| τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
| ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
| , ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος | ||
| καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ |
| Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι | ||
| τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ |
| , εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
| δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
| τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων | ||
| ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ : |
| φυτείαν τῆς ἐλαίας , τοῦ δὲ καταγῆναι τοῦ φαλακροῦ τὸ κρανίον τὸν ἀετὸν ῥίψαντα τὴν χελώνην , ὅπως τὸ χελώνιον | ||
| τῇ παχείᾳ τὸ περικείμενον ἔξωθεν ὀστοῦν , ὃ δὴ καὶ κρανίον ὀνομάζουσι , καθάπερ τι κράνος ἐπίκειται : τὴν μήνιγγα |
| . σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον , | ||
| τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες |
| τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ | ||
| τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον , |
| ἀλλήλοις ἐπὶ ῥαβδίων μικρῶν λεπτῶν καὶ στρυφνῶν ὑπομελάνων . Αἰγίλωψ βοτάνιόν ἐστι φύλλα ὅμοια ἔχον πυρῷ , μαλακώτερα δέ , | ||
| καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ καὶ ἀναπλάττεται . Χελιδόνιον τὸ μικρόν βοτάνιόν ἐστιν ἐκ μόσχων ἀνηρτημένον , ἄκαυλον , φύλλοις κισσοειδέσι |
| κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ | ||
| εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε |
| ἐν τῷ περὶ ζῴων ὄστρεα , φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , | ||
| . εἰ δὲ μὴ ἔχουσι τὸ ΛΕ , προπαροξύνονται : ὄστρεον ὄρνεον δένδρεον . τὸ δὲ ὀστέον παροξύνεται ὡς δισύλλαβον |
| ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως | ||
| κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ |
| λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ | ||
| καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν |
| δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ | ||
| πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε |
| σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Φερέγγυος | ||
| μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν . . εἶτ ' ἐξ οὐδενὸς μεγάλα πράττει |
| ἀκρεμόσιν : αἰεὶ δὲ πλείων καὶ βελτίων ἡ εἰς τὸ στέλεχος συρρέουσα τῆς εἰς τοὺς ἀκρεμόνας . Διαφέρουσι δὲ καὶ | ||
| μὲν κρανείᾳ : ὁ μὲν Ἴδας κρανείῳ δόρατι τὸ κοῖλον στέλεχος τῆς δρυὸς οὐτάσας τῶν διπτύχων ἤτοι τῶν Διοσκούρωνδίδυμοι * |
| τρύπημα , πρίονι τέμνειν . καὶ λοιπὸν ἔστω τὸ ἐγκεντρισθὲν κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου . Δεῖ λαβεῖν δύο διάφορα κλήματα | ||
| πληθόμενος σταγόνι , οὐδ ' ἔτι τοι μάτηρ ἐρατὸν περὶ κλῆμα βαλοῦσα φύσει ὑπὲρ κρατὸς νεκτάρεον πέταλον . Νύμφαι Ἀνιγριάδες |
| ' ἔγχλωρον τὸ σπέρμα καὶ ξηραίνεται ἐν ἡλίῳ . Σίνων σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον , παρεοικὸς σελίνῳ , πρόμηκες | ||
| εὐαυξὴς γάρ ἐστι καὶ καυλὸν ἔχει μακρόν . ὄρδειλος δὲ σπερμάτιόν τι λαχανῶδες . καὶ τρεμίθοιο δὲ τοῦ λεγομένου τερεβίνθου |
| ἀπηγόρευται μὴ εἶναι , ἀλλ ' ἐστὶ τῇ ἀληθείᾳ ζῷον θαλάσσιον , ὃν καί τις τῶν καθ ' ἡμᾶς εὑρὼν | ||
| ἐν τοῖς προεκκειμένοις , ὡς μὲν Νίκανδρός φησι , τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , ὡς δ ' ὁ Ἡρακλείδης ἐν Ὀψαρτυτικῷ |
| μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
| τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
| γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
| τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
| . Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου . | ||
| καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν |
| τέκτονος πρὸς τὴν τῆς θύρας γένεσιν . ὥσπερ οὖν τὸ ξύλον πρὶν εἰδοποιηθῆναι οὐκ ἄν τις ὀνομάσοι θύραν , οὕτως | ||
| ἂν ἐκ κλίνης , εἰ λάβῃ σηπεδόνα βλάστημα , τὸ ξύλον οὐ κλίνη , γίνεται δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος |
| καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι | ||
| ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις |
| ὧν τὸ χρῶμα χλωρὸν ἢ λευκόν , ἐνίοτε δὲ καὶ κυανοῦν εὑρίσκεται . ῥίζα δ ' ἐπιμήκης , πλατεῖα , | ||
| ὁ χυλὸς μετὰ μέλιτος . ἄλλο . ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης χυλὸν σὺν μέλιτι ἔγχριε : τὰ δὲ |
| τὰ μὲν κνηθόμενα αἷμα χωρεῖ , τὰ δ ' αὖ ὑπόλευκον ἢ ὕπωχρον ὑγρόν , ὡς ἐντεῦθεν τὸν ἀκμάζοντα χυμὸν | ||
| Εἶδος δὲ τῶν φθινωδέων ἦν , τὸ λεῖον , τὸ ὑπόλευκον , τὸ φακῶδες , τὸ ὑπέρυθρον , τὸ χαροπόν |
| μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ | ||
| τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο |
| ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ | ||
| προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ |
| ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
| ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
| ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ | ||
| λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ |
| κόνναρον ἐπονομάζουσιν . Ἔστι δὲ τὸ δενδρίον τῷ μεγέθει μὲν πτελέης καὶ πεύκης οὐδέν τι μεῖον . Ἀκρέμονας δ ' | ||
| ἐκεῖνοι κόνναρον ἐπονομάζουσιν . ἐστὶ δὲ τὸ δενδρίον μεγέθει μὲν πτελέης καὶ πεύκης οὐθέν τι μεῖον , ἀκρεμόνας δὲ ἔχει |
| ἡ ἄμπελος , καὶ ὅσα τοιαῦτα , αὐτὸ μέσον τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα . καλεῖται δὲ οὗτος ὁ | ||
| διὸ καὶ πολὺν χρόνον διαμένει καὶ κολουόμενον πάλιν βλαστάνει . ξυλῶδες δὲ καὶ τὸ ἀβρότονον , ἀλλ ' ἔχει τινὰ |
| † τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο | ||
| ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν |
| Ἄκις διὰ τῆς Σικελίας ῥεῖ : οὗτος τοῦ μὲν θέρους ἰλυῶδες ἔχει ὕδωρ , τοῦ δὲ χειμῶνος καλόν τε καὶ | ||
| ὑπῆλθέ τι ὕφαιμον , οἷον μυξῶδες , καὶ πάλιν οἷον ἰλυῶδες , μετὰ δὲ , πρασοειδέα σφόδρα καὶ μέλανα . |
| τοῦ ὅρμου Ἀττικῶς . ὡς πρός τινα ἀπό τινος . βάλανος : Ἡ περόνη . ταῦτα δὲ πάντα εἰς τὸ | ||
| εἰς τὴν βαλανοδόκην τῶν πυλῶν ἄμμον προενέβαλεν , ὅπως ἡ βάλανος ἔξω μένῃ καὶ μὴ ἐμβάλληται εἰς τὸ τρύπημα . |
| ' Ἵππαρχον , Θυμιατήριον , Νότιος Ἰχθύς , Κῆτος , Ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ Ὑδροχόου , Ποταμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ | ||
| ὁ δὲ κυανέου ὑπὸ Κήτεος οὐρῇ : τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Ὀλίγοι γε μὲν ἄλλοι νειόθι Τοξευτῆρος ὑπὸ προτέροισι |
| ἐκφράσεις , οἷον ὅτι Ἡρόδοτος διέψευσται περὶ τοῦ εἴδους τῆς ἴβεως λέγων ὅτι λευκόπτεροί εἰσι πλὴν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος | ||
| αὐταῖς . Δημόκριτος δέ φησιν , ὄφιν μὴ κινεῖσθαι , ἴβεως πτεροῦ ἐπιῤῥιφέντος αὐτῷ , θνήσκειν δέ , δρυὸς φύλλων |
| ἐπιβάλλων . ἀμύντορα δυσφροσυνάων . οὐ γὰρ ἀπόβλητον Διονύσιον οὐδὲ γίγαρτον , τήν ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν | ||
| ἑφθὴ γένηται , ἔξελε μετὰ τοῦ βοτρυδίου πρὸ τοῦ τὸ γίγαρτον ἐξαφεῖναι , εἶθ ' οὕτως τὸ λάγανον κατάθρυπτε . |
| ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
| κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
| Ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , | ||
| τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον , τὸ δὲ προκόμιον , τὸ δὲ πηνήκην ἐκάλουν . πιππίζειν καὶ τιτίζειν |
| θεραπαινίδων μᾶλλον τὸ ὑπόδημα . Τυρρηνικά : τὸ κάττυμα ξύλινον τετραδάκτυλον , οἱ δὲ ἱμάντες ἐπίχρυσοι : σανδάλιον γὰρ ἦν | ||
| δ ' ἄνωθεν καὶ κάτωθεν κηλῖσιν ὑπολεύκοις : καυλὸν δὲ τετραδάκτυλον , γυμνόν , ἐφ ' οὗ ἄνθη ῥοδοειδῆ , |
| , πλείονα δὲ μοῖραν ἔχειν τοῦ μέλανος : τὸ δὲ πράσινον ἐκ πορφυροῦ καὶ τῆς ἰσάτιδος , ἢ ἐκ χλωροῦ | ||
| αἰσθητοῖς διὰ τὴν παρὰ μικρὸν διαφοράν , οἷον ὅταν τὸ πράσινον ἢ τὸ ἁλουργὸν μέλαν ὁρᾷ , ἢ ὅταν δύο |
| πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
| . Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
| τὸν δράκοντα ὑπὸ Ἰάσονος . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες , Ἀπόλλωνος ἴδιον , ὡς ἱστορεῖται ἐν γʹ τῶν | ||
| . ἰσχύουσα δέ , ὅτι τὸ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτῆς φυτὸν ἀκανθῶδες τοιαύτην ἔχει δύναμιν . ὅταν γὰρ αὐτῆς ἅψηταί τις |
| , παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν | ||
| . λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει . |
| δ ' ὁ προσωποποιός : καὶ ἔστιν εἰπεῖν πρόσωπον προσωπεῖον προσωπίς , μορμολυκεῖον , γοργόνειον . καὶ τὰ ὑποδήματα κόθορνοι | ||
| καὶ προσωπεῖον τὸ μορμολυκεῖον : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ προσωπίς . ἡ δὲ νέα κωμῳδία καὶ προσωποποιὸν εἴρηκεν ὃν |
| Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν | ||
| καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν |
| σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ σιτία | ||
| τοιαῦτα “ . οὐκ ἔστι δέ , ἀλλ ' ἀγγεῖον πλεκτόν , εἰς ὃ τὰς ψήφους καθιᾶσιν , τὸ κήθιον |
| λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές | ||
| ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας |
| ' ἡμῶν ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες | ||
| ἀμφότεροι . Διαχωρημάτων ὑδατωδῶν , ἢν ἐς αἰθρίην τεθῇ , πέλιον ἄνωθεν λεπτὸν , κάρτα εἴκελον ἰσατώδει , κάτωθεν γίνεται |
| τέταρτον ἐπίκειται κατὰ τὸ πέρας ὀστοῦν ἕτερον , ὃ καλοῦσι κόκκυγα . διαλυθέντων δ ' ὑφ ' ἑψήσεως ἁπάντων , | ||
| τοὺς σκληροσάρκους , οἷον ὀρφὸν , γλαῦκον , κηρίδα , κόκκυγα καὶ ὀκτάποδα καὶ σηπίας , καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων ἀστακοὺς |
| τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν καὶ ἐν τῷ θλασθῆναι χρυσίζον καὶ ἀποστίλβον ἀστεροειδῶς . δύναμιν δ ' ἔχει καὶ | ||
| μένῃ , ὀξίζει . Ἄμωμον κάλλιστόν ἐστι τὸ Ἀρμένιον , χρυσίζον τὴν χρόαν , ἔχον δὲ τὸ ξύλον ὑπόκιρρον , |
| θῦσαι : διὰ τοῦτο τὸν θάλαμον ἀνοίξας εὗρε δρακόντων σπειράμασι πεπληρωμένον . Ἀπόλλων δὲ εἰπὼν ἐξιλάσκεσθαι τὴν θεόν , ᾐτήσατο | ||
| κῆπον ὥδευεν . ἰδὼν οὖν κλάδον συκῆς ὑπερέχοντα σύκων ὡρίμων πεπληρωμένον ἐπελάβετο τοῦ κλάδου . τοῦ δὲ ὄνου ὑπεκδραμόντος ἀπεκρεμάσθη |
| αὐτὴν τὴν ἐπίνοιαν : τὸ γὰρ μαλθακὸν καὶ ὑγρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ἐξ ὧν ἄλλων εἰδοποεῖται σὰρξ ἅμα τῷ νοηθῆναι | ||
| νεοσφαγέος , καὶ θρομβία διαλάμποντα , ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπαίρεται , |
| καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας | ||
| καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ |
| ' ἧς ὁρμῶμεν . Θολῶ . παρὰ τὸ θόλον . θόλος δὲ τὸ μέλαν τῆς σηπίας . Θαῦμα . παρὰ | ||
| τι περὶ ὅλον τὸ σῶμα . Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Ἔπιπλα . |
| : τὸ παῦσαι λέγουσι μονοσυλλάβως . παυσικάπη : μηχάνημα τροχῷ ἐμφερές , δι ' οὗ τὸν τράχηλον διεῖρον καὶ τῶν | ||
| τρεῖς . ἀλλ ' ἐκεῖνος ῥῆμά τι ἐφθέγξατ ' οὐδὲν ἐμφερές , μὰ τὸν Δία , τῶι “ γνῶθι σαυτόν |
| ἐκ θρόνων χωρίζεται . ἐγὼ δ ' ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ , καί μοί | ||
| τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς |
| εἰς ὑμέναιον ἄγω . Εἶπεν . Ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον , ἀείρας : Ἠνίδε , κεῖνοι σοὶ πᾶν | ||
| νοῆσαι γραμμῶν ἀμφοτέρων ἅγιον σέλας . Ὧν ἀποβαίνων Οὐρανὸς ἐστήρικτο γεροντικὸν εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς , |
| τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ | ||
| χρυσάμπυκας ἵππους ” φησίν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε , ” κόσμον τινὰ ἔοικε περὶ τὴν κεφαλὴν |
| δυσὶ , διπλοῖς . Δοιοί : δύο ἰχθύες , σχῆμα γλυκύτατον . Δοιὼ ὄνομα , ἡ εὐθεῖα τῶν ἑνικῶν δοιός | ||
| κράϲεϲι τοῦ ϲώματοϲ πάϲαιϲ ἐπιτηδειότατον : εὔκρατον δὲ ἔϲτω καὶ γλυκύτατον τὸ ὕδωρ καὶ εἰ δὶϲ καὶ τρὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ |
| . προβάδην : προβαίνων τῷ ῥυθμῷ . . . πάνθηρον ἕλειον : Προσληπτέον τὸ εἰς . ἔξαγε εἰς τὸ πάνθηρον | ||
| . Ἀξειοῦ ] τοῦ Βαρδαρίου . Βόλβης ] λίμνης . ἕλειον ] ἑλώδη . δόνακα ] κάλαμον . Ἠδωνίδ ' |
| σαρκῶδες : οὐρέεται δὲ τὸ γλυκύ : διαχωρέεται δὲ τὸ ἁλμυρόν . Κέγχρων χόνδροι καὶ κυρήβια , ξηρὸν καὶ στάσιμον | ||
| τὸ μὲν γλυκύ , τὸ δὲ πικρόν , τὸ δὲ ἁλμυρόν , τὸ δὲ δριμύ , τὸ δὲ αὐστηρόν , |
| γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν | ||
| ὀξύνεται καὶ σημαίνει πολλά : σημαίνει δὲ καὶ τὸ γυναικεῖον κτένιον ᾧ χρῶνται ἐπὶ τῷ ἱστῷ , καὶ τὸ παρ |
| μεν με [ ] [ ] [ [ ] ! ἔναιμον π ? [ [ ] α ? κραιν ? | ||
| σάκκον μὲν τὸ σῶμα αἰνιξάμενος , αἷμα δὲ ζωὴν τὴν ἔναιμον . ἐπειδὴ γὰρ ψυχὴ διχῶς λέγεται , ἥ τε |
| , καὶ εἰ δή τι τοιοῦτον ἕτερον ἢ δένδρον ἢ φρυγανῶδες , ὥσπερ δοκεῖ τό τε πήγανον καὶ ἡ ἰωνία | ||
| , ἢ πάπυρον , ἢ χόρτον , ἢ ἕτερόν τι φρυγανῶδες ὁμοίως δὲ ἀλείψαντες ἐλαίῳ , καὶ ἀπομάξαντες , ἐμβάλλουσιν |
| ⋖ α ὁμοίωϲ πινομένη . φαϲὶν δέ τινεϲ καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλιϲθέντα μετὰ γάλακτοϲ , καὶ προϲλαβόντα ϲελίνου ϲπέρμα , | ||
| ἐν τοῖς σκήπτροις ἀνωτέρῳ μὲν πελαργὸν τυποῦσι , κατωτέρω δὲ ποτάμιον ἵππον , δηλοῦντες ὡς ὑποτέτακται ἡ βία τῇ δικαιοπραγίᾳ |
| γὰρ ὁ μὲν καιόμενος βάτος τῶν ἀδικουμένων , τὸ δὲ φλέγον πῦρ τῶν ἀδικούντων , τὸ δὲ μὴ κατακαίεσθαι τὸ | ||
| τῇ καρδίᾳ . ὡς οὖν τὸ πῦρ σε τῆς ἀγρυπνίας φλέγον ὠχρὰν ἐποίει τὴν ἔναστρόν σου θέαν , οὐκ εἶχον |
| , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ καὶ τὸν γλαυκὸν λίθον τοῦ θαλασσοειδοῦς τοπάζου , καὶ τὴν γλυκερὰν ἀμέθυστον | ||
| ὄσον τὸ χαρωπὸν ἐκπέφευγε τοῦ γλαυκοῦ τὴν λευκότητα , καὶ γλαυκὸν μὲν πέφυκεν οἷον τὸ διαυγές ἐστι κέρας , χαροπὸν |
| τὴν ἰσχὺν ἔκρινεν . τὸ δ ' οὖν τοιοῦτον δέρμα περίβλημα εἶναι τῶν νώτων , ἵνα τὴν διφθέραν ταύτην φορῶν | ||
| . δοῦναι ὅσον τ ' εἴλυμα : εὐτελὲς καὶ βραχύτατον περίβλημα . ἐπόψιος : ἐπόπτης . κριοῦ ἐπεμβεβαώς : Διονύσιος |
| λόγον ποιεῖσθαι τοῦ ἀνθρώπου , ἀλλὰ διαιρεῖν καὶ τοῦτο εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν : οὕτω γὰρ τὸ τέλειον | ||
| χυλὸν ὀργάσας πίε . καὶ ἐπὶ τοῦ κοχλίου : ζῷον ἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον ὄμματ ' ἐκκύπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα . |
| δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ] | ||
| ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ |
| θέλοιμεν , πέπερι καστορίῳ συμπλέξομεν : εἰ δὲ μᾶλλον , στρούθιον πυρέθρῳ ἢ σταφίδι ἀγρίᾳ μετὰ πεπέρεως : εἰ δὲ | ||
| . Ὦ μάκαρ ἥτις ἔχους ' ἐν δώματι * * στρούθιον ἀεροφόρητον λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον |
| καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ | ||
| : τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα . |
| ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος , | ||
| ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον |
| ῥύσιν , ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν . ὁπότε τρυφερὸν καὶ καθαρὸν σπογγάριον ἐπίμηκες [ προστίθεται ] ὡσαύτως διάβροχον | ||
| ἐμβρέχων εἰς ὕδωρ ἡμέρας ηʹ . εἶτα βρέχε ἔριον τεθυωμένον τρυφερὸν τῷ ἀποβρέγματι καὶ μὴ ἐκπιέζων ἔα ξηρανθῆναι καὶ πεσσὸν |
| τινὸς ἀνθρώπου , τὸ δὲ κοινότερον . καὶ τὸ τὶ δένδρον ἀποδιδοὺς γνωριμώτερον ἀποδοίη δένδρον ἀποδιδοὺς ἢ φυτόν . ἔτι | ||
| γενομένου : καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον ἢ καὶ ἄλλο τι τοιοῦτον , κατακρύπτεται περιληφθὲν ὑπὸ |
| στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' | ||
| , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' |
| τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
| ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
| : ἢ ὀλέθριον , φόνιον , κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι φοινόν ] φοινικόν ἰάπτει ] πελάζει ἰάπτει ] βλάπτει ἰάπτει | ||
| κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες δάπτουσιν : πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν : καί τ ' ἀγεληδὸν ἴασιν ἀπὸ κρήνης μελανύδρου |
| πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ | ||
| τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , |
| ἐστι παιδιά , ταύτην πρώτων εὑρόντων Σικελῶν . καὶ ἡ λατάγη δὲ Σικελικόν ἐστιν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶ | ||
| περὶ Ἀλκαίου καὶ τὴν λατάγην φησὶν εἶναι Σικελικὸν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶν τὸ ὑπολειπόμενον ἀπὸ τοῦ ἐκποθέντος ποτηρίου |
| καὶ τὸ ὀστοῦν τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν | ||
| τοῦ θυρεοειδοῦς . τοῦτο δὴ πιμελῶδες μέν ἐστιν ἅμα καὶ ὑμενῶδες τὴν οὐσίαν , πρῶτον δὲ καὶ κυριώτατον ὑπάρχει τῆς |
| συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
| . ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
| τῆς ἰκμάδος συρρεῖ εἰς τὰς ἁρμογὰς τῶν λίθων , καὶ πηγνύμενον συμφυεῖς ἀπεργάζεται τοίχους . μεταλλεύεται δὲ κατὰ τὴν Ἀραβίαν | ||
| ὕδωρ ἐμβάλλουϲι πυέλοιϲ τετραγώνοιϲ ἐκ κεραμίδων γεγονυίαιϲ καὶ ἐν ταύταιϲ πηγνύμενον ἡμέραιϲ πλείϲταιϲ γίγνεται χάλκανθοϲ . τῷ δὲ χρόνῳ καὶ |
| λέγεται τὸ λευκοπέλιον ἀπὸ τῆς ἀφύης τοῦ ἰχθυδίου ὠνομασμένον . μετάρσιον δὲ κυρίως μὲν τὸ ὑψηλὸν λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ | ||
| ἡμῖν ἀνοίξῃ ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ θησαυρὸν „ καὶ τὸν μετάρσιον καὶ ἐγκύμονα θείων φώτων λόγον , ὃν δὴ κέκληκεν |
| , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφι ' , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα | ||
| βαθύν , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , |
| καὶ ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι , ὕαλος κεκαυμένη | ||
| ἐν ἡλίῳ . Σίνων σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον , παρεοικὸς σελίνῳ , πρόμηκες , μέλαν , πυρωτικόν . Σίον |
| ἀνεκέχυτο καὶ διὰ πάντων αὐτῆς ἐπεφοιτήκει τῶν μερῶν , οἷα σπογγιᾶς ἀναπεπωκυίας ἰκμάδα , ὡς εἶναι τέλματα καὶ βαθὺν πηλόν | ||
| . μετὰ δὲ τὴν καταστολὴν ἐκπληροῦν τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἐνθέσει σπογγιᾶς ὀξυκράτῳ βεβρεγμένης ἢ ἐρίου καὶ τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνοντα συνάγειν |
| ' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
| , ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
| ἔρευθος δὲ κυρίως τὸ αἷμα παρὰ τὸ ἐρυθρὸν εἶναι : κόκκινον γάρ . Φοινίσσει : ἐξανθεῖ , βάπτει , μελαίνεται | ||
| Ἕρμιππον καὶ τὸν Σιμέρμωνα τὸν τούτου ὑποκριτήν . ἔρυθρον ] κόκκινον . . , βεβαμμένον κοκκίνῳ . τοῖς παιδίοις ] |
| κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα ἤλπιζον εἶναι , μαντικῆι βρύον τέχνηι . ὁ δ ' , αὐτὸς ὑμνῶν , | ||
| ἐφιστάμεναι μελεδῶναι . Ἰχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι , κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ φυλλίνῳ |
| ἐσήκασθεν κατὰ σηκοὺς ἠλάσθησαν , ἐπὶ τῶν προβάτων . ἔσθος ἔσθημα , ἱμάτιον . ἔσκε ἦν . ἕσπερος ὁτὲ μὲν | ||
| βεβηκέναι . ἐνῆφθαι δὲ αὐτὸν καὶ δορὰς λύκων , ῥαπτὸν ἔσθημα , ἄθλους τε ποιεῖσθαι τοὺς ἀγρίους τῶν συῶν καὶ |
| ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα | ||
| ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα |
| συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες , φύει καὶ ἧλον : οἱ δὲ μύκητα καλοῦσιν , ἔνιοι δὲ λοπάδα : τοῦτο δ ' | ||
| ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις , φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ μύκητα θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . καί |
| , ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ἁγνὴν ὀδμὴν λιβανωτὸς ἵησιν , ψυχρὸν δ ' ἐστὶν ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ | ||
| ὕδωρ , τὸ δ ' ὄπισθε βαθὺν † διὰ κόλπον ἵησιν σχιζόμενος πόντου Τρινακρίου εἰσανέχοντα , γαίῃ ὃς ὑμετέρῃ παρακέκλιται |
| βιάοιο ] ἀνάγκασον , βιάζου βύβλου ] παπύρου στρεπτόν ] στρεβλόν ἐπιγνάμψαιο ] ἐπίκαμψον κακῶν ] τῶν κακούντων ἐρυτῆρα ] | ||
| καὶ τὸ διηγγελμένον ἢ ἀγγυλώμενος . ἀγκύλον : σκολιόν . στρεβλόν . ἀγκύρισμα : εἶδος παλαίσματος καὶ ἀγκυρίσας ἀντὶ τοῦ |
| : Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες | ||
| ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] |
| κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν βαθύν , ψιμύθιον , | ||
| οἱ κριταί , καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ |
| ἔχων , κροτάφους δασεῖς , ὄμμα λι - παρὸν καὶ στίλβον καὶ ἀμαρύσσον . ὁ τοιοῦτος φιλόκυβος , φιλορχηστής , | ||
| ὑγρὸν τὸ πρῶτόν ἐστι τῆς ὄψεως ὄργανον , λευκὸν καὶ στίλβον καὶ λαμπρὸν καὶ καθαρὸν γενόμενον : μόνως γὰρ οὕτως |
| τὴν παραλήγουσαν τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , | ||
| τῶν ἀραχνῶν ἄκμητον , ἤτοι μὴ ἔχον κάματον καὶ ὀδύνην τύμμα ἐπιφέρει τῷ ἀνδρί . * ἄκμητον : ἄπρακτον μεταμώνιον |