δὲ ὁ τένθης Ἀρχέστρατος συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι ἐλεφάντινον τάριχος , διαβόητον ὄν : σκυτίνῃ ποτ ' ἐν
τοῦ φιλοσόφου ἐγκεχαράχθαι τῇ διανοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς Πελοπίδαις τὸν ἐλεφάντινον ὦμον . τί δὴ μετὰ ταῦτα ὁ πάνσοφος Πλάτων
7593946 χαλκουν
σιδήρου καὶ ἐν τοῖς πολέμοις χρῆσιν . τοῦτο δὴ τὸ χαλκοῦν γένος ἐκ μελιᾶν εἶπε φῦναι , Δωρικῶς , ἀντὶ
τὸν θύλακον , ἀνέκραγ ' ὁ κῆρυξ μὴ δέχεσθαι μηδένα χαλκοῦν τὸ λοιπόν : “ ἀργύρῳ γὰρ χρώμεθα . ”
7527449 πορφυρουν
τὸ μὲν πρῶτον φοινικοῦν , τὸ δὲ δεύτερον ἁλουργὲς καὶ πορφυροῦν , τὸ δὲ τρίτον κυάνεον καὶ πράσινον . μήποτ
ἡμέρας μεταβάλλειν τὸ χρῶμα , πρωῒ λευκόν , κατὰ μεσημβρίαν πορφυροῦν , ὀψὲ δὲ φοινικοῦν : ῥίζα λευκή , εὐώδης
7408128 χρυσεον
τις ἐλθὼν μετὰ ἀσφαλείας γεωργῇ ; ποῦ δὲ εὕρῃ τὸ χρύσεον εἰρήνης πρόσωπον ; ποῖον γῆς μέρος ἐραστὰς οὐκ ἔχει
. ὑμνωιδούς τε κόρας ἤλυθεν ἑσπέριόν τ ' ἐς αὐλὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων , δράκοντα πυρσόνωτον
7388937 χρυσουν
πολεμικῶς κεκοσμημένος , κλίνη χρυσῆ στρωμναῖς πολυανθέσι κατεστρωμένη , φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν , ἐφ ' οἷς Περσεὺς ὁ δυστυχὴς
πεμφθῆναι κριὸν τοῖς παισί φασιν ὑπὸ Διὸς ἔχοντα τὸ ἔριον χρυσοῦν , καὶ ἀποδρᾶναι σφᾶς ἐπὶ τοῦ κριοῦ τούτου .
7371803 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
7354512 κρανος
ὑπερασπίζειν , μικράσπιδα . κρανοποιός κρανοποιία , κρανουργός κρανουργία , κράνος . θωρακοποιία θωρακοποιός , θώραξ , θωρακοφόρος , τεθωρακισμένος
στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν , ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος : ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα , παραγίνεται
7266112 πεταλον
οὐ γὰρ ἔρνος , οὐ κλάδον , ἀλλ ' οὐδὲ πέταλον ἐφεῖται τεμεῖν ἢ καρπὸν ὁντινοῦν δρέψασθαι , πάντων διαφειμένων
ἡμῶν γενομένῳ : καὶ ἔσται χρυσός . Τοῦτο κατάθες γενόμενον πέταλον εἰς ὄξος καὶ χάλκανθον καὶ μίσυ καὶ στυπτηρίαν καὶ
7248188 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
7230515 πεποιημενον
βοείαϲ , πάλιν δὲ μετὰ χρόνον νᾶπυ καὶ ϲῦκα τρίψαϲ πεποιημένον ἐκ τούτου κολλούριον ἐντιθέναι ἐπὶ ὥραϲ δύο κἄπειτα ἐξελέϲθαι
τῷ λόφῳ πόλις τε ἦν Ἀκακήσιον Ἑρμοῦ τε Ἀκακησίου λίθου πεποιημένον ἄγαλμα καὶ ἐς ἡμᾶς ἐστιν ἐπὶ τοῦ λόφου ,
7182615 ἐκπωμα
: τὸ δ ' ὄνομα οὐκ ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἔκπωμα σχήματος ἀλλὰ τῆς τάξεως . ἦν δὲ Ὑγιείας ἱερά
λαβόντα δὲ τὸν Κῦρον οὕτω μὲν δὴ εὖ κλύσαι τὸ ἔκπωμα ὥσπερ τὸν Σάκαν ἑώρα , οὕτω δὲ στήσαντα τὸ
7168241 ῥοπαλον
τῆς ἀθλήσεως μελέτην , ἔτι δὲ διὰ τὴν περὶ τὸ ῥόπαλον ἰδιότητα τὴν πρόσοψιν Ἡρακλεωτικὴν εἶχεν . ὡς δ '
ἀγροτέρης Διονύσιος αὐτὸς ἐλαίης χλωρὸν ἀπὸ ⌋ δρεπάνῳ θῆκε ταμὼν ῥόπαλον . * ! ! ! ! ! ! !
7157347 ποτηριον
. ΙΣΘΜΙΟΝ . Πάμφιλος ἐν τοῖς περὶ Ὀνομάτων Κυπρίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν . ΚΑΔΟΣ . Σιμμίας ποτήριον , παρατιθέμενος
πιεῖν . ΟΛΛΙΞ . Πάμφιλος ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι τὸ ξύλινον ποτήριον ἀποδίδωσι . ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΝ . Ποσειδώνιος ὁ φιλόσοφος ἐν ἕκτῃ
7134083 ξυστον
, λέγειν δὲ ὡς ἔθος αὐτοῖς χλαῖναν μὲν καλεῖν τὸ ξυστὸν , χιτῶνα δὲ τὴν ἀσπίδα . ταῖς γυναιξὶν ἐπείσθησαν
, Κόρραγον τὸν Μακεδόνα ὁπλίτην καταμονομαχήσας καὶ ἐκκρούσας αὐτοῦ τὸ ξυστὸν καὶ ἁρπάσας τὸν ἄνδρα σὺν τῇ πανοπλίᾳ , ἐπιβὰς
7133651 περικαλλες
καὶ τὸ ξένον , ἔτι δὲ τὸ καινόν τε καὶ περικαλλὲς τῆς ἀφηγήσεως : δεῖ γὰρ δύο τούτους ποιήσασθαι σκοπούς
χρέος ὅττι κεν εἴπω , καί κέν τοι ὀπάσαιμι Διὸς περικαλλὲς ἄθυρμα κεῖνο τό οἱ ποίησε φίλη τροφὸς Ἀδρήστεια ἄντρῳ
7120859 στεμμα
καὶ ἐπίκρανον , περίκρανον : περίκρανον δὲ οἱ παλαιοὶ τὸ στέμμα ἐκάλουν , καὶ ποτίκρανον τὸ προσκεφάλαιον οἱ κωμικοί .
, θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ ἱκεσία τῷ Ἀπόλλωνι
7070990 στρουθιον
θέλοιμεν , πέπερι καστορίῳ συμπλέξομεν : εἰ δὲ μᾶλλον , στρούθιον πυρέθρῳ ἢ σταφίδι ἀγρίᾳ μετὰ πεπέρεως : εἰ δὲ
. Ὦ μάκαρ ἥτις ἔχους ' ἐν δώματι * * στρούθιον ἀεροφόρητον λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον
7056073 κρατηρ
: περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ
ὥστε κατὰ λόγον τρίτον τῷ Διὶ σπένδεταί τε καὶ ὁ κρατὴρ τρίτος τίθεται . Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καὶ Διὸς σωτῆρος σπονδὴ
7046024 δεπας
δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ Σωσίβιος καὶ
τράπεζαν ἀργυρέην Κάδμοιο θεόφρονος : αὐτὰρ ἔπειτα χρύσεον ἔμπλησεν καλὸν δέπας ἡδέος οἴνου . αὐτὰρ ὅ γ ' ὡς φράσθη
7016848 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
6994066 ὑος
τὸ ἐντελὲς ὀνομαζόμενον δεῖπνον , μία ὄρνις ἑκάστῳ καὶ κρέας ὑὸς καὶ λαγῷα καὶ ἰχθὺς ἐκ ταγήνου καὶ σησαμοῦντες καὶ
ταυτησί , ἔτι βαθέος ὄρθρου , Ἱπποκράτης , ὁ Ἀπολλοδώρου ὑὸς Φάσωνος δὲ ἀδελφός , τὴν θύραν τῇ βακτηρίᾳ πάνυ
6973995 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
6971662 ξυλινον
ἀπέντας . Τοὺς ὦν δὴ τὰς νέας λέγοντας εἶναι τὸ ξύλινον τεῖχος ἔσφαλλε τὰ δύο τὰ τελευταῖα ῥηθέντα ὑπὸ τῆς
πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ
6888490 χαλκεον
ἀκόντισεν Ἰδομενῆος : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος , αἰχμὴ δ ' Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
ἀποκτείνῃ . Δείσας δὲ ὁ Ἀκρίσιος , ὑπὸ γῆν θάλαμον χάλκεον κατασκευάσας , Δανάην τὴν αὑτοῦ θυγατέρα ἐφρούρει . Ταύτης
6858373 πεδιλον
ἐπ ' ἰλύος , ἄλλο δ ' ἔνερθε κάλλιπεν αὖθι πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσι καθάπερ φησὶν Ἀπολλώνιος . ἰδὼν οὖν ὁ
δὲ πτερόν , ὃς δὲ φαρέτραν : χὢ μὲν ἔλυσε πέδιλον Ἀδώνιδος , οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ ,
6818706 σκηπτρον
” ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι , καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον δρέψασαι , θηητόν : ἐνέπνευσαν
καὶ Ἴωσιν εἴληπται ἀντὶ τῆς παρά : Ὅμηρος ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , καὶ ἡ Δωρικὴ παροιμία τὸν λίθον
6812029 βοος
καὶ ἰδοὺ περισπᾶται καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , βοός γάρ : καὶ ἐπὶ ἄλλων δὲ εἰς ους τρέπουσι
τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . .
6795404 σκυτινῃ
τὰς τρίχας καθειμέναι . ἥξει δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη
- λάκῳ : νῦν τῇ ἀρτοθήκῃ . . τῇ ἀρτοθήκῃ σκυτίνῃ . Θ . ἐν τῇ ἀρτοθήκῃ . . .
6757029 κατεθηκε
ἐκέλευσε . Τίτος εἴδωλον αὑτοῦ κατασκευάσας καθεύδοντος ἐν τῷ οἴκῳ κατέθηκε καὶ αὐτὸς μὲν ἐπιβὰς ἀκατίου λαθὼν ἔφυγεν , οἱ
ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι δόμον κάτα δαινυμένοισι : τὸν κατέθηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν ἀντίον , ἔνθα δ '
6746961 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
6741652 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
6723847 σκαφειον
πρόσταγμα τοῦ βασιλέως , καὶ ἅμα ταῦτα λέγων ἀνέτεινε τὸ σκαφεῖον καὶ πατάξας τὴν κεφαλὴν ἀπέκτεινε τὸν Ῥέμον . [
. παρὰ τὴν ἄμην δὲ εἴρηται : ἄμη γάρ ἐστι σκαφεῖον πλατύ . βούλεται δὲ εἰπεῖν ὅτι διαστέλλοντες τὸν κάχληκα
6723503 ὀρνεον
ἂν ἐκλέψῃς καλὸν ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . Στράττις Ψυχασταῖς : αἱ δ ' ἀλεκτρυόνες ἅπασαι
ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν
6717983 εὐμεγεθες
κρήνης κάτωθεν παιδίον . λευκὸν ἦν τὸ παιδίον καὶ μετρίως εὐμέγεθες , καὶ χρυσοειδεῖς αὐτῷ κόμαι τὰ μετάφρενα καὶ τὰ
. ἔστι δὲ τοῦ λωτοῦ τὸ μὲν ὅλον δένδρον ἴδιον εὐμέγεθες ἡλίκον ἄπιος ἢ μικρὸν ἔλαττον : φύλλον δὲ ἐντομὰς
6710538 ἐνδυμα
. σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον ,
τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες
6695598 κηριον
νοϲήματοϲ καὶ ῥώμην τῆϲ τοῦ κάμνοντοϲ δυνάμεωϲ . καὶ τὸ κηρίον δὲ κόλποϲ ὂν ϲυριγγώδηϲ μελιτώδει περιρρεόμενοϲ ὑγραϲίᾳ τῇ τῶν
καὶ πλείονος ἀντιτυπίας μετέχουσιν . ἕτερον δὲ παρὰ ταῦτα τὸ κηρίον οὕτω καλούμενον πέφυκεν , ὄγκος τις ὢν περὶ τὸ
6694518 προβατον
δὲ ἐγερθέντα ἐκ τοῦ ὕπνου ζητεῖν ἐφ ' ὃ ἀπεστάλη πρόβατον , μὴ εὑρόντα δὲ πορεύεσθαι εἰς τὸν ἀγρόνὑπελάμβανεν δὲ
ἐθελήσεις τὰ θρῖα τῶν σύκων ἐπιτρώγειν , ἀλλ ' ὥσπερ πρόβατον οὐκ ἂν ἀποσταίης τῶν ὡρίμων , οὐκ ἔστιν οὖν
6692031 ταυρον
ὑπέκαιε ζῶντας , τούτῳ διαφερούσης τῆς κατασκευῆς ταύτης παρὰ τὸν ταῦρον , τῷ καὶ θεωρεῖσθαι τοὺς ἐν ταῖς ἀνάγκαις ἀπολλυμένους
καὶ τὸν θεὸν ἀνελεῖν αὐτοῖς , ἢν θύοντες τῷ Ποσειδῶνι ταῦρον ἀγελαστὶ τοῦτον ἐμβάλωσιν εἰς τὴν θάλατταν , παύσεσθαι .
6687015 ξοανον
θέας ἄξιος : ἐνταῦθα ἀναθήματα κεῖται καὶ ἄλλα καὶ Ζεὺς ξόανον , δύο μὲν ᾗ πεφύκαμεν ἔχον ὀφθαλμούς , τρίτον
, τὴν ἐν Λακεδαίμονι Ὀρθίαν τὸ ἐκ τῶν βαρβάρων εἶναι ξόανον : τοῦτο μὲν γὰρ Ἀστράβακος καὶ Ἀλώπεκος οἱ Ἴρβου
6673024 ἀργυρεον
οἱ κάλαμοι ἐμπεπήγασιν , ὡς τό : ἐπὶ δ ' ἀργυρέον ζυγὸν ἦεν καὶ τὰς τῶν ἐρεσσόντων καθέδρας , καὶ
οἱ κάλαμοι ἐμπεπήγασιν , ὡς τό : ἐπὶ δ ' ἀργυρέον ζυγὸν ἦεν καὶ τὰς τῶν ἐρεσσόντων καθέδρας , καὶ
6669121 κερασφορον
γὰρ αὐτὴν προσειρήκασι , πλέον μετέχουσαν θηλύτητος , καὶ τὸν κερασφόρον αὐλὸν ἀνῆψαν αὐτῇ τῷ τε μηνοειδεῖ τοῦ σχήματος παραπλήσιον
. * δολόεντα : ἐπιβάλλοντα * κεράστην : διὰ τὸ κερασφόρον * μάθοις : ἔμαθες * ἠύτ ' : καθάπερ
6656644 σχοινιον
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ
6653721 συος
τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου
εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ
6647907 ἡψε
: λαβὼν δὲ τῆς ὑπουργίας χάριν τὴν τῶν τόξων δωρεὰν ἧψε τὴν πυράν . εὐθὺς δὲ καὶ κεραυνῶν ἐκ τοῦ
] ον ἄγαλμαπαρ [ [ ] πυρὸς ? ? ? ἧψε φάος βρ [ [ ] γμα γαιματρ ! [
6581390 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
6578289 χηνα
παῖδα εἰς τὸ φρέαρ ἐμβαλὼν ἔφη πρὸς Κλεοπάτραν διώκοντα τὸν χῆνα ἐμπεσεῖν , ἢ μανίᾳ τινὶ παρελήρησεν ἐπὶ τῆς μύλης
κωμῳδιοποιὸς ἐν Βάκχαις φησίν : ἀλλ ' εἴ τις ὥσπερ χῆνα ἔτρεφέν μοι λαβὼν σιτευτόν . καὶ Ἀρχέστρατος ἐν τῷ
6575425 ταυρου
τὸ τοῦ Ἱππολύτου : οὗ πᾶσα μὲν χθών : οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες :
γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν ξυλίνην
6567157 ἐκοψεν
διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν , ἐμερίσατο . Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν ,
ἀντιτυχοῦσα : πλήθης . Βουπλῆγα : πέλεκυν . Ἐτίναξε : ἔκοψεν . διέκερσε : διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν ,
6567047 ἐπιθημα
ἰσχνότης . Νίκανδρος δὲ ἀντὶ τῆς ἐκμαλθάξεως αὐτὴν τέθεικεν . ἐπίθημα ἔχειν : ἀντὶ τοῦ πῶμα ἔχειν . ἰδίως γὰρ
εὐρόουϲ ποιέειν . τέγξιϲ κεφαλῆϲ ὁκοῖον ἡ ἐν καύϲοιϲι . ἐπίθημα ἐϲ θώρηκα καὶ μαζὸν ἀριϲτερὸν ὁκοῖον ἐν ϲυγκοπῇ .
6553329 χαλκη
τῶν κατηγοριῶν κοινὸς ὁ λόγος ὑπάρχει . ὥσπερ γὰρ ἡ χαλκῆ σφαῖρα γίνεται , ἀλλ ' οὐ τὸ εἶδος τῆς
τὸ ἐπίγραμμά τινες τὸ ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι
6538163 δειδεκτ
κυκλικώτερον . . Ο . πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ” χαῖρ ' Ἀχιλεῦ . δαιτὸς
ἀλλὰ μεστὸν τὸν σκύφον : πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ὁσάκις δὲ καὶ τροφὰς ἐλάμβανον ,
6536978 κυπελλον
τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν : σημεῖον γὰρ λυπουμένων : κύπελλον , παρὰ τὸ κῦφος κύφελλον καὶ τροπῆ τοῦ φ
, κυφὸν δὲ μόνον ; ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον , ὥσπερ καὶ τὸ ἀμφικύπελλον , ἢ ὅτι παραπλήσιον
6535448 σκυφος
καὶ ἐδόκει ἄριστα ἐπινενοηκέναι οὐκ εἰδὼς ὅσων κακῶν ἀρχὴν ὁ σκύφος ἐκεῖνος ἐνεδεδώκει . λαβὼν δὲ ἅμα ὁ Ἀλκιδάμας ἐσίγησε
τόμος ἧκε καὶ περίκομμά τι . Οἴνου γεραιοῖς χείλεσιν μέγα σκύφος . Φέρε τὴν σιβύνην καὶ πλατύλογχα . Ἐπίστασαι τὸν
6522770 χλαινα
ἐλάμβανον παχὺ καὶ χειμερινὸν ἱμάτιον . θεραπείαν : * * χλαῖνα γὰρ ἐδίδοτο . ἀνέμων . . Ἐν Πελλήνῃ πανήγυρις
. διαφέρειν φησὶ καὶ τῷ σχήματι : ἡ μὲν γὰρ χλαῖνα τετράγωνον , φησίν , ἱμάτιον , ἡ δὲ χλαμὺς
6514355 ὁπλον
Δελφοῖς παρὰ τὸν Ἀπόλλωνα τὸν χρυσοῦν , ἔνθα καὶ τὸ ὅπλον ἀνάκειται Αὐγούστου Καίσαρος καὶ Νέρωνος ἡ κιθάρα . βάθρον
τὰ πρὸς πόλεμον ἀνήκοντα . τὸ δ ' οὕτω κατασκευασθὲν ὅπλον πᾶν τὸ ὑποπεσὸν διαιρεῖ , ἀφ ' οὗπερ οὔτε
6512261 μηλον
. ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “
πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός
6511026 τεμαχος
ὥς τινα πραγματείαν βιωφελῆ καταβαλλόμενος . ὀρφώς . Κρατῖνος : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . καλεῖται δὲ καὶ ὀρφός . Πλάτων
ἀφίκῃ κλεινοῦ Βυζαντίου εἰς πόλιν ἁγνήν , ὡραίου φάγε μοι τέμαχος πάλιν : ἔστι γὰρ ἐσθλὸν καὶ μαλακόν . .
6502687 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
6501838 ὀρνεου
εὐχαριστοῦντες ὡς εὐφραινόμενοι . ἐὰν δὲ καὶ πτερὸν τοῦ θυρὸς ὀρνέου κόψῃς μαχαίρᾳ ὁλοσιδήρῳ , βάλῃς τε εἰς κεράμιον οἴνου
αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈
6499767 ἐφορει
, αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τὰς αὑτοῦ γονὰς ἐρραψάμενος τῷ μηρῷ ἐφόρει δέκα μῆνας ἐξ ἀρχῆς , δίαιταν ἔχων ἐν Νύσῃ
δι ' ἧς τοὺς παριόντας ἔκτεινε . ταύτην ἀφελόμενος Θησεὺς ἐφόρει . δεύτερον δὲ κτείνει Σίνιν τὸν Πολυπήμονος καὶ Συλέας
6493662 κιονος
δυσβάστακτον , κατεδικάσθη γὰρ ὑπὸ Διὸς ὑπανέχειν τὸν οὐρανὸν δίκην κίονος . . τὸν γηγενῆ ] μυθεύεται ὅτι οἱ Τιτᾶνες
ῥόδων ἄνθος καὶ αὐτὰ τὰ ῥόδα ξηρά . Φλεγμαίνοντος τοῦ κίονος , τῶν ἀναστελλόντων βοηθημάτων χρεία : στυπτικῆς οὖν αὐτὰ
6466623 δρεπανον
, πῶς δεῖ ταῦτα μετέρχεσθαι . δέδωκε δὲ αὐτοῖς καὶ δρέπανον κεχαραγμένους ὀδόντας ἔχον καὶ ὑπέθετο τούτοις πάντα τὰ τεχνάσματα
ὁ Κρόνος ἐξέτεμε κἄνπερ ὁ Λυκόφρων φαίνηται νῦν τὸ Κρονοτόμον δρέπανον λέγων . τὸ δὲ δρέπανον παρὰ Σικελοῖς ζάγκλον καλεῖται
6465412 ἐστεμμενος
περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς Λακωνικάς , στέφανον δάφνης χρυσοῦν ἐστεμμένος , καὶ διανέμων τὰ τῶν πλουσίων τοῖς πένησι ,
ταχέως . Ἡ δὲ νέα εἰρεσιώνη θαλλὸς ἦν ἐλαίας , ἐστεμμένος ἐρίοις , καὶ προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ γῆς
6458779 τοξον
, φορτίου ζώνην ἶρις δ ' ἔλαμψε , καλὸν οὐρανοῦ τόξον καὶ πίσσαν ἑφθήν , ἣν θύραι μυρίζονται ὣς οἵ
μου τῆς ψυχῆς ἄλλος πόλεμος κάθηται . στρατιώτης με πορθεῖ τόξον ἔχων , βέλος ἔχων . νενίκημαι , πεπλήρωμαι βελῶν
6450567 μοσχον
εὑρόντες δὲ ζητοῦσιν ἀποφυγεῖν . βουκόλος ἀγέλην ταύρων βόσκων ἀπώλεσε μόσχον . περιελθὼν δὲ πᾶσαν τὴν ἔρημον διέτριβεν ἐρευνῶν .
οὖν ὡς ἑορτῆς θυσίας ἰσαρίθμους ἀπέφηνε ταῖς τῶν ἱερομηνιῶν , μόσχον καὶ κριὸν καὶ ἑπτὰ ἄρνας , ἀνακερασάμενος μονάδα ἑβδομάδι
6446441 καπρον
, ἐκ δέ τε πάντων Κυνηγὸς † αλωιος † ἑλὼν κάπρον ἐπεῖπεν οὐ δέον Ἀρτέμιδι ἀνατιθέναι τοὺς ἡγουμένους ἐκείνης καὶ
γλαυκίσκον , ὦ Ζεῦ σῶτερ , ἢ ' ξ Ἄργους κάπρον , ἢ ' κ τῆς Σικυῶνος τῆς φίλης ὃν
6443710 λυχνειον
Ὄνειον κόνειον γένειον δάνειον . τὸ δὲ κοινεῖον προπερισπᾶται καὶ λυχνεῖον καὶ πορνεῖον οὐ μόνον ἔχοντα τὸ Ν . Τὰ
δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο καὶ τῶν δυναμένων ,
6441292 συκινον
Βακχέως Διονύσου καλουμένου εἶναι ἀμπέλινον , τὸ δὲ τοῦ Μειλιχίου σύκινον . τὰ γὰρ σῦκα μείλιχα καλεῖσθαι . ὅτι δὲ
δὲ τὸν θώρακα πεποιημένον , τὸ δ ' αὖ δόρυ σύκινον , καὶ κράνος δὴ καὶ ἀσπίδα ὡς ἀπὸ τούτων
6432499 χοα
παρετίθεσαν , οἱ δὲ καλούμενοι ἔφερον ἑψήματα καὶ κίστην καὶ χοᾶ . “ κίστην ” δὲ τὴν ὀψοθήκην . Ὅμηρος
εὐτυχοῦσι . Γ ] μεθύοντες ταῦτα ἐπαγγέλλονται . Γ οἴνου χοᾶ : χοῦς μέτρον Ἀττικὸν χωροῦν κοτύλας ὀκτώ . ΓΘ
6431057 φορειον
τὴν οἰκίαν καταλαβόντων ὁπλιτῶν , θεράπων ἐς τὸ τοῦ δεσπότου φορεῖον ἐνέβη καὶ ὑπὸ τῶν ὁμοδούλων συνεργούντων ἐξεφέρετο , ἕως
οἱ Κεκροπίδαι ἔπεμψαν ἐπὶ τὴν ἀνακομιδὴν αὐτοῦ ναῦς μακρὰς καὶ φορεῖον ἀργυρόπουν . ἀλλ ' εἰσῄειν ἤδη , καὶ σχεδὸν
6422204 ψυκτηρ
ψυχροποσίαν παρεσκευασμένον . Ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . ἔστι δὲ ὁ ψυκτὴρ σκεῦος , ἐν ᾧ διανίζουσι τὰ ποτήρια , μεστὸν
Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ ψυκτὴρ πολυθρύλητος , ὃν καὶ δῖνον ἐκάλουν , ἐν ᾧ
6411611 ἱστατο
[ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ στεῦτο ] νῦν ἀντὶ τοῦ ἵστατο ἐπὶ τῶν ποδῶν . κέχρηται δὲ τῇ λέξει ὁ
βαθείῃσιν μεγάλῃσι . δεινὸν δ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος
6406078 ὀρνιν
. Ποῦ γὰρ ἶσον ἰχθύν τε ἀνελκύσαι τοῦ βυθοῦ καὶ ὄρνιν ἐξ ἀέρος ἐπισπάσασθαι , καὶ θηρσὶν ἀγρίοις μάχην ἐν
' ἄλλο σῶμα εἰς γῆν κύψασαι ποιοῦσι προσιέναι ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον , καὶ εἶτα ἐπιθέμεναι κτείνουσι . τοὺς δὲ
6386165 λινουν
ἁπάντων ὀρθῶϲ πραχθέντων . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ῥάκοϲ ἁπλοῦν λινοῦν , ὅϲον τὸ μέγεθοϲ τοῦ τραύματοϲ , ῥοδίνῳ δεύϲαντεϲ
παρειῶν ἐρύθημα εὔχρουν ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οἶνον , τὸ δὲ λινοῦν τοῦτο χιτώνιον ἀντιλάμπει ταῖς παρειαῖς , τὰ δὲ χείλη
6377982 βακτρον
, καθά φησι Διοκλῆς , καὶ μόνῳ αὐτῷ ἐχρῆτο : βάκτρον τ ' ἀνέλαβε καὶ πήραν . πρῶτον δὲ καὶ
. σὺ δὲ τὸν τρίβωνα λεοντῆν νόει , τὸ δὲ βάκτρον ῥόπαλον , τὴν δὲ πήραν γῆν καὶ θάλατταν ,
6375339 περιβολαιον
ἀπόστασιν οἰκέτας , τετρακοσίους ὄντας . εἶτα ἀναλαβὼν διάδημα καὶ περιβόλαιον πορφυροῦν καὶ ῥαβδούχους καὶ τὰ ἄλλα σύσσημα τῆς ἀρχῆς
σφενδονητικῇ ἀντὶ σκοποῦ κείμενον ὑπὲρ σανίδος . σίσυρνα δὲ παχὺ περιβόλαιον ἢ δερμάτινον ἱμάτιον ἡ λεγομένη γούννα × ἥντινα Σιμωνίδης
6375024 οἰκημα
δὲ ἀράμενοι ἐκ τῶν ποδῶν κομίζουσιν ἄνω τῇ κλίμακι ἐς οἴκημα ὑπερῷον κἀκεῖ με ἄνω συγκλείουσιν . ὁ δὲ στρατιώτης
κλοπῆς : ἀδικηθείς , ὦ ἄνδρες . . . . οἴκημα : ἀντὶ τοῦ δεσμωτήριον Δείναρχος ἐν Τυρρηνικῷ ⌈ ⌉
6368331 τραγον
ἐγέλα τὸν ἔρωτα αὐτοῦ , οὐδὲ ἐραστὴν ἔφη δέξασθαι μήτε τράγον ὄντα μήτε ἄνθρωπον ὁλόκληρον . Ὁρμᾷ διώκειν ὁ Πὰν
λόγον τοῦτον . οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον εἰργασμένον εἰρῆσθαι , καὶ εἶναι βουφόνον καὶ Διονύσου θεράποντα
6367791 χοιρον
: ἀλλὰ τὸν Ὀδυσσέα ἀπὸ τῆς βλάβης ἤγουν τοῦ γενέσθαι χοῖρον σαώσει καὶ σώσει τὸ μῶλυ ἐφερμηνευτικῶς , ὅπερ ὑπάρχει
δὲ τετράμηνον , εἰς ἐκτροφὴν γεννηθέντων . καὶ ἑκάστην δὲ χοῖρον τίκτουσαν ἐν ἰδιάζοντι συφεῷ ἐμβλητέον , ὥστε μὴ μίγνυσθαι
6343890 φαρος
φέρεται τὸ πνεῦμα , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ .
καὶ τὸ α τρέπεται εἰς ω , ὡς ἐμάθομεν , φάρος φαριαμὸς καὶ φωριαμός : καὶ γίνεται λώβη , καὶ
6339981 ποδηρη
κἄπειτα τὰς ἱερὰς ἀναδίδωσιν ἐσθῆτας , τῷ μὲν ἀδελφῷ τὸν ποδήρη καὶ τὴν ἐπωμίδα οἱονεὶ θώρακα , τὸ παμποίκιλον ὕφασμα
φιλοσόφους Ὠκύποδάς τε ἱστοροῦντας ἵππων μᾶλλον ἀπιόντας : Ἐνωτοκοίτας δὲ ποδήρη τὰ ὦτα ἔχοντας , ὡς ἐγκαθεύδειν , ἰσχυροὺς δ
6336951 ἀθυρμα
ἄνθρωποι καὶ κρίσεις γίνονται „ καὶ τὰ ἑξῆς . Ἀφροδίσιον ἄθυρμα Κράτης Λαμίᾳ : ” καὶ μάλιστ ' ἀφροδισίοις :
ἔξω ῥιπτόμενα : καὶ γίνεται παρὰ τὸ σκαλεύω καὶ τὸ ἄθυρμα τὸ παίγνιον . ” ἄττα “ καὶ ” τινά
6335831 βαθρον
ἔταξα ἐν μέσῳ τῷ τῶν διαπηγμάτων λεγομένῳ φωτί . καὶ βάθρον δέ τι τῶν σχολικῶν κατὰ τὸ ἓν πέρας τῆς
καταπίνονται καὶ εἰσβαίνουσι . παρὰ τὸ βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον καὶ Ἰακῶς βέρεθρον . ἢ
6327823 ἁπαλον
, τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον ,
αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [
6325977 πελεκει
τῶν σημείων , ὅσοι τὰ σημεῖα ἀπολωλέκεσαν , οἱ μὲν πελέκει τοὺς αὐχένας ἀπεκόπησαν , οἱ δὲ ξύλοις παιόμενοι διεφθάρησαν
ὅθι τ ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν . ” βουπλῆγι πελέκει : οἱ δὲ τῇ μάστιγι . βουθύεσκεν ἐβουθύτει .
6322231 παιζον
τὰς ἐν ποσὶ στάσεις καὶ αὐξανόμενοι ἐπιτείνουσι . παιδίον δὲ παῖζον ἰδεῖν κύβοις ἢ ἀστραγάλοις ἢ ψήφοις οὐ πονηρόν :
καὶ κοττύφου . εὑρεθῆναί τε τὸ παιδίον μετὰ περιστερῶν ἐννέα παῖζον ἐπὶ τῆς κλίνης , εὐωχουμένην δὲ παρὰ τοῖς τοῦ
6316852 χιτωνα
μέσον οὔτασε δουρὶ ἥρως Ἰδομενεύς , ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεον , ὅς οἱ πρόσθεν ἀπὸ χροὸς ἤρκει ὄλεθρον
τῷ ποδήρει , ἀλλὰ τὸν τῆς δόξης καὶ φαντασίας ψυχῆς χιτῶνα ἀποδυσάμενος καὶ καταλιπὼν τοῖς τὰ ἐκτὸς ἀγαπῶσι καὶ δόξαν
6316721 ἐπιβητορα
καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς
θύειν κελεύει ὁ Τειρεσίας ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον . ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς τῷ Πατρόκλῳ ἐναγίζει πάντα
6314847 κατεσκευασμενον
καὶ τοὺς εὐνούχους συγκλείσας εἰς τὸν ἐν μέσῃ τῇ πυρᾷ κατεσκευασμένον οἶκον ἅμα τούτοις ἅπασιν ἑαυτόν τε καὶ τὰ βασίλεια
δεικνύουσιν ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ διαμένοντα τόν τε τάφον τὸν κατεσκευασμένον Ὀσίριδι , κοινῇ τιμώμενον ὑπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον
6310163 ἀγαλμα
φασὶν εἶναι . ὑπὸ μὲν δὴ τῷ πρώτῳ τρίποδι Ἀφροδίτης ἄγαλμα ἑστήκει , Ἄρτεμις δὲ ὑπὸ τῷ δευτέρῳ , Γιτιάδα
Φιλόχορος ἐπὶ Πυθοδώρου ἄρχοντος ταῦτά φησι : “ καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσοῦν τῆς Ἀθηνᾶς ἐστάθη εἰς τὸν νεὼν τὸν
6310095 λασιον
αἰχμητάων . : Ρ . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν . ἡ διπλῆ , ὅτι οὗτός
τοῦτον ἀποθέσθω , ὦ Ἑρμῆ , βαρύν τε ὄντα καὶ λάσιον , ὡς ὁρᾷς : πέντε μναῖ τριχῶν εἰσι τοὐλάχιστον
6304015 ἐλαφου
, ὄστρακον καὶ μᾶλλον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων , κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα . Σελίνου , πετροσελίνου , μαράθου
πολεμεῖν , καὶ ὑπισχνεῖτο κρατήσειν , ἢν ἐς Κῶ ἐλθόντες ἐλάφου παῖδα ἐς ἐπικουρίην ἀγάγωνται ξὺν χρυσῷ σπεύσαντες , ὡς
6303089 κισσινον
μετ ' ὀξυκράτου , ὀποῦ Παρθικοῦ ὀροβιαῖον μέγεθος . Τὸ κίσσινον πρὸς νευροτρώτους καὶ νύγματα , καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν
ὁ δὲ ἐλέφας σκευὴν εἶχε χρυσῆν καὶ περὶ τῷ τραχήλῳ κίσσινον χρυσοῦν στέφανον . ἠκολούθουν δὲ τούτῳ παιδίσκαι πεντακόσιαι κεκοσμημέναι
6301981 ἀροτρον
ἐπὶ χρυσείης γενεῆς ἐντύνεαι ἔργα γαῖαν ἐπὶ ζείδωρον ἄγων εὐκαμπὲς ἄροτρον , ἢ γύροις ἔνι κλῆμα Μεθυμναίου λελίησαι κατθέμεναι ,
τῶν ἄγαν μεθύσων . Καὶ πάλιν : Ἡ γραῦς τὸ ἄροτρον ἐκπίνουσα , φησί , οἷα κακὸ τὴν γῆν ἀναστρέφει
6301317 κρεας
. . ἐμοὶ μελήσει τὸ εἰσενέγκαι , φησὶ , τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον ,
εἰσὶ βαρύτονα ἀλλ ' ὀξύτονα : πρόσκειται ἀρσενικά διὰ τὸ κρέας : τοῦτο γὰρ βαρύτονον ὂν συνεσταλμένον ἔχει τὸ α
6293743 κισσυβιον
ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου .
κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ
6291694 μαχαιρα
τινά εἰσιν ἐξημμένα τοῦ ἥπατος : τράπεζα , ὄνυξ , μάχαιρα , κάνεον . διὰ δὲ τοῦ νεύει δὲ χολῆς
, ὅτι μάχαιραν δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῇ . Ἡ δὲ μάχαιρα ἑπτὰ κακῶν μήτηρ ἐστί . Πρῶτον συλλαμβάνει ἡ διάνοια
6290470 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
6288054 κεπφος
κέπφος ἰδεῖν : ἔστι δὲ ὄρνεον θαλάσσιον , ὃ καλοῦσι κέπφος : θηρῶσι δ ' οὖν τὸ ὄρνεον τοῦτο ,
ὁποῖα πόρκος Ἰστριεὺς τετρασκελής , ἀσκῷ μονήρης ἀμφελυτρώσας δέμας Ῥειθυμνιάτης κέπφος ὣς ἐνήξατο , Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς λιπών
6284048 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
6278908 ἐλαϊνον
: Κατάξηρον . εἰρεσιώνην : Κλάδον ἐλαίας ξηρόν . . ἐλάϊνον κλάδον ἢ στέφανον ἐξ ἀνθέων ἢ κλάδων πεπλησμένων .
τοιοῦτος γὰρ ὁ φόβος . ὅταν δὲ λέγῃ “ χλωρὸν ἐλάϊνον , ” θέλει λέγειν οὐ πολυχρόνως ἐκτετμημένον . ὅταν

Back