. α . . Ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένον , ὥσπερ καὶ τὸ πόπανον . εἴρηται δὲ παρὰ
, Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀνειμένον ἄλσος . τὸ τῷ θεῷ ἀφιερωμένον . Ἀνελευθερία Πλάτων Πολιτείας δευτέρῳ . Ἀνεμιαῖον ὠόν Πλάτων
7258921 Ποσιδηιον
, ἄλσος . Ὅμηρος ” Ὀγχηστόν θ ' ἱερόν , Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος „ . κεῖται δὲ ἐν τῇ Ἁλιαρτίων
ἱερὰ Ποσειδῶνος . Ὅμηρος : Ὀγχηστόν θ ' ἱερόν , Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄστυ . Ὑάντιον δὲ ἀντὶ τοῦ Βοιώτιον :
5987379 ξοανον
θέας ἄξιος : ἐνταῦθα ἀναθήματα κεῖται καὶ ἄλλα καὶ Ζεὺς ξόανον , δύο μὲν ᾗ πεφύκαμεν ἔχον ὀφθαλμούς , τρίτον
, τὴν ἐν Λακεδαίμονι Ὀρθίαν τὸ ἐκ τῶν βαρβάρων εἶναι ξόανον : τοῦτο μὲν γὰρ Ἀστράβακος καὶ Ἀλώπεκος οἱ Ἴρβου
5928969 Μητρος
Κυζικηνοί τε , ἀναγκάσαντες πολέμῳ Προκοννησίους γενέσθαι σφίσι συνοίκους , Μητρὸς Δινδυμήνης ἄγαλμα ἔλαβον ἐκ Προκοννήσου : τὸ δὲ ἄγαλμά
οὗτοι ] Δάκτυλοί εἰσιν [ ] οἳ ˘˘˘ – ] Μητρὸς ὀρείας δεῖξαν [ ] [ καί μιν ἀπειργάζοντο ?
5881808 βωμος
Βώμιος , ὡς ἀπὸ τοῦ Χήσιος τὸ Χησιεύς . καὶ βωμός ὁ τόπος τῶν θυσιῶν , ὁ πρὸς τὴν ἐσχάραν
Ζηνὸς ἐγγύς , ὧν κατ ' Ἰδαῖον πάγον Διὸς πατρῴου βωμός ἐστ ' ἐν αἰθέρι , καὶ οὔ πώ σφιν
5801649 ἱερον
δὲ καὶ τὸ πρόσωπόν ἐστιν ἐλέφαντος . καὶ ἕτερον ἐνταῦθα ἱερὸν Ἀθηνᾶς πεποίηται καλουμένης Νίκης καὶ ἄλλο Αἰαντίδος : τὰ
ἔρημός ἐστιν ἀνθρώπων . Βαβυλῶνος δὲ τοῦ μὲν Βήλου τὸ ἱερὸν λείπεται , Βαβυλῶνος δὲ ταύτης , ἥντινα εἶδε πόλεων
5635688 ἀγαλμα
φασὶν εἶναι . ὑπὸ μὲν δὴ τῷ πρώτῳ τρίποδι Ἀφροδίτης ἄγαλμα ἑστήκει , Ἄρτεμις δὲ ὑπὸ τῷ δευτέρῳ , Γιτιάδα
Φιλόχορος ἐπὶ Πυθοδώρου ἄρχοντος ταῦτά φησι : “ καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσοῦν τῆς Ἀθηνᾶς ἐστάθη εἰς τὸν νεὼν τὸν
5622307 ἁγιον
ἃς ἐβόσκομεν κατ ' οἶκον ἐμφανὲς κακόν , κατὰ μὲν ἅγιον ἔχειν βρέτας κατά τ ' ἀκρόπολιν ἐμὴν λαβεῖν ,
μενούσας καὶ βλαστούσας τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος . κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιον : ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν , καὶ
5617962 αὐτοφυες
ἐνορᾷ τὴν ἀγλαΐαν τεθηπὼς τοῦ ὄρνιθος καὶ τὸ κάλλος τὸ αὐτοφυές . ἐπᾴδουσι δὲ ἄρα τῷδε τῷ ὀρνέῳ καὶ μῦθον
ἀνέθηκεν , ἐστερεοποίησεν . Ὄρθιον : κέντρον . αὐτόῤῥιζον , αὐτοφυές . ἀκάχμενον : ἠκονημένον , ἐστομωμένον : ἀκάχμενον ἀπὸ
5599566 εὑρημα
. ἔλυμος τὴν μὲν ὕλην πύξινος , τὸ δ ' εὕρημα Φρυγῶν : κέρας δ ' ἑκατέρῳ τῶν αὐλῶν ἀνανεῦον
ἡ τέχνη ἅπτεται . καὶ βουλομένῳ μὲν σοφίζεσθαι θεῶν τὸ εὕρημα διά τε τὰ ἐν γῇ εἴδη , ὁπόσα τοὺς
5589543 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
5584504 πολυτελες
εὕρημα , τὴν δὲ ἰδέαν κοθόρνοις ταπεινοῖς ἔοικεν . σχισταὶ πολυτελὲς ὑπόδημα καὶ θρυπτικόν : ταύτας δὲ καὶ λεπτοσχιδεῖς ὠνόμαζον
μαρμάρινον ἄγαλμα τῆς θεοῦ . κατεναντίον δὲ τούτου ἄλλο συμπόσιον πολυτελὲς περίπτερον : οἱ γὰρ κίονες αὐτοῦ ἐκ λίθων Ἰνδικῶν
5509618 σπαδιξ
τῳ ἐκ ζειῶν καὶ ὕδατος . Σπαδίξας . ἐκδείρας . σπάδιξ γὰρ φλοιὸς ῥίζης πρινίνης . οἱ δὲ φοίνικος ῥάβδον
τρίγωνα , σαμβῦκαι , πηκτίδες , φόρμιγγες , φοῖνιξ , σπάδιξ , λυροφοινίκιον , ἰαμβύκη , κλεψίαμβος , παρίαμβος ,
5461911 κυπαριττῳ
γίνεται καὶ ἐν τῇ Κυρηναίᾳ , τὴν μὲν μορφὴν ὅμοιον κυπαρίττῳ καὶ τοῖς κλάδοις καὶ τοῖς φύλλοις καὶ τῷ στελέχει
μὲν γὰρ τὴν πίτυν παρεχόμενα λεπτόγεων τιθεῖ , τὰ δὲ κυπαρίττῳ κομῶντα τῆς ἀργιλώδους λέγει , ἐλάται δὲ ἐκεῖναι τί
5426811 μεγαλοπρεπεσι
καὶ ὁποῖος συγκεκραμένος . ἡ μὲν δὴ παιωνικὴ ἐν τοῖς μεγαλοπρεπέσι σύνθεσις ὧδ ' ἄν πως λαμβάνοιτο . Ποιεῖ δὲ
μακρὰν οἰκοῦντας εἰς αὐτὸ φιλοτίμως φοιτᾶν , καὶ θυσίαις τε μεγαλοπρεπέσι καὶ ἀναθήμασιν ἀξιολόγοις τιμᾶν , τὸ δὲ μέγιστον ,
5416995 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
5408537 ἱδρυμα
ἀπὸ τριάκοντα σταδίων . ἔχει δὲ Εἰληθυίας ἱερόν , Πελασγῶν ἵδρυμα , πλούσιόν ποτε γενόμενον : ἐσύλησε δ ' αὐτὸ
παρεσκευασμένος ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει προσίξομαι μεσόμφαλόν θ ' ἵδρυμα , Λοξίου πέδον , πυρός τε φέγγος ἄφθιτον κεκλημένον
5392474 πορνειον
ἐπιγείων πάντων ” . ἐν Πειραιεῖ παρὰ ταῖς πόρναις : πόρνειον γὰρ ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ
ἐπιγείων πάντων ” . ἐν Πειραιεῖ παρὰ ταῖς πόρναις : πόρνειον γὰρ ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ
5382057 ἀναθημα
ἐμάχοντο . ἀποπέμπει δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει : καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι
ἐξήλαυνε [ τῶν ἐκ Σικελίας ] . τὸ δ ' ἀνάθημα τῆς πόλεως τίς ἀνέτρεψεν ; οὐ μὲν οὖν στρόβιλος
5368779 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
5332957 λυχνειον
Ὄνειον κόνειον γένειον δάνειον . τὸ δὲ κοινεῖον προπερισπᾶται καὶ λυχνεῖον καὶ πορνεῖον οὐ μόνον ἔχοντα τὸ Ν . Τὰ
δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο καὶ τῶν δυναμένων ,
5315048 ἐνυδρον
πυρίνους : εἶναι δὲ τρία γένη τἆλλα , πτηνόν , ἔνυδρον , πεζόν . γῆν δὲ πρεσβυτάτην μὲν εἶναι τῶν
. . . . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν εὔυδρον . .
5270364 ἀκρωρεια
ὅτι Μακεδονικὸς Ὄλυμπος θεῶν οἰκητήριον : ἡ γὰρ Πιερία τούτου ἀκρώρεια , καὶ Ἠμαθία τὸ πρότερον ἡ Μακεδονία ἐκαλεῖτο .
ἀκρότατα , ἀκρωλένια , ἀκρόδρυα , ἀκροχειρισμός , ἀκροκώλια , ἀκρώρεια , ἀκροθίνια , καὶ παρ ' Εὐριπίδῃ ἠκροθινιαζόμην ,
5243958 θυεται
ὁ μῦθος , εἵσατο , τῆι καὶ λίπουρα καὶ μόνωπα θύεται . τοῦτο δὲ μήποτε ἐσχεδίασται : οἱ γὰρ Μυρρινούσιοι
. : ὀσφῦν ] Εὐκίνητος γὰρ οὖσα καὶ σπέρματα ἔχουσα θύεται τοῖς θεοῖς : ἀφ ' οὗ καὶ κλονὶς ὀνομάζεται
5203183 Ὀγχηστον
ἀμειβομένοις : γείτονα , τῶν Θηβαίων , ὡς πρὸς τὸν Ὀγχηστόν : καὶ γὰρ αὕτη τῆς Βοιωτίας . καὶ σέθεν
καὶ θηλυκῶς Ὀγκεία . Ὀγχηστός , ἄλσος . Ὅμηρος ” Ὀγχηστόν θ ' ἱερόν , Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος „ .
5188041 ὀβελοι
διῃρημένον πρὸς πύλας , ὅσαι τοῖς πάλαι θεοῖς ὀνομάζονταιδύο δὲ ὀβελοὶ ἀνεστήκασι λίθινοι καὶ κρήνη τῆς τῶν Πεισιστρατιδῶν ἄμεινον ἔχουσα
νόμιμον τοὺς θύοντάς τινι θεῷ ταύτῃ προθύειν . κρατευταί : ὀβελοὶ ἢ λίθοι ἢ σιδήριά τινα , ἐφ ' ὧν
5156800 ναος
μῦθος . ναὸς καὶ σηκὸς διαφέρει . ὁ μὲν γὰρ ναός ἐστι θεῶν , ὁ δὲ σηκὸς ἡρώων . ναύκληροι
τῷ παιδὶ , καὶ ταύτην οἰκεῖν τὸν Ἀχιλλέα . Καὶ ναός ἐστιν ἐν αὐτῇ τοῦ Ἀχιλλέως , καὶ ξόανον τῆς
5144108 θρονος
οὕτως : κλίσιον ἡ βάσις ἐφ ' ἧς κεῖται ὁ θρόνος : “ περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντη , ”
τῶν φρεάτων ἐοικυῖαι πώματα ἔχουσαι , καὶ παρ ' ἑκάστῃ θρόνος ἔκειτο χρυσοῦς . καθίσας οὖν ἑαυτὸν ἐπὶ τῆς πρώτης
5142186 εὐμεγεθες
κρήνης κάτωθεν παιδίον . λευκὸν ἦν τὸ παιδίον καὶ μετρίως εὐμέγεθες , καὶ χρυσοειδεῖς αὐτῷ κόμαι τὰ μετάφρενα καὶ τὰ
. ἔστι δὲ τοῦ λωτοῦ τὸ μὲν ὅλον δένδρον ἴδιον εὐμέγεθες ἡλίκον ἄπιος ἢ μικρὸν ἔλαττον : φύλλον δὲ ἐντομὰς
5124714 ἐπιφθεγγονται
μέσα χροιισθεῖσαι : ἃ κρίνα , λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἳ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ
κρόκῳ μέσα χροιισθεῖσαι , ἃ κρίνα λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἱ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ
5121301 ἐνδιαιτημα
ἡ δ ' ἐστὶ σοφία , τῶν φιλαρέτων ψυχῶν ἄριστον ἐνδιαίτημα . ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ καὶ γένος ἐστί σοι
μὲν ἰδεῖν ἀκρόπολις , οἷον ἄλλο θεῶν μετ ' οὐρανὸν ἐνδιαίτημα : οἷος δ ' ὁ τῆς Πολιάδος νεὼς καὶ
5118909 βωμοι
καὶ μὴ χαλεπῶς με προδίδασκε . ἔστι γὰρ ἔμοιγε καὶ βωμοὶ καὶ ἱερὰ οἰκεῖα καὶ πατρῷα καὶ τὰ ἄλλα ὅσαπερ
ἄσμενοι κατείδομεν ὅθενπερ καὶ Ξενοφῶν καὶ σύ . καὶ οἱ βωμοὶ ἀνεστᾶσιν ἤδη , λίθου μέντοι γε τοῦ τραχέος ,
5091620 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
5079160 ἐσχαρα
διαφέρει . βωμοὶ γάρ εἰσιν οἱ τὰς προσβάσεις ἔχοντες , ἐσχάρα δὲ ἐν ᾗ τὰ θυόμενα ὀπτοῦται : ἑστία δὲ
δ ' ὑπέρυθρον , τὸ δ ' αὖ μέλαν οἷον ἐσχάρα : κάκιστον δὲ τὸ μέλαν καὶ θανατωδέστατον . βοηθεῖ
5076602 οἰκητηριον
ὀμμάτων , ἵνα τὸ τῆς γνώμης καὶ νοῦ χωρίον καὶ οἰκητήριον . ἔνθεν καὶ αὐτοῦ τοῦ Διὸς ἐξέθορεν ἡ πρόμαχος
φυσήματα ἀνέμων γίνεσθαι , καὶ μυθευθῆναι Θρᾴκην οὕτως τῶν ἀνέμων οἰκητήριον εἶναι , , . . . Ἁρπαλίων : ὄνομα
5070978 μιανῃς
ἀθανάτου πυρᾶς τεθησαυρισμένον φυλάττεται φῶς . “ φεῖσαι καὶ μὴ μιάνῃς , ” ἔλεγε , “ Δαῦλι , τὸ τῆς
φθαρτὴν εἶναι καὶ παραχρήσῃ αὐτῇ ἐν μιασμῷ τινι . ἐὰν μιάνῃς τὴν σάρκα σου , μιανεῖς καὶ τὸ πνεῦμα τὸ
5061352 Κρητικον
ἀντὶ τοῦ ἀγαθὸν καὶ μεμουσωμένον . Κυδωνικὸν δὲ ἀντὶ τοῦ Κρητικὸν ἀπὸ τόπου . καὶ Ὅμηρος : ἐν δὲ Κρῆτες
ἐς πῦρ καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔτευξαν . Δικταῖον : τὸ Κρητικὸν σπήλαιον : Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . ἀμφοτέρῃσιν :
5060165 ναοι
ἡ οἰκουμένη τὰς ἰσολυμπίους αὐτῷ τιμὰς ἐψηφίσαντο . καὶ μαρτυροῦσι ναοί , προπύλαια , προτεμενίσματα , στοαί , ὡς ὅσαι
δωρήματα “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ ηʹ : τὸ θʹ ” ναοί θ ' ὑψερεφεῖς καὶ ἀγάλματα “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ
5054395 Ἀλαλκομενηϊς
, ὡς βασιλεύς βασιληΐς καὶ Θησηΐς καὶ Οἰνηΐς . ἢ Ἀλαλκομενηΐς , ἡ ἀλαλκοῦσα τῷ μένει , ὅ ἐστι τῇ
ἀπαλεξητικὴν προθυμίαν ἔχουσα τὸ μάχεσθαι , ὅθεν ἀλκομένη ἀλαλκομένη καὶ Ἀλαλκομενηΐς ἐν διπλασιασμῷ , ὡς ἀτηρός ἀταρτηρός , ἔτυμος ἐτήτυμος
5049240 εὑρεμα
βασιλεὺς τῶν μὲν τοιούτων οὐδέποτε ἀκροᾶται συνεχῶς : κάλλιστον δὲ εὕρεμα ἡγεῖται κυνηγεσίαν , καὶ τούτῳ μάλιστα χαίρει : δι
ἑνώσας καλῶς χρῶ πολυτελεστάτῳ μύρῳ . Λυσιπόνιον μυράκοπον Τιμοκλιανοῦ ἰατροῦ εὕρεμα , ᾧ δεῖ χρῆσθαι κατὰ παντὸς μέρους τοῦ σώματος
5047398 Κυλληνῃ
ἐπῆλθεν ἐρέσθαι μοι . τάδε μὲν ἡμῖν λελέχθω τῶν ἐν Κυλλήνῃ κοσσύφων ἕνεκα , ὡς μὴ τοῖς ῥηθεῖσιν ἐς τὴν
Ἄτλαντος δὲ καὶ τῆς Ὠκεανοῦ Πληιόνης ἐγένοντο θυγατέρες ἑπτὰ ἐν Κυλλήνῃ τῆς Ἀρκαδίας , αἱ Πληιάδες προσαγορευθεῖσαι , Ἀλκυόνη Μερόπη
5036121 δαπεδον
ὧν ἦν τὸ κατὰ πρύμναν ὀπτανεῖον . ταῦτα δὲ πάντα δάπεδον εἶχεν ἐν ἀβακίσκοις συγκειμένον ἐκ παντοίων λίθων , ἐν
Ὀρέστα , γαίας τῆσδ ' ὑπερβαλόνθ ' ὅρους Παρράσιον οἰκεῖν δάπεδον ἐνιαυτοῦ κύκλον : κεκλήσεται δὲ σῆς φυγῆς ἐπώνυμον [
5030773 πεποικιλμενον
ὁμοίως δὲ θεραπεύει καὶ δυσουρίαν . ἔστι δὲ τὸ πτηνὸν πεποικιλμένον χροιαῖς , καὶ ἐνάρετον ποιεῖ τὸν ἐσθίοντα . Κόσσυφός
αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι : ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον , οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν
5025300 Σκυθικαι
περὶ εὑρ . . . . κύπασσις , Πύγελα , Σκυθικαί . . . Φηγούσιον . . . ἀνάγειν .
αἴγειον δέρμα : ἵστωρ : ἰστάκη τὸ δρέπανον : Ἰστρηνίδες Σκυθικαί : ἰσφαίνει μεριμνᾷ : ἰσφάτατον , βίαιον : ἰσχαναᾶν
5020721 τιμαλφεστατον
ἐξ οὐρανοῦ πεσοῦσα καὶ θρόνων Διός , ἄνακτι πάππῳ χρῆμα τιμαλφέστατον . Ἑνὸς δὲ λώβης ἀντί , μυρίων τέκνων Ἑλλὰς
ῥοιαὶ καὶ ἀνέμων εὔπνοιαι καὶ ἄνθους φαιδρόν τι χρῆμα καὶ τιμαλφέστατον . Μέγεθός γε μὴν καὶ ἀξίωμα ἐμποιεῖ τῷ λόγῳ
5019497 Ὀρος
. Φησὶν Εὔδοξον ἱστορεῖν , ὅτι ἐν τῇ κατὰ Ἱερὸν Ὄρος θαλάττῃ τῆς Θρᾴκης ἐπιπολάζει κατά τινας χρόνους ἄσφαλτος .
Τοῦτ ' ] Τὴν Αἴτνην . Ἐφέπεις ] Διοικεῖς . Ὄρος ] Ἐνταῦθα γὰρ ἱερὸν αὐτοῦ . Εὐκάρποιο ] Πολυκάρπου
5015038 ἀνακειμενον
; οὐκ ἄλλου μὲν οὖν . τοιοῦτον εἴδομεν ποτήριον γραμματικὸν ἀνακείμενον ἐν Καπύῃ τῆς Καμπανίας τῇ Ἀρτέμιδι , ἀργυροῦν ,
τοῦ θεοῦ , βακχείαις καὶ ὀργίοις τοῖς τε θείοις ἔργοις ἀνακείμενον , εἶναι δὲ ἕτερον τὸν τὰ ἀνθρώπεια διοικοῦντα ,
5013696 εὐπρεπες
ὡς ἄρ ' οἱ Φράγγοι σκῆψιν μέν τινα καὶ προκάλυμμα εὐπρεπὲς τὸ τῆς ξυμμαχίας ὄνομα ποιοῦνται , ὡς δὴ μετάκλητοι
τε , ἤ τι μεταστρέψεις ; ταῦτα μὲν παραινεῖ τὸ εὐπρεπὲς διδάσκουσα . ποιεῖ δὲ αὐτὴ αὐτὸ πῶς ; μετὰ
5007081 αὐλη
ἔχουσαν ἐν αὑτῇ , οἰκουμένην . διαφέρει δὲ σταθμὸς καὶ αὐλή : ὁ μὲν γὰρ σταθμὸς οἰκητήριον θρεμμάτων , ἡ
, εἴποι ἄν Ζηνός που τοιήδε γ ' Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή . ὁ δὲ κόλαξ τοῦτο τὸ ἔπος κἂν περὶ
4987684 καθιερωμενον
ἱερέων . τὸ δ ' ὑποκείμενον πεδίον ἐπὶ σταδίους διακοσίους καθιερωμένον ἐστὶ τοῖς θεοῖς , καὶ τὰς ἐξ αὐτοῦ προσόδους
. μετὰ δὲ τὸ προειρημένον πεδίον ὄρος ἐστὶν ὑψηλόν , καθιερωμένον μὲν θεοῖς , ὀνομαζόμενον δὲ Οὐρανοῦ δίφρος καὶ Τριφύλιος
4980509 Τροφωνιῳ
βλιχανώδεις εἰσὶ καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ;
τὴν λήκυθον ἐχρῶντο τῷ ἱμάντι πρὸς τὸ μαστιγοῦν , Μένανδρος Τροφωνίῳ . Αὐτόλυκος : Λυκούργου λόγος ἐστὶ κατ ' Αὐτολύκου
4979981 Κιρραιον
ΦΩΚΕΙΣ . Μετὰ δὲ Λοκρούς εἰσιν Φωκεῖς ἔθνος κατὰ τὸ Κιρραῖον πεδίον , καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δελφοὶ
Κιρραῖονπεδίον ] Κίρρα πόλις τῆς Φωκίδος , παρ ' ἧς Κιρραῖον ὀνομαζόμενον ἱερὸν τοῦ θεοῦ , ἐπάρατον καλούμενον . ἦν
4978806 τετρακωμος
θερμαυστρίς , κυβίστησις , παραβῆναι τὰ τέτταρα . ὁ δὲ τετράκωμος , τὸ τῆς ὀρχήσεως εἶδος , οὐκ οἶδα εἴ
ὀνομασιῶν , αἵδε : κῶμος , βουκολιασμός , γίγγρας , τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος , πολεμικόν ,
4971187 ἀρχαιοτατον
πᾶν τὸ ἀρχαῖον ὠγύγιόν φασι διὰ τὸ πολὺ αὐτὸν γενέσθαι ἀρχαιότατον . σπαρτὸς δὲ λεὼς οἱ Θηβαῖοι : Κάδμου γὰρ
ἀνήκει μόνων . ποιηθῆναι δὲ τὸν ναὸν τῷ Ἀπόλλωνι τὸ ἀρχαιότατον δάφνης φασί , κομισθῆναι δὲ τοὺς κλάδους ἀπὸ τῆς
4963644 ἰτεαι
ἄλσος . πολλὰ γὰρ εὕροι τις ἂν ἄλση ἐπιθαλάσσια . ἰτέαι ὠλεσίκαρποι . † ) σημείωσαι ὅτι ἄκαρπα φυτὰ εἶπεν
Ὅμηρος καὶ τὰ τῆς φύσεως ἀπόρρητα ἀνιχνεύσας εἶτα μέντοι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι ἐν τοῖς ἑαυτοῦ μέτροις εἰπεῖν τοῦτο αἰνιττόμενος .
4958024 ξανιον
καὶ ἔντροπον , χρυσᾶ καὶ ἐπίχρυσα πάντα . τὸ δὲ ξάνιον ἦν μὲν καὶ αὐτὸ χρυσοῦν , κεφαλῇ κόσμος :
τῶν ἀμπέλων ἐπίτραγοι . τῶν δὲ μαγειρικῶν καὶ ἐλεόν , ξάνιον , ἐπίξηνον , τράπεζα μαγειρική , ἣν οἱ νεώτεροι
4939163 Ὀθρυς
μυκτῆρος ἐπισπέρχοντες ἀυτμῇ . Ναὶ μὴν καὶ νιφόεσσα φέρει δυσπαίπαλος Ὄθρυς φοινὰ δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί
: χιονώδης χιονιζομένη , λευκή * δυσπαίπαλος : τραχυτάτη τραχεῖα Ὄθρυς : ὄνομα ὄρους Θεσσαλίας , ὅπου ὁ σὴψ νέμεται
4932589 Λυκειος
ἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα . καὶ σύ , Λύκει ' ἄναξ , Λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ [ στόνων ἀυτᾶς ] . σύ
αὕτη δ ' , Ὀρέστα , τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος : οὑξ ἀριστερᾶς δ ' ὅδε Ἥρας ὁ κλεινὸς
4924778 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
4924351 Ὀλβιαν
τὸ ἐθνικὸν Ἴστριος καὶ Ἰστριεύς . Ἀρριανὸς δὲ Ἰστρίαν ὡς Ὀλβίαν αὐτήν φησι . τὸ ἐθνικὸν ταύτης Ἰστριανός ὡς Ὀλβιανός
τετρακισχιλίων σταδίων . ἀπὸ δὲ τῆς Ἱερᾶς ἄκρας ἐπὶ τὴν Ὀλβίαν λείπονται στάδιοι τριακόσιοι ἑξήκοντα ἑπτά : ἐν τούτοις δ
4922180 ἐπηρεφες
† τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο
ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν
4915734 ὑψηλοτατον
ἐπὶ τὴν Κυλλήνην ἀναβαίνοντες , ὄρος δὲ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ὑψηλότατον , καὶ θύοντες τῷ καθωσιωμένῳ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ
ἄλσος Λητῷον : εἶτα Λώρυμα παραλία τραχεῖα , καὶ ὄρος ὑψηλότατον τῶν ταύτῃ Φοῖνιξ : πρόκειται δ ' ἡ Ἐλαιοῦσσα
4896350 κατωφερες
ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον
ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις
4892202 ἐναντιωμα
, ἀλλὰ καὶ κακῶς ποιοῦσι . Πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἐναντίωμα λέγει : φησὶ γὰρ καὶ ἔργῳ καὶ λόγοις καὶ
περὶ μοίρας ιηʹ , τάπεινωμα Ἄρεως περὶ μοίρας κηʹ , ἐναντίωμα Κρόνου , τρίγωνον ἡμέρας μὲν Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ
4884971 Ὑπερεια
ὦ γῆ Φεραία , χαῖρε , σύγγονόν θ ' ὕδωρ Ὑπέρεια κρήνη , νᾶμα θεοφιλέστατον . ἐγγὺς μὲν Φέρης :
τῆς παρά , ὡς τὸ ὑπέρμορα ἀντὶ τοῦ παραμεμοιραμένον . Ὑπέρεια : ὄνομα κρήνης . καὶ χώρα Φαιάκων . ὑπερηνορέοντες
4880474 Θεραπνης
φασι τὰς Θεράπνας τῶν Διοσκούρων παρόσον ὑπὸ τὴν γῆν τῆς Θεράπνης εἶναι λέγονται ζῶντες , ὡς Ἀλκμάν [ . .
Γόλγων ἀνάσσης , ὧν ὁ μὲν Λάκων ' ὄχλον ἄγων Θεράπνης , θάτερος δ ' ἀπ ' Ὠλένου Δύμης τε
4870017 ἀγριωτατον
? ? ἀδικεῖς . καὶ οὐκ ἔχομεν ? ? γενέτην ἀγριώτατον : ἥμερα φρονεῖ . καὶ καλός ἐστιν ἔφηβος ὁ
ὄφιν : καὶ ἐκπίπτει τὸ θηρίον , καὶ ἕρπει τὸ ἀγριώτατον ἐκ τοῦ ἡμερωτάτου : καὶ τῶν μὲν καλῶν καὶ
4858480 ἡρῳ
. καὶ ἐν ἄλλοις δὲ κέχρηται τῷ γένει . . ἥρῳ : ἡ διπλῆ , ὅτι δισυλλάβως καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ
, οἷον τῷ ἥρῳ , ἥρῳ Λαομέδοντι , καὶ θ ἥρῳ Δημοδόκῳ . Τὸν ἥρωα , τὸν γέλωτα : ὦ
4846116 ἐνδυμα
. σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον ,
τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες
4842610 στεμμα
καὶ ἐπίκρανον , περίκρανον : περίκρανον δὲ οἱ παλαιοὶ τὸ στέμμα ἐκάλουν , καὶ ποτίκρανον τὸ προσκεφάλαιον οἱ κωμικοί .
, θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ ἱκεσία τῷ Ἀπόλλωνι
4838215 ὑφεστως
τὸ ἕν . Λέγεται ὂν καὶ ὅλον τὸ πρὸ ψυχῆς ὑφεστῶς , ὡς ἐν Πολιτείᾳ , καὶ οὐσίαν τοῦτο καλεῖ
τὸ ἕν . Λέγεται ὂν καὶ ὅλον τὸ πρὸ ψυχῆς ὑφεστῶς , ὡς ἐν Πολιτείᾳ , καὶ οὐσίαν τοῦτο καλεῖ
4831156 προερχομαι
εἶναι τὸν τόπον φυλὴν , τὸ Νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι φυλασίων . Φιλόχορος δ ' ἐν ζʹ Ἀτθίδος φρούριον
τὸν τόπον , Φυλήν , τὸ νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι Φυλασίων καὶ τῶν δυναμένων τὰς πέτρας ἐνθάδε γεωργεῖν ,
4825669 Ἀρτεμιδος
Ἀρτέμιδος Ὀρθίας ἱερόν , καὶ ἀγάλματα Ἀπόλλωνος καὶ Λητοῦς καὶ Ἀρτέμιδος πεποίηται λευκοῦ λίθου : Πολυ - κλείτου δέ φασιν
ἔπεισε δὴ τοὺς βαρβάρους , ὡς ἄρα τὸ ζῷον ἱερὸν Ἀρτέμιδος , καὶ ἡ θεὸς δι ' αὐτοῦ προλέγοι πάντα
4824317 Ἀργυρινοι
Ὅμηρος βορέης καὶ ζέφυρος τώ τε Θρηίκηθεν ἄητον . . Ἀργύρινοι ἔθνος Ἠπειρωτικὸν ὡς Τίμαιος καὶ Θέων καὶ Λυκόφρων .
καὶ Θέων καὶ Λυκόφρων . × . εἰς Ἀργυρίνους : Ἀργύρινοι Ἠπειρωτικὸν ἔθνος . ὁ μὲν ποιητὴς οὗτος καὶ οἱ
4824199 Παλικων
. Στρατεία Συρακουσίων εἰς Τυρρηνίαν . Περὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ Παλικῶν ὀνομαζομένων . Περὶ τῆς Δουκετίου ἥττης καὶ τῆς περὶ
εἰς τὸ πεδίον , καὶ πλησίον τοῦ τεμένους τῶν ὀνομαζομένων Παλικῶν ἔκτισε πόλιν ἀξιόλογον , ἣν ἀπὸ τῶν προειρημένων θεῶν
4815869 ἀμφιβιον
. διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ
εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί ,
4814879 Ἠπειρωτικον
. λῃσταὶ δ ' οὗτοι καὶ τοξόται . Μαρδόνες , Ἠπειρωτικὸν ἔθνος . Εὔπολις Πόλεσι ” καὶ Χαόνων καὶ Παιόνων
πύρ - ριχος [ ὀσκάριος ] . τινὲς δὲ πύρριχον Ἠπειρωτικὸν ἤκουσαν ἀπὸ Πύρρου τοῦ ἐκεῖ βασιλεύσαντος : δοκοῦσι δὲ
4812733 νομιζετ
' αὖ διὰ τὰς ἐν τῷ νῦν πολέμῳ γεγενημένας εἰσφορὰς νομίζετ ' ἂν μηδ ' ὁτιοῦν δύνασθαι εἰσενεγκεῖν , ὑμεῖς
ἐφ ' οἷς ἔτι καὶ νῦν ἡμεῖς φιλοτιμούμεθα . καίτοι νομίζετ ' αὐτοὺς ταῦτα στῆσαι , οὐχ ἵνα θαυμάζωμεν ἡμεῖς
4800605 σεβουσιν
ἠφίεσαν καταπέλτας ὀξυβελεῖς , πέτρους καὶ πῦρ . Καμβύσης ὅσα σέβουσιν Αἰγύπτιοι ζῷα , κύνας , πρόβατα , αἰλούρους ,
τούτοις δ ' ὑπάρχει ταῦτ ' , ἐπειδὴ τοὺς θεοὺς σέβουσιν . ἀπέλαυσαν ἄρα σέβοντες ὑμᾶς , ὡς σὺ φῄς
4800306 Θεραπνη
περὶ Ἀχιλλέως πεποίηται λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν . Θεράπνη δὲ ὄνομα μὲν τῷ χωρίῳ γέγονεν ἀπὸ τῆς Λέλεγος
τοῦ τῆς Ἀργείας . Πλευρὼν γὰρ πόλις Πελοπονήσου † καὶ Θεράπνη ὁμοίως , ὅθεν Ὀρφεὺς καὶ Τρυφιόδωρος Θεραπναίαν καλοῦσι τὴν
4798531 καταρρυτον
, ἀπὸ οἰκιστοῦ Τήνου . ἐκλήθη καὶ Ὑδρόεσσα διὰ τὸ κατάρρυτον εἶναι , καὶ Ὀφιοῦσσα . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ
πλησίον Ἱππωνίου πόλεως ἄλσος τι δείκνυσθαι , κάλλει διάφορον καὶ κατάρρυτον ὕδασιν , ἐν ᾧ καὶ τόπον τινὰ εἶναι καλούμενον
4797193 ὑφασμα
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ
4792649 καθαρωτατον
πανσέληνος αὐτὴ πάντων ἐσόπτρων ὁμαλότητι καὶ στιλπνότητι κάλλιστόν ἐστι καὶ καθαρώτατον . ὥσπερ οὖν τὴν ἶριν οἴεσθε ὑμεῖς ἀνακλωμένης ἐπὶ
πάνδημος Πολέμωνος ἐκπεσόντες τῆς ψυχῆς ἠμελήθησαν , ὁ δὲ τὸ καθαρώτατον τῆς φιλοσοφίας ἀντιλαβὼν εἰς τοσοῦτον τῷ πόθῳ προὔκοψεν ὥστε
4783421 λιμενιον
Ἀντίρροδος νησίον προκείμενον τοῦ ὀρυκτοῦ λιμένος , βασίλειον ἅμα καὶ λιμένιον ἔχον : ἐκάλεσαν δ ' οὕτως ὡς ἂν τῇ
' ἐπίνειον οἰκεῖται βέλτιον , πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ ὄρους λιμένιον ἔχον καὶ νεωσοίκους δύο : καὶ δοκεῖ μοι μόνη
4781736 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
4774953 εὐκαρπον
, ἱεροδούλων κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ :
ὁ φοινικών , μεμιγμένην ἔχων καὶ ἄλλην ὕλην ἥμερον καὶ εὔκαρπον , πλεονάζων δὲ τῷ φοίνικι , ἐπὶ μῆκος σταδίων
4773239 Ἀπατουρον
. Κοραξικὸν τεῖχος καὶ Κοραξικὴ χώρα . . . . Ἀπάτουρον : τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν ἐν Φαναγορείαι , Στράβων
δολοφονεῖν ἐξ ἀπάτης „ . Ἑκαταῖος δὲ κόλπον οἶδε τὸν Ἀπάτουρον ἐν τῇ Ἀσίᾳ . τὸ τοπικὸν Ἀπάτουρος , ἀλλὰ
4769508 θιασωταις
Ἄρεος θεραπευταῖς Ἀρεϊκόν τε καὶ φιλοπόλεμον , τοῖς δὲ Ἀπόλλωνος θιασώταις εὔμουσον καὶ τῷ θεῷ τούτῳ οἰκεῖον , μόνοις δὲ
τὴν κόρην ἐκόσμει . οὔτι σοι ὄνειδος ἔσται τοιοῖσδε συνεξετάζεσθαι θιασώταις . Ἀλλὰ γὰρ Κῦρος ὁ Δαρείου προξενεῖ μου τῇ
4768881 καθιδρυται
περιφερόμενον αὐτῷ ἐγκυκλίως αἰθέρα εἶναι , ἐν ᾧ τὰ ἄστρα καθίδρυται τά τε ἀπλανῆ καὶ τὰ πλανώμενα , θεῖα τὴν
. τῆς δὲ Κορωνίδος ἔστι μὲν καὶ ταύτης ξόανον , καθίδρυται δὲ οὐδαμοῦ τοῦ ναοῦ : θυομένων δὲ τῷ θεῷ
4767492 θρανιον
δὲ ὑποκορισάμενος ἂν εἴποις . καίτοι με οὐ λέληθεν ὅτι θρανίον καὶ ἄλλως ξυλήφιόν τι ἐστίν : Ἀριστοφάνης γοῦν τῷ
ἀντὶ τοῦ ἐκάθητο Πλάτων . καὶ καθέδρα , ἕδρα , θρανίον , θρᾶνος , θρόνος , θᾶκος , ἕδρανον ,
4765039 βρετας
οὐ μόνον δὲ τῇ γλώττῃ προσέπαιξε , τῇ παρονομασίᾳ τοῦ βρέτας , ἀλλὰ καὶ φησὶν ὅτι εἰ μὴ ἦσαν θεοί
' ἐμμανῆ πλανώμενον . ἐλθὼν δ ' Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον : εἴρξει γάρ νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν ὥστε
4762457 κυφι
. καʹ . Οἰνανθαρίων ϲκευαί . κβʹ . Θυμιάματα καὶ κῦφι . κγʹ . Ϲκευὴ μαϲουχᾶ , ὅ τινεϲ μαϲουάφιον
ποιεῖ καὶ τὸ ἡδύοϲμον καὶ τὸ ἡδύχροον ὀϲφραινόμενον καὶ τὸ κῦφι καὶ ὕδωρ δὲ χλιαρὸν προϲαντλώμενον τῷ προϲώπῳ παύει πταρμούϲ
4752446 Θαυμασιοις
τὸν Συβαρίτην φησὶν Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς [ περὶ τρυφῆς ] Θαυμασίοις ὑπὸ τρυφῆς ἱμάτιον τοιοῦτον κατασκευάσασθαι τῇ πολυτελείᾳ ὡς προτίθεσθαι
δύο κόρακας εἶναί φασι μόνους , ὡς Καλλίμαχος ἐν τοῖς Θαυμασίοις καὶ Θεόπομπος . ὅταν δὲ ἄλλους ἐκνεοσσεύσωσιν , ἴσους
4750376 ποτισμα
. ἄρδει ] ἀρδεύει . φίλον ] προσφιλὲς τοῖς ἐκεῖ πότισμα . Βοιωτῶν ] τῶν Θηβαίων . χθονὶ ] γῇ
τὴν Βοιωτίαν . . φίλον πίασμα ] προσφιλὲς τοῖς ἐκεῖσε πότισμα . . οὗ σφιν κακῶν ὕψιστα ] τὴν ἐν
4746466 ἀνθρωπομορφον
στειρῶδες , ὑποτασσόμενον , πτερωτόν , ἡμερινόν , ἐξ ἡμισείας ἀνθρωπόμορφον καὶ φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι
. Ὑδροχόος ἐστὶν ἐν οὐρανῷ ζῴδιον ἀρρενικόν , στερεόν , ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον ,
4745335 Οἰχαλια
πόλις . . . . Οἰχαλίηθεν : ὅτι Θεσσαλίας ἡ Οἰχαλία καθ ' Ὅμηρον : οἱ δὲ νεώτεροι ἐπ '
πόλις ἦν Τάμυναι πλησίον τοῦ πορθμοῦ . ἔστι δὲ καὶ Οἰχαλία κώμη τῆς Ἐρετρικῆς , λείψανον τῆς ἀναιρεθείσης πόλεως ὑπὸ
4739741 Κωρυκιῳ
- μωμένῳ : οἰκεῖ γὰρ ἐπὶ τὸν Κωρύκιον σπήλαιον . Κωρυκίῳ : σπηλαίῳ . παρακάτθεο : ἐδίδαξας , καὶ παρέδωκας
ἢ σπηλαιώδης , καὶ φρούριον ἐν αὐτῷ παρὰ θαλάσσης . Κωρυκίῳ : τῷ ἐν Σικελίᾳ τι - μωμένῳ : οἰκεῖ
4739407 ὑποχθονιων
ποῖος οὗτος ἐπ ' ἐμοῦ Προτεσίλεως ἀνεβίω ; τίνα τῶν ὑποχθονίων θεῶν ἠσέβησα , ἵνα εὕρω μοι νεκρὸν ἀντεραστήν ,
δαίμονας , καὶ προσεποίουν ὡς εἴη τὸ δεινὸν ἐκ τῶν ὑποχθονίων θεῶν . Πολλὰ δὲ καὶ ὑπὲρ Ἁβροκόμου οἱ περὶ
4734947 ἑστια
. ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . αὐτόχθων ἑστία : ἡ τοῦ Χείρωνος . αὐτοχόωνος : αὐτοχώνευτος .
Οἶκος θεοῦ λέγοιτο ἂν ἡ ἑκάστου τάξις καὶ ἰδιότης καὶ ἑστία καὶ μονή : οὐ γὰρ ὡς ἄλλος ἐν ἄλλῳ
4734488 κτισσε
τῶν ὀρέων ὄντες , ὡς δηλοῖ καὶ ὁ ποιητὴς εἰρηκὼς κτίσσε δὲ Δαρδανίην , ἐπεὶ οὔπω Ἴλιος ἱρὴ ἐν πεδίῳ
Ὅμηρος ἐπεσημήνατο , λέγων τὸ τρίτον οὕτω γεγονέναι . “ κτίσσε δὲ Δαρδανίην ” γάρ πού φησιν , “ ἐπεὶ
4733987 Νικης
ἐπιπεμφθεῖσαν , ἵν ' , ὥσπερ οἱ τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης περικόψαντες ἀπώλοντ ' αὐτοὶ ὑφ ' αὑτῶν , οὕτω
Ἀργεῖοι δ ' ἐπὶ νῆας ἔβαν μέγα καγχαλόωντες , μέλποντες Νίκης ἐρικυδέος ὄβριμον ἀλκήν , ἄλλοτε δὲ ζάθεον μακάρων γένος

Back