. διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ
εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί ,
8654497 λεπρωδες
τροπικόν , πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές ,
ἄγονον , κάθυγρον καὶ κυρτῶδες , ἡμιτελὲς , γεωργικὸν , λεπρῶδες , ἐψυγμένον , αἰνιγματῶδες , ἀσελγὲς , κατωφερὲς ,
8545017 μελοκοπουμενον
ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν
ἀγαθόν , εὐμετάβολον , πολύγονον , συνουσιαστικόν , κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες ,
8538360 ὀχλικον
ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου
λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως .
8425788 κατωφερες
ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον
ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις
8387514 ἀλφωδες
κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , ἄστατον , ἀσελγές , ὀχλικόν , πτερωτόν ,
πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον ,
8332627 ἡμιτελες
Χρυσὶς ἱέρεια ʃ τὸ ὄγδοον ἐπλήρωσε , τὸ δὲ ἔννατον ἡμιτελὲς ἦν ἀμφιδήριτος : ἀμφίβολος . ʃ ἀμφισβητήσιμος ἀγχωμάλου :
οἰκήτορας εἰς τὴν οἰκείαν ἑκάστου ἀπέλυσε , τὸ δὲ κτίσμα ἡμιτελὲς ἔτι ὂν κατέσπασε προσβαλὼν καὶ μικρὰν κώμην κατέλιπεν ,
8321778 διφυες
Ἀργώ , ἀγαθόν , πτερωτόν , εὐμετάβολον , δίσωμον , διφυές , αἰνιγματῶδες , ὀλιγόγονον , ἡμιτελές , ἡγεμονικόν ,
καὶ ἔχειν . Ὕαινα ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἀνήμερον , διφυές . τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο γεννᾶται θῆλυ καὶ μετ
8121127 καθυγρον
χωρίου ἔστω τὸ μὲν ὑπόγειον ἡ γῆ , ὅπερ ἐὰν κάθυγρον περὶ ποταμὸν ἢ θάλασσαν ἢ λίμνην εἶναι τὸ χωρίον
ἀμφίβιον , διφυές , ἡμίφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι κάθυγρον , κατὰ μέρος δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ καυσώδη
8078763 προστασσον
δὲ ζῴδιον τοῦτό ἐστι τροπικόν , ἀρρενικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου
μοῖραν , ἰσημερινόν , ἐαρινόν , τροπικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου
8031712 δισωμον
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
7975100 ἡμιφωνον
ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν
νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν
7944834 περιποιητικον
καὶ αὐτὸ διάστασιν ἕξει πάντως , ὅ γε διαστάσεώς ἐστι περιποιητικόν . ἄλλως τε τὴν ἀπὸ τοῦ κέντρου ἐκβληθεῖσαν εὐθεῖάν
ὑπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἄνισον , ἀεὶ αὑτῷ τοῦ πλείονος περιποιητικόν , ἀνάγκη δὲ καὶ ταπεινὸν εἶναι καὶ μικροπρεπές .
7931755 ἀνωφερες
Ἀθηναίων . ἦν γὰρ τὸ χωρίον ἐπάντες : ἀπόκρημνον καὶ ἀνωφερές . παιανίσαντες : δύο παιᾶνες ἦσαν , Ἐνυάλιος ,
μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , κακόν , ὀλιγόγονον ,
7908847 νυκτερινον
ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ
δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα
7838704 στειρωδες
θῆλυ , προστάσσον , λογικόν , φωνῆεν , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , δίσωμον , πτερωτόν . καὶ καθόλου μέν ἐστι
θυμικόν , δυσυπότακτον , ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου
7804291 ἀνθρωποειδες
πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ
ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος
7775209 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
7769127 καταψυχρον
σφόδρα καὶ οἱονεὶ πεφρυγμένον τὸ σπέρμα προΐεσθαι ἢ παρὰ τὸ κατάψυχρον ἢ παρὰ τὸ λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες καὶ ἄτονον καὶ
ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον ,
7752668 ἐαρινον
οὐρανῷ μὲν τοὺς παραλλήλους κύκλους , τούς τε ἰσημερινούς , ἐαρινὸν καὶ μετοπωρινόν , καὶ τοὺς τροπικούς , θερινόν τε
ἦλθέ που σίδηρος : ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἐαρινὸν διέρχεται : αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις ὅσοις διδακτὸν
7702097 ἀνθρωπομορφον
στειρῶδες , ὑποτασσόμενον , πτερωτόν , ἡμερινόν , ἐξ ἡμισείας ἀνθρωπόμορφον καὶ φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι
. Ὑδροχόος ἐστὶν ἐν οὐρανῷ ζῴδιον ἀρρενικόν , στερεόν , ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον ,
7603572 ὑψωμα
ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἀποκλιμάτων νοείσθω . Ἀπὸ δὲ ὑψώματος εἰς ὕψωμα παράδοσις γινομένη ἀγαθοποιῶν ἐπόντων ἢ μαρτυρούντων δοξαστικὴ καὶ ἐπωφελής
, ὃ εἰς στῆθος καὶ πλευρὰς παραλαμβάνεται : καί ἐστιν ὕψωμα τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης
7487164 ἡμερινον
, εὐαδεῖς . Ἑνδέκατον ζῴδιόν ἐστιν Ὑδροχόος , ἀρσενικόν , ἡμερινόν , πλάγιον , φωνῆεν , δροσογόνον , στερεόν ,
καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κατανοεῖται , ἔστιν οἶκος Ἡλίου , ἡμερινόν , τετράπουν , στειρῶδες , βασιλικόν , ἀρσενικόν ,
7483981 ἀμεταβλητον
πάντα ἓν καὶ τοῦτο ὑπάρχειν θεὸν πεπερασμένον , λογικόν , ἀμετάβλητον . . [ . . . ] ἐν πολλοῖς
τισίν : καὶ χρὴ φυλάττειν αὐτὸν ἐπικείμενον , ὅταν ἐθέλῃς ἀμετάβλητον ἐπὶ πλεῖστον διαμεῖναι τὸ φυλαττόμενον . ὁ δὲ τῶν
7468386 ἀσελγες
αὔθαδες προσεγίνετο μηδ ' ὄψει δυναμένοις ἰδεῖν , οὓς ἔμελλον ἀσελγές τι πράττοντες αἰσχύνεσθαι . Ἐρημουμένης δὲ τοῦ κρείττονος ἔθνους
πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον
7448515 ἀρρενικον
. τρυγόνιον τόδε πάντες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν , ἄλλοι δ ' ἀρρενικόν τ ' ἰδ ' ἀριστερεῶνα τὸν ὀρθόν , ὕπτιον
χάραξ ἐρεῖς τὸ τῆς ἀμπέλου στήριγμα , οὐ κατὰ τὸ ἀρρενικόν . Σκίμπους λέγε , ἀλλὰ μὴ κράββατον . Ἐρεύγεσθαι
7439128 αἰνιγματωδες
θυσιῶν μετέχουσιν , οὐδὲ καταβαλόντες ἡμῖν τὸ μετοίκιον . Μηδὲν αἰνιγματῶδες , ὦ Μῶμε , ἀλλὰ σαφῶς καὶ διαρρήδην λέγε
, δουλικόν , κακῶν αἴτιον , ἀσελγές , λατρευτικόν , αἰνιγματῶδες , διφυές , κάθυγρον , ἡμιτελές , κυρτοειδές ,
7424632 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
7393232 ἐναντιωμα
, ἀλλὰ καὶ κακῶς ποιοῦσι . Πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἐναντίωμα λέγει : φησὶ γὰρ καὶ ἔργῳ καὶ λόγοις καὶ
περὶ μοίρας ιηʹ , τάπεινωμα Ἄρεως περὶ μοίρας κηʹ , ἐναντίωμα Κρόνου , τρίγωνον ἡμέρας μὲν Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ
7374593 χειμερινον
, λήγων δὲ ἀνεμώδης . τὸ ἔαρ ἔνυδρον καὶ μᾶλλον χειμερινὸν καὶ παχνῶδες . τὸ δὲ θέρος ἔμπνουν , διὰ
χιτών . . . . . . . τὸ μέντοι χειμερινὸν ἱμάτιον χείμαστρον ἂν λέγοις , καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν
7325606 λεπιδωτον
τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι
ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους
7258581 ὀλιγογονον
ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , πυρῶδες , κόσμου μεσουράνημα
ἀρρενικὸν , βασιλικὸν , ἀνωφερὲς , τετράπουν , χερσαῖον , ὀλιγόγονον , εὐμετάβλητον λίαν θυμικόν τε καὶ τροπικὸν , ἐαρινὸν
7216530 ἐνυδρον
πυρίνους : εἶναι δὲ τρία γένη τἆλλα , πτηνόν , ἔνυδρον , πεζόν . γῆν δὲ πρεσβυτάτην μὲν εἶναι τῶν
. . . . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν εὔυδρον . .
7130255 πτερωτον
καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον
σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω
7057820 τροπικον
ἐν μετανοίᾳ γενόμενος εἰς ἑτέραν ἔννοιαν ἥξει , ἐὰν δὲ τροπικὸν ἀσυντέλεστος αὐτοῦ γίνεται ἡ ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν
ἣ καλεῖται διακεκαυμένη . οἰκοῦμεν δὲ ἡμεῖς τὴν παρὰ θερινὸν τροπικὸν τεκμαιρόμενοι , ὅτι ἡμεῖς ταύτην ἔχοντες τὴν οἰκουμένην ἐν
7051998 μετοπωρινον
ΖΔ ἐκβληθεῖσαν ἤχθω ἡ ΘΚ . ἐπεὶ τὸ μὲν Β μετοπωρινὸν σημεῖον περιέχει τὴν τῶν Χηλῶν ἀρχήν , τὸ δὲ
, τοῦ Διός , ὅς ἐστι τῶν ὄμβρων κύριος , μετοπωρινὸν ὄμβρον ἤδη καταπέμψαντος , καὶ τὰ σώματα τὰ ἀνθρώπινα
7042897 ἀποβλεπον
μυστικόν , ὑποτακτικόν , δίσωμον , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , ἀποβλέπον εἰς τὸν λίβα , ἀπόκλιμα κόσμου , οἶκος Ἑρμοῦ
, ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον εἰς τὸν ἀπηλιώτην οἶκος Ἡλίου , ὕψωμα καὶ ταπείνωμα
6946753 εὐμεταβολον
ἀρχῆς ἐβουλεύσατο οὐδὲν αὐτῶν μετατιθείς ; ἀνθρώποις μὲν οὖν τὸ εὐμετάβολον ἢ διὰ τὴν ἐν αὐτοῖς ἢ διὰ τὴν ἐκτὸς
ἐκεῖνος τοὺς ἐφεδρεύοντας αὐτῷ τῶν πολιτῶν καὶ τὸ τῆς τύχης εὐμετάβολον ὑφορώμενος τοῖς παρὰ σοῦ λόγοις πείθεσθαι ἐσκήψα - το
6941624 κοιλωμα
γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ
ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ
6935961 ὑπογειον
μὲν ὑπέργειον μεσουράνημα Κριοῦ μοίρᾳ ιʹ , τὸ δ ' ὑπόγειον Ζυγοῦ ιʹ , καὶ οἰκοδεσποτήσει μὲν ἐνταῦθα τῆς γενέσεως
ἀγαθὴ τύχη , μετὰ τούτους τὸ δῦνον , εἶτα τὸ ὑπόγειον , ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ ἔννατος τόπος ὁ καλούμενος
6907895 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
6892710 ἀλαμπες
γὰρ εἴδωλον ἄφθογγον [ ἢ ἀστραπῆς ] ἢ κεραυνοῦ εἴκασμα ἀλαμπὲς ἐκ τῶν τῇδε ἐπιγείων μεταλλευμάτων ποῖον ἄν τι καὶ
σημαίνοντος τὸ λέγω . . . . ἀμαυρόν : τὸ ἀλαμπὲς μαρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ μαυρῶ καὶ ἐξ
6883884 συριγγωδες
δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον .
μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος
6869374 ταπεινωμα
κριός , καὶ πρὸς ἀκρίβειαν ἡ ἐννεακαιδεκάτη τούτου μοῖρα , ταπείνωμα δὲ τὸ διαμετροῦν ζῴδιον , σελήνης δὲ πάλιν ὕψωμα
: οἶκος Ἀφροδίτης , ὕψωμα Κρόνου περὶ μοίρας καʹ , ταπείνωμα Ἡλίου περὶ μοίρας ιθʹ , ἐναντίωμα Ἄρεως , τρίγωνον
6865933 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
6837553 πνιγηρον
” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ
τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες
6829284 κατεψυγμενον
λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἡμίφωνον , ἀσελγέές , αἰνιγματῶδες , διφυές ,
ἔτους τὴν μάλιστα κατεψυγμένην , ἢ τὸν περὶ γῆν ἀέρα κατεψυγμένον . γίνεσθαι δὲ ἰσημερίας δύο καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν
6822365 ἠϊκται
* ἀπεχεύατο : ἀπορρίπτει διατείνει * σκολύμῳ : φυτόν * ἠΐκται : ὡμοίωται * τροχέην : γράφεται τραχέην * βριαρή
ζοφοείδελος δέ , ὅτι ζοφοειδής ἐστι κατὰ τὴν ὄψιν . ἠΐκται δέ , ἤγουν ὅμοιός ἐστι σκολύμῳ , ὅ ἐστι
6811193 ἀγονον
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς
6738837 πολυφορον
Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ] , καὶ τὸ μὲν πολύφορον καὶ καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ
, τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν , μεταπλαττόμενον
6736463 περιστυλον
γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ὧι γλυφὰς ὑπάρχειν
γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ᾧ γλυφὰς ὑπάρχειν
6675885 ἀερωδες
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ
6655703 ἐπικοινος
, τρίγωνον ἡμέρας μὲν Κρόνου , νυκτὸς δὲ Ἑρμοῦ , ἐπίκοινος Ζεύς . ἔχει δὲ δεκανοὺς γʹ . καὶ τῷ
θηλυκοὶ δὲ Σελήνη , Ἀφροδίτη , ὁ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ ἐπίκοινος . ἔτι μὴν καὶ παρὰ τοὺς τοῦ Ἡλίου σχηματισμοὺς
6634573 σκιασμα
ἐχούσης . τὴν δὲ σελήνην ἐμπίπτουσαν εἰς τὸ τῆς γῆς σκίασμα : ὅθεν καὶ ταῖς πανσελήνοις ἐκλείπειν μόναις , καίπερ
γῆς . Ἀεὶ δὲ τὸ ἐμπίπτον αὐτῆς μέρος εἰς τὸ σκίασμα τῆς γῆς ἀφώτιστον γίνεται τοῦ ἡλίου διὰ τὴν ἐπιπρόσθησιν
6634096 πολυπουν
, εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ
δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον
6615087 σελαγειται
ὄμμα . . . αἰθέρος : τὸν ἥλιον λέγει . σελαγεῖται : ἐκπυροῦται , λάμπει . λάμπραις . μαρμαίρειν γὰρ
κελαδήματα καὶ πόντον κελάδοντα βαρύβρομον : ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαισιν αὐγαῖς . ἀλλ ' ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον ἀθανάτας
6612888 ἑπταχως
τραπέζια , τὰ δὲ σκαληνὰ τραπέζια . τὸ ἄρα τετράπλευρον ἑπταχῶς ἡμῖν ὑποστήσεται : τὸ μὲν γάρ ἐστι τετράγωνον ,
εἰκότως τὰ τοιαῦτα εἶπε τῶν πρός τι , εἰ καὶ ἑπταχῶς διαιροῦμεν ἐν Κατηγορίαις , ἐπειδὴ κυρίως ταῦτα ὑπάρχουσιν .
6605443 ὑποπυον
ἀγωγῆς κρατύνεσθαι ἡ τῶν ὀστέων συμβολή . ἐὰν δέ ποτε ὑπόπυον γένηται τὸ τῆς ῥαφῆς διάστημα , διαιρείσθω τὸ ἐπὶ
καὶ γίνηται ὅμοιον ῥαγὶ σταφυλῆς , λευκὸν τῇ χροιᾷ . ὑπόπυον δέ ἐστιν , ὅταν πῦον ὅλην τὴν ἴριν περιλάβῃ
6592678 φθοροποιον
Αἰγόκερως οἶκος Κρόνου , θηλυκόν , τροπικόν , γεῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἄφωνον ,
Ἄρεως , θηλυκόν , στερεόν , ὑδατῶδες , πολύσπερμον , φθοροποιόν , κατωφερές , ἄφωνον , δουλικόν , ἀμετάβλητον ,
6580954 αἰολην
ὁ καπνὸς ἀδελφοί εἰσιν ἐκ τῆς εὐεξάπτου ὕλης τικτόμενα : αἰόλην δὲ τὴν εὐκίνητον καὶ ταχεῖαν λέγει καὶ ἑλισσομένην συχνῶς
λαμπρῷ δεῖξαι μέλαν . αἰόλην ] εὐκίνητον , ταχεῖαν . αἰόλην ] εὐκίνητον . αἰόλην ] ταχεῖαν . αἰόλην ]
6580681 καθαρωτατον
πανσέληνος αὐτὴ πάντων ἐσόπτρων ὁμαλότητι καὶ στιλπνότητι κάλλιστόν ἐστι καὶ καθαρώτατον . ὥσπερ οὖν τὴν ἶριν οἴεσθε ὑμεῖς ἀνακλωμένης ἐπὶ
πάνδημος Πολέμωνος ἐκπεσόντες τῆς ψυχῆς ἠμελήθησαν , ὁ δὲ τὸ καθαρώτατον τῆς φιλοσοφίας ἀντιλαβὼν εἰς τοσοῦτον τῷ πόθῳ προὔκοψεν ὥστε
6573667 ὁρμητικον
κρατῆρες , διὰ τὸ μεστὸν εἶναι πυρός . θοῦρον ] ὁρμητικὸν , θρασύν . ἀντέστη ] ἠναντίωτο . . σμερδναῖσι
: τετρασκελὲς | γὰρ καὶ τὸ πάθος ὡς ἵππος καὶ ὁρμητικὸν καὶ αὐθαδείας γέμον καὶ σκιρτητικὸν φύσει . ὁ δὲ
6552083 ἀμφιλαφες
νομέας συνδιέφθειραν πολλάκις , καὶ ἔχουσι δεῖπνον ἄφθονόν τε καὶ ἀμφιλαφές . Ταῖς ἀφύαις ὁ πηλὸς γένεσίς ἐστι : δι
καὶ δασυτέρα καὶ πικρά . Κρῆθμον θαμνῶδές ἐστι βοτάνιον , ἀμφιλαφές , περὶ πῆχυν τὸ ὕψος , φυόμενον ἐν πετρώδεσι
6545812 αἰθριον
αὐλαῖαι κατὰ τὸν ἀνάπλουν ἁλουργεῖς ἐνεπετάννυντο . Μετὰ δὲ τοῦτο αἴθριον ἐξεδέχετο , τὴν ἐπάνω τῆς ὑποκειμένης προστάδος τάξιν κατέχον
θερμότης , ἁπλῶς τὸ χειμερινὸν ἢ εὐδιεινὸν καὶ ὑέτιον ἢ αἴθριον : ἔτι δὲ τὸ πολλάκις ἢ ὀλιγάκις , καθ
6544778 πολυκλωνον
τὸ νέον ἔτος σπείρεται μαρούλλιν , πικρίδιν , κωμωδιανόν , πολύκλωνον , θριδάκιν . μεταφυτεύεται δὲ τὸ γογγύλιν , σεῦτλον
ῥιγιτανόν . μεταφυτεύεται δὲ μαρούλλιν , πικρίδιν , φρυγιατικόν , πολύκλωνον . Μηνὶ Ἀπριλλίῳ σπείρεται εἰς τὸ λῆγος σευτλομόλοχον ,
6538018 κωνοειδες
ἐν δευτέρῳ τῶν Φυσικῶν καὶ Ἀπολλόδωρος . γίνεσθαι μέντοι τὸ κωνοειδὲς τοῦ ἀέρος πρὸς τῇ ὄψει , τὴν δὲ βάσιν
τοῦ ἡμίσους λάμπεται , ἵνα καὶ τὸ ἀπορρέον αὐτῆς σκίασμα κωνοειδὲς ἀποτελῆται , τὸ δὲ ἐπὶ θάτερα ἀντεκβαλλόμενον ἐπ '
6528898 φολιδωτον
τῆς φύσεως ὠχύρωται : τὸ μὲν γὰρ δέρμα αὐτοῦ πᾶν φολιδωτόν ἐστι καὶ τῆι σκληρότητι διάφορον : ὀδόντες δὲ ἐξ
τῆς φύσεως ὠχύρωται : τὸ μὲν γὰρ δέρμα αὐτοῦ πᾶν φολιδωτόν ἐστι καὶ τῇ σκληρότητι διάφορον , ὀδόντες δ '
6524769 ἀνελλιπες
παναρκεῖς . . παντοδύναμοι . . τέλειοι ] ἀνελλιπεῖς : ἀνελλιπὲς γὰρ τὸ θεῖον . . δορύπονον ] ποταπὴν αἰχμάλωτον
αὕτη ὁμοίως διέμεινε πολύυδρος . Παρὰ τὸ βέβαιον οὖν καὶ ἀνελλιπὲς , Βεβαία . : Φέρεται δὲ τοῦτο καὶ ἐν
6512445 δαροβιοισι
ἀνθιστάμενος τοιαῦτα ὑφίσταται . εἴκασμα ] τὸ ὁμοίωμα . Ξ δαροβίοισι : ἤγουν ἐχθρὸν καὶ μισητὸν εἴκασμα καὶ εἴδωλον τοῖς
πολὺ ζῶσι , τοῖς ἀθανάτοις . δαροβίοισι ] πολυχρονίοις . δαροβίοισι ] τοῖς ἀθανάτοις . Ξ δαροβίοισι ] ἀιδίοις .
6499860 δουλικον
ἡ ἡμετέρα . δούλειον ] δουλικόν . δούλειον ] + δουλικόν , ἤγουν τὸ δουλωθῆναι τοῖς ἐχθροῖς . πέπτωκεν ]
ἀποδιώκειν . Ξ τῆσδε ] τῆς ἡμετέρας . δούλειον ] δουλικόν . Ξ πέμποιμ ' ] πέμπω . ἢ στικτέον
6496079 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
6491178 ἐξακουστον
ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν φωνήν , ἥτις ἔνδοξον τοῦτο ποιήσει καὶ ἐξάκουστον . Γεύεται γάρ , φησί , τῶν ἀέθλων ,
πᾶς ἄνθρωπος τὰς τέχνας μετέρχεται . ΚΛΥΤΟΣ ἭΦΑΙΣΤΟΣ , ἤγουν ἐξάκουστον τὸ πῦρ : ὅτι δι ' αὐτοῦ πᾶσα γίνεται
6479257 διεξιον
εὔλυτον ἔχειν τὴν γαστέρα τούτων , ἵνα τὸ κόπριον ἀκωλύτως διεξιὸν ὥσπερ τι φάρμακον ἀγαθὸν ὑποξηρᾶναι καὶ καθᾶραι τὰ ἕλκη
ἐδηδεϲμένοιϲ κατὰ τὴν χρόαν καὶ λεπτὸν καὶ ἀχύμωτον καὶ ταχέωϲ διεξιὸν ἄπεπτόν ἐϲτι : τὸ δὲ πυρρὸν ἀκράτωϲ ἐν ἀρχῇ
6459647 ὀστρεον
ἐν τῷ περὶ ζῴων ὄστρεα , φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη ,
. εἰ δὲ μὴ ἔχουσι τὸ ΛΕ , προπαροξύνονται : ὄστρεον ὄρνεον δένδρεον . τὸ δὲ ὀστέον παροξύνεται ὡς δισύλλαβον
6448324 ἀποστροφος
ἐπιπαρῇ ἰδιοτοπῶν ἢ τριγωνίζηται πρὸς τὸν τόπον , ἐὰν δὲ ἀπόστροφος εὑρεθῇ ἢ ἐναντιωθῇ οὐ ποιήσει . ἐπὶ δὲ τῶν
ἡ πρόσνευσις τῆς Σελήνης εὑρεθῇ , κρεῖσσον : ἐὰν δὲ ἀπόστροφος ᾖ ἡ Σελήνη ἢ ἡ πρόσνευσις τῇ ἡμέρᾳ ,
6441695 νοσερον
τουτέστι πορευόμενος μετὰ κηδεμονίας : τῇ κηδοσύνῃ συνεζευγμένος καὶ τὸ νοσερὸν κῶλον τοῦ Ὀρέστου ἰθύνων : συγγενικῷ : οἲ '
. τοὺς δὲ καὶ τοῖς ἐφοδίοις θλιβομένους καὶ τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας ἀπελθεῖν , καὶ τοῦ λοιποῦ διατρίβειν ἔρημον τὸν
6439713 ἀειφανες
' αὐτοῖς ὁρίζοντος ὁ ἄξων διάμετρος γίνεται , καὶ οὔτε ἀειφανὲς οὔτε ἀφανές τι τῶν ἄστρων παρ ' αὐτοῖς ἐστιν
στήθεα γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος περίφοιτον ἀειφανὲς οὐρανιώνων οὔτε πολυρραφέος μεθέπει σπείρημα χιτῶνος οὔτε χαμαιγενέων ἐπιδεύεται
6437368 συνουσιαστικον
ὁ : δ ' ὄνος χθόνιον ὡς Τυφῶνι φίλον καὶ συνουσιαστικόν : ἡ δὲ σελήνη μέση ἀμφοῖν , γῆς μὲν
, ἕτεροι ἀπ ' ἐκείνου πᾶνά φασι τὸν καταφερῆ καὶ συνουσιαστικόν , ὅθεν παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ πᾶν τρύπανον αἰπολικόν .
6434908 ἀπαραβατον
, ζήϲεται : ἐὰν δὲ μή , οὔ : τοῦτο ἀπαράβατον . ἐκ δὲ τοῦ ξγ Θεοδώρου κυνοδηκτικὴ Κράτητοϲ ,
δύναμιν εὐσύλληπτον . ἐὰν οὖν βούλῃ εὐσύλληπτον ποιῆσαι μέγιστον καὶ ἀπαράβατον , ποίει οὕτως : σατυρίου σπέρματος οὐγ . δʹ
6427674 κοπτομενον
: τὸ δὲ ξύλον ἐντεριώνην ἔχει , εὔφθαρτον δὲ καὶ κοπτόμενον . ἐν πᾶσι δὲ γίγνεται τοῖς τόποις , εὐθενεῖ
γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι
6406206 ἀφωνον
. Τὰ διὰ τοῦ ηλος δισύλλαβα ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ ἄφωνον διὰ τοῦ η γράφονται : χηλός : βηλός :
ἄφωνόν ἐστι , τὸ δὲ φωνῆεν : τὸ μὲν ἄλογον ἄφωνον , φωνῆεν δ ' ὅσον λογικόν , ὃ δὴ
6398284 ἀπολειψει
, καὶ μηδεμίαν αὔξην γεγονέναι ἐπεμβληθέντος τοῦ ἑτέρου , οὐδὲν ἀπολείψει ὃ μὴ τέμῃ . Οὐ γὰρ κατὰ μεγάλα μέρη
ἐκ τῶν προγόνων ὑπάρχουσαν εὐγένειαν ἀπολεῖ τοῖς τε παισὶ δυσγένειαν ἀπολείψει : ὅστις δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἔσται ἀνὴρ ἀγαθός
6398128 ἀεριον
, μετὰ δὲ τούτους καὶ ὑπὸ τούτοις ἑξῆς δαίμονας , ἀέριον δὲ γένος , ἔχον ἕδραν τρίτην καὶ μέσην ,
ἐν μετεώρῳ τόπῳ μένειν ποιεῖ πρὸ τῆς ἐπὶ γῆν ἀφίξεως ἀέριον ἄνεμον , μετὰ ταῦτα δὲ καὶ εἰς γῆν καταβαίνουσα
6391899 σεσινωμενην
ὁ Κρόνος σὺν Ἀφροδίτῃ ἀνάξιον τὴν γυναῖκα ἢ στεῖραν ἢ σεσινωμένην ἢ ἐπίψογον , ποιοῦσι δὲ ἀτέκνους ἢ ὀψιτέκνους ἢ
Ἀνάπηρον ψυχήν , τὴν ἐπιβλαβῆ , μὴ ὑγιαίνουσαν , ἀλλὰ σεσινωμένην καὶ ἀχρείαν . Ἀνάπλεως . ἀναπεπλησμένος . χρῆται δὲ
6388190 φθαρτης
καὶ νοητῆς , πρεσβυτέρας τε καὶ νεωτέρας , ἔτι δὲ φθαρτῆς καὶ ἀφθάρτου μεθόριος φύσεώς ἐστι . νοητὸς μὲν γὰρ
ψυχὴ πρόεισι καὶ ἄπεισιν , ἢ ὅτι ἐξ ὕλης ἐστὶ φθαρτῆς , ἢ ὅτι βέλτιον αὐτῷ τὸ ἀποθνῄσκειν . ἔρχεται
6380162 ιῃ
Παρθένου ἐπιτέλλουσι : καὶ ἐτησίαι λήγουσιν . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Προτρυγητὴρ φαίνεται : ἐπιτέλλει δὲ καὶ Ἀρκτοῦρος
τῇ εῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Στέφανος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ
6378583 ἰσοπεδον
τὸ ὕψος διαθέσεως , ὥστε τὸ παραβαλλόμενον τοῦ τείχους μέγεθος ἰσόπεδον εἶναι τῷ ἐγκλίματι τοῦ ὑποκειμένου ὕψους τοῦ πύργου :
: ὃ δ ' ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον , εἷος ἵκηται ἰσόπεδον , τότε δ ' οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ
6375817 εὐπνουν
σκοπός ἐστιν ἐπὶ πάντων τῶν νοσημάτων , ὡς ἀπέριττον καὶ εὔπνουν εἶναι τὸ σῶμα : δεύτερος δὲ ἐφεξῆς τὸ πρὸς
τὸ πνεῦμα καὶ τὸν ἥλιον ἀφαιρεῖται . Δεῖ δὲ καὶ εὔπνουν εἶναι καὶ πρόσειλον τὸ δένδρον δι ' ὃ καὶ
6375236 λαοδαμας
κύριον : ἐπίθετον Ἄρεος . λαοδάμας ] ἐπίθετον Ἄρεος . λαοδάμας ] ὁ τὸν λαὸν δαμάζων . Ξ λαοδάμας ]
πόλεως . ἀναπαιστικὰ δίμετρα βʹ . μαινόμενος δ ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας : Λαοδάμας κύριον : νῦν δὲ ὡς ἐπίθετον Ἄρεος
6365774 ζαην
, . . . δαϊζομένοιο πόληος . . . . ζαῆν ἄνεμον † ὃς αἰὲν μὴ πετῆνα γενέσθαι † .
τούτοις . Περὶ δὲ τοῦ μ ὦρσε δ ' ἔπι ζαῆν ' ἄνεμον , πόθεν γέγονεν , ἐν τῷ Ὀνοματικῷ
6336437 πτερωτου
συμβαίνει τοῖς διαιρουμένοις τὸ μὲν ἄπτερον τὸ δὲ πτερωτόν , πτερωτοῦ δὲ τὸ μὲν ἥμερον τὸ δ ' ἄγριον ,
ἂν ἀποδοθῇ οἰκείως , καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ
6335665 πολυκινητον
νόμου ἰσχυρὸν κατεῖχεν | : ἄνθρωπος δέ , ᾧ | πολυκίνητον φύσιν ἔδωκεν ὁ θεός , “ ἐπὶ τραφερήν |
, καθεστηκός , τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν
6328240 ἐπιτηδειας
ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ ἀέρος ἀντέξωσιν ἢ καὶ ὕλης ἀεὶ ἐπιτηδείας ἐχομένοις ἐμπιπραμένης τῆς δὲ καταλιπούσης , ᾒ καὶ ἐξ
γῆς πρὸς πάντα τὸν κόσμον καὶ πρὸς ὑποδοχὴν ὑποστάθμης οὔσης ἐπιτηδείας . καὶ πάντα μὲν τὰ ἄλλα μέρη κατὰ τὴν
6327773 τερμονα
ἐποψόμενοι πῇ μὲν δίδυμον χθονὸς Εὐρώπης μέγαν ἠδ ' Ἀξίας τέρμονα Φᾶσιν φοινικόπεδόν τ ' ἐρυθρᾶς ἱερὸν χεῦμα θαλάσσης χαλκοκέραυνόν
“ πῇ μὲν δίδυμον χθονὸς Εὐρώπης μέγαν ἠδ ' Ἀσίας τέρμονα Φᾶσιν . ” τῆς δὲ λίμνης τῆς Μαιώτιδος περίπλους
6319601 ἀγκαλη
καὶ ἔνδον ταύτης καλύψει τὸ σῶμα : ἡ πετραία δὲ ἀγκάλη καὶ κοιλότης σε βαστάσει καὶ δέξεται : πολὺ δὲ
ἔσῃ , κρεμάμενος τῶν χειρῶν . . πετραία δ ' ἀγκάλη σε βαστάσει ] ἐντὸς αὐτῆς τριβήσῃ . . ἐκτελευτήσας
6315187 φερεσβιον
φερ ? [ φερε ? [ φερεδεα ! ! [ φερέσβιον λωτο ? [ καρποφόρος ? [ [ ἰοχέαιρα ]
τὸν πλούσιον καὶ εὐδαίμονα ὄμπνιον καλοῦσιν . ἄμεινον δὲ τὸν φερέσβιον εἰπεῖν οἱονεὶ ἔμπνοόν τινα ὄντα καὶ ὄμπνιον . .
6314309 συστελληται
τὸ μέσον . Συστολὴ δέ ἐστιν ὅταν τὰ ἐκτεινόμενα δίχρονα συστέλληται ἢ τὰ μακρὰ εἰς τὰ βραχέα ἀντίστοιχα αὐτῶν μετασταθῇ
μένων ἀὴρ εἰς πλείονα ὄγκον χέηται λεπτυνόμενος ἢ εἰς ἐλάττονα συστέλληται παχυνόμενος , τὴν ὑποκειμένην ὕλην αἰτιατέον , ὅτι δυνάμει
6312032 φαεθοντα
τοὺς ἀπλανεῖς πρῶτον λέγει φαίνεσθαι τὸν τοῦ Κρόνου , δεύτερον φαέθοντα τὸν τοῦ Διός , τρίτον πυρόεντα τὸν τοῦ Ἄρεως
ἀπλανῶν θέσιν πρῶτον φαίνοντα λεγόμενον τὸν τοῦ Κρόνου , δεύτερον φαέθοντα τὸν τοῦ Διός , τρίτον πυρόεντα τὸν τοῦ Ἄρεος
6311796 φαλιος
καλέσωμες : ἐθελήσομεν καλέσαι κρίνειν . κύων ὁ φάλαρος : φάλιος , λευκός . καὶ Ὅμηρος τὰ κύματα [ φαληριόωντα
ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς ὁ ἔχων
6308070 τεκτονικον
ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον . στεῦται : ὁρμᾶται . διορίζεται . ἵσταται
οἴκους τε καὶ πόλεις καλῶς οἰκήσειν μαντικῆς ἔφη προσδεῖσθαι : τεκτονικὸν μὲν γὰρ ἢ χαλκευτικὸν ἢ γεωργικὸν ἢ ἀνθρώπων ἀρχικὸν
6307266 γυρον
τὸ μὴ συμμιγνύναι μηδὲ σκεδαννύναι ταύτην ἀλλὰ τοσούτῳ βαθύτερον τὸν γύρον ἢ τὴν τάφρον ὀρύξαντα τόν τε τρόχμαλον ὑποστρωννύναι καὶ
θάλλουσα , οἷον τικτομένη καὶ αὐξομένη . * δρόμον : γύρον * πρῶτα : κατ ' ἀρχάς * κυισκομένη :

Back