. τράγος δὲ δίψῃ συνεχόμενος ὡς ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ , θεασάμενος αὐτὴν ἐπυνθάνετο , εἰ καλὸν εἴη τὸ
ἐπὶ τῶν συνελπιζόντων χρηματιεῖσθαι , διαμαρτανόντων δέ . Λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν πονούντων περί τι μάτην .
7442114 ἀγγειον
δὲ μὴ ἔχῃ , ἐπιπλέουσιν . Τὴν γύψον ἐμβλητέον εἰς ἀγγεῖον πλατύ , εἶτα καὶ γλεῦκος ἐπιχυτέον , ὥστε ὑπερέχειν
ἀγγείῳ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ὁ Περσεύς : τὸ δὲ ἀγγεῖον ἐκεῖνο ἔσκεπε τὸ μετάφρενον αὐτοῦ . . ΓΟΡΓΟΥΣ .
7323982 ἀγγος
] χύτρας εἶδος ὁ ἐχῖνος . κατέαξ ' ἐχῖνον : ἄγγος τι χαλκοῦν , ἢ καὶ ἐκ κεράμου , ἃ
, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον : κοσμήσας δὲ τῷ
7105985 ναρθηκι
καὶ τῇ κινήϲει τὸ ἐφιϲτάμενον ἀποξύειν πάντοθεν : κινεῖν δὲ νάρθηκι λείῳ καὶ λεπτῷ καί , ἤν τι ζέϲῃ τοῖϲ
Προμηθέα κεκλοφέναι ἀπὸ τοῦ Διὸς τὸ πῦρ , βαλεῖν τε νάρθηκι καὶ τοῖς ἀνθρώποις καταγαγεῖν . τοῦτο δὲ μυθῶδες ,
7092531 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
7067905 χειλος
θεός . Εὐρείας φάρυγος , ὦ Κύκλωψ , ἀναστόμου τὸ χεῖλος : ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾶς
μοι . Μἀλλά μοι δὸς ἓν μόνον , κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον . Φθείρου λαβὼν τόδ ' : ἴσθ '
7039832 ἐπικειμενον
καὶ σύγκλητος , ἕκαστός τε ὥσπερ ἀποσεισάμενος πέλεκυν τοῖς αὐχέσιν ἐπικείμενον ὑπερευφραίνοντο : ἔς τε τὰ ἔθνη ἄγγελοι καὶ κήρυκες
. Τὸ δὲ τ ἔχον ἔμπροϲθεν αὑτοῦ ρ καὶ υ ἐπικείμενον τρυβλίον δηλοῖ , # υ . Τὸ δὲ ξ
7003159 ποτηριον
. ΙΣΘΜΙΟΝ . Πάμφιλος ἐν τοῖς περὶ Ὀνομάτων Κυπρίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν . ΚΑΔΟΣ . Σιμμίας ποτήριον , παρατιθέμενος
πιεῖν . ΟΛΛΙΞ . Πάμφιλος ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι τὸ ξύλινον ποτήριον ἀποδίδωσι . ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΝ . Ποσειδώνιος ὁ φιλόσοφος ἐν ἕκτῃ
7002961 σπηλαιον
πεδίου τὸ ὄρος ἐστὶν ἡ Ὀστρακίνα , ἐν δὲ αὐτῷ σπήλαιον , ἔνθα ᾤκησεν Ἀλκιμέδων , ἀνὴρ τῶν καλουμένων ἡρώων
τειχέων , ὡς τοῦ σηκοῦ πλησίον τοῦ τείχους ὄντος : σπήλαιον : μέλανα σκοτεινόν : ὁ Τειρεσίας : ἐκέλευσεν :
6995528 σχοινιον
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ
6927885 ὀστρακινον
γὰρ καλοῦμεν τοὺς κακὰ ὑπομείναντας πολλά : πήλινον δὲ ἢ ὀστράκινον δοκεῖν γεγονέναι πᾶσι θάνατον σημαίνει χωρὶς τῶν διὰ γῆς
χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ
6895273 ἐνεχθεν
καὶ τὸ μ κέντρον τοῦ ἐπικύκλου , τὴν μο περιφέρειαν ἐνεχθέν , τὸν εζη ἐπίκυκλον ἐπὶ τὸν πρχ μετήνεγκε ,
χρήσασθαι δὲ ἔλεγον ἱμάτιον ἢ σκεῦος . νεαρὸν νεωστὶ ὕδωρ ἐνεχθέν : ἔγκειται γὰρ τὸ ἀρύειν , πρόσφατον δὲ τὸ
6861094 πωμα
ᾧ τὰ κακὰ ἐγκέκλειστο μετὰ τῆς Ἐλπίδος ⌊ ἐπέμβαλε ⌋ πῶμα πίθοιο : πῶς ἡ γυνὴ ἐλθοῦσα ἐπὶ κακοποιΐᾳ ἐπέσχεν
, σκέψαι τόδ ' οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο θεῖον κομίζει πῶμα , Διονύσου γάνος . ὁ δ ' ἔκπλεως ὢν
6857470 κεραμεουν
πτεροῖϲ , καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐμβαλὼν αὐτὰϲ ζώϲαϲ εἰϲ ἀγγεῖον κεραμεοῦν , εἶτα περιτιθεὶϲ τῷ ϲτόματι τοῦ ἀγγείου ἀραιὸν ὀθόνιον
δὲ λαβόντες μέτρῳ τε καὶ σταθμῷ τὸ συνηγμένον εἰς ἄγγος κεραμεοῦν ἐνέβαλον , καὶ μίξαντες κατὰ λόγον τοῦ πλήθους μολίβδου
6848207 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
6812168 κητος
ῥά οἱ Τρῶες καὶ Παλλὰς Ἀθήνη ποίεον , ὄφρα τὸ κῆτος ὑπεκπροφυγὼν ἀλέοιτο . καί τινα σὺν πλαγίῳ : καί
ἰχθύος ἐπιβουλήν : ἐκείνου γὰρ θηρευθέντος , ῥᾳδίως ἀγρεύεται τὸ κῆτος , πλαζόμενον ταῖς πέτραις καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς , ὥσπερ
6729141 ἐγχεας
τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς , εἶτα θερμὴν τὴν χύτραν εἰς
καὶ πολλοὺς ἤδη παραλαβὼν ὥσπερ σὲ ἡμιμανεῖς καὶ κορυζῶντας ἀπήλλαξεν ἐγχέας φάρμακον . χαῖρε , Σώπολι , καὶ τουτονὶ Λεξιφάνην
6723955 ἱστιον
: μεταβολαὶ γίνονται ἀνέμων . ἐν χρόνῳ δὲ καὶ τὸ ἱστίον τῆς νεὼς εὐδιεινὴν ἔχει μεταβολὴν τοῦ χειμερινοῦ λωφήσαντος ἀνέμου
ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν . ἔμπρησεν δ ' ἄνεμος μέσον ἱστίον , ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ ' ἴαχε
6717116 οἰκημα
δὲ ἀράμενοι ἐκ τῶν ποδῶν κομίζουσιν ἄνω τῇ κλίμακι ἐς οἴκημα ὑπερῷον κἀκεῖ με ἄνω συγκλείουσιν . ὁ δὲ στρατιώτης
κλοπῆς : ἀδικηθείς , ὦ ἄνδρες . . . . οἴκημα : ἀντὶ τοῦ δεσμωτήριον Δείναρχος ἐν Τυρρηνικῷ ⌈ ⌉
6674403 δικτυον
ἐπ ' αὐτοὺς θήξασθαι καὶ φάρμακα ἐπιπάσαι καὶ μικρὸν ἤρκεσε δίκτυον , ὅτῳ ἀπόχρη καὶ σμικρόν τι τῆς ἀγέλης .
ἐξειλκύσαμεν : μικροῦ καὶ τοὺς φελλοὺς ἐδέησε κατασῦραι ὑφάλους τὸ δίκτυον ἐξωγκωμένον . εὐθὺς οὖν ὀψῶναι πλησίον , καὶ τὰς
6659697 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
6610150 λυχνον
ἐστι σκεῦός τι ἐν κύκλῳ ἔχον κέρατα , ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον , διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα .
τούτους λέγεις ; Προσκάλει μοι , ὦ Ἑρμῆ , τὸν λύχνον αὐτοῦ καὶ τὴν κλίνην : μαρτυρήσουσι γὰρ αὐτοὶ παρελθόντες
6560939 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
6538045 ξυλινον
ἀπέντας . Τοὺς ὦν δὴ τὰς νέας λέγοντας εἶναι τὸ ξύλινον τεῖχος ἔσφαλλε τὰ δύο τὰ τελευταῖα ῥηθέντα ὑπὸ τῆς
πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ
6529346 βοθρον
δ ' ἀμφοτέραις ἔχεν ἄορα κωπήεντα . Ἐγκύκλιαι δινεῦντο περὶ βόθρον ἔνθα καὶ ἔνθα Πανδώρη Ἑκάτη τε : συνεσσεύοντο δὲ
, δαμασκηνά , ἀμύγδαλα , φοῖνιξ , πιστάκιον . Ὀρύξας βόθρον πηχῶν δύο βάθους καὶ πλάτους τοῦ αὐτοῦ , ἢ
6517853 πλοιον
] ! τος ? ? . Θαλασσία δὲ ἀναρπάσασα τὸ πλοῖον ? ? ? ? [ ] ? Κλεάνδρου Θρασέαν
τῆς Λευκάδος πέτρας ⋮ Τῷ δὲ Φάωνι βίος ἦν περὶ πλοῖον εἶναι καὶ θάλατταν : πορθμὸς ἦν θάλασσα . ἔγκλημα
6507713 ξυλινην
ἔτρυχεν . Ὁράτιος δὲ Κάτλος , στρατηγὸς χειροτονηθεὶς , τὴν ξυλίνην κατελάβετο γέφυραν , καὶ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων διαβῆναι
ὁ ἐν τῷ χοΐ : ἐσθίομεν γὰρ χοίνικα οὐ τὴν ξυλίνην καὶ χόα πίνομεν οὐ τὸν χαλκοῦν . οὕτως δὲ
6504528 ἀγκιστρον
μοι ἐθελήσῃ πρὸς ὀλίγον χρῆσαι τὴν ὁρμιὰν ἐκείνην καὶ τὸ ἄγκιστρον , ὅπερ ὁ ἁλιεὺς ἀνέθηκεν ὁ ἐκ Πειραιῶς .
δὲ πρῶτον ἐκ τῶν κατωτέρω μερῶν . εἰ μὲν οὖν ἄγκιστρον ὑποβεβλῆσθαι τύχοι , λαβόντες ἕτερον ἄγκιστρον καὶ κατὰ τοῦ
6483362 ἀνθουν
ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων χρείαν
παρακολουθεῖ δὲ μέχρι τοῦ θέρους τὸ μὲν κυοῦν τὸ δὲ ἀνθοῦν τὸ δὲ σπέρμα τίκτον , μικρὰν ἰκμάδα καὶ κέντρον
6452821 προβατον
δὲ ἐγερθέντα ἐκ τοῦ ὕπνου ζητεῖν ἐφ ' ὃ ἀπεστάλη πρόβατον , μὴ εὑρόντα δὲ πορεύεσθαι εἰς τὸν ἀγρόνὑπελάμβανεν δὲ
ἐθελήσεις τὰ θρῖα τῶν σύκων ἐπιτρώγειν , ἀλλ ' ὥσπερ πρόβατον οὐκ ἂν ἀποσταίης τῶν ὡρίμων , οὐκ ἔστιν οὖν
6448718 ῥακος
εἰπεῖν , “ σοὶ μόνῳ δέδοται καὶ χλανίδα φορεῖν καὶ ῥάκος . ” Διονυσίου δὲ προσπτύσαντος αὐτῷ ἠνέσχετο . μεμψαμένου
οὔρῳ . Ἕτερον : τιθυμάλου ὀπὸν μέλιτι φυρήσας , ἐς ῥάκος ἐνθεὶς , προστιθέναι . Ἕτερον : σκίλλης ῥίζαν ὅσον
6446148 χαλκειον
καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται : γραφεῖον : πρεσβεῖον : χαλκεῖον , τόπος , καὶ ἑορτή : βαλανεῖον : λοφεῖον
ὑπὸ θατέρου διεφθαρμένης , ἀπὸ τύχης εἰσελθόντα τὸν Πυθαγόρειον εἰς χαλκεῖον , ἐπεὶ δείξας ἠκονημένην μάχαιραν ὁ νομίζων ἀδικεῖσθαι τῷ
6423455 βαραθρον
ἐκ πάσης με χώρας ἐκβαλεῖν ; Οὔκουν ὑπόλοιπόν σοι τὸ βάραθρον γίγνεται ; Ἀλλ ' ἥτις εἶ λέγειν ς '
ἀμπεχόνην , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς
6391721 ὀρνεον
ἂν ἐκλέψῃς καλὸν ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . Στράττις Ψυχασταῖς : αἱ δ ' ἀλεκτρυόνες ἅπασαι
ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν
6377196 ἐπιθημα
ἰσχνότης . Νίκανδρος δὲ ἀντὶ τῆς ἐκμαλθάξεως αὐτὴν τέθεικεν . ἐπίθημα ἔχειν : ἀντὶ τοῦ πῶμα ἔχειν . ἰδίως γὰρ
εὐρόουϲ ποιέειν . τέγξιϲ κεφαλῆϲ ὁκοῖον ἡ ἐν καύϲοιϲι . ἐπίθημα ἐϲ θώρηκα καὶ μαζὸν ἀριϲτερὸν ὁκοῖον ἐν ϲυγκοπῇ .
6361341 λεκανην
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τίν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς ; εἶτα θερμὴν
6331624 μοσχον
εὑρόντες δὲ ζητοῦσιν ἀποφυγεῖν . βουκόλος ἀγέλην ταύρων βόσκων ἀπώλεσε μόσχον . περιελθὼν δὲ πᾶσαν τὴν ἔρημον διέτριβεν ἐρευνῶν .
οὖν ὡς ἑορτῆς θυσίας ἰσαρίθμους ἀπέφηνε ταῖς τῶν ἱερομηνιῶν , μόσχον καὶ κριὸν καὶ ἑπτὰ ἄρνας , ἀνακερασάμενος μονάδα ἑβδομάδι
6318640 εἰσελθουσα
εἰσέλθῃς καὶ φύγωσι πάντες τὸ τέρας ἰδόντες . “ καὶ εἰσελθοῦσα θεωρεῖ ἔτι μαχομένας τὰς συντρόφους καὶ λέγει ” τί
αὐτήν . ὁ δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην , εἰσελθοῦσα δὲ ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγῶν
6304206 ἐκπωμα
: τὸ δ ' ὄνομα οὐκ ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἔκπωμα σχήματος ἀλλὰ τῆς τάξεως . ἦν δὲ Ὑγιείας ἱερά
λαβόντα δὲ τὸν Κῦρον οὕτω μὲν δὴ εὖ κλύσαι τὸ ἔκπωμα ὥσπερ τὸν Σάκαν ἑώρα , οὕτω δὲ στήσαντα τὸ
6303940 ἐνθεις
, σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία .
μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο
6293500 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
6283502 καμηλος
καταλείποντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν . κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον φθονήσασα αὐτῷ ἠβουλήθη
τὸν Κιθαιρῶνα . οὐκ ἂν γοῦν ποτε τῇ τεκούσῃ ὁμιλήσειε κάμηλος . ὁ δέ τοι νομεὺς τῆς ἀγέλης κατακαλύψας τὸν
6264780 βαψας
τῆς Ὕδρας ἀνασχίσας , καὶ τῇ χολῇ ταύτης τοὺς ὀϊστοὺς βάψας , θανατηφόρους εἰργάσατο . Ὑγιέστερος κρότωνος : ἐπὶ τῶν
γίγαρτα ἢ ῥοιᾶς κυτίνους κόψας ἐπιτίθει : ἢ σπόγγον καινὸν βάψας εἰς πίσσαν ὠμὴν κατάκαυσον καὶ λεάνας χρῶ . χρήσιμον
6259895 τευχος
ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος
, ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος
6248762 σπυριδα
εἰς τὴν τῆς τροφῆς παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη
, ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον
6230392 σωληναριον
καὶ ἐνδήσας εἰς νεῦρα γεράνου , εἶτα ὅμοιον τῷ πετάλῳ σωληνάριον ποιήσας κατάκλεισον καὶ φόρει περὶ τοὺς ἀστραγάλους μεί ,
συνήθης γίνεται . ἀπὸ δὲ τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην
6214704 δακτυλιος
τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν τι ὁ
πονηρίαν ἀφαιροῦνται τοῦ οἴνου . Ἄρτος θερμὸς ἐμβληθείς , ἢ δακτύλιος σιδηροῦς , τὸν ἰὸν ἀφαιρεῖται . Ἀμόργης ἐπὶ τρίτῳ
6210634 ξυστον
, λέγειν δὲ ὡς ἔθος αὐτοῖς χλαῖναν μὲν καλεῖν τὸ ξυστὸν , χιτῶνα δὲ τὴν ἀσπίδα . ταῖς γυναιξὶν ἐπείσθησαν
, Κόρραγον τὸν Μακεδόνα ὁπλίτην καταμονομαχήσας καὶ ἐκκρούσας αὐτοῦ τὸ ξυστὸν καὶ ἁρπάσας τὸν ἄνδρα σὺν τῇ πανοπλίᾳ , ἐπιβὰς
6205230 θηριον
Ζεὺς ὑπὸ Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς ἀξιωθείς , ὁμοίως καὶ τὸ θηρίον τοῦ εἶναι μνημόσυνον αὐτῶν καὶ τῆς πράξεως . .
φησίν , ” εἴτε ἄνθρωπός εἰμι εἴτε καὶ ἄλλο τι θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον . “ Δημόκριτος δὲ ὁ τῇ Διὸς
6204094 ἐδαφος
ᾧ καὶ διασκευάσεις τὴν παροῦσαν τύχην , ὅτι πέπτωκεν εἰς ἔδαφος , καὶ μάλιστα ἐκείνων μνημονεύσεις ἃ πρὸς τὴν χρείαν
πῦρ κατακαῖον τοὺς ἁμαρτωλούς . καὶ κατήγαγόν με εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ἀπωλείας , καὶ ἴδον ἐκεῖ τὸ δωδεκάπληγον τῆς
6192043 καταβεβηκεναι
θεὸς γεγονέναι ἢ πέτεσθαι ἢ κέρατα ἔχειν ἢ εἰς Ἅιδου καταβεβηκέναι : * * ἢ ὑπὸ κυνὸς δεδῆχθαι ἢ παρακαταθήκην
, καθώς φησιν ἡ νομοθεσία , διὰ τὸ τὸν θεὸν καταβεβηκέναι σαλπίγγων τε φωνὰς καὶ τὸ πῦρ φλεγόμενον ἀνυποστάτως εἶναι
6183399 καιεσθαι
. Ἀρεταῖος δὲ προστίθησι καὶ ταῦτα : Τὰ σπλάγχνα αὐτοῖς καίεσθαι δοκοῦσιν , ἀσώδεις , ἄποροι , οὐκ εἰς μακρὸν
ἔχουσιν αἱ κανηφόροι ἀπιοῦσαι εἰς τὰ Ἐλευσίνια ὑπὲρ τοῦ μὴ καίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου . δίδωσι δὲ αὐτῷ τοῦτο ,
6182786 λινουν
ἁπάντων ὀρθῶϲ πραχθέντων . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ῥάκοϲ ἁπλοῦν λινοῦν , ὅϲον τὸ μέγεθοϲ τοῦ τραύματοϲ , ῥοδίνῳ δεύϲαντεϲ
παρειῶν ἐρύθημα εὔχρουν ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οἶνον , τὸ δὲ λινοῦν τοῦτο χιτώνιον ἀντιλάμπει ταῖς παρειαῖς , τὰ δὲ χείλη
6168584 συντριψας
ναύκληρος ἀποθύει τις εὐχήν , ἀποβαλὼν τὸν ἱστὸν ἢ πηδάλια συντρίψας νεώς , ἢ φορτί ' ἐξέρριψ ' ὑπέραντλος γενόμενος
καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψας ἰσοδίαιτον τοῖς πολλοῖς ἐποίησεν , καὶ τὸ μὲν τραγικὸν
6156518 νηχεσθαι
πλωίδες δὲ ὄρνιθες καλοῦνται διὰ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτὰς νήχεσθαι τῆς Ἀρκαδίας , ἃς Ἡρακλῆς ἀπεδίωξεν . Στύμφηλος δὲ
. ῥητέον τοίνυν νεῖν διανεῖν , παρανεῖν καὶ παρανέοντες , νήχεσθαι παρανήχεσθαι διανήχεσθαι , διακολυμβᾶν κατακολυμβᾶν , ἐπικυματίζειν , ἐπιπολάζειν
6154444 λεβητα
διελέγχων δύο φησὶ στύλους εἶναι καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα ἑστάναι , ἐπὶ θατέρου δὲ παῖδα κρατοῦντα μάστιγα ,
τοῦ κήτους ἀφλέκτοις . . . . * λέβητος : λέβητα τὸ κῆτος λέγει καὶ ἀφλόγους ἐσχάρας * τὴν ἐν
6151969 γειον
ποῦ βάλλεις ; σκέψαι , εἰ κεκάθαρται τὸ ἀγ - γεῖον . ἂν γὰρ εἰς τὴν οἴησιν αὐτὰ βάλλῃς [
ἡμέρᾳ εἴων φέρεσθαι τὸ ὕδωρ εἴς τι παρακείμενον ἀγ - γεῖον , ἕως ἂν ὅλον τὸ σῶμα τοῦ ἡλίου πρώτως
6150000 ὑδωρ
γὰρ θάλασσά ἐστιν ἑξῆς πολλὴ κειμένη . Τὸ δὲ ἁλμυρὸν ὕδωρ αὐτὸ τὸ Λιγυστικὸν πέλαγος . Τούτῳ γὰρ συναπτέον τὸ
τὸ μὲν πῦρ θερμόν ἐστι καὶ ξηρὸν , τὸ δὲ ὕδωρ ὑγρὸν καὶ ψυχρόν . ἀεὶ μὲν οὖν κατὰ γῆς
6139216 ὑποκαιε
καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ ἡ διὰ
ἐπὶ ἡμέρας ζʹ . Εἶτα μετάβαλλε ἐν λοπάδι , καὶ ὑπόκαιε ὥρας γʹ . Εἶτα ἀπόξυσον τὴν ἄχλην , καὶ
6132056 λοπαδα
θεῖον καὶ τὸ αὐτὸ ποίει , ἄχρις ἂν πληρώσῃς τὴν λοπάδα , εἶθ ' ὑπόκαε : ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου
τοιοῦτος : μετὰ τὸ ἐξυμενιάσαι τὸ στέαρ λεαίνεται καὶ εἰς λοπάδα ἐμβληθὲν τήκεται , ἁλὸς ὀλίγου καὶ λεπτοῦ προσεμπασθέντος ,
6110619 καιομενον
εἰ δὲ χρονίϲοι , καὶ αὐτοῦ τοῦ δέρματοϲ ἅπτεται , καιόμενον δὲ λεπτομερέϲτερον γίνεται . Ἀρτεμιϲίαι ἀμφότεραι θερμαίνουϲι μὲν κατὰ
κτήμασι τοῦ δυνατοῦ πλούτου οὕτω διαλάμπει ὡς ἐν νυκτὶ πῦρ καιόμενον . ἄριστον μὲν ὕδωρ : ἀρχὴ γὰρ τῶν ὅλων
6107350 βρεχεσθαι
τὴν ταχεῖαν χρήσιμα πτῆσιν : πυκνὰ δὲ καὶ οὐδαμῶς πεφυκότα βρέχεσθαι περισκέπει τοὺς ἀμφιβίους , ὥστε νήχεσθαι αὐτοῖς ἀδιαβρόχοις ἐξεῖναι
πολυπράγμων ὁ φροντιστής . τέγγεσθαι . ἐνδιδόναι , εἴκειν , βρέχεσθαι . σμινύην . σκαφίον . τινὲς δὲ ἀξίνην ἐκ
6101167 ἐπνιξε
ποιήσειεν , οὐ δυνήσεται ἐξ αὐτῆς χωρέειν τὸ ἔλαιον , ἔπνιξε γὰρ τὴν ὁδὸν τὸ ἄλειφα , ἅτε πολλὸν καὶ
, καὶ περιθεὶς τὴν χεῖρα τῷ τραχήλῳ κατέσχεν ἄγχων ἕως ἔπνιξε , καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκόμιζεν εἰς Κλεωνάς
6083410 δρεπανον
, πῶς δεῖ ταῦτα μετέρχεσθαι . δέδωκε δὲ αὐτοῖς καὶ δρέπανον κεχαραγμένους ὀδόντας ἔχον καὶ ὑπέθετο τούτοις πάντα τὰ τεχνάσματα
ὁ Κρόνος ἐξέτεμε κἄνπερ ὁ Λυκόφρων φαίνηται νῦν τὸ Κρονοτόμον δρέπανον λέγων . τὸ δὲ δρέπανον παρὰ Σικελοῖς ζάγκλον καλεῖται
6075138 ἁλιευς
εἴποις γ ' ἂν αὐτοὺς ἀρτίως ἡλωκέναι . εἶθ ' ἁλιεὺς ὢν ἄκρος σοφίαν ἐπὶ μὲν παγούροις τοῖς θεοῖς ἐχθροῖσι
δυσέρωτές εἰσιν , ἐξ ὧν ποθοῦσιν ἐκ τούτων ἁλίσκονται . ἁλιεὺς γὰρ ἀνὴρ αἰγὸς δορᾷ ἑαυτὸν περιαμπέχει , σὺν αὐτοῖς
6070892 βαλλει
: Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν
αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν
6066708 ἡλατο
σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ ' αἰνῶς : ἥλατο δ ' ἐς τάφρους , ὅππως φύγῃ αἰπὺν ὄλεθρον
τῆς νεὼς ἐπήδησεν . οὕτως δὲ , φησὶ , βίᾳ ἥλατο ὡς καὶ ὕδωρ ἀναδοθῆναι : τὸ ἑξῆς : δύσφημος
6047830 κατακλινας
, ἐλατήριον ἡλίκον ὀρόβου γάλακτι γυναικείῳ διείς , ὕπτιον δὲ κατακλίνας ἐν τῷ χείλει τῆς ἐμβάσεως τοῦ βαλανείου ἔνσταζε ταῖς
ἄκρας τῆς στροβίλης καὶ αὖθις διὰ τῆς φύσιγγος , ὕπτιον κατακλίνας τὸν ἄνθρωπον , κατοπτῆρι κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ
6033836 πηλον
, τὴν τρίχα . τὸ κο μικρόν . Κάπηλος : πηλὸν τὸν οἶνον λέγουσιν Ἴωνες τὸν πάλλοντα καὶ βλάπτοντα τὰς
. Καὶ τοῦτο αὖ πάλιν Αἴσωπος λέγει : τὸν γὰρ πηλὸν αὐτῷ ὁ Προμηθεύς , ἀφ ' οὗ τὸν ἄνθρωπον
6016422 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
6014853 καμινον
ἢ ὄφιν νεκρὸν βαλὼν εἰϲ χύτραν καὶ γυψώϲαϲ δὸϲ εἰϲ κάμινον καυθῆναι καὶ τὴν ϲποδὸν αὐτοῦ μῖξον τήλεωϲ ἴϲῳ καὶ
τρίτον σκευάζεται οὕτω : λίθον τὸν λεγόμενον πυρίτην συνθέντες εἰς κάμινον καίουσιν ὡς τίτανον ἐφ ' ἡμέρας πλείονας , ὅταν
6014039 χαλκιον
ἐφάψηται ” . ἡ παροιμία δὲ οὔ φησιν εἰ μὴ χαλκίον ἕν , ἀλλ ' οὐ λέβητας ἢ τρίποδας πολλούς
καλῇ , πέρας ποιεῖ λαλιᾶς : τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἢν παράψηθ ' ὁ
6013414 βαλανειον
: τρόπος γάρ τις ἀποθεραπείας ἐστὶ τῆς τροφῆς καὶ τὸ βαλανεῖον , ἀναρμόστως μὲν ἐν συνεχεῖ σεισμῷ , τοῖς δὲ
πυροταμεῖον καὶ πρυτανεῖον : διφθογγογραφεῖται δὲ ἢ τῷ λόγῳ τοῦ βαλανεῖον ἢ ὅτι εὕρηται κατὰ διάστασιν πρυτανήϊον . Ἀκάμας ]
6007563 τεγος
μὲν αὐτοῦ κατέλιπον δεδεμένην , αὐτὸς δὲ ἀνελθὼν ἐπὶ τὸ τέγος ἐβόων τε καὶ τοὺς ἑταίρους συνεκάλουν . ἐπεὶ δὲ
τιν ' ἴσως τρόπον εἰκότως οὐκ εὐπορῶν ἀργυρίου , ἢ τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι , ἢ ὑποδύοιθ ' ὑπὸ
5998298 πορθμειον
ἑορτή : βαλανεῖον : λοφεῖον ἡ θήκη τῆς περικεφαλαίας : πορθμεῖον : μουσεῖον : βραβεῖον : φορεῖον : πορεῖον ἀντὶ
Κερκόρου , δράκοντα τὸν φύλακα . Ὁρκίζω σε εἰς τὸ πορθμεῖον ἐκεῖνο , καὶ δι ' Ἀχέροντα ναυτίλον . Ὁρκίζω
5993274 ἑλος
κόσμον ἀμφιθεῖσά μοι , παρ ' ἄκρα ποταμοῦ λάσιον εἰς ἕλος δασύ : Μαριὰμ δ ' ἀδελφή μου κατώπτευεν πέλας
, πρῶτος ὁ Μαξιμῖνος ἅμα τῷ ἵππῳ ἐμβαλὼν ἐς τὸ ἕλος , καίτοι ὑπὲρ γαστέρα τοῦ ἵππου βρεχομένου , τοὺς
5992135 ὑνιν
ἀγροῖς ἄφετος , ἀτριβὴς ζεύγλης , κάμνοντι καὶ σύροντι τὴν ὕνιν ταύρῳ “ τάλας ” ἐφώνει “ μόχθον οἷον ὀτλεύεις
γύροις ὑποδέξεαι ἔρνεα καλά , εὖ δ ' ἐν ἀεργηλοῖσιν ὕνιν πήξειας ἀρούραις . αὕτως δ ' εἰαρινοῖσιν ἐν Ἰχθύσιν
5989887 βαλαντιον
ὁδοῦ προσῆλθέ τε εὐθὺς καὶ τὰ φυκία ἀφελὼν εὑρίσκει τὸ βαλάντιον ἀργυρίου μεστόν . Τοῦτο ἀνελόμενος καὶ εἰς τὴν πήραν
, πολλάκις δὲ ἀναχθεὶς πράσει τε τῇ τῶν φορτίων τὸ βαλάντιον ηὐξηκὼς πῶς οὐκ ἂν μετὰ Τύχης ἧφθαι τῆς ἐμπορίας
5986702 ἐμβαλων
. ἐπὶ δὲ τούτοις Κάσσιος φθάνει Δολοβέλλαν ἐς τὴν Συρίαν ἐμβαλὼν καὶ σημεῖα τῆς ἡγεμονίας ἀνέσχε καὶ δυώδεκα τέλη στρατοῦ
γεγενῆσθαι . καὶ ὁ Ἑτοιμοκλῆς τοίνυν ἐδόκει μοι τὴν ἐπιστολὴν ἐμβαλὼν ἐς τὸ μέσον ὥσπερ τι μῆλον οὐ μείω τῆς
5979583 δωματιον
αἵματος τοὺς δακτύλους προσέγραψεν . καί πού τις αὐτῷ κατεσημήνατο δωμάτιον τὰ τιμιώτατα ἔχον . καὶ τοὺς μὲν ἐπῄνει σφόδρα
χειρὸς λαβόμενος τοῦ Δοκεια - νοῦ ὁ στρατοπεδάρχης εἰς τὸ δωμάτιον εἴσεισιν , ἐν ᾧ ὁ Οὐρσέλιος ἐνεκέκλειστο , καὶ
5977192 ῥεον
, παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν
. λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει .
5969003 πανδοκειον
ἐοίκαμεν γὰρ ἀντὶ περιστερᾶς ἔχειν φάτταν , ὑπὲρ οἰκίας εὑρόντες πανδοκεῖον . Λόγος τις διεφοίτα λέγων τοὺς Σωκράτους λόγους ἐοικέναι
. Πανδοχεῖον οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ διὰ τοῦ κ , πανδοκεῖον καὶ πανδοκεύτρια καὶ πανδοκεύς . Τὴν φθεῖρα λέγουσί τινες
5958945 κρανος
ὑπερασπίζειν , μικράσπιδα . κρανοποιός κρανοποιία , κρανουργός κρανουργία , κράνος . θωρακοποιία θωρακοποιός , θώραξ , θωρακοφόρος , τεθωρακισμένος
στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν , ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος : ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα , παραγίνεται
5945306 ἀροτρον
ἐπὶ χρυσείης γενεῆς ἐντύνεαι ἔργα γαῖαν ἐπὶ ζείδωρον ἄγων εὐκαμπὲς ἄροτρον , ἢ γύροις ἔνι κλῆμα Μεθυμναίου λελίησαι κατθέμεναι ,
τῶν ἄγαν μεθύσων . Καὶ πάλιν : Ἡ γραῦς τὸ ἄροτρον ἐκπίνουσα , φησί , οἷα κακὸ τὴν γῆν ἀναστρέφει
5944233 ἀμφορεα
καθάπερ οὐκ ἐνδέχεται τὸν οἶνον οἶνόν τε ἅμα εἶναι καὶ ἀμφορέα κεραμεοῦν ἢ τὸν κεραμεοῦν ἀμφορέα ἀγγεῖόν τε ἅμα καὶ
μικρόν Ἕλληνες . ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς
5940131 βαλων
γογγύλων πετρῶν ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν διώσηι ῥαιδίως Λίγυν στρατόν . “ ὥσπερ οὐν κρεῖττον
' εὐδίφου χειρὸς ἐλεγχομένας . αὐαλέου δ ' ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ
5933910 ἐλυτρον
Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι
τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ
5928995 ἀντρον
. Ἔνιφεν ὁ Ζεύς : αἰπόλος δέ τις φεύγων εἰς ἄντρον εἰσήλαυνε τῶν ἀοικήτων τὰς αἶγας ἁδρῇ χιόνι λευκανθιζούσας .
ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδίαν προσηνεστάτην . εἰς τοῦτο οὖν τὸ ἄντρον τὸν Ἄμμωνα παραγενόμενον παραθέσθαι τὸν παῖδα καὶ παραδοῦναι τρέφειν
5928979 ἐγχει
αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚 ἐγχεῖ τὰ πτερὰ βιαίως ἀντὶ τοῦ διείρει
αὐτοῦ . οὐ γὰρ ἐγὼ κρίνομαι τήμερον , οὐδ ' ἐγχεῖ μετὰ ταῦθ ' ὕδωρ οὐδεὶς ἐμοί . τί οὖν
5928549 ξυλον
τέκτονος πρὸς τὴν τῆς θύρας γένεσιν . ὥσπερ οὖν τὸ ξύλον πρὶν εἰδοποιηθῆναι οὐκ ἄν τις ὀνομάσοι θύραν , οὕτως
ἂν ἐκ κλίνης , εἰ λάβῃ σηπεδόνα βλάστημα , τὸ ξύλον οὐ κλίνη , γίνεται δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος
5928300 λινον
θηρὸς ὅτι τάχιστα , μὴ καὶ θυμήνας ῥήξῃ τότε τὸ λίνον ἐνδακὼν ἢ καὶ διασπάσῃ τοῖς ὄνυξι καὶ ἀποδρὰς οἴχηται
κλωστῆρα . . . λίνου ] ἐν περιφράσει τὸν κλωστὸν λίνον . ἄκου ' ] ἀντὶ τοῦ πείσθητι . τιμήσας
5927883 ἑρπετον
ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως
κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ
5926366 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
5924629 πωμασας
ἔμβαλε , ὡς ὑπερέχειν τῶν βοτρύων τὸ ὕδωρ , καὶ πωμάσας ἐπιμελῶς καὶ γυψώσας , ἀπόθου εἰς τόπον ψυχρὸν καὶ
εἰς ἄγγος κεραμεοῦν : καὶ θεὶς ἐπὶ τὸ πῦρ ἕψε πωμάσας τὸ ἄγγος καὶ βλέπε ἐκ διαλειμμάτων τινῶν : ὅταν
5922232 ὑδριαν
καὶ αὕτη δᾷδα ἔχουσά ἐστιν , Ἁγνὼ δὲ τῇ μὲν ὑδρίαν , ἐν δὲ τῇ ἑτέρᾳ χειρὶ φιάλην : Ἀγχιρόης
Νομάδων τινὲς οὐδὲν ἄλλο κέκτηνται ἢ κύλικα καὶ μάχαιραν καὶ ὑδρίαν , καὶ ὅτι οἰκίας ἔχουσιν ἐξ ἀνθερίκου πεποιημένας μικρὰς
5919336 κορωνην
ὁ ἀγαθὸν τέλος τοῖς φθάσασιν ἐπιθεὶς χρυσέην ἐπιθεῖναι τῷ παντὶ κορώνην λέγεται . χρυσὸς Κολοφώνιος : οἱ Κολοφώνιοι τὸν κάλλιστον
ἐπιβλῆτες , βαλανάγραι , ὀχεῖς . τὸν δὲ ὀνομαζόμενον κόρακα κορώνην Ὅμηρος καλεῖ . εἰσιόντων δὲ πρόθυρα καὶ προπύλαια .
5914975 σιδηριον
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ
5909796 ἀμολυντον
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς
5908871 λιθον
ἔτι δὲ καὶ ἄλλο προστίθησι τεκμήριον λέγων : ἐάν τις λίθον ἢ ἄλλο βάρος ἔχον ἀφῇ ἀποσχὼν τῆς γῆς ὅσον
τοῦ χωνιδίου ὑποκάτω κελεύουσι τίθεσθαι , δηλονότι τοῦ ἔχοντος τὸν λίθον τοῦ ὑποκάτω . Ἄλλοι δὲ ἑνὶ τῶν τριῶν μόνον
5903943 ἀσβεστον
ῥοῦν καὶ ἄλφιτα τρίψας μετ ' ὄξους κατάπλασσε : κονίαν ἄσβεστον κηρωτῇ μιγνὺς καὶ εἰς ὀθόνιον ἐμπλάσσων ἐπιτίθει . τὰ
μάζας , δελέαζε . Ἄρτον γυρίτην καὶ τυρὸν αἴγειον καὶ ἄσβεστον μίξας ὁμοῦ κόπτε , καὶ ἐπίχεε θάλασσαν , καὶ
5892815 καταβας
κυβιστήσας ἕλκεται καὶ ὑπὸ τοῦ μολύβδου πρὸς τὸν βυθόν , καταβάς τε καὶ τὸ ἔλαιον ἀποπτύσας ὁρᾷ διὰ τοσαύτης αὐγῆς
ἀνδρῶν τε θεῶν τε Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζετο πιδηέσσης οὐρανόθεν καταβάς : ἔχε δ ' ἀστεροπὴν μετὰ χερσίν . Ἶριν

Back