, προσαγορευόμενον Μυτιστράτιον : πλησίον δὲ εἶναι τὴν ἀπὸ μὲν ἀρκτούρου μέχρι πλειάδος ἀναβάλλουσαν οὐδενὸς χεῖρον τῶν ἄλλων ὑδάτων ,
ἀκρόνυχοι ὅταν ἅμα δυομένῳ ἀνατέλλῃ . Αἱ μὲν οὖν τοῦ ἀρκτούρου λεγόμεναι ἀνατολαὶ ἀμφοτέρως συμβαίνουσιν : ἡ μὲν γὰρ τοῦ
7844559 ἰσημεριης
καὶ ἐπινέφελος : ταῦτα δὲ ξυνέτεινε καὶ οὐκ ἀνίει μέχρις ἰσημερίης . Ἦρ δὲ ψυχρὸν , βόρειον , ὑδατῶδες ,
: ἐτησίαι ἔπνευσαν : περὶ ἀρκτοῦρον , ὕσματα νότια μέχρις ἰσημερίης . Ἐν τῇ καταστάσει ταύτῃ , κατὰ χειμῶνα μὲν
7835724 μετοπωρου
ψυκτικὴν μήτε ὑγραντικήν , τοῦ δ ' ἔαρος καὶ τοῦ μετοπώρου μέσον τι ἔχουσαν . τοῖς μὲν οὖν εὐόγκως βουλομένοις
: τῇ μὲν ὄψει καλὸν τὸ ἄνθος ἄοσμον δέ . μετοπώρου δὲ τὸ λείριον τὸ ἕτερον καὶ ὁ κρόκος ,
7784919 μετοπωρινης
γάρ , φησιν , ὁ Πλόκαμος πρὸ ? [ τῆς μετοπωρινῆς ἰσημερίας | , δύνει ] δὲ μετὰ [ τὴν
ἡμερῶν Ϙδʹ ∠ , τὸν δὲ ἀπὸ θερινῆς τροπῆς μέχρι μετοπωρινῆς ἰσημερίας ἡμερῶν Ϙβʹ ∠ , διὰ μόνων τούτων τῶν
7602389 πλειαδων
καὶ τοὺς πρώτους ὄμβρους , τινὲς φυτεύουσι μέχρι τῆς τῶν πλειάδων δύσεως : ἄρχονται δὲ δύεσθαι ὡς ἀπὸ τῆς ζʹ
. Χρὴ οὖν τὴν ὥρην ταύτην οὕτω διαιτῆσθαι , ἀπὸ πλειάδων δύσιος μέχρις ἡλίου τροπῶν ἡμέρας τεσσαράκοντα τέσσαρας : περὶ
7599198 ἀρκτουρον
ἡμέρας , ἕως ὁ ἔκπλους τῶν πλοίων τῶν μετ ' ἀρκτοῦρον ἐκ τοῦ Πόντου ἐγένετο . ἀφικόμενος δὲ εἰς Σηστὸν
βίαια : ὕδωρ οὐκ ἐγένετο : ἐτησίαι ἔπνευσαν : περὶ ἀρκτοῦρον , ὕσματα νότια μέχρις ἰσημερίης . Ἐν τῇ καταστάσει
7539582 ἰσημεριαν
εἰς τὴν ἀπὸ τῆς θερινῆς τροπῆς ἐπὶ τὴν ἑξῆς μετοπωρινὴν ἰσημερίαν τὰς λοιπὰς εἰς τὸν ἐνιαύσιον χρόνον ἡμέρας ἔγγιστα Ϙβʹ
τῶν δρωμένων καιρός : περὶ γὰρ τὸ ἔαρ καὶ τὴν ἰσημερίαν δρᾶται τὰ δρώμενα , ὅτε τοῦ μὲν γίνεσθαι παύεται
7490307 ἐτησιαι
. διὰ τί μετὰ ἡμέρας ἑβδομήκοντα τῶν χειμερινῶν τροπῶν οἱ ἐτησίαι νότοι οἱ καλούμενοι ὀρνιθίαι πνέουσι ; ἢ μάλιστα φαίνεται
δὲ καὶ τοὺς σικύους καὶ τὰς κολοκύντας , ὅταν οἱ ἐτησίαι πνεύσωσι , σκάλλοντες κονιορτοῦσι καὶ οὕτω γλυκυτέρους καὶ ἁπαλωτέρους
7486942 πνειν
τερπνῷ , ψυχαγωγίας γέμοντι καὶ ῥᾳστώνης , ἔνθα μετρίας τε πνεῖν αὔρας εἰκὸς καὶ πηγὰς καθαρὰς καὶ διαφανῆ νάματα ῥεῖν
. . Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος ἀρχή : ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν καὶ ἐνίοτε χειμών . . ιδ : Αἰγυπτίοις καὶ
7357613 ἐαρινην
Ϙα . . . , ἀπὸ τροπῶν χειμερινῶν εἰς ἰσημερίαν ἐαρινὴν Εὐδόξωι καὶ Δωι ἡμέραι Ϙα , Εὐκτήμονι Ϙβ .
. φαίνεται δὴ ὁ ἥλιος κατὰ τὸ α γενόμενος ἰσημερίαν ἐαρινὴν ποιεῖσθαι , κατὰ δὲ τὸ β τροπὴν θερινήν ,
7349328 πνεουσι
. ἔστι δ ' αὐτοῖς χειμὼν μὲν ἡνίκα οἱ ἐτησίαι πνέουσι , θέρος δ ' ὁ λοιπὸς χρόνος . γυμνῆται
γὰρ ἀπωσθῇ κατὰ χειμῶνα , πλείους γὰρ ὡς ἐπίπαν βόρειοι πνέουσι , καὶ ἔτι πρότερον τοῦ θέρους ὑπὸ τῶν ἐτησίων
7345043 πνεουσιν
τοῖς ἀνεπιπλήκτοις ; λιπῶσιν , εὐρύνονται , πιαίνονται , λαμπρὸν πνέουσιν : εἶτα αἴρονται τὰ ἀσεβείας , οἱ πανάθλιοι καὶ
, Κύπρι , τὰ σὰ μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ
7343625 θερινων
ἡλίου κύκλος ὁ ΓΕΔ , καὶ ὁ ἥλιος ἀπὸ τροπῶν θερινῶν πορευόμενος ἐπὶ τοῦ ἰσημερινοῦ ἀνατολὴν πεποιήσθω κατὰ τὸ Δ
ἥλιος ἀνατολὴν πεποιημένος κατὰ τὸ Ε . Καὶ ἐπεὶ ἀπὸ θερινῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου πορευομένου δύο ἀνατολαί εἰσιν κατὰ τὰ
7286881 ἐαρινης
ψυχρῷ , τὸ δ ' ἀπὸ τῆς χειμερινῆς τροπῆς ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας μελανόχροας , συμμέτρους τοῖς μεγέθεσι , τετανότριχας ,
γʹ . ἐν ταύτῃ δὲ τῇ τριζῳδίᾳ ἀπαρτίζεται ἡ τῆς ἐαρινῆς ὥρας τροπή , ἥτις καλεῖται ἀήρ . Τέταρτον ζῴδιον
7183720 ἰσημεριας
δένδρων ποιησόμεθα . Τούτῳ τῷ μηνὶ καλάμους φυτευτέον πρὸ τῆς ἰσημερίας . Τούτῳ τῷ μηνὶ θεραπεύσομεν τὰς ἰάσεως δεομένας ἐλαίας
πρὸς διάγνωσιν τροπῶν τε ἡλίου καὶ χρόνων καὶ ὡρῶν καὶ ἰσημερίας . . . . [ . ] , ,
7174486 θερινας
μοι προσωφελῆσαι κατὰ λόγον τὸ γενόμενον θέρος : τὰς γὰρ θερινὰς νούσους χειμὼν ἐπιγενόμενος λύει , καὶ τὰς χειμερινὰς θέρος
ἐναντίοις γίνεται . τοῦ χειμερινοῦ μὲν γὰρ ἀρχὴ μετὰ τροπὰς θερινὰς τοῦ Μεταγειτνιῶνος μηνός , ἐν ᾧ σπείρουσι ῥάφανον ῥαφανίδα
7146269 ὀρνιθιαι
θερινῶν τροπῶν ἄρχονται πνεῖν , ὡς εἴρηται , οἱ δὲ ὀρνιθίαι μετὰ ἡμέρας ο τῶν χειμερινῶν τροπῶν ἀναφαίνονταί τε καὶ
ἡμέρας βορέαι πνέουσιν οἱ καλούμενοι ὀρνιθίαι . λʹ . Αἰγυπτίοις ὀρνιθίαι βορέαι , μεταξὺ ἀργεστής . Ἱππάρχῳ βορέαι ψυχροί .
7129097 τεταρταιους
ἁπλῶς εὑρίσκεσθαι χρησιμώτατος , ἐξαιρετῶς δὲ πρός τε τριταίους καὶ τεταρταίους καὶ πᾶν τοιόνδε γένος νοσημάτων . Σημεῖον δὲ τῆς
καὶ τὰ πρὸ τῶν πυρετῶν ῥίγη , ὑστερικὰς πνίγας , τεταρταίους , ὑποχονδρίων πόνους καὶ εἰς ὄμματα ῥευματιζομένους . Σελίνου
7128022 ἐπιτελλειν
αὔλακες ἀνατέμνονται πρὸς σπόρον : ἡνίκα δ ' ἂν μέλλωσιν ἐπιτέλλειν , ἄμητον εὐαγγελίζονται , καὶ ἐπιτείλασαι χαίροντας γεωπόνους πρὸς
. . ἐν δὲ τῇ ιβ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἀκρόνυχος ἄρχεται ἐπιτέλλειν . . ἐν δὲ τῇ ιδ Εὐδόξῳ ὑετία .
7104537 Ὀκτωβριου
καθ ' ὃν ὁ ἥλιος εἰς τὸν Σκορπίον ἐμβάλλει , Ὀκτωβρίου καὶ Νοεμβρίου . αἳ δή τοι νύκτας : αἵτινες
ἐνάτης μέχρις Ἰουνίου κγʹ , ἡ δὲ τούτων δύσις ἀπὸ Ὀκτωβρίου ηʹ μέχρι Δεκεμβρίου ἐνάτης .
7101024 Ἀρκτουρον
τῷ Ὠρίωνι : καὶ τούτων μεσουρανούντων εἶπεν ἑῷον ἐπιτέλλειν τὸν Ἀρκτοῦρον . ἐν τούτῳ δ ' οὖν τῷ καιρῷ ,
: λέγουσι γὰρ ὡς οὐδὲν πλεῖον ἴσχει τοὔλαιον μετ ' Ἀρκτοῦρον ἢ ὅσον λαμβάνει τοῦ θέρους : ἅμα δὲ καὶ
7090382 ἐπιγαστριου
φλεγμαινούσης πάντα συνεδρεύει καὶ συμπάθεια σφοδρὰ καὶ πλείων κατ ' ἐπιγαστρίου διόγκωσις . ἣν διακρινοῦμεν τῆς γινομένης τοῦ ἐπιγαστρίου φλεγμονῆς
ἄλλαις ταὐτὸ σχῆμα ἐχούσαις τῇ προτέρᾳ , οἷον ἐπὶ μὲν ἐπιγαστρίου πλαγίας δύο θήσεις , καὶ αἱ λοιπαὶ πλάγιαι διαιρεθήσονται
7072878 χειμερινης
τις ἂν διὰ τὴν ὥραν ὅτι μαλακωτέρα καὶ γονιμωτέρα τῆς χειμερινῆς : ἀλλὰ μᾶλλον τούτου αἰτιάσαιτ ' ἄν τις τὴν
τῆς παλαιοτέρας πρὸς τὸν ἰσημερινὸν διαστάσεως τῶν ἐν τῷ ἀπὸ χειμερινῆς τροπῆς ὡς ἐπὶ τὸ ἐαρινὸν σημεῖον μέχρι θερινῆς τροπῆς
7067924 αὐχμοι
πυκνότεραι παρὰ τὰς ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευομένας ξυνέβησαν , αὐχμοί τε ἔστι παρ ' οἷς μεγάλοι , καὶ ἀπ
ἀλλ ' ἐν τρόπῳ κολάσεως . καθάπερ γὰρ λοιμοὶ καὶ αὐχμοί , ἔτι δὲ ἐπομβρίαι καὶ σεισμοὶ καὶ πᾶν τὸ
7044093 ὑετοι
αὐτὴν τελέσωσι καὶ ὑποστρέψωσιν . ὅτι βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ ὑετοὶ οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ
ἐὰν ᾖ ἄλυτα , συνίστησι καὶ σῴζει . οἱ δὲ ὑετοὶ κατακλύζουσι καὶ αἱ ψακάδες , καὶ ἡ σελήνη ἀμαυροῖ
7040970 ὑσματα
καυτήρια . | ὑποφάσιας : τὰς ὑποφαινομένας ὀφθαλμῶν κινήσεις . ὕσματα : ἀντὶ τοῦ ὕματα , ὅ ἐστι βρέγματα .
βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια ὕσματα ὀλίγα : χειμὼν βόρειος : αὐχμοί : ψύχεα :
7031820 νοτοι
γλυκάζων : οὗτος δὲ τοιοῦτος γίνεται ὅταν ὑπὸ τὸν τρυγητὸν νότοι πνεύσωσι , παρ ' ὃ καὶ μελάντερος γίνεται .
ταινίᾳ παραπλησίου , θινῶν τε μεγάλων πάντῃ περικεχυμένων , ἐπειδὰν νότοι συνεχεῖς πνεύσωσιν , ἐπισείεται πλῆθος ἅμμου . αὕτη δὲ
7026801 ἰσημεριην
πολλῷ , πλησίον ἰσημερίης , ὀπισθοχειμῶνες : καὶ ἤδη περὶ ἰσημερίην , βόρεια , χιονώδεα , οὐ πουλὺν χρόνον .
, ὕδατα πουλλὰ , μεγάλα ἐν βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια ὕσματα ὀλίγα : χειμὼν
6995610 ὁμιχλης
ὅτι ὅσαι βλάπτεσθαι εἰώθασιν ἄμπελοι ὑπὸ ἀνέμων τοιούτων , ἢ ὁμίχλης , ἢ ἐρυσίβης , δένδροις ἐπιτεθεῖσαι οὐ βλαβήσονται ,
ταῖς ἐκλείψεσιν , ἀλλ ' ἄλλον τινὰ τρόπον καινότατον ὥσπερ ὁμίχλης τινὸς ἢ νέφους ἀχλυώδους καὶ σκοτεινοῦ ὑποτρέχοντος αὐτὸν καὶ
6952460 γεωπονους
Φίλωνος ἐκ τοῦ περὶ μέθης : Πῶς οὐκ ἔστιν ἀτοπώτατον γεωπόνους μέν , ὁπόταν πυροὺς ἢ κριθὰς μέλλωσιν εἰς τὰς
τελειοῖ . εἰ δὲ τοὺς μὴ ἐν καιρῷ πλωτῆρας ἢ γεωπόνους ἐστὶν ὅτε βλάπτει , θαυμαστὸν οὐδέν : βραχὺ γὰρ
6951881 διηρκεσαν
τῷ θεῷ καὶ ποιῆσαι τὸ νομιζόμενον συμφέρον αὐτοῦ . Ξ διήρκεσαν ] ἐτελειώθησαν . διήρκεσαν ] διεπληρώθησαν . διήρκεσαν ]
] διεπληρώθησαν . διήρκεσαν ] ἐπληρώθησαν διήρκεσαν ] ἐτελέσθησαν . διήρκεσαν ] μέχρι τοῦ νῦν ἐπάγουσαι συμφορὰς τὰς ἐξ ἐκείνου
6945614 κρυσταλλου
θοιναζόντων , Φάβιος , τῶν ὑπατευκότων εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ
ἐσθῆτα πᾶσαν καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐξ ἀργύρου τε καὶ κρυστάλλου τὴν βασιλικήν τε ἅπασαν σκευὴν ὤνιον προθεῖναι καὶ τὸ
6910391 ὑπαρχομενου
παρατραγόντες ἑαυτοὺς καὶ ἐκεῖνοι βόσκουσι . χειμῶνος δὲ λήγοντος καὶ ὑπαρχομένου ἦρος καὶ ἐλευθέρου τοῦ Ἴστρου ῥέοντος μισεῖ τὴν ἀργίαν
δὲ ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ βλέπων ἀντίος . τοῦ γήρως δὲ ὑπαρχομένου ἐπὶ τὰ αὔλια ἔρχεται καὶ ἐπὶ τὰς καλύβας καὶ
6905428 Νοεμβριῳ
γὰρ ταύταις ταῖς ἡμέραις σπαρέντα χρήσιμα ἔσται πάνυ . Τῷ Νοεμβρίῳ μηνὶ μετὰ τοὺς πρώτους ὄμβρους δεῖ φυτεύειν τὰς ἀμπέλους
ἐϲτι μεγίϲτη ταραχὴ τοῦ ἀέροϲ πρὸ α ἡμέραϲ . μηνὶ Νοεμβρίῳ Ϛ Πλειάδειϲ ἑῷαι δύνουϲι καὶ ἄρχεται καθίϲταϲθαι ὁ ἀήρ
6905233 ξυνεχεα
φθινοπώρου περὶ ἰσημερίην καὶ ὑπὸ πληϊάδα , ὕδατα πουλλὰ , ξυνεχέα μαλθακῶς , ἐν νοτίοισι , χειμὼν νότιος , σμικρὰ
μαλθακόν : λίπαϲ δὲ ῥόδινον ἢ ϲχίνινον . λουτρὰ δὲ ξυνεχέα ξύμφορα ἐϲ ὑγραϲμὸν καὶ ἐϲ διαπνοὴν τῶν κακῶν χυμῶν
6861298 Δεκεμβριου
δὲ ὁ καιρὸς οὗτος Ἀμβληβήρ . Ἀπὸ τῆς ιγʹ τοῦ Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τῆς ιγʹ τοῦ Μαρτίου : Χειμὼν ,
ἀπὸ δὲ Σεπτεμβρίου τὸ φθινό - πωρον , ἀπὸ δὲ Δεκεμβρίου τὸν χειμῶνα . εἰ δέ κεν ἠελίοιο τροπῇς :
6858297 φθινοπωρου
δὲ ἐγεννήθη ἀπὸ τοῦ θέρους , ἀπεκλείσθη δὲ ἀπὸ τοῦ φθινοπώρου . ὅθεν τὸ φθινόπωρον τὰ μὲν δι ' ἑαυτοῦ
μηκώνιον ξυλλέγων ταμιεύου , καὶ θεράπευε . Ἐν Θάσῳ , φθινοπώρου περὶ ἰσημερίην καὶ ὑπὸ πληϊάδα , ὕδατα πουλλὰ ,
6855200 ὀμβρους
ὑδρεῖα , χειμῶνος δ ' ἐπιλείπειν : πίπτειν δὲ τοὺς ὄμβρους ἐν τοῖς ἄνω μέρεσι τοῖς προσαρκτίοις καὶ ἐγγὺς τῶν
διὰ τὴν λεπτομέρειαν διακρινόμενον νέφη τε συνιστάνειν ὁμιχλούμενον καὶ καταστάζειν ὄμβρους ὑπὸ πιλήσεως καὶ διατμίζειν τὰ πνεύματα . γράφει γὰρ
6845958 ἐγκεντρισμου
σελήνης λαμβάνειν , πρὸ ιʹ ἢ καὶ πλειόνων ἡμερῶν τοῦ ἐγκεντρισμοῦ , καὶ ταῦτα κατατίθεσθαι ἐν ἀγγείῳ κεκαλυμμένῳ ἀσφαλῶς ,
τρόπου ἐγκεντρισμοῦ τῶν δένδρων . οϚʹ . περὶ ἐμφυλλισμοῦ καὶ ἐγκεντρισμοῦ , καὶ ποῖα τῶν δένδρων ποίων φυτῶν ἐστι δεκτικὰ
6836453 φθινοπωρινης
ἐλάττονα τὰ ὑπὲρ γῆς τμήματα ἔχουσι : καὶ οὕτως ἀπὸ φθινοπωρινῆς ἰσημερίας μείζους αἱ νύκτες τῶν ἡμερῶν γίνονται . Καὶ
νοτίοις ἐν αἰγοκέρωτι . Ἀπὸ γὰρ ἰσημερίας ἐαρινῆς ἕως ἰσημερίας φθινοπωρινῆς ἓξ ὡρῶν ποιεῖται τὴν νύκτα , οὐ δύεται δέ
6835151 Πλειας
: τὰ πρὸς τῷ Ἡνιόχῳ δεξιά , Σκυθία : ἡ Πλειάς , [ ἡ ] Κύπρος : τὰ ἀριστερά ,
. Ἐπὶ τῆς ἀποτομῆς τοῦ Ταύρου τῆς καλουμένης ῥάχεως ἡ Πλειάς ἐστιν : συνηγμένης δ ' αὐτῆς εἰς ἀστέρας ἑπτά
6831887 εὐδιας
, καλοὶ μὲν ὅρμοι τῇ νηὶ ταύτῃ , μεστὰ δὲ εὐδίας τε καὶ εὐπλοίας πάντα , Ποσειδῶν δὲ Ἀσφάλειος ἡ
ἔφερον . Τοῦ δὲ αὐτοῦ εἴδους ἐστὶ καὶ τὸ φαλακρότερος εὐδίας , καὶ τὸ κολοκύντης ὑγιέστερος . τὸ δὲ χρυσῶ
6829684 ἐξελειπεν
τοὺς πλείστους αὐτέων ἔτι νοσέειν : τοῖσι δὲ πλείστοισιν ἀκρίτως ἐξέλειπεν : ὁμοίως δὲ ταῦτα ξυνέπιπτε τοῖσι περιγινομένοισι καὶ τοῖσιν
ἐπηρείαις τὸ τῶν ἐπιμιξιῶν ἡδύ τε καὶ χρήσιμον τὰς πόλεις ἐξέλειπεν : ἡδὺ μὲν γὰρ ἐκδημοῦντας ἱστορῆσαι γείτονα πόλιν ,
6829194 ἐπιτολην
πρώτης βροντῆς καθ ' ἕκαστον ἔτος μετὰ τὴν τοῦ κυνὸς ἐπιτολήν . ιαʹ . [ ιʹ . ] περὶ τῆς
: οἱ δὲ θύννοι καὶ οἱ ξιφίαι οἰστρῶσι περὶ κυνὸς ἐπιτολήν . ἔχουσι γὰρ ἀμφότεροι τηνικαῦτα περὶ τὰ πτερύγια οἱονεὶ
6828584 ἐπιτολης
αὐτῆς νυκτὸς ἑῷα ἐπιτέλλει καὶ ἑσπέρια δύνει ἀπὸ τῆς ἑῴας ἐπιτολῆς μέχρι τῆς ἑσπερίας δύσεως . Ἔστω ὁρίζων ὁ αβʹ
Ἀπὸ ἰσημερίας ἐαρινῆς εἰς Πλειάδα ἡμέραι νʹ . Ἀπὸ Πλειάδος ἐπιτολῆς εἰς τρο - πὰς θερινὰς ἡμέραι μεʹ . Ἀπὸ
6820806 Ἀρκτουρου
τὴν Αἰθιοπίαν κατὰ τὰς τοῦ Κυνὸς ἀνατολὰς ἕως τῆς ἐπιτολῆς Ἀρκτούρου , καθ ' οὓς χρόνους καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν
Ἀρκτούροιο . Καὶ τοῦ μὲν μάλα πάγχυ μετήοροί εἰσι κέλευθοι Ἀρκτούρου , τὸ δὲ θᾶσσον ὑφ ' ἑσπερίην ἅλα νεῖται
6808806 Μαρτιων
παντὸς τοῦ χειμῶνος , ἐν τοῖς ψυχροτέροις τόποις μέχρις εἰδῶν Μαρτίων : καὶ μέχρι δὲ ἐαρινῆς ἰσημερίας , τουτέστι τῇ
καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι . Τὴν πρῖνον φυτεύεσθαι δεῖ πρὸ καλανδῶν Μαρτίων . φασὶ δέ , ἡ πρῖνος ἐὰν πολύκαρπος γένηται
6808301 ἐπνευσαν
ἐπινέφελον : θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο : ἐτησίαι ξυνεχέες ἔπνευσαν : ταχὺ δὲ περὶ ἀρκτοῦρον , ἐν βορείοισι πουλλὰ
, ἦν ὅσον ψεκάς : καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι
6795772 ζεφυρος
ἢ ἔπομβρος καὶ ἀνέμων ἀκρασία . Δοσιθέῳ εὐδία , ἐνίοτε ζέφυρος πνεῖ . ιβʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς
καὶ τὸ λοιπὸν τῶν Πλειάδων ἀνίσχει , καὶ τὴν ὀγδόην ζέφυρος ὄρθρου ἄρχεται πνέειν , καὶ τὴν ἐννάτην ζάλη γὰρ
6795654 πνευσωσι
ποτὶ δ ' ἰσχίον ὀκλάζουσιν : ἢν δ ' ὀλίγον πνεύσωσι πολυσφαράγων ἀπὸ λαιμῶν , πολλὸν ἀρειότεροι λαιψηρότεροί τε φέβονται
τὰ ἡμέρας ἢ νύκτωρ ἀρχόμενα . Ἐὰν ἐτησίαι πολὺν χρόνον πνεύσωσι καὶ μετόπωρον γένηται ἀνεμῶδες ὁ χειμὼν νήνεμος γίνεται ,
6780628 Μαρτιου
β : λείου τῷ πρωτοϲτάκτῳ . Πέμπτην ἄγοντοϲ ἡμέραν τοῦ Μαρτίου μηνὸϲ ἐν οἴκῳ κατωγείῳ εἰϲ κακκάβην ἐλαίου κοινοῦ #
ἀπὸ τῆς ιγʹ τοῦ Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τῆς ιγʹ τοῦ Μαρτίου χειμών : καὶ τὰ ζῴδια ταῦτα : ♑ ♒
6772180 κρυσταλλων
ὑπεροχῇ νόμος . φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων καὶ ἀνθράκων παντοίων , καθάπερ τῶν μαργαριτῶν . Τῆς
οἱ αὐχμοὶ νιτρωδέστερα . ὅσα δ ' ἀπὸ χιόνων καὶ κρυστάλλων ῥεῖ ὕδατα πάντα σκληρὰ μὲν καὶ ψύξει ὑπερβάλλοντα ,
6770397 Ἰουνιου
τοῦ Ταύρου εἰσβολὴν πρὸς τοὺς Διδύμους τοῦ ἡλίου φησίν , Ἰουνίου εʹ : εἰ δὲ ἄροτον τὸν σπόρον φησί ,
ἐν Διδύμοις ἡμέρας λαʹ ὥρας ιϚʹ . εἰς τὸν Καρκίνον Ἰουνίου κγʹ ὥρᾳ νυκτερινῇ δʹ : καὶ μένει ἐν Καρκίνῳ
6763539 χειται
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν
6761797 ἐπιχειται
οὖν καταστῇ , μετὰ ὥρας βʹ ἀποχεῖται , εἶτα αὖθις ἐπιχεῖται τοσοῦτον ἄλλο ὕδωρ . ἐπὶ τρισὶν οὖν ἡμέραις τρίτον
χόνδρος ἢ ὄρυζα ἕψεται , ἢ σεμίδαλις ἀρκούντως . εἶτα ἐπιχεῖται τὸ ὕδωρ , καὶ φυρᾶται τὸ ἡψημένον μετὰ ἁπαλοῦ
6759242 ἀναχυσις
περὶ τὰς ἀρτηρίας διαιρεῖται : κατὰ δὲ τὰς διαιρέσεις ἡ ἀνάχυσις τοῦ πύου εἰς τὰς φλέβας γίνεται . ἐπὶ μὲν
καταδιδούσης ἰλύος . τὸ δ ' ἔνθεν μετέωρος καὶ τεναγώδης ἀνάχυσις ἄχρις ἐπὶ τὰς ἐκβολὰς τῶν ποταμῶν , οἳ δίχα
6748609 πνεειν
αὐτῇ διαίτῃ χρέεσθαι . Μετὰ δὲ ταῦτα ὥρη ἤδη ζέφυρον πνέειν , καὶ μαλακωτέρη ἡ ὥρη : χρὴ δὴ καὶ
. τῇ κϚʹ τοῦ Ἰουλίου , οἱ ἐτησίαι ἄνεμοι ἄρχονται πνέειν . τῇ λʹ τοῦ Ἰουλίου , ὁ λαμπρὸς ἀστὴρ
6744671 σπορου
[ δʹ . ] γʹ . περὶ ἐγκεντρισμοῦ δάφνης καὶ σπόρου καὶ μοσχεύσεως . [ εʹ . ] δʹ .
σπέρματος ⋖ β πεπέρεως λευκοῦ σμύρνης ἀνὰ ⋖ β ξυλοκαρεοφύλλου σπόρου ἀκακίας ἀνὰ ⋖ α στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ τ ⊂
6727672 ἐαρος
σύναις : ὠς γὰρ ὀΐγοντ ? [ ] ? ' ἔαρος πύλαι ? [ [ ἀμβροσίας ] ? ὀσδόμενοιαις ?
ξένη καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀηδὼν τοῦ ἔαρος καὶ ἡ χελιδὼν τῆς οἰκίας καὶ ὁ Γανυμήδης τοῦ
6726301 νοτου
τὰ ἐνθέματα μὴ τοῦ βοῤῥᾶ πνέοντος ἐντίθεσθαι , ἀλλὰ τοῦ νότου . ἐκεῖνο μέντοι δῆλόν ἐστιν , ὅτι ὄμβρος τῷ
δὲ μεταξὺ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ πλωτοὶ , ῥέοντες ὡσαύτως ἀπὸ νότου πρὸς βορρᾶν καὶ τὸν ὠκεανόν . ἐξῆρται γὰρ ἡ
6721169 ἀροτου
πλῆθος οὐκ εὐπόριστα . οὕτως οὖν καὶ περὶ βοῶν τοῦ ἀρότου ἕνεκα καὶ περὶ πάντων οἰήσεται νοῦν τις οὐκ ἔχων
Πλειάδων δυνουσῶντοῦτο δὲ δεῖ προσεκδέξασθαι τὸ ἕωθεν δεῖ ἄρχεσθαι τοῦ ἀρότου , καὶ θερίζειν ἀνατελλουσῶν τοῦτο δὲ δεῖ πάλιν προσεκδέξασθαι
6719322 δυσιος
δὲ ἔαρ καὶ τὸ θέρος , πάνυ ἄνυδρον μέχρι πληϊάδων δύσιος : εἰ γάρ τι καὶ ἐγένετο , ἦν ὅσον
μέχρι ἀρκτούρου ἐπιτολῆς , φθινόπωρον δὲ ἀπὸ ἀρκτούρου μέχρι πλειάδων δύσιος . Ἐν μὲν οὖν τῷ χειμῶνι ξυμφέρει πρὸς τὴν
6716669 χειμερινων
- δὲ κύκλος ὁ ΕΖΜ , καὶ ὁ ἥλιος ἀπὸ χειμερινῶν τροπῶν πορευόμενος ἔν τινι ἡμέρᾳ ἀνατολὴν πεποιήσθω κατὰ τὸ
τοῦ μεσημβρινοῦ ὑπὸ γῆν . ιαʹ Ὅταν ὁ ἥλιος ἀπὸ χειμερινῶν τροπῶν ἐπὶ θερινὰς τροπὰς πορεύηται , ἐν τῷ μεταξὺ
6707196 πυθμενος
, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς , ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα . : Ἀδαῖος δ ' ἐν τοῖς Περὶ
πόρων τῶν εἰς τὴν ὑπερῴαν καθηκόντων ὁ μὲν ἐκ τοῦ πυθμένος τῆς μέσης κατὰ τὸν ἐγκέφαλον κοιλίας ὁρμηθεὶς εἰς τὸ
6694716 ὀδοντοφυειν
λέγεται καὶ ἡ δύναμις , ὡς λέγεται κατὰ φυσικὸν λόγον ὀδοντοφυεῖν τὰ ζῶα καὶ γένεια φέρειν , οἷον κατὰ φυσικὰς
δ ' ἐξ ὀδόντων σίδηρος ὠδοντωμένος ὁ πρίων , καὶ ὀδοντοφυεῖν τὰ βρέφη , καὶ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος ὀδοντοφυΐα
6680908 πεπηγοτος
σπάργανα , τότε παραλύειν αὐτὰ δοκιμάζομεν , ὅτε ἤδη μετρίως πεπηγότος τοῦ σώματος οὐκέτι φόβος ἐστὶν τοῦ διαστραφῆναί τι μέρος
διὰ τῆς ᾠδῆς παραμυθίαν λέγει . πακτᾶς : ἤγουν τυροῦ πεπηγότος : ὃ οἱ Ἀττικοὶ τροφαλίδα καλοῦσι . μόσχω γαυροτέρα
6673980 ῥηξεως
πραότερα πάντα φαίνεται τὰ συμπτώματα . πρὸς μέντοι τῷ τῆς ῥήξεως καιρῷ πάλιν ἐπὶ μᾶλλον ἐπιταθήσεται ἡ ὀδύνη : συναγωνίζεσθαι
γίνεται κατὰ τὸν πεπονθότα νεφρὸν , ἐν μέντοι τῷ τῆς ῥήξεως καιρῷ πάλιν παροξυσμὸς γενήσεται , ᾧ ἐπακολουθήσει ἔκκρισις τῶν
6663257 ὀϲφυοϲ
διαλείμμαϲιν , εἶτα προϲβλητέον ϲικύαϲ ἀπὸ τοῦ πρώτου ϲπονδύλου μέχριϲ ὀϲφύοϲ προκαταπλαϲϲομένων τῶν μερῶν μετὰ τῶν ὑποχονδρίων , ᾧ μὴ
ἰϲχίοιϲ , ὥϲτε ἐπ ' αὐτῷ τὴν κατάκλιϲιν εἶναι τῆϲ ὀϲφύοϲ : ἔπειτα ἐμβρέχειν δι ' ἐλαίου πηγανίνου καὶ κηρωταῖϲ
6661959 χλιαρων
νῆστιν , ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαίαν φέρετε δεῦρο μετὰ κολλάβων χλιαρῶν . Μηδὲ τὰ Φαληρικὰ τὰ μικρὰ τάδ ' ἀφύδια
ἡ δύναμιϲ εὐκράτων μὲν ὄντων , ὑγρὰ καὶ θερμή , χλιαρῶν δὲ γενομένων ὑγρὰ καὶ ψυχρά , θερμοτέρων δὲ τοῦ
6661836 ὑετων
, τοῖς δικαίοις δὲ εἰς γεωργίαν τῆς ἀμοιβῆς οὔσης , ὑετῶν μὲν ἐκ τοῦ Διὸς ἐπιχεομένων ἡμέρων , δρυῶν δὲ
πολλὰ καὶ ἀθρόα γινόμενα ἀπεργάζεται ὑετούς . καὶ ἐκ τῶν ὑετῶν τούτων ὁ Νεῖλος πλημμυρεῖ , τοῦ θέρους , ἀπὸ
6658557 Ἀπριλλιου
βραχεῖα καὶ λεπτοτάτη φυτεύεται ἐκ προσφάτων φυτῶν Ἰαννουαρίῳ , ἄχρι Ἀπριλλίου μηνός . Ἴον τὸ ἄνθος ἐξ ἧς ὀνομάζεται γέγονεν
κϚʹ τοῦ Φευρουαρίου ἀρκτοῦρος ἑσπέριος ἐπιτέλλει . τῇ νεομηνίᾳ τοῦ Ἀπριλλίου , πλειάδες ἀκρόνυχοι κρύπτονται . τῇ ιϚʹ τοῦ Ἀπριλλίου
6656957 Πρωϊ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
6647276 ἠτρου
ἐστιν : ξηραντικὸν γὰρ πλεύμονος , καὶ κοπῶδες ὑποχονδρίων καὶ ἤτρου καὶ φρενῶν . Τοῦτο δὲ , ἢν ἔτι τῆς
σπάσιος , ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου . Οἷσι τὸ μεταξὺ τοῦ ἤτρου καὶ τοῦ δέρματας ἐμφυσᾶται , καὶ οὐ καθίσταται .
6647273 χειμερινας
Εὐκτήμονι Ϙʹ , Καλλίππωι Ϙβʹ . Ἀπὸ ἰσημερίας μεθοπωρινῆς ἐπὶ χειμερινὰς τροπὰς Εὐδόξωι ἡμέραι Ϙβʹ , Δημοκρίτωι ἡμέραι Ϙαʹ ,
καὶ ἡ ἡμέρα αὐτοῖς ἔσται τριάκοντα ἡμερῶν , κατὰ δὲ χειμερινὰς τροπὰς τὸν συνάμφω χρόνον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὑπὸ τὸν
6645901 μετοπωρινην
ἑξῆς ἔτει , πρώτωι δὲ μετὰ τὴν ἅλωσιν ὑπὸ τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν ἄραντες οἱ Τρῶες ἐκ τῆς γῆς περαιοῦνται τὸν
δὲ ἰδίως τῇ τοῦ Νείλου ἀναβάσει , κατὰ δὲ τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν τῷ σπόρῳ , κατὰ δὲ τὴν χειμερινὴν τροπὴν
6643252 καυματωδες
τὸ δὲ θέρος εὔκρατον ἔσται καὶ ὑγιεινόν : τὸ φθινόπωρον καυματῶδες . ἔσονται δὲ ἐν αὐτῷ νοσήματα , καὶ μάλιστα
συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες , φλογῶδες , πνιγηρόν , καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον ,
6642107 βιαιοτεροι
κατέσκηψαν . | πλεῖστοι δὲ ἦρος καὶ μετοπώρου καὶ ἅμα βιαιότεροι , περὶ τὴν Πλειάδος καὶ Ἀρκτούρου ἐπιτολήν , ὅτι
ἄγαλμα ἀναθεῖναι καὶ τὸ ὄνομα τῇ θεῷ φασι θέσθαι . βιαιότεροι γὰρ καὶ οὐ κατὰ καιρὸν πνέοντες ἐλυμαίνοντο οἱ ἄνεμοι
6637776 πελαγων
μεγέθη καὶ ζῴων καὶ φυτῶν ἀμυθήτους ἰδέας , ἔτι δὲ πελαγῶν ἀναχύσεις , ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φοράς , ἀενάων
εἰκότως , τοῦ δι ' Αἰγαίου κομισθῆναι : οὕτω καὶ πελαγῶν καὶ τῶν ἐν τῇ γῇ πάντων οὗτος ὡραιότατος .
6636164 ἠρος
Πολυδεύκεα Πολυδεύκη , τείχεα τείχη , βέλεα βέλητὸ γὰρ ἔαρος ἦρος καὶ κέαρος κῆρος διὰ τὸ εἶναι φύσει μακρὰν πρὸ
θάλασσαν , εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος . Στεφανηφόρου μετ ' ἦρος μέλομαι ῥόδον τέρεινον † σὺνεταιρεῖ ἀύξει † μέλπειν .
6630862 βροχης
καθαρὸν τῷ προσδοκωμένῳ τηρῆται φίλῳ . Κυμαῖος ἐν τῷ κολυμβᾶν βροχῆς γενομένης διὰ τὸ μὴ βραχῆναι εἰς τὸ βάθος κατέδυ
τὰς ἐννεακαίδεκα πάλιν ὁ ἀπαρκτίας , ὁ δὲ βορρᾶς μετὰ βροχῆς , ἄνεμοι χελιδόνες , καὶ Λέων ἐπιδύνει τε τοῦ
6626195 χειμερινου
. Τέμνει δὲ τοῦτον Ἥλιος ἀφ ' ἑπτακαιδεκάτης Τυβὶ μηνὸς χειμερινοῦ , τοῦ τῶν Καλάνδων λέγω , ἕως Μεχὶρ τῶν
ἐν τῇ ἡμετέρᾳ εὐκράτῳ . Ὁπόταν δ ' ἐφαψάμενος τοῦ χειμερινοῦ πρὸς ἡμᾶς πάλιν ὑποστρέφῃ , ἐπὶ τὰ ὑψηλότερα τοῦ
6625657 Ὁκοσοισι
δὲ ἁλίσκωνται πρότερον , εἶτα ἐπιγένηται τεταρταῖος , παύονται . Ὁκόσοισι δέρματα περιτείνεται καρφαλέα καὶ σκληρὰ , ἄνευ ἱδρῶτος τελευτῶσιν
προδιαγορεύσιες , οὔτε τοῦ θανάτου , οὔτε τῆς ὑγιείης . Ὁκόσοισι νέοισιν ἐοῦσιν αἱ κοιλίαι ὑγραί εἰσι , τουτέοισιν ἀπογηράσκουσι
6621277 δυεσθαι
συμμύειν ἀλλὰ καὶ τὸν καυλὸν ὁτὲ μὲν ἀναβαίνειν ὁτὲ δὲ δύεσθαι καὶ καταβαίνειν ἀπὸ δυσμῶν μέχρι μέσων νυκτῶν , ὡσαύτως
ἀλλὰ τὰ μὲν πρῶτα σημεῖα [ τῆς φυλακῆς ] φησι δύεσθαι , τὰς δὲ Πλειάδας ἀνατέλλειν . πῶς γὰρ ἂν
6618479 εἰκαδος
ζῴδιον πρῶτον : περὶ ἐλελισφάκου . Ἀπὸ Φαμενὼθ δευτέρας καὶ εἰκάδος ἤγουν Δύστρου ιηʹ , κατὰ δὲ Ῥωμαίους ἀπὸ ⌊
τοῦ φωτὸς | τῆς σελήνης . αἱ μὲν γὰρ πρὸ εἰκάδος , αἱ δὲ ἐν εἰκάδι καθαίρονται , καὶ πάλιν
6599153 ἰσημερια
. καὶ ἣ μέν ἐστιν ἐαρινή , ἣ δὲ μετοπωρινὴ ἰσημερία , ἐαρινὴ μὲν ἐν Κριῶι , ὅτε ἐφάπτεται τοῦ
ἰκτῖνος φαίνεται , καὶ βορρᾶς πνεῖ . κϚʹ . ἐαρινὴ ἰσημερία . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς τοῦ βορείου Στεφάνου
6596907 Τυβι
μῆνα ἐργάζεσθαι . [ βʹ . ] μὴν Ἰαννουάριος : Τυβί . βʹ . [ γʹ . ] Φευρουάριος :
τοῦ Ἀθὺρ ποσότης ἡμέραι γ , τοῦ δὲ Χοιάκ , Τυβί , Μεχὶρ ἀνὰ ἡμέρας β μετὰ τὴν τῶν ιβ
6594834 ἐμετου
τὸν Δία ὥσπερ οἱ τοῦ γλεύκους πιόντες ἐμπεφυσημένος τὴν γαστέρα ἐμέτου δεόμενος . ἡδέως δ ' ἄν ποθεν ἐπὶ πολλῷ
' ἑαυτήν ” . Δεύτερόν ἐστιν , ἐν ᾧ περὶ ἐμέτου διαλέγεται . ὁ δὲ ἔμετος πολλὰς ἔχει διαφοράς .
6594509 ἀνθησις
. Αἴτιον δὲ φαίνεται δι ' ὅτι πέψις τις ἡ ἄνθησις τὸ δὲ πεττόμενον ἐν μεταβολῇ τοῦ ὑπάρχοντος . Ὅσα
ἐρυσιβούμενα ὁτὲ δὲ ἐξυγραινόμενα λίαν . Εὐλόγως δὲ καὶ ἡ ἄνθησις οὐχ ἅμα πᾶσι τοῖς μέρεσι : κεχώρισται γὰρ ἐκτὸς
6591159 παγεντος
τῶν ὀφθαλμῶν τὸ πάθος , ὅπερ οὖν ὑγροῦ ἐπικλύσαντος καὶ παγέντος ἀφαιρεῖ τὴν ὄψιν αὐτούς . Κόχλος ἐστὶ θαλάττιος ,
τὰς Ἀθήνας στρατεῦσαι , Ἑλλάνικος δὲ ὁ Λέσβιός φησιν ὅτι παγέντος τοῦ Κιμμερικοῦ Βοσπόρου διέβησαν αὐτὸν καὶ ἦλθον εἰς τὴν
6590576 ἀπευθυσμενου
ἁρμόζειν δυναμένης ἐπὶ τῶν ἐχόντων ἕλκωσιν οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἀπευθυσμένου ἐντέρου , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πάσης δυσεντερίας . Εἰ
πνεύματι . Ἐντὸς περιτοναίου ἡ μήτρα κεῖται μεταξὺ κύστεως καὶ ἀπευθυσμένου , τῷ μὲν ἐπικειμένη σχεδὸν ὅλῳ , κύστεως δὲ
6587757 κρυπτονται
Ὑάδες ἀκρόνυχοι δύνουσιν . Ἐν δὲ τῇ κγῃ Εὐκτήμονι Ὑάδες κρύπτονται : καὶ χάλαζα ἐπιγίνεται , καὶ ζέφυρος πνεῖ .
δεκάτην τὸ αὐτὸ , τὴν ἑνδεκάτην πάλιν αἱ Πλειάδες τε κρύπτονται , πρὸς δὲ τὴν δωδεκάτην τοῦ Ταύρου τὸ μεσαίτατον
6586376 ἀσωδεος
τῶν θανάτων μέλανα διαχωρέει . Ὑποχονδρίων σύντασις , μετὰ κώματος ἀσώδεος , κεφαλαλγικῷ , τὰ παρ ' οὖς ἐπαίρει .
παρ ' οὖς τι ἐξερεύγεται . Ὑποχονδρίου σύντασις μετὰ κώματος ἀσώδεος καὶ κεφαλαλγίης τὰ παρ ' οὖς ἐπαίρει . Τὰ
6577222 λιψ
ἕπεται νεφέλη . Περὶ γὰρ τοὺς τόπους τούτους ὅ τε λὶψ ἀμφότερα ταχέως ποιεῖ πνέων ἀπὸ τοιαύτης ἀρχῆς , ὅ
νὶψ νιβός : ἔστιν δὲ ὄνομα κρήνης . οὕτως καὶ λὶψ διὰ τοῦ Ι . ὁ δὲ ἄνεμος λέγεται καθὰ
6566104 ὀμβρων
καὶ τὸν πλάγιον ἡ ἴυγξ αὐλόν : βούλεται δὲ τῶν ὄμβρων μιμεῖσθαι τὰς σταγόνας ὁ κόραξ . Σκορπίων μὲν ὁ
τῶν τοιούτων ἀφορμῶν οὐ τελέως ἐναργὴς ἦν ἡ περὶ τῶν ὄμβρων ἱστορία τοῖς τότε , καὶ ταῦτα τῶν ἱερέων φιλοπραγμονέστερον
6563104 ἑῳαι
ὑπὸ τοῦ ζῳδιακοῦ ἐπὶ τὰ πρὸς ἄρκτους , ἐκείνων αἱ ἑῷαι δύσεις τῶν ἑῴων ἐπιτολῶν προηγοῦνται , ὅσα δὲ ἀπολαμβάνεται
ἑῴα . Τῶν δ ' ἄλλων αἱ πλεῖσται τῶν ὀνομαζομένων ἑῷαι οἷον Πλειάδος καὶ Ὠρίωνος καὶ κυνός . Τῶν δὲ
6562663 βλαστου
χειμῶνος ὥραν ἐάσαντες πάλιν ἀναστέλλουσι τὴν γῆν κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν . ἅπασα δ ' ἡ τῆς χώρας φύσις
] γλυκέσιν ἠὲ χαμαιπίτυος : ἢ τῆς χαμαιπίτυος , τοῦ βλαστοῦ μετὰ τῶν κώνων : εἴσιν οὖν κῶνοι πίτυος οἱ
6554405 Δημοκριτῳ
εἰς υν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν : τὸ γὰρ ἰθύτρην παρὰ Δημοκρίτῳ βεβίασται : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου : μονογενῆ
ζῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς ἀκρόνυχος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος
6547131 θερινης
θερινῶν τροπῶν ἡμέραι εἰσὶν Ϙδʹ καὶ ἥμισυ , ἀπὸ δὲ θερινῆς τροπῆς μέχρι φθινοπωρινῆς ἰσημερίας ἡμέραι Ϙβʹ καὶ ἥμισυ ,
δὶς τοῦ ἔτους κατὰ κο - ρυφὴν , ἀπέχοντα τῆς θερινῆς τροπῆς ἐφ ' ἑκάτερα μοίρας με γʹ . Ἡ
6545015 βορεας
: ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις βορέας σφοδρός . Καλλίππῳ καὶ Εὐκτήμονι ἐπισημαίνει . βʹ .
κδ : . . . Αἰγυπτίοις χειμέριος περίστασις , Εὐδόξῳ βορέας ψυχρός . . . . . ἐν δὲ τῇ
6541808 ἁλμυρου
τὰ ὕδατα ἁλίζονται ἤγουν συναθροίζονται , εἴτε ἐπὶ τούτου τοῦ ἁλμυροῦ , ὃ ἡ συνήθεια λέγει τὸ ἅλας οὐδετέρως ,
κεφαλὴν συμφέρει καὶ ἡσυχάζειν καὶ διαδέσμοις χρῆσθαι τῶν ἄκρων . ἁλμυροῦ δ ' ὄντος καὶ δριμέος τοῦ ῥεύματος , ἐγχέοντα
6541428 ζεφυροι
ὑπερβολήν . κατὰ γὰρ τὴν ἐαρινὴν ὥραν παρ ' αὐτοῖς ζέφυροι καὶ λίβες παμμεγέθεις ἐκριπτοῦσιν ἐκ τῆς ἐρήμου πλῆθος ἀκρίδων
τὴν ἑῴαν : οἱ γοῦν πλείους αὐτῶν εἰσι δή που ζέφυροι . οὗτοι δ ' ἀπὸ ἑσπέρας πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα

Back