| ὁ : δ ' ὄνος χθόνιον ὡς Τυφῶνι φίλον καὶ συνουσιαστικόν : ἡ δὲ σελήνη μέση ἀμφοῖν , γῆς μὲν | ||
| , ἕτεροι ἀπ ' ἐκείνου πᾶνά φασι τὸν καταφερῆ καὶ συνουσιαστικόν , ὅθεν παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ πᾶν τρύπανον αἰπολικόν . |
| ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , πυρῶδες , κόσμου μεσουράνημα | ||
| ἀρρενικὸν , βασιλικὸν , ἀνωφερὲς , τετράπουν , χερσαῖον , ὀλιγόγονον , εὐμετάβλητον λίαν θυμικόν τε καὶ τροπικὸν , ἐαρινὸν |
| τροπικόν , πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , | ||
| ἄγονον , κάθυγρον καὶ κυρτῶδες , ἡμιτελὲς , γεωργικὸν , λεπρῶδες , ἐψυγμένον , αἰνιγματῶδες , ἀσελγὲς , κατωφερὲς , |
| κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , ἄστατον , ἀσελγές , ὀχλικόν , πτερωτόν , | ||
| πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , |
| ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον | ||
| ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις |
| ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν | ||
| ἀγαθόν , εὐμετάβολον , πολύγονον , συνουσιαστικόν , κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , |
| Ἀργώ , ἀγαθόν , πτερωτόν , εὐμετάβολον , δίσωμον , διφυές , αἰνιγματῶδες , ὀλιγόγονον , ἡμιτελές , ἡγεμονικόν , | ||
| καὶ ἔχειν . Ὕαινα ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἀνήμερον , διφυές . τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο γεννᾶται θῆλυ καὶ μετ |
| θυσιῶν μετέχουσιν , οὐδὲ καταβαλόντες ἡμῖν τὸ μετοίκιον . Μηδὲν αἰνιγματῶδες , ὦ Μῶμε , ἀλλὰ σαφῶς καὶ διαρρήδην λέγε | ||
| , δουλικόν , κακῶν αἴτιον , ἀσελγές , λατρευτικόν , αἰνιγματῶδες , διφυές , κάθυγρον , ἡμιτελές , κυρτοειδές , |
| ἀρχῆς ἐβουλεύσατο οὐδὲν αὐτῶν μετατιθείς ; ἀνθρώποις μὲν οὖν τὸ εὐμετάβολον ἢ διὰ τὴν ἐν αὐτοῖς ἢ διὰ τὴν ἐκτὸς | ||
| ἐκεῖνος τοὺς ἐφεδρεύοντας αὐτῷ τῶν πολιτῶν καὶ τὸ τῆς τύχης εὐμετάβολον ὑφορώμενος τοῖς παρὰ σοῦ λόγοις πείθεσθαι ἐσκήψα - το |
| εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν | ||
| εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν |
| χωρίου ἔστω τὸ μὲν ὑπόγειον ἡ γῆ , ὅπερ ἐὰν κάθυγρον περὶ ποταμὸν ἢ θάλασσαν ἢ λίμνην εἶναι τὸ χωρίον | ||
| ἀμφίβιον , διφυές , ἡμίφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι κάθυγρον , κατὰ μέρος δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ καυσώδη |
| Ἀθηναίων . ἦν γὰρ τὸ χωρίον ἐπάντες : ἀπόκρημνον καὶ ἀνωφερές . παιανίσαντες : δύο παιᾶνες ἦσαν , Ἐνυάλιος , | ||
| μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , κακόν , ὀλιγόγονον , |
| θῆλυ , προστάσσον , λογικόν , φωνῆεν , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , δίσωμον , πτερωτόν . καὶ καθόλου μέν ἐστι | ||
| θυμικόν , δυσυπότακτον , ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου |
| . διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ | ||
| εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί , |
| Αἰγόκερως οἶκος Κρόνου , θηλυκόν , τροπικόν , γεῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἄφωνον , | ||
| Ἄρεως , θηλυκόν , στερεόν , ὑδατῶδες , πολύσπερμον , φθοροποιόν , κατωφερές , ἄφωνον , δουλικόν , ἀμετάβλητον , |
| ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου | ||
| λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως . |
| Χρυσὶς ἱέρεια ʃ τὸ ὄγδοον ἐπλήρωσε , τὸ δὲ ἔννατον ἡμιτελὲς ἦν ἀμφιδήριτος : ἀμφίβολος . ʃ ἀμφισβητήσιμος ἀγχωμάλου : | ||
| οἰκήτορας εἰς τὴν οἰκείαν ἑκάστου ἀπέλυσε , τὸ δὲ κτίσμα ἡμιτελὲς ἔτι ὂν κατέσπασε προσβαλὼν καὶ μικρὰν κώμην κατέλιπεν , |
| , εὐαδεῖς . Ἑνδέκατον ζῴδιόν ἐστιν Ὑδροχόος , ἀρσενικόν , ἡμερινόν , πλάγιον , φωνῆεν , δροσογόνον , στερεόν , | ||
| καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κατανοεῖται , ἔστιν οἶκος Ἡλίου , ἡμερινόν , τετράπουν , στειρῶδες , βασιλικόν , ἀρσενικόν , |
| βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
| , περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
| πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ | ||
| ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος |
| ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἀποκλιμάτων νοείσθω . Ἀπὸ δὲ ὑψώματος εἰς ὕψωμα παράδοσις γινομένη ἀγαθοποιῶν ἐπόντων ἢ μαρτυρούντων δοξαστικὴ καὶ ἐπωφελής | ||
| , ὃ εἰς στῆθος καὶ πλευρὰς παραλαμβάνεται : καί ἐστιν ὕψωμα τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης |
| προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς | ||
| συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς |
| αὔθαδες προσεγίνετο μηδ ' ὄψει δυναμένοις ἰδεῖν , οὓς ἔμελλον ἀσελγές τι πράττοντες αἰσχύνεσθαι . Ἐρημουμένης δὲ τοῦ κρείττονος ἔθνους | ||
| πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον |
| . τρυγόνιον τόδε πάντες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν , ἄλλοι δ ' ἀρρενικόν τ ' ἰδ ' ἀριστερεῶνα τὸν ὀρθόν , ὕπτιον | ||
| χάραξ ἐρεῖς τὸ τῆς ἀμπέλου στήριγμα , οὐ κατὰ τὸ ἀρρενικόν . Σκίμπους λέγε , ἀλλὰ μὴ κράββατον . Ἐρεύγεσθαι |
| δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ | ||
| , ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ |
| πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ | ||
| τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , |
| καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον | ||
| σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω |
| σφόδρα καὶ οἱονεὶ πεφρυγμένον τὸ σπέρμα προΐεσθαι ἢ παρὰ τὸ κατάψυχρον ἢ παρὰ τὸ λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες καὶ ἄτονον καὶ | ||
| ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , |
| ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ | ||
| δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα |
| τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα . | ||
| ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα |
| μυστικόν , ὑποτακτικόν , δίσωμον , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , ἀποβλέπον εἰς τὸν λίβα , ἀπόκλιμα κόσμου , οἶκος Ἑρμοῦ | ||
| , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον εἰς τὸν ἀπηλιώτην οἶκος Ἡλίου , ὕψωμα καὶ ταπείνωμα |
| : ἄνσταθ ' , Ἀμφιτρύων : ἐμὲ γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν : ἄνστα , μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης | ||
| μαλακοί , τὸ δ ' ἦθος ἄτολμον καὶ δειλὸν καὶ ὀκνηρόν : εἰσὶ δὲ ψιλοὶ τριχῶν οὗτοι τὰ στέρνα καὶ |
| Φυσικῶς δὲ τοὺς μύθους ἔστι θεωρεῖν ὅταν τὰς περὶ τὸν Κόσμον ἐνεργείας λέγῃ τις τῶν Θεῶν : ὥσπερ ἤδη τινὲς | ||
| γινομένῳ , ἀσωμάτων δὲ τῶν Θεῶν ὄντων ἐχρῆν καὶ τὸν Κόσμον ἀσώματον εἶναι . Εἰ δὲ τοὺς Θεοὺς σώματα λέγοι |
| τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
| ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
| κριός , καὶ πρὸς ἀκρίβειαν ἡ ἐννεακαιδεκάτη τούτου μοῖρα , ταπείνωμα δὲ τὸ διαμετροῦν ζῴδιον , σελήνης δὲ πάλιν ὕψωμα | ||
| : οἶκος Ἀφροδίτης , ὕψωμα Κρόνου περὶ μοίρας καʹ , ταπείνωμα Ἡλίου περὶ μοίρας ιθʹ , ἐναντίωμα Ἄρεως , τρίγωνον |
| πάντα ἓν καὶ τοῦτο ὑπάρχειν θεὸν πεπερασμένον , λογικόν , ἀμετάβλητον . . [ . . . ] ἐν πολλοῖς | ||
| τισίν : καὶ χρὴ φυλάττειν αὐτὸν ἐπικείμενον , ὅταν ἐθέλῃς ἀμετάβλητον ἐπὶ πλεῖστον διαμεῖναι τὸ φυλαττόμενον . ὁ δὲ τῶν |
| πρὸς ταῦτα τὴν ὁρμὴν ποιεῖσθαι , τὴν δὲ ψυχὴν ἔχουσιν εὐκίνητον πρὸς ἀδικίαν , ὧδ ' ἡμῖν παρηγγέλθω πᾶσι τοῖς | ||
| Δελφῖνα πρὸς τοὐραῖον δεῖς : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου διὰ τὸ εὐκίνητον εἶναι . Πρὸς τοὺς οὐ δυναμένους τηρεῖν τὰ διδόμενα |
| ΖΔ ἐκβληθεῖσαν ἤχθω ἡ ΘΚ . ἐπεὶ τὸ μὲν Β μετοπωρινὸν σημεῖον περιέχει τὴν τῶν Χηλῶν ἀρχήν , τὸ δὲ | ||
| , τοῦ Διός , ὅς ἐστι τῶν ὄμβρων κύριος , μετοπωρινὸν ὄμβρον ἤδη καταπέμψαντος , καὶ τὰ σώματα τὰ ἀνθρώπινα |
| ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν | ||
| νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν |
| τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , πυρῶδες , κόσμου μεσουράνημα , αὐξομειωτικόν , ληκτικόν | ||
| λογιστικὸν αὐτῆς μέρος , διὰ δὲ τῆς μουσικῆς ἐτιθάσσευεν τὸ θυμικόν , ὥσπερ διὰ τῶν γυμνασίων ἐρρώννυεν τὸ ἐπιθυμητικόν . |
| μετα - βάσεως , ὡς πτηνόν φαμεν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν : ἢ καὶ ὅτι μία ἡ ἀντίθεσις , κἂν | ||
| Σκορπίῳ , δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , πτερωτόν , ἄφωνον , ὑποτακτικόν . |
| ἐκείνῳ γὰρ μὴ εἶναι παῖδας , ἅτε ῥᾴθυμον βίον καὶ λάγνον τὸν ἐς ἑταίρας καὶ πότους προῃρημένῳ . καὶ ἄλλος | ||
| : πεντήκοντα δ ' ἔνορχα παρ ' αὐτόθι . ἢ λάγνον . κνάκωνα φυλάσσεο : λευκὸν ἢ πυρρὸν ἀπὸ τῆς |
| στειρῶδες , ὑποτασσόμενον , πτερωτόν , ἡμερινόν , ἐξ ἡμισείας ἀνθρωπόμορφον καὶ φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι | ||
| . Ὑδροχόος ἐστὶν ἐν οὐρανῷ ζῴδιον ἀρρενικόν , στερεόν , ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , |
| ἡ ἡμετέρα . δούλειον ] δουλικόν . δούλειον ] + δουλικόν , ἤγουν τὸ δουλωθῆναι τοῖς ἐχθροῖς . πέπτωκεν ] | ||
| ἀποδιώκειν . Ξ τῆσδε ] τῆς ἡμετέρας . δούλειον ] δουλικόν . Ξ πέμποιμ ' ] πέμπω . ἢ στικτέον |
| μὲν ὑπέργειον μεσουράνημα Κριοῦ μοίρᾳ ιʹ , τὸ δ ' ὑπόγειον Ζυγοῦ ιʹ , καὶ οἰκοδεσποτήσει μὲν ἐνταῦθα τῆς γενέσεως | ||
| ἀγαθὴ τύχη , μετὰ τούτους τὸ δῦνον , εἶτα τὸ ὑπόγειον , ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ ἔννατος τόπος ὁ καλούμενος |
| τὸ δὲ σῶμα τὸ μὲν ἄρσεν αὔξεται , τὸ δὲ θῆλυ μειοῦται καὶ διακρίνεται ἐς ἄλλην μοίρην . Καὶ οὗτοι | ||
| ἰσχυρότερον ἔλθῃ , ἄρσεν γίνεται : ἢν δὲ ἀσθενὲς , θῆλυ : ὁκότερον δ ' ἂν κρατήσῃ κατὰ πλῆθος , |
| τὸ αὐτὸ ζῴδιον τῶν ἀστέρων σὺν τῇ Σελήνῃ γινομένης κατὰ συμπαρουσίαν εἴτε ἀπορροίας εἴτε συναφῆς πραγματευτέον . φέρε εἰπεῖν : | ||
| ἐπάνπερ ὑπὸ τὰς ἡλιωτίδας αὐγὰς τύχῃ ἢ ὑπὸ Κρόνου κατὰ συμπαρουσίαν ἢ τετράγωνον ἢ διάμετρον στάσιν θεωρηθῇ πλείονας αὐτοῦ μοίρας |
| δὲ ζῴδιον τοῦτό ἐστι τροπικόν , ἀρρενικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου | ||
| μοῖραν , ἰσημερινόν , ἐαρινόν , τροπικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου |
| μετῆλθεν , καὶ πότερον ἀπὸ κέντρου εἰς ἐπαναφορὰν ἢ εἰς ἀπόκλιμα ἢ ἀπὸ ἀποκλίματος εἰς ἐπίκεντρον τόπον , ἢ ἀνατολικὸς | ||
| ἀπὸ ὡροσκόπου καλεῖται Κακὴ Τύχη καὶ ποινὴ καὶ πρόδυσις καὶ ἀπόκλιμα φαῦλον , τόπος Ἄρεως χρηματίζων . σημαίνει δὲ τὸν |
| ὁ καπνὸς ἀδελφοί εἰσιν ἐκ τῆς εὐεξάπτου ὕλης τικτόμενα : αἰόλην δὲ τὴν εὐκίνητον καὶ ταχεῖαν λέγει καὶ ἑλισσομένην συχνῶς | ||
| λαμπρῷ δεῖξαι μέλαν . αἰόλην ] εὐκίνητον , ταχεῖαν . αἰόλην ] εὐκίνητον . αἰόλην ] ταχεῖαν . αἰόλην ] |
| λόγον ποιεῖσθαι τοῦ ἀνθρώπου , ἀλλὰ διαιρεῖν καὶ τοῦτο εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν : οὕτω γὰρ τὸ τέλειον | ||
| χυλὸν ὀργάσας πίε . καὶ ἐπὶ τοῦ κοχλίου : ζῷον ἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον ὄμματ ' ἐκκύπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα . |
| κηρύκων καὶ τῶν ἐχίνων , ταῦτα δὲ λέγεται μήτ ' ἄρσενα εἶναι , μήτε θήλεα . Νέμονται . γράφεται καὶ | ||
| ἐπιρραίνειν ἐστεμμένῳ ἀβλαβὲς ὕδωρ : Ζηνὶ δ ' ἐπιρρέξαι καθυπερτέρῳ ἄρσενα χοῖρον , δυσμενέων αἰεὶ καθυπέρτεροι ὡς τελέθοιτε . φῆ |
| , ἐνίοτε δὲ καὶ ἅμα δῆλα γίνεται , οὐ μὴν ἔμπαλιν . Λαβὼν τὸ ἕπεσθαι τὴν τοῦ τί ἐστι γνῶσιν | ||
| Φασὶ γὰρ τὴν Νέμεσιν τὰ γλαφυρὰ τῶν πραγμάτων εἰς τὸ ἔμπαλιν τρέπειν ταῖς ὑπερβολαῖς τῆς τύχης , ὥς φησι Νουμήνιος |
| ἐπαρίστεροι ἄνδρες . θήλεσι δ ' ἐν ζώοις ἄμφω κλυτὰ φῶτα φανέντα , δειλούς , πανταρβεῖς , ἑτέροις ὑποπεπτηῶτας * | ||
| , ἐὰν μὲν ἀπόρροιαν ἀπό τινος τῶν ἀγαθοποιῶν ἔχοντα τὰ φῶτα τυγχάνῃ ἢ καὶ ἄλλως αὐτοῖς ᾖ συνεσχηματισμένα τοῖς προηγουμένοις |
| ἐν μετανοίᾳ γενόμενος εἰς ἑτέραν ἔννοιαν ἥξει , ἐὰν δὲ τροπικὸν ἀσυντέλεστος αὐτοῦ γίνεται ἡ ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν | ||
| ἣ καλεῖται διακεκαυμένη . οἰκοῦμεν δὲ ἡμεῖς τὴν παρὰ θερινὸν τροπικὸν τεκμαιρόμενοι , ὅτι ἡμεῖς ταύτην ἔχοντες τὴν οἰκουμένην ἐν |
| , λήγων δὲ ἀνεμώδης . τὸ ἔαρ ἔνυδρον καὶ μᾶλλον χειμερινὸν καὶ παχνῶδες . τὸ δὲ θέρος ἔμπνουν , διὰ | ||
| χιτών . . . . . . . τὸ μέντοι χειμερινὸν ἱμάτιον χείμαστρον ἂν λέγοις , καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν |
| ὀλιγόγονον , ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον , ἀγαθόν , ἀμετάβολον , ἐργαστικόν , ἀτελές , σημαῖνον περὶ θεμελίων , κτημάτων . | ||
| μόχθων τῶν δι ' ἀθλήσεως ἢ βασταγμάτων καὶ σκληρουργίας , ἐργαστικόν , δημόσιον : οἱ δὲ γεννώμενοι βάσκανοι καὶ μισοΐδιοι |
| σκέπασμα . Ὡς δὲ πάϊς : παραβολή . δολόεντα : δολερόν . μόρον : φόνον . λίχνοισι : λαιμάργοις : | ||
| κῦμα , ὅτε νοήσῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἀγρευτήρων δολόεντα ] δολερόν δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ] |
| ' ὑπὸ τῶν ξηραινόντων βλάπτοιτο αὐχμηρόν τε καὶ ξηρὸν καὶ δυσκίνητον γένοιτο , ξηρότητος , ὥσπερ γε καὶ εἰ βαρύνοιτο | ||
| ἐν τῷ γήρᾳ ἔνια κακὰ , τὸ ἀσθενὲς , τὸ δυσκίνητον , τὸ ἐπίλησμον , τὸ δυσήκοον : ἀλλ ' |
| τοῦ βάθους συνέλευσις ἀσώματος οὖσα οὐκ ἂν ποιήσαι στερεὸν καὶ ἀντίτυπον σῶμα . εἰ δὲ μήτε χωρὶς τούτων ἐστὶ τὸ | ||
| ΓΑΡ ΔΗ . Καὶ γὰρ δή ἐστι γένος σιδηροῦν , ἀντίτυπον δηλονότι καὶ σκληρὸν καὶ τὴν γνώμην ἐσκοτισμένον Τοιοῦτος γὰρ |
| πυρίνους : εἶναι δὲ τρία γένη τἆλλα , πτηνόν , ἔνυδρον , πεζόν . γῆν δὲ πρεσβυτάτην μὲν εἶναι τῶν | ||
| . . . . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν εὔυδρον . . |
| οὐρανῷ μὲν τοὺς παραλλήλους κύκλους , τούς τε ἰσημερινούς , ἐαρινὸν καὶ μετοπωρινόν , καὶ τοὺς τροπικούς , θερινόν τε | ||
| ἦλθέ που σίδηρος : ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἐαρινὸν διέρχεται : αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις ὅσοις διδακτὸν |
| δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν | ||
| ' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον . |
| ἡ κύων . ἔστι δὲ καὶ ἡ θήλεια ἀνδρειοτέρα τοῦ ἄρρενος . λέγεται δὲ φωλεύειν τὸ ζῷον τοῦτο ἡμέρας τὰς | ||
| , ἐπιδειχθέντων αὐτοῖς τῶν φανέντων , γνῶναι ὅτι κατεκέκρυπτο φύσις ἄρρενος ἐν ᾠοειδεῖ τόπῳ φύσεως θηλείας , καὶ δέρματος περιειληφότος |
| Ἰδαίαν καλουμένην ἀπὸ τῆς γυναικὸς ὀνομάσαι Κρήτην . τὸν δὲ Κρόνον μυθολογοῦσι κρατήσαντα τῶν Ἀμμωνίων τόπων τούτων μὲν ἄρχειν πικρῶς | ||
| νῦν παρὰ ποταμοὺς βοῶσι καὶ λίμνας . Ἡνίκα Ῥέα φοβουμένη Κρόνον κατέκρυψεν ἐν τῷ κευθμῶνι τῆς Κρήτης τὸν Δία , |
| μικρὰς τὰς κόρας ἔχοντα , οὐκ ὀξυδορκοῦντα , ἀγαθογνώμονα , εὔσαρκον , εὐτραφῆ , δασυγένειον . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ | ||
| θερμὸν ἔτι τυγχάνον . ὠφελεῖ δὲ τοὺς τοιούτους καὶ παιδίον εὔσαρκον συγκοιμώμενον ὡς ψαύειν ἀεὶ τῶν κατ ' ἐπιγάστριον . |
| . Τὰ διὰ τοῦ ηλος δισύλλαβα ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ ἄφωνον διὰ τοῦ η γράφονται : χηλός : βηλός : | ||
| ἄφωνόν ἐστι , τὸ δὲ φωνῆεν : τὸ μὲν ἄλογον ἄφωνον , φωνῆεν δ ' ὅσον λογικόν , ὃ δὴ |
| δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . | ||
| μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος |
| καὶ αὐτὸ διάστασιν ἕξει πάντως , ὅ γε διαστάσεώς ἐστι περιποιητικόν . ἄλλως τε τὴν ἀπὸ τοῦ κέντρου ἐκβληθεῖσαν εὐθεῖάν | ||
| ὑπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἄνισον , ἀεὶ αὑτῷ τοῦ πλείονος περιποιητικόν , ἀνάγκη δὲ καὶ ταπεινὸν εἶναι καὶ μικροπρεπές . |
| εἰ δὲ τόδ ' ἔστιν , οὐ θαῦμα βλαστεῖν τὸν διφυῆ Κέκροπα . * Δάματερ πολύκαρπε , σὺ Σικελοῖσιν ἐναργὴς | ||
| , κικλήσκων λίτομαί σε κεκραμένον εὔδιον εἶναι . Πρωτόγονον καλέω διφυῆ , μέγαν , αἰθερόπλαγκτον , ὠιογενῆ , χρυσέαισιν ἀγαλλόμενον |
| τέτταρες , μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος , ἄλλη δὲ πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον , τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος , πεζὸν | ||
| τῇ χροιὰ μελανίζων . τούτου ὑπὸ τὸν αἰθέρα ἱπταμένου πᾶν πτηνὸν φρυάσσει . ἔχει δὲ μεγάλας πράξεις , ἃς λέγων |
| ἡλίου καὶ σελήνης καὶ μάλιστα τὰς εὐαισθητοτέρας ἐπισκεψόμεθα τόν τε ἐκλειπτικὸν τοῦ ζῳδιακοῦ τόπον καὶ τὰς τῷ κατ ' αὐτὸν | ||
| ὑποβάλλει καὶ αἱ τῶν τὸ αἴτιον ἐμποιούντων ἀστέρων πρὸς τὸν ἐκλειπτικὸν τόπον σχέσεις : ἑσπέριοι μὲν γὰρ πρὸς τὰς ἡλιακάς |
| , ἢ εἱμαρμένην , ἢ τὸν πέντε ἀριθμόν , ἀστέρα ζωγραφοῦσι . θεὸν μέν , ἐπειδὴ πρόνοια θεοῦ τὴν νίκην | ||
| βαρβάροις καὶ περισσῶς ἐστι ζηλωτός , καὶ τὸν μῦθον τοῦτον ζωγραφοῦσι καὶ ταῖς θυγατράσιν οἱ πολλοὶ τῶν δυναστῶν ὄνομα τίθενται |
| μὲν οὖν ἢ καὶ ἐπαναφερόμενοι οἱ ἀναιρέται εὐτονώτεροι καθίστανται , ἔκκεντροι δὲ ἐξασθενήσουσι . Ἔστω δὲ καὶ οὗτος ὁ λόγος | ||
| δὴ τὸ καθόλου τῶν ὑποθέσεων τοιοῦτον , ὅτι οἱ μὲν ἔκκεντροι κύκλοι τῶν ε πλανωμένων ἐγκεκλιμένοι τυγχάνουσιν πρὸς τὸ τοῦ |
| πραθεὶς τῇ ἀρχιμαγείρῳ τοῦ συγκρίματος ἡμῶν ἡδονῇ καὶ ἐξευνουχισθεὶς τὰ ἄρρενα καὶ γεννητικὰ τῆς ψυχῆς μέρη πάντα , σπάνει κεχρημένος | ||
| ' οὐδὲν ἄλλο ὅμοιον εἰ μὴ ἡ βουνιάς , ἣν ἄρρενα καλεῖ γογγυλίδα Θεόφραστος , ὃς καὶ δύο γένη φησὶ |
| , ἀλλὰ καὶ κακῶς ποιοῦσι . Πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἐναντίωμα λέγει : φησὶ γὰρ καὶ ἔργῳ καὶ λόγοις καὶ | ||
| περὶ μοίρας ιηʹ , τάπεινωμα Ἄρεως περὶ μοίρας κηʹ , ἐναντίωμα Κρόνου , τρίγωνον ἡμέρας μὲν Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ |
| μέγα σεμνὴ Νίκη , τὸν ἐμὸν βίοτον κατέχοις καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα : . . Ἰάσων εἰς Κόρινθον ἐλθὼν ἐπαγόμενος | ||
| ὦ μέγα σεμνὴ Νίκη τὸν ἐμὸν βίοτον κατέχοις καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα . ] Ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίαν χθόνα |
| μακρὸν ἂν εἴη λέγειν καὶ τῆς ὑποκειμένης ἱστορίας ἀνοίκειον . δίμορφον δ ' αὐτὸν δοκεῖν ὑπάρχειν διὰ τὸ δύο Διονύσους | ||
| Πίνδαρος ἐνταυθοῖ , λέγων ἐκ τῆς τοιαύτης μίξεως στρατὸν γεγονέναι δίμορφον , ἐοικότα μὲν τοῖς κάτω μέρεσι ταῖς μητράσιν αὐτῶν |
| ἐπαπειλοῦντες τοιαυτὶ κἀναφοβοῦντες : “ δώσετε τὸν φόρον , ἢ βροντήσας τὴν πόλιν ὑμῶν ἀνατρέψω . ” σὺ δὲ τῆς | ||
| θύρσον . ἐκ νεφέων δέ οἱ : ἐκ δὲ νεφῶν βροντήσας ὁ Ζεὺς αἴσιον σύμβολον αὐτῷ ἐδίδου τῆς ὁδοῦ . |
| δὲ καὶ Γῆς εἰσιν οἱ περὶ Κρόνον καὶ οἱ ἄλλοι Τιτᾶνες , ἐκ δὲ τῶν Τιτάνων οἱ ὕστεροι θεοί : | ||
| . : Τιτανὶς ] Ἡ μία τῶν Τιτάνων . : Τιτᾶνες ἐκαλοῦντο οἱ ἀπὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς γεννηθέντες |
| καὶ τοῦ μὲν Ἄρεος τὸ θερμὸν ἐλαττῶν , τοῦ δὲ Κρόνου τὸ ψυχρὸν παραμυθούμενος , εὔκρατόν τε ἐξ ἀμφοῖν ἔχων | ||
| λυπηρὸς εἰς ἅπαντα ὁ χρόνος . ἐν δὲ τοῖς τοῦ Κρόνου τόποις σωματικὰς ἀσθενείας καὶ ῥευματισμοὺς καὶ παλαιῶν πραγμάτων ἀνασκευὰς |
| ποιεῖσθαι τεκμαίρονται , ὁμοίως ἂν καὶ οἱ ὄρνεις ποιητικοὶ ὧν σημαίνουσιν εἶεν καὶ πάντα , εἰς ἃ βλέποντες οἱ μάντεις | ||
| ἀπελεύσεται ὁ φυγών : οἷον Ἰχθύες μὲν λιμνώδεις καὶ ἑλώδεις σημαίνουσιν , ὁμοίως Ὑδροχόος , Αἰγόκερως ὑδρηλὰ χωρία καὶ παραθαλάσσια |
| ναί . οὐχὶ τὸ θῆλυ οὐδέτερον ; ναί . τὸ ἄρρεν ἄρα καὶ θῆλυ ταὐτόν . τοῦ δὲ ὅτι τὸ | ||
| χρῆν ἔμ ' ἐξ ἐκκλησίας εἰληφέναι ; μὴ φροντίσῃς : ἄρρεν γὰρ ἔτεκε παιδίον . ἡκκλησία ; μὰ Δί ' |
| τοῦ ζώου εἶναι . καὶ πάλιν ἂν θελήσαιεν τὸν ἄνθρωπον ὑπόπουν δεῖξαι , συλλογίζονται μὲν ἢ ἄπουν ἢ ὑπόπουν αὐτὸν | ||
| τὸν ἀνθρώπου ὁρισμὸν ἔχομεν συναθροισθέντα περὶ αὐτοῦ τὰ ζῷον πεζὸν ὑπόπουν δίπουν ἄπτερον , εἶθ ' ὑποθώμεθα , ταὐτὸν δὲ |
| ' ἐμμενὲς εὖ ἐπαρηρὼς ποσσὶν ἐπιθλίβει μέγα θηρίον ἀμφοτέροισιν , Σκορπίον , ὀφθαλμοῖς τε καὶ ἐν θώρηκι βεβηκὼς ὀρθός . | ||
| ἢ κιρσούς . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον ὠνόμασαν Σκορπίον καὶ τούτου τὴν κυρείαν τῶν αἰδοίων ἀνέθεσαν , ἔστι |
| τρίγωνον Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ Σελήνης , Δίδυμοι δὲ καὶ Ζυγὸς καὶ Ὑδροχόος ἡμέρας μὲν Κρόνου τρίγωνον , νυκτὸς δὲ | ||
| ἀλλ ' ἔνδοξοι , ἀλλὰ καὶ στρατηγίαι . Ὁ δὲ Ζυγὸς τὸ ζῴδιον ἐξουσιάζει χώρας Λιβύην Κυρηνίαν τε , Βακτριανὴν |
| καὶ ξύλα μικρὰ εἰς ὀξὺ συνηγμένα . οὕτω Φερεκράτης . σφηκώδεις : οἱ λαγαροὶ τοῖς σώμασι καὶ συνεζωσμένοι . καὶ | ||
| κυρίως δὲ τὸ τῶν μελισσῶν : καὶ ἐπιτηδείως νῦν : σφηκώδεις γάρ . Γ σμῆνος οἷον : ⌈ σμῆνος κυρίως |
| , κατὰ διαίρεσιν , κατὰ πεποιημένον . κατὰ μὲν ἐτυμολογίαν εὐλαβῆ λίθον τὸν εὔληπτον . κατὰ δὲ ἀναλογίαν , ὡς | ||
| αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθῆ φροντιστήν , πολυθεάμονα , εὐμαθῆ , εὐλαβῆ καὶ δειλὸν καὶ φειδόμενον δηλοῦσιν , οἱ δὲ ἀχλυώδεις |
| μὴ φευκτὸν ἱστόρημα : μᾶλλον ποίει Διὸς γόνον , Βάκχον Εὔιον ἡμῖν . μύστις νάματος ἦι Κύπρις ὑμεναίους κροτοῦσα : | ||
| τυγχάνω , μέμνησο . μαλακὸς ἁνήρ . ἄλλος δὲ χερσὶν Εὔιον γέροντα πολιὸν ἤδη ἔκλινε κοῖλον εἰς κύτος , μειγνύς |
| δὲ λέγει , ὥσπερ Ἡγέλοχος . . . ἐκκαλύψας τὸ αἰδοῖον εἶπε τοῦτο πρὸς τὸ ἐπυρρίασε παίζων . πυρρὸν γὰρ | ||
| γυναικί , συλλαβεῖν αὐτὴν ἐργάσεται : πλὴν προτοῦ πᾶσσαι τὸ αἰδοῖον , ὀφείλει χρῖσαι τοῦτο μέλιτι : εἰ γὰρ μὴ |
| , βλαβήσεται ὁ ἔχων τὸν ἀγαθοποιὸν παρὰ τοῦ ἔχοντος τὸν κακοποιόν . Ὅτε τύχῃ τὸ μεσουράνημα τοῦ κυρίου ὢν ὁ | ||
| ὡρῶν κυβερνήτην ἀγαθοποιὸν ἀστέρα , ὑπόφαινε ἀγαθά : εἰ δὲ κακοποιόν , ἐναντία . Ὁ δὲ θʹ δηλωτικὸς κυβερνᾷ τὰς |
| τὴν Ἀλοῖτιν Κυδωνίαν Θρασὼ τὴν Ἀθηνᾶν εἰς τὸν Κρηστώνης θεὸν Ἄρεα τὸν τόνδε καὶ τόνδε , ἢ ἀμφὶ τὰς πάλας | ||
| ἵνα τὸ πᾶν ἄγαλμα ᾖ χρυσοῦν : οἱ δὲ κληρονόμοι Ἄρεα , εἶτα χρυσοῦν δόρυ ἔχοντα , ἐνταῦθα γὰρ διαφορὰν |
| καὶ τὰς ψυχὰς ἐπιδιδόντες . Ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἐσμὲν ἄθεοι , μὴ καὶ γελοῖον ᾖ τοὺς λέγοντας [ μὴ | ||
| τὴν καθ ' ἡμᾶς ἐπήρειαν ἀποσκευάσησθε . Τὸ μὲν οὖν ἄθεοι μὴ εἶναι , ἕνα τὸν ἀγένητον καὶ ἀίδιον καὶ |
| , αἱ δὲ συναφαὶ τὸν μέλλοντα δηλοῦσιν , ὁρῶμεν τὸν Ἄρην τῆς Ἡλίου ἀπορροίας κρατοῦντα καὶ λέγομεν πρὸ τῆς γενέσεως | ||
| ὄντες ] τοῦ θεοῦ ] τοῦ Πλούτου δόξεις μ ' Ἄρην ] ὡς ἄλλον Ἄρεα ὠστιζόμεσθ ' ] διωκόμεθα , |
| , εὐαίσθητον δ ' αὐτοῦ τὸ πρὸς τῇ κοιλίᾳ καὶ νευρῶδες . ἔξωθεν δὲ σαρκώδης ἐστί , καθὸ τῷ βρόγχῳ | ||
| ' ὄντα τοῖς ῥευματιζομένοις τὰ ἄρθρα καὶ τοῖς πενονθόσι τὸ νευρῶδες ἀνεπιτήδειά ἐστι τοῖς περὶ τὴν κύστιν πάθεσι καὶ ἕλκεσι |
| δὲ ῥίζα πρὸς τοῖς εἰρημένοις καὶ φυσῶδές τι κέκτηται καὶ ἀφροδισιαστικόν . τὸ δὲ σπέρμα τὸ μὲν τοῦ ἡμέρου ἔχει | ||
| ἐστὶ δὲ τὸ ζῷον κακόηθες καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , |
| ἀδυνατεῖ τοῦτο δρᾶσαι . Αἰγύπτια δὲ γράμματα δηλοῦντες , ἢ ἱερογραμματέα , ἢ πέρας , μέλαν καὶ κόσκινον καὶ σχοινίον | ||
| ' αὐτῶν γραμματέας Μωϋσῆν τε καὶ Ἰώσηπον , καὶ τοῦτον ἱερογραμματέα : Αἰγύπτια δ ' αὐτοῖς ὀνόματα εἶναι , τῷ |
| πυρῶδες , στερεὸν , ἀμετάτρεπτον , θυμικὸν καὶ ὀργίλον , ἀρχικὸν , δυσυπότακτον , ἀσελγὲς καὶ τετράπουν : κόσμου μὲν | ||
| , αὐτὴ δὲ ἡ γραμμὴ ἕλιξ καλεῖται . καὶ τὸ ἀρχικὸν αὐτῆς ἐστι σύμπτωμα τοιοῦτον . Ἥτις γὰρ ἂν διαχθῇ |
| λόγου ἐγνωσμένου πρὸς πάντων τῶν γε μὴ ἀπαιδεύτων . ἀστέρες ἐκλείποντες τοῦ οὐρανοῦ πλουσίοις μὲν πενίαν πολλὴν καὶ ἐρημίαν σημαίνουσιν | ||
| οἱ δὲ πυ - ρετοὶ , τὸ μὲν ὅλον οὐκ ἐκλείποντες , πεπλανημένως δὲ παροξυνόμενοι , τὰ μὲν , τὰ |
| ' ἂν παρίσωσις ᾖ κατ ' ἀρχάς , οὐκέτι καὶ ἐπαναφορά . οὐδὲν δὲ θαυμαστόν , εἴ τι καὶ λαμπρὸν | ||
| δὲ ὅλη τις λέξις : καὶ ὃ μὲν ἂν ᾖ ἐπαναφορά , καὶ παρίσωσίς ἐστιν ἡ κατ ' ἀρχάς , |
| ἐπὰν γὰρ ἑξάγωνος εὑρεθῇ ἢ Ἥλιος ἢ Σελήνη Κρόνῳ ἢ Ἄρεϊ ζῳδιακῶς , ἐπίφοβος ἡ γένεσις καὶ καταιτιατικὴ ἐντὸς μοιρῶν | ||
| καὶ περιστάσεσιν ἐμπίπτουσι καὶ ἀναιροῦνται . † ἢ καθολικοῦ Κρόνος Ἄρεϊ κατὰ διάμετρον οὐκ ἀγαθὸς οὔτε ἐπὶ δούλου οὔτε ἐπὶ |