν δὲ ἐπιφορήσαντες καὶ ὁμοιώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ ἐδέκοντο τοὺς
κτηνῶν : στερηθήσει τῆς τροφῆς σου ἧς ἤσθιες , καὶ χοῦν φάγει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου : ἐπὶ
5826394 διαρρειν
βοῇ ῥηγνύναι τὴν γῆν . παροιμίαν οὖν ἐν τῇ Σάμῳ διαρρεῖν τὴν λέγουσαν μεῖζον βοᾷ τῶν νηάδων . ὀστᾶ δὲ
ἄλλοι λέγουσι χειμώνων γενομένων καὶ τῶν Ἀρκάδων ἀρξαμένων ἀπιέναι καὶ διαρρεῖν ἀτάκτως , [ οἱ δὲ ] τρεῖς μῆνας ἐμμεμενηκότας
5821620 πιλησιν
τε τὴν κατὰ τόπον κίνησιν καὶ εἰς τὴν τῶν σωμάτων πίλησιν , τρίτον δὲ προστίθησι τὸ ἀπὸ τῆς ὁλκῆς .
καθ ' αὑτά , μένοντα δὲ τί συμβάλλεται πρὸς τὴν πίλησιν , εἴγε καὶ πιλουμένων τῶν σωμάτων οὐκ ἐκχωρεῖ ,
5816750 καταδυεσθαι
πονηρῶν , τὰς δὲ ψυχὰς ἀναπεμφθείσας ἄνω εἰς τὸν βίον καταδύεσθαι εἰς τοὺς ὄνους , ἄχρις ἂν ἐν τῷ τοιούτῳ
νύκτα , οὐ δύεται δέ . Λοξόν , ὥστε μὴ καταδύεσθαι , ὅτι περὶ τοῦτο κυκλοτερὴς στρεφόμενος οὐ δύεται .
5812176 φωτιζεσθαι
καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον , οὐκ οἶδ ' ὅπως αὐτοῖς φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸς τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον :
σωματικῶν ἡδυπαθειῶν ἀμβλυῶττον καὶ ἐπισκοτιζόμενον διὰ τῆς φιλοσοφίας ἐγείρεσθαι καὶ φωτίζεσθαι πέφυκεν . αὕτη δὲ ἡ περὶ τὴν ψυχὴν ἐνέργεια
5798961 αὐχμον
οὔσας . αὐχμὸν ] τὴν αἰτιατικὴν ἀντ ' εὐθείας . αὐχμὸν ] ξηρασίαν , ξηρότητα , ἀνομβρίαν . , ἀνυδρίαν
φυτεύουσιν . ἅπαντα φιλόσκια καὶ φίλυδρα καὶ φιλόκοπρα μάλιστα : αὐχμὸν δὲ δέχεται καὶ ὅλως ὀλιγοϋδρότατος ὁ ἕρπυλλος . κόπρῳ
5798931 Γεωργους
: σημαίνει γὰρ νῦν τὸ ἐπιπόνους . 〛 πονήρους : Γεωργοὺς ἀσθενεῖς . πόνηρον : Γεωργόν . . ξυμμάχους :
ποταμὸν , τοὺς τὴν λεγομένην Ὕλαιαν οἰκοῦντας Σκύθας εἶναι , Γεωργοὺς δ ' ἐχομένους τούτων ἄνω : ἔπειτα πάλιν ἔρημον
5793599 παγηναι
εἰς τὰ κοῖλα τῶν χωρίων . Ποσειδώνιος δὲ λίμνην οὖσαν παγῆναι μετὰ κλυδασμοῦ , καὶ διὰ τοῦτο εἰς πλείονας μερισθῆναι
καὶ ἀρθείϲηϲ πτερῷ τῆϲ ἐπινηχομένηϲ ῥυπαρίαϲ : μετὰ δὲ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται ἐν ὀϲτρακίνῳ καινῷ ἀγγείῳ , ἀποξυομένηϲ ἐπιμελῶϲ τῆϲ
5790087 προσαγορευομενον
' ὑπακούσαντος , ὀνειδίσαι τὸν Χενεφρῆν Χανεθώθην , τὸν μάλιστα προσαγορευόμενον ὑπ ' αὐτοῦ : τὸν δὲ ὀνειδισθέντα ὑποσχέσθαι τὴν
μὲν τοὺς ἀνέμους , φανῆναι δὲ πλησίον τῆς νεὼς τὸν προσαγορευόμενον θαλάττιον Γλαῦκον . τοῦτον δ ' ἐπὶ δύο νύκτας
5785403 λιμναζουσι
πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων
ὑμέσι λεπτοῖς περιεχομένας : ὅπερ ἐν τοῖς ἕλεσι καὶ τοῖς λιμνάζουσι τῶν τόπων ἔτι καὶ νῦν ὁρᾶσθαι γινόμενον , ἐπειδὰν
5784201 νεφη
ἢ ὡς ἐφ ' ἑαυτὸν κυκλούμενον ἢ τὰ λεγόμενα παρήλια νέφη ἐξ ἑνὸς μέρους ἔχων ἢ σχήματα νεφῶν ὑπόκιρρα καὶ
τὸν ἥλιον τὸν κοινόν , ἄστρ ' , ὕδωρ , νέφη , πῦρ : ταῦτα , κἂν ἑκατὸν ἔτη βιῷς
5774786 περιληφθεν
, παρεχομένη τῷ σχήματι πώγωνος ἔμφασιν . Στράτων ἄστρου φῶς περιληφθὲν νέφει πυκνῷ καθάπερ ἐπὶ τῶν λαμπτήρων γίγνεται . Ἡρακλείδης
δὲ ἄρα ἐς τοσοῦτον καθικνεῖται αὐτῶν , ὡς ἀποσπᾶν τὸ περιληφθὲν πᾶν . ζῶντα μὲν οὖν τέλειον οὐκ ἂν λάβοις
5768718 αὐχμους
, παραιτούμενοι τὰς θεὰς ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺς αὐχμούς , μετὰ δὲ τῆς συμμέτρου θερμασίας καὶ ὑδάτων ὡραίων
διὰ τὰς ἑλκώσεις τῶν περισκαπτομένων ἢ ὅταν ἐκδιψήσῃ διὰ τοὺς αὐχμούς : ἐκ μὲν γὰρ τῆς πληγῆς σήπεται , ἀλλοιούμενα
5765200 καταψυχεσθαι
καροῦσθαι , ἢ ῥέγχειν , πελιοῦσθαί τε καὶ νωθριᾷν καὶ καταψύχεσθαι καὶ ναρκᾷν , ἀναισθητεῖν δὲ ἢ ὀδαξεῖσθαι τὸ ὅλον
ὅλως πρὸς τοὺς ἐμπύρους τόπους . Καίτοι φασί γε θαυμαστῶς καταψύχεσθαι τὸν ἀέρα πρὸς τὴν ἕω . Τοῦτο μὲν οὖν
5764286 σπογγους
τὸν στόμαχον ἐπιτίθει , καὶ μάλιστα ἐν ταῖς ἐπιτάσεσι , σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ βεβρεγμένους : μετὰ δὲ τούτους εἰ ἐπιμένοιεν
ἐπὶ δὲ τῶν χολὴν μέλαιναν ἐμούντων καὶ φυσωμένων τὸν στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει : ἢ κισσοῦ φύλλοις
5756681 ψυχος
προήκουσαν ἀποστέγειν τὴν ἀκτῖνα καὶ παρέχειν τοῖς πλέουσι πλεῖν κατὰ ψῦχος . πᾶς δὲ ὁ περίοικος λεὼς συνίασιν ἄλλοι ἄλλοις
γὰρ ὡς τὸ πολὺ τὸν ἥλιον , φεύγειν δὲ τὸ ψῦχος : τὴν δὲ ψιλότητα τοῦ σώματος μηδὲν ἐνοχλεῖν .
5750720 χιονιζεσθαι
καὶ Αἰσχύλος δὲ καὶ Σοφοκλῆς ὑπέλαβον τοὺς ὑπὸ τὴν Αἴγυπτον χιονίζεσθαι τόπους καὶ τηκομένης τῆς χιόνος τὴν χύσιν εἰς τὸν
καὶ Αἰσχύλος δὲ καὶ Σοφοκλῆς ὑπέλαβον τοὺς ὑπὲρ τὴν Αἴγυπτον χιονίζεσθαι τόπους καὶ τηκομένης τῆς χιόνος τὴν χύσιν εἰς τὸν
5749651 κρυους
πεποίηκεν . Αἵ τε νύκτες ἥκιστα χειμέριοι . Πῶς ἂν κρύους ἐτόλμησεν Ἕκτωρ ταῖς Ἀχαϊκαῖς ἐπινυκτερεῦσαι ναυσίν ; οὐδ '
τοῖς κρυμώδεσι τόποις τὰ πρόβατα τῆς χιόνος ἐπιρρεούσης καὶ τοῦ κρύους ἐνακμάζοντος ἄχολά ἐστι , ὑπαρχο - μένου δὲ τοῦ
5748557 ἀναξηραινειν
. ἀπὸ δὲ τῆϲ τρίτηϲ θεραπεία πυοποιόϲ , ἔπειτα ἡ ἀναξηραίνειν ἐπαγγελλομένη . εἰ μὲν οὖν ἀπὸ τοῦ βρέγματοϲ μόνου
δὲ ἥλιον τοῦ χειμῶνος κατὰ τὴν Λιβύην ποιούμενον τὴν πορείαν ἀναξηραίνειν τὸν Νεῖλον , ἐπὶ δὲ τὰς θερινὰς τροπὰς μεθιστάμενον
5741519 κομητων
τὰς συνισταμένας ἤτοι κατὰ τοὺς ἐκλειπτικοὺς καιροὺς ἢ καὶ ὁτεδήποτε κομητῶν ἐπιφανείας πρὸς τὰς καθόλου περιστάσεις , οἷον τῶν καλουμένων
. . [ . ] . , περὶ δὲ τῶν κομητῶν Ἀναξαγόρας μὲν καὶ Δ . λέγουσι τὸν κομήτην λεγόμενον
5739784 ἀφιπτασθαι
Δελφικοὺς ἠχῆσαι τρίποδας , αὖθις κελεύει τοῖς κύκνοις ἐξ Ὑπερβορέων ἀφίπτασθαι . ἦν μὲν οὖν θέρος καὶ τοῦ θέρους τὸ
γεννᾶσθαι , ὅντινα μεταβάλλειν αὐξανόμενον καὶ γίνεσθαι πάλιν φοίνικα καὶ ἀφίπτασθαι Αἰγύπτου ἐκεῖσε ὅθεν ἧκεν ὁ πρὸ αὐτοῦ φοίνιξ .
5739434 καπνον
ὀρόβων ξήριον μετὰ μέλιτοϲ . Ἄλλο . χολὴν χοίρου ὑπὲρ καπνὸν ξηράναϲ λείου καὶ ἐπιτίθει τῷ ἡλκωμένῳ αἰγίλωπι . Ἄλλο
καὶ Δημοσθένην μετὰ τὴν ὁδὸν τὸ Θηβαίων ὄρος ἐδέχετο , καπνὸν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐταραττόμην θεώμενος . εἶτα αὔξησον ὡς
5735713 ὑπονομους
τὴν μίξιν καὶ συμπλοκὴν τῆς ἄμμου μηδὲν παραλλάσσειν . Εἶτα ὑπονόμους αὑτοῖς ἀνδρομήκεις ὀρύττουσι , τὸν μὲν κατὰ κορυφὴν ὄγκον
ἔφθασεν ἐς τοὺς Βοιωτούς . Λαχάρης Θηβῶν ἁλισκομένων εἰς τοὺς ὑπονόμους καταδὺς , μετὰ τρεῖς ἢ τέτταρας ἡμέρας ἑσπέρας ὑπεξελθὼν
5734731 λιμνας
ἦν ἀξίωμα τὸ διδόμενον . προσέταττε δῆτα τοῖς ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ
, δυσάρεστος . ἐς στομάλιμνον : τὰς εἰς θάλασσαν ἐστομωμένας λίμνας οὕτως φασί . καὶ τὴν ἐν Τροίᾳ δὲ Στομαλίμνην
5728801 συνημμενους
στοιχείων . διαιρεθεῖσάν τε κατὰ ἁρμονικὰ διαστήματα δύο κύκλους ποιεῖν συνημμένους , ὧν τὸν ἐντὸς κύκλον ἑξαχῆ τμηθέντα τοὺς ἅπαντας
ψυχῆς , διελεῖν τὸν ἕνα κύκλον καὶ ποιῆσαι δύο δισσαχῇ συνημμένους , τὸν μὲν ἐκτός τε καὶ περιέχοντα , τὸν
5725638 ἀνιεναι
καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἤλειφε καὶ συνεκρότει τὸν ἄνδρα μηδὲν ἀνιέναι σπουδῆς καὶ βοηθείας τῆς ὑπὲρ τοῦ νεανίσκου . δεινὸν
, κατέχεσθαι δὲ ὑπὸ τῶν ξυμπινόντων . Κλεῖτον δὲ οὐκ ἀνιέναι ὑβρίζοντα . Ἀλέξανδρος δὲ ἐβόα ἄρα καλῶν τοὺς ὑπασπιστάς
5724116 τεναγωδη
, συμβαίνειν τὴν χώραν ἐπιπολὺ παραύξεσθαι καὶ τὴν θάλασσαν γίνεσθαι τεναγώδη . γνάμψαν Ἀμαζονίδων ἕκαθεν λιμενήοχον ἄκρην : εἰκότως εἶπεν
Ἐλθόντες οὖν εἴς τι μέρος τοῦ ἐν Λιβύῃ ὠκεανοῦ καὶ τεναγώδη εὑρόντες αὐτόν , ὡς οὐκ ἠδύναντο πλεῖν , Μηδείας
5722576 πιεζομενον
καὶ περὶ τοὺς ὀνίσκους [ καὶ ] τοὺς τοῦ ἐντονίου πιεζόμενον καὶ θραυόμενον διόλου . πρὸς δὲ τούτοις τὴν ἔντασιν
μεταλλαγῇ τῶν σκελέων , ἢν μὴ κατέχηται πρὸς τὴν γῆν πιεζόμενον . Ἐν τούτοισιν οὖν τοῖσι σχήμασιν ἀναγκάζονται ἐσχηματίσθαι ,
5718679 Θερμης
νηυσί , ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες μετὰ τὴν βασιλέος ἐξέλασιν ἐκ Θέρμης . Τὸ δὲ ἕρμα σφι κατηγήσατο ἐὸν ἐν πόρῳ
πινόμενος ἀλλ ' ἐπέλιπε . Ξέρξης δὲ ὁρέων ἐκ τῆς Θέρμης ὄρεα τὰ Θεσσαλικά , τόν τε Ὄλυμπον καὶ τὴν
5711164 ἐπικλυζειν
τοσοῦτον αὔξεται καθ ' ἡμέραν ὥστε τὸ τελευταῖον πᾶσαν σχεδὸν ἐπικλύζειν τὴν Αἴγυπτον . ὡσαύτως δὲ πάλιν εἰς τοὐναντίον μεταβαλὼν
, ἢν πολλὰ , πολλή : τουτέοισι ξυμφέρει τὴν κοιλίην ἐπικλύζειν . Ὁκόσοις δὲ ἐν τῇ κάτω ὑποχωρήσει χολῆς μελαίνης
5710077 ὑπονομον
φλυκτὶς φλύκταινα ἐπιμήκης , μάλιστα περὶ βουβῶνας καὶ μασχάλας . ὑπόνομον ἕλκος , ὃ καὶ βάθος ἔχει καὶ κόλπους .
δὲ μεταξὺ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας λίμνη , καὶ βορβορώδη καὶ ὑπόνομον τὴν ἀποφορὰν ἔχει πελαγία οὖσα : φασὶ δὲ καὶ
5706164 ἐπιγενεσθαι
τελειωθείη ἂν ἡ ἠθικὴ ἀρετή , τήν τε φρόνησιν ἀδύνατον ἐπιγενέσθαι τῷ πρακτικῷ νῷ ἄνευ τῆς ἄλλης ἠθικῆς ἀρετῆς :
γε συμβῇ πλείονα γενέσθαι τὴν κάθαρσιν , ὥστε καὶ σπασμοὺς ἐπιγενέσθαι πολλοὶ γὰρ τοῦτο πάσχουσικαὶ εἰ μὴ ἀξιόλογόν τι κενωθῶσι
5704703 ἀκριδος
. ὄρος μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς . Πάρνοψ . ἀκρίδος εἶδος . Παρόν . ἐξόν , δυνατόν , δέον
τῷ Ἅιδῃ προΐαψας . . . . βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος : παρὰ Ἀριστοφάνης Ὄρνισι : βρύκους ' ἀπέδεσθαί μου
5700435 καταβαινειν
τῇ Ἀρτέμιδι , συνθήκας ποιησάμενος πρὸς αὐτήν , μηδεμίαν ἐκεῖ καταβαίνειν γυναῖκα . ὅταν οὖν αἰτίαν ἔχῃ τις οὐκ εἶναι
, ὀλίγον ἐπισχόντες αὐτόθι χρόνον καὶ λογισμοὺς παντοδαποὺς λαβόντες , καταβαίνειν μὲν ἀπὸ τῶν μετεώρων καὶ συλλαμβάνειν τῆς μάχης ἀπέγνωσαν
5700427 ἀστραπων
βροντῶν τε εἰκότως καὶ πρηστηρίων καὶ χασμάτων καὶ σεισμῶν καὶ ἀστραπῶν ἀποτελεστικός , ζῴων τε καὶ φυτῶν εὐχρήστων καὶ ποταμῶν
οὗ ἂν ἡ ἐκπνευμάτωσις γένηται , καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἀστραπῶν ἐλέγομεν : καὶ κατὰ σύνοδον δὲ ἀτόμων πυρὸς ἀποτελεστικῶν
5699149 βοθρους
. Ἀποδιώξεις τὰς ἀκρίδας , ἐὰν γάρον ἐξ αὐτῶν σκευάσας βόθρους ὀρύξῃς , καὶ τούτους ἐγκαταβρέξῃς τῷ γάρῳ . πρὸ
βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ Δημόκριτος τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενομένους † πάθους καλεῖ διὰ
5689664 ὀμβριων
αὐχμῷ μεγάλῳ κακωθεῖσα ἡ γῆ πάντων ἐσπάνισεν οὐ μόνον τῶν ὀμβρίων , ἀλλὰ καὶ τῶν ναματιαίων ὑδάτων : ἐκ δὲ
' αὖ νεαρὸν εἰς αὐτὸ ἐγκατέστησεν . περὶ δὲ τῶν ὀμβρίων ὑδάτων γινώσκω τάδε : τὰ ὄμβρια κοῦφά τέ ἐστι
5682726 ἐτησιας
αὐτοῦ λεγομένοις οὐ δοτέον . παρίημι γὰρ καὶ διότι τοὺς ἐτησίας ἰδεῖν ἔστιν οὐδέν τι μᾶλλον ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέοντας
ἔστιν ἀληθῆ ταῦτα , ὅπερ λέγουσιν , ἀναγκαῖον καὶ τοὺς ἐτησίας εἶναι πλείους . Εἰ δέ ποτ ' ἐξέλιπον καὶ
5677656 ῥευμα
τοῦ ἡλίου τῶι ἔαρι ἀναπηδᾶν τὸ ὕδωρ καὶ ἐπαύξεσθαι τὸ ῥεῦμα . . , : Ξενοφῶν δὲ καὶ Θουκυδίδης ,
δεῦρο ὑπὸ γῆς περισταλεῖεν , ἐκ δὲ ἰχώρων τοιοῦτον ἴσχοι ῥεῦμα ἡ πηγή : διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὴν παραλίαν
5672503 χειται
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν

Back