ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
7514808 Κρητικον
ἀντὶ τοῦ ἀγαθὸν καὶ μεμουσωμένον . Κυδωνικὸν δὲ ἀντὶ τοῦ Κρητικὸν ἀπὸ τόπου . καὶ Ὅμηρος : ἐν δὲ Κρῆτες
ἐς πῦρ καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔτευξαν . Δικταῖον : τὸ Κρητικὸν σπήλαιον : Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . ἀμφοτέρῃσιν :
7499348 Τειχος
: Θεσσύριος ποταμοῦ ἐκβολαί . . ο Ϛʹ μζ Καρτερὸν Τεῖχος . . . . . . . . .
ἐρχομένου δὲ πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : Τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν ,
7473540 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
7437531 νασων
ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς Αἴτνας παρισούμενον ἤ τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται , τοίχοις ἀμφοτέρωθεν ἰσοπλατές
ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς Αἴτνας παρισούμενον ἤ τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται , τοίχοις ἀμφοτέρωθεν ἰσοπλατές
7433493 Ὀρος
. Φησὶν Εὔδοξον ἱστορεῖν , ὅτι ἐν τῇ κατὰ Ἱερὸν Ὄρος θαλάττῃ τῆς Θρᾴκης ἐπιπολάζει κατά τινας χρόνους ἄσφαλτος .
Τοῦτ ' ] Τὴν Αἴτνην . Ἐφέπεις ] Διοικεῖς . Ὄρος ] Ἐνταῦθα γὰρ ἱερὸν αὐτοῦ . Εὐκάρποιο ] Πολυκάρπου
7399069 λεπας
κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς
ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ ,
7285650 Σαον
τοὺς Παννονίους καὶ Ταυρίσκους . συμβάλλει δ ' εἰς τὸν Σάον κατὰ τὴν πόλιν καὶ ὁ Κόλαπις : ἀμφότεροι δ
Σάον Σάμον κατὰ συστολὴν τοῦ μ . . . . Σάον ὄρος Σαμοθρᾴκης οὗ μέμνηται Νίκανδρος ἐν τοῖς Θηριακοῖς οὕτω
7258961 Δρεπανον
ποταμῶν ἐκβολὰς ἀρχὴ τῆς ἐπὶ θάτερα τοῦ Κέρως περιαγωγῆς , Δρέπανον ἐπίκαμπτος ἄκρα . μεθ ' ἣν λόφος ὀξύς ,
καὶ τῷ Συριακῷ κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : μετὰ δὲ τὸ Δρέπανον ἄκρον Φρούριον ἄκρον . . . . . .
7218740 ἐπηρεφες
† τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο
ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν
7216595 Λιβυκον
Λιβύων ἐς αὐτὸ περαιοῦνται : καὶ γὰρ τέτραπται πρὸς τὸ Λιβυκὸν πέλαγος κατὰ γοῦν τὴν Φαιστόν , ἔνθα τὴν πολλὴν
τῆς δὲ Μεσσηνίας τὸ πλέον ἀνεῳγμένον πρὸς νότον καὶ τὸ Λιβυκὸν πέλαγος μέχρι τῶν καλουμένων Θυρίδων πλησίον Ταινάρου . ἑξῆς
7211898 Ἀχερων
τοῦ Πάδου καὶ τῶν Ἄλπεων . τὸ ἐθνικὸν Ἀχερραῖος . Ἀχέρων , Ἀχέροντος , Ἀχερούσιος Ἀχερουσία Ἀχερούσιον . ἔστι καὶ
κατέσχον , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . παραρρεῖ δὲ αὐτὴν ὁ Ἀχέρων ποταμός . Ἀχέρων δὲ παρὰ τὰ ἄχεα εἴρηται .
7195225 Ἀμυκλαιοιο
Νείλου , παρ ' ᾧ καὶ τὸ Κανωβικὸν περίπυστον τέμενος Ἀμυκλαίοιο Κανώβου . Τὰ δὲ περὶ τοῦ κυβερνήτου τοῦ Μενελάου
Νείλου , ἔνθα βορειότατος πέλεται μυχὸς Αἰγύπτοιο καὶ τέμενος περίπυστον Ἀμυκλαίοιο Κανώβου : Εὐρώπην δ ' Ἀσίης Τάναϊς διὰ μέσσον
7182485 Μελαινα
νούσου χρόνῳ : ἢν δὲ μὴ ἐπιμελήσῃ , ξυναποθνήσκει . Μέλαινα νοῦσος : μέλαν ἐμέει οἷον τρύγα , ὁτὲ μὲν
διέχει τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς ἐνενή - κοντα . ἔπειτα Μέλαινα ἄκρα ὧδε καλουμένη , πεντήκοντα καὶ ἑκατόν . ἀπὸ
7168318 περιπυστον
στόμα Νείλου , ἔνθα βορειότατος πέλεται μυχὸς Αἰγύπτοιο καὶ τέμενος περίπυστον Ἀμυκλαίοιο Κανώβου : Εὐρώπην δ ' Ἀσίης Τάναϊς διὰ
Ἐρώτων καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ . κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς ὀξύτερον μερόπεσσι πέλει πτερόεντος ὀιστοῦ . ὀφθαλμὸς
7146715 Αὐσονιτιν
οὗ τὰ πάντα χύτλα καὶ πᾶσαι μυχῶν πηγαὶ κατ ' Αὐσονῖτιν ἕλκονται χθόνα , λιπὼν δὲ Ληθαιῶνος ὑψηλὸν κλέτας λίμνην
, ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι τοῖς τ ' ἀφ '
7126269 ἀντρον
. Ἔνιφεν ὁ Ζεύς : αἰπόλος δέ τις φεύγων εἰς ἄντρον εἰσήλαυνε τῶν ἀοικήτων τὰς αἶγας ἁδρῇ χιόνι λευκανθιζούσας .
ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδίαν προσηνεστάτην . εἰς τοῦτο οὖν τὸ ἄντρον τὸν Ἄμμωνα παραγενόμενον παραθέσθαι τὸν παῖδα καὶ παραδοῦναι τρέφειν
7125413 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
7103227 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
7102436 αἰολον
ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπος αἰόλον ἀνδρός , εἰς ἔργον δ ' οὐδὲν γινόμενον βλέπετε
καὶ τὸν ποικίλον : Τρῶες δ ' ἐρρίγησαν ὡς ἴδον αἰόλον ὄφιν : καὶ τὸν εὐκίνητον , οἷον : κορυθαίολος
7085054 Ἰδη
ἐστιν ὅτι λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστὶν ἡ Ἴδη . ἀπέχει δὲ Ἀλεξανδρείας τῆς ἐν τῇ Τρῳάδι τεσσαράκοντα
νῆσος μεγάλη καὶ λιπαρὰ καὶ εὔτροφος : ἐν ᾗτινι ἡ Ἴδη ὄρος , Ἴδη δρυσὶ θάλλουσα καλλιφύλλοις , ἤτοι ὑψηλαῖς
7084628 Καϋστρου
λέπας , τόθι Κίλβιν ἀεργοί ἵπποι χιλεύουσι καὶ ἀντολαί εἰσι Καΰστρου . Νῦν δ ' ἄγε τοι ῥίζας ἐρέω ὀφίεσσιν
' ἑκάστην ἐκδοὺς ποίημα . Μετὰ δὲ τὴν ἐκβολὴν τοῦ Καΰστρου λίμνη ἐστὶν ἐκ τοῦ πελάγους ἀναχεομένη καὶ ἐφεξῆς ἄλλη
7084253 στεινον
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ
7063470 κρηνη
ἀῆται . αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ , κρήνη ὑπὸ σπείους : περὶ δ ' αἴγειροι πεφύασιν .
διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Λέρνη ἡ κρήνη : Κέρνη ὁ λιμήν : πτέρνη : Πέρνη ἡ
7063274 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
7025673 λοφος
Ἐννέπετε , Κρονίδαο Διὸς μεγάλοιο θύγατρες ἔστι τις ἠνεμόεις ὀλίγος λόφος οὕνεκά οἱ Κρονίδης ὅστε μέγα πᾶσιν ἀνάσσει ἄντρον ἐνὶ
εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα , ἔχουσα καθ ' οὗ πήγνυται ὁ λόφος ' . . . . αὐλῶνες : οἱ ἐπιμήκεις
7016669 νυμφαιον
. ἀπὸ Νακόλης νύμφης . καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ νύμφης νύμφαιον καὶ Ἥρας Ἥραιον , οὕτω Νακόλης Νακόλαιον . τὸ
τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός . ἀπειπόντες οὖν ἐκάθηντο ἐς τὸ νύμφαιον , ἐν ᾧ ὁ πίθος , λευκοῦ δ '
7013469 Μυρτῳον
τραγῳδίας ἔπη . ὁ δὲ Γεραιστὸς ἀποθανόντος ἐκεῖ τοῦ Μυρτίλου Μυρτῷον πέλαγος ὠνομάσθη . ὁ δὲ Πέλοψ εἰς Ὠκεανὸν ἐλθὼν
ἀφρώδη γίνεται : Γεραιστὸς ἀκρωτήριον τῆς Εὐβοίας : ἐντεῦθεν καὶ Μυρτῷον , ἀπὸ Μυρτίλου , τὸ πρὸς Εὔβοιαν κέκληται :
7007242 Ἑβρος
καὶ πεδίον μέγα , διὰ δὲ αὐτοῦ ῥέει ποταμὸς μέγας Ἕβρος : ἐν τῷ τεῖχός τε ἐδέδμητο βασιλήιον , καὶ
Ἐρινύων μυχός , Ἑλικὼν δὲ διὰ φιλοστοργίαν Μουσῶν ἐνδιαίτημα . Ἕβρος ποταμός ἐστι τῆς Θρᾴκης . [ Ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον
6996077 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
6968314 ἀπορρωξ
μακρὰν δὲ λέγει τὸ πόρρω ὀλίγον τῶν κεκαυμένων . . ἀπορρὼξ ] ἀπόσπασμα ὄρους . . φάρμακον ] τὸ καθάρσιον
σταθμῷ κρίνεται . καίτοι τί ἂν εἴποι ὁ τῆς Στυγὸς ἀπορρὼξ ὅταν ἀνθιστάμενος ῥέπῃ ; πρόσεστι δὲ τούτῳ ὅτι οὔτε
6961820 ἐρυμνον
ἔπτατο καλὰ θύρετρα τείχεος εὐρυμενοῦς , ὑπεφαίνετο δ ' ἄλσος ἐρυμνόν . Αὐτὰρ ἐγὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἔβην : τῆμος δέ
δὲ ταύτῃ τῇ παραλίᾳ ἐστὶν ἡ Τίριζις ἄκρα , χωρίον ἐρυμνόν , ᾧ ποτε καὶ Λυσίμαχος ἐχρήσατο γαζοφυλακίῳ . πάλιν
6960107 ῥεεθρον
. Οἱ δὲ καὶ τὸ παράπαν λέγουσι καὶ τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι : ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐ προσίεμαι : κῶς
τὸν ] πρὸς μεσαμβρίης , ἀγκῶνα προσχώσαντα τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρῆναι , τὸν δὲ ποταμὸν ὀχετεῦσαι τὸ μέσον τῶν
6941652 τυκτην
ἂν περὶ σάρκες ἀκάνθης μελδόμεναι θρύπτωνται : ἔπειτα δὲ λάζεο τυκτήν εὐεργῆ λάκτιν , τὰ δὲ μυρία πάντα ταράσσειν συμφύρδην
φονῆα : ἀλλὰ Ζεὺς ἐπάμυνε , χερῶν δέ οἱ ἔκβαλε τυκτήν μάρμαρον , αὐτὸν δὲ φλογέῳ συνέφλεξε κεραυνῷ . Οὕτω
6941564 Νυμφαιον
. Γύλων ἦν ἐκ Κεραμέων . Οὗτος προδοὺς τοῖς πολεμίοις Νύμφαιον τὸ ἐν τῷ Πόντῳ , τότε τῆς πόλεως ἐχούσης
Φαναγορέων ἀφίστατο τοῦ Μιθριδάτου , Χερρόνησός τε καὶ Θευδοσία καὶ Νύμφαιον , καὶ ὅσα ἄλλα περὶ τὸν Πόντον ἐστὶν εὔκαιρα
6939747 Αἰγιαλος
, ὡς Ἴστρος ἐν ἀποικίαις τῆς Αἰγύπτου . ἔστιν ἕτερος Αἰγιαλὸς προσεχὴς τῷ Πόντῳ μετὰ τὴν Κάραμβιν ἄκραν , ὡς
λεʹ ∠ ʹʹγʹʹ Νῶρα πόλις λβʹ λεʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Αἰγιαλὸς προσηχής λβʹ ιβʹ λεʹ ∠ ʹʹγʹʹ βʹʹ Κουνιουχάριον ἄκρον
6939360 Κανη
αὐτὸ τὸ ἀκρωτήριον Αἰγὰ * κεκλῆσθαι , τὸ δὲ λοιπὸν Κάνη καὶ Κάναι . Μεταξὺ δὲ Ἐλαίας τε καὶ Πιτάνης
Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΗ δισύλλαβα μονογενῆ βαρύνεται : ἄνη πλάνη Κάνη Σάνη . Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΗ μονογενῆ ὑπὲρ δύο
6938670 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
6922446 Ἀμυροιο
* κολωνούς , Δωτίῳ ἐν πεδίῳ πολυβότρυος ἄντ ' „ Ἀμύροιο , νίψατο Βοιβιάδος λίμνης πόδα παρθένος ” ἀδμής .
ναίουσα κολωνοὺς Δωτίῳ ἐν πεδίῳ , πολυβότρυος ” ἄντ ' Ἀμύροιο , νίψατο Βοιβιάδος λίμνης πόδα „ παρθένος ἀδμής .
6916287 Μελας
ἀεί . τὸν ὑμνοποιὸν δόναχ [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς ἀηδόν ' εὐπνόων αὐλὴν σοφήν θεοῦ γὰρ
τοῦ ποταμοῦ τοῦ Μέλανός εἰσιν αἱ πηγαί , καὶ ὁ Μέλας ἐς λίμνην καὶ οὗτος τὴν Κηφισίδα ἐκδίδωσιν . ἐπέχει
6910086 Ἀθως
, ποταμοὶ ἐξαιρούμενοι τῆς γῆς καὶ θαλάττης ζεῦγμα καὶ ὁ Ἄθως ὡς ἐτμήθη . φασὶ δὲ καὶ ἀνδρῶνι ἐντυχεῖν ,
ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα
6877994 Κιρκαιον
χεῦμα : Τίτων ποταμὸς Ἰταλίας ἐγγὺς Κιρκαίου † ποταμοῦ ὃ Κίρκαιον ἀπὸ τῆς Κίρκης καλεῖται . οὗτος δὲ ὁ ποταμὸς
μονογενές : ἔλαιον : οὔραιον : σκύλλαιον : πρέμναιον : Κίρκαιον τὸ ὄρος : Δίρκαιον : εὔαιον : Κότταιον τὸ
6872158 Ἡρακλεωτικον
μὲν ἐξ αὐτῶν τῶν Γαδείρων , λήγουσαν δὲ παρὰ τὸ Ἡρακλεωτικὸν στόμα . Λιβύη δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ κατάξηρον ,
δύο ἅμματα ἀπ ' ἀλλήλων διεστῶτα . ἐντεῦθεν παρανακύπτει τὸ Ἡρακλεωτικὸν ἅμμα , παρ ' ἑκάτερα ὅπου μὲν ἀγκύλη μία
6868550 ἀπερευγεται
κατὰ τὸ δαίτην ] τὴν τροφήν δαίτην ] τὴν βρῶσιν ἀπερεύγεται ] ἐμεῖ αἱματόεσσαν ] αἱματώδη νηδυίων ] τῶν ἐντέρων
συστρεφόμενος εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον τὸ ἀχνῶδες καὶ χορτῶδες αὐτοῦ ἀπερεύγεται , ἀπὸ Ἀρμενίου ὄρους ἀρξάμενος . Πρὸς δὲ τὴν
6858124 σαυρωτηρ
θυρῶν στροφεῖς . Στρυφνόν . στερεόν . Στύραξ . ὁ σαυρωτὴρ καλούμενος . ἡ τοῦ δόρατος ἀρχή , ἐφ '
δὲ τὸ ἔσχατον τοῦ δόρατος ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί
6831140 Ἰονιοιο
ἠριγενὴς φέγγος βάλε νισσομένοισιν . Ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη Ἰονίοιο ἀμφιλαφὴς πίειρα Κεραυνίῃ εἰν ἁλὶ νῆσος , ᾗ ὕπο
ἔμπροσθεν . ἀμφιλαφής : ἀμφοτέρωθεν πρόσορμον ἔχουσα . πορθμοῖο παροιτέρη Ἰονίοιο : [ καὶ ] τὸ Ἰόνιον πέλαγος , διότι
6819816 Μαιναλον
Ἀρχεβάτην Καρτέρωνα Αἰγαίωνα Πάλλαντα Εὔμονα , Κάνηθον Πρόθοον Λίνον Κορέθοντα Μαίναλον , Τηλεβόαν Φύσιον Φάσσον Φθῖον Λύκιον , Ἁλίφηρον Γενέτορα
τὸ φθαρῆναι αὐτὴν ἐγάμησεν ὁ Λοκρός . μίχθη Μαιναλίαισιν : Μαίναλον ὄρος Ἀρκαδίας καὶ πόλις . ἐνταῦθα μιχθεὶς αὐτῇ ὁ
6818494 Μαιναλος
ἐστιν ἡ Ἀργεία ἡ Σχοινέως , ἣν ἔγημεν Ἱππομέδων . Μαίναλος δὲ ὄρος Ἀρκαδίας , ἐν ὧι ἡ Ἀταλάντη διῆγεν
Ὅμηρος . καὶ Παυσανίας ηʹ ” Μαντινεὺς καὶ Τεγεάτης καὶ Μαίναλος Τεγέαν κτίζουσι καὶ Μαντίνειαν ” . Λέπιδος δ '
6810965 Ἀσωπος
χώραν , μέρος οὖσαν τῆς Σικυωνίας . ἔστι δ ' Ἀσωπὸς καὶ ὁ παρὰ Θήβας ῥέων καὶ Πλαταιὰς καὶ Τάναγραν
δ ' ] γὰρ . ἔνθα ] ἐκεῖ δηλονότι . Ἀσωπὸς ] ποταμός . ἄρδει ] ἀρδεύει . φίλον ]
6809068 Κωρυκις
καθ ' αὑτοὺς καλῶς . τιμαλφεῖ ] ἣν τιμᾷ . Κωρυκὶς πέτρα ] πέτραν φησὶ κοίλην τὸν Παρνασσόν . διὰ
ὁ ποιητής : ταῦτα εἰποῦσα εἰς θρόνον ἐκαθέζετο . Ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα : πέτραν φησὶ κοίλην τὸν Παρνασσόν . διὰ
6808947 ἐπεδραμε
γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς Σέριφος :
, ἐν ᾧ Βιθυνίας ἐκράτησε πολλάκις καὶ Καππαδοκίας Ἀσίαν τε ἐπέδραμε καὶ Φρυγίαν καὶ Παφλαγονίαν καὶ Γαλατίαν καὶ Μακεδόνας ἔς
6807246 ζαθεον
ὅλον τε στρατόν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ : περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν
, ὅς ῥά τε ναιετάεσκεν ὑπὸ Φρυγίην πολύμηλον ἄντρον ὑπὸ ζάθεον καλλιπλοκάμων Νυμφάων , ἧχί ποτ ' Ἐνδυμίωνα παρυπνώοντα βόεσσιν
6807167 ὀρος
κόλπου μέχρι Σερβωνίδος λίμνης , παρ ' ἣν τὸ Κάσιον ὄρος [ τείνει ] : ταύτης ὦν ἄπο οἱ ἑξήκοντα
. . . . π γοʹ ια ∠ ʹδ Μέλαν ὄρος . . . . . . . . .
6802669 στεμμα
καὶ ἐπίκρανον , περίκρανον : περίκρανον δὲ οἱ παλαιοὶ τὸ στέμμα ἐκάλουν , καὶ ποτίκρανον τὸ προσκεφάλαιον οἱ κωμικοί .
, θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ ἱκεσία τῷ Ἀπόλλωνι
6798298 πολιχνιον
] ὡς λέλεκται : ἢ Μεταχοιάτης : καὶ γὰρ Οἶος πολίχνιον , ἧς τὸ ἐθνικὸν Οἰάτης . Ἀνδροτίων δὲ ἐν
δύσιν τῆς Μαυρουσίας αἱ Κώτεις λεγόμεναι : πλησίον δὲ καὶ πολίχνιον μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης , ὅπερ Τρίγγα καλοῦσιν οἱ
6797978 Ἀμφιτριτης
ἕπονται . Τοῖσι δ ' ἄρ ' εὐπλοΐην πόσις ὤπασεν Ἀμφιτρίτης προφρονέως : μάλα γάρ οἱ ἐνὶ φρεσὶ μέμβλετ '
ἄγρης ἰχθυβόλοι σπεύδουσιν , ἐπευξάμενοι μακάρεσσι κητοφόνοις ἀλεγεινὸν ἑλεῖν τέρας Ἀμφιτρίτης . ὡς δ ' ὅτε δυσμενέων βριαρὸς λόχος ἀντιβίοισι
6797509 νησιον
Ἐρυθρῶν , ὡς Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . καὶ λιμὴν ὁμώνυμος καὶ νησίον ὁμώνυμον , οὗ κατὰ τὸν παράπλουν λῃστήριόν τι μέγα
καὶ βαθύς , χώματι σκεπαζόμενος : πρόκειται δ ' ἀμφοῖν νησίον μέρος τῆς πόλεως ἔχον αὐτόθι συνοικούμενον : κατεσκεύασται δὲ
6783088 Ἡρακλειον
που ἐλεινὸν ὁρᾷς , φρένας εἴ τινας ἔχεις , τὸν Ἡράκλειον ἄθλιον ὧδέ σοι οὐκέτι χρησόμενον τὸ μεθύστερον , ἄλλου
εἰς ἣν τελευτᾶν φασι τὸ Ἀπέννινον ὄρος . ἐντεῦθεν δὲ Ἡράκλειον , ὃ δὴ τελευταῖον ἀκρωτήριον [ ὂν ] νεύει
6782647 βαθυπλουτον
διορνυμένα † τὰν ποταμοὺς [ δ ' ] ἀενάους καὶ βαθύπλουτον χθόνα καὶ τὰν Ἀφροδίτας πολύπυρον αἶαν : † ἱκνεῖται
ἐκπληκτικόν , ἀρχαιόπλουτον , παλαιόπλουτον , ζάπλουτον , μεγαλόπλουτον , βαθύπλουτον , πολύχρυσον , πολυάργυρον , πολυτάλαντον . θεοὶ ὑπερουράνιοι
6782318 Ἑλλης
] Ἑλλήσποντον καὶ Βόσπορον τὸν αὐτὸν καλεῖ , ἀπὸ μὲν Ἕλλης Ἑλλήσποντον , ἀπὸ δὲ τῆς Ἰοῦς βοὸς γενομένης :
αὐτῆς μεσημβρινοῦ μέχρι Ἀλεξανδρείας εἶναι μυρίους , ἐνθένδε εἰς τὸν Ἕλλης Πόντον περὶ ὀκτακισχιλίους ἑκατόν , εἶτ ' εἰς Βορυσθένη
6781627 ῥιον
ἐρατεινήν ἡ διπλῆ ὅτι ὄρος ὁ Ὄλυμπος : τὸ γὰρ ῥίον ἰδίως ἐπ ' ὄρους τάσσεται . . . .
φησίν . . „ . „ . . . περὶ ῥίον Οὐλύμποιο : ἵνα αὐτὸ δεσμεύσας καὶ τὰ λοιπὰ ἐπάρῃ
6778205 ἱδρυται
: ἡ δὲ Ἀλουίων , ἐν ᾗ καὶ τὰ στρατόπεδα ἵδρυται , μεγίστη τέ ἐστι καὶ ἐπιμηκεστάτη : ἀρξαμένη γὰρ
καὶ Ἀρτεμίδωρος , ἐφ ' ἧς τὸ τοῦ Ἡρακλέους ἱερὸν ἵδρυται . ἠδὲ καὶ Ἀσσυρίης πρόχυσιν : πρόχυσιν ἔφη τῆς
6775012 κονδυ
νύκτας . φησὶ γοῦν που Μένανδρος : κοτύλας χωροῦν δέκα κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἔπιον μεστόν . Ἀλε
' ἐν πρώτῳ περὶ Ἑορτῶν Αἰγυπτίων φησί : τὸ δὲ κόνδυ ἐστὶ μὲν Περσικόν , τὴν δὲ ἀρχὴν ἣν Ἕρμιππος
6772866 ἱστιον
: μεταβολαὶ γίνονται ἀνέμων . ἐν χρόνῳ δὲ καὶ τὸ ἱστίον τῆς νεὼς εὐδιεινὴν ἔχει μεταβολὴν τοῦ χειμερινοῦ λωφήσαντος ἀνέμου
ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν . ἔμπρησεν δ ' ἄνεμος μέσον ἱστίον , ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ ' ἴαχε
6769298 ῥειθρον
ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ
πλάγια μᾶλλον διδόναι τοῖς ὕδασιν ἢ ἀναθλίβειν κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην : νοτίζεσθαι δ ' ἀναγκαῖον ἐπικλύσαντος
6764313 ναος
μῦθος . ναὸς καὶ σηκὸς διαφέρει . ὁ μὲν γὰρ ναός ἐστι θεῶν , ὁ δὲ σηκὸς ἡρώων . ναύκληροι
τῷ παιδὶ , καὶ ταύτην οἰκεῖν τὸν Ἀχιλλέα . Καὶ ναός ἐστιν ἐν αὐτῇ τοῦ Ἀχιλλέως , καὶ ξόανον τῆς
6756062 ἀκτῃ
ᾗ τὸ ἄντρον . μέμνηται δὲ τῆς Ζώνης καὶ Ἀπολλώνιος ἀκτῇ Θρηικίῃ Ζώνῃ ἐπιτηλεθάουσαι . μέμνηται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ
τόνδ ' οὖν ἰχθύν τις παρὰ τῷ ποιητῇ ἕλκει : ἀκτῇ ἐπὶ προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν , εἰ μὴ ἄλλος
6752731 εἱσατο
λέγει τὴν ὡγαμέμ - νων , ὡς ὁ μῦθος , εἵσατο , τῆι καὶ λίπουρα καὶ μόνωπα θύεται . τοῦτο
δὲ Καλλίμαχος λέγει τὴν ὡγαμέμνων , ὡς ὁ μῦθος , εἵσατο , / τῆι καὶ λίπουρα καὶ μόνωπα θύεται .
6749810 Διρκαιον
τὴν δὲ Δίρκην ἐπὶ τῶν ταύρων διέσπασαν . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] ἀφέντες . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] τὸ τῆς
, ἐχθροῖς ἀφέντες τὰν βαθύχθον ' αἶαν , ὕδωρ τε Διρκαῖον , εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἵησιν Ποσει - δὰν ὁ
6741843 Ταϋγετον
κόλπῳ , ῥοώδης κρημνός . τούτων δ ' ὑπέρκειται τὸ Ταΰγετον : ἔστι δ ' ὄρος μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης
τά τε ἐπιθαλάσσια τῆς Λακωνικῆς καὶ ὅσαι γεωργίαι περὶ τὸ Ταΰγετον ἦσαν . τετάρτῳ δὲ ἔτει μετὰ τῆς Ἀμφείας τὴν
6741652 ἐλεφαντινον
δὲ ὁ τένθης Ἀρχέστρατος συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι ἐλεφάντινον τάριχος , διαβόητον ὄν : σκυτίνῃ ποτ ' ἐν
τοῦ φιλοσόφου ἐγκεχαράχθαι τῇ διανοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς Πελοπίδαις τὸν ἐλεφάντινον ὦμον . τί δὴ μετὰ ταῦτα ὁ πάνσοφος Πλάτων
6739078 λιμνη
τε καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης ἔνθορε μείλανι πόντῳ : ἐπεστονάχησε δὲ λίμνη . ἣ δὲ μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν ,
ἡ λίμνη οὐκ ἔχειν εἴσπλουν ἐστὶ φαίνουσα . Ἡ δὲ λίμνη αὕτη ἐστὶ μεγάλη , τὸ περίμετρον ἔχουσα ὡς σταδίων
6736110 Μαραθων
διαμνημονεύουσιν ἐπὶ τῇ Σαλαμῖνι καὶ τοῖς Μηδικοῖς : “ ὦ Μαραθὼν καὶ Σαλαμίν , νῦν σεσίγησθε . οἵαν σάλπιγγα τῶν
, μὴ ὅτι μαχέσασθαι . . οὓς πρόσθε Μαραθὼν ] Μαραθὼν ὄρος ὅπου πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἀπώλοντο , οὓς ὁ
6735516 Τανιτικον
Ἀφροδίτης πόλις . ὑπὲρ δὲ τὸ Μενδήσιον στόμα καὶ τὸ Τανιτικὸν λίμνη μεγάλη καὶ ὁ Μενδήσιός ἐστι νομὸς καὶ ὁ
. . . . . ξβ ∠ ʹδʹ λα Ϛʹ Τανιτικὸν στόμα . . . . . . . .
6734856 Τριτωνιδος
μέμνηται καὶ Ἀλέξανδρος ἐν τῷ αʹ τῶν Κορίννης ὑπομνημάτων . Τριτωνίδος : γράφεται Ἰτωνίδος . πολιῇ δ ' ἐπὶ κύματος
' ἐρατὴν περί θ ' ἱερὸν Ἀπόλλωνος νηόν τε ζάθεον Τριτωνίδος ἀμφί τε βωμὸν Ἑρκείου : θάλαμοι δὲ κατεπρήθοντ '
6733574 σκοπελον
τέσσαρες ῥίζης μιᾶς ἐπώνυμοι γῆς κἀπιφυλίων χθονὸς λαῶν ἔσονται , σκόπελον οἳ ναίους ' ἐμόν . Γελέων μὲν ἔσται πρῶτος
βαθεῖαν , ἐξ ἧς ἀνέτεινε λισσὴ πέτρα πρὸς ὀρθὸν ἀνατείνουσα σκόπελον : περὶ δὲ τὴν ῥίζαν αὐτῆς ἄντρον ἦν εὐμέγεθες
6724498 Ζεφυριον
τῇ Ἀγχιάλῳ τῇ πρὸς Ταρσὸν ἐπιγέγραπται , ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σήπινον γερόντιον : ἐπὶ τῶν ἀσθενῶν . Σιλφίου
. . . . . . ἐκαλεῖτο δὲ Ἰσθμὸς καὶ Ζεφύριον , ὡς Φίλων , καὶ Ζεφυρία . . .
6723118 Μαιανδρου
. | ρκα | [ Πυθαγόρας ] Μάγνης ἀπὸ [ Μαιάνδρου | ] ? ? στάδιον ? [ ] :
: φθονεῖν γὰρ τοῖς θανουμένοις ὀκνεῖ . ἐπισκοπῶν δὲ πεδία Μαιάνδρου ῥοαῖς κηπευμάτων ἀρδευτὰ δαψιλεῖ πότῳ , τὸν ἀνδρομήκη πυρὸν
6710424 κιων
, ἤτοι φέρει μόχθον καὶ πόνον ἐν ἄλλοις : τουτέστι κίων τῆς οἰκίας οὖσα πονεῖ καὶ αὐτὴ σὺν τοῖς ἄλλοις
οὔσης . ἀγυιεῦ ] ἐν ταῖς ὁδοῖς ἱστάμενος . ἀγυιεὺς κίων εἰς . . . ἀμφοῖν . ἔστι δὲ ἴδιον
6708175 τεναγος
. Τέναγος . παρὰ τὸ τέγγω τὸ βρέχω . τέγγος τέναγος , ὁ ὑπόβροχος τόπος . Τάφρος . πλεονασμῷ τοῦ
τὴν ξυνεχῆ τῇ Ἀράβων γῇ , καὶ ἔνθεν μὲν ἐς τέναγος ἐπὶ πολύ , ἐκ δὲ τοῦ ἐς θάλασσαν κατὰ
6700249 Σιπυλῳ
. . . . νη λθ ∠ ʹ Μαγνησία πρὸς Σιπύλῳ . . . νη γοʹ λθ Ϛʹ Ἰουλιόγορδος .
τούτων τῶν πόλεων οὐδ ' ἡ Μαγνησία ἐστὶν ἡ ὑπὸ Σιπύλῳ , ἐλευθέρα πόλις ὑπὸ Ῥωμαίων κεκριμένη . καὶ ταύτην
6700044 νιφοεντι
ἦγον γράφει τέταρτον τοῦτον κατὰ σχῆμα ἐπαναλήψεως ‚ Τμώλῳ ὑπὸ νιφόεντι , Ὕδης ἐν πίονι δήμῳ ‚ . . .
, Κενταύρου Κρονίδαο φερώνυμον , ἥν ποτε Χείρων Πηλίου ἐν νιφόεντι κιχὼν ἐφράσσατο δειρῇ . τῆς μὲν ἀμαρακόεσσα χυτὴ περιδέδρομε
6698510 Ἰνδικον
ἀπότριμμα ῥυπτικὸν ὑπάρχον ἀλωπεκίαιϲ ἁρμόττει . τὸν ἱερακίτην δὲ καὶ Ἰνδικὸν λίθον φαϲὶ περιαπτόμενον τὸ ἐκ τῶν αἱμορροΐδων ἱϲτᾶν αἷμα
ἐπὶ τῶν Πτολεμαϊκῶν βασιλέων ὀλίγων παντάπασι θαρρούντων πλεῖν καὶ τὸν Ἰνδικὸν ἐμπορεύεσθαι φόρτον . Τὰ μὲν οὖν πρῶτα καὶ κυριώτατα
6697507 ναρκισσῳ
νάρκισσος καὶ ῥόδον . μία μὲν τῷ ῥόδῳ καὶ τῷ ναρκίσσῳ ἡ κάλυξ ὅσον εἰς περιγραφήν , καὶ ἦν φιάλη
, καὶ ἔστιν ὅμοιον τὸ μὲν ἴῳ , τὸ δὲ ναρκίσσῳ : τὰ δὲ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν ἔνδον εἱλούμενα γελᾷ
6696685 Θεμισκυρα
Ἀμαζόνων οἰκητήριον , καὶ τὴν Σιδήνην . Ἔστι δὲ ἡ Θεμίσκυρα πεδίον τῇ μὲν ὑπὸ τοῦ πελάγους κλυζόμενον , ὅσον
Ἀρμενίας ἔχων γίνεται καὶ αὐτὸς Ἶρις : εἶθ ' ἡ Θεμίσκυρα ὑποδέχεται τὸ ῥεῦμα καὶ τὸ Ποντικὸν πέλαγος . διὰ
6690819 Γαργαρον
ἐπήνεγκεν . μέρη γὰρ τῆς Ἴδης ἄλλα τε καὶ τὸ Γάργαρον . . . . . οἱ δ ' ἄρα
, . , , Θ : Ἴδην δ ' ἵκανεν Γάργαρον , . . . η . ι . .
6689455 Παρθενιος
, ἴσως δύο ὦτα ἔχον ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν . Παρθένιος δ ' ὁ τοῦ Διονυσίου ἀμφίθετον ἀκούει τὴν ἀπύθμενον
δὲ καὶ Θρᾴκης . τὸ ἐθνικὸν Παρθένιος καὶ Παρθενιεύς . Παρθένιος , ποταμὸς ἐν μέσῳ τῆς Ἀμαστριανῶν πόλεως ῥέων .
6683559 Ὑπερεια
ὦ γῆ Φεραία , χαῖρε , σύγγονόν θ ' ὕδωρ Ὑπέρεια κρήνη , νᾶμα θεοφιλέστατον . ἐγγὺς μὲν Φέρης :
τῆς παρά , ὡς τὸ ὑπέρμορα ἀντὶ τοῦ παραμεμοιραμένον . Ὑπέρεια : ὄνομα κρήνης . καὶ χώρα Φαιάκων . ὑπερηνορέοντες
6678439 διαυγες
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ :
6671256 Λυκοιο
Κρητί ἐστι πεποιημένον πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο : ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος ἦν Λύκος ,
ἐστι πεποιημένον : πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο . 〚 ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος ἦν Λύκος
6665773 λιμναν
/ βασιλέα καὶ ? ? ? τὰν ? ? ? λίμναν ? ? ? ἐπὶ / τοῦ πεδίου ! !
καὶ γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας , Λατοῦς ὠδῖνι φίλον , λίμναν θ ' εἱλίσσουσαν ὕδωρ κύκλιον , ἔνθα κύκνος μελωιδὸς
6658997 ῥυτον
Ἀλεξανδρείᾳ ἑστάναι φησὶ κατὰ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως μονοχίτωνας , ῥυτὸν κρατοῦντας ἐν ταῖς χερσίν . ἐπὶ τούτοις τοῖς λόγοις
: τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . καὶ πάλιν : ῥυτὸν χωροῦντα δύο χόας , ὃν οὐδ ' ἂν ἐλέφας
6658712 ὑφασμα
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ
6656005 ἀκτη
τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο , Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ
δ ' αἶψα ταμόντες , ὅθ ' ἀκροτάτη πρόεχ ' ἀκτή , θάπτομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες .
6655709 Ἀλφειος
ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τὴν Ὀλυμπίαν : παραρρεῖ γὰρ αὐτὴν ὁ Ἀλφειός . Μίλων : τὸν Κροτωνιάτην Μίλωνά φησιν , ὃν
τρεῖς συλλαβάς ἐστιν , ἀλλ ' οὖν ὀξυνόμενον ἠκολούθησε τῷ Ἀλφειός . πρόσκειται τρισύλλαβα διὰ τὸ Σαγγάριος . . .
6655045 Μεθανα
Ἐπίδαυρος πόλις καὶ λιμὴν , Πρασία πόλις καὶ λιμὴν , Μέθανα πόλις καὶ λιμήν . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι πολλαὶ
πανταχόθεν . μεταξὺ δὲ Τροιζῆνος καὶ Ἐπιδαύρου χωρίον ἦν ἐρυμνὸν Μέθανα καὶ χερρόνησος ὁμώνυμος τούτῳ : παρὰ Θουκυδίδῃ δὲ ἔν
6653273 ἱππουριν
. κρατὶ δ ' ἐπ ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν . εἵλετο δ
κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν , ἵππουριν , δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : εἵλετο δ
6649185 Διρκας
κοινοῦ τὸ ἀνέσταν : τὸν περάσιμον τόπον : ἀμφὶ μέσον Δίρκας : λείπει τὸ ὅς : ὅς , ὁ πόρος
τλάμων ὑμεναίων . ὦ Θήβας ἱερὸν τεῖχος , ὦ στόμα Δίρκας , συνείποιτ ' ἂν ἁ Κύπρις οἷον ἕρπει :
6648822 φαρος
φέρεται τὸ πνεῦμα , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ .
καὶ τὸ α τρέπεται εἰς ω , ὡς ἐμάθομεν , φάρος φαριαμὸς καὶ φωριαμός : καὶ γίνεται λώβη , καὶ
6648516 Κυλληνη
, Νηίδα νύμφην , ἀφ ' ἧς τὸ ὄρος ἡ Κυλλήνη καλεῖται . ἔπειτα τοὺς ἐκ τούτων γεννηθέντας διεξιὼν καὶ
δυσθηράτους εἶναι σφόδρα ” . ἔστι δὲ καὶ Ἠλείων ἐπίνειον Κυλλήνη . τὸ ἐθνικὸν Κυλληνεύς καὶ Κυλλήνιος : καὶ Κύλλιος
6648003 Λιβυσσα
. πολλὰ δὲ εἴδη λίθων , Φρυγία , Λάκαινα , Λίβυσσα , Εὐβοΐς , Θετταλή , Αἰγυπτία . καὶ τούτων
Ζυγιανοί . Πόλεις δέ εἰσι μεσόγειοι τῶν Βεβρύκων αἵδε : Λίβυσσα . . . . . . . . .

Back